ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ |
||
Ο ΔΑΓΩΝ
Ο Δαγών ήταν αγροτική θεότητα της περιοχής της Παλαιστίνης και αρχικά ήταν θεός της γονιμότητας. Η λατρεία του Δαγών ξεκίνησε από τους Αμοραίους της Ασίας και από τους κατοίκους των πόλεων της Έμπλα και Ουγκαρίτ στη Συρία. Αργότερα διαδόθηκε και σε άλλους λαούς και έγινε η σπουδαιότερη θεότητα των Φιλισταίων. Ήταν ο θεός της θάλασσας. Ήταν μισός ψάρι και μισός άνθρωπος και αντιστοιχούσε στον ελληνικό θεό Ποσειδώνα. Οι Φιλισταίοι άλλωστε ζούσαν κοντά στην θάλασσα, ήταν ψαράδες και ναυτικοί, είχαν πλοία και φυσικά ήταν επόμενο να λατρεύουν έναν θαλασσινό θεό. Οι Φοίνικες τον λάτρευαν ως θεό της αλιείας. Στη Χαναάν τον λάτρευαν ως πατέρα του Βάαλ. Ο Δαγών, γενικά, λατρευόταν ως προστάτης της γεωργίας και της καλλιέργειας του σιταριού. Σ' αυτόν αποδιδόταν και η εφεύρεση της άμαξας. Τ' όνομα Δαγών στα Ουγκαριτικά σημαίνει κόκκος (πιθανόν σιταριού ή άλλου δημητριακού) και στα Εβραϊκά το dagan, στα Σαμαριτικά digan, έχουν κοινή ερμηνεία και σημαίνουν κόκκος σιταριού ή σιτάρι. Κατά μια άλλη θεωρία το εβραϊκό και το φοινικικό dag σήμαινε ψάρι και είναι βασισμένο αποκλειστικά σε ένα κείμενο από το Βασιλειών Α' 5,2–7.
ΜΗ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Ο θεός Δαγών εμφανίζεται για πρώτη φορά με βάση κάποια διασωζόμενα αρχεία περί το 2500 π.Χ. στα κείμενα της Συριακής πόλης Μάρι και σε κάποιες ονομασίες Αμορριτών στα οποία οι θεοί Ελ, Δαγών, και Άνταντ ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι. Στην πόλη Έμπλα (Μαρδίχ) από το 2300 π.Χ., ο Δαγών ήταν ο επικεφαλής του πανθέου της πόλης που αποτελούνταν από περίπου 200 θεότητες και έφερε τον τίτλο «Ο Άρχοντας των θεών» και «Ο άρχοντας της γης». Η σύζυγος του ήταν αναγνωρισμένη ως η «Κυρία». Και οι δύο λατρεύονταν σε ένα μεγάλο συγκρότημα του ναού που ονομαζόταν «Σπίτι του Αστεριού». Ένα ολόκληρο τμήμα της Έμπλα και μία από τις πύλες της είχαν πάρει τ' όνομά του.
Ως θεότητα κατείχε σημαντική θέση και σε άλλες πόλεις. Στην Ουγκαρίτ γύρω στο 1300 π.Χ., ο Δαγών είχε ένα μεγάλο ναό και είχε την τρίτη θέση στο πάνθεον μετά από τον πατέρα-θεό και τον Ελ. Σε κάποιες περιπτώσεις ταυτιζόταν ο Δαγών με τον Ελ. Κατά το Βυζαντινό Μέγα Ετυμολογικόν ο Δαγών ήταν ο Κρόνος στη Φοινίκη.
Ο Δαγών αναφέρεται περιστασιακά σε κάποια αρχαία κείμενα των Σουμερίων, αλλά σε μεταγενέστερες Ακκαδικές επιγραφές αναφέρεται ως ένας ισχυρός και πολεμοχαρής προστάτης, και μερικές φορές ταυτίζεται με τον Ενλίλ. Σύζυγός του σύμφωνα με ορισμένες πηγές ήταν η θεά Σάλα, που εμφανίζεται επίσης και ως σύζυγος του Άνταντ και μερικές φορές ταυτίζεται με την Νινλίλ. Σε άλλα κείμενα, η σύζυγός του είναι η Ισάρα.
Στον πρόλογο του διάσημου νομικού κώδικα του, ο βασιλιάς Χαμουραμπί αυτοαποκαλείται ως «ο νικητής των οικισμών κατά μήκος του Ευφράτη, με τη βοήθεια του Δαγών, του δημιουργού του». Η στήλη του Ασσουρνασιρπάλ ΙΙ αναφέρεται στον Ασσουρνασιρπάλ ως τον αγαπημένο του Άνου και του Δαγών. Σ' ένα Ασσυριακό ποίημα, ο Δαγών εμφανίζεται δίπλα στον Νεργκάλ και Μισαρού ως δικαστής των νεκρών. Ένα μεταγενέστερο βαβυλωνιακό κείμενο τον καθιστά ως δεσμοφύλακα του κάτω κόσμου των επτά παιδιών του θεού Εμεσάρα. Τ' όνομα Δαγών μερικές φορές χρησιμοποιούνταν και ως δεύτερο συνθετικό σε βασιλικά ονόματα.
|
||
Ο ΔΑΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Στη Βίβλο ο Δαγών είναι ένα αναπόσπαστο μέρος από τη θρησκεία των Φιλισταίων. Ο Ιώσηπος («Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» 12.8.1 και «Ιστορία των Ιουδαϊκών Πολέμων» 1.2.3) αναφέρεται σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Δαγών παραπάνω από την Ιεριχώ.
