ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ |
ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΣ |
Πρώτος ο επίσκοπος Αλεξανδρείας καταδίκασε τον Άρειο, αλλά ο τελευταίος βρήκε υποστήριξη στους φίλους και συμμαθητές του Λουκιανού, του επισκόπου Αντιοχείας. Τη διδασκαλία του την αποδέχτηκαν ο επίσκοπος Νικομηδείας Ευσέβιος και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας. Ο αιρεσιάρχης έγραψε το μακροσκελές ποίημα με τίτλο «Θάλεια», του οποίου αποσπάσματα διέσωσε ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας. Ο αρειανισμός κατέκτησε σημαντικά στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας. Όταν το 324 ο Μέγας Κωνσταντίνος νίκησε το Λικίνιο, η επιρροή του Αρείου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το πρώτο βήμα του αυτοκράτορα ήταν να προσπαθήσει να εξομαλύνει τις εκκλησιαστικές έριδες μέσω της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι θέσεις αυτές καταδικάστηκαν τελικά από την Α΄ και Β΄ Οικουμενική σύνοδο.
Προέλευση
Ο Άρειος ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος πρωτοπρεσβύτερος της Αλεξανδρινής εκκλησίας με μεγάλη επιρροή στην τοπική εκκλησία. Σύντομα όμως περιήλθε σε ρήξη με τοπικούς κληρικούς λόγω διαφοροποιήσεων σε βασικές θεολογούμενες έννοιες οι οποίες κυρίως αφορούσαν την σχέση Πατέρα-Λόγου. Ο Άρειος κατά κύριο λόγο υποστήριξε την μοναρχία του Πατέρα και την κατωτερότητα του Λόγου, ο οποίος ήταν ένα απλό κτίσμα, ανώτερος μεν από τους ανθρώπους, μη μετέχοντας και μη γνωρίζοντας, της Θείας Ουσίας. Ο ίδιος σαφώς επηρεασμένος από αριστοτελική φιλοσοφία και τη θεολογική προσέγγιση του Λουκιανού του Αποσυναγώγου και συμμεριζόμενος απόψεις που εξέφρασε ο Ωριγένης περί της υποστάσεως του Λόγου, χρησιμοποίησε μια σύνθεση των δύο προτάσεων για τη σχέση Πατρός-Υιού, δημιουργώντας ένα νέο ρεύμα και μια νέα πρόταση περί της θειότητας του Λόγου. Οι αντιλήψεις αυτές δεν απηχούσαν στο πλήθος της τοπικής εκκλησίας, ούτε στην πλειοψηφία του ιερού εκκλησιαστικού σώματος, ούτε ακόμα και τις απόψεις του Λουκιανού, παρότι βρήκε ευρεία απήχηση ανάμεσα σε κληρικούς που ήσαν επηρεασμένοι από τις απόψεις του, αλλά και αργότερα σε πλήθος λαού στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αν και η μεγαλύτερη απήχηση προήλθε από τα γερμανικά φύλλα των Γότθων.
Ο Άρειος ανέπτυξε μια τριαδολογική θέση σε συνέχεια της προβληματικής που είχε αναπτυχθεί κατά τον 2ο και 3ο αιώνα περί της σχέσης Πατέρα και Λόγου. Στην πραγματικότητα όμως η έριδα στην τοπική εκκλησία της Αιγύπτου, ήταν και ο κύριος λόγος, όπως σήμερα ερμηνεύεται, της απόσχισής του από την τοπική εκκλησία, καθώς οι απόψεις του δεν φαίνονταν σταθερές από την αρχή της διαμάχης, δεχόμενες σημαντικές προσαυξήσεις μέχρι κι την καταδίκη από την Οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας Η Αρειανή διαμάχη υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες και σφοδρότερες εκκλησιαστικές διενέξεις, με πολιτικές προεκτάσεις, η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά το έναυσμα για το σαφή εννοιολογικό προσδιορισμό της σχέσης μεταξύ των τριών προσώπων Πατέρα-Υιού-Αγίου Πνεύματος, όπως αυτή μέσα από τα βαπτιστήρια σύμβολα και την απόκρουση δοξασιών της εποχής (Μοντανισμός, Γνωστικισμός, Μοναρχιανισμός, Μανιχαϊσμός), είχε αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται. Η διάρκεια της διαμάχης κράτησε περισσότερο από 3 αιώνες.
Η διδασκαλία του Αρείου διαφοροποιούνταν από την ορθόδοξη διδασκαλία, τόσο περί τριαδικότητος του Θεού, όσο και την θειότητα του Υιού ως Λόγου, αφού θεολογούσε περί δύο Λόγων, ενός του ενδιαθέτου και προφορικού «ως κτίσμα εκ του μη όντος, προ του χρόνου και των αιώνων, δημιουργηθείς τη βουλήσει του Θεού και ουχί της ουσίας Του» και ενός δευτέρου που «ο Θεός εγέννησεν προ των αιώνων...εκ του μηδενός». Επίσης, ο Άρειος αμφισβητούσε την υπόσταση του Υιού θεωρώντας πως ο Ιησούς Χριστός δεν είχε λογική ψυχή, αφού ο Λόγος ήταν αυτός που κατέλαβε τη θέση αυτής, ήταν δηλαδή «άψυχο» σώμα. Στην πραγματικότητα, οι αποκλίσεις του Αρείου δέχθηκαν μια συστηματική αύξηση μέχρι την Α΄Οικουμενική σύνοδο, η οποία δεν εμφανιζόταν πριν τις έριδες. Οι σαφείς θέσεις του Αρείου αναφέρονται στην προς Νικομηδείας Ευσέβιο επιστολή του, και είναι:
Η θεμελιώδης ιδέα είναι ότι ο Θεός είναι «ένας και μοναδικός» (Μοναρχιανισμός), σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αρείου ο μόνος Θεός και Πατέρας είναι «μόνος», «μονάς» και μάλιστα «ἄναρχος μονώτατος». Ο Υιός δεν είναι «κατά φύση» και «κατ'ουσίαν» αληθινός Θεός, αφού είναι «εν χρόνω» δημιούργημα του Θεού. Αν και ο Υιός θεωρούνταν κτίσμα, εντούτοις τού αποδιδόταν ειδική Θειότητα. Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι «συνάναρχος» και «συναΐδιος» προς τον Πατέρα, γι'αυτό και Πατήρ δεν ήταν πατέρας πριν δημιουργήσει τον Υιό. Μάλιστα ο ίδιος δεχόταν μόνο ένα Θεό, «αγέννητο», «άναρχο» και η γέννηση του Υιού δε μείωνε την απόλυτη μοναρχία του Πατρός. Ο Υιός είναι «κτίσμα Θεού τέλειον, αλλ'ούχ ως εν των κτισμάτων, γέννημα, αλλ'ουχ εκ των γέννημάτων». Ουσιαστικά υποστηρίζει οτι Υιός γεννήθηκε «άμεσα» από τη θέληση του Πατρός, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα δια του Υιού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν «τρεπτός» και «αλλοιωτός» κατά τη φύση του, αλλά κατέστη «άτρεπτος» και «αναλλοίωτος», «θελήσει» του Θεού, αφού η κατά πρόγνωσιν δωρεά από το Θεό, τον κατέστησε «ιδίω θελήματι άτρεπτον και αναλλοίωτον», χωρίς όμως να μετέχει της ουσίας του Θεού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού συνδέθηκε με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού-Πατρός για την δημιουργία των πάντων δι' αυτού, δημιουργώντας το υποταγμένο σε αυτόν Άγιο Πνεύμα. Παρόλα αυτά παρέμεινε ασαφής η πλήρης σχέση Υιού και Λόγου, με τις ανυπόστατες δυνάμεις του Λόγου και της Σοφίας, που ήταν αχώριστες της «Θείας ουσίας». Γι'αυτό το λόγο, ο «απερινόητος» Θεός ήταν αδύνατο να δημιουργήσει ένα υλικό κόσμο από την άμεση δημιουργική του ενέργεια, εξού και έθεσε τον Υιό και Λόγο Του, μέσο της θέλησής Του. Ο κτιστός Υιός του Θεού προσέλαβε ως Χριστός «εν χρόνω», όχι όλη την ανθρώπινη φύση του, αλλά μόνο ανθρώπινο σώμα, χωρίς ψυχή, αφού τη θέση της ψυχής την κατέλαβε ο κτιστός Λόγος. Άρα με βάση αυτή τη διδασκαλία ο Χριστός δεν ήταν κατά φύσιν Θεός κατά το Μέγα Αθανάσιο και τους ακολούθους της εν Νικαία συνόδου και δεν ήταν Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους, αλλά ένας χαρισματικός διδάσκαλος. Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν μια μέση ύπαρξη μεταξύ του «άναρχου» Θεού και του κόσμου. Ο Άρειος συνέδεε τον Υιό και Λόγο προς τις «απρόσωπες» και «ανυπόστατες» δυνάμεις του Θεού, χωρίς να δέχεται την και την ταύτιση με τη «Θεία ουσία». Βέβαια η συσχέτιση «απρόσωπης» δυνάμεως της «Σοφίας» προς τη δημιουργία του Λόγου, είναι δυσχερής στον «Αρειανισμό». Όσον αφορά το άγιο Πνεύμα, ο Άρειος πίστευε ότι ήταν πρόσωπο αλλά κατώτερο και από τον Πατέρα και από τον Υιό. Ο Άρειος πίστευε στη θεϊκή τριάδα, η οποία όμως δεν ήταν αιώνια αλλά σχηματίστηκε σταδιακά: ο Θεός ήταν αρχικά η αιώνια «μονάδα», η «δυάδα» ήρθε σε ύπαρξη όταν γεννήθηκε ο Υιός και η «τριάδα» υπήρξε όταν παράχθηκε το Πνεύμα, δηλαδή η σοφία του Θεού. Ο Άρειος δίδασκε πως Ουσία σημαίνει κατ'ανάγκη, ενώ ενέργεια κατά βούληση, κάτι που ορθόδοξη θεολογία απορρίπτει.
Η διδασκαλία του Αρείου αποτελούσε μέρος της ευρύτερης προβληματικής σχετικά με την θειότητα του Υιού και τη σχέση με το Πατέρα που απασχολούσε τις χριστιανικές εκκλησίες κατά τον 2ο και 3ο αιώνα. Ο Άρειος όμως ουσιαστικά συνέδεσε τα ακραία στοιχεία της αντιοχειανής θεολογίας, με βάση την Αλεξανδρινή-Ωριγενιστική ερμηνευτική θεολογία. Δηλαδή τη διάκριση Υιού από το Λόγο του Θεού, με τάσεις αποδοχής ως «απρόσωπη» και «ανυπόστατη» δύναμη του Θεού (Αντιοχειανή) και την υποταγή του Υιού προς το Λόγο, που ταύτιζε η Αλεξανδρινή. Και πράγματι, ενώ η αλεξανδρινή θεολογία απέφευγε τον χωρισμό του Λόγου από τον Υιό, η αντειοχιανή θεολογία επέμενε σε μια διαίρεση του Λόγου προς τον Υιό. Τελικά η νέα αυτή δογματική αντίληψη, αλλοίωσε και τις δύο θεολογικές προσεγγίσεις προβάλλοντας αυτή τη διάκριση στην αρχή του χρόνου. Έτσι, ο Αρειανισμός αποτέλεσε μια σύνθεση της αντειοχειανής και αλεξανδρινής θεολογικής ερμηνευτικής θεολογίας, με έμφαση στην ερμηνευτική του Λουκιανού του Αποσυναγώγου, παρότι ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε υπέρμαχος αυτών των απόψεων, αφού το προτεινόμενο σύμβολό του, δεν περιείχε παρόμοιες ακραίες θέσεις. Ο συνθετικός δε χαρακτήρας της θεολογικής προσέγγισης ήταν και ο λόγος πιθανότατα, της ευρείας απήχησης που βρήκε, περιλαμβανομένων και χριστιανών που αποδέχονταν τις θέσεις του Λουκιανού και του Ωριγένη. Τo σημείo στo οποίo επικεντρώθηκε η απολογητική τακτική των Πατέρων και βάση η οποία προσπάθησαν να καταρρίψουν την Αρειανική θεολογία, ήταν πέρα από την αγιογραφική θεμελίωση των εμφανίσεων του Λόγου στην Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη, τα σημεία στα οποία περιέπεσαν σε αντιφάσεις. Εν αρχή «Ενώ οι Αρειανοί ετόνιζον τόσον πολύ το κατά πάντα άγνωστον της ουσίας του Θεού, ώστε να μη την γνωρίζη ούτε ο προ των αιώνων γεννηθείς Λόγος, παρά ταύτα ισχυριζόμενοι ότι το κατ' ουσίαν σημαίνει κατ' ανάγκην, κατήντουν αυτοί αντί του Λόγου να γνωρίζουν την θείαν ουσίαν». Οι πατέρες μάλιστα προσπάθησαν να αποδείξουν οτι το φύσει γεννάν, δεν είναι αναγκαίως, όπως οι αρειανοί θεολογούσαν. Οι αρειανόφορνες άλλωστε, με αυτή τη διαπίστωσή τους, ουσιαστικα εισήγαγαν είδος Αριστοτελικής φιλοσοφίας, θέτοντας περιορισμό στη Θεία φύση, εφ'όσον αυτή, «αναγκαζόταν από κάτι» και δεν ήταν υπερβατική κατά πάσα αρχή ενέργεια. είτε φυσικώς, είτε ενεργητικώς. Για αυτό το λόγο, ο Μέγας Αθανάσιος ερωτά χαρακτηριστικά, ««Και τις ο την ανάγκην επιβαλών αυτώ, πονηρότατοι;» και συνεχίζει με ένα ακόμα ερώτημα, ώστε να αποδείξει την ορθότητα των επιχειρημάτων της εκκλησίας. Το να είναι ο Θεός αγαθός και οικτίρμων, είναι ιδιότητα που την έχει ο Θεός με τη θέλησή του ή χωρίς τη θέλησή του; Αν δεχτούμε ότι την ιδιότητα αυτή την έχει με τη θέλησή του, αυτό σημαίνει ότι άρχισε κάποτε να είναι αγαθός και ότι θα μπορούσε, εφόσον το ήθελε, να είναι και κακός. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν ενδεχόμενο μόνον εφόσον θα σκεφτόταν και θα αποφάσιζε για την αγαθότητα του, πράγμα τελείως άτοπο και απαράδεκτο για τον Θεό. Αν δεχτούμε επίσης ότι είναι αγαθός και οικτίρμων χωρίς τη θέλησή του, τότε σύμφωνα με το σκεπτικό των Αρειανών έχει την αγαθότητά του κατ' ανάγκην και χωρίς να το θέλει. Ποιος όμως του επέβαλε αυτή την ανάγκη; Όπως λοιπόν ο Θεός είναι πάντοτε «φύσει» αγαθός, χωρίς να έχει την αγαθότητά του δεδομένη κατ' ανάγκην, έτσι και κατά μείζονα λόγο είναι ως Πατήρ «αεί γεννητικός τη φύσει», δηλαδή «φύσει» Πατήρ του Υιού του και όχι «εκ βουλήσεως».
Η αρχική αντιμετώπιση στην τοπική εκκλησία
Κατά τη δημιουργία του Αρειανισμού, η εκκλησιαστική αντιμετώπιση είχε καθαρά τοπικό χαρακτήρα. Ο Αλέξανδρος, πληροφορούμαστε από τον Σοζωμενό, θέλησε να βρει μια τομή ώστε να παύσει η έριδα μεταξύ Κόλλουθου και Άρειου, χωρίς να ενδιαφερθεί για την ουσία της διαφωνίας, κυρίως λόγο και της θεολογικής αμφιταλάντευσης του ιδίου, εφαρμόζοντας μια πιο διαλλακτική στάση. Το συνέδριο όμως που συνεκλήθει είχε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ενέτεινε τη διαφορά. Το ίδιο διάστημα φαίνεται πως οι ακόλουθοι του Κόλλουθου (υποστήριζαν ότι Υιός του Θεού αειγεννής, συναγέννητος, αγεννητογενής), υπερτερούσαν, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζουν τον Αλέξανδρο για την διαλλακτική πολιτική που εφήρμοσε. Εν τέλη και οι δύο απειθάρχησαν προς τις αποφάσεις της συνόδου και αποσχίσθηκαν από την εκκλησία, ο μεν Κόλλουθος ακολουθώντας το σχίσμα του Μελιτίου, ο δε Άρειος δημιουργώντας τις αρχικές δομές του Αρειανισμού. Ο Άρειος όμως περιφερόμενος διακήρυττε «την εκείνου (Αλεξάνδρου) χριστεμπορία θεωρούντες, ουκ έτι της εκκλησίας υποχείριοι μένειν εκαρτέρησαν». Αυτή η πολεμική αλλά και η όξυνση της χριστολογικής διαφοράς, υποχρέωσαν και σύγκληση νέας συνόδου, η οποία αποφάσισε την καθαίρεση του Αρείου και την καταδίκη της διδασκαλίας του. Στο συνέδριο μάλιστα ο Άρειος κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για όλες τις πράξεις του και τις διδασκαλίες του, αλλά ο ίδιος έκρινε σκόπιμο να μην παραστεί. Παρόλα αυτά περιφέρετο στην Αλεξάνδρεια και υποστήριζε πως «ακρίτως» και «ηδικημένος» κατεδικάστη, τη στιγμή που οι οπαδοί του, λόγω της καταδίκης, προέβαιναν σε δυναμικές αντιδράσεις Ο Άρειος στην Αλεξάνδρεια βρήκε πενιχρή απήχηση, με αποτέλεσμα να αποστείλει επιστολές σε επισκόπους που αποδέχονταν θέσεις του Λουκιανού και του Ωριγένη με σκοπό να βρει περισσότερα ερείσματα. Οι επιστολές του Αρείου φαίνεται τελικά πως βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση σε αυτούς, αλλά αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη ευαισθησία από το σύνολο της ανατολικής εκκλησιαστικής κοινότητας. Μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η μομφή του Άρειου, ότι ο Αλέξανδρος είχε περιπέσει στο Σαβελλιανισμό. Ο Άρειος βλέποντας πως κέρδισε το ενδιαφέρον κάποιων επισκόπων, ζήτησε υποστήριξη, λόγω της αδιαλλαξίας του Αλεξάνδρου. Έτσι με τη μετάβασή του στην Παλαιστίνη και τη Συρία, διεκδίκησε την εισαγωγή του σε εκκλησιαστική κοινωνία ώστε να γίνει δεκτός από τον Αλέξανδρο, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα οργάνωσης της λατρείας και της πνευματικής ζωής των ακολούθων του. Όμως η οποιαδήποτε επέμβαση στα εσωτερικά της αλεξανδρινής εκκλησίας ήταν παράνομη. Η αποτυχία του Ευσεβίου Νικομηδείας να πείσει τον Αλέξανδρο, οδήγησε μερίδα επισκόπων, στην προτίμηση να επικροτήσουν και να ακολουθήσουν τις θέσεις του Αρείου. Ίδια απόφαση, δηλαδή να δεχθεί σε κοινωνία τον Άρειο, έλαβε και η Παλαιστινιακή εκκλησία, με την προϋπόθεση να άρει τις ακραίες θέσεις του για τη σχέση Πατρός-Λόγου. Ο Αλέξανδρος όμως πάλι απέρριψε την οποιαδήποτε προσπάθεια επανασύνδεσης. Την ίδια περίοδο ο Άρειος συνέταξε τη Θάλεια, ένα κείμενο που περιείχε διάφορα είδη οδοιπορικών, ναυτικών και επιμυλίων ασμάτων με θεολογικό περιεχόμενο. Η συγκρότηση της Θάλειας ως κείμενο δηλωτικό των Αρειανικών θέσεων, είχε σαν αποτέλεσμα τη σύγκληση νέας υπερτοπικής αυτή τη φορά συνόδου, το 320 η οποία καταδίκασε παμψηφεί και ομοφώνως την αιρετική διδασκαλία του Αρείου, αναθεματίζοντας και τους οπαδούς του. Η αδράνεια όμως στην προκλητική συμπεριφορά των οπαδών τού Αρείου είχε προκαλέσει μεγάλη δυσφορία σε μέρος της εκκλησιαστικής κοινότητας, τη στιγμή που ο Κόλλουθος αποτελούσε ιδιαίτερο στόχο του Αρείου, αφού του πρόσαπτε την καταδίκη του. Ο Κόλλουθος εντέλει θεληματικώς απεσχίσθη, συνεχίζοντας όμως το σκληρό αγώνα κατά του Αρείου. Ο Αλέξανδρος βλέποντας πως η αδράνειά του προκάλεσε διχασμό, όχι μόνο πλέον στην τοπική εκκλησία, αλλά και στο σύνολο της εκκλησίας, ανέλαβε πρωτοβουλίες συγγράφοντας πλήθος επιστολών προς τις κεφαλές των εκκλησιών και τους κυριότερους επισκόπους της εποχής. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν ο Λικίνιος επηρεασμένος από τον Αρειανόφρονα Ευσέβιο Νικομήδειας, λόγω συγγενικής σχέσης, απαγόρευσε τη σύγκληση συνόδων ή επικοινωνίας μεταξύ επισκόπων το 322. Οι επιστολές που διασώζονται είναι 2 και έχουν σαφή καταγγελτικό λόγο κατά των Αρειανοφρόνων επισκόπων και κληρικών, ιδίως δε προς τον Ευσέβιο Νικομήδειας, καθώς και μια σύντομη αναίρεση των δογμάτων του Αρείου με βάση την Αγία Γραφή. Επίσης δημιουργήθηκε μια συλλογή που ονομάσθηκε Τόμος, η οποία περιείχε το κείμενο της καθαιρέσεως και τις επιστολές του Αλεξάνδρου με την αναίρεση των Αρειανικών θέσεων. Ο Αλέξανδρος έτσι πέτυχε συντριπτικό πλήγμα στην Αρειανή διδασκαλία, αφού το κείμενό υπογράφηκε από την πλειοψηφία των επισκόπων, ενώ ταυτόχρονα πέτυχε να αναδείξει τις θεολογικές αρχές τις αλεξανδρινής θεολογίας, προσανατολισμένες στη βάση της αντιμετώπισης των Αρειανικών δοξασιών.
