ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ
 

ΒΑΑΛ

 

Ο ΒΑΑΛ

 

Ειδώλια του Βάαλ

Ο Βάαλ ήταν ο μεγαλύτερος θεός των Χαναναίων και των Φοινίκων, αλλά και αρκετών σημιτικών λαών της Εγγύς Ανατολής και της βόρειας Αφρικής, όπως των Βαβυλωνίων, Μωαβιτών κ.α. Σύμφωνα με την μυθολογία των Χαναναίων ο Βάαλ ήταν γιος του θεού Ελ. Ήταν προστάτης της γεωργίας, της γονιμότητας και των κατοικίδιων ζώων. Ο Βάαλ εικονιζόταν ένοπλος, με δόρυ στο χέρι και με ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του, σύμβολο πιθανώς του Ήλιου. Άλλοτε τον παρίσταναν με κέρατα βοδιού κι άλλοτε σαν γυναίκα με μεγάλους μαστούς και κρατώντας στο χέρι περιστέρι. Σύμβολο του Βάαλ ήταν ο ταύρος,  και μάλιστα, ο "χρυσός ταύρος".

Ο Βάαλ είναι το πρόσωπο όπου κορυφώνεται η αντίληψη για έναν ευεργέτη θεό όσο και για έναν ήρωα-πολεμιστή. Ήταν ο κυρίαρχος του κεραυνού της αστραπής και της καταιγίδας και κρατούσε ένα βαρύ ρόπαλο φτιαγμένο από πέτρα. Του αποδίδονταν χαρακτηριστικά ουράνιας θεότητας (η βροντή ήταν η φωνή του, οι κεραυνοί τα βέλη του και ήταν εκείνος που έστελνε τη βροχή στη Γη). Από ειρηνική θεότητα εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε πολεμική και διαδόθηκε από τους Φοίνικες σε όλες τις ακτές της Μεσογείου. Αρχικά ήταν θεότητα αρσενική και θηλυκή μαζί, αργότερα όμως χωρίστηκε στον αρσενικό Βάαλ, και στη θηλυκή θεότητα και σύζυγό του Βααλάθ. Σε άλλους λαούς σύζυγος του Βάαλ ήταν η Αναΐς.

 

Ο Βάαλ ήταν γνωστός με διάφορες προσωνυμίες, συχνά σχηματισμένες από την ονομασία των τόπων της λατρείας του. Από την εβραϊκή παράδοση προέρχονται, παραλλαγμένες σε ονόματα διαβόλων, οι Μπελφεγκόρ και Μπελζεμπούλ (Βεελζεβούλ). Η πρώτη σημαίνει Βάαλ του Φεγκόρ, ενός βουνού  που βρισκόταν κοντά στη Νεκρά θάλασσα, ενώ η δεύτερη, Μπέλ-Ζεμπούλ, σημαίνει  Βάαλ των μυγών. Οι κάτοικοι της Συχέμ, την εποχή των Κριτών του Ισραήλ, τον αποκαλούσαν Βααλβερίθ (Βαιθηλβερίθ) (Κριτές 9,46), που σύμφωνα με κάποιους μελετητές σημαίνει Βάαλ της Βηρυτού (Βααλμπεϊρήτ), ενώ κατ’ άλλους τη συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

Κάποιοι ταύτισαν τον Βάαλ με τον Μολώχ, ενώ οι αρχαίοι Έλληνες τον ταύτισαν με τον Κρόνο και με τον Δία, ενώ στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Βήλος.

 

 

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΑΛ

 

Η λατρεία του Βάαλ

Τόποι της λατρείας του ήταν κυρίως τα υψώματα, τα σημεία που βρίσκονταν πιο κοντά στον ουρανό, ακόμη και οι στέγες των σπιτιών. Τυπικά ιερά αφιερωμένα σε αυτόν ήταν τα μπαμόθ (= υψώματα), τα πιο ολοκληρωμένα από τα οποία περιλάμβαναν ένα ξέφωτο πλάτους περίπου 30 μέτρων, όπου στέκονταν οι πιστοί, μια λαξευμένη σπηλιά για τους ιερείς, μερικές πέτρινες στήλες με διάφορα σκαλίσματα, στημένες γύρω από μια μικρότερη στήλη που λεγόταν βαίτυλος, ένα είδος βωμού που τον αποτελούσαν ένας πέτρινος όγκος, κλαδιά ή πάσσαλοι μπηγμένοι στο έδαφος, ένας λάκκος προοριζόμενος για τα κατάλοιπα των θυμάτων και δεξαμενές νερού. Όλα αυτά τα περιέβαλε ένας φράκτης.

 

ενώ στους βωμούς του γίνονταν ανθρωποθυσίες. Ο Ηρόδοτος περιγράφει τον ναό του στη Βαβυλώνα και αναφέρει ότι στον τελευταίο πύργο του υπήρχε μια μεγάλη κλίνη καλοστρωμένη και κοντά της ένα χρυσό τραπέζι. Στο κρεβάτι αυτό αναπαυόταν ο ίδιος ο θεός, με μια ιθαγενή γυναίκα την οποία διάλεγε μέσω των ιερειών (ιερόδουλων).

 

 

 

Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΧΑΝΑΝΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΑΛ

 

Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΑΛ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΜ ΝΑΧΑΡ

 

Σύμφωνα με τη μυθολογία των Χαναναίων, ο Βάαλ και ο Γιαμ Ναχάρ ήταν οι δύο γιοι του ανώτερου θεού Ελ και της γυναίκας του, Αστορέθ.

Όταν ο θεός της