ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΣΑΜΑΡΕΙΑ

 

Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ

 

Με το όνομα Σαμάρεια εννοούμε την πόλη της Παλαιστίνης καθώς και μία απ' τις τέσσερις μεγάλες επαρχίες της Παλαιστίνης στα ρωμαϊκά χρόνια, μεταξύ της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας. Η Σαμάρεια απέχει από τα Ιεροσόλυμα περίπου 45 χιλιόμετρα.

Η πόλη Σαμάρεια, κτισμένη πάνω στο Σομέρ, ιδρύθηκε από το βασιλιά Αμβρί, που την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Στη συνέχεια η Σαμάρεια πέρασε στα χέρια διάφορων βασιλιάδων της Δαμασκού και οι κάτοικοί της πήραν από τους κατακτητές διάφορες ειδωλολατρικές συνήθειες. Η πόλη καταστράφηκε γύρω στο 2ο αιώνα π.Χ. και ανοικοδομήθηκε ξανά από τον ανθύπατο Γυβίνιο και από τον Ηρώδη τον Μεγάλο και πήρε το όνομα Σεβάστεια ή Σεβαστή.

Εκτός από τη Σαμάρεια, στην επαρχία της Σαμάρειας υπήρχαν οι πόλεις Καισάρεια, Συχέμ κ.ά.

 

 

Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΑΣ

ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Σαμαρείτες ονομάζονταν οι κάτοικοι της Σαμαρείας μέχρι του έτους 721 π.Χ. αν και μόνο μία φορά συναντούμε αυτήν την λέξη στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά με την έννοια της ευρύτερης περιοχής (Γ' Βασιλέων 13,32). Η πόλη Σαμάρεια ιδρύθηκε από το βασιλιά Αμβρί, που την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Ο Αμβρί βασίλεψε για 6 χρόνια στην Θερσά και μετά αγόρασε από τον Σεμήρ το όρος Σεμερών (Σομέρ), στον οποίο ανήκε, πληρώνοντας δύο ασημένια τάλαντα, και πάνω του έχτισε μια πόλη που την ονόμασε Σαμάρεια, από το όνομα του Σεμήρ, ιδιοκτήτη του βουνού (Γ' Βασιλέων 16,23-24). Ο Σεμήρ μετά την οικοδόμηση της Σαμάρειας υπήρξε φρούραρχος της πόλης (Γ' Βασιλειών 22,26. Β' Παραλειπομένων 18,25). Όλοι οι βασιλιάδες του βασιλείου του Ισραήλ από τότε που η Σαμάρεια έγινε η πρωτεύουσα του βασιλείου έχουν ταφεί σ' αυτή την πόλη (Γ' Βασιλέων 16,28).

 

 

Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ

 

Όταν βασίλεψε ο γιος του Αμβρί, ο Αχαάβ, παρασυρμένος από την γυναίκα του Ιεζάβελ, κόρη του Ιεθεβαάλ, βασιλιά των Σιδωνίων, λάτρεψε το Βάαλ και έχτισε στη Σαμάρεια, ναό και θυσιαστήριο προς τιμήν του Βάαλ (Γ' Βασιλέων 16,31-32). Μετά από πολύν καιρό, τον καιρό της ανομβρίας, που είχε προαναγγείλει ο προφήτης Ηλίας, η πείνα στη Σαμάρεια είχε επιδεινωθεί. Οι άνθρωποι είχαν έρθει δε δύσκολη θέση και πολλά ζώα πέθαναν (Γ' Βασιλέων 18,2-6).

 

Λίγο καιρό αργότερα ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ), βασιλιάς των Συρίων, συγκέντρωσε όλο το στρατό του, που αποτελούνταν από συμμαχία 32 βασιλιάδων, με ιππικό και πολεμικά άρματα, και πολιόρκησε την πόλη της Σαμάρειας, με σκοπό να την κυριέψει. Ο Σύρος βασιλιάς έστειλε αγγελιοφόρους στον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, και του ζήτησε να του παραδώσει όλο το ασήμι και το χρυσάφι, καθώς όλες τις γυναίκες του και τους γιους του. Την επόμενη μέρα θα πήγαιναν οι άνθρωποι του Σύρου βασιλιά να ψάξουν μέσα στο ανάκτορό του και να πάρουν ότι πολύτιμο είχε.