Η Α' Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας
Στη σύνοδο σύμφωνα με το Φιλοστόργιο παρέστησαν 22 επίσκοποι ταυτιζόμενοι με τις Αρειανικές παραδοχές. Ο αριθμός όμως κρίνεται σήμερα αναξιόπιστος καθώς σε αυτόν συνυπολογίζονται και μη Αρειανόφρονες επίσκοποι όπως ο Μελίτιος. Πιο πιθανός αριθμός προκρίνεται η άποψη του Σοζωμενού πως ήταν 17. Μάλιστα πολλοί απο αυτούς δεν ταυτίζονταν με την ακραία αρειανική δογματική και για αυτό δεν ήσαν έτοιμοι να επιμείνουν στη υποστήριξη του. Επίσης η θέση των επισκόπων στη σύνοδο ακόμα και σήμερα αξιολογείται από την θεολογική έρευνα καθώς προκρίνονται δύο περιπτώσεις. Η μία που τους εμφανίζει ως ισότιμα μέλη με όλους τους επισκόπους και η έτερη που τους εμφανίζει ως υπόδικους στη σύνοδο. Η δεύτερη μάλιστα σήμερα αξιολογείται και ως η πιθανότερη, όπως ο Β.Φειδάς υποστήριξε. Ο Άρειος σε αυτή τη σύνοδο δεν κλήθηκε παρότι παραβρέθηκε με πιστούς του για τη στήριξη και ενημέρωση της δογματικής πρότασης του και ως ηγέτης των αρειανοφρόνων στη σύνοδο, εμφανίστηκε ο Ευσέβιος Νικομήδειας, ο οποίος παρέδωσε και Λίβελλο πίστης υπέρ των αρειανικών θέσεων. Όμως όπως περιγράφεται από τον Μέγα Αθανάσιο οι Αρειανόφρονες επίσκοποι «προς ευατούς διεμάχοντο» καθώς πολλοί από αυτούς δε συμφωνούσαν απόλυτα με τον εκδιδόμενο Λίβελλο και τοις εν πολλοίς ακραίες τοποθετήσεις του, απόρεια της ολοένα διαμορφούμενης δογματικής αντίληψης, που ολοκληρώθηκε στη σύνοδο. Για τη σύνοδο επίσης πληροφορούμαστε οτι κατά τη διάρκεια του δευτέρου μέρους της, δηλαδή της συντάξεως του Συμβόλου της Νίκαιας δεν έλαβαν μέρος οι Αρειανόφρονες αλλά απλά συγκατένευσαν στις αποφάσεις.
Η διαμάχη μετά την Α' Οικουμενική σύνοδο
Εισαγωγή Παρά την ομόφωνη καταδική του Αρειανισμού από την Σύνοδο της Νίκαιας η οποία αποτυπώθηκε στο περιεχόμενο του κειμένου αναθεματισμού, αρειανόφρονες επίσκοποι παρέμειναν σταθεροί στις θέσεις τους, όπως προκύπτει από τις ενέργειες μετά το πέρας της συνόδου, με τον Άρειο εν τέλει να μην καλείτε σε παράσταση στη σύνοδο, κάτι που αποτέλεσε βάση για τη μελλοντική εξέλιξη της έριδας.
Η μάχη για την επιρροή των θρόνων Ο Μέγας Κωνσταντίνος αρχικά θέλησε με αυστηρότητα να επιβάλει τις αποφάσεις τις Α΄ Οικουμενικής συνόδου, με αποτέλεσμα να καθαιρέσει τους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θέογνι, με την αιτία της φιλοξενίας του Αρείου. Έτσι από την αρχή και με βάση αυτή τη χειρονομία διαφάνηκε πως οι Αρειανόφρονες απειθάρχησαν τελικά στις αποφάσεις της συνόδου. Σύμφωνα δε, με τον Μέγα Αθανάσιο η κατάσταση αυτή άρχισε να μεταβάλεται σταδιακά, υπό την επιρροή δύο γυναικών στο περιβάλλον του αυτοκράτορα, της Βασιλίνας και της Κωνσταντίας, οι οποίες είχαν συγγενικές σχέσεις με τον Ευσέβιο Νικομήδειας και με τον Ιουλιανό, μετέπειτα Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, αντίστοιχα. Έτσι η πολιτική του, μεταστράφηκε σε μια συμβιβαστική πολιτική μεταξύ των αντιμαχομένων και αυτό καταδείχθηκε από μια σειρά μέτρων που ανέλαβε όπως ανακλήσεις αρειανοφρόνων επισκόπων και τη διενέργεια συνόδου το 327, που ο Άρειος υποχρεώθηκε σε ομολογία πίστεως αίροντας τις ακραίες θέσεις του, μη όμως δεχόμενος τον όρο «ομοούσιος», θέτοντας της έκφραση «προς πάντων των αιώνων γεγεννημένον Θεόν Λόγον», με ερμηνευτικές προεκτάσεις προς κάθε κατεύθυνση. Σημαντική όμως συστηματική προσπάθεια από τους αρειανόφορνες υπήρξε η αμφισβήτηση του όρου «ομοούσιος», η οποία παρέπεμπε σε διατύπωση του Παύλου του Σαμοσατέα. Ο Παύλος όντως είχε χρησιμοποιήσει τον όρο αυτό και είχε καταδικαστεί, σχετίζοντας τον όμως με την έννοια μία ουσία-ένα πρόσωπο και όχι με προσωπικό διαχωρισμό όπως η εν Νικαία σύνοδος θεoλόγησε. Η κατάσταση όμως αντί να οδηγηθεί σε εξομάλυνση οδηγήθηκε σε όξυνση με βάση δύο σημαντικά γεγονότα. Την εκλογή του σφοδρού πολεμίου του αρειανισμού Αθανασίου Αλεξανδρείας στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας και η αποκατάσταση της επιρροής του Ευσεβίου Καισαρείας στα αυτοκρατορικά κλιμάκια. Οι Αρειανόφρονες αντιλαμβανόμενοι πως στους δύο σημαντικότερους θρόνους της ανατολής βρίσκονταν δυο κεφαλές της εκκλησίας με μεγάλη επιρροή στο σώμα της οικουμενικής εκκλησίας, έστρεψαν την πολιτική τους κατά των δύο, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή διαμάχης που στόχο δεν είχε το θεολογικό υπόβαθρο, αλλά καθαρά την πολιτικο-θρησκευτική επιρροή των κεφαλών της εκκλησίας. Όπως μάλιστα ο Σοζωμενός μας πληροφορεί, οι Αρειανόφρονες ήσαν προκατειλλημμένοι κατά των Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Σε αυτή την προσπάθεια στόχος ήταν η συκοφάντηση των δύο επισκόπων όπως μαθαίνουμε από τον Μεγάλο Αθανάσιο, μια προσπάθεια που τελικά είχε αποτέλεσμα αφού ο Ευσέβιος Νικομηδείας εν τέλη καθαίρεσε με βάση κατηγορίες που προσείχθησαν, τον Ευστάθιο Αντιοχείας. Αλλά και ο Αθανάσιος, επίσκοπος Αλεξανδρείας εκδιώχτηκε από την θέση του, αντικανονικώς το 335 από σύνοδο στα Ιεροσόλυμα. Στην παραγματικότητα με την εκδίωξη των δύο επισκόπων οι Αρειανόφρονες έδειξαν να κερδίζουν το παιχνίδι εξουσίας στην εκκλησία, ειδικά δε μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου και την αναμενόνη αρχικά αποστασιοποίηση του νέου Αυτοκράτορα στην ανατολή. Προεξάρχοντες και ηγέτες, υπήρξαν οι Ευσέβιοι Νικομηδείας και Καισαρείας, οι οποίοι ανέλαβαν νέες πρωτοβουλίες καθαιρώντας και άλλους νικαϊστές επισκόπους, όπως τον Μάρκελο Άγκυρας Γαλατίας, με την αιτιολογία της έκπτωσης στο Σαβελλιανισμό το 336.
