ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
Αποκ. 19,1 Μετὰ ταῦτα ἤκουσα ὡς φωνὴν μεγάλην ὄχλου πολλοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ λεγόντων· ἀλληλούϊα· ἡ σωτηρία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, Αποκ. 19,1 Επειτα από αυτά ήκουσα σαν φωνήν μεγάλην λαού πολλού, των στον ουρανόν αγγέλων και αγίων, που έλεγαν· “αλληλούϊα (=αινείτε τον Κυριον)· η σωτηρία και η δόξα και η δύναμις είναι του Θεού μας και από εκείνον χορηγείτε. Αποκ. 19,2 ὅτι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ· ὅτι ἔκρινε τὴν πόρνην τὴν μεγάλην, ἥτις διέφθειρε τὴν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς, καὶ ἐξεδίκησε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς. Αποκ. 19,2 Ας είναι δοξασμένος πάντοτε, διότι είναι αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις και αι αποφάσστου· διότι έκρινε και κατεδίκασε την πόρνην την μεγάλην, (την φαύλη Βαβυλώνα), η οποία διέφθειρε την γην με την φαυλότητά της, (κατεδίωκε τους πιστούς) και ο δίκαιος Θεός εξεδικήθη το αίμα των πιστών δούλων του, που εχύθη από το χέρι της”. Αποκ. 19,3 καὶ δεύτερον εἴρηκαν· ἀλληλούϊα· καὶ ὁ καπνὸς αὐτῆς ἀναβαίνει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αποκ. 19,3 Και δια δευτέραν φοράν είπαν· “αλληλούϊα· και ο καπνός από το καταστρεπτικόν πυρ, που την ερήμωσε οριστικώς, ανεβαίνει στους αιώνας των αιώνων”. Αποκ. 19,4 καὶ ἔπεσαν οἱ εἴκοσι καὶ τέσσαρες πρεσβύτεροι καὶ τὰ τέσσαρα ζῶα καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ τῷ καθημένῳ ἐπὶ τῷ θρόνῳ λέγοντες· ἀμήν, ἀλληλούϊα. Αποκ. 19,4 Και οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι και τα τέσσαρα ζώα έπεσαν με απέραντον σεβασμόν και επροσκύνησαν τον δίκαιον Θεόν, τον καθήμενον επάνω στον θρόνον λέγοντες. “Αμήν, αλληλούϊα”.
|
Το γαμήλιο τραπέζι του Αρνίου |
Αποκ. 19,5 καὶ φωνὴ ἀπὸ τοῦ θρόνου ἐξῆλθε λέγουσα· αἰνεῖτε τὸν Θεὸν ἡμῶν πάντες οἱ δοῦλοι αὐτοῦ καὶ οἱ φοβούμενοι αὐτόν, οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι. Αποκ. 19,5 Και φωνή αγγέλων, των περιστοιχούντων τον Θεόν, εβγήκε από τον θρόνον, λέγουσα· “αινείτε τον Θεόν ημών όλοι οι δούλοι αυτού και οι φοβούμενοι αυτόν, οι μικροί και οι μεγάλοι”. Αποκ. 19,6 Καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου πολλοῦ καὶ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῶν ἰσχυρῶν, λεγόντων· ἀλληλούϊα· ὅτι ἐβασίλευσε Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ. Αποκ. 19,6 Και ήκουσα σαν φωνήν πλήθους λαού και σαν βοήν πολλών υδάτων, που πίπτουν εις μεγάλους καταρράκτας, και σαν κρότους ισχυρών βροντών, που έλεγαν· “αλληλούϊα, διότι εβασίλευσε Κυριος ο Θεός, ο παντοκράτωρ. Αποκ. 19,7 χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ, ὅτι ἦλθεν ὁ γάμος τοῦ ἀρνίου καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἡτοίμασεν ἑαυτήν. Αποκ. 19,7 Ας χαίρωμεν και ας ευφραινώμεθα και ας δώσωμεν εις αυτόν δόξαν, διότι ήλθεν ο καιρός να γίνη ο γάμος του Αρνίου (του Χριστού, του ουρανίου νυμφίου) και η γυναίκα του (η πνευματική νύμφη, η Εκκλησία) έχει ετοιμάσει τον ευατόν της”. Αποκ. 19,8 καὶ ἐδόθη αὐτῇ ἵνα περιβάληται βύσσινον λαμπρὸν καθαρόν· τὸ γὰρ βύσσινον τὰ δικαιώματα τῶν ἁγίων ἐστί. Αποκ. 19,8 Και εδόθη εις αυτήν από τον Θεόν να ενδυθή λαμπρόν, ολοκάθαρον βύσσινον ιμάτιον, διότι το βύσσινον ένδυμα είναι αι αρεταί των πιστών, αι οποίαι αποτελούν ολόλαμπρον