ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ |
||
|
||
ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΙΟΥΔΑ ΕΝΟΤΗΤΑ 3 |
||
Η Αζηκά (Αζεκά) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, νοτιοδυτικά της Ιερουσαλήμ, η οποία βρισκόταν στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33. 15,35). Αζεκά- Χάρτης Β6.
Όταν η Γαβαών δέχτηκε την επίθεση των πέντε Ιεβουσαίων (Αμορραίων) βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ, της Χεβρών, της Ιεριμούθ, της Λαχίς και της Οδολλάμ, επειδή συμμάχησαν με τους Ισραηλίτες (Ιησούς του Ναυή 10,1), ο Ιησούς του Ναυή επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους πέντε βασιλιάδες. Οι Ισραηλίτες τους συνέτριψαν, τους καταδίωξαν και τους σκότωναν σε όλο το δρόμο από την Ωρωνίν (Βαιθ-Ωρών) έως την Αζηκά (Αζεκά) και τη Μακηδά (Μακκηδά). Και καθώς έτρεχαν πανικόβλητοι προς την Ωρωνίν (Βαιθ-Ωρών) ο Κύριος έριξε εναντίον τους χαλάζι, σαν πέτρες, ως την Αζηκά. Μάλιστα πιο πολλοί σκοτώθηκαν από το χαλάζι παρά από τους Ισραηλίτες στη μάχη (Ιησούς του Ναυή 10,6-11). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Ιλουθώθ, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,35).
Την εποχή του Σαούλ και του Δαβίδ, οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν το στρατό τους για πόλεμο με τους Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν στην Εφερμέμ, που βρίσκεται στην περιοχή της φυλής Ιούδα, μεταξύ Σοκχώθ και Αζηκά. Οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν στην πλαγιά ενός βουνού και οι Ισραηλίτες στην πλαγιά του απέναντι βουνού κι ανάμεσα τους ήταν η κοιλάδα (Α' Βασιλειών 17,1-3). Τότε βγήκε από το στρατόπεδο των Φιλισταίων, ένας δυνατός πολεμιστής, που ονομαζόταν Γολιάθ, από τη Γεθ, που το ύψος του ήταν περίπου 2,5 μέτρα. Ο Γολιάθ για 40 μέρες προκαλούσε τους Ισραηλίτες για να μονομαχήσει με κάποιον από αυτούς (Α' Βασιλειών 17,4-11). Κάποια μέρα ένας νεαρός ο Δαβίδ, έτυχε να βρίσκεται στο στρατόπεδο που βρίσκονταν και τ' αδέρφια του και άκουσε τον γίγαντα, να μιλάει υβριστικά και εμπαικτικά εναντίον των Ισραηλιτών. Έτσι πήρε την άδεια από το Σαούλ ν' αναμετρηθεί μαζί του. Πήρε μόνο το ραβδί του, διάλεξε πέντε λεία λιθάρια και τα έβαλε στο σακούλι που είχε μαζί του, πήρε τη σφεντόνα του και πήγε στο πεδίο της μάχης για να συναντήσει το Φιλισταίο. Στη μονομαχία του Δαβίδ με το Γολιάθ, ο Δαβίδ πήρε από το σακούλι του ένα λιθάρι και μ' αυτό τρύπησε την περικεφαλαία και χώθηκε στο μέτωπο του Γολιάθ, ο οποίος πληγώθηκε θανάσιμα κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Έπειτα ο Δαβίδ τράβηξε το ξίφος από τη θήκη του Φιλισταίου και τον αποτέλειωσε, κόβοντάς του το κεφάλι. Οι Φιλισταίοι, όταν είδαν ότι σκοτώθηκε ο ακατανίκητος ήρωάς τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Τότε οι Ισραηλίτες καταδίωξαν τους Φιλισταίους κι όλη η περιοχή γέμισε με νεκρούς και τραυματίες των Φιλισταίων (Α' Βασιλειών 17,19-54).
Αργότερα, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε την Αζηκά, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).
|
||
ΒΑΙΘ-ΣΟΥΡ (ΒΑΙΘΣΟΥΡ, ΒΑΙΘΣΟΥΡΑ)
Η Βαιθ-Σούρ (Βαιθσούρ, Βαιθσουρά) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, δυτικά της Νεκράς Θάλασσας και βόρεια της Χεβρών, η οποία βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,48. 15,58). Χάρτης Β7. Γενάρχης της Βαιθ-Σούρ (Βαιθσούρ) ήταν ο Βαιθσούρ, απόγονος του Χαλέβ (Α' Παραλειπομένων 2,45). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Βαιθσούρ, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,58).
