ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΟΙ XETTAΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

ΕΦΡΩΝ

 

Ο ΕΦΡΩΝ

 

Ο Εφρών ήταν Χετταίος στην καταγωγή (Γένεση 49,30) και ήταν γιος του Σαάρ (Σωάρ ή Σωχάρ) του Χετταίου. Κατοικούσε στη Χεβρών (Αρβόκ ή Κιριάθ-Αρβά) την εποχή του Αβραάμ (Γένεση 23,7-9. 25,9).

 

 

Η Σάρρα, η γυναίκα του Αβραάμ, είχε πεθάνει στη Χεβρών. Ο Αβραάμ, αφού τη θρήνησε και την πένθησε, ύστερα πήγε και μίλησε στους Χετταίους κατοίκους της Χεβρών και τους ζήτησε να του δώσουν έναν ιδιόκτητο τάφο για να θάψει τη γυναίκα του. Οι κάτοικοι της πόλης, επειδή τον θεωρούσαν άνθρωπο ευνοημένο του Θεού, του είπαν να κάνει ότι είναι απαραίτητο.

Ο Αβραάμ προσκύνησε τους Χετταίους κατοίκους της πόλης και τους ζήτησε να παρακαλέσουν τον Εφρών, γιο του Σαάρ, να του πουλήσει το σπήλαιο Μαχπελά, που ανήκει σ' αυτόν και βρίσκεται στην άκρη του αγρού του, για ιδιόκτητο τάφο.

Ο Εφρών αποκρίθηκε στον Αβραάμ για να τον ακούσουν όλοι ως μάρτυρες, ότι του χαρίζει τον αγρό και το σπήλαιο που βρίσκεται σ' αυτόν. Τότε ο Αβραάμ προσκύνησε πάλι τους Χετταίους και είπε στον Εφρών για να τον ακούσουν όλοι, ότι θέλει ν' αγοράσει τον αγρό. Ο Εφρών είπε στον Αβραάμ ότι η γη αξίζει 400 ασημένιους σίκλους.

Τότε ο Αβραάμ συμφώνησε με τον Εφρών και του ζύγισε την ποσότητα του ασημιού που είχε αυτός ορίσει παρουσία των Χετταίων. Έτσι, ο αγρός του Εφρών στη Μαχπελά, απέναντι από τη Μαμβρή, μαζί με το σπήλαιο και όλα τα δέντρα που ήταν μέσα σ' αυτόν σε όλη του την έκταση, περιήλθαν στην ιδιοκτησία του Αβραάμ ως ιδιόκτητος τάφος. Το δικαίωμα του αυτό αναγνωρίστηκε από όλους τους Χετταίους που ήταν εκεί παρόντες στην πύλη της πόλης. Έπειτα απ' αυτά, ο Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του αγρού της Μαχπελά (Γένεση κεφ. 23).

 

 

ΟΥΡΙΑΣ Ο ΧΕΤΤΑΙΟΣ

 

Ο ΟΥΡΙΑΣ Ο ΧΕΤΤΑΙΟΣ

 

Ο Ουρίας ήταν Χετταίος στην καταγωγή και ήταν ο πρώτος σύζυγος της Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) (Β' Βασιλέων 11,3. 11,26. 12,10. 12,15), κόρη του Ελιάβ (Ελιάμ) (Β' Βασιλέων 11,3) ή του Αμιήλ (Αμμιήλ) (Α' Παραλειπομένων 3,5). Ο Ουρίας ήταν αξιωματικός του Δαβίδ και ανήκε στο σώμα των επιλέκτων και ανδρείων του στρατού του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 23,39. Α' Παραλειπομένων 11,41).

 

 

Η ομορφιά και η γοητεία της γυναίκας του παρέσυραν το Δαβίδ στο να την αποκτήσει. Έτσι ένα απόγευμα, ο Δαβίδ σηκώθηκε από τον μεσημβρινό του ύπνο και περπατούσε στο βασιλικό του δωμάτιο. Από 'κει είδε μια γυναίκα που έκανε το λουτρό της, η οποία ήταν πολύ ωραία στην εμφάνιση. Αμέσως έστειλε και ζήτησε πληροφορίες για αυτή τη γυναίκα. Του είπαν, λοιπόν, ότι αυτή είναι η Βηρσαβεέ, κόρη του Ελιάβ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου.  Ο Δαβίδ τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της. Η Βηρσαβεέ έμεινε έγκυος και το γνωστοποίησε με άνθρωπο στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 11,2-5).

 

Τότε ο Δαβίδ για να καλύψει την πράξη του, έστειλε αγγελιαφόρο στον Ιωάβ τον αρχιστράτηγο να του στείλει τον Ουρία το Χετταίο. Πράγματι, ο Ιωάβ τον έστειλε στο Δαβίδ. Όταν παρουσιάστηκε ο Ουρίας, ο Δαβίδ τον ρώτησε για το στρατό και για τον πόλεμο. Έπειτα του έδωσε μια μικρή άδεια για να πάει στο σπίτι του. Μόλις ο Ουρίας βγήκε από το βασιλικό παλάτι, ο Δαβίδ του έστειλε και κάποια δώρα. Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του παλατιού, μαζί με τη βασιλική φρουρά.

