ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΓΑΔ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

 

ΜΙΣΠΑ (ΜΑΣΣΗΦΑ)

(Γένεση 31,49. Ιησούς του Ναυή 13,26. Κριταί 11,11. 11,34. 20,1. 21,1)

(Α' Βασιλειών 7,6. 10,17. 22,3)

 

Η Μισπά (Μασσηφά, Μασσηφάθ) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, δυτικά του Ιορδάνη και βόρεια της Ιερουσαλήμ, στα όρια της φυλής Γαδ. Το όνομα Μισπά σημαίνει "Όρασις", δηλαδή ότι "το βλέμμα του Θεού είναι πάνω μας". Χάρτης D5.

 

Η ΜΙΣΠΑ (ΜΑΣΣΗΦΑ)

 

 

ΒΑΙΘ-ΑΡΑΝ (ΒΑΙΘΑΡΑΜ)  

(Αριθμοί 32,36. Ιησούς του Ναυή 13,27)

 

Η Βαιθ-Αράν (Βαιθαράμ) ήταν αρχαία πόλη των Αμορραίων, ανατολικά του Ιορδάνη. Μετά τη διανομή της Χαναάν ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Γαδ (Ιησούς του Ναυή 13,27).

Μετά τη συμφωνία που έκαναν οι εκπρόσωποι της φυλής Γαδ με το Μωυσή, πριν μπουν στη Χαναάν, ξαναέχτισαν και οχύρωσαν τις πόλεις Ατταρώθ, Δαιβών, Αροήρ, Σοφάρ (Σωφάν), Ιαζήρ, Ναμράμ και Βαιθαράν, οι οποίες κατοικήθηκαν από τη φυλή Γαδ (Αριθμοί 32,34-36). Αργότερα, μετά τη διανομή της Χαναάν, η Βαιθ-Αράν (Βαιθαράμ) ήταν μια από τις πόλεις, η οποία δόθηκε και επίσημα στη φυλή Γαδ (Ιησούς του Ναυή 13,27).

 

 

ΒΑΝΘΑΝΑΒΡΑ (ΝΑΜΡΑ, ΒΑΙΘ-ΝΙΜΡΑ) 

(Αριθμοί 32,3. 32,36. Ιησούς του Ναυή 13,27)

 

Η Βανθαναβρά (Ναμρά, Ναμράμ, Βαιθ-Νιμρά) ήταν αρχαία πόλη των Αμορραίων, στα ανατολικά του Ιορδάνη. Μετά τη διανομή της Χαναάν ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Γαδ (Ιησούς του Ναυή 13,27). Χάρτης D6.

Όταν οι Ισραηλίτες πριν μπουν στη Χαναάν, νίκησαν τους Μωαβίτες και τους Αμοραίους, οι εκπρόσωποι της φυλής Ρουβήν και Γαδ, πήγαν στο Μωυσή και ζήτησαν τις περιοχές ανατολικά του Ιορδάνη για λογαριασμό τους, επειδή είχαν καλά βοσκοτόπια για τα κοπάδια τους. Μεταξύ των περιοχών αυτών, υπήρχαν και οι πόλεις Ατταρώθ, Δαιβών, Ιαζήρ, Ναμρά, Εσεβών, Ελεαλή, Σεβαμά, Βαιάν και το όρος Ναβαύ (Αριθμοί 32,1-5). Μετά τη συμφωνία που έκαναν οι εκπρόσωποι της φυλής Γαδ με το Μωυσή, ξαναέχτισαν και οχύρωσαν τις πόλεις Ατταρώθ, Δαιβών, Αροήρ, Σοφάρ, Ιαζήρ, Ναμράμ και Βαιθαράν, οι οποίες κατοικήθηκαν από τη φυλή Γαδ (Αριθμοί 32,34-36). Αργότερα, μετά τη διανομή της Χαναάν, η Βανθαναβρά ήταν μια από τις πόλεις, η οποία δόθηκε και επίσημα στη φυλή Γαδ (Ιησούς του Ναυή 13,27).

 

 

ΙΑΒΙΣ (ΙΑΒΕΣ)  

(Κριταί 21,9. Α' Βασιλειών 11,1. 31,11. Β' Βασιλειών 2,4. 21,12)

 

Η Ιαβίς (Ιαβές) ήταν αρχαία πόλη των Αμορραίων, που βρισκόταν στη Γαλαάδ, ανατολικά του Ιορδάνη. Μετά τη διανομή της Χαναάν ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Γαδ (Κριταί 21,9). Χάρτης D4.