Τότε ο Αχαάβ κάλεσε όλους τους πρεσβυτέρους της χώρας και τους είπε για τις απαιτήσεις του Σύρου βασιλιά. Οι πρεσβύτεροι του είπαν να μην υποχωρήσει. Έτσι ο Αχαάβ απάντησε αρνητικά στους αγγελιοφόρους του Σύρου βασιλιά.

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) ξανάστειλε τους αγγελιοφόρους του στον Αχαάβ και τον απείλησε ότι θα καταστρέψει όλη τη Σαμάρεια κι έδωσε διαταγή να κάνουν χαρακώματα γύρω από τη Σαμάρεια (Γ' Βασιλέων 21,1-12).

Ο Αχαάβ με τη βοήθεια του Κυρίου και με στρατό που αποτελούνταν από 230 νέους που είχαν στρατολογηθεί από τους άρχοντες των επαρχιών και με 7.000 άντρες ξεκίνησε για πόλεμο, την ώρα που ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) γλεντούσε στις σκηνές με τους άλλους βασιλιάδες. Τότε ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) έστειλε μια περίπολο, η οποία του ανέφερε ότι βγήκε στρατός από τη Σαμάρεια. Ο Σύρος βασιλιάς διέταξε το στρατό του να συλλαμβάνουν όσους βγαίνουν από την πόλη.

Οι Ισραηλίτες ανάγκασαν τους Σύρους να υποχωρήσουν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα τους καταδίωξαν και ο Σύρος βασιλιάς σώθηκε ανεβαίνοντας πάνω στο άλογο κάποιου στρατιώτη. Ο στρατός του Αχαάβ επέφερε μεγάλη καταστροφή στους Σύρους και πήραν ως λάφυρα πολλά άλογα και άρματα (Γ' Βασιλέων 21,13-22).

Τον επόμενο χρόνο ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ), εκστράτευσε ξανά εναντίον του βασιλείου του Ισραήλ και ηττήθηκε στην Αφέκ. Έτσι συνθηκολόγησε με τον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, και ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) έδωσε στον Αχαάβ, όλες τις πόλεις που είχε πάρει ο πατέρας του από τον πατέρα του και του έδινε το δικαίωμα να χτίσει για τον εαυτό του αγορές στη Δαμασκό, όπως είχε ο πατέρας μου στη Σαμάρεια (Γ' Βασιλέων 21,34).

Τη Σαμάρεια επισκέφτηκε ο Ιωσαφάτ και αποφασίσανε με τον Αχαάβ να κάνουν πόλεμο με τους Σύριους για να πάρουν πίσω τη Ρεμάθ (Ραμώθ) (Β' Παραλειπομένων 18,2). Όταν ο προφήτης Μιχαίας προφήτευσε το θάνατο του βασιλιά Αχαάβ στη Ρεμμάθ (Ραμμώθ), τότε ο Αχαάβ διέταξε να συλλάβουν το Μιχαία και να τον παραδώσουν στον Σεμήρ (Εμήρ), το φρούραρχο της πόλης, και στον Ιωάς τον γιο του. Διέταξε να τον βάλουν στη φυλακή και να του δίνουν μόνο λίγο ψωμί και λίγο νερό, ωσότου επέστρεφε σώος και αβλαβής (Γ' Βασιλειών 22,26-27. Β' Παραλειπομένων 18,25-26). Κατά τον πόλεμο αυτό μετά το θάνατο του Αχαάβ στη Ρεμάθ (Ραμώθ) της Γαλαάδ, το σώμα του το έφεραν στη Σαμάρεια, όπου το έθαψαν εκεί. Στην πηγή της Σαμάρειας, όπου έπλυναν το άρμα του βασιλιά, εκεί πήγαιναν οι χοίροι και τα σκυλιά κι έγλυφαν το αίμα του, ενώ οι πόρνες λουζόντουσαν στο νερό της πηγής, όπου υπήρχε ακόμη το αίμα του Αχαάβ, όπως είχε πει ο Κύριος με τον προφήτη Ηλία στον Αχαάβ (Γ' Βασιλέων 22,37-38).