στόλισμα της θριαμβευούσης εις ουρανούς Εκκλησίας. Αποκ. 19,9 Καὶ λέγει μοι· γράψον, μακάριοι οἱ εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου κεκλημένοι. καὶ λέγει μοι· οὗτοι οἱ λόγοι ἀληθινοὶ τοῦ Θεοῦ εἰσι. Αποκ. 19,9 Και εν συνεχεία μου είπεν ο άγγελος· “γράψε· μακάριοι και τρισευτυχισμένοι είναι οι προσκεκλημένοι στο βασιλικόν δείπνον του γάμου του Αρνίου”. Και μου είπεν ακόμη· “αυτοί οι λόγοι, που αναφέρονται εις την ατελείωτον μακαριότητα των πιστών μετά του Χριστού, είναι αληθινοί, λόγοι αυτού του Θεού”. Αποκ. 19,10 Καὶ ἔπεσα ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν αὐτοῦ προσκυνῆσαι αὐτῷ. καὶ λέγει μοι· ὅρα μή· σύνδουλός σού εἰμι καὶ τῶν ἀδελφῶν σου τῶν ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ· τῷ Θεῷ προσκύνησον· ἡ γὰρ μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ ἐστι τὸ πνεῦμα τῆς προφητείας. Αποκ. 19,10 Και έπεσα εμπρός εις τα πόδια του αγγέλου, δια να τον προσκυνήσω. Και μου είπε· “πρόσεχε μη κάμης κάτι τέτοιο· είμαι και εγώ σύνδουλός σου και ένας από τους αδελφούς σου, που έλαβαν και κρατούν την ομολογίαν και μαρτυρίαν της πίστεώς των στον Ιησούν Χριστόν. Τον Θεόν προσκύνησε· διότι η προαγγελία, που σου έκαμα εγώ περί αυτών που θα γίνουν στο μέλλον, δεν προέρχεται από εμέ, αλλά δίδεται ως προφητικόν χάρισμα από την μαρτυρίαν και ομολογίαν της πίστεως προς τον Ιησούν”.
|
Αποκ. 19,11 Καὶ εἶδον τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτόν, καλούμενος πιστὸς καὶ ἀληθινός, καὶ ἐν δικαιοσύνῃ κρίνει καὶ πολεμεῖ· Αποκ. 19,11 Και είδον τον ουρανόν ανοικτόν. Και ιδού ένας ίππος λευκός και ο καθήμενος επάνω εις αυτόν εκαλείτο αξιόπιστος κατά πάντα και αληθινός, και κρίνει και δικάζει με δικαιοσύνην και πολεμεί με ακατανίκητον δύναμιν. Αποκ. 19,12 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός, καὶ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ διαδήματα πολλά, ἔχων ὀνόματα γεγραμμένα, καὶ ὄνομα γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ αὐτός, Αποκ. 19,12 Τα δε μάτια του είναι σαν φλόγα φωτιάς, (ώστε τίποτε να μη μένη αφανές και κρυμμένον ενώπιόν του, να είναι δε φως δια τους δικαίους και πυρ καταστρεπτικόν δια τους αμαρτωλούς). Και, διότι είναι ο βασιλεύς των βασιλέων, φέρει επάνω εις την κεφαλήν του διαδήματα πολλά, που έχουν ονόματα πολλά, δια να φανερώνουν τα αναρίθμητα αυτού βασιλικά προσόντα και προνόμια. Και έχει ακόμη και ένα όνομα γραμμένον, το οποίον κανένας άλλος δεν γνωρίζει εις όλον το βάθος και πλάτος παρά μόνον αυτός, (διότι αναφέρεται εις την απειροτέλειον αυτού θεότητα). Αποκ. 19,13 καὶ περιβεβλημένος ἱμάτιον βεβαμμένον ἐν αἵματι, καὶ κέκληται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αποκ. 19,13 Και έχει ενδυθή ιμάτιον βαμμένον με αίμα (με το ιδικόν του αίμα, το οποίον έχυσε επάνω στον σταυρόν) και το όνομά του έχει κληθή προαιωνίως “ο Λογος του Θεού”. Αποκ. 19,14 καὶ τὰ στρατεύματα τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἠκολούθει αὐτῷ ἐπὶ ἵπποις λευκοῖς, ἐνδεδυμένοι βύσσινον λευκὸν καθαρόν. Αποκ. 19,14 Και τα επουράνια στρατεύματα τον ακολουθούσαν ως Κυριον των δυνάμεων επάνω εις λευκούς ίππους και ήσαν όλοι ενδεδυμένοι με ολόλευκον, κατακάθαρον βύσσινον ένδυμα. Αποκ. 19,15 καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται ῥομφαία ὀξεῖα δίστομος, ἵνα ἐν αὐτῇ πατάσσῃ τὰ ἔθνη· καὶ αὐτὸς ποιμανεῖ αὐτοὺς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ· καὶ αὐτὸς πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος. Αποκ. 19,15 Και από το στόμα του εξέρχεται ο αληθινός και παντοδύναμος λόγος του, σαν δίκοπο κοφτερό μαχαίρι, δια να κτυπήση με την δύναμιν του προστάγματός του όλα τα έθνη. Και αυτός θα ποιμάνη τους λαούς με ράβδον σιδηράν, με απεριόριστον δύναμιν και εξουσίαν. Και αυτός πατεί στον ληνόν της ακατανικήτου δικαίας οργής του Θεού, του παντοκράτορος, (δια να τιμωρή εν ονόματι του Πατρός τους εσκληρυμένους εις την αμαρτίαν των ασεβείς). Αποκ. 19,16 καὶ ἔχει ἐπὶ τὸ ἱμάτιον καὶ ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον, βασιλεὺς βασιλέων καὶ κύριος κυρίων. Αποκ. 19,16 Και επάνω στο ένδυμά του, στο μέρος όπου αυτό καλύπτει τον μηρόν του, είναι γραμμένον το όνομα “βασιλεύς βασιλέων και κύριος κυρίων”. Αποκ. 19,17 Καὶ εἶδον ἕνα ἄγγελον ἑστῶτα ἐν τῷ ἡλίῳ, καὶ ἔκραξεν ἐν φωνῇ μεγάλῃ λέγων πᾶσι τοῖς ὀρνέοις τοῖς πετομένοις ἐν μεσουρανήματι· δεῦτε συνάχθητε εἰς τὸ δεῖπνον τὸ μέγα τοῦ Θεοῦ, Αποκ. 19,17 Και είδα ένα άγγελόν που εστέκετο με θείαν λαμπρότητα ψηλά στον ήλιον, και ο οποίος έκραξε με φωνήν μεγάλην, διατάσσων και λέγων εις όλα τα όρνεα, που πετούν εις τα μεσουράνια· “ελάτε, μαζευθήτε στο μεγάλο δείπνο της οργής του Θεού, Αποκ. 19,18 ἵνα φάγητε σάρκας βασιλέων καὶ σάρκας χιλιάρχων καὶ σάρκας ἰσχυρῶν καὶ σάρκας ἵππων καὶ τῶν καθημένων ἐπ᾿ αὐτῶν, καὶ σάρκας πάντων ἐλευθέρων τε καὶ δούλων, καὶ μικρῶν τε καὶ μεγάλων. Αποκ. 19,18 δια να φάγετε σάρκας ασεβών βασιλέων και σάρκας χιλιάρχων και σάρκας ισχυρών και σάρκας ίππων και εκείνων, που κάθηνται επάνω στους ίππους, και σάρκας όλων, ελευθέρων και δούλων και μικρών και μεγάλων, όλων εκείνων που υπεδουλώθησαν και επροσκύνησαν το θηρίον”. Αποκ. 19,19 Καὶ εἶδον τὸ θηρίον καὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ τὰ στρατεύματα αὐτῶν συνηγμένα ποιῆσαι τὸν πόλεμον μετὰ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου καὶ μετὰ τοῦ στρατεύματος αὐτοῦ. Αποκ. 19,19 Και είδα το θηρίον, τον αντίχριστον, και τους ασεβείς βασιλείς της γης και τα στρατεύματά των συναθρισμένα δια να κάμουν πόλεμον εναντίον του καθημένου επάνω στον λευκόν ίππον και εναντίον της ουρανίας στρατιάς του. Αποκ. 19,20 καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐπλάνησε τοὺς λαβόντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ· ζῶντες ἐβλήθησαν οἱ δύο εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην ἐν θείῳ. Αποκ. 19,20 Και επιάσθηκε αιχμάλωτον το θηρίον και μαζή με αυτό ο ψευδοπροφήτης, ο οποίος είχε κάμει τα παραπλανητικά σατανικά θαύματα εμπρός εις αυτό, με τα οποία εξηπάτησε και παρεπλάνησε αυτούς, που εδέχθησαν την χαραγμένην σφραγίδα του θηρίου και προσκυνούν σαν Θεόν την εικόνα του. Ζωντανοί ερρίφθησαν και οι δύο εις την λίμνην της φωτιάς, που καίεται συνεχώς και ακαταπαύστως με θειάφι. Αποκ. 19,21 καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῇ ῥομφαίᾳ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου, τῇ ἐξελθούσῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ· καὶ πάντα τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν. Αποκ. 19,21 Και οι υπόλοιποι εφονεύθησαν σαν με ρομφαίαν από το παντοδύναμον πρόσταγμα, που εβγήκε από το στόμα του Χριστού, του καθημένου επάνω στον λευκόν ίππον. Και όλα τα όρνεα εχόρτασαν από τας σάρκας των εξολοθρευθέντων εχθρών του Μεσσίου.
|