Όταν ο Δαβίδ νίκησε τους Αμαληκίτες και πήρε πίσω όλους τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει μαζί τους, πήρε πίσω και όλα τα λάφυρα που είχαν πάρει οι Αμαληκίτες από την επιδρομή τους στο νότιο Ιούδα. Τα λάφυρα αυτά τα μοίρασε στους άνδρες του και στις πόλεις απ' όπου είχε περάσει και τον είχαν βοηθήσει. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν και η Βαιθσούρ (Α' Βασιλειών 30,26-27). Αργότερα, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε τη Βαιθσούρ, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).
|
||
Η Γάδηρα (Γεδερά) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, στα όρια της φυλής Ιούδα, η οποία βρισκόταν στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33. 15,36). Γεδερά- Χάρτης Α2. Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Γάδηρα (Γεδερά), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,36). Στη Γαδηρά κατοίκησαν οι κάτοικοι της πόλης Χωζηβά (Χωζεβά), οι οποίοι μετανάστευσαν για λίγο στη Μωάβ και ξαναγύρισαν και ονομάστηκαν Αβεδηρίν Αθουκιΐμ. Αυτοί ήταν κεραμοποιοί και κατοικούσαν στις πόλεις Αταΐμ (Νεταΐμ) και Γαδηρά (Γεδηρά) και εργάζονταν στην υπηρεσία του βασιλιά (Α' Παραλειπομένων 4,22-23).
|
||
Η Γεδδώρ (Γεδώρ, Γεδερώθ) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33. 15,41). Γεδώρ- Χάρτης Α2. Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Γεδδώρ (Γεδώρ, Γεδερώθ), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,41). Από την πόλη αυτή καταγόταν ο Ιελία και ο Ζαβαδία, οι οποίοι ήταν από τους πρώτους άνδρες, που ακολούθησαν το Δαβίδ, μετά την αντιπαράθεσή του με το Σαούλ, στη Σικελάγ (Α' Παραλειπομένων 12,8). Από την Γεδώρ καταγόταν και ο Βαλλανάν, ο οποίος ήταν επόπτης στους βασιλικούς ελαιώνες του Δαβίδ και τις συκομουριές που βρίσκονταν στην πεδινή περιοχή (Α' Παραλειπομένων 27,28).
|
||
ΕΝ ΓΕΔΙ (ΕΝ ΓΑΔΙ, ΕΓΓΑΔΔΙ, ΑΓΚΑΔΗΣ)
Η Εν Γεδί (Εν Γαδί, Εγγαδδί, Αγκάδης) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,48. 15,62). Είναι χτισμένη σε μια όαση στη δυτική όχθη της Νεκράς Θάλασσας και κοντά στα σπήλαια του Κουμράν. Γύρω από την Εγγαδδί βρίσκεται η έρημος του Ιούδα. Τ' όνομα στα εβραϊκά σημαίνει «Πηγή ή Άνοιξη του μικρού κατσικιού». Η Εγγαδδί ταυτίζεται με την Ασασών-Θαμάρ (Χασεσών-Ταμάρ) των Αμορραίων. Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή, η πόλη Αγκάδης (Εν-Γεδί) δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,62). Εν Γεδί- Χάρτης C7.
|
||
Η Ζιφ (Οζίβ) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,48. 15,55). Χάρτης B7. Γενάρχης της πόλης Ζιφ ήταν ο Ζιφ, απόγονος του Χαλέβ (Α' Παραλειπομένων 2,42). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Ζιφ (Οζίβ), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,55).