 

 

Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΠΟΓΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ

 

Μετά την ανάληψη του προφήτη Ηλία ο Ελισαίος πήγε στην Ιεριχώ, στη Βαιθήλ, στο όρος Κάρμηλος και μετά πήγε στη Σαμάρεια (Δ' Βασιλειών 2,25).

Την εποχή του προφήτη Ελισαίου, ο βασιλιάς της Συρίας επιτέθηκε στο βασίλειο του Ισραήλ και θύμωσε γιατί κάποιος πρόδιδε τις θέσεις του στρατού του. Κάλεσε τους αξιωματούχους του και τους ζήτησε να μάθουν, ποιος είναι αυτός που τον προδίδει στο βασιλιά των Ισραηλιτών. Ένας από τους αξιωματούχους του είπε, πως ο προφήτης Ελισαίος ήταν αυτός που φανερώνει τις θέσεις των Συρίων στους Ισραηλίτες. Έτσι ο βασιλιάς των Συρίων έστειλε ισχυρό στρατό στη Δωθαΐμ για να συλλάβουν τον Ελισαίο.

Ο στρατός των Συρίων επιτέθηκε στη Δωθαΐμ με σκοπό να συλλάβουν τον προφήτη. Τότε ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο, για να χτυπήσει το στρατό των Συρίων με τύφλωση. Πράγματι ο Κύριος τύφλωσε τους Σύριους και ο Ελισαίος οδήγησε τους στρατιώτες στη Σαμάρεια. Όταν ο στρατός των Συρίων μπήκε μέσα στη Σαμάρεια, ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο για να τους ανοίξει τα μάτια. Τότε είδαν ότι βρισκόντουσαν μέσα στην πόλη.

Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών όταν είδε τους Σύριους εγκλωβισμένους μέσα στην πόλη, ζήτησε την άδεια του προφήτη για να τους χτυπήσει. Ο Ελισαίος δεν του το επέτρεψε, παρά μόνο να τους δώσει φαγητό και νερό και μετά να τους αφήσει ελεύθερους να φύγουν. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών έπραξε όπως του είπε ο Ελισαίος. Τους έδωσε φαγητό και νερό και τους άφησε ελεύθερους να φύγουν (Δ' Βασιλειών 6,11-23).

Μετά από τα γεγονότα αυτά ο γιος Άδερ, βασιλιάς της Συρίας, συγκέντρωσε το στρατό του και επιτέθηκε εναντίον της Σαμάρειας, την οποία και πολιόρκησε. Έτσι έπεσε μεγάλη πείνα μέσα στην πόλη. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών περπατούσε κάποια μέρα πάνω στα τείχη της πόλης. Κάποια γυναίκα του φώναξε για να τη σώσει που πεθαίνει από την πείνα. Ο βασιλιάς τη ρώτησε τι της συμβαίνει; Εκείνη απάντησε πως μια γυναίκα της είπε να φέρει το παιδί της να το φάνε σήμερα και την άλλη μέρα θα φέρει το δικό της. Έτσι η γυναίκα που μιλούσε με το βασιλιά έφερε το δικό της παιδί και το φάγανε. Κι όταν την επόμενη έπρεπε να φέρει η άλλη το δικό της, εκείνη το έκρυψε.

Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών άκουσε τα λόγια της γυναίκας και κατελήφθη από μεγάλη οδύνη, έσχισε τα ρούχα του και προχωρούσε πάνω στα τείχη φορώντας σάκκινα ενδύματα. Και πάνω στο θυμό του ορκίστηκε πως θα πάρει το κεφάλι του Ελισαίου (Δ' Βασιλειών 6,24-33).

Όταν ο βασιλιάς πήγε να θανατώσει τον προφήτη, ο Ελισαίος του είπε πως την επόμενη μέρα θ' αλλάξει η κατάσταση. Και για τον υπασπιστή του βασιλιά, ο οποίος τον ειρωνεύτηκε πως ήταν αδύνατο κάτι τέτοιο, προφήτεψε πως αυτός κατά την ημέρα αυτή δεν θα ζει για να το δει (Δ' Βασιλειών 7,1-2).

