ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΣΥΜΕΩΝ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

ΒΗΡ-ΣΑΒΕΕ (ΒΕΕΡ-ΣΕΒΑ)  

 

Η Βηρσαβεέ ήταν η νοτιότατη πόλη του Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στα όρια της φυλής Συμεών (Ιησούς του Ναυή 19,2) και πάνω στον εμπορικό δρόμο προς την Αίγυπτο. Η ονομασία της πόλης Βεερ-σεβά σημαίνει Πηγάδι του Όρκου, ονομασία την οποία πήρε από την εποχή του Ισαάκ. Σήμερα έχει 184. 800 κατοίκους. Βεερ Σεβά- Χάρτης B8.

 

Μετά την εγκατάστασή του στα Γέραρα, ο Ισαάκ εγκαταστάθηκε στο σημείο που είναι χτισμένη η πόλη αυτή. Το βράδυ του παρουσιάστηκε ο Κύριος και ανανέωσε τη διαθήκη μαζί του. Ο Ισαάκ έχτισε εκεί θυσιαστήριο για τον Κύριο και προσευχήθηκε. Λίγες μέρες αργότερα στο σημείο αυτό ο Ισαάκ έκλεισε συμφωνία ειρήνης με το βασιλιά των Γεράρων Αβιμέλεχ. Όταν έφυγε ο Αβιμέλεχ ήρθαν οι δούλοι του Ισαάκ και του είπαν ότι βρήκαν νερό. Κι ο Ισαάκ ονόμασε το πηγάδι αυτό Πηγάδι του Όρκου (Γένεση 26,23-33). Ο Ιακώβ, όταν έφυγε από τη Χαναάν για να εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, πέρασε πρώτα από τη Βηρσαβεέ (Βέερ-Σεβά) στο Πηγάδι του Όρκου, και πρόσφερε θυσία στον Κύριο (Γένεση 46,1).

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Βηρ-σαβεέ, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Συμεών, η οποία και εγκαταστάθηκε σ' αυτή (Ιησούς του Ναυή 19,2. Α' Παραλειπομένων 4,28).

Αργότερα, την περίοδο του Σαμουήλ, όλοι οι Ισραηλίτες από τη φυλή Δαν έως τη Βηρσαβεέ, ήξεραν πως ο Σαμουήλ ήταν πιστός και αληθινός προφήτης του Κυρίου (Α' Βασιλειών 3,20). Όταν ο Δαβίδ νίκησε τους Αμαληκίτες και πήρε πίσω όλους τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει μαζί τους, πήρε πίσω και όλα τα λάφυρα που είχαν πάρει οι Αμαληκίτες από την επιδρομή τους στο νότιο Ιούδα. Τα λάφυρα αυτά τα μοίρασε στους άνδρες του και στις πόλεις απ' όπου είχε περάσει και τον είχαν βοηθήσει. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν και η Βηρσαβεέ (Α' Βασιλειών 30,26-30).

 

Στα τέλη της βασιλείας του Δαβίδ, ο αρχιστράτηγος Ιωάβ μαζί με άλλους αξιωματούχους, απέγραψαν το λαό, όπως ζήτησε ο Δαβίδ. Έτσι πέρασαν τον Ιορδάνη κι άρχισαν από την Αροήρ. Μετά συνέχισαν στη Γαλαάδ, στη Θαβασών, στη Δανιδάν και Ουδάν, και έφτασαν μέχρι τη Σιδώνα. Μετά πέρασαν από την Τύρο, απ' όλες τις πόλεις των Ευαίων και των Χαναναίων, και αφού πέρασαν απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ, έφτασαν μέχρι νότια του Ιούδα, στη Βηρσαβεέ (Β' Βασιλειών 24,5-7).

Όμως ο Κύριος τιμώρησε το Δαβίδ γι' αυτή την απερισκεψία. Έτσι έστειλε τον άγγελο Κυρίου να εξολοθρεύσει τους Ισραηλίτες, κατά την εποχή του θερισμού των σιτηρών. Πέθαναν τότε 70.000 άνδρες σε όλη τη χώρα, από τη Δαν έως τη Βηρσαβεέ (Β' Βασιλειών 24,10-14. Α' Παραλειπομένων 21,7-14). Σε όλη την περίοδο της βασιλείας του Σολομώντα επικρατούσε ειρήνη με τους γύρω λαούς, αλλά και μέσα στη χώρα, από τη Δαν έως τη Βηρσαβεέ, οι Ισραηλίτες ζούσαν με ασφάλεια (Γ' Βασιλέων 2,46η).

 

Ο προφήτης Ηλίας μετά τη σφαγή των ιερέων του Βάαλ και της Αστάρτης στο όρος Κάρμηλος, για να γλιτώσει από την οργή της βασίλισσας Ιεζάβελ, γυναίκας του Αχαάβ, πήγε στη Βηρσαβεέ (Βέερ-Σεβά), που ανήκε στο βασίλειο του Ιούδα, και άφησε τον υπηρέτη του εκεί. Έπειτα προχώρησε στην έρημο και κατέφυγε στο όρος Χωρήβ (Γ' Βασιλέων 19,3-4. 19,8).

Μια μέρα ο Ιωσαφάτ βγήκε από την Ιερουσαλήμ και περιόδευσε στη χώρα από τη Βηρσαβεέ έως την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ. Ο Ιωσαφάτ διόρισε δικαστές σε όλες τις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα και καθοδήγησε το λαό στο σωστό δρόμο του Κυρίου (Β' Παραλειπομένων 19,4-5).

