ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΓΑΒΑΩΝ

 

Η ΓΑΒΑΩΝ

(Ιησούς του Ναυή 9,3. 10,2. 18.25. 21,17. Β' Βασιλειών 2,12. 5,25. 20,8. Γ' Βασιλειών 3,4)

(Α' Παραλειπομένων 8,29. 12,4. 14,16)

 

Η Γαβαών ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, στα όρια της φυλής Βενιαμίν. Γενάρχης της πόλης θεωρείται ο Γαβαών, απόγονος του Βενιαμίν, ο οποίος μαζί με τους απογόνους του κατοικούσε σ' αυτή (Α' Παραλειπομένων 8,29). Η Γαβαών υπήρξε ακόμη ιερατική πόλη (Ιησούς του Ναυή 21,17). Οι κάτοικοι της Γαβαών ήταν Χορραίοι στην καταγωγή, υπολείμματα των Αμορραίων (Ιησούς του Ναυή 9,7. Β' Βασιλειών 21,2). Χάρτης A1,B6.

 

 

Η ΓΑΒΑΩΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΗ

 

Την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης η Γαβαών ήταν πόλη μεγάλη, όπως μία μητρόπολη, και οι άνδρες της ήταν δυνατοί και ανδρείοι (Α' Παραλειπομένων 10,2). Κατά τη μάχη του Ιησού του Ναυή με τους πέντε Αμορραίους βασιλιάδες, επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ, ο Ιησούς παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο πάνω από τη Γαβαών, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη (Ιησούς του Ναυή 10,12-13).

 

Η αρχαία τοποθεσία βρισκόταν σε έναν λόφο που υψώνεται περίπου 60 μ. πάνω από τη γύρω πεδιάδα. Η έκταση της πόλης αυτής ήταν μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη πόλη της περιοχής.

Τα πρόσφατα χρόνια έγιναν εκεί αρχαιολογικές ανασκαφές. Έτσι ανακαλύφθηκε μια σήραγγα λαξευμένη σε συμπαγή βράχο. Η σήραγγα αυτή, κατά την αρχαιότητα, φωτιζόταν από λυχνάρια τα οποία ήταν τοποθετημένα σε κόγχες που υπήρχαν στους τοίχους. Η σήραγγα οδηγούσε από το εσωτερικό της Γαβαών, σε ένα τεχνητό σπήλαιο που τροφοδοτούνταν από μια πηγή κάτω από το τείχος της πόλης. Αυτό εξασφάλιζε στους Γαβαωνίτες ασφαλές απόθεμα νερού ακόμη και σε καιρό πολιορκίας.

 

Στην Παλαιά Διαθήκη οι κάτοικοι της Γαβαών, που ήταν Χορραίοι στην καταγωγή, όταν έμαθαν τι είχε κάνει ο Ιησούς του Ναυή στην Ιεριχώ και στη Γαΐ,  φοβήθηκαν και αποφάσισαν να ενεργήσουν με πανουργία για να γλιτώσουν την καταστροφή. Ξεκίνησαν, λοιπόν, έχοντας φορτωμένα τα γαϊδούρια τους με παλιά και με μπαλωμένα ασκιά κρασιού, φόρεσαν παλιά παπούτσια και μπαλωμένα, κουρελιασμένα ρούχα και πήραν για το δρόμο ξερό και μουχλιασμένο ψωμί. Πήγαν στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών, στα Γάλγαλα, και προσπάθησαν να πείσουν τον Ιησού και τους Ισραηλίτες, ότι έρχονται από μια μακρινή χώρα και θέλουν να κάνουν συμμαχία μαζί τους.

Οι άρχοντες των Ισραηλιτών είδαν τα τρόφιμά τους πως ήταν ξερά και μουχλιασμένα και κάνανε μαζί τους συνθήκη ειρήνης, χωρίς όμως να ζητήσουν τη συμβουλή του Κυρίου (Ιησούς του Ναυή 9,3-21).

Τρεις μέρες, όμως, μετά τη σύναψη αυτής της συνθήκης, οι Ισραηλίτες πληροφορήθηκαν ότι αυτοί ήταν γείτονες τους και κατοικούσαν εκεί γύρω. Την τρίτη μέρα έφτασαν έξω από τις πόλεις των Γαβαωνιτών, Γαβαών, Κεφιρά, Βηρώθ και Ιαρίν, αλλά δεν μπορούσαν όμως να τους επιτεθούν, επειδή οι αρχηγοί των Ισραηλιτών τους είχαν δώσει επίσημο όρκο στο όνομα του Κυρίου.

Ο Ιησούς του Ναυή δεν τους επιτέθηκε, αλλά από κείνη τη μέρα, οι Γαβαωνίτες γίνανε δούλοι των Ισραηλιτών και τους υποχρέωσαν να κόβουν ξύλα και να βγάζουν νερό για το θυσιαστήριο του Κυρίου (Ιησούς του Ναυή 9,22-27).