Οι κάτοικοι της Ιαβίς (Ιαβές) δεν ακολούθησαν τους άλλους Ισραηλίτες, όταν αυτοί εκστράτευσαν εναντίον της φυλής Βενιαμίν, για το ανοσιούργημα που διέπραξαν οι κάτοικοι της Γαβαά. Μετά τη νίκη τους επί της φυλής Βενιαμίν, αποφάσισαν να τιμωρήσουν και να εξοντώσουν όλους τους κατοίκους της Ιαβίς (Ιαβές) στη Γαλαάδ, εκτός από τις νεαρές παρθένες.

Έτσι οι Ισραηλίτες έστειλαν 12.000 πολεμιστές, οι οποίοι σκότωσαν όλους τους κατοίκους της Ιαβές, εκτός από 400 νέες που δεν είχαν σχετιστεί με άντρα, και τις έδωσαν στους άνδρες της φυλής Βενιαμίν που είχαν απομείνει (Κριταί 21,8-14).

 

Στην αρχή της βασιλείας του Σαούλ, ο Νάας, βασιλιάς των Αμμωνιτών, προχώρησε με στρατό προς το βορρά και στρατοπέδευσε στην Ιαβίς (Ιαβές) στη Γαλαάδ. Οι κάτοικοι της Ιαβίς του πρότειναν συνθήκη και ο Νάας προκειμένου να συνθηκολογήσει μαζί τους, απαίτησε να βγάλει το δεξί μάτι ολονών των κατοίκων για να εξευτελίσει τους Ισραηλίτες. Οι πρεσβύτεροι της Ιαβίς ζήτησαν εφτά μέρες προθεσμία. Στο μεταξύ έστειλαν αγγελιαφόρους στη Γαβαά, την πόλη του Σαούλ, και του ανακοίνωσαν τα γεγονότα.

Ο Σαούλ όταν άκουσε τα γεγονότα οργίστηκε πάρα πολύ εναντίον των Αμμωνιτών. Πήρε δυο βόδια, τα κομμάτιασε κι έστειλε τα κομμάτια τους με αγγελιοφόρους σ' όλη τη χώρα με το μήνυμα, ότι όποιος δεν τον ακολουθήσει εναντίον των Αμμωνιτών, τα βόδια του θα πάθουν τα ίδια. Τότε έτρεξαν όλοι να τον ακολουθήσουν. Ο Σαούλ συγκέντρωσε τους Ισραηλίτες στην Αβιεζέκ, κοντά στη Βαμά. Όταν τους μέτρησε, ήταν 600.000 άντρες. Μόνο από τη φυλή του Ιούδα πήγαν 70.000 άνδρες.

Ο Σαούλ είπε στους αγγελιαφόρους ότι την επόμενη μέρα θα εκστρατεύσουν εναντίον των Αμμωνιτών. Οι αγγελιαφόροι μετέφεραν τα ευχάριστα νέα στους κατοίκους της Ιαβίς, οι οποίοι για να κερδίσουν χρόνο είπαν στον Νάας, ότι την επόμενη μέρα θα παραδοθούν.

Όταν ξημέρωσε ο Σαούλ χώρισε το στρατό σε τρία τμήματα και επιτέθηκε με δύναμη στο κέντρο της παράταξης των Αμμωνιτών. Οι Ισραηλίτες χτυπούσαν τους Αμμωνίτες και ως το μεσημέρι είχαν σκοτώσει τους περισσότερους. Όσοι γλίτωσαν σκορπίστηκαν (Α' Βασιλειών 11,1-11).

 

Οι Φιλισταίοι αφού νίκησαν το Σαούλ και τους Ισραηλίτες στο όρος Γελβουέ, πήγαν την άλλη μέρα και λεηλάτησαν τους νεκρούς. Έβγαλαν την πανοπλία του Σαούλ, του έκοψαν το κεφάλι και πήραν τα όπλα του ως τρόπαια και τα περιέφεραν στη χώρα τους και στους ναούς τους πανηγυρίζοντας τη νίκη τους. Τα όπλα του Σαούλ και των γιων του τα τοποθέτησαν στο ναό της Αστάρτης. Το κεφάλι του το τοποθέτησαν στο ναό του Δαγών και το σώμα του, όπως και των γιων του, τα κρέμασαν στα τείχη της Βαιθσάν (Α' Βασιλειών 31,8-10. Α' Παραλειπομένων 10,8-10).

