ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
Αποκ. 12,1 Καὶ σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ, γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον, καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα, Αποκ. 12,1 Και εφάνη στον ουρανόν ένα έκτακτον και καταπληκτικόν σημείον, εφάνη δηλαδή μία γυναίκα, που είχε ολόγυρά της, σαν ολόλαμπρο ένδυμα, τον ήλιον, και η σελήνη ήτο κάτω από τα πόδια της σαν υποπόδιόν της, και επάνω στο κεφάλι της υπήρχαν, σαν ολόφωτο στεφάνι, δώδεκα αστέρια. (Και συμβολίζει αυτή την λάμπουσαν από αγιότητα βασιλείαν του Θεού, την οποίαν λαμπρύνει ως ήλιος αυτός ο Χριστός και ως δώδεκα φωτεινοί αστέρες οι δώδεκα Απόστολοι). Αποκ. 12,2 καὶ ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἔκραζεν ὠδίνουσα καὶ βασανιζομένη τεκεῖν. Αποκ. 12,2 Και η γυναίκα αυτή ήτο έγκυος και έκραζε, διότι ησθάνετο τους πόνους του τοκετού και εβασανίζετο, δια να γεννήση τον Μεσσίαν (να ενθρονίση δια της Εκκλησίας τον Κυριον Ιησούν Χριστόν εις τας καρδίας των ανθρώπων). Αποκ. 12,3 καὶ ὤφθη ἄλλο σημεῖον ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἰδοὺ δράκων πυῤῥὸς μέγας, ἔχων κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτοῦ ἑπτὰ διαδήματα, Αποκ. 12,3 Και εφάνη άλλο σημείον στον ουρανόν. Και ιδού ένας μεγάλος κόκκινος δράκων, που είχε επτά κεφάλια και δέκα κέρατα και επάνω εις τα επτά κεφάλια του επτά διαδήματα, (το απαίσιον αυτό τέρας συμβολίζει τον μοχθηρότατον ανθρωποκτόνον διάβολον με τα πολυάριθμα όργανα του και την τεραστίαν δια την αμαρτωλότητα των λαών εξουσίαν του επί του κόσμου). Αποκ. 12,4 καὶ ἡ οὐρὰ αὐτοῦ σύρει τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν. καὶ ὁ δράκων ἕστηκεν ἐνώπιον τῆς γυναικὸς τῆς μελλούσης τεκεῖν, ἵνα, ὅταν τέκῃ, τὸ τέκνον αὐτῆς καταφάγῃ. Αποκ. 12,4 Και η ουρά αυτού σύρει το εν τρίτον από τα αστέρια του ουρανού, τους αγγέλους δηλαδή που επανεστάτησαν μαζή του εναντίον του Θεού, και τους οποίους έρριψε κάτω εις την γην. Και ο δράκων αυτός εστάθη εμπρός εις την γυναίκα, που επρόκειτο να γεννήση, δια να καταφάγη το τέκνον της όταν το γεννήση. (Ο σατανάς με μανίαν και λύσσαν εστράφη εναντίον του Μεσσίου, δια να τον εξοντώση με την φονικήν απόφασιν του Ηρώδου, με τους ιδικούς του μεγάλους πειρασμούς και με την θεοκτόνον μανίαν των Εβραίων). Αποκ. 12,5 καὶ ἔτεκεν υἱὸν ἄῤῥενα, ὃς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τὰ ἔθνη ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ· καὶ ἡρπάσθη τὸ τέκνον αὐτῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν θρόνον αὐτοῦ. Αποκ. 12,5 Και εγέννησεν η γυναίκα παιδί αρσενικό, που μέλλει να ποιμάνη τα έθνη με σιδηράν ράβδον. Και ηρπάσθη το τέκνον αυτής πλησίον του Θεού και στον θρόνον αυτού (ο Μεσσίας διέφυγε την εξοντωτικήν μανίαν του διαβόλου και των οργάνων του, ετελείωσε το έργον του και ανελήφθη ένδοξος στον ουρανόν). Αποκ. 12,6 καὶ ἡ γυνὴ ἔφυγεν εἰς τὴν ἔρημον, ὅπου ἔχει ἐκεῖ τόπον ἡτοιμασμένον ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἵνα ἐκεῖ τρέφωσιν αὐτὴν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα. Αποκ. 12,6 Και η γυναίκα έφυγεν εις την έρημον, όπου έχει τόπον ητοιμασμένον από τον Θεόν, δια να την τρέφουν τα όργανα του Θεού χιλίας διακοσίας εξήντα ημέρας, τριάμηση έτη. (Η Εκκλησία διωκομένη από τον αμαρτωλόν κόσμον χωρίζεται από αυτόν όχι τοπικώς αλλά πνευματικώς, ασφαλίζεται όμως και υπάρχει και δρα εις τας καλοπροαιρέτους ψυχάς με την χάριν του ιδρυτού της). Αποκ. 12,7 Καὶ ἐγένετο πόλεμος ἐν τῷ οὐρανῷ· ὁ Μιχαὴλ καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ -τοῦ πολεμῆσαι μετὰ τοῦ δράκοντος· καὶ ὁ δράκων ἐπολέμησε καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, Αποκ. 12,7 Και έγινε πόλεμος στον ουρανόν. Ο Μιχαήλ και οι άγγελοι αυτού ήλθαν να πολεμήσουν εναντίον του δράκοντος, του διαβόλου (ο οποίος είχε επαναστατήσει κατά του Θεού και ηγωνίζετο να αποσπάση τους ανθρώπους από τον αληθινόν Θεόν και να τους υποτάξη στον εαυτόν του και την ειδωλολατρίαν). Και ο δράκων μαζή με τους αγγέλους του επολέμησε. Αποκ. 12,8 καὶ οὐκ ἴσχυσεν, οὐδὲ τόπος εὑρέθη αὐτῷ ἔτι ἐν τῷ οὐρανῷ. Αποκ. 12,8 Και δεν υπερίσχυσεν, αλλά ενικήθη ολοσχερώς και η ήττα του ήτο τόσον μεγάλη, ώστε δεν ευρέθη πλέον τόπος δι' αυτόν στον ουρανόν. Αποκ. 12,9 καὶ ἐβλήθη ὁ δράκων, -ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς, ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην, ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ ἐβλήθησαν. Αποκ. 12,9 Και ερρίφθη αυτός ο δράκων, ο μεγάλος, ο παλαιός όφις, που εξηπάτησε τους πρωτοπλάστους, ο καλούμενος διάβολος και σατανάς, ο οποίος παραπλανά στο ψεύδος και την αμαρτίαν όλην την οικουμένην, ερρίφθη εις την γην και μαζή με αυτόν ερρίφθησαν και οι πονηροί άγγελοί του. Αποκ. 12,10 καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαν· ἄρτι ἐγένετο ἡ σωτηρία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ, ὅτι ἐβλήθη ὁ κατήγορος τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, ὁ κατηγορῶν αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἡμέρας καὶ νυκτός. Αποκ. 12,10 Και ήκουσα φωνήν μεγάλην στον ουρανόν να λέγη· “τώρα πλέον επραγματοποιήθη εξ ολοκλήρου η σωτηρία των ανθρώπων και η δύναμις και η βασιλεία του Θεού μας και η δύναμις και η κυριαρχία του Χριστού του, διότι κατερρίφθη ο κατήγορος των αδελφών μας, που είναι εις την γην, αυτός που τους κατηγορούσε ενώπιον του Θεού μας συνεχώς ημέραν και νύκτα. Αποκ. 12,11 καὶ αὐτοὶ ἐνίκησαν αὐτὸν διὰ τὸ αἷμα τοῦ ἀρνίου καὶ διὰ τὸν λόγον τῆς μαρτυρίας αὐτῶν, καὶ οὐκ ἠγάπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν ἄχρι θανάτου. Αποκ. 12,11 Και αυτοί, οι πιστοί στον Χριστόν αδελφοί μας, τον ενίκησαν χάρις στο αίμα και την θυσίαν του Αρνίου και χάρις στο κήρυγμα της μαρτυρίας των ενώπιον του κόσμου, και οι οποίοι δεν ηγάπησαν και δεν επροτίμησαν την ζωήν των μέχρι και του μαρτυρικού ακόμη θανάτου δια την πίστιν των και την μαρτυρίαν των υπέρ του Χριστού. Αποκ. 12,12 διὰ τοῦτο εὐφραίνεσθε οὐρανοὶ καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς σκηνοῦντες· οὐαὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, ὅτι κατέβη ὁ διάβολος πρὸς ὑμᾶς ἔχων θυμὸν μέγαν, εἰδὼς ὅτι ὀλίγον καιρὸν ἔχει. Αποκ. 12,12 Δια τούτο ευφραίνεσθε ουρανοί και όσοι κατοικούν εις αυτούς. Αλλοίμονον όμως εις την γην και την θάλασσαν, διότι κατέβηκε ο διάβολος προς σας με μανίαν μεγάλην, γνωρίζων καλά, ότι ολίγον ακόμη καιρόν έχει εις την διάθεσιν του διότι η σκοτεινή κυριαρχία του θα καταλυθή έντος ολίγου. Αποκ. 12,13 Καὶ ὅτε εἶδεν ὁ δράκων ὅτι ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, ἐδίωξε τὴν γυναῖκα ἥτις ἔτεκε τὸν ἄῤῥενα. Αποκ. 12,13 Και όταν ο δράκων είδεν ότι ερρίφθη εις την γην, κατεδίωξεν με μανίαν την γυναίκα, που εγέννησε το αρσενικόν τέκνον. (Κατεδίωξε με τα όργανά του την Εκκλησίαν του Χριστού). Αποκ. 12,14 καὶ ἐδόθησαν τῇ γυναικὶ δύο πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου, ἵνα πέτηται εἰς τὴν ἔρημον εἰς τὸν τόπον αὐτῆς, ὅπως τρέφηται ἐκεῖ καιρὸν καὶ καιροὺς καὶ ἥμισυ καιροῦ ἀπὸ προσώπου τοῦ ὄφεως. Αποκ. 12,14 Και εδόθησαν εις την γυναίκα οι δύο φτερούγες του αετού του μεγάλου, δια να πετά εις την έρημον, στον τόπον της, που είχεν ορισθή από τον Θεόν και να τρέφεται εκεί ασφαλής και απρόσβλητος από την μανίαν του όφεως ένα έτος και δύο ακόμη έτη και μισό έτος. (Δεν θα ηττηθή ούτε θα καταβληθή από τους διωγμούς, αλλά φρουρουμένη και ενισχυομένη από τον Θεόν θα τους υπερνικήση). Αποκ. 12,15 καὶ ἔβαλεν ὁ ὄφις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ὀπίσω τῆς γυναικὸς ὕδωρ ὡς ποταμόν, ἵνα αὐτὴν ποταμοφόρητον ποιήσῃ. Αποκ. 12,15 Και τότε ο όφις έβγαλεν από το στόμα του και έρριψε πίσω από την γυναίκα ύδατα πολλά, σαν ποτάμι, δια να την παρασύρη μέσα εις αυτό και την πνίξη. (Ποτάμι έρρευσαν τα αίματα των μαρτύρων, μέσα εις τα οποία ηθέλησεν ο σατανάς να πνίξη και εξολοθρεύση την Εκκλησίαν). Αποκ. 12,16 καὶ ἐβοήθησεν ἡ γῆ τῇ γυναικί, καὶ ἤνοιξεν ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς καὶ κατέπιε τὸν ποταμὸν ὃν ἔβαλεν ὁ δράκων ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. Αποκ. 12,16 Και εβοήθησεν η γη την γυναίκα, και ήνοιξεν η γη (κατά διαταγήν Θεού) το στόμα της και κατάπιε τον ποταμόν, τον οποίον ο δράκων έρριψε από το στόμα του. (Οι διωγμοί και οι διώκται δεν θα επιτύχουν τίποτε εναντίον της Εκκλησίας, αλλά θα συντριβούν και θα εξαφανισθούν εις την γην). Αποκ. 12,17 καὶ ὠργίσθη ὁ δράκων ἐπὶ τῇ γυναικί, καὶ ἀπῆλθε ποιῆσαι πόλεμον μετὰ τῶν λοιπῶν τοῦ σπέρματος αὐτῆς, τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ. Αποκ. 12,17 Και κατελήφθη από μανίαν ο δράκων εναντίον της γυναικός και επήγε να κάμη πόλεμον εναντίον των υπολοίπων απογόνων της (των ανθρώπων, που θα επίστευαν στον Χριστόν και θα ήσαν αδελφοί αυτού), οι οποίοι θα ετήρουν τας εντολάς του Θεού και θα είχαν σταθεράν και ακλόνητον την ομολογίαν της πίστεως των στον Ιησούν Χριστόν.
|