ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ |
|
|
|
ΔΙΚΑΙΟΣ ΒΟΟΖ |
|
Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΒΟΟΖ
Ο Βοόζ ήταν γιος του Σαλμών (Σαλμάν) και συγγενής του Ελιμέλεχ, συζύγου της Νωεμίν (Ναομί), κατά την εποχή των Κριτών (Ρουθ 2,1. 4,21. Α' Παραλειπομένων 2,11. Ματθαίος 1,5. Λουκάς 3,32). Το όνομά του σημαίνει "ισχύ", "δύναμη". Ήταν ισχυρός άνθρωπος και πλούσιος κτηματίας της Βηθλεέμ, από τη φυλή Ιούδα. Υπήρξε πρόγονος του Χριστού με το γάμο του με τη Ρουθ, με την οποία απόκτησε τον Ωβήδ, που ήταν ο πατέρας του Ιεσσαί και παππούς του Δαβίδ (Ρουθ 4,21-22. Ματθαίος 1,5. Λουκάς 3,32). Η ιστορία του Βοόζ περιγράφεται στο βιβλίο της Ρουθ, στα κεφάλαια 2-4. Ο Βοόζ αναφέρεται μεταξύ των προπατόρων του Ιησού (Ματθαίος 1,5 και Λουκάς 3,32). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη τους την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων).
Η ΡΟΥΘ ΚΑΙ Ο ΒΟΟΖ
Όταν ο άντρας της Ρουθ πέθανε, η Ρουθ αποφάσισε να μείνει μαζί με την πεθερά της Νωεμίν. Εγκαταστάθηκαν στη Βηθλεέμ και μια μέρα η Ρουθ αποφάσισε να πάει να μαζέψει στάχυα από τα χωράφια, όπου την εποχή εκείνη θέριζαν το κριθάρι. Εντελώς συμπτωματικά, έτυχε το χωράφι που δούλεψε η Ρουθ ν' ανήκει στο Βοόζ, ο οποίος ήταν συγγενής του Ελιμέλεχ, του άντρα της Νωεμίν (Ρουθ 2,1-3).
Μετά από λίγο ήρθε ο Βοόζ από τη Βηθλεέμ και χαιρέτισε τους θεριστές: «Ο Κύριος να 'ναι μαζί σας», τους είπε. «Ο Κύριος να σ' ευλογεί», του απάντησαν εκείνοι. Τότε ο Βοόζ ρώτησε τον επιστάτη των θεριστών: «Ποιανού είναι αυτή η νέα;» Αυτός του απάντησε: «Είναι η νεαρή Μωαβίτισσα, που συνόδεψε τη Νωεμίν στην επιστροφή της από τη Μωάβ. Μας παρακάλεσε να την αφήσουμε να μαζεύει τα στάχυα που αφήνουν οι θεριστές να πέφτουν από τα δεμάτια. Ήρθε από το πρωί, κι ως τώρα δεν έχει καθόλου ξεκουραστεί». Τότε ο Βοόζ είπε στη Ρουθ: «Άκουσε, κόρη μου. Μη φύγεις από 'δω για να μαζέψεις στάχυα σ' άλλο χωράφι. Μείνε με τις υπηρέτριές μου. Κοίτα σε ποιο χωράφι θερίζουν και πήγαινε ξωπίσω τους. Έχω διατάξει τους υπηρέτες να μη σ' αγγίξει κανείς. Κι όταν διψάς, να πηγαίνεις στις στάμνες που τις γεμίζουν οι υπηρέτες και να πίνεις νερό». Τότε η Ρουθ έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε. Μετά του είπε: «Γιατί μου δείχνεις τόση καλοσύνη, κι ενδιαφέρεσαι τόσο για μένα, που είμαι μια ξένη;». Ο Βοόζ της αποκρίθηκε: «Μου είπαν όλα όσα έκανες για την πεθερά σου μετά το θάνατο του άντρα σου, κι ότι άφησες τους γονείς σου και τη χώρα που γεννήθηκες, και ήρθες σ' έναν λαό που δεν τον γνώριζες από πριν. Ο Κύριος ν' ανταμείψει την πράξη σου και να σου το ξεπληρώσει στο ακέραιο, που ήρθες κάτω απ' τα φτερά του να σκεπαστείς». Εκείνη απάντησε: «Ας έχω την εύνοιά σου, κύριε μου! Μου 'δωσες θάρρος και μίλησες στην καρδιά της δούλης σου» (Ρουθ 2,4-13).