Η εμπλοκή της Δύσης Η σταθερή αξίωση του Κωνσταντίνου παρέμενε η θεολογική σύγκληση των δύο πλευρών, κάτι τέτοιο όμως με βάση τα γεγονότα που εξελίχθηκαν απομακρύνθηκε αλλά και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο με την διατύπωση ακραίων θεολογικών θέσεων αρειανοφρόνων επισκόπων, θέσεις που είχαν αποτέλεσμα την αντίδραση και μερίδας ακολούθων του. Οι αρειανόφρονες παρ' όλα αυτά απέκρουσαν σταθερά κάθε αίτημα για νέα οικουμενική σύνοδο, την ώρα που η θεολογική διαμάχη είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Κατά την περίοδο αυτή με την άνοδο των Κωνσταντίου και Κώνστα τα πράγματα άλλαξαν και κυρίως λόγο της ενεργής συμμετοχής της Δύσης στη έριδα. Στη νέα αυτή περίοδο πλέον η διαμάχη απέκτησε και θεολογικό χαρακτήρα. Κύριοι εκφραστές από την πλευρά των αρειανοφρόνων ήταν ο Ευσέβιος Καισαρείας και από την πλευρά της καθολικής εκκλησίας ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας. Ο Ευσέβιος γενικά χαρακτηριζόταν ως μετριοπαθής αρειανόφρων και με βάση τη γραμματεία που διασώζεται φαίνεται να στάθηκε θεολογικά μονομερώς στο ζήτημα του «ομοουσίου», με ταυτόχρονη όμως απόκλιση από την αμιγώς Αρειανική θεολογία. Ο θάνατός του δε, επέφερε σχίσμα ανάμεσα στους Αρειανόφρονες, οι οποίοι διαχωρίστηκαν σε «Ομοιουσιανούς» με ηγέτη τον Βασίλειο Άγκυρας, οι οποίοι κατά τον Μέγα Αθανάσιο «την αυτήν ημίν διάνοια έχοντες» και «Ομοίους» με ηγέτη τον Ακάκιο Καισαρείας, που παρέμειναν σταθεροί στις αρειανικές απόψεις. Αντιθέτως ο Μέγας Αθανάσιος στάθηκε σε τρία σημεία της Αρειανικής διδασκαλίας. Με βάση τη μονομέρεια της, στο οτι ο όρος «ομοούσιος» ήταν αναγκαίος για τη φυσική θεότητα και συναϊδιότητα του Υιού, την αντίφαση της αγνώστου ουσίας του Θεού αλλά και τη σωτηριολογική σημασία της θεότητας του Χριστού. Οι εξελίξεις αυτήν την εποχή με την άνοδο των Κωνσταντίου και Κώνστα ήταν ραγδαίες. Ο Κωνστάντιος ήταν συνειδητά αρειανόφρων, ενώ ο Κώνστας πιστός στο σύμβολο της Νίκαιας, κάτι που υποχρέωσε σε αλλαγή πλεύσης τους αρειανόφρονες. Ενώ αρχικά κλήθηκαν, με το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πίσω οι εξόριστοι επίσκοποι, οι αρειανόφρονες αντέδρασαν και έστειλαν αντιπροσωπεία στη Ρώμη ζητώντας επικύρωση των συνόδων της Ανατολής. Ο Ιούλιος Ρώμης όμως αντέταξε τη βούληση, να πραγματοποιηθεί αναθεώρηση όλων των καθαιρέσεων σε νέα σύνοδο, κάτι που οδήγησε σε όξυνση τις σχέσεις Δύσης-αρειανοφρόνων, που πλέον ήλεγχαν και τον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, με επίσκοπο τον Ευσέβιο Νικομηδείας. Έτσι σύνοδος στην Αντιόχεια το 339 επικύρωσε την καθαίρεσή τους, υποχρεώνοντας τους εξορίστους να βρουν καταφύγιο στη Δύση. Η Δύση με τη σειρά της αντέταξε νέα σύνοδο το 340 στη Ρώμη, η οποία διακύρηξε την ορθοδοξία των επισκόπων, δέχοντάς τους σε κοινωνία. Στο διάστημα 341 με 351 ουσιαστικά ακολούθησε διαμάχη μεταξύ των επισκόπων των δύο πλευρών με διενέργεια συνόδων και εκατέρωθεν αντεγκλήσεων. Παρόλα αυτά έγινε προσπάθεια σύγκλησης από την πλευρά των αρειανοφρόνων προς το Νικαϊκό σύμβολο, με ανυποχώρητη όμως τη θέση περί «ομοουσίου». Ο Αυτοκράτορας Κώνστας σε αυτό το διάστημα προσπάθησε να πιέσει για νέα οικουμενική σύνοδο, αλλα οι αρειανόφρονες απέκρουσαν κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Παρ' όλα αυτά έγινε απόπειρα νέας οικουμενικής συνόδου το 343 στη Σαρδική μετά την έντονη πίεση που είχε ασκηθεί από τον Κώνστα στον Αυτοκράτορα της ανατολής Κωνστάντιο. Η σύνοδος τελικά ουδέποτε διενεργήθει διότι οι αρειανόφρονες έθεσαν θέμα κανονικής συγκροτήσεως με την αξίωση να αναγνωριστούν οι καθαιρέσεις των επισκόπων των ανατολικών συνόδων, κάτι που δεν έγινε δεκτό. Έτσι διενεργήθηκαν δύο παράλληλες σύνοδοι των παρατάξεων.