Οι κάτοικοι της Ιαβές στη Γαλαάδ, όταν άκουσαν όσα έκαναν οι Φιλισταίοι στο Σαούλ και ενθυμούμενοι το τι είχε κάνει γι' αυτούς, πήγαν οι πιο θαρραλέοι τη νύχτα και πήραν τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του από το τείχος της Βαιθσάν, τα έφεραν στην Ιαβές και τα έκαψαν εκεί. Τα οστά τους τα έθαψαν κάτω από μια βελανιδιά σε καλλιεργημένη γη στην Ιαβές. Κατόπιν σε ένδειξη πένθους νήστεψαν εφτά μέρες (Α' Βασιλειών 31,11-13. Α' Παραλειπομένων 10,11-12). Όταν έφτασε στο Δαβίδ η είδηση ότι οι κάτοικοι της Ιαβές (Ιαβίς) φρόντισαν κι έθαψαν το Σαούλ, έστειλε σ' αυτούς αγγελιοφόρους και τους επιβράβευσε για την πράξη τους. Τους υποσχέθηκε ακόμη, ότι θα τους ανταποδώσει το καλό που κάνανε στο βασιλιά τους (Β' Βασιλειών 2,4-7).

Πολλά χρόνια αργότερα, ο Δαβίδ πήρε τα οστά του Σαούλ και του Ιωνάθαν, από τους κατοίκους της Ιαβίς, στη Γαλαάδ, και, μαζί με τα οστά των εφτά απογόνων του Σαούλ που είχαν κρεμαστεί από τους Γαβαωνίτες, τα έθαψε στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν, στον τάφο του Κις, πατέρα του Σαούλ (Β' Βασιλειών 21,12-14).

 

 

ΜΑΧΑΝΑΪΜ Ή ΜΑΑΝΑΪΜ (ΜΑΝΑΪΜ, ΜΑΝΑΕΜ)    

(Γένεση 32,2. Β' Βασιλειών 2,8. 17,24. Γ' Βασιλειών 4,14)

 

Η Μαχαναΐμ ή Μααναΐμ (Μαναΐμ, Μαναέμ) ήταν αρχαία πόλη των Αμορραίων, στην περιοχή της Γαλαάδ, στα ανατολικά του Ιορδάνη, κοντά στον ποταμό Ιαβώκ. Το όνομα Μαχαναΐμ στα εβραϊκά σημαίνει Στρατόπεδο (Γένεση 32,2). Μετά τη διανομή της Χαναάν ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Γαδ. Από την Μααναΐμ άρχιζαν τα όρια της μισής φυλής Μανασσή (Ιησούς του Ναυή 13,30). Χάρτης D5.

 

Όταν ο Ιακώβ επέστρεφε από τη Μεσοποταμία στη Χαναάν, σε κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια του και είδε παρατεταγμένους αγγέλους του Θεού. Έτσι ονόμασε εκείνο τον τόπο Μαχαναΐμ, δηλαδή Στρατόπεδο (Γένεση 32,1-2).

Ο Ιεβοσθέ, μετά το θάνατο του πατέρα του, ανακηρύχτηκε βασιλιάς του Ισραήλ στη Μαναέμ (Μαχαναΐμ), από τον αρχιστράτηγο του Σαούλ, τον Αβεννήρ (Β' Βασιλειών 2,8-9). Στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ) κατέφυγε ο Δαβίδ, όταν πέρασε τον Ιορδάνη, μετά την ανταρσία του Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 17,24). Από αυτή την πόλη βγήκε ο στρατός του Δαβίδ για ν' αντιμετωπίσει το στρατό του Αβεσσαλώμ, η οποία κατέλεηξε στην ήττα των στασιαστών (Β' Βασιλειών 18,6-9). Ο Δαβίδ περίμενε ανάμεσα στις δύο πύλες της πόλεως, την εσωτερική και την εξωτερική, όταν έμαθε την έκβαση της μάχης και το θάνατο του Αβεσσαλώμ. Στο άκουσμα αυτής της είδησης ο Δαβίδ ταράχτηκε. Ανέβηκε πάνω στο χώρο που βρισκόταν πάνω από την πύλη της πόλης και θρήνησε τον Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 18,24-33).

Λίγες μέρες αργότερα ο Δαβίδ άφησε τη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ), όπου βρισκόταν και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς την Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 19,15).