Τότε τέσσερις λεπροί άνδρες βρίσκονταν έξω από την πύλη της Σαμάρειας. Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να πάνε στο στρατόπεδο των Σύρων, μήπως τους λυπηθούν και τους δώσουν λίγα τρόφιμα. Κι έτσι σηκώθηκαν και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, μπήκαν στο στρατόπεδο των Σύρων. Και στο στρατόπεδο δεν βρισκόταν κανένας στρατιώτης. Ο Κύριος έκαμε, ώστε οι Σύριοι ν' ακούσουν κάποιο μεγάλο θόρυβο, σαν να προέρχονταν από μεγάλο στρατό και πολεμικά άρματα. Τότε νόμισαν πως ο βασιλιάς των Ισραηλιτών πήρε μισθοφορικό στρατό από τους Χετταίους και τους Αιγύπτιους και επιτέθηκε εναντίον τους. Έτσι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή μέσα στη νύχτα, αφήνοντας πίσω στο στρατόπεδο τις σκηνές και τ' άλογά τους.

Οι λεπροί μπήκαν στο στρατόπεδο και πήραν ότι μπορούσαν. Έπειτα ανήγγειλαν στην Σαμάρεια το χαρμόσυνο γεγονός. Τότε όλος ο λαός της Σαμάρειας, αφού βεβαιώθηκαν ότι οι Σύριοι έφυγαν, πήγαν στο στρατόπεδο των Σύρων και επιδόθηκαν σε λεηλασίες. Ο βασιλιάς έστειλε τον υπασπιστή του για να εποπτεύει την κατάσταση. Ο λαός όμως καθώς έβγαινε με ορμή από την πύλη, τον καταπάτησε και τον σκότωσε, όπως είχε προαναγγείλει ο Ελισαίος (Δ' Βασιλειών 7,3-20).

 

 

Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

 

Κατά το έτος 720 π.Χ. η Σαμάρεια δέχτηκε επίθεση και πλήρη αλλοίωση του πληθυσμού της από άλλες φυλές (αρχικά από Σάργους και έπειτα έγινε μετοίκιση πληθυσμού σε αυτήν από:   Ασσύριους, διάφορες φυλές όπως Χουθά, Αυά, Αιμώθ και Σαφουρουίμ), με αποτέλεσμα λόγω της επιμιξίας να προέλθει λαός άλλος που δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτόν που πριν ήταν, αλλά ούτε και με τις φυλές από τις οποίες προήλθε.

Κράτησαν όμως μία ιδιότητα: Το θρήσκευμα των Ιουδαίων, και την πλήρη αποδοχή της Πεντατεύχου του Μωυσή, (Γένεση, Έξοδος, Λευιτικόν, Αριθμούς, Δευτερονόμιον), παρόλο που εισήγαγαν σε αυτήν αρκετά ειδωλολατρικά έθιμα, τύπους και πράξεις. Ακόμα νόμιζαν ότι ήταν οι γνήσιοι απόγονοι του Αβραάμ και του Ιακώβ.

Την εποχή λοιπόν της αιχμαλωσίας, είχαν προσκαλέσει από την Βαβυλώνα, Ισραηλίτες ιερείς οι οποίοι τους δίδασκαν, (χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα), τον αληθινό Θεό.

Μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από την Βαβυλώνα, απαίτησαν να αναγνωριστούν (οι Σαμαρείτες), ως Ιουδαίοι και να συμμετέχουν στη ανέγερση του Ναού. Οι Ιουδαίοι όμως δεν έκαναν δεκτό το αίτημά τους, και για εκδίκηση αυτοί τους κατηγόρησαν  στον Βασιλιά των Περσών (ότι τον επιβουλεύονταν). Οι Ιουδαίοι, σώθηκαν από την οργή του Βασιλιά, αλλά από τότε έτρεφαν μίσος μεγάλο για τους Σαμαρείτες και όχι μόνο μίσος, αλλά τους θεωρούσαν βδέλυγμα και μίασμα (πας ο εγγίζων Σαμαρείτη εις καθάρσεις υπεβάλλετο Δ’ Βας. Ιζ’ 24-41, Β’ Εσδρ. Δ’ 4, Νεέμ δ’, Ματθ. Ι’ 5, Λουκ., ιζ’ 16-18).