Ο θάνατος του Κώνστα και οι εξελίξεις Ο θάνατος του Κώνστα ήταν μια καταλυτική εξέλιξη για την πορεία της έριδας. Ο Κωνστάντιος πλέον απέμεινε μοναδικός αυτοκράτορας και όπως ήταν λογικό οι αρειανοί καταστάθηκαν απόλυτοι κυρίαρχοι στην μάχη της επικράτησης στην εκκλησία. Αντ’ αυτού όμως αυτήν την περίοδο οι αρειανόφρονες διασπαστήκαν σε 3 παρατάξεις. Τους «Ομοίους», οι οποίοι ήταν πιστοί ακόλουθοι της διδασκαλίας του Αρείου, τους «Ομοιουσιανούς» οι οποίοι δέχονταν τη φυσική θειότητα του Χριστού και συναϊδιότητα, απορρίπτοντας και αντικαθιστώντας το όρο «ομοούσιος» και τους «Ανόμοιους» ή και «Ευνομοιανούς» (εξ αιτίας του ηγέτη τους Ευνομίου), οι οποίοι έθεσαν νέες θεολογικές διαφορροποιήσεις. Μάλιστα οι αντιμαχόμενες πλευρές πολέμησε η μία την άλλη με μεγάλη σφοδρότητα. Από τις 3 παρατάξεις οι «Όμοιοι» παρότι αποτελούσαν το μικρότερο κομμάτι, τόσο από άποψη επισκόπων αλλά και ποιμνίου κέρδισαν την εύνοια του Αυτοκράτορα. Οι σημαντικότεροι εκφραστές των «Ομοιουσιανών» ήταν ο Βασίλειος Άγκυρας, Γεώργιος Λαοδικείας και Ευστάθιος Σεβάστειας, ενώ των «ομοίων» ο Ακάκιος Καισαρείας της Παλαιστίνης. Οι δύο παρατάξεις μάλιστα είχαν δεχθεί ως σύμβολο το σύμβολο της εν Αντιοχείας συνόδου των Αρειανοφρόνων το 341 και δη το δεύτερο από τέσσερα σύμβολα που συντάχθηκαν, το οποίο πρότεινε τον Υιό «όμοιο κατά πάντα το Πατρί». Παρόλα αυτά οι «όμοιοι» σταδιακά απομακρύνθηκαν από αυτή τη διδασκαλία. Οι «Ανόμοιοι» ως ηγέτη είχαν τον Αέτιο και στη συνέχεια το σημαντικότερο θεολόγο της αρειανικής διδασκαλίας και μαθητή του Αετίου, Ευνόμιο. Οι εξελίξεις την περίοδο αυτή και μέχρι το θάνατο του Κωνστάντιου είχαν τη σφραγίδα του αυτοκράτορα. Ο ίδιος υποστήριξε με θέρμη τους «ομοίους», οι οποίοι ενώ αρχικά, όπως είδαμε συμφώνησαν προς μια πιο μετριοπαθή πολιτική που τους έφερε σε σύγκληση με τους «ομοιουσιανούς», υπαναχώρησαν σε προγενέστερες απόψεις διενεργώντας σύνοδο το 351 στο Σίρμιο και συντάσσοντας σύμβολο, το οποίο δήλωνε τον Υιό «υποταγμένον τω Πατρί». To σύμβολο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως θεολογική βάση για την επιβολή του Αρειανισμού σε Ανατολή και Δύση, με παράλληλη υποχρέωση όλων των επισκόπων να το αναγνωρίσουν όπως μαρτυρεί ο επίσκοπος Ρώμης Λιβέριος στην επιστολή προς «Ανατολικούς επισκόπους». Όσοι αρνήθηκαν εξορίστηκαν μεταξύ αυτών και οι Κορδούης Όσιος, Όσιος Μεδιολάνων Διονύσιος, Βαρκέλλων Ευσέβιος, Καλάρεως Λούκιφερ, Πικταβίου Ιλάριος κ.α., προωθώντας στις θέσεις τους επισκόπους της παρατάξεως των «Ομοίων». Οι «όμοιοι» μάλιστα σε μια επίδειξη δύναμης σε νέα σύνοδο το 359 στη Σελεύκεια καταδίκασαν και τον όρο «ανόμοιος», όπως και τους όρους «ομοούσιος» ή «όμοιος». Οι «ομοιουσιανοί», σε σύνοδο στην Άγκυρα το 358 υπό την προεδρία του Βασιλείου Αγκύρας, εξέδωσαν 18 αναθεματισμούς σε συγκεκριμένες θεολογικές θέσεις των «ανομοίων», καθώς και ένα 19ο αναθεματισμό, κατά του «ομοουσίου» που τον χαρακτήριζαν ως Σαβελλιανιστινό. Η κοινοποίηση των αποφάσεων αυτών βρήκε σύμφωνο τον Κωνστάντιο ο οποίος συγκάλεσε νέα σύνοδο στο Σίρμιο, η οποία συνέταξε νέο σύμβολο το 359, με σύμπραξη «ομοίων» και «ομοιουσιανών», η οποία χαρακτήριζε τον Υιό «όμοιον δε λέγομεν τον Υιόν τω Πατρί κατά πάντα, ως και αι αγίαι γραφαί λέγουσιν». Οι έριδες όμως δεν έπαψαν και ενώ οι νικαϊστές επίσκοποι έδειχναν να μένουν εκτός οργάνων λήψεων των αποφάσεων, βρήκαν ευκαιρία να δηλώσουν την παρουσία τους λόγω των εσωτερικών αρειανικών ερίδων. Ο Κωνστάντιος αξίωσε για τη γεφύρωση του χάσματος δίδυμη οικουμενική σύνοδο, κάτι που όλες οι αρειανίζουσες ομάδες επεδίωξαν. Έτσι συγκλήθηκαν δύο παράλληλες σύνοδοι το 359 στο Αριμίνο του Ρίμινι και τη Σελεύκεια, με παρουσία 400 περίπου επισκόπων.. Η βάση της συνόδου ήταν το σύμβολο του Σιρμίου ή 4ου συμβόλου του Σιρμίου του 359. Η απόφαση όμως των επισκόπων ήταν καταδίκη των αρειανικών απόψεων και επιβεβαίωση του Συμβόλου της Νίκαιας του 325, με παράλληλη απόφαση καθαίρεσης των αρειανοφρόνων. Η απόφαση αυτή πάρθηκε στις 21 Ιουλίου του 359. Όμως η σύνοδος έπρεπε να κυρωθεί από τον Αυτοκράτορα και κατά σύνοδο της κυρώσεως στη Νίκη της Θράκης, αντιπρόσωποι των «ομοίων» και σύμβουλοι του αυτοκράτορα μετά από πιέσεις και απειλές υποχρέωσαν σε άρνηση της αποφάσεως και επικύρωση του συμβόλου του Σιρμίου, απαλείφοντας και την «κατά πάντα» ομοιότητα, που έθεταν οι «ομοιουσιανοί». Ο έπαρχος Ταύρος μάλιστα πίεσε τους επισκόπους που έλαβαν μέρος στη σύνοδο να δεχθούν το σύμβολο του Σιρμίου, και σε νέα σύνοδο 160 επισκόπων στη Σελεύκεια το 359, αρχικά απέρριψαν και πάλι το σύμβολο, τελικά όμως μετά την παρέμβαση του αυτοκράτορα η σύνοδος υποχρεώθηκε σε υπογραφή του Συμβόλου του Σιρμίου, καθαιρώντας τον Αέτιο, ηγέτη των «ανομοίων», και τους κυριότερους επισκόπους των «ομοιουσιανών». Η έριδα ανάμεσα σε «ομοίους» και «ομοιουσιανούς» κλιμακώθηκε, αλλά στο τέλος αυτής της περιόδου ήρθαν στη επιφάνεια δυο μεγάλα θεολογικά ζητήματα. Αφ'ενός η θεμελίωση του όρου «όμοιος», αφετέρου ο σαφής προσδιορισμός των όρων «υπόσταση», «πρόσωπο», «ουσία», που αποτέλεσε το δρόμο προς την Β΄ οικουμενική σύνοδο.