Ύστερα από λίγο ο Βοόζ της είπε, «Είναι ώρα φαγητού. Πλησίασε κοντά και φάε μαζί μας». Εκείνη κάθησε δίπλα στους θεριστές κι ο Βοόζ της πρόσφερε ψωμί από αποφλοιωμένο κριθάρι κι έφαγε. Κατόπιν η Ρουθ σηκώθηκε και μάζευε στάχυα, ενώ ο Βοόζ διέταξε τους υπηρέτες του να αφήνουν τη Ρουθ να μαζεύει στάχυα ελεύθερα, ακόμη και μέσα από τα δεμάτια, και κάποιες φορές ν' αφήνουν να πέφτουν κάτω στάχυα για χάρη της (Ρουθ 2,14-17). Έτσι η Ρουθ πήγαινε μαζί με τις υπηρέτριες του Βοόζ και μάζευε στάχυα, ώσπου θέρισαν όλο το κριθάρι και το σιτάρι μέχρι το τέλος του θερισμού (Ρουθ 2,23).
Μια μέρα η Ρουθ, με υπόδειξη της Νωεμίν, καθαρίστηκε, φόρεσε ωραία ρούχα και έβαλε αρώματα και το βράδυ πήγε στο αλώνι του Βοόζ, όπου θα χώριζαν το σιτάρι από τα στάχυα. Όταν εκείνος τέλειωσε το φαγητό και το ποτό του, πήγε να κοιμηθεί. Τότε εκείνη πήγε και πλάγιασε στα πόδια του. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Βοόζ ξύπνησε απότομα, ανασηκώθηκε και είδε μια γυναίκα να κοιμάται στα πόδια του. «Ποια είσ' εσύ;» τη ρώτησε. Κι αυτή απάντησε: «Εγώ είμαι η Ρουθ, η δούλη σου. Πάρε με στην προστασία σου, γιατί εσύ είσαι ο κοντινότερος συγγενής μου».Ο Βοόζ έφαγε, ήπιε και ύστερα κοιμήθηκε σε κάποια άκρη στο χωράφι. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Βοόζ ξύπνησε απότομα και είδε μια γυναίκα να κοιμάται στα πόδια του. «Ποια είσ' εσύ;» τη ρώτησε. Κι αυτή απάντησε: «Εγώ είμαι η Ρουθ, η δούλη σου. Πάρε με στην προστασία σου, γιατί εσύ είσαι ο κοντινότερος συγγενής μου». Ο Βοόζ εκτίμησε τις αρετές της Ρουθ, αλλά και την αφοσίωσή της προς την πεθερά της και της είπε: «Ο Κύριος να σ' ευλογεί, κόρη μου! Αυτή η πιστότητα και η καλοσύνη σου σου είναι μεγαλύτερη από την προηγούμενη, που έδειξες στην πεθερά σου, διότι δεν αναζήτησες για άντρα σου κάποιον νεαρό, φτωχό ή πλούσιο. Τώρα, λοιπόν, κόρη μου, μη φοβάσαι. Εγώ θα κάνω για σένα ότι μου ζήτησες, γιατί όλη η πόλη ξέρει ότι είσαι ενάρετη γυναίκα. Είν' αλήθεια ότι εγώ είμαι ο πλησιέστερος συγγενής σου, αλλά υπάρχει κι άλλος ένας, πιο κοντινός συγγενής από μένα. Μείνε απόψε εδώ, και το πρωί, αν θέλει να σε παντρευτεί εκείνος, έχει καλώς. Αν όμως δε θελήσει, τότε θα σε παντρευτώ εγώ». Έτσι η Ρουθ κοιμήθηκε στα πόδια του Βοόζ και πριν ξημερώσει ο Βοόζ της έδωσε κριθάρι και τη βοήθησε να το φορτωθεί. Η Ρουθ γύρισε στο σπίτι της και διηγήθηκε στην πεθερά της όλα όσα έγιναν (Ρουθ 3,1-18).