Όταν έφεραν στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Ουρίας δεν πήγε στο σπίτι του, ο Δαβίδ τον κάλεσε ξανά και του είπε για ποιο λόγο δεν πήγε στο σπίτι του να ξεκουραστεί. Ο Ουρίας είπε στο βασιλιά, ότι η Κιβωτός της Διαθήκης, ο Ιωάβ ο αρχιστράτηγος και όλοι οι σύντροφοί του ζουν σε σκηνές κι έχουν στρατοπεδεύσει στην ύπαιθρο κι αυτός θα πήγαινε στο σπίτι του; Τότε ο Δαβίδ τον κράτησε στο παλάτι δυο μέρες. Τον κάλεσε να φάει και να πιει μαζί του και τον μέθυσε. Το βράδυ ο Ουρίας κοιμήθηκε πάλι με τη βασιλική φρουρά (Β' Βασιλειών 11,6-13).

 

Το πρωΐ ο Δαβίδ έγραψε μια επιστολή στον Ιωάβ και το έστειλε με τον Ουρία. Στην επιστολή έγραφε, να βάλει τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της πιο σκληρής μάχης κι έπειτα να τραβηχτούν από κοντά του, ώστε να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί.

Ήταν ακριβώς τότε που ο Ιωάβ πολιορκούσε τη Ραββάθ, την πρωτεύουσα των Αμμωνιτών. Ο Ιωάβ τοποθέτησε τον Ουρία απέναντι σ' ένα σημείο, που ήξερε ότι το υπερασπίζονταν οι πιο αξιόμαχοι άντρες του εχθρού. Σε μια τους έξοδο, οι άντρες της πόλης επιτέθηκαν στο στρατό του Ιωάβ και τους κυνήγησαν μέχρι την πεδιάδα. Εκεί οι άνδρες του Ιωάβ τους απέκρουσαν και τους κυνήγησαν μέχρι την πύλη της πόλης. Τότε από τα τείχη οι τοξότες της Ραββάθ σκότωσαν αρκετούς από τους άντρες του Δαβίδ. Τότε σκοτώθηκε κι ο Ουρίας ο Χετταίος.

Ο Ιωάβ έστειλε αγγελιαφόρο στο Δαβίδ και του ανέφερε τα γεγονότα της μάχης, και βέβαια την είδηση για το θάνατο του Ουρία του Χετταίου. Η Βηρσαβεέ, όταν έμαθε ότι σκοτώθηκε ο άντρας της, κράτησε πένθος γι' αυτόν και τον θρήνησε. Όταν πέρασε το πένθος, ο  Δαβίδ έστειλε και την πήρε στο παλάτι κι έγινε γυναίκα του (Β' Βασιλειών 11,14-27).

 

 

ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

 

ΣΑΑΡ (ΣΩΑΡ Ή ΣΩΧΑΡ):  Ήταν ο πατέρας του Εφρών. Ήταν Χετταίος στην καταγωγή και ζούσε στη Χεβρών την εποχή του Αβραάμ (Γένεση 23,8).

 

ΒΕΩΧ (ΒΕΗΡΙ): Ήταν ο πατέρας της Ιουδίθ, την οποία παντρεύτηκε ο Ησαύ. Ήταν Χετταίος στην καταγωγή (Γένεση 26,34).

 

ΕΛΩΝ Ή ΑΪΛΩΜ (ΑΪΛΩΝ): Ήταν ο πατέρας της Αδά (Βασεμάθ), την οποία παντρεύτηκε ο Ησαύ. Ήταν Χετταίος στην καταγωγή (Γένεση 26,34. Γένεση 36,3).

 

 

 

ΑΒΙΜΕΛΕΧ (ΑΧΙΜΕΛΕΧ) Ο ΧΕΤΤΑΙΟΣ: Ο Αβιμέλεχ (Αχιμέλεχ) ο Χετταίος ήταν ένας από τους πρώτους άνδρες, που ακολούθησαν το Δαβίδ μετά την αντιπαράθεσή του με το Σαούλ (Α' Βασιλειών 26,6).

Όταν ο Σαούλ καταδίωκε τον Δαβίδ στην έρημο Ζιφ, ο Δαβίδ πήρε τον Αβιμέλεχ τον Χετταίο και τον Αβεσσά, γιο της αδερφής του της Σαρουΐας, και πήγαν στο στρατόπεδο του Σαούλ τη νύχτα. Είδε που κοιμόταν ο Σαούλ κι ο Αβεννήρ, ο αρχιστράτηγός του. Ο Σαούλ και ο Αβεννήρ κοιμόντουσαν στο κέντρο του στρατοπέδου, ενώ οι άλλοι στρατιώτες κοιμόντουσαν στις σκηνές τους γύρω από τον Σαούλ. Ο Δαβίδ τους είπε, ποιος από τους δυο θα τον ακολουθήσει για να μπουν στο στρατόπεδο του Σαούλ. Προθυμοποιήθηκε ο Αβεσσά. Έτσι έφτασαν μέχρι τη σκηνή που κοιμόταν ο Σαούλ, πήραν ανενόχλητα το ακόντιο και το δοχείο με το νερό του Σαούλ και έφυγαν (Α' Βασιλειών 26,5-12).