ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ο ΜΕΓΑΣ
|
Μέγας Βασίλειος |
Ο Μέγας αυτός πατέρας και διδάσκαλος της
Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε το 330 μ.Χ.,
κατ' άλλους το 329 μ.Χ., στη
Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και
μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Τα
εγκυκλοπαιδικά λεξικά αναφέρουν σαν πατρίδα
του Μεγάλου Βασιλείου την Καισάρεια της
Καππαδοκίας.
Καταγόταν από οικογένεια
πλούσιων γαιοκτημόνων, με μάρτυρες στο
παρελθόν της. Ο πατέρας του Βασίλειος,
ήταν ρητοροδιδάσκαλος
και η καταγωγή του ήταν από την Νεοκαισάρεια
του Πόντου. Ήταν
γιος της Μακρίνης, η οποία υπέστη πολλά μετά
του συζύγου της κατά τον διωγμό του
Μαξιμίνου για την πίστη τους στον Χριστό. Η
γιαγιά του Μακρίνα υπήρξε μαθήτρια του
Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας του Θαυματουργού.
Η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου ονομαζόταν Εμμέλεια, ήταν απόγονος
οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων και
καταγόταν από την Καππαδοκία. Ήταν
ευλαβέστατη και πολύ φιλάνθρωπη. Ο πατέρας της
είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας.
Από τον γάμο της με τον Βασίλειο γεννήθηκαν
εννέα παιδιά, από τα οποία τα τέσσερα ήταν
αγόρια. Το πρωτότοκο παιδί τους ήταν η
Μακρίνα, η οποία μετά το θάνατο του μνηστήρα
της, έγινε μοναχή. Από τα τέσσερα αγόρια, οι
τρεις έγιναν Επίσκοποι,
ο Βασίλειος στην Καισάρεια,
ο Γρηγόριος στη
Νύσσα και ο Πέτρος στη Σεβαστεία.
Ο Ναυκράτιος ασκητής και θαυματουργός,
πέθανε νέος. Προ του Πέτρου γεννήθηκε η
Θεοσεβία.
Παρόλο που οι γονείς του ήταν
ευγενείς και πλούσιοι, είχαν συγχρόνως
ακμαιότατο χριστιανικό φρόνημα. Αυτοί
μάλιστα έθεσαν και τις πρώτες, καθοριστικής
σημασίας, πνευματικές βάσεις του νεαρού
Βασιλείου.
Όντας φιλάσθενος από μικρός, ο Βασίλειος
μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο
κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι,
όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό
της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή
του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά τον
μικρό Βασίλειο να στραφεί στην Χριστιανική
πίστη.
ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Με εφόδιο αυτή τη χριστιανική
ανατροφή, ο Βασίλειος αρχίζει μια
καταπληκτική ανοδική πνευματική πορεία.
Έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της
μνήμης, κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες
της εποχής του. Και το σπουδαιότερο, κατακτά
τη θεία θεωρία του Ευαγγελίου, που την κάνει
αμέσως πράξη με την αυστηρή ασκητική ζωή
του.
Ο Βασίλειος φοίτησε πρώτα
στην Καισαρεία της Καππαδοκίας και κατόπιν στις σχολές της
Κωνσταντινούπολης όπου φοίτησε κοντά στο
γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο. Στη
συνέχεια πήγε στην Αθήνα, όπου επί τέσσερα
χρόνια συμπλήρωσε τις σπουδές του. Εγγράφηκε
στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου
Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία
του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων
όπως ο Ιμέριος. Σπούδασε φιλοσοφία,
ρητορική, ιστορία, αριθμητική, γεωμετρία,
γραμματική, αστρονομία και ιατρική.
Είχε ως συμφοιτητές του
τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό (τον Θεολόγο)
και τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, τον μετέπειτα
αυτοκράτορα του Βυζαντίου που ήταν
ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών.
Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος
Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία.
Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους, είχαν
ιεραποστολική δράση. Διοργάνωναν
χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες
ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ίδρυσαν επίσης
και τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.
Είναι χαρακτηριστικοί οι λόγοι του Αγίου
Γρηγορίου για τον ιερό του σύνδεσμο με τον
Μέγα Βασίλειο:
«Τὰ πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι,
ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς… ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον
ἠμᾶς, πράγματος ἐπιφθωνοτάτου τοῦ λόγου,
φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο, ἀγὼν
δ’ ἀμφοτέροις, οὒχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον
ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἐτέρῳ τούτου
παραχωρήσειεν. Μία μὲν ἀμφοτέρους ἐδόκει
ψυχή, δυὸ σώματα φέρουσα, ἐν δ’ ἀμφοτέροις
ἔργον: ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ζῆν πρὸς τᾶς μελλούσας
ἐλπίδας, πρὸς ὃ βλέποντες καὶ βίον καὶ
πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν».
Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ
ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από
τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα. Ο σοφός
δάσκαλος του Εύβουλος εντυπωσιασμένος από
την αυστηρή νηστεία, του Αγίου, και μετά την
παραίνεση του, λέγεται ότι έγινε Χριστιανός.
Από την Αθήνα επέστρεψε
στην Καισάρεια το καλοκαίρι του 356 μ.Χ. και
συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του,
έγινε καθηγητής της ρητορικής.