 

Αμέσως μετά η Γαβαών, επειδή συμμάχησε με τους Ισραηλίτες, δέχτηκε την επίθεση των πέντε Ιεβουσαίων (Αμορραίων) βασιλιάδων, του Αδωνιβεζέκ, βασιλιά της Ιερουσαλήμ, του Ελάμ, βασιλιά της Χεβρών, του Φιδών, βασιλιά της Ιεριμούθ, του Ιεφθά, βασιλιά της Λαχίς, και του Δαβίν, βασιλιά της Οδολλάμ. Οι πέντε Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) βασιλιάδες συμμάχησαν, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη Γαβαών με όλα τους τα στρατεύματα (Ιησούς του Ναυή 10,1-5).

Οι Γαβαωνίτες έστειλαν μήνυμα στον Ιησού του Ναυή, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και του ζητούσαν βοήθεια. Αμέσως ο Ιησούς έφυγε από τα Γάλγαλα, μαζί με όλο το στρατό του και μετά από ολονύκτια πορεία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των πέντε Ιεβουσαίων βασιλιάδων (Ιησούς του Ναυή 10,6-9).

Οι Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) μόλις αντίκρυσαν τους Ισραηλίτες πανικοβλήθηκαν και οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και τους συνέτριψαν. Τους καταδίωξαν μέχρι τις πόλεις τους και τους σκότωναν όπου τους έβρισκαν. Τους πέντε βασιλιάδες, που είχαν κρυφτεί σε μια σπηλιά, τους συνέλαβαν και τους θανάτωσαν (Ιησούς του Ναυή 10,10-27). Κατά τη μάχη του Ιησού του Ναυή με τους πέντε Αμορραίους βασιλιάδες, επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ, ο Ιησούς παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο πάνω από τη Γαβαών, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε, καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα. Ποτέ μέχρι τότε δεν υπήρξε τόση μεγάλη μέρα (Ιησούς του Ναυή 10,12-14).

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Γαβαών, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Βενιαμίν (Ιησούς του Ναυή 18,25). Η Γαβαών υπήρξε ιερατική πόλη και ήταν η πρώτη πόλη που, μαζί με τα βοσκοτόπια της, παραχώρησε η φυλή Βενιαμίν στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,17).

 

 

Η ΓΑΒΑΩΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Από την πόλη αυτή καταγόταν ο Σαμαΐας, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους άνδρες, που ακολούθησαν το Δαβίδ, μετά την αντιπαράθεσή του με το Σαούλ, στη Σικελάγ  (Α' Παραλειπομένων 12,4).

Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο στρατός του Ιεβοσθέ, υπό τις διαταγές του Αβεννήρ, εκστράτευσε εναντίον του Δαβίδ και κατευθύνθηκε από τη Μαναέμ στη Γαβαών. Ο στρατός του Δαβίδ, με στρατηγό τον Ιωάβ, γιο της Σαρουΐας, παρατάχτηκε απέναντί του για μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά σε μια πηγή στη Γαβαών και στρατοπέδευσαν οι μεν από τη μια πλευρά της πηγής και οι δε απ' την άλλη. Έτσι στην πρώτη του μάχη ο στρατός του Ιεβοσθέ νικήθηκε από τον στρατό του Δαβίδ. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 20 άντρες από τον στρατό του Δαβίδ και 360 άντρες από τον στρατό του Αβεννήρ, κυρίως από τη φυλή Βενιαμίν (Β' Βασιλειών 2,11-31).

Οι Φιλισταίοι ξαναγύρισαν στην «κοιλάδα των Τιτάνων» για να πολεμήσουν το Δαβίδ κι αυτή τη φορά ήταν περισσότεροι. Ο Δαβίδ, με τη βοήθεια και τις οδηγίες του Κυρίου, χτύπησε τους Φιλισταίους στα νώτα τους, τους νίκησε και τους καταδίωξε από τη Γαβαών έως τη Γαζηρά (Β' Βασιλειών 5,22-25. Α' Παραλειπομένων 14,13-17).

 

 

Μετά την ανταρσία του Σαβεέ, όταν ο στρατός του Δαβίδ έφτασε στη Γαβαών, κοντά στο μεγάλο βράχο, εκεί συναντήθηκε ο Αμεσσαΐ, που τέθηκε επικεφαλής του στρατού του Δαβίδ στην καταδίωξη του Σαβεέ, με τον αρχιστράτηγο Ιωάβ. Κατά τη συνάντηση αυτή και καθώς ο Ιωάβ χαιρέτησε τον Αμεσσαΐ, ο Ιωάβ τον χτύπησε με μαχαίρι στην κοιλιά και τον σκότωσε (Β' Βασιλειών 20,8-10).