Όταν ο Σαούλ καταδίωκε το Δαβίδ, ο Δαβίδ περιπλανιόταν στην έρημο της Μεσερέμ και στα όρη της Καινής Ζιφ, όπου το έδαφος ήταν ξερό και άνυδρο, μένοντας στις σπηλιές της περιοχής. Οι κάτοικοι της περιοχής πήγαν στο Σαούλ και του είπαν, ότι ο Δαβίδ κρύβεται στην περιοχή τους, στην Μεσερέμ (Μεσσαρά), στις δύσβατες περιοχές της Καινής Ζιφ, στο όρος Εχελά δεξιά του Ιεσσαιμούν. Ο Σαούλ τους ευχαρίστησε και μαζί με τους άνδρες του, ακολούθησαν τους κατοίκους της Ζιφ, για να αποκλείσουν το Δαβίδ. Αλλά ο Δαβίδ αντιλήφθηκε τις κινήσεις του Σαούλ και πήγε να κρυφτεί σ' ένα μεγάλο βράχο στην έρημο Μαάν, που ήταν εκεί κοντά, δεξιά του Ιεσσαιμούν. Το 'μαθε ο Σαούλ και τον καταδίωξε κι εκεί. Ο Σαούλ κινούνταν με το στρατό του στη μια πλαγιά του βουνού ενώ ο Δαβίδ με τους άνδρες του στην άλλη. Τότε έφτασε ένας αγγελιοφόρος και είπε στο Σαούλ, ότι οι Φιλισταίοι εισέβαλλαν στη χώρα. Έτσι ο Σαούλ σταμάτησε την καταδίωξη του Δαβίδ και πήγε να πολεμήσει τους Φιλισταίους (Α' Βασιλειών 23,14-28).
Λίγο καιρό αργότερα, κάτοικοι από την περιοχή της Ζιφ ήρθαν πάλι στο Σαούλ, στη Γαβαά, και του είπαν ότι ο Δαβίδ κρύβεται στην περιοχή τους, στο βουνό Εχελά, απέναντι από τον Ιεσσαιμούν. Ο Σαούλ τότε πήγε στην έρημο Ζιφ με 3.000 επίλεκτους άνδρες, για να ψάξει για το Δαβίδ και στρατοπέδευσε στο βουνό Εχελά. Όταν ο Δαβίδ έμαθε πως ο Σαούλ τον αναζητούσε, μαζί με τον Αβεσσά, γιο της αδερφής του της Σαρουΐας, πήγαν στο στρατόπεδο του Σαούλ τη νύχτα. Ο Σαούλ και ο Αβεννήρ κοιμόντουσαν στο κέντρο του στρατοπέδου, ενώ οι άλλοι στρατιώτες κοιμόντουσαν στις σκηνές τους γύρω από τον Σαούλ. Ο Δαβίδ με τον Αβεσσά έφτασαν μέχρι τη σκηνή που κοιμόταν ο Σαούλ. Πήραν το ακόντιο του Σαούλ που ήταν μπηγμένο στο έδαφος, πλάι στο κεφάλι του, και το δοχείο με το νερό και έφυγαν. Ο Δαβίδ πέρασε στην απέναντι πλευρά του βουνού Εχελά και στάθηκε στην κορυφή του απέναντι βουνού, σε μεγάλη απόσταση από το στρατόπεδο του Σαούλ. Τότε φώναξε δυνατά στον Αβεννήρ, τον αρχιστράτηγο του Σαούλ, και τον επιτίμισε που αμέλησε την ασφάλεια του βασιλιά. Στη συνέχεια ο Σαούλ, αφού αναγνώρισε την ανωτερότητα του Δαβίδ τράβηξε ο καθένας το δρόμο του (Α' Βασιλειών 26,1-25). Αργότερα, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε τη Ζιφ, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).
|
||
Η Θεκωέ (Θεκώ, Θεκουέ ή Τεκωά) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, δυτικά της Νεκράς Θάλασσας, η οποία βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,48. 15,59). Γενάρχης της πόλης Θεκωέ (Θεκώ, Θεκουέ ή Τεκωά) ήταν ο Ασούρ (Ασχούρ), απόγονος του Ιούδα του πατριάρχη (Α' Παραλειπομένων 4,5). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Θεκωέ (Τεκοά), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,59). Τεκοά- Χάρτης A2, C7.