Το 358 μ.Χ. επηρεασμένος
από το θάνατο του αδερφού του μοναχού
Ναυκρατίου, καθώς και με την παρότρυνση της
αδερφής του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός,
πιθανόν από τον επίσκοπο Διάνιο, και
αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην
ασκητική πολιτεία. Αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα
κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο.
Χαρακτηριστικό της μεγαλοψυχίας του είναι,
ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους
φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο
μέρος της περιουσίας του. Το φθινόπωρο του
ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά
κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Αίγυπτο,
Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία,
επιθυμώντας να συναντήσει πολλούς ασκητές
και μοναχούς για να γνωρίσει τον τρόπο ζωής
τους. Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι
αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του
και αποσύρθηκε σε μια Μονή του Πόντου, κοντά
στον Ίρι ποταμό. Έγινε μοναχός μαζί με το φίλο του Γρηγόριο
το Ναζιανζηνό, και ασκήθηκε εκεί με κάθε
αυστηρότητα και προσευχή για πέντε χρόνια (357 - 362 μ.Χ.). Εκεί έγραψε τους: «Κανονισμούς δια
τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν
την ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας.
Τον Ιανουάριο του 360
φαίνεται να συμμετείχε, ως παρατηρητής
εντεταλμένος από τον επίσκοπο Διάνιο, στην
αρειανική Σύνοδο, που συνήλθε στην
Κωνσταντινούπολη, για την έριδα μεταξύ
Ομοουσιανών και Ομοιανών. Μετά την υπογραφή,
από μέρους του Διανίου, του συμβόλου των
Ομοιανών, ο Βασίλειος απογοητευμένος
αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του
εγκαινιάζοντας τη μνημειώδη αλληλογραφία του
με το Γρηγόριο.
Ήδη τέλεια καταρτισμένος
στην Ορθόδοξη Πίστη, το 362 - 363 μ.Χ.
χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στην
Καισάρεια από τον επίσκοπο Καισαρείας
Ευσέβιο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η
μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα
ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου γεγονός που
οδήγησε τον Βασίλειο, για ακόμα μία φορά, να
επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση,
όμως, του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των
σχέσεων μεταξύ των δύο ανδρών και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια
το 365 μ.Χ., για να βοηθήσει τον Επίσκοπο
Ευσέβιο στον αγώνα του κατά των Αρειανών.
Έγινε
έτσι
«σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν
θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής,
γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα».
Στο λιμό του 367-368 μ.Χ.
ο Μέγας Βασίλειος αναδείχτηκε σε αληθινό
πατέρα, δίχως διάκριση για χριστιανούς,
εβραίους και εθνικούς. Έπεισε τους πλούσιους
να ανοίξουν τις αποθήκες τους για να
σιτίσουν τους φτωχούς, κατασκεύασε
καταυλισμούς για τους ασθενείς και τους
εξαθλιωμένους, διοργάνωσε εράνους και
συσσίτια και εργαζόταν άλλοτε ως γιατρός και
άλλοτε ως απλός εργάτης.
Ο ΜΕΓΑΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΩΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
Ο υποδειγματικός τρόπος
της πνευματικής εργασίας του δεν αργεί να
τον ανεβάσει στο θρόνο της αρχιεροσύνης.
Έτσι το 370 μ.Χ., μετά το θάνατο του
Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου
επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου
επισκόπου Ναζιανζού, ο Βασίλειος σε ηλικία
41 ετών εκλέγεται διάδοχός του στην
επισκοπική έδρα της Καισάρειας και
αναλαμβάνει λόγω του κύρους της
προσωπικότητάς του, την εξαρχία της
Αρχιεπισκοπής του Πόντου, παρά τις σφοδρές
αντιδράσεις των Αρειανών.
Με την υψηλή του
κατάρτιση στην Ορθόδοξη Πίστη και τον
ασκητικό, θαυμαστό του βίο, η φήμη του
Μεγάλου Βασιλείου εξαπλώθηκε με τον καιρό σε
όλη την Καππαδοκία. Με σταθερότητα και
γενναίο φρόνημα, ως αρχιερέας έκανε πολλούς
αγώνες για την Ορθόδοξη Πίστη. Με τους
ορθόδοξους λόγους που συνέγραψε,
κατακεραύνωσε τα φρονήματα των κακοδόξων.
Στους αγώνες του κατά του
Αρειανισμού, ως επίσκοπος πλέον,
συγκρούστηκε με την κρατική εξουσία που
θέλησε να επιβάλλει στην Εκκλησία τις
απόψεις του Αρείου. Αντιμετώπισε την
προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει
τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού).
Γι'
αυτό,
το
372 μ.Χ., ο
αυτοκράτορας
Ουάλης
έστειλε
τον
έπαρχο
Μόδεστο,
για
να
πείσει
τον
Άγιο
να
δεχθεί
τις
κακοδοξίες
των
αιρετικών.