H περίοδος ως την Β' Οικουμενική σύνοδο 361-381
Η περίοδος αυτή σφραγίστηκε από τέσσερα σημαντικά γεγονότα. Τον θάνατο του Κωνστάντιου, την άνοδο στο θρόνο του Ιουλιανού ο οποίος επέδειξε ίση μεταχείριση στις παρατάξεις, την ανάκληση των εξορισθέντων επισκόπων, με στόχο τη μεγαλύτερη εσωτερική διάσπαση της εκκλησίας και την εμφάνιση του θεολογικού προβλήματος για τη θειότητα του Αγίου Πνεύματος, αλλά και τη διασαφήνιση των όρων «ουσία», «υπόσταση». Αυτήν την περίοδο μέγιστη προσωπικότητα για τους Νικαϊστές αποδείχθηκε ο Μέγας Βασίλειος. Ο Μέγας Βασίλειος επέδειξε ιδιαίτερη αυστηρότητα στους αποκλίνοντες της συνόδου της Νίκαιας, ζητώντας να καταδικαστούν θέσεις υπερμάχων της καθολικής εκκλησίας, που παρέμεναν διαφοροποιημένες από το σύμβολό της. Ο ίδιος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στα θεολογικά ζητήματα αφού όχι μόνο με πειστικά επιχειρήματα αναίρεσε τις όποιες σαβελλιανιστικές επιρροές στην εκκλησία, απομακρύνοντας υποψίες πως η εκκλησία κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά προέβαλλε και τη διατύπωση «περί των τριών υποστάσεων» με τον όρο «μία ουσία-τρεις υποστάσεις», η οποία θεμελιώθηκε από τους Καππαδόκες Πατέρες και έγινε αποδεκτή από το σώμα της εκκλησίας κατά τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο. Ο Βασίλειος συνέδεσε τον όρο «υπόστασις» προς τον όρο «πρόσωπο», διακρίνοντας τον από την «ουσία». Σημαντικό κεφάλαιο σε αυτήν την περίοδο ήταν η επιστροφή των εξορίστων επισκόπων. Αυτή η ενέργεια ενίσχυσε την εκκλησία και σε συνδυασμό με τις κακές σχέσεις μεταξύ των αρειανικών ομολογιών, ισχυροποίησε η θέση της. Μάλιστα με την προσέγγιση των «ομοιουσιανών» και τη γεφύρωση του χάσματος με την αντικατάσταση του «ομοουσίου» με την έκφραση «αληθώς τον Υιόν φύσει Υιόν» επήλθε νέα σύγκληση, που όμως διαίρεσε τους «ομοιουσιανούς». Το 362 συγκλήθηκε σύνοδος στην Αλεξάνδρεια η οποία διαχώρισε τους ορθοδόξους από τους αρειανούς επισκόπους, ενώ νέα σύνοδος το 363 στην Αντιόχεια αποδέχθηκε ομόφωνα τον όρο «ομοούσιος». Οριστική συμφωνία δεν μπορούσε όμως να συναφθεί, εξαιτίας του ζητήματος τη φυσικής θεότητας του Αγίου πνεύματος. Οι αρειανόφρονες ουσιαστικά είχαν χωριστεί σε δύο παρατάξεις. Οι μετριοπαθείς και συνεπείς, θεωρούσαν το πνεύμα κτίσμα του πατρός, οι «ανόμοιοι» κτίσμα του Υιού, που ονομάστηκαν και πνευματομάχοι. Η συμφωνία όμως αδυνατούσε να επέλθει ιδίως λόγο της ανόδου στο θρόνο του Ουάλη, ο οποίος ευνοούσε τους «Ανομοίους», με αποτέλεσμα να κυρρήξει διωγμούς κατά των υπολοίπων παρατάξεων. Η θεολογική διαμάχη τελικά για την αποδοχή της θεότητας του Αγίου Πνεύματος επικεντρώθηκε κυρίως ανάμεσα στους Βασίλειο και Ευνόμιο. Ο Ευνόμιος με Καππαδοκική καταγωγή, διέθετε όπως και ο Βασίλειος ευρύτατη φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ο ίδιος μάλιστα ήταν ο μοναδικός αρειανόφρων που έγραψε συστηματική θεολογία του αρειανισμού, με εκλεκτική ανάμιξη Αρειανικών και νεοπλατωνικών δοξασιών, όπως κρίνεται σήμερα. Η διδασκαλία του υποστήριζε: Την ταύτιση «ουσίας», «υπόστασης», «ονομάτων» (γεννητόν, αγέννητον, εκπορευτόν) και «ενέργειας» των τριών προσώπων. Τα πρόσωπα δηλώνουν τη ιδιαιτερότητα της «φύσης» και τις «ουσίας» και άρα την ετερότητα αυτών. Έτσι υποστήριζε πως Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα δεν προσδιορίζουν την «ουσία», αλλά την ετερότητα των ενεργειών. Έτσι πρώτο κτίσμα του Πατρός είναι ο Υιός και πρώτο κτίσμα του Υιού είναι το Άγιο Πνεύμα. Ο Πατήρ είναι «ακήρατος», δηλαδή δε μεταβάλλεται, ενώ τα άλλα δύο πρόσωπα επίκαιρα. Ο ίδιος αποσύρθηκε το 383 στα Διάκορα Καππαδοκίας μέχρι και το θάνατό του το 392.
Στην πραγματικότητα και Αθανάσιος Αλεξανδρείας μέχρι τη διασαφήνιση των όρων επέμενε στον όρο μία υπόσταση-μία ουσία, η οποία δεν αναιρούσε, αφού δεν είχε σαφώς προσδιοριστεί, την ταύτιση «υπόσταση»-«πρόσωπο» κάτι που φαίνεται να δέχεται μετά το 362. Όμως εισερχόμενη η εκκλησία σε τόσο λεπτολόγο θεολογία, καθίστατο αναγκαίος ο ακριβής προσδιορισμός των όρων. Η προσέγγιση του Αθανασίου έδινε έμφαση την ενότητα της Τριάδος, ενώ των Καππαδοκών στο μυστήριο της τριαδικότητας, απέναντι στη σαφή θέση του Ευνομίου. Έτσι ο Μέγας Βασίλειος προχώρησε στη θεμελίωση των όρων προβάλλοντας μαζί με τον Γρηγόριο Νύσσης και το Γρηγόριο το Θεολόγο τη σχέση των «προσώπων», μια διδασκαλία που βρήκε ευρεία απήχηση στο ποίμνιο, εξασθενώντας σε σημαντικό βαθμό τις επιρροές της αρειανικής διδασκαλίας που μεν στη Δύση βαλλόταν από το Αμβρόσιο Μεδιολάνων με σημαντική επιτυχία, στην ανατολή έβρισκε σημαντικά ερείσματα, αναιρώντας βασικά επιχειρήματα του Ευνομίου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος δε, με τη συστηματική του θεολόγηση και με την άνοδό του στον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, εκτόπισε ακόμα περισσότερο την Αρειανική και ιδίως την Ευνομιανή αρειανική θεολογία. Ο θάνατος του Ουάλη και η άνοδος του Θεοδοσίου, με την ταυτόχρονη κατάρρευση των Αρειανικών ερεισμάτων στη Δύση, ισχυροποίησε την κυρίαρχη πλέον θέση της εκκλησίας και συμπορευόμενη σε κοινή γραμμή, εν αντιθέση με την πολυδιάσπαση των αρειανοφρόνων, αποδυνάμωσαν και στην ανατολή τα ερείσματα του αρειανισμού, πού όμως ήδη είχε βρει ιδιαίτερη απήχηση εκτός Βυζαντινής αυτοκρατορίας και ιδίως στα Γερμανικά φύλα των Γότθων. Την ίδια εποχή ο Μελέτιος Αντιόχειας μετά η εξορία του επέστρεψε στον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας ύστερα από μεγάλη προσπάθεια των Καππαδοκών, αφού τόσο οι Δυτικοί όσο ο Αθανάσιος δεν έβλεπαν με θετικό μάτι την επάνοδό του. Ο ίδιος όμως ανέλαβε άμεσα ενεργό ρόλο και μάλιστα ηγετικό, ιδίως μετά τους θανάτους Μ.Αθανασίου και Μ.Βασιλείου το 373 και 379 αντίστοιχα. Έτσι με την υπάρχουσα κατάσταση, την άνοδο στους θρόνους Νικαϊστών επισκόπων και την εμφάνιση Γρατιανού και Θεοδοσίου, που ενίσχυσαν αποδεχόμενοι τις θέσεις της εκκλησίας, την εκκλησία, το μόνο που απέμενε ήταν η σύγκληση νέας οικουμενικής συνόδου για την τελική συμφωνία στον προσδιορισμό των θεολογούμενων ζητημάτων.