Από την Θεκωέ καταγόταν ο Ιράς ή Οδουΐας (Ωρά), ο οποίος ανήκε στο σώμα των επιλέκτων και ανδρείων του στρατού του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 23,26. Α' Παραλειπομένων 11,27. 27,9). Από την Θεκωέ καταγόταν και η γυναίκα, την οποία ο Ιωάβ έστειλε στο Δαβίδ. Αυτή ήταν μια έξυπνη γυναίκα, η οποία ιστόρησε στο Δαβίδ μια φανταστική ιστορία, έτσι ώστε να του αλλάξει τη γνώμη του για τον Αβεσσαλώμ και να τον καλέσει πίσω (Β' Βασιλειών 14,1-20). Ο Σολομώντας, στα χρόνια της βασιλείας του, έκανε εμπόριο ίππων από την Αίγυπτο προς άλλες χώρες. Οι έμποροι του Σολομώντα πήγαιναν στην Αίγυπτο ή σε αγορά που γινόταν στη Θεκωέ, και αγόραζαν άρματα προς 600 αργυρούς σίκλους το καθένα και άλογα προς 150 αργυρούς σίκλους το καθένα. Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι το κάθε άρμα κόστιζε 100 αργυρούς σίκλους και κάθε άλογο κόστιζε 50 αργυρούς σίκλους το καθένα. Στη συνέχεια οι έμποροι του Σολομώντα τα μεταπωλούσαν στους βασιλιάδες των Χετταίων, της Συρίας και σε άλλους που κατοικούσαν στα παράλια της Μεσογείου Θαλάσσης (Γ' Βασιλέων 10,28-29. Β' Παραλειπομένων 1,16-17). Αργότερα, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε τη Θεκωέ, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).
|
||
Η Κάδης ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, στα όρια της φυλής Ιούδα. Η Κάδης βρισκόταν προς το νότο, στην ομώνυμο έρημο της Κάδης (Ιησούς του Ναυή 15,21. 15,23). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Κάδης δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,23).
|
||
Η Κάρμηλος (Χερμέλ, Καρμέλ) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα, κοντά στο ομώνυμο βουνό (Ιησούς του Ναυή 15,48. 15,55). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Κάρμηλος (Χερμέλ, Καρμέλ), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,55). Κάρμηλος- Χάρτης B7.
Μετά τη μάχη του Σαούλ με τους Αμαληκίτες, ο Θεός οργίστηκε με το Σαούλ και είπε στο Σαμουήλ, ότι ο Σαούλ δεν εκτέλεσε τις εντολές του. Ο Σαμουήλ πήγε να συναντήσει το Σαούλ. Ο Σαμουήλ πήγε πρώτα στην πόλη Κάρμηλο, όπου ο Σαούλ είχε χτίσει ένα μνημείο για την νίκη του και μετά πήγε στα Γάλγαλα, όπου βρισκόταν ο Σαούλ, τον οποίο επέπληξε, γιατί δεν τήρησε κατά γράμμα την εντολή του Κυρίου (Α' Βασιλειών 15,10-12).
Από την Κάρμηλο καταγόταν η Αβιγαία, η τρίτη σύζυγος του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,2-3. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1) και ο Ασαραΐ, ο οποίος ανήκε στο σώμα των επιλέκτων και ανδρείων του στρατού του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 23,35). Ο Δαβίδ μετά το θάνατο του Σαμουήλ πήγε στην έρημο Μαάν. Εκεί ζούσε ένας πλούσιος άνθρωπος, ο Νάβαλ, που είχε τα κοπάδια του στο βουνό Κάρμηλο. Η γυναίκα του ήταν η Αβιγαία, η οποία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση. Ο ίδιος ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος. Ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους να πάνε ειρηνικά στο Νάβαλ και να του ζητήσουν τρόφιμα. Εκείνος αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια στο Δαβίδ, μιλώντας με πολύ σκληρά και περιφρονητικά λόγια γι' αυτόν. Όταν οι απεσταλμένοι του Δαβίδ του ανήγγειλαν τα λόγια του Νάβαλ, ο Δαβίδ πήρε μαζί του 400 άνδρες και ξεκίνησε για να τον τιμωρήσει. Στο μεταξύ ένας από τους δούλους του Νάβαλ πήγε στην Αβιγαία, τη γυναίκα του, και της ανέφερε τα γεγονότα. Της τόνισε την καλοσύνη του Δαβίδ και την κακία του αφεντικού του. Η Αβιγαία χωρίς να πει τίποτα στον άντρα της, πήρε αρκετά τρόφιμα, τα φόρτωσε στα γαϊδούρια και ξεκίνησε για να τα δώσει στο Δαβίδ. Κάποια στιγμή συναντήθηκαν στο δρόμο. Η Αβιγαία έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά του συζύγου της. Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και την καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να πράξει κάποιο κακό πάνω στην οικογένειά της. Όταν η Αβιγαία γύρισε στο σπίτι της, βρήκε τον άντρα της να έχει φαγοπότι και να είναι τύφλα στο μεθύσι. Την άλλη μέρα, όταν ο Νάβαλ είχε πια ξεμεθύσει, η Αβιγαία του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε ο Νάβαλ έπαθε συμφόρηση από την καρδιά του και παρέλυσε. Μετά από δέκα περίπου μέρες πέθανε. Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Νάβαλ πέθανε, έστειλε ανθρώπους να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του. Εκείνη αποδέχτηκε την πρόταση και μαζί με τις πέντε υπηρέτριές της, ακολούθησε το Δαβίδ και έγινε γυναίκα του (Α' Βασιλειών 25,1-42).