Τι έκαναν λοιπόν οι Σαμαρείτες; Έχτισαν έναν ναό στο όρος Γαριζίν και εκεί έκαναν τις θυσίες τους, όπως όριζαν οι διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, απέρριψαν όμως όλα τα άλλα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζουν ότι το πρώτο θυσιαστήριο, το κατά διαταγή του Μωυσή έγινε όχι στο όρος Γαιβάλ (Δευτ. κζ’ 4, Ιης. Ναυή, η’, θ’ 30-35), αλλά στο όρος Γαριζίν. Έπειτα και από αυτό το γεγονός, το μίσος μεταξύ τους, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο και  η λέξη Σαμαρείτης σήμαινε επιπλέον περιφρόνηση (Β’ Μακκαβ. στ’ 2, Λουκ. θ’ 52-53, Ιωανν. δ’ 9).

Ο δε ναός που έχτισαν στο όρος Γαριζίν, έμεινε εκεί επί πολύ χρόνο και κατεστράφη από τον Ιωάννη Υρκανό το 129 π.Χ.

 

 

Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Η Σαμάρεια στη σύγχρονη εποχή

Παρά ταύτα όμως οι Σαμαρείτες και μετά την καταστροφή του ναού, θεωρούσαν το συγκεκριμένο μέρος, (αλλά και μέχρι σήμερα το θεωρούν), κατάλληλο και το μόνο ενδεδειγμένο για να προσφέρουν λατρεία στον Θεό (Ιωάνν. δ΄ 20-21).

Η Συχάρ σε όλη την Αγία Γραφή, συναντάται άπαξ στο κατά Ιωάννη δ’ 5. Από πολλούς ταυτίζεται με την Συχέμ που λέγεται και Σίκιμα.  Ήταν από τις αρχαιότερες πόλεις της Γης της Επαγγελίας, χτισμένη στους πρόποδες και στα ανατολικά του όρους Γαριζίν, εκεί που ανέγνωσαν οι Ισραηλίτες «τις ευλογίες» (Δευτ. ια΄ 27). Κοντά λοιπόν σε αυτή την πόλη, επανερχόμενος ο Ιακώβ από την Μεσοποταμία περί το 1887 π.Χ. αγόρασε ένα μικρό κτήμα και εκεί άνοιξε ένα πηγάδι, το οποίο υπήρχε την εποχή του Χριστού και ονομάζεται «Πηγή του Ιακώβ». Μετά τον θάνατό του, το άφησε κληρονομιά στον γιό του τον Ιωσήφ (Γεν. μη’ 22, Ιησ.Ναυή κδ’ 32).

Οι Σαμαρείτες, επειδή κατά καιρούς είχαν δεχτεί διάφορες ειδωλολατρικές επιδράσεις πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα, ήταν απομονωμένοι και οι Ιουδαίοι τους περιφρονούσαν. Μετά το κτίσιμο του ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, οι Σαμαρείτες αποσπάστηκαν και λάτρευαν το θεό σε ναό πάνω στο όρος Γαριζίν.

 

 

Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Η Σαμάρεια τώρα, κατά την εποχή της καινής Διαθήκης,  καλούνταν η πόλη της κεντρικής Παλαιστίνης, αλλά και η χώρα που αποτελούσε περίπου το ένα τρίτο όλης της Παλαιστίνης. Στην Καινή Διαθήκη η λέξη Σαμαρείτης και Σαμαρείτες σημαίνει τον βδελυκτό, τον μισητό και τα παρόμοια με αυτές τις έννοιες (Ιωάν. 8,48).

Ο Ιησούς Χριστός αρχικά απαγόρεψε στους μαθητές του να πάνε στη Σαμάρεια, αργότερα όμως πήγε εκεί ο ίδιος και δίδαξε. Στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, ο Ιησούς Χριστός μας δίνει έντονα το χαρακτήρα και την ιδιότητα του ανθρώπου, που τον περιφρονούν οι συνάνθρωποί του, όμως αυτός εξακολουθεί να διατηρεί τον ανθρωπισμό του.