ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

Α) ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

 

Τα βασίλεια της Παλαιστίνης

Με τον όρο "Βασίλειο του Ισραήλ" εννοούμε τη γεωγραφική περιοχή, που την απαρτίζουν οι 9 βόρειες φυλές (Εφραίμ, μισή Μανασσή, Δαν, Ασήρ, Ισσάχαρ, Ζαβουλών, Νεφθαλί και οι ανατολικές Ρουβήν, Γαδ και μισή Μανασσή). Η περιοχή αυτή χωρίζεται σε 4 μεγάλες γεωγραφικές περιοχές: Σαμάρεια, Γαλιλαία, Γαλαάδ και Βασάν.

 

Μετά το θάνατο του Σολομώντα το ενιαίο βασίλειο του Ισραήλ διασπάστηκε και δημιουργήθηκαν δύο βασίλεια: το Βόρειο και το Νότιο.

Το Βόρειο βασίλειο περιλάμβανε τις 10 βόρειες φυλές και γι' αυτό διατήρησε το όνομα Ισραήλ. Πρωτεύουσά του ήταν αρχικά η Συχέμ και αργότερα η Σαμάρεια.  Το Νότιο Βασίλειο αποτελούνταν από τρεις μόνο φυλές, του Ιούδα, του Συμεών και του Βενιαμίν, γι' αυτό κι επικράτησε να λέγεται Ιούδας (Ιουδαία). Πρωτεύουσά του ήταν η Ιερουσαλήμ.

 

 

Β) ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Η ιστορία του βόρειου βασιλείου πριν διαιρεθεί μετά το θάνατο του Σολομώντα, ουσιαστικά ξεκινάει με το θάνατο του Σαούλ. Ο Ιεβοσθέ, γιος του Σαούλ, ανακηρύχτηκε βασιλιάς του Ισραήλ στη Μαναέμ (Μαχαναΐμ), από τον αρχιστράτηγο του Σαούλ, τον Αβεννήρ. Σύμφωνα με το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης ανακηρύχτηκε βασιλιάς του Ισραήλ, της Γαλαάδ, της χώρας Θασιρί, της Ιεζράελ και των φυλών Εφραίμ και Βενιαμίν και των άλλων βόρειων φυλών (Β' Βασιλειών 2,8-9).

Μετά ο Αβεννήρ, με το στρατό του Ιεβοσθέ, εκστράτευσε εναντίον του Δαβίδ και κατευθύνθηκε από τη Μαναέμ στη Γαβαών. Ο στρατός του Δαβίδ, με στρατηγό τον Ιωάβ, γιο της Σαρουΐας, παρατάχτηκε απέναντί του για μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά σε μια πηγή στη Γαβαών και στρατοπέδευσαν οι μεν από τη μια πλευρά της πηγής και οι δε απ' την άλλη. Εκείνη την ημέρα ξέσπασε σκληρή μάχη και νικήθηκε ο Αβεννήρ από τους άντρες του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 2,10-31). 

 

Όταν ο Σολομών οχύρωσε την Πόλη Δαβίδ, κάποια μέρα ο Ιεροβοάμ είχε βγει από την Ιερουσαλήμ. Εκεί τον συνάντησε στο δρόμο ο προφήτης Αχιά ο Σηλωνίτης, ο οποίος τον έβγαλε από το δρόμο του και πήραν το δρόμο προς την πεδιάδα. Τότε ο Αχιά πήρε το καινούριο ρούχο που φορούσε, το έσχισε σε 12 κομμάτια και είπε στον Ιεροβοάμ να πάρει τα δέκα κομμάτια, γιατί ο Κύριος αποφάσισε να διασπάσει τη βασιλεία του Σολομώντα και θα δώσει στον Ιεροβοάμ την αρχηγία των 10 φυλών, επειδή ο Σολομώντας λάτρεψε άλλες θεότητες. Μόνο δύο φυλές θα μείνουν στο Σολομώντα κι αυτό για χάρη του Δαβίδ και της Ιερουσαλήμ, της ιερής πόλης του Θεού (Γ' Βασιλέων 11,27-39).

 

 

 

Γ) Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Με το θάνατο του Σολομώντα το 931 π.Χ. και την άνοδο στο θρόνο του γιου του Ροβοάμ τερματίζεται οριστικά και η ύπαρξη ενός ισχυρού και ενωμένου εβραϊκού βασιλείου.

Οι εκπρόσωποι των δέκα βόρειων φυλών ζήτησαν από το βασιλιά Ροβοάμ, ότι εάν τους ελαφρύνει από το ζυγό της σκληρής δουλείας που τους είχε επιφορτίσει ο πατέρας του, τότε θα τον αναγνωρίσουν ως βασιλιά και θα τον υπηρετήσουν.

Ο Ροβοάμ όμως απέρριψε την πρόταση των βόρειων φυλών και δεν έκανε δεκτά τα αιτήματά τους.