Όταν ο Δαβίδ νίκησε τους Αμαληκίτες και πήρε πίσω όλους τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει μαζί τους, πήρε πίσω και όλα τα λάφυρα που είχαν πάρει οι Αμαληκίτες από την επιδρομή τους στο νότιο Ιούδα. Τα λάφυρα αυτά τα μοίρασε στους άνδρες του και στις πόλεις απ' όπου είχε περάσει και τον είχαν βοηθήσει. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν και οι πόλεις στο όρος Κάρμηλος (Α' Βασιλειών 30,26-29).
|
||
Η Κεειλά (Κεϊλά, Κεϊλάμ) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, δυτικά της Νεκράς Θάλασσας και βόρεια της Χεβρών. Η Κεειλά βρισκόταν στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33. 15,44). Κεϊλά- Χάρτης Α2, Β7. Γενάρχης της πόλης Κεειλά ήταν Κεϊλά, απόγονος του Ιούδα του πατριάρχη (Α' Παραλειπομένων 4,19). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Κεϊλά (Κεειλά, Κεϊλάμ), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,44).
Όταν ο Σαούλ καταδίωκε το Δαβίδ, έφεραν στο Δαβίδ την είδηση, ότι οι Φιλισταίοι κάνουν επιθέσεις εναντίον της Κεϊλά και λεηλατούν τα σιτάρια και τ' αλώνια της. Τότε ο Δαβίδ και οι άνδρες του, με εντολή του Κυρίου, πήγαν στην Κεϊλά και πολέμησαν τους Φιλισταίους. Αφού τους νίκησαν, άρπαξαν τα ζώα τους και σκότωσαν πολλούς απ' αυτούς. Έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τους κατοίκους της πόλης. Στη συνέχεια ο Δαβίδ μαζί με τον ιερέα Αβιάθαρ επισκέφτηκαν την πόλη. Όταν έφεραν στο Σαούλ την είδηση ότι ο Δαβίδ ήταν στην Κεϊλά, κάλεσε όλο το στρατό του να πάνε στην Κεϊλά και να την πολιορκήσουν. Ο Δαβίδ όμως και οι άνδρες του, περίπου εξακόσιοι, έφυγαν από την πόλη. Σαν έφτασε η είδηση στο Σαούλ ότι ο Δαβίδ έφυγε από την Κεϊλά, ματαίωσε την εκστρατεία (Α' Βασιλειών 23,1-13). Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Δαβίδ, που βρισκόταν στην έρημο Ζιφ, άκουσε πως ο Σαούλ τον αναζητούσε, έστειλε κατασκόπους να βεβαιωθούν, ότι πράγματι ο Σαούλ είχε έρθει από την Κεϊλά με στρατό (Α' Βασιλειών 26,3-4).
|
||
ΜΑΡΗΣΑ (ΜΑΡΕΣΑ, ΜΑΡΙΣΑΝ, ΜΑΡΙΣΗΝ)
Η Μαρησά (Μαρισά, Μαρεσά, Μαρισάν, Μαρισήν) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, δυτικά της Νεκράς Θάλασσας και της Χεβρών. Γενάρχης της πόλης Μαρησά (Μαρεσά) ήταν ο Λααδά (Λαεδδά), ο δεύτερος γιος του Σηλώμ (Σηλά), γιου του Ιούδα (Α' Παραλειπομένων 4,21). Από την Μαρισήν (Μαρεσά) καταγόταν ο προφήτης Ελιέζερ, γιος του Δωδία, ο οποίος έδρασε την εποχή του βασιλιά Ιωσαφάτ (Β' Παραλειπομένων 20,37). Μαρεσά- Χάρτης Β7. Την εποχή των βασιλέων, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε την Μαρισάν, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12). Ο Ζαρέ, βασιλιάς της Αιθιοπίας, εκστράτευσε εναντίον του Ασά, βασιλιά του Ιούδα, με ένα εκατομμύριο στρατιώτες και 300 πολεμικές άμαξες, κι έφτασε έως τη Μαρισά. Τότε ο Ασά βγήκε να τον αντικρούσει και παρατάχθηκε σε μάχη στην κοιλάδα που βρίσκεται βόρεια της Μαρισά. Ο Ασά επικαλέστηκε τον Κύριο και ο Κύριος χτύπησε τους Αιθίοπες και τράπηκαν σε φυγή. Ο στρατός του Ασά τους καταδίωξε μέχρι τη Γεδώρ (Γέραρα) και σκοτώθηκαν τόσοι πολλοί Αιθίοπες, ώστε ήταν αδύνατο πια οι υπόλοιποι ν' ανασυγκροτηθούν. Έπαθαν μεγάλη συντριβή από τον Κύριο και το στρατό του Ασά, οι οποίοι πήραν πολλά λάφυρα (Β' Παραλειπομένων 14,9-13).