Ο Βοόζ πήγε στην πόλη και βρήκε τον πιο στενό συγγενή του Ελιμέλεχ, για τον οποίο είχε μιλήσει στη Ρουθ. Τότε ο Βοόζ, έχοντας ως μάρτυρες 10 πρεσβυτέρους της πόλης, του είπε: «Η Νωεμίν, που γύρισε από τη Μωάβ, πουλάει το μερίδιο του χωραφιού που ανήκει στο συγγενή μας τον Ελιμέλεχ. Σκέφτηκα να σου το ανακοινώσω αυτό και να σου προτείνω να αγοράσεις το χωράφι εδώ μπροστά στους πρεσβυτέρους της πόλης, γιατί εσύ είσαι ο πλησιέστερος συγγενής. Αν θέλεις, λοιπόν, να ασκήσεις το δικαίωμα σου της εξαγοράς, καλώς, αν όχι, πες το μου να το ξέρω γιατί δεν υπάρχει άλλος στενότερος συγγενής να το αγοράσει. Μετά από σένα είμαι εγώ». Εκείνος απάντησε: «Θα το αγοράσω». Τότε ο Βοόζ του είπε: «Αν αγοράσεις το χωράφι από τη Νωεμίν, πρέπει να πάρεις γυναίκα σου και τη Ρουθ, τη Μωαβίτισσα, τη χήρα του γιου της, ώστε η ιδιοκτησία του χωραφιού να παραμείνει στην οικογένεια του νεκρού άντρα της». Ο άλλος συγγενής απάντησε: «Εγώ δεν μπορώ να εκπληρώσω το συγγενικό μου χρέος, γιατί έτσι μπορεί να καταστρέψω τη δική μου ιδιοκτησία. Ανάλαβε εσύ το δικαίωμα μου της εξαγοράς. Εγώ δεν προτίθεμαι να αγοράσω το χωράφι» (Ρουθ 4,1-6).
Υπήρχε παλιά ένα έθιμο στο λαό Ισραήλ, σχετικά με την εξαγορά και την ανταλλαγή, για την εγκυρότητα των συμφωνιών. Εκείνος που μετεβίβαζε την κυριότητα του κτήματος, έλυνε το σανδάλι του και το έδινε σ' αυτόν που πήγαιναν τα δικαιώματα κτήσεως. Αυτό ήταν σαν μαρτυρία ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Γι' αυτό, όταν ο κοντινός συγγενής είπε στον Βοόζ ν' αγοράσει εκείνος το χωράφι, έλυσε το σανδάλι του και του το έδωσε. Τότε ο Βοόζ είπε σ' όλους τους παριστάμενους: «Σήμερα είσαστε μάρτυρες, ότι αγόρασα από τη Νωεμίν, όλα όσα ανήκαν στον Ελιμέλεχ και τους γιους του. Ακόμη παίρνω ως γυναίκα μου τη Ρουθ τη Μωαβίτισσα. Έτσι η περιουσία θα παραμείνει στην οικογένεια του νεκρού και δεν θα χαθεί τ' όνομά του, διότι θα δημιουργηθούν απόγονοι που θα το διατηρήσουν» (Ρουθ 4,7-12).
Ο γάμος αυτός με τον πλησιέστερο συγγενή του αποθανόντος συζύγου ήταν σύμφωνος με το Μωσαϊκό νόμο. Έτσι ο Βοόζ πήρε τη Ρουθ γυναίκα του. Ο Κύριος την ευλόγησε και γέννησε γιο, και τον ονόμασαν Ωβήδ. Αυτός ήταν ο πατέρας του Ιεσσαί και παππούς του Δαβίδ (Ρουθ 4,13-17).
|
|
ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
Κοντάκιον
Ἦχος
β’. Αὐτόμελον.
Κάθισμα
|
|