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης
Ο τερματισμός της αρειανικής έριδας, ήταν αναμφισβήτητα η σύγκληση της Β' Οικουμενικής συνόδου, στην Κωνσταντινούπολη το 381. Η σύνοδος αυτή συγκλήθηκε από το Μέγα Θεοδόσιο και διενεργήθηκε υπό την προεδρία του Μελετίου Αντιοχείας, ενώ ολοκληρώθηκε σε δύο συνοδικά μέρη, με έναρξη το 381 και ολοκλήρωση το 382 και με σημαντικά μεγάλη διαφοροποίηση στη σύνθεση τους, αφού στο πρώτο μέρος δεν είχαν κληθεί οι επίσκοποι Αιγύπτου-Αφρικής, Ιλλυρίας και της Δύσεως. Στόχος της συνόδου πέρα από το βασική επιδίωξη της επίλυσης εσωτερικών διαφορών που είχαν προκύψει με τη χειροτονία του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ήταν η συνοδική καταδίκη του Αρειανισμού κάτι που στο πρώτο κομμάτι της συνόδου περιελήφθει στον πρώτο κανόνα της. Η σύνοδος όμως της Κωνσταντινούπολης πέραν της αντιμετώπισης του Αρειανισμού με στόχο να καταδικάσει την διδασκαλία του και να επιβεβαιώσει την θέση την Συνόδου της Νίκαιας είχε και στόχο να εισάγει τα στελέχη του Αρειανισμού πίσω στους κόλπους της. Ορίστηκε δε , από τη σύνοδο πως γι αυτό το σκοπό θα έπρεπε να επιδώσουν Λίβελο πίστεως αλλά και να δεχθούν εκ νέου το χρίσμα. Μάλιστα ο Λίβελος που έπρεπε να υποβάλλουν ήταν το αργότερα από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο αξιολογούμενο ως σημερινό Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο συνετάχθει στη σύνοδο ως «Ομολογία πίστεως». Η προσπάθεια της εκκλησίας, δε σταμάτησε εκεί αλλά έγινε προσπάθεια με νέα σύνοδο το 383 στην Κωνσταντινούπολη, υπό τον Νεκτάριο, να επανέλθουν οι ηγέτες των Αρειανοφρόνων, σε κοινωνία με την εκκλησία, βασισμένη σε μια συλλογή «πατερικών κειμένων». Οι ίδιοι όμως απέρριψαν αυτό το ενδεχόμενο και εξέδωσαν η κάθε μία ξεχωριστά το δικό της Λίβελο πίστης.
Η συγκεκριμένη σύνοδος διεύρυνε και
επεξεργάστηκε το Σύμβολο της Νίκαιας, αναπτύσσοντας ειδικά τη διδασκαλία
περί Αγίου Πνεύματος, το οποίο θεωρούσε Θεό όπως τον Πατέρα και τον Υιό.
Διατυπώθηκε έτσι το λεγόμενο Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, που αφενός
αναθεμάτιζε την αίρεση του Αρείου και αφετέρου καταδίκαζε δογματικά τις
απόψεις των ημιαρειανών και πνευματομάχων, του Απολλιναρίου, του Σαβελλίου
και των αναβαπτιστών. Μετά τη Σύνοδο ο αυτοκράτορας
διέταξε να λειτουργούν μόνο οι επίσκοποι που συμφωνούν με τις αποφάσεις της Συνόδου
Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι έπειτα από περίπου σαραντάχρονη κυριαρχία ο
αρειανισμός έχασε το κύρος του. Ο κίνδυνος αναζωπύρωσής του διατηρήθηκε για
πολλά χρόνια, καθώς ο στρατός της Κωνσταντινούπολης αποτελούνταν και από
αρειανούς, ενώ κατά τα μεταγενέστερα έτη η αυτοκρατορία περιερχόταν συχνά
στα χέρια στρατηγών οπαδών του Αρείου. Τα ίχνη του αρειανισμού εντοπίζονται
στην Κωνσταντινούπολη ακόμα και τον 6ο αιώνα.
Το τέλος του Αρειανισμού
Η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, οι αποφάσεις τις Β' Οικουμενικής συνόδου και η ταυτόχρονη προσπάθεια των Πατέρων της εκκλησίας για την αντιμετώπιση του Αρειανισμού, αποδυνάμωσαν σε μεγάλο βαθμό την επιρροή και τη δυναμική που ανέπτυξε ο Αρειανισμός, κατά τα τέλη του 4ου αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η πλειοψηφία του λαού ακολούθησε τις αποφάσεις των συνόδων, ενώ πολλοί επίσκοποι εισχώρησαν στην εκκλησία. Παρά ταύτα ο Αρειανισμός είχε εισχωρήσει στη Κεντρική κι Δυτική Ευρώπη, αφού η γειτνίαση με τους Γότθους και η μεγάλη επιρροή που άσκησε ο Αρειανισμός έστρεψε το φύλλο αυτό, στην αποδοχή της διδασκαλίας του και ειδικά των «Ομοίων». Οι ίδιοι μετακινούμενοι στα Δυτικά και ιδρύοντας το ισχυρό Βασίλειο των Γότθων με έδρα το Τολέδο, διέδωσαν τον Αρειανισμό και στην υπόλοιπη Ευρώπη, μεταθέτοντας τη διαμάχη. Μεγάλη ιεραποστολική μορφή στη διάδοση του Αρειανισμού, υπήρξε ο επίσκοπος, χειροτονημένος από τον Ευσέβιο Νικομηδείας, Ουλφίλας. Η αποδυνάμωση όμως του Γοτθικού βασιλείου και αφομοίωσή τους από τους Φράγκους, οι οποίοι αρχικά ακολούθησαν την διδασκαλία της Καθολικής εκκλησίας, εξάλειψε ουσιαστικά τον Αρειανισμό, αν και μέχρι τον 6ο αιώνα παρατηρούνται υπολείμματα πιστών της ομολογίας αυτής. Οι Οστρογότθοι έμειναν αρειανοί μέχρι το 553, οι Βησιγότθοι της Ισπανίας μέχρι το 589, οι Βάνδαλοι της βόρειας Αφρικής μέχρι το 534 και οι Λογγοβάρδοι μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα.
|
|