|
||
Η Σοκχώθ (Σοχώθ, Σουκκώθ) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, κοντά στην Αζηκά, στα όρια της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,11). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τους Ισραηλίτες, τα βόρεια σύνορα της φυλής Ιούδα ξεκινούσαν από τις εκβολές του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, περνούσαν από πολλές τοποθεσίες, μετά από την πόλη Ιαρίν (Χασλών) και προς την Πόλη του Ήλιου (Βαιθ-Σεμές) και προχωρούσαν προς νότο από τη βόρεια πλευρά της Ακκαρών (Εκρών), και στη συνέχεια περνούσαν από την Σοκχώθ, μετά πήγαιναν νότια, περνούσαν από τη Λεβνά και κατέληγαν στη Μεσόγειο θάλασσα (Ιησούς του Ναυή 15,5-11).
Την εποχή του Σαούλ και του Δαβίδ, οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν το στρατό τους για πόλεμο με τους Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν στην Εφερμέμ, που βρίσκεται στην περιοχή της φυλής Ιούδα, μεταξύ Σοκχώθ και Αζηκά. Οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν στην πλαγιά ενός βουνού και οι Ισραηλίτες στην πλαγιά του απέναντι βουνού κι ανάμεσα τους ήταν η κοιλάδα (Α' Βασιλειών 17,1-3). Τότε βγήκε από το στρατόπεδο των Φιλισταίων, ένας δυνατός πολεμιστής, που ονομαζόταν Γολιάθ, από τη Γεθ, που το ύψος του ήταν περίπου 2,5 μέτρα. Ο Γολιάθ για 40 μέρες προκαλούσε τους Ισραηλίτες για να μονομαχήσει με κάποιον από αυτούς (Α' Βασιλειών 17,4-11). Κάποια μέρα ένας νεαρός ο Δαβίδ, έτυχε να βρίσκεται στο στρατόπεδο που βρίσκονταν και τ' αδέρφια του και άκουσε τον γίγαντα, να μιλάει υβριστικά και εμπαικτικά εναντίον των Ισραηλιτών. Έτσι πήρε την άδεια από το Σαούλ ν' αναμετρηθεί μαζί του. Πήρε μόνο το ραβδί του, διάλεξε πέντε λεία λιθάρια και τα έβαλε στο σακούλι που είχε μαζί του, πήρε τη σφεντόνα του και πήγε στο πεδίο της μάχης για να συναντήσει το Φιλισταίο. Στη μονομαχία του Δαβίδ με το Γολιάθ, ο Δαβίδ πήρε από το σακούλι του ένα λιθάρι και μ' αυτό τρύπησε την περικεφαλαία και χώθηκε στο μέτωπο του Γολιάθ, ο οποίος πληγώθηκε θανάσιμα κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Έπειτα ο Δαβίδ τράβηξε το ξίφος από τη θήκη του Φιλισταίου και τον αποτέλειωσε, κόβοντάς του το κεφάλι. Οι Φιλισταίοι, όταν είδαν ότι σκοτώθηκε ο ακατανίκητος ήρωάς τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Τότε οι Ισραηλίτες καταδίωξαν τους Φιλισταίους κι όλη η περιοχή γέμισε με νεκρούς και τραυματίες των Φιλισταίων (Α' Βασιλειών 17,19-54). Αργότερα, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε τη Σοκχώθ (Σοχώθ), όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).
|
||