 

Ο Αχιναδάβ, γιος του Σαδδώ, ήταν ένας από τους δώδεκα διοικητές επαρχιών, που είχε ορίσει ο Σολομώντας, για να εφοδιάζουν με τρόφιμα το βασιλιά και τον οίκο του. Ο Αχιναδάβ είχε αναλάβει για ένα μήνα κάθε έτος, να εφοδιάζει τ' ανάκτορα με τρόφιμα και είχε στη δικαιοδοσία του την Μααναΐμ (Μαχαναΐμ) (Γ' Βασιλειών 4,7. 4,14).

 

 

ΣΑΦΩΝ (ΣΑΦΑΝ, ΣΑΡΩΝ)  

(Α' Παραλειπομένων 5,16. Ιησούς του Ναυή 13,27).

 

Η Σαφών (Σαφάν, Σαρών) ήταν αρχαία πόλη των Αμορραίων, που βρισκόταν στη Γαλαάδ, ανατολικά του Ιορδάνη. Μετά τη διανομή της Χαναάν ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Γαδ (Ιησούς του Ναυή 13,27). Χάρτης D5.

Κατά την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Χαναάν, οι απόγονοι του Γαδ εγκαταστάθηκαν στους οικισμούς της Γαλαάδ και της Βασάν, καθώς και στα περίχωρα της Σαρών (Σαφών) (Α' Παραλειπομένων 5,16). Αργότερα η Σαφάν (Σαφών) ήταν μια από τις πόλεις, η οποία περιλαμβάνονταν στα όρια της φυλής Γαδ (Ιησούς του Ναυή 13,27). Από την Σαρών καταγόταν ο Σατραΐ, ο οποίος ήταν επόπτης στις αγέλες των βοοειδών, που έβοσκαν στην πεδιάδα Σαρών (Α' Παραλειπομένων 27,29).

 

 

ΣΟΚΧΩΘ (ΣΟΥΚΚΩΘ)  

(Γένεση 33,17. Ιησούς του Ναυή 13,27. Κριταί 8,5)

(Γ' Βασιλέων 7,33. Β' Παραλειπομένων 4,17)

 

Η Σοκχώθ (Σουκκώθ, Σοκχωθά) ήταν αρχαία πόλη των Αμορραίων, στην περιοχή της Γαλαάδ, ανατολικά του Ιορδάνη, δίπλα στον ποταμό Ιαβώκ (Κριταί 8,4-5. Γ' Βασιλέων 7,33. Β' Παραλειπομένων 4,17). Στα εβραϊκά Σουκκώθ (Σοκχώθ) σημαίνει "Σκηνές" (Γένεση 33,17). Μετά τη διανομή της Χαναάν η Σοκχώθ ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Γαδ (Ιησούς του Ναυή 13,27). Χάρτης D5.

 

Ο Ιακώβ μετά τη συμφιλίωσή του με τον Ησαύ, προχώρησε προς την τοποθεσία Σουκκώθ, όπου εγκαταστάθηκε του και έφτιαξε μαντριά για τα κοπάδια του. Γι' αυτό και από τότε, λόγω των σκηνών που είχε στήσει ο Ιακώβ, η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε έτσι (Γένεση 33,17). Μετά τη διανομή της Χαναάν, η Σοκχώθ (Σοκχωθά) ήταν μια από τις πόλεις, η οποία δόθηκε στη φυλή Γαδ (Ιησούς του Ναυή 13,27).

 

Ο Γεδεών αφού νίκησε τους Μαδιανίτες, άρχισε να καταδιώκει όσους είχαν απομείνει. Οι άρχοντες της Σοκχώθ και της Φανουήλ αρνήθηκαν να δώσουν τρόφιμα στο στρατό του Γεδεών που ήταν εξαντλημένοι και πεινασμένοι, φοβούμενοι την επιστροφή και την εκδίκηση των Μαδιανιτών. Όμως ο Γεδεών απείλησε με αφανισμό τις πόλεις αυτές, όταν θα τελείωνε από τους Μαδιανίτες (Κριταί 8,4-9).

Καθώς επέστρεφε από τον πόλεμο ο Γεδεών, από το πάνω μέρος της Αρές προς τη Σοκχώθ, συνέλαβε έναν νεαρό από τους κατοίκους της Σοκχώθ και τον υποχρέωσε να του πει ποιοι ήταν οι άρχοντες και οι πρεσβύτεροι της πόλης. Εκείνος του έδωσε γραπτώς εβδομήντα εφτά ονόματα. Ύστερα πήγε στους άρχοντες και τους πρεσβυτέρους της Σουκκώθ και τους επιτίμησε αυστηρά για την άρνησή τους να δώσουν τρόφιμα στο στρατό του. Μετά πήρε αγκάθια και βάτα από την έρημο και τα χρησιμοποίησε για να τιμωρήσει μ' αυτά τους άρχοντες και τους πρεσβυτέρους της πόλης, όπως τους το είχε υποσχεθεί (Κριταί 8,13-16). Στη συνέχεια κατέστρεψε το φρούριο της Φανουήλ, όπως τους το είχε πει και σκότωσε τους άνδρες της πόλης (Κριταί 8,17).