Όταν οι Φιλισταίοι συνέλαβαν τον Σαμψών, οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν για να προσφέρουν μεγάλη θυσία στο Δαγών, το θεό τους, και να πανηγυρίσουν. Ο λαός των Φιλισταίων δοξολογούσαν το Δαγών, που τον παρέδωσε στα χέρια τους, γιατί ο Σαμψών είχε ερημώσει τη χώρα τους και είχε σκοτώσει πολλούς Φιλισταίους. Και όταν ήρθαν στο κέφι έβγαλαν τον Σαμψών από τη φυλακή και τον έφεραν να τους διασκεδάσει. Τον έβαλαν να σταθεί ανάμεσα στις κολόνες του ναού τους, τον χτυπούσαν και διασκέδαζαν με το θέαμα. Το κτίριο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Εκεί ήταν όλοι οι άρχοντες των Φιλισταίων, και πάνω στη στέγη ήταν κάπου τρεις χιλιάδες άντρες και γυναίκες που διασκέδαζαν με τους εμπαιγμούς και τους εξευτελισμούς του Σαμψών. Ο Σαμψών προσευχήθηκε στο Θεό, να του δώσει για τελευταία φορά τη δύναμή του, για να εκδικηθεί μια για πάντα τους Φιλισταίους. Μετά έπιασε τις δύο κεντρικές κολόνες που στήριζαν το ναό και τις έσπρωξε με όλη του τη δύναμη. Ο ναός γκρεμίστηκε κι έπεσε πάνω στους άρχοντες και σ' όλο τον λαό που ήταν εκεί. Έτσι, αυτοί που ο Σαμψών σκότωσε με το θάνατό του ήταν περισσότεροι από εκείνους που είχε σκοτώσει σ' όλη του τη ζωή (Κριταί 16,23-30).
Την εποχή του αρχιερέα Ηλί, οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες, πήραν την Κιβωτό της Διαθήκης και την μετέφεραν από το πεδίο της μάχης, την Αβενέζερ στην Άζωτο (Ασδώδ), στο ναό του θεού τους Δαγών και την τοποθέτησαν κοντά στο άγαλμα του Δαγών. Την άλλη μέρα το πρωΐ οι κάτοικοι της Αζώτου σηκώθηκαν και πήγαν στο ναό του Δαγών για να προσκυνήσουν. Εκεί είδαν το άγαλμα του Δαγών να είναι πεσμένο με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Πήραν λοιπόν το άγαλμα του θεού τους και το τοποθέτησαν πάλι στη θέση του. Την άλλη μέρα το πρωΐ, όταν οι κάτοικοι της Αζώτου σηκώθηκαν και πήγαν στο ναό, είδαν πάλι με έκπληξη το άγαλμα του Δαγών να είναι πεσμένο με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Το κεφάλι του Δαγών ήταν κομμένο και οι δυο παλάμες των χεριών του, είχαν αποκοπεί και βρίσκονταν στο κατώφλι του ναού. Μόνο το σώμα του αγάλματος είχε μείνει σώο στη θέση του. Γι' αυτό οι ιερείς του ναού κι όλοι οι Φιλισταίοι, όσοι έμπαιναν στο ναό του Δαγών στην Άζωτο, δεν πατούσαν στο κατώφλι του ναού, αλλά διασκέλιζαν με πολλή προσοχή το κατώφλι της εισόδου (Α' Βασιλειών 5,1-5).
Οι Φιλισταίοι αφού νίκησαν το Σαούλ και τους Ισραηλίτες στο όρος Γελβουέ, πήγαν την άλλη μέρα και λεηλάτησαν τους νεκρούς. Έβγαλαν την πανοπλία του Σαούλ, του έκοψαν το κεφάλι και πήραν τα όπλα του ως τρόπαια και τα περιέφεραν στη χώρα τους και στους ναούς τους πανηγυρίζοντας τη νίκη τους. Τα όπλα του Σαούλ και των γιων του τα τοποθέτησαν στο ναό της Αστάρτης. Το κεφάλι του το τοποθέτησαν στο ναό του Δαγών και το σώμα του, όπως και των γιων του, τα κρέμασαν στα τείχη της Βαιθσάν (Α' Βασιλειών 31,8-10. Α' Παραλειπομένων 10,8-10).
|
||