 

 

ΣΙΚΛΑΓ (ΣΙΚΕΛΑΓ, ΣΙΚΕΛΑΚ)  

 

Η Σικλάγ (Σικελάγ, Σικελάκ) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στα όρια της φυλής Συμεών (Ιησούς του Ναυή 19,5). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Σικλάγ (Σικελάγ, Σικελάκ), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Συμεών, η οποία και εγκαταστάθηκε σ' αυτή (Ιησούς του Ναυή 19,5. Α' Παραλειπομένων 4,30). Την εποχή του Σαούλ και του Δαβίδ η Σικελάγ φέρεται ως πόλη των Φιλισταίων, αλλά μετά την εγκατάσταση του Δαβίδ σ' αυτή η πόλη ανήκει στο βασιλιά της Ιουδαίας (Α' Βασιλειών 27,6). Χάρτης B7.

 

Ο Δαβίδ για να είναι σίγουρος ότι θα γλιτώσει από την καταδίωξη του Σαούλ, αυτός και οι 600 άνδρες του πήγαν και βρήκαν καταφύγιο στον Αγχούς, το Φιλισταίο βασιλιά της Γεθ. Πήραν μαζί τους και τις οικογένειές τους. Ο Δαβίδ με την άδεια του Αγχούς εγκαταστάθηκε στην πόλη Σικελάγ (Σεκελάκ) κι έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων για τέσσερις μήνες (Α' Βασιλειών 27,1-7). Στη Σικελάγ τον ακολούθησαν αρκετοί από διάφορες φυλές του Ισραήλ, κυρίως από τις φυλές Βενιαμίν, Ιούδα, Γαδ και Μανασσή. Ο Δαβίδ τους δέχτηκε και πολλούς από αυτούς τους διόρισε αρχηγούς των στρατιωτικών του δυνάμεων. Αυτοί ήταν γενναίοι και δυνατοί άνδρες. Ήταν εμπειροπόλεμοι και έτοιμοι να πολεμήσουν στο πλευρό του (Α' Παραλειπομένων 12,1-22).

Κάποτε που ο Δαβίδ με τους άνδρες του έλειπαν από τη Σικελάγ, οι Αμαληκίτες επιτέθηκαν νότια της περιοχής του Ιούδα και χτύπησαν τη Σικελάγ (Σεκελάκ). Πυρπόλησαν την πόλη, αιχμαλώτισαν άνδρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Όταν, μετά από τρεις ημέρες, ήρθε ο Δαβίδ και οι άνδρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί (Α' Βασιλειών 30,1-8).

Τρεις μέρες μετά τη νίκη του εναντίον των Αμαληκιτών, έφτασε στη Σικελάγ (Σεκελάκ) ένας αγγελιαφόρος από το στρατόπεδο του Σαούλ, με σχισμένα τα ρούχα του και με χώμα πάνω στο κεφάλι του. Όταν πλησίασε το Δαβίδ, του ανέφερε την ήττα των Ισραηλιτών από τους Φιλισταίους, καθώς και το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν (Β' Βασιλειών 1,1-4). Τότε ο Δαβίδ και όλοι οι άνδρες του θρήνησαν κι έκλαψαν για το Σαούλ και για τον Ιωνάθαν, και για όσους Ισραηλίτες είχαν σκοτωθεί στη μάχη (Β' Βασιλειών 1,11-12).

 

 

ΧΟΡΜΑ (ΣΕΦΕΚ, ΕΡΜΑ ή ΕΡΜΑΘ)  

 

Η Χορμά (Ερμά, Ερμάθ) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στα όρια της φυλής Συμεών (Ιησούς του Ναυή 19,4). Το παλιό της όνομα ήταν Σεφέκ και μετά την κατάληψή της από τους Ισραηλίτες ονομάστηκε Χορμά, που σημαίνει ανάθεμα, καταστροφή (Κριταί 1,17). Χορμά- Χάρτης B8.

 

Οι κατάσκοποι που είχε στείλει ο Μωυσής για να κατασκοπεύσουν τη Χαναάν, δυσφήμησαν στο λαό τη χώρα, που τους υποσχέθηκε ο Θεός, και επειδή οι Ισραηλίτες έδειξαν ασέβεια και αχαριστία προς τον Κύριο και ήθελαν να λιθοβολήσουν το Μωυσή και τους συνεργάτες του, ο Θεός τους τιμώρησε με σαραντάχρονη περιπλάνηση στην  έρημο. Τότε κάποιοι από αυτούς παραδέχτηκαν το σφάλμα τους προς τον Κύριο και προσπάθησαν να μπουν μόνοι τους στη Χαναάν, παρά τις προειδοποιήσεις του Μωυσή. Τότε κατέβηκαν οι Αμορραίοι, οι Αμαληκίτες και οι Χαναναίοι, που κατοικούσαν στα βουνά Σηείρ, τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν ως την Ερμά (Χορμά). Όσοι διασώθηκαν από τη σφαγή επέστρεψαν στο στρατόπεδο (Αριθμοί 14,39-45. Δευτερονόμιο 1,40-45).

Ο βασιλιάς της Ερμά (Ερμάθ) ήταν ένας από τους 29 Χαναναίους βασιλιάδες που νίκησε ο Ιησούς του Ναυή κατά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 12,14). Συγκεκριμένα οι άντρες των φυλών Ιούδα και Συμεών, εξολόθρευσαν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Σεφέκ, η οποία από τότε ονομάστηκε Χορμά (Ανάθεμα, Καταστροφή) (Κριταί 1,17). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Ερμά (Χορμά), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Συμεών, η οποία και εγκαταστάθηκε σ' αυτή (Ιησούς του Ναυή 19,4. Α' Παραλειπομένων 4,30).