Μάταια προσπάθησε να πείσει τον Μέγα
Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση
της περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια,
θάνατο. Ο Βασίλειος σε απάντηση δήλωσε, ότι
δεν φοβάται αφού περιουσία δεν είχε, παρά
μόνο λίγα παλιά ενδύματα και λίγα βιβλία,
εξορία δεν φοβάται, διότι η γη που κατοικεί
δεν είναι ιδιοκτησία του και στον κόσμο αυτό
είναι πάροικος και παρεπίδημος, τα
βασανιστήρια δεν τον πτοούν, διότι το
ασθενικό του σώμα δεν μπορεί να αντέξει σε
αυτά, το δε θάνατο θεωρεί ως ευεργέτη, διότι
αυτός θα τον οδηγήσει νωρίτερα κοντά στον
Θεό. Ο Μόδεστος εξεπλάγη από την πνευματική
γενναιοψυχία του Αγίου και επέστρεψε
άπρακτος. Ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας
Ουάλης, όταν ήλθε στην Καισάρεια και
αντιλήφθηκε το μεγαλείο του Βασιλείου, τον
άφησε ανενόχλητο στον επισκοπικό του θρόνο.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε την
μαρτυρία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
για τον Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν
Θεοφανείων. Πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τὸν ναό. Ἡ
ψαλμῳδία καὶ ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν
ἀγγελικὴ μᾶλλον, παρὰ ἀνθρώπινη. Καὶ ὁ Μέγας
Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος,
ἀκλινὴς κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ὄψη καὶ τὴν
διάνοια, «ἐστλωμένος τῷ Θεῷ καὶ τῷ βήματι».
Καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστὰ στὸ θέαμα
αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμα «κατεβροντήθη».
Στον αγώνα του κατά των Αρειανών διώχτηκε, συκοφαντήθηκε και
απειλήθηκε η ζωή του. Αντιμετώπισε, όμως,
τις δυσκολίες με σθένος και υπομονή.
Υπεράσπισε με θάρρος την Ορθοδοξία,
καταπλήσσοντας τον βασιλιά και τους
Αρειανούς. Στην περιφέρεια της
ποιμαντικής του ευθύνης είχε να
αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του
αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών,
μη ορθόδοξων, ομολογιών. Σε αυτό τον τομέα
έδρασε ως επίσκοπος οργανωτικά, αλλά και με
την αντιρρητική του γραμματεία. Μέσα από τις
επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που
κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο
ιερατείο, την καταπολέμηση της σιμωνίας των
επισκόπων, την πιστή εφαρμογή των ιερών
κανόνων από τους πιστούς καθώς και η
ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε έναντι των
αποκομμένων και περιθωριοποιημένων μελών της
Εκκλησίας. Ακόμα, αγωνίστηκε κατά της ηθικής
σήψεως και επέφερε σοφές μεταρρυθμίσεις στο
μοναχισμό. Οργάνωσε τις μοναστικές
κοινότητες και συνέταξε ασκητικά κείμενα.
Συμπαραστεκόταν πνευματικά και δυναμικά
στους πιστούς, όταν η κρατική εξουσία τους
αδικούσε. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει
τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού έξαρχου
ολόκληρου του ασιατικού θέματος της
Αυτοκρατορίας.
Στην Εκκλησία ο Μέγας
Βασίλειος ουσιαστικά αναλαμβάνει τα
πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο
οποίος γηραιός πλέον, αποσύρεται από την
ενεργό δράση. Εργάζεται συνεχώς για την
επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών
και υπερασπίζεται με σθένος το δογματικό
προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της
Νίκαιας.
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία
του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός
κοινωνικού φιλανθρωπικού συγκροτήματος, την
περίφημη "Βασιλειάδα", ένα τεράστιο
συγκρότημα με ευαγή Ιδρύματα, όπως
φτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο,
ξενοδοχείο, νοσοκομείο, σχολεία και ναό,
όπου βρήκαν τροφή και περίθαλψη χιλιάδες
πάσχοντες κάθε ηλικίας, γένους και φυλής.
Ένα ίδρυμα για την φροντίδα και ιατρική
περίθαλψη των φτωχών, αρρώστων και των
ξένων. Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική
του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο
κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των
ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η
"Βασιλειάδα" υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για
τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη
των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική
κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η
μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν
σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή
υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου
τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν
αληθινά χριστιανικό τρόπο.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Καταπονημένος από τη διαρκή εργασία ο
Μέγας Βασίλειος, εξαιτίας της ασθενικής
κράσεώς του και της αυστηρής ασκητικής ζωής
του (ορισμένες πηγές λένε από βαριά αρρώστια
του ήπατος ή των νεφρών),
αρρώστησε την 31
Δεκεμβρίου του 378 μ.Χ.,
λίγο μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα
Ουάλεντος.
Ο Μέγας Βασίλειος
εγκατέλειψε το φθαρτό και μάταιο αυτό
κόσμο την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ., σε
ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του βύθισε στο
πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο
το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής.
Όταν
πλησίαζε
η
ώρα
να
παραδώσει
την
αγία
του
ψυχή
στον
Θεό,
προσήλθαν στην κλίνη του όλοι σχεδόν οι
Χριστιανοί της πόλεως.
Εκείνος τους δίδασκε και τους ευλογούσε.
Προσευχόμενος στον Κύριο είπε:
«Εἰς χεῖρας Σου Κύριε, παραθήσομαι τὸ πνεῦμα
μου»,
και κοιμήθηκε.
Η κηδεία του έγινε με πρωτοφανείς εκδηλώσεις
τιμής και σεβασμού και συμμετείχαν μυριάδες
λαού και τόσος ήταν ο συνωστισμός, ώστε
πολλοί πέθαναν.
Η
Σύναξη
του
Μεγάλου Βασιλείου
τελούνταν
στο
ναό
της
Αγίας
Σοφίας (Μεγάλη
Εκκλησία).
Υπήρχε
ναὸς
αφιερωμένος
στον
Άγιο
Βασίλειο στο
παλάτι των
Βυζαντινών
αυτοκρατόρων
κατά
τον
10ο αιώνα
και
σε
αυτὸν
εκκλησιαζόταν
ο
αυτοκράτορας
την
1η
Ιανουαρίου
μέχρι της
απολύσεως
του
Ευαγγελίου.
Ο
αδελφός
του
Μεγάλου Βασιλείου,
Άγιος
Γρηγόριος
ο
Νύσσης,
τον
παραβάλλει
με
τα
πρόσωπα
της
Αγίας
Γραφής,
τον
Προφήτη
Ηλία
και
τον
Σαμουήλ,
τον
Απόστολο
Παύλο
και
τον
Ιωάννη
τον
Πρόδρομο.
Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Μεγίστης
Λαύρας Αγίου Όρους.
Η δεξιά βρίσκεται στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως
Θεοτόκου Ν. Φιλαδελφείας Αττικής.
Μέρος της δεξιάς βρίσκεται στη Μονή Ιβήρων
Αγίου Όρους.
Μέρη χειρός βρίσκονται στην Ιερά Σύνοδο της
Εκκλησίας της Ελλάδος και στη Μονή
Παναχράντου Άνδρου.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου
βρίσκονται στις Μονές Ιβήρων, Διονυσίου (δύο),
Παντοκράτορος (τρία) και Αγ. Παύλου Αγίου
Όρους, Αγ. Θεοδοσίου Άργους, Κύκκου Κύπρου,
στη Λαύρα Αγ. Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας
Πετρουπόλεως και στο Ναό του Αγ. Γεωργίου
των Ελλήνων Βενετίας.
Το τεράστιο πνευματικό, θεολογικό και
δογματικό του έργο καθώς και η λειτουργική
και πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση, είναι
η μεγάλη παρακαταθήκη και ιερή κληρονομιά
που μας άφησε. Η μνήμη του τιμάται
από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1ην
Ιανουαρίου.
Από το 1081 μ.Χ. ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Μαυρόπους θέσπισε
έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών,
Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη του
Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις
30 Ιανουαρίου, ως προστατών των γραμμάτων
και της παιδείας.
Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον
Επιτάφιο για τον καλό και Μέγα φίλο του Άγιο
Βασίλειο, αποδίδει σ' αυτόν, με την ποιητική
και βαθιά στοχαστική ματιά του, το
χαρακτηρισμό "παιδαγωγός της νεότητος".
|
Ο
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ
Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης,
ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει
πέρασε κοντά από την Καισάρεια. Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τον από την
Αθήνα όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός
απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους
κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους
υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λιβάδι. Ο Άγιος
Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε «εμείς, βασιλιά ότι
μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από
κείνο που τρως». Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και διέταξε
να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε
επιστρέφοντας για την Κωνσταντινουπολη.
Επίσης απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την
πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο
θα τον ανταμείψει όπως πρέπει.
Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε
στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το
αποθηκεύσουν κάπου έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του
το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.
Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο
άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες να προσευχηθούν
και να νηστεύσουν τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της
Καισαρείας όπου στη μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας
Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια
στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η
Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν
τον Μερκούριο για να φονεύσει τον Ιουλιανό, τον εχθρό του Υιού της. Έπειτα
είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των
Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν
προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν γραμμένη όλη
η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή του βιβλίου ήταν
η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση
του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος
ξύπνησε.
Το νόημα της οπτασίας του
βιβλίου, ήταν ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον
του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον
ήλιο, την σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα. Όταν όμως,
έμελλε να γράψει και για την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον
Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη
γη και πήγε στους ουρανούς να συναντήσει τον Κύριο του που με δύναμη
αγάπησε και που γι' Αυτόν μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα που έζησε έπραξε
τόσα πολλά και τόσο μεγάλα. Το έργο του συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο
Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που έγραψε για την έβδομη ημέρα της
πλάσεως του ανθρώπου.
Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία,
πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος
Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που
φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του
Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να
τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων Ιουλιανός φονεύθηκε.
Πράγματι ο Ιουλιανός σκοτώθηκε άδοξα σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες
και έτσι δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια.
Βλέποντας το θαύμα οι
Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω
την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως
αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, έδωσε εντολή
από τα μαζεμένα χρυσαφικά τα μισά να δοθούν στους φτωχούς, ένα μικρό μέρος
κράτησε για τις ανάγκες των ιδρυμάτων της "Βασιλειάδας", και τα υπόλοιπα τα
μοίρασε στους κατοίκους με ένα πρωτότυπο τρόπο. Έδωσε εντολή να ζυμώσουν
ψωμιά και σε κάθε ψωμί, έβαλε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό μέσα, κατόπιν τα
μοίρασε στα σπίτια, έτσι τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά όλο και κάτι
έβρισκαν μέσα. Έτσι, γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε βασιλόπιτα.