 

Κοντά στον Ιορδάνη, σε αργιλώδη τόπο, μεταξύ Σοκχώθ και Σειρά (Σαρηδαθά), βρισκόταν το χυτήριο, όπου ο τεχνίτης Χιράμ από την Τύρο κατασκεύασε όλα τα ιερά χάλκινα αντικείμενα του ναού των Ιεροσολύμων (Γ' Βασιλέων 7,33. Β' Παραλειπομένων 4,17).

 

 

ΦΑΝΟΥΗΛ

(Γένεση 32,30. Κριταί 8,8. Γ' Βασιλέων 12,25)

 

Η Φανουήλ ήταν αρχαία πόλη των Αμορραίων, στην περιοχή της Γαλαάδ, ανατολικά του Ιορδάνη, δίπλα στον ποταμό Ιαβώκ. Στα εβραϊκά Φανουήλ σημαίνει "Εμφάνιση Θεού" (Γένεση 32,30). Μετά τη διανομή της Χαναάν η Φανουήλ ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Γαδ. Χάρτης D5.

 

Στην τοποθεσία αυτή ο Ιακώβ πάλεψε με τον άγγελο και τον νίκησε. Ο άγγελος του Κυρίου τότε τον ευλόγησε και του έδωσε το όνομα Ισραήλ, που σημαίνει "Παλαιστής ή Πολεμιστής του Θεού" και ο Ιακώβ ονόμασε τον τόπο εκείνο Φανουήλ που σημαίνει "Εμφάνιση Θεού" (Γένεση 32,24-30). Αργότερα, κατά τη διανομή της Χαναάν, όλες οι πόλεις της Γαλαάδ, μεταξύ αυτών και η Φανουήλ, δόθηκαν στη φυλή Γαδ (Ιησούς του Ναυή 13,24-28).

 

Ο Γεδεών αφού νίκησε τους Μαδιανίτες, άρχισε να καταδιώκει όσους είχαν απομείνει. Οι άρχοντες της Σοκχώθ και της Φανουήλ αρνήθηκαν να δώσουν τρόφιμα στο στρατό του Γεδεών που ήταν εξαντλημένοι και πεινασμένοι, φοβούμενοι την επιστροφή και την εκδίκηση των Μαδιανιτών. Όμως ο Γεδεών απείλησε με αφανισμό τις πόλεις αυτές, όταν θα τελείωνε από τους Μαδιανίτες (Κριταί 8,4-9).

Καθώς επέστρεφε από τον πόλεμο ο Γεδεών, από το πάνω μέρος της Αρές προς τη Σοκχώθ, συνέλαβε έναν νεαρό από τους κατοίκους της Σοκχώθ και τον υποχρέωσε να του πει ποιοι ήταν οι άρχοντες και οι πρεσβύτεροι της πόλης. Εκείνος του έδωσε γραπτώς εβδομήντα εφτά ονόματα. Ύστερα πήγε στους άρχοντες και τους πρεσβυτέρους της Σουκκώθ και τους επιτίμησε αυστηρά για την άρνησή τους να δώσουν τρόφιμα στο στρατό του. Μετά πήρε αγκάθια και βάτα από την έρημο και τα χρησιμοποίησε για να τιμωρήσει μ' αυτά τους άρχοντες και τους πρεσβυτέρους της πόλης, όπως τους το είχε υποσχεθεί (Κριταί 8,13-16). Στη συνέχεια κατέστρεψε το φρούριο της Φανουήλ, όπως τους το είχε πει και σκότωσε τους άνδρες της πόλης (Κριταί 8,17).

 

Στο νέο βασίλειο του Ισραήλ ο Ιεροβοάμ Α' οχύρωσε τη Συχέμ και κατοικούσε σ' αυτή, κάνοντάς τη πρωτεύουσα του νέου βασιλείου. Αμέσως μετά οχύρωσε την πόλη Φανουήλ (Γ' Βασιλέων 12,25).