ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ |
||
|
||
ΣΑΜΑΡΕΙΑ |
||
Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ
Με το όνομα Σαμάρεια εννοούμε την πόλη της Παλαιστίνης καθώς και μία απ' τις τέσσερις μεγάλες επαρχίες της Παλαιστίνης στα ρωμαϊκά χρόνια, μεταξύ της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας. Η Σαμάρεια ως χώρα Προς βορρά είχε την Γαλιλαία, προς το νότο την Ιουδαία, προς ανατολάς τον Ιορδάνη και δυτικά βρεχόταν από την Μεσόγειο θάλασσα. Αποτελούσε δε η χώρα αυτή, μέρος της γης που είχε δοθεί από τον Πατριάρχη Ιακώβ στον Ιωσήφ και στα παιδιά του Ιωσήφ, Εφραΐμ και Μανασσή.
Στη συνέχεια η Σαμάρεια πέρασε στα χέρια διάφορων βασιλιάδων της Δαμασκού και οι κάτοικοί της πήραν από τους κατακτητές διάφορες ειδωλολατρικές συνήθειες. Η πόλη καταστράφηκε γύρω στο 2ο αιώνα π.Χ. και ανοικοδομήθηκε ξανά από τον ανθύπατο Γυβίνιο και από τον Ηρώδη τον Μεγάλο και πήρε το όνομα Σεβάστεια ή Σεβαστή. Εκτός από τη Σαμάρεια, στην επαρχία της Σαμάρειας υπήρχαν οι πόλεις Καισάρεια, Συχέμ κ.ά.
Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Σαμαρείτες ονομάζονταν οι κάτοικοι της Σαμαρείας μέχρι του έτους 721 π.Χ. αν και μόνο μία φορά συναντούμε αυτήν την λέξη στην Παλαιά Διαθήκη (Γ' Βασιλέων 13,32). Η πόλη Σαμάρεια ιδρύθηκε από το βασιλιά Αμρί, που την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του, κτίζοντας ανάκτορο και ναό στον Ιεχωβά, όπου τοποθέτησε το χρυσό μόσχο, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη.
Για πρώτη φορά στην παλαιά Διαθήκη η Σαμάρεια αναφέρεται στην προφητεία, που έκανε κάποιος προφήτης του Ιούδα μπροστά στο θυσιαστήριο της Βαιθήλ, όπου σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, μπροστά στο θυσιαστήριο της Βαιθήλ, πολλά χρόνια αργότερα ένας γιος θα γεννηθεί από τους απογόνους του Δαβίδ, που τ' όνομά του θα είναι Ιωσίας. Αυτός θα θυσιάσει πάνω σ' αυτό το θυσιαστήριο τους ιερείς των ιερών τόπων και τα οστά τους θα τα κάψει πάνω σ' αυτό το θυσιαστήριο. Κι ένας προφήτης τη Βαιθήλ επιβεβαίωσε αυτή την προφητεία ενάντια σε όλους τους ιερούς τόπους των πόλεων της Σαμάρειας (Γ' Βασιλέων 13,32-33).
Κατά το έτος 720 π.Χ. η Σαμάρεια δέχτηκε επίθεση και πλήρη αλλοίωση του πληθυσμού της από άλλες φυλές (αρχικά από Σάργους και έπειτα έγινε μετοίκιση πληθυσμού σε αυτήν από: Ασσύριους, διάφορες φυλές όπως Χουθά, Αυά, Αιμώθ και Σαφουρουίμ), με αποτέλεσμα λόγω της επιμιξίας να προέλθει λαός άλλος που δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτόν που πριν ήταν, αλλά ούτε και με τις φυλές από τις οποίες προήλθε. Κράτησαν όμως μία ιδιότητα: Το θρήσκευμα των Ιουδαίων, και την πλήρη αποδοχή της Πεντατεύχου του Μωυσή, (Γένεση, Έξοδος, Λευιτικόν, Αριθμούς, Δευτερονόμιον), παρόλο που εισήγαγαν σε αυτήν αρκετά ειδωλολατρικά έθιμα, τύπους και πράξεις. Ακόμα νόμιζαν ότι ήταν οι γνήσιοι απόγονοι του Αβραάμ και του Ιακώβ. Την εποχή λοιπόν της αιχμαλωσίας, είχαν προσκαλέσει από την Βαβυλώνα, Ισραηλίτες ιερείς οι οποίοι τους δίδασκαν, (χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα), τον αληθινό Θεό. Μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από την Βαβυλώνα, απαίτησαν να αναγνωριστούν (οι Σαμαρείτες), ως Ιουδαίοι και να συμμετέχουν στη ανέγερση του Ναού. Οι Ιουδαίοι όμως δεν έκαναν δεκτό το αίτημά τους, και για εκδίκηση αυτοί τους κατηγόρησαν στον Βασιλιά των Περσών (ότι τον επιβουλεύονταν). Οι Ιουδαίοι, σώθηκαν από την οργή του Βασιλιά, αλλά από τότε έτρεφαν μίσος μεγάλο για τους Σαμαρείτες και όχι μόνο μίσος, αλλά τους θεωρούσαν βδέλυγμα και μίασμα (πας ο εγγίζων Σαμαρείτη εις καθάρσεις υπεβάλλετο Δ’ Βας. Ιζ’ 24-41, Β’ Εσδρ. Δ’ 4, Νεέμ δ’, Ματθ. Ι’ 5, Λουκ., ιζ’ 16-18). Τι έκαναν λοιπόν οι Σαμαρείτες; Έχτισαν έναν ναό στο όρος Γαριζίν και εκεί έκαναν τις θυσίες τους, όπως όριζαν οι διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, απέρριψαν όμως όλα τα άλλα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζουν ότι το πρώτο θυσιαστήριο, το κατά διαταγή του Μωυσή έγινε όχι στο όρος Γαιβάλ (Δευτ. κζ’ 4, Ιης. Ναυή, η’, θ’ 30-35), αλλά στο όρος Γαριζίν. Έπειτα και από αυτό το γεγονός, το μίσος μεταξύ τους, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο και η λέξη Σαμαρείτης σήμαινε επιπλέον περιφρόνηση (Β’ Μακκαβ. στ’ 2, Λουκ. θ’ 52-53, Ιωανν. δ’ 9). Ο δε ναός που έχτισαν στο όρος Γαριζίν, έμεινε εκεί επί πολύ χρόνο και κατεστράφη από τον Ιωάννη Υρκανό το 129 π.Χ. Παρά ταύτα όμως οι Σαμαρείτες και μετά την καταστροφή του ναού, θεωρούσαν το συγκεκριμένο μέρος, (αλλά και μέχρι σήμερα το θεωρούν), κατάλληλο και το μόνο ενδεδειγμένο για να προσφέρουν λατρεία στον Θεό (Ιωάνν. δ΄ 20-21).
Η Συχάρ σε όλη την Αγία Γραφή, συναντάται άπαξ στο κατά Ιωάννη δ’ 5. Από πολλούς ταυτίζεται με την Συχέμ που λέγεται και Σίκιμα. Ήταν από τις αρχαιότερες πόλεις της Γης της Επαγγελίας, χτισμένη στους πρόποδες και στα ανατολικά του όρους Γαριζίν, εκεί που ανέγνωσαν οι Ισραηλίτες «τις ευλογίες» (Δευτ. ια΄ 27). Κοντά λοιπόν σε αυτή την πόλη, επανερχόμενος ο Ιακώβ από την Μεσοποταμία περί το 1887 π.Χ. αγόρασε ένα μικρό κτήμα και εκεί άνοιξε ένα πηγάδι, το οποίο υπήρχε την εποχή του Χριστού και ονομάζεται «Πηγή του Ιακώβ». Μετά τον θάνατό του, το άφησε κληρονομιά στον γιό του τον Ιωσήφ. (Γεν. μη’ 22, Ιησ.Ναυή κδ’ 32) Οι Σαμαρείτες, επειδή κατά καιρούς είχαν δεχτεί διάφορες ειδωλολατρικές επιδράσεις πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα, ήταν απομονωμένοι και οι Ιουδαίοι τους περιφρονούσαν. Μετά το κτίσιμο του ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, οι Σαμαρείτες αποσπάστηκαν και λάτρευαν το θεό σε ναό πάνω στο όρος Γαριζίν.
Η ΣΑΜΑΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Η Σαμάρεια τώρα, κατά την εποχή της καινής Διαθήκης, καλούνταν η πόλη της κεντρικής Παλαιστίνης, αλλά και η χώρα που αποτελούσε περίπου το ένα τρίτο όλης της Παλαιστίνης. Στην Καινή Διαθήκη η λέξη Σαμαρείτης και Σαμαρείτες σημαίνει τον βδελυκτό, τον μισητό και τα παρόμοια με αυτές τις έννοιες (Ιωάν. 8,48). Ο Ιησούς Χριστός αρχικά απαγόρεψε στους μαθητές του να πάνε στη Σαμάρεια, αργότερα όμως πήγε εκεί ο ίδιος και δίδαξε. Στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, ο Ιησούς Χριστός μας δίνει έντονα το χαρακτήρα και την ιδιότητα του ανθρώπου, που τον περιφρονούν οι συνάνθρωποί του, όμως αυτός εξακολουθεί να διατηρεί τον ανθρωπισμό του.
|
||