Ο
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΟΥΑΛΗΣ
Μετά τον Ιουλιανό τον παραβάτη,
βασίλευσε ο θεοσεβής Ιοβιανός μόνο για ένα χρόνο και κατόπιν τη βασιλεία
παρέλαβαν ο Ουαλεντιανός και ο αδελφός του Ουάλης που ήταν αιρετικός, οπαδός
του Αρειανισμού και διώκτης των Ορθοδόξων Χριστιανών. Ο Ουάλης αφού πήρε με
το μέρος του όλους τους επισκόπους, θέλησε να κάμψει και τον Μέγα Βασίλειο
που έμαθε ότι ήταν ανένδοτος. Έστειλε δύο δικούς του ανθρώπους, οι οποίοι με
απειλές προσπάθησαν να αποδεχθεί ο Άγιος τις αιρετικές και βλάσφημες
δοξασίες του Αρείου. Ο ένας, μάλιστα ο άρχοντας Μόδεστος αφού γύρισε άπραγος
στον βασιλιά του είπε ότι, ευκολότερο είναι να μαλακώσει κανείς το σίδηρο
παρά την γνώμη του Βασιλείου. Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς Ουάλης θέλησε να
πάει ο ίδιος στον Μέγα Βασίλειο. Αυτό και έκανε. Ήταν η μεγάλη εορτή των
Θεοφανείων, όταν έφθασε ο βασιλιάς στον Ναό. Εκεί είδε την τάξη και την
ησυχία των Χριστιανών που παρακολουθούσαν, τον Άγιο Βασίλειο να τους
διδάσκει, σεμνός, απέριττος, με λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία και χάρη του Αγίου
Πνεύματος. Ο βασιλιάς έδειξε να μετανιώνει κι αφού μίλησε με τον Άγιο,
έφυγε.
Οι Αρειανοί
Αρχιερείς, όμως και πάλι μετέβαλαν τη γνώμη του βασιλιά και τον έπεισαν να
εξορίσει τον Άγιο. Όρισε τότε ο βασιλιάς να συντάξουν ένα κείμενο με την
απόφαση της εξορίας του Αγίου. ‘Ομως, βλέποντας ότι το χέρι εκείνου που θα
έγραφε την απόφαση της εξορίας, ξεράθηκε και το ίδιο του το παιδί αρρώστησε
βαριά, κάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί. Και κείνος μόνο που είδε το παιδί το
ίασε. Και τον Μόδεστο, ακόμη γιάτρευσε που και κείνος κινδύνευε να πεθάνει.
Αυτά είδε ο βασιλιάς και γύρισε στο θρόνο του.
Ο βασιλιάς Ουάλης αργότερα,
θέλησε να χωρίσει την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επαρχίες, με έδρα την
Καισάρεια στη μία και τα Τύανα στην άλλη. Οι επίσκοποι αιρετικοί όπως ήταν
βρήκαν ευκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικούσαν με τον Άγιο Βασίλειο να
χωρίσουν και τις Μητροπόλεις σε δύο, ορίζοντας δικό τους Μητροπολίτη στα
Τύανα. Τότε ο Άγιος με ταπείνωση τους είπε ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωση
να ακολουθεί την βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία, ούτε είναι πρέπον
να χωρίζουν οι Μητροπολίτες, οι μιμητές του Χριστού επειδή χώρισαν οι
έπαρχοι. Δεν τον άκουσαν όμως οι επίσκοποι και όρισαν Μητροπολίτη Τυάνων
κάποιον Άνθιμον. Κι όχι μόνο αυτό αλλά έκλεψαν και κάποια κτήματα του Ναού
του Αγίου Ορέστου που ήταν στη δικαιοδοσία του Αγίου Βασιλείου. Ο Άγιος ως
μιμητής Χριστού, ειρήνευσε και αρκέσθηκε στην επαρχία της Καισαρείας.
Βλέποντας ο Θεός την υπομονή του, σύντομα τιμώρησε τον Μητροπολίτη Τυάνων
Άνθιμον και ενώθηκαν και πάλι οι επαρχίες. Τότε είναι καθώς λένε ότι
χειροτόνησε ο Άγιος Βασίλειος τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο Επίσκοπο στα
Σάσιμα.
Αργότερα πάλι, με περίσσιο
θράσος οι Αρειανοί επίσκοποι και με την άδεια του βασιλιά Ουάλη εκδίωξαν τον
Ορθόδοξο Αρχιερέα της Νίκαιας και τους Χριστιανούς της πόλης και κατέλαβαν
τον Μητροπολιτικό Ναό. Τότε έδρασε γι' άλλη μια φορά ο Μέγας αυτός Άγιος της
Εκκλησίας μας και αφού πήρε την άδεια του βασιλιά να διευθετήσει όπως αυτός
ήθελε με τον τρόπο του, αρκεί να είναι δίκαιος και για τα δύο μέρη, έφθασε
στη Νίκαια και είπε να σφραγίσουν τον Ναό και οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί
και αφού προσευχηθούν πρώτα οι οπαδοί του Αρείου, εάν ανοίξουν οι πύλες να
πάρουν αυτοί τον Ναό, εάν όμως όχι να προσευχηθούν οι Ορθόδοξοι και εάν
ανοίξουν οι πύλες να τους δοθεί και πάλι ο Ναός εάν όχι να πάει στους
Αρειανούς. Συμφώνησαν όλοι και περισσότερο οι Αρειανοί αφού πλεονεκτούσαν
στη περίπτωση που δεν άνοιγαν οι πύλες. Έτσι κι έγινε. Προσευχήθηκαν πρώτα
οι Αρειανοί, για τρεις ημέρες. Πώς να τους ακούσει ο Υιός του Θεού, όταν
αυτοί τον υβρίζουν; Οι πύλες και βέβαια έμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν
οι Ορθόδοξοι με τον Άγιο Βασίλειο στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος
Διομήδους, που ήταν κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος
με όλο το πλήθος των Ορθοδόξων Χριστιανών πήγαν στο Μητροπολιτικό Ναό και
όταν ακούσθηκε ο Μέγας Βασίλειος να λέει «Ευλογητός ο Θεός των Χριστιανών
εις τους αιώνας των αιώνων», έσπασαν οι μοχλοί και οι κλειδαριές και οι
πύλες άνοιξαν. Μετά από αυτό το θαύμα ο Ναός επανήλθε στους Ορθοδόξους και
πολλοί από τους πιστούς του Αρείου έγιναν Ορθόδοξοι.