Μετά από το γεγονός αυτό έπεσε πείνα στη χώρα που κράτησε τρία χρόνια. Ο Δαβίδ παρακάλεσε τον Θεό για να μάθει την αιτία αυτής της συμφοράς. Ο Κύριος του απάντησε, ότι αυτή η συμφορά επήλθε εξαιτίας των φόνων που έκανε ο Σαούλ και οι δικοί του, όταν έδωσε διαταγή να θανατωθούν κάτοικοι της Γαβαών, επειδή δεν ήταν Ισραηλίτες, αλλά υπολείμματα των Αμορραίων και των Χορραίων. Κατά την είσοδο των Ισραηλιτών στη Χαναάν, ο Ιησούς του Ναυή και οι Ισραηλίτες τους είχαν υποσχεθεί με όρκο να τους αφήσουν να ζήσουν, αλλά ο Σαούλ, από υπερβολικό ζήλο για το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα, είχε επιδιώξει κάποτε να τους εξοντώσει (Β' Βασιλειών 21,1-2).

Κάλεσε, λοιπόν, ο βασιλιάς Δαβίδ τους Γαβαωνίτες και τους ρώτησε τι να κάνει για αυτούς, ώστε να εξιλεωθούν οι Ισραηλίτες απέναντί τους και να σταματήσουν να καταριούνται το λαό του Κυρίου. Οι Γαβαωνίτες του απάντησαν, ότι η διαφορά τους με το Σαούλ και τους απογόνους του, δεν ήταν μια υπόθεση που κανονίζεται με ασήμι και χρυσάφι. Ούτε είχαν την αξίωση να θανατωθούν κάποιοι από τους Ισραηλίτες. Ζήτησαν λοιπόν από το βασιλιά Δαβίδ να τους παραδώσουν εφτά άντρες από τους απογόνους του Σαούλ για να τους κρεμάσουν ενώπιον του Κυρίου, στη Γαβαών.

Ο Δαβίδ ικανοποίησε το αίτημά τους. Έτσι πήρε λοιπόν τους δύο γιους της Ρεσφά, τον Ερμωνί και τον Μεμφιβοσθέ, που τους είχε κάνει με το Σαούλ, καθώς και τους πέντε γιους της Μιχόλ, κόρης του Σαούλ, που τους είχε κάνει με τον Εσδριήλ, γιο του Βερζελλί του Μουλαθίτη, και τους παρέδωσε στους Γαβαωνίτες. Εκείνοι τους κρέμασαν στο βουνό, κοντά στη Γαβαών, ενώπιον του Κυρίου, τις πρώτες μέρες του θερισμού των κριθαριών (Β' Βασιλειών 21,3-9).

 

Ο Δαβίδ, μετά τη μεταφορά της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ, τοποθέτησε τον Σαδώκ ως αρχιερέα και τους αδελφούς του ως ιερείς, να υπηρετούν στη Σκηνή του Μαρτυρίου, που βρισκόταν στη Βαμά, κοντά στη Γαβαών, και να προσφέρουν ολοκαυτώματα πρωΐ και βράδυ, σύμφωνα με τα γραμμένα στο Νόμο, που έδωσε ο Κύριος στο όρος Σινά (Α' Παραλειπομένων 16,39-40). Κατά την εποχή του βασιλιά Δαβίδ, επειδή η Σκηνή του Μαρτυρίου και το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, που είχαν κατασκευαστεί στην έρημο από τον Μωυσή, βρίσκονταν σ' ένα ύψωμα στη Βαμά, κοντά στη Γαβαών, ο Δαβίδ δεν μπορούσε να πάει στο μέρος εκείνο και να ζητήσει με θυσίες το έλεος του Κυρίου, γιατί φοβόταν την απειλητική ρομφαία του αγγέλου (Α' Παραλειπομένων 21,29-30).

 

 

Η ΓΑΒΑΩΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

 

Κάποτε ο Σολομώντας πήγε στη Γαβαών, που ήταν χτισμένη σε ύψωμα, για να κάνει εκεί θυσία στον Κύριο, όπου βρισκόταν η Σκηνή του Μαρτυρίου, που είχε φτιάξει ο Μωυσής στην έρημο, επειδή ακόμη χτιζόταν ο ναός των Ιεροσολύμων. Εκεί ο Κύριος παρουσιάστηκε στο Σολομών στον ύπνο του και τον ρώτησε τι θα προτιμούσε να του χαρίσει, δόξα, πλούτη ή σοφία; Ο Σολομών απάντησε σοφία και γι' αυτό ο Κύριος ευχαριστημένος από την επιλογή, του χάρισε και τα τρία (Γ' Βασιλειών 3,4-14. Β' Παραλειπομένων 1,2-13).

Από τη Γαβαών καταγόταν ο Ουριήλ, ο οποίος ήταν ο πατέρας της Μααχά, συζύγου του Ροβοάμ, βασιλιά του Ιούδα (Β' Παραλειπομένων 13,2).