Οι Ισραηλίτες του βορρά, όταν είδαν ότι ο βασιλιάς δεν τους άκουσε, αποφάσισαν να διακόψουν τις σχέσεις τους με τους απογόνους του Δαβίδ και να μην αναγνωρίσουν τη διαδοχή τους στο βασιλικό θρόνο. Έτσι οι φυλές του βορείου Ισραήλ αποσχίστηκαν από το βασιλικό οίκο του Δαβίδ και ανακήρυξαν τον Ιεροβοάμ ως βασιλιά του Ισραήλ, δηλαδή των δέκα βόρειων φυλών (Γ' Βασιλέων 12,1-20. 12,24ξ-υ. Β' Παραλειπομένων 10,1-19).

Έτσι το βασίλειο χωρίστηκε στα δύο. Στο Βόρειο που ονομάστηκε Βασίλειο του Ισραήλ με τις δέκα βόρειες φυλές, με πρωτεύουσα τη Συχέμ και με βασιλιά τον Ιεροβοάμ Α' και στο Νότιο με τις υπόλοιπες δύο φυλές που ονομάστηκε Βασίλειο του Ιούδα, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και με βασιλιά το γιο του Σολομώντα Ροβοάμ. Η ιστορία της περιόδου αυτής αρχίζει και για τα δύο βασίλεια από τη διάσπαση του ενιαίου βασιλείου το 930 π.Χ. και τερματίζεται για τον Ισραήλ με την κατάλυσή του από τον Ασσύριο μονάρχη Σαργών Β' το 722 π.Χ. και για τον Ιούδα με την κατάληψη και καταστροφή της Ιερουσαλήμ απ' το Βαβυλώνιο ηγεμόνα Ναβουχοδονόσορα Β' το 586 π.Χ. Έτσι το Βόρειο βασίλειο επέζησε διακόσια περίπου χρόνια και το Νότιο περίπου τριακόσια πενήντα.

Μετά την απόσχιση των βόρειων φυλών, ο Ροβοάμ συγκέντρωσε στην Ιερουσαλήμ από τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν 180.000 άνδρες, για να πολεμήσει με τις βόρειες φυλές και να τους υποτάξει στη βασιλεία του. Έπειτα όμως από παρέμβαση του Κυρίου ο εμφύλιος πόλεμος ματαιώθηκε (Γ' Βασιλέων 12,21-24. 12,24φ-ψ. Β' Παραλειπομένων 11,1-4).

 

Βιβλικές πληροφορίες υπογραμμίζουν τις συνέπειες της πολιτικής και θρησκευτικής ρήξης για τον Ισραήλ και τον Ιούδα και ακριβής εκτίμηση των ιστορικών δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο αδελφών βασιλείων δεν ήταν πάντοτε φιλικές. Ποτέ πια τα δύο βασίλεια δεν μπόρεσαν να ασκήσουν στην περιοχή της Παλαιστίνης την επιρροή του παρελθόντος. Πολλές φορές τα δύο βασίλεια αντιμάχονταν το ένα το άλλο και έρχονταν σε εμφύλιες συγκρούσεις. Αλλά σε κρίσιμες στιγμές η κοινή καταγωγή τους ένωνε και τα δύο βασίλεια συμπολεμούσαν κατά των εχθρών.

Το Βασίλειο του Ισραήλ αποκομμένο πολιτικά και θρησκευτικά από το εθνικό κέντρο, την Ιερουσαλήμ, μετέπεσε κατά τη βιβλική παράδοση στην ειδωλολατρία, στην οποία τον οδήγησαν, οι κληρονομικοί βασιλείς του. Για το λόγο αυτό κανένας βασιλιάς του Ισραήλ δεν επαινείται για τα έργα του, αλλά αντίθετα όλοι κατακρίνονται, γιατί έπραξαν αντίθετα με το θέλημα του Κυρίου.

 

 

Δ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΒΟΑΜ Α' ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΔΑΒ

 

Ο Ιεροβοάμ

Ο Ιεροβοάμ όταν έγινε βασιλιάς, οχύρωσε τη Συχέμ και την έκανε πρωτεύουσα του νέου βασιλείου. Στη συνέχεια ο Ιεροβοάμ επανέφερε την ειδωλολατρία στο λαό του Ισραήλ και η πράξη του αυτή έγινε η αφορμή να παρασυρθεί ο λαός στην ειδωλολατρία και να εγκαταλείψει το ναό του Κυρίου. Συγκεκριμένα ο Ιεροβοάμ κατασκεύασε δύο χρυσά μοσχάρια και έδωσε εντολή στο λαό να τα λατρεύουν ως θεούς. Τοποθέτησε το ένα ομοίωμα στη Βαιθήλ και το άλλο το παραχώρησε στη φυλή Δαν στο βορρά.

Ακόμη ο Ιεροβοάμ κατασκεύασε και ναούς στα ψηλότερα σημεία και τοποθέτησε ιερείς από το λαό, οι οποίοι δεν κατάγονταν από τη φυλή Λευΐ. Επίσης όρισε ως επίσημη γιορτή τη δέκατη πέμπτη μέρα του όγδοου μήνα, ως αντίστοιχη της γιορτής της Σκηνοπηγίας, που εορτάζονταν στο βασίλειο του Ιούδα στην Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 12,25-33. Β' Παραλειπομένων 11,13-16).

Οι ιερείς και οι λευίτες, που κατοικούσαν σ' όλη την περιοχή του Ισραήλ, δηλαδή στο βόρειο βασίλειο, εγκατέλειψαν τις πόλεις και τα βοσκοτόπια τους και ήρθαν στην περιοχή του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ ' Παραλειπομένων 11,13-17).

 

Ο εμφύλιος πόλεμος που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στο Ροβοάμ και στον Ιεροβοάμ, συνεχίστηκε και σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Αβιά. Κάποτε ο Αβιά παρατάχθηκε εναντίον του Ιεροβοάμ με 400.000 άντρες και ο Ιεροβοάμ αντιπαρατάχθηκε με 800.000 άντρες. Ο Ιεροβοάμ χτύπησε τον Αβιά από πίσω, ενώ ο υπόλοιπος στρατός του πολεμούσε από μπροστά. Όταν οι άνδρες του Ιούδα γύρισαν και είδαν ότι τους χτυπούσαν από μπροστά κι από πίσω, επικαλέστηκαν τον Κύριο. Τότε ο Κύριος χτύπησε τον Ιεροβοάμ και τους Ισραηλίτες μπροστά από τον Αβιά και το στρατό του Ιούδα.

Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή κι έτσι ο Θεός τους παρέδωσε στα χέρια των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι τους χτύπησαν και τους επέφεραν μεγάλη καταστροφή, ώστε έπεσαν στο πεδίο της μάχης 500.000 Ισραηλίτες. Ο Αβιά καταδίωξε τον Ιεροβοάμ και πήρε απ' αυτόν τις πόλεις Βαιθήλ, Ισανά και Εφρών. Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Αβιά, ο Ιεροβοάμ δεν απόκτησε ποτέ πια την αρχική του δύναμη (Β' Παραλειπομένων 13,3-21).

Ο Ναδάβ, διαδέχτηκε τον πατέρα του Ιεροβοάμ και βασίλευσε για 2 χρόνια, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα. Όλοι οι διάδοχοι του Ιεροβοάμ έπραξαν ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, παρασύρθηκαν στην ειδωλολατρία και μαζί παρέσυραν και τον ισραηλιτικό λαό στα είδωλα.

 

 

Ε) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΑΣΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΛΑ

 

Ο Βαασά συνωμότησε εναντίον του Ναδάβ, γιο του Ιεροβοάμ, και τον σκότωσε όταν αυτός βρισκόταν στη Γαβαθών, τον καιρό που ο Ναδάβ είχε καταλάβει την πόλη από τους Φιλισταίους. Το γεγονός αυτό συνέβη το 3ο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα. Έτσι το Ναδάβ τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο Βαασά. Αυτός όταν έγινε βασιλιάς, εξόντωσε ολόκληρη την οικογένεια του Ιεροβοάμ και δεν άφησε κανένα ζωντανό απ' τους απογόνους του (Γ' Βασιλέων 15,27-30). Ο Βαασά βασίλευσε βασίλευσε 24 έτη, έχοντας ως πρωτεύουσα την πόλη Θερσά (Γ' Βασιλέων 15,33).

 

Ο Βαασά, βασιλιάς του Ισραήλ, εκστράτευσε  εναντίον του βασιλείου του Ιούδα, καταλαμβάνοντας και οχυρώνοντας τη Ραμά. Τότε ο Ασά πήρε όλο το ασήμι και το χρυσάφι που υπήρχε στα θησαυροφυλάκια του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου και έκλεισε συμφωνία με το βασιλιά της Συρίας, έτσι ώστε να διαλύσει τη συμμαχία του με το Βαασά, για ν' αποσύρει το στρατό του από την περιοχή του Ιούδα.

Ο βασιλιάς της Συρίας χτύπησε τις πόλεις του Ισραήλ, που βρίσκονταν στις φυλές Δαν και Νεφθαλί και γύρω από την περιοχή της Γεννησαρέτ. Όταν το έμαθε ο Βαασά σταμάτησε να οχυρώνει τη Ραμά και επέστρεψε στην πατρίδα του (Γ' Βασιλέων 15,16-22. Β' Παραλειπομένων 16,1-6).

 

Τον Βαασά διαδέχτηκε ο γιος του, ο Ηλά, ο οποίος βασίλευσε για 2 έτη, έχοντας ως πρωτεύουσα την πόλη Θερσά (Γ' Βασιλέων 16,8-9). Ο Ζαμβρί, ο αρχηγός του μισού ιππικού, συνωμότησε εναντίον του Ηλά και τον βρήκε να πίνει και να μεθοκοπάει στο σπίτι του Ωσά, του αρχιοικονόμου του βασιλικού οίκου. Ο Ζαμβρί μπήκε στο σπίτι, σκότωσε τον Ηλά και βασίλευσε αυτός στη θέση του, σκοτώνοντας όλους τους απογόνους του Βαασά και του Ηλά (Γ' Βασιλέων 16,9-11).

 

 

ΣΤ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΖΑΜΒΡΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΜΒΡΙ

 

Ο Ζαμβρί βασίλεψε για εφτά ημέρες στην Θερσά. Ο στρατός των Ισραηλιτών είχε στρατοπεδεύσει για να επιτεθεί στη Γαβαθών, που ανήκε στους Φιλισταίους. Όταν οι στρατιώτες έμαθαν την είδηση, ότι ο Ζαμβρί συνωμότησε και σκότωσε το βασιλιά, τότε την ίδια μέρα ανακήρυξαν όλοι ομόφωνα βασιλιά τον Αμβρί, που ήταν ο αρχιστράτηγος των Ισραηλιτών. Τότε ο Αμβρί και όλος ο στρατός που ήταν μαζί του, έφυγαν από τη Γαβαθών και πολιόρκησαν την Θερσά. Όταν είδε ο Ζαμβρί ότι κυριεύθηκε η πόλη από τον Αμβρί, κλείστηκε στον πύργο του βασιλικού ανακτόρου, έβαλε φωτιά και πέθανε μέσα στις φλόγες (Γ' Βασιλέων 16,15-18).

Μετά το θάνατο του Ζαμβρί ο ισραηλιτικός λαός διχάστηκε. Οι μισοί ακολούθησαν τον Θαμνί, γιο του Γωνάθ, και ανέδειξαν αυτόν βασιλιά και το άλλο μισό ακολούθησε τον Αμβρί. Ο λαός, όμως, που ακολούθησε τον Αμβρί, επικράτησε εκείνων που ακολούθησαν τον Θαμνί. Ο Θαμνί φονεύθηκε, καθώς κι ο αδελφός του ο Ιωράμ, κι έτσι έγινε βασιλιάς ο Αμβρί.

Ο Αμβρί βασίλεψε 12 χρόνια. Τα πρώτα έξι χρόνια βασίλεψε στην Θερσά. Αγόρασε από τον Σεμήρ το όρος Σεμερών, στον οποίο ανήκε, πληρώνοντας δύο ασημένια τάλαντα, και πάνω του έχτισε μια πόλη που την ονόμασε Σαμάρεια, από το όνομα του Σεμήρ, ιδιοκτήτη του βουνού και την έκανε πρωτεύουσά του (Γ' Βασιλέων 16,21-24).

 

 

Ζ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ

 

Ο προφήτης Ηλίας ελέγχει τον Αχαάβ

Ο Αχαάβ, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Αμβρί, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα, ανέβηκε στο θρόνο του βασιλείου του Ισραήλ (Γ' Βασιλέων 16,28-29). Ο Αχαάβ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, ξεπερνώντας στην ασέβεια όλους τους προκατόχους του. Και δεν του έφτανε αυτό, αλλά πήρε ακόμα για γυναίκα του την Ιεζάβελ, κόρη του Ιεθεβαάλ (Εθβαάλ), βασιλιά των Σιδωνίων, και λάτρεψε το Βάαλ και τον προσκύνησε. Έχτισε, μάλιστα, θυσιαστήριο στο Βάαλ, στον ομώνυμο ναό, που είχε χτίσει στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ έκανε περισσότερες αμαρτίες απ' όλους τους προκατόχους του, εξοργίζοντας έτσι τον Κύριο (Γ' Βασιλέων 16,30-33).

Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε και ο προφήτης Ηλίας. Ο προφήτης, ως απεσταλμένος του Θεού, πηγαίνει στο βασιλιά Αχαάβ και προφητεύει ότι θ' ακολουθήσουν τρία χρόνια ανομβρίας στη χώρα. Έπειτα για ν' αποφύγει την οργή του Αχαάβ, κατέφυγε στο χείμαρρο Χορράθ, ανατολικά του Ιορδάνη (Γ' Βασιλέων 17,1-7).

 

Μετά από πολύ καιρό, το τρίτο έτος της ξηρασίας, ο προφήτης Ηλίας απέδειξε την ανωτερότητα του αληθινού Θεού απέναντι στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης, τους οποίους με τη βοήθεια του λαού τους οδήγησε στο χείμαρρο Κισσών και τους έσφαξε εκεί (Γ' Βασιλέων 18,20-40). Αμέσως μετά ο προφήτης για να γλιτώσει την οργή της βασίλισσας Ιεζάβελ κατέφυγε στο όρος Χωρήβ (Γ' Βασιλέων 19,1-21). Όταν επέστρεψε έλεγξε τον Αχαάβ για το φόνο του Ναβουθαί και προφήτευσε το θάνατο του Αχαάβ και της Ιεζάβελ (Γ' Βασιλέων 20,17-24).

 

Επί βασιλείας Αχαάβ οι Σύριοι προσπάθησαν να εισβάλουν στο βασίλειο του Ισραήλ δύο φορές, απωθήθηκαν όμως, την πρώτη στη Σαμάρεια (Γ' Βασιλειών 20,1-21) και τη δεύτερη στην Αφέκ (Γ' Βασιλειών 20,26-34). Έτσι ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ), βασιλιάς των Συρίων, συγκέντρωσε όλο το στρατό του, που αποτελούνταν από συμμαχία 32 βασιλιάδων, με ιππικό και πολεμικά άρματα, και πολιόρκησε την πόλη της Σαμάρειας, με σκοπό να την κυριέψει. Στη μάχη που ακολούθησε οι Ισραηλίτες ανάγκασαν τους Σύριους να υποχωρήσουν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα τους καταδίωξαν και ο Σύρος βασιλιάς σώθηκε ανεβαίνοντας πάνω στο άλογο κάποιου στρατιώτη. Ο στρατός του Αχαάβ επέφερε μεγάλη καταστροφή στους Σύρους και πήραν ως λάφυρα πολλά άλογα και άρματα (Γ' Βασιλέων 21,1-22).

 

Μετά από ένα χρόνο ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) συγκέντρωσε στρατό και εκστράτευσε εναντίον της Αφέκ (Αφεκά) για να πολεμήσει τους Ισραηλίτες. Ο στρατός του Αχαάβ είχε προετοιμαστεί και είχε ανεφοδιαστεί. Οι δύο στρατοί έμειναν στρατοπεδευμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα άρχισε η μάχη και οι Ισραηλίτες θανάτωσαν 100.000 πεζούς Σύριους. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν στην Αφέκ, αλλά το τείχος της πόλης έπεσε πάνω τους και σκοτώθηκαν άλλοι 27.000 Σύριοι στρατιώτες.

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) τράπηκε σε φυγή και στη συνάντηση που είχε με τον Αχαάβ, του επέστρεψε όλες τις πόλεις που είχε πάρει ο πατέρας του από τον πατέρα του και του έδωσε το δικαίωμα να χτίσει για τον εαυτό του αγορές στη Δαμασκό, όπως είχε ο πατέρας μου στη Σαμάρεια. Με αυτή τη συμφωνία ο Αχαάβ συμφώνησε και τον άφησε ελεύθερο (Γ' Βασιλέων 21,23-34).

 

Η πόλη Ρεμμάθ (Ραμώθ) της Γαλαάδ την εποχή του βασιλιά Αχαάβ είχε καταλειφθεί από τους Σύριους. Ο Αχαάβ, ο βασιλιάς του Ισραήλ, συμφώνησε με τον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, να πολεμήσουν μαζί στη Γαλαάδ για να πάρουν πίσω τη Ρεμμάθ (Ραμώθ) από τους Σύριους. Στην εκστρατεία του Αχαάβ συνέβαλαν και οι ψευδοπροφήτες του με τις ευνοϊκές τους προβλέψεις, παρά τις αντίθετες προβλέψεις του προφήτη Μιχαία (Γ' Βασιλέων 22,1-28).

Έτσι ο Αχαάβ, βασιλιάς του Ισραήλ, και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, πήγαν στη Γαλαάδ για να πάρουν από τους Σύριους τη Ρεμμάθ (Ραμμώθ). Ο Αχαάβ είπε στον Ιωσαφάτ, ότι θα πάρει τη στολή ενός στρατιώτη και θα πάει να πολεμήσει ως ένας απλός στρατιώτης και πρότεινε στον Ιωσαφάτ να φορέσει τη δική του βασιλική στολή. Έτσι ο Αχαάβ μπήκε στη μάχη ντυμένος ως απλός στρατιώτης. Ο βασιλιάς των Συρίων είχε δώσει στους 32 αρχηγούς των πολεμικών αρμάτων του ρητή διαταγή να μη χτυπήσουν κανέναν, ούτε απλό στρατιώτη ούτε αξιωματικό, παρά μόνο το βασιλιά του Ισραήλ.

Οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν τον Ιωσαφάτ θεώρησαν πως αυτός ήταν ο βασιλιάς του Ισραήλ κι έτρεξαν καταπάνω του να τον χτυπήσουν. Αλλά ο Ιωσαφάτ έβγαλε μια πολεμική κραυγή και οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν ότι δεν ήταν αυτός ο βασιλιάς του Ισραήλ, σταμάτησαν να τον καταδιώκουν. Αλλά ένας από αυτούς τέντωσε το τόξο και το βέλος τυχαία χτύπησε τον Αχαάβ και τον σκότωσε. Έτσι με το θάνατο του Αχαάβ σταμάτησε ο πόλεμος εναντίον των Συρίων (Γ' Βασιλέων 22,29-37).

 

 

Η) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΟΧΟΖΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΩΡΑΜ

 

Ο Οχοζίας, γιος του Αχαάβ, ανέβηκε στο θρόνο του Ισραήλ το 17ο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα και βασίλευσε για 2 χρόνια (Γ' Βασιλειών 22,40. 22,52. Δ' Βασιλειών 1,2-3). Ο Οχοζίας δεν ακολούθησε το δρόμο του Θεού και εξέκλινε προς την ειδωλολατρία, όπως και ο πατέρας του Αχαάβ και η μητέρα του Ιεζάβελ (Γ' Βασιλειών 22,53-54Β'. Παραλειπομένων 20,35).

Μετά το θάνατο του Αχαάβ οι Μωαβίτες κατεπάτησαν τη συνθήκη υποτέλειας, που είχαν συνάψει με τους Ισραηλίτες. Το γεγονός αυτό διασταυρώθηκε ιστορικά από σχετική αναφορά που αναφέρεται στη Μωαβιτική στήλη. Μια μέρα ο βασιλιάς Οχοζίας έπεσε από το υπερώο του παλατιού του στη Σαμάρεια και τραυματίστηκε σοβαρά. Όταν ο προφήτης Ηλίας παρουσιάστηκε στον Οχοζία, του είπε, ότι επειδή πήγαν να συμβουλευτούν τον Βάαλ στην Ακκαρών, γι' αυτό το λόγο με εντολή του Θεού, δεν θα ξανασηκωθεί από το κρεβάτι και θα πεθάνει πάνω σ' αυτό. Και πράγματι η προφητεία του Ηλία επαληθεύτηκε. Ο Οχοζίας σε λίγες ημέρες πέθανε (Δ' Βασιλειών 1,1-17). Μετά το θάνατο του Οχοζία, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο αδερφός του και γιος του Αχαάβ Ιωράμ (Δ' Βασιλειών 1,18α).

 

Ο Ιωράμ ανέβηκε στο θρόνο του Ισραήλ το 18ο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα και βασίλευσε για 12 χρόνια, έχοντας ως πρωτεύουσα την Σαμάρεια (Δ' Βασιλειών 1,18α. 3,1). Η Μωάβ την εποχή αυτή ήταν υποτελής στο βασίλειο του Ισραήλ. Ο Μωσά (Μεσά), βασιλιάς της Μωάβ, είχε πολλά κοπάδια. Εξαιτίας μιας αποτυχημένης επανάστασής του πλήρωνε κάθε χρόνο στο βασιλιά του Ισραήλ 100.000 αρνιά και 100.000 κριάρια ακούρευτα. Όταν όμως πέθανε ο Αχαάβ, ο Μωσά αρνήθηκε να πληρώσει το φόρο στο νέο βασιλιά. Ο Ιωράμ έστειλε ανθρώπους στον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, και του ζήτησε να τον βοηθήσει στον πόλεμο κατά της Μωάβ. Ο Ιωσαφάτ δέχτηκε. Έτσι ο Ιωράμ και ο Ιωσαφάτ, μαζί με τον βασιλιά της Εδώμ προχώρησαν για να πολεμήσουν τους Μωαβίτες. Μετά από 7 ημέρες πορεία, εκεί που έφτασαν δεν υπήρχε νερό για το στρατό και για τα ζώα τους. Τότε οι τρεις βασιλιάδες ξεκίνησαν για να συναντήσουν τον προφήτη Ελισαίο για να πάρουν τη γνώμη του.

Ο Ελισαίος για χάρη του Ιωσαφάτ του είπε ν' ανοίξουν μέσα στον ξηροπόταμο λάκκους και με τη βοήθεια του Θεού θα γεμίσει με νερό. Και ο Κύριος θα παραδώσει τη χώρα των Μωαβιτών στην εξουσία τους και θα καταστρέψουν τη Μωάβ (Δ' Βασιλειών 3,4-19).

 

Πράγματι το επόμενο πρωϊνό, όταν προσφέρθηκε η θυσία στον Κύριο, η περιοχή γέμισε με νερό. Στο μεταξύ, όταν οι Μωαβίτες πληροφορήθηκαν ότι οι τρεις βασιλιάδες εκστράτευσαν εναντίον τους, φοβήθηκαν και ετοιμάστηκαν για πόλεμο. Παρατάχτηκαν στα σύνορα της χώρας τους. Το πρωΐ όταν είδαν τον ήλιο να πέφτει πάνω στα νερά, τα είδαν να είναι κόκκινα σαν το αίμα. Νόμισαν πως οι τρεις βασιλιάδες πολέμησαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώθηκαν. Έτσι ξεκίνησαν για να πάρουν τα λάφυρα των εχθρών. Οι Μωαβίτες όρμησαν στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και των Ιδουμαίων, αλλά οι Ισραηλίτες και οι Ιδουμαίοι τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα μπήκαν στη χώρα των Μωαβιτών και κατέστρεψαν όλες τις πόλεις. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή, ώστε δεν έμειναν παρά μόνο οι πέτρες από τις κατεστραμένες πόλεις. Οι Ισραηλίτες που χειρίζονταν τις σφενδόνες, περικύκλωσαν την πρωτεύουσα της Μωάβ και την κατέλαβαν. Όταν ο βασιλιάς της Μωάβ είδε ότι έχασε τον πόλεμο, πήρε μαζί του 700 άνδρες και προσπάθησε να επιτεθεί στους Ιδουμαίους, αλλά δεν το κατόρθωσε. Τότε πήρε τον πρωτότοκο γιο του και τον προσέφερε θυσία ολοκαυτώματος πάνω στα τείχη της πόλεως. Οι Ισραηλίτες, όταν είδαν αυτή την τραγική θυσία, συγκλονίστηκαν και αποχώρησαν από την Μωάβ (Δ' Βασιλειών 3,20-27).

 

Την εποχή που ο βασιλιάς των Συρίας ήταν σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, συσκέφτηκε με τους αξιωματούχους του και αποφάσισε σε ποιο σημείο θα στρατοπεδεύσει. Στο μεταξύ, ο Ελισαίος φωτισμένος από το Θεό, έστειλε άνθρωπο στον βασιλιά των Ισραηλιτών και του έλεγε να μην περάσει από εκείνο, γιατί έχουν στρατοπεδεύσει οι Σύριοι κι έχουν στήσει ενέδρα. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών έστειλε στρατιώτες να επιτηρούν το σημείο εκείνο που του υπέδειξε ο προφήτης και κάθε φορά που οι Σύριοι έστηναν ενέδρα, ο Ελισαίος ειδοποιούσε το βασιλιά κι αυτός έπαιρνε τις προφυλάξεις του (Δ' Βασιλειών 6,8-10).

Ο βασιλιάς της Συρίας θύμωσε και κάλεσε τους αξιωματούχους του και τους ζήτησε να μάθουν, ποιος είναι αυτός που τον προδίδει στο βασιλιά των Ισραηλιτών. Ένας από τους αξιωματούχους του είπε, πως ο προφήτης Ελισαίος ήταν αυτός που φανερώνει τις θέσεις των Συρίων στους Ισραηλίτες. Έτσι ο βασιλιάς των Συρίων διέταξε να μάθουν που μένει. Εκείνοι του είπαν στη Δωθαΐμ. Τότε έστειλε ισχυρό στρατό, ιππικό και πολεμικά άρματα για να τον συλλάβουν.

Ο στρατός των Συρίων έφτασε στη Δωθαΐμ το βράδυ και περικύκλωσε την πόλη. Οι Σύριοι επιτέθηκαν με σκοπό να συλλάβουν τον προφήτη. Τότε ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο, για να χτυπήσει το στρατό των Συρίων με τύφλωση. Πράγματι ο Κύριος τύφλωσε τους Σύριους και ο Ελισαίος είπε στους προελαύνοντες στρατιώτες να τον ακολουθήσουν, για να τους οδηγήσει στον άνθρωπο που ζητάνε. Ο Ελισαίος τους οδήγησε στη Σαμάρεια. Όταν ο στρατός των Συρίων μπήκε μέσα στη Σαμάρεια, ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο για να τους ανοίξει τα μάτια. Τότε είδαν ότι βρισκόντουσαν μέσα στην πόλη.

Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών όταν είδε τους Σύριους εγκλωβισμένους μέσα στην πόλη, ζήτησε την άδεια του προφήτη για να τους χτυπήσει. Ο Ελισαίος του είπε πως δεν έχει το δικαίωμα να τους χτυπήσει, γιατί δεν ήταν δικοί του αιχμάλωτοι. Παρά μόνο να τους δώσει φαγητό και νερό και μετά να τους αφήσει ελεύθερους να φύγουν. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών έπραξε όπως του είπε ο Ελισαίος. Τους έδωσε φαγητό και νερό και τους άφησε ελεύθερους να φύγουν. Από τότε σταμάτησαν οι Σύριοι τις ληστρικές επιδρομές στο βασίλειο του Ισραήλ (Δ' Βασιλειών 6,11-23).

 

Μετά από τα γεγονότα αυτά ο γιος Άδερ, βασιλιάς της Συρίας, συγκέντρωσε το στρατό του και επιτέθηκε εναντίον της Σαμάρειας, την οποία και πολιόρκησε. Έτσι έπεσε μεγάλη πείνα μέσα στην πόλη. Μάλιστα λόγω της πολιορκίας ένα κεφάλι γαϊδουριού πωλούνταν για 50 ασημένιους σίκλους και μισό λίτρο κοπριάς περιστεριών για 5 ασημένιους σίκλους.

Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών περπατούσε κάποια μέρα πάνω στα τείχη της πόλης. Κάποια γυναίκα του φώναξε για να τη σώσει που πεθαίνει από την πείνα. Ο βασιλιάς της απάντησε, πως εάν ο Κύριος δεν τη σώσει, πως θα μπορέσει αυτός; Έπειτα ο βασιλιάς τη ξαναρώτησε τι της συμβαίνει;

Εκείνη απάντησε πως μια γυναίκα της είπε να φέρει το παιδί της να το φάνε σήμερα και την άλλη μέρα θα φέρει το δικό της. Έτσι η γυναίκα που μιλούσε με το βασιλιά έφερε το δικό της παιδί και το φάγανε. Κι όταν την επόμενη έπρεπε να φέρει η άλλη το δικό της, εκείνη το έκρυψε.

Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών άκουσε τα λόγια της γυναίκας και κατελήφθη από μεγάλη οδύνη, έσχισε τα ρούχα του και προχωρούσε πάνω στα τείχη φορώντας μόνο σάκκινα ενδύματα. Και ο λαός έβλεπε το βασιλιά να βαδίζει πάνω στα τείχη φορώντας σάκκινα ενδύματα. Και πάνω στο θυμό του ο βασιλιάς ορκίστηκε στο Θεό πως θα πάρει το κεφάλι του Ελισαίου. Έτσι ο βασιλιάς πήγε στο σπίτι του προφήτη για να του πάρει το κεφάλι (Δ' Βασιλειών 6,32-33);

 

Είπε ο Ελισαίος στον βασιλιά «Άκουσε τον λόγο του Κυρίου. Αύριο η κατάσταση θ' αλλάξει κι ένα μέτρο σιμιγδάλι θα πωλείται για ένα ασημένιο σίκλο και δύο μέτρα κριθάρι θα πωλούνται επίσης για ένα ασημένιο σίκλο στην πύλη της Σαμάρειας».

Ο υπασπιστής του βασιλιά, στον οποίο ο βασιλιάς ανέπαυε και στήριζε το χέρι του, είπε στον Ελισαίο με ειρωνεία «Μήπως μπορεί ο Θεός ν' ανοίξει καταρράκτες από τον ουρανό και να μας στείλει τα τρόφιμα αυτά; Αυτό είναι πράγμα αδύνατον».

Ο Ελισαίος του είπε «Εσύ ο ίδιος θα δεις την αφθονία των αγαθών, από τα οποία όμως για την απιστία σου δεν θα φας τίποτα από αυτά» (Δ' Βασιλειών 7,1-2).

 

Στο μεταξύ τέσσερις λεπροί άνδρες βρίσκονταν έξω από την πύλη της Σαμάρειας. Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να πάνε στο στρατόπεδο των Σύρων, μήπως τους λυπηθούν και τους δώσουν λίγα τρόφιμα. Κι έτσι σηκώθηκαν και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, μπήκαν στο στρατόπεδο των Σύρων. Και στο στρατόπεδο δεν βρισκόταν κανένας στρατιώτης. Ο Κύριος έκαμε, ώστε οι Σύριοι ν' ακούσουν κάποιο μεγάλο θόρυβο, σαν να προέρχονταν από μεγάλο στρατό και πολεμικά άρματα. Τότε νόμισαν πως ο βασιλιάς των Ισραηλιτών πήρε μισθοφορικό στρατό από τους Χετταίους και τους Αιγύπτιους και επιτέθηκε εναντίον τους. Έτσι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή μέσα στη νύχτα, αφήνοντας πίσω στο στρατόπεδο τις σκηνές και τ' άλογά τους.

Οι λεπροί μπήκαν στο στρατόπεδο και πήραν ότι μπορούσαν. Έπειτα ανήγγειλαν στην Σαμάρεια το χαρμόσυνο γεγονός. Ο βασιλιάς έστειλε δύο άνδρες για να βεβαιωθούν εάν οι Σύριοι έφυγαν. Εκείνοι προχώρησαν μέχρι τον Ιορδάνη και πήραν την κατεύθυνση της φυγής των Σύρων. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από ρούχα κι αντικείμενα που πετούσαν οι Σύριοι, καθώς έφευγαν πανικόβλητοι για να σωθούν. Οι απεσταλμένοι του βασιλιά επέστρεψαν και ανήγγειλαν τα γεγονότα στο βασιλιά.

Τότε όλος ο λαός της Σαμάρειας βγήκε από την πόλη και πήγε στο στρατόπεδο των Σύρων, όπου επιδόθηκε σε λεηλασίες. Ήταν τόσα πολλά τα λάφυρα και τα τρόφιμα, ώστε σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, ένα μέτρο σιμιγδάλι και δύο μέτρα κριθάρι πωλούνταν για ένα ασημένιο σίκλο.

Ο βασιλιάς έστειλε στην πύλη της πόλης τον υπασπιστή του για να εποπτεύει. Ο λαός όμως καθώς έβγαινε με ορμή από την πύλη, τον καταπάτησε και τον σκότωσε, όπως είχε προαναγγείλει ο Ελισαίος (Δ' Βασιλειών 7,3-20).

 

Μερικά χρόνια αργότερα ο Ελισαίος πήγε στη Δαμασκό. Ο γιος Άδερ, ο βασιλιάς της Συρίας, ήταν άρρωστος. Ο βασιλιάς είπε στον Αζαήλ, να πάρει δώρα και να πάει να συναντήσει τον προφήτη και να τον ρωτήσει εάν θα θεραπευτεί από την ασθένεια. Ο Αζαήλ πήρε πολλά δώρα και πήγε να συναντήσει τον Ελισαίο. Όταν ο Αζαήλ συνάντησε τον Ελισαίο τον ρώτησε για την ασθένεια του βασιλιά της Συρίας.

Ο Ελισαίος του είπε πως ο βασιλιάς της Συρίας θα θεραπευτεί, αλλά ο Κύριος του υπέδειξε πως θα πεθάνει με άλλο τρόπο. Τότε ο Ελισαίος στάθηκε μπροστά στον Αζαήλ και τον παρατηρούσε. Τότε προφήτευσε πως ο Αζαήλ θα γίνει βασιλιάς της Συρίας και θα γίνει αιτία για πολλά κακά στους Ισραηλίτες. Ο Αζαήλ έφυγε από τον Ελισαίο και ξαναγύρισε στο παλάτι, όπου είπε στο βασιλιά της Συρίας πως θα θεραπευτεί από την αρρώστια και θα ζήσει. Την επόμενη όμως μέρα πήρε ένα σκέπασμα, το βούτηξε μέσα στο νερό και μ' αυτό τύλιξε ασφυκτικά το πρόσωπο του βασιλιά και τον έπνιξε. Κι έτσι ο Αζαήλ έγινε βασιλιάς στη Συρία (Δ' Βασιλειών 8,7-15).