Ο
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ
Μαθαίνοντας ο Όσιος Εφραίμ ο
Σύρος, τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει
ποιος είναι ο Άγιος. Είδε τότε στήλη πυρός που έφθανε μέχρι τον ουρανό και
άκουσε μια φωνή να λέει «Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πυρίνην ταύτην στήλην,
τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος». Τότε γρήγορα έφυγε από την έρημο
παίρνοντας μαζί του ένα διερμηνέα που να μιλάει την Ελληνική και Συριακή
γλώσσα και πήγε να βρει τον Άγιο Βασίλειο. Έφθασε την ημέρα της εορτής των
Θεοφανείων, όταν την ώρα εκείνη λειτουργούσε ο Μέγας Βασίλειος και βλέποντας
ο Όσιος Εφραίμ τα λαμπρά και πολύτιμα άμφια τα οποία φορούσε ο Άγιος
Βασίλειος, θέλησε να φύγει γιατί νόμιζε ότι μάταια πήγε. Τότε έστειλε, ο
Άγιος Βασίλειος ένα διάκονο να βρει στη δυτική πύλη τον Όσιο Εφραίμ και να
τον φέρει στο ιερό. Ο Όσιος δεν θέλησε να πάει λέγοντας στον διάκονο, ότι
μάλλον πλανήθηκε ο Αρχιερέας, γιατί αυτοί είναι ξένοι. Έστειλε πάλι τον
διάκονο ο Άγιος Βασίλειος λέγοντας του να του πει «Κύριε Εφραίμ, ελθέ εις το
Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε έτσι ο Όσιος ότι στήλη
πυρός ήταν ο Μέγας Βασίλειος και πήγε στο Άγιο Βήμα και αφού τον ασπάσθηκε
συνομίλησε μαζί του για πνευματικά θέματα και θεία νοήματα.
Μια χάρη σου ζητώ, Άγιε Δέσποτα
του είπε μέσω του διερμηνέα του ο Όσιος Εφραίμ, να προσευχηθείς στον Κύριο
μας να μου χαρίσει το ΠανΆγιο Πνεύμα την δύναμη να μιλήσω Ελληνικά.
Προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος μαζί με τον Όσιο Εφραίμ και να το θαύμα. Ο
Όσιος πραγματικά μίλησε Ελληνικά. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος εχειροτόνησε τον
Όσιο Εφραίμ Ιερέα και τον διερμηνέα του Διάκονο.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Όταν κάποτε παρατήρησε τον
τοπικό άρχοντα για μία αδικία που έκανε σε μια χήρα γυναίκα, κι αφού ο
άρχοντας δεν συμμορφώθηκε, αναγκάσθηκε ο Άγιος να του πει, ότι όπως έμενε
ασυγκίνητος στις εκκλήσεις αυτής της αδικημένης γυναίκας έτσι κάποιοι θα
μένουν ασυγκίνητοι όταν αυτός ο ίδιος θα έχει την ανάγκη τους. Έτσι έγινε
όταν ο βασιλιάς του έδειξε την οργή του, οδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οι
στρατιώτες του στις πόλεις για να πληρώσει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε
κατάλαβε την πρόρρηση του Αγίου και παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και τον
Θεό να τον λυπηθεί. Ο αμνησίκακος Άγιος προσευχόμενος στον Θεό και μόνο με
την ευχή του ηρέμησε το βασιλιά και μετά από έξι μέρες αφ' ότου ο δυστυχής
άρχοντας παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο έφθασε γράμμα από το βασιλιά όπου τον
ελευθέρωνε. Μ' αυτό τον τρόπο συνετίσθηκε ο άρχοντας κι αναγνώρισε την
καλωσύνη του Αγίου τον οποίο κι ευχαρίστησε. Και στη γυναίκα που είχε
αδικήσει έδωσε διπλάσιο το ποσό.
Προς το τέλος της επίγειας
πορείας του, καθώς μετέβαινε στην Εκκλησία, μία αμαρτωλή γυναίκα έπεσε στα
πόδια του ρίχνοντας ένα γράμμα στο οποίο έγραψε τις αμαρτίες της, γιατί
ντρεπόταν η ίδια να τις ξεστομίσει και κλαίγοντας παρακαλούσε τον Άγιο να το
διαβάσει και να συγχωρήσει τις αμαρτίες της. Ο Άγιος την παρηγόρησε, και
είπε ότι μόνο ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, όπως ήταν,
κρατούσε το γράμμα σ' όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στο τέλος
κάλεσε τη γυναίκα και της επέστρεψε το γράμμα. Εκείνη μόλις το άνοιξε δεν
βρήκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ένα σημείο όπου αναφέρει ένα θανάσιμο
αμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τον παρακαλούσε να την λυπηθεί και να
προσευχηθεί και πάλι στο Θεό να τη συγχωρήσει. Ο Άγιος Βασίλειος τότε της
είπε να πάει αμέσως στην έρημο να βρει τον Όσιο Εφραίμ και να δεηθεί αυτός,
στον Θεό για το αμάρτημα της. Η γυναίκα χωρίς να χρονοτριβήσει με την ευχή
του Αγίου πήγε αμέσως στην έρημο. Εκεί βρήκε τον Όσιο Εφραίμ κι αφού του
διηγήθηκε την ιστορία της, τον παρακάλεσε θερμά.
Ο Όσιος όμως της αρνήθηκε,
λέγοντας της να πάει στον Άγιο Βασίλειο όπου οι δικές του δεήσεις έσβησαν
τις αμαρτίες της έτσι αυτός πάλι μπορεί να δεηθεί στον Κύριο και για τη μία
αμαρτία που έμεινε. Να το κάνει σύντομα όμως γιατί ο Άγιος σε λίγο πεθαίνει.
Εκείνη μόλις το άκουσε έφυγε τρέχοντας να προλάβει ζωντανό τον Άγιο. Όταν
έφθασε, όμως η δύστυχη βρήκε το φέρετρο του και πλήθος κόσμου πάνω του.
Έκλαιγε και φώναζε, ρίχνοντας το γράμμα στα πόδια του Αγίου είπε σε όλους
την ιστορία. Κλαίγοντας έλεγε ότι ο Άγιος μπορούσε να δεηθεί και γι' αυτή
την αμαρτία αλλά την έστειλε σε άλλον. Ένας Ιερέας τότε θέλησε να δει στο
γράμμα για ποια αμαρτία μιλούσε η γυναίκα. Και τότε να το θαύμα. Δεν υπήρχε
στο γράμμα τίποτε γραμμένο.
Κατά την τελευταία μέρα πάλι
της ζωής του ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος έκανε Χριστιανό τον Εβραίο γιατρό
και φίλο του Ιωσήφ καθώς και όλη του την οικογένεια με θαυμαστό τρόπο. Αφού
ο γιατρός τον επισκέφθηκε, ρώτησε ο Άγιος να του πει πόσες ώρες του μένουν.
Αυτός πιάνοντας τον σφυγμό του, του είπε ότι μένουν λίγες ώρες, κι ότι στη
δύση του ηλίου θα πεθάνει. Ο Άγιος τότε του είπε ότι αν ζήσει μέχρι την
επόμενη ημέρα τι θα κάνει. Ο Ιωσήφ του είπε ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο να
πεθάνει ο ίδιος. Καλά το λες του είπε ο Άγιος να πεθάνεις την αμαρτία και να
ζήσεις εν Χριστώ. Δέχθηκε ο Ιωσήφ γιατί ήταν αδύνατο με τους φυσικούς νόμους
να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όταν έφυγε ο Εβραίος, προσευχήθηκε ο Άγιος
Βασίλειος στον Θεό να του παρατείνει τη ζωή και για να δώσει την πραγματική
ζωή στο φίλο του Ιωσήφ και στην οικογένεια του και για να προλάβει να έρθει
εκείνη η δυστυχισμένη γυναίκα, που έστειλε στην έρημο στον Όσιο Εφραίμ. Ο
Θεός άκουσε τη δέηση του αγαπημένου δούλου του. Την επόμενη ημέρα το πρωΐ
ζήτησε να του φέρουν τον Εβραίο γιατρό. Εκείνος αμέσως πήγε στο σπίτι του
Αγίου νομίζοντας ότι θα τον βρει νεκρό. Βλέποντας όμως ότι ο Άγιος Βασίλειος
ήταν ζωντανός χωρίς καν σφυγμό και ζωή στις φλέβες του έπεσε στα πόδια του
κι αναγνώρισε τον αληθινό Θεό και Σωτήρα Ιησού Χριστό. Σε λίγο ο ίδιος ο
Άγιος βάπτισε τον Ιωσήφ με το όνομα Ιωάννη και όλη του την οικογένεια. Γύρω στις δέκα ρώτησε πάλι ο
Άγιος τον φίλο του «Κύριε Ιωάννη πότε θα πεθάνω;» κι εκείνος του απάντησε
«όταν ορίσεις εσύ Δέσποτα»
Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Κατανοώντας ο Άγιος Βασίλειος
τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί και στον κλήρο και στο λαό, να
παρακολουθήσουν την μακρά Θεία Λειτουργία και τις ευχές προς τον Θεό, στην
όλη ακολουθία του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, παρακάλεσε τον Κύριο με
νηστεία και προσευχή να του φανερώσει τον τρόπο να βοηθήσει τους πιστούς. Ο
τρόπος, θαυμαστός, όπως μόνο σε έναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα και Άγιο της
Εκκλησίας θα ταίριαζε. Σε οπτασία, λοιπόν, είδε ο Άγιος, ο σοφότατος
Βασίλειος, τον Κύριο με τους Αποστόλους, να τελεί την Θεία Μυσταγωγία,
λέγοντας τις ευχές όχι όπως ακριβώς είναι γραμμένες στη Θεία λειτουργία του αδελφοθέου Ιακώβου, αλλά συντετμημένες με τέτοιο τρόπο, όπως τις συνέθεσε
κατόπιν ο Άγιος στη Θεία Λειτουργία του.
Ο
ΕΥΛΑΒΗΣ ΙΕΡΕΑΣ, Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Κάποιος ευλαβής
Ιερεύς, σύγχρονος του Μ. Βασιλείου, λόγω κάποιων περιστάσεων μπήκε σε χρέη
και τα χρέη αυτά συν τω χρόνο αυξήθηκαν και οι πιστωτές τον ενοχλούν για τον
χρέος του. Αυτό τον ανάγκασε να στραφεί και να ζητήσει βοήθεια σε κάποιον
κοντινό και γνωστό του έμπορο, ο οποίος, εισακούοντας τον αίτημά του, του
έδωσε 500 χρυσά νομίσματα με τα όποια ο ιερεύς ξεπλήρωσε τον χρέος του. Προς
ικανοποίηση του έμπορου ο ιερεύς του υποσχέθηκε να μνημονεύει τον όνομά του
και τον όνομα των συγγενών του υπέρ υγείας και υπέρ αναπαύσεως στην
Προσκομιδή για όλη του τη ζωή.
Ο
έμπορος υπολόγιζε ότι ο ιερεύς θα ζούσε πολλά χρόνια και θα προσευχόταν γι'
αυτόν και τους συγγενείς του σε κάθε Λειτουργία και μ' αυτόν θα τον
ικανοποιούσε για τα χρήματα που του είχε δώσει.
Ο
ιερεύς κατάφερε να τελέσει μόνο μία Λειτουργία στην οποία μνημόνευσε τον
ευεργέτη του και τους συγγενείς του. Σύντομα μετά απ' αυτόν αρρώστησε και
ύστερα από μια μακρά ασθένεια πέθανε. Ο έμπορος, μαθαίνοντας τον τέλος του
Ιερέως, παρά πολύ λυπήθηκε και θλιβόταν για την απώλεια των χρημάτων του,
αφού μόνο μια λειτουργία τελέσθηκε από τον ιερέα, πράγμα που δεν τον
περίμενε. Εκείνος υπολόγιζε στην μακροχρόνια ζωή του ιερέως και γι' αυτόν
του έδωσε τα 500 νομίσματα. Άρχισε λοιπόν να ενοχλεί την πρεσβυτέρα του
κομισθέντος, για να του επιστρέψει τα χρήματα, κρατώντας τα χρήματα μόνο για
μία Λειτουργία.
Η
πρεσβυτέρα του απάντησε ότι χρήματα δεν έχει, κι αν υπήρχαν κάποια, τα
ξόδεψε κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του ιερέως και τώρα τίποτε δεν είχε
απομείνει. Ο έμπορος, χωρίς να δίνει προσοχή στα λόγια της πρεσβυτέρας,
απαιτούσε επίμονα τα χρήματά του, απειλώντας με δικαστήρια. Τότε εκείνη
απευθύνθηκε στον Μ. Βασίλειο και του διηγήθηκε τι της είχε συμβεί. Αφού την
άκουσε ο Άγιος, της είπε: «Εγώ αύριο θα τελέσω τη Θεία Λειτουργία. Ελάτε σε
μένα μαζί με τον έμπορο και μια ζυγαριά. Θα ζυγίσουμε μία μερίδα πού θα
βγάλω από τον πρόσφορο υπέρ υγείας και σωτηρίας των συγγενών του. Όσο θα
ζυγίζεται η μερίδα στην ζυγαριά, τόσο χρυσάφι θα προσθέτει ο έμπορος στον
άλλο δίσκο της ζυγαριάς και μ' αυτόν τον χρυσάφι θα σε πληρώσει για τη μία
Λειτουργία πού τέλεσε ο κοιμηθείς Ιερεύς».
Η
πρεσβυτέρα πήγε στον έμπορο και του μετέφερε τα λόγια του Αγίου Βασιλείου. Ο
έμπορος χάρηκε και τον πρωΐ πήγε στον ναό, παίρνοντας μαζί του τη ζυγαριά
και κάμποσο χρυσάφι.
Ο
Άγιος Βασίλειος, τελώντας την προσκομιδή, έβγαλε μία μερίδα υπέρ υγείας και
σωτηρίας των δούλων του Θεού και την απόθεσε στην ζυγαριά. Και πρόσταξε τον
έμπορο να βάλει χρυσάφι στον άλλο δίσκο της. Μα όσο χρυσάφι κι αν έβαζε ο
έμπορος, η μια μικρή μερίδα όλο και βάραινε και όσο περισσότερο χρυσάφι
έβαζε, τόσο χαμηλότερα και χαμηλότερα έπεφτε ο δίσκος στον όποιο είχε
αποτεθεί η μερίδα πού είχε βγάλει ο Μέγας Βασίλειος απομείνει τον πρόσφορο
κατά την προσκομιδή.
Ο
έμπορος βλέποντας τον μεγάλο θαύμα της Θείας Χάριτος ένιωσε φόβο και
κατάνυξη. Αμέσως ζήτησε συγγνώμη από τον Άγιο Βασίλειο και από την
πρεσβυτέρα του ενοχλούν Κυρίω κομισθέντος ιερέως και δεν απαίτησε πλέον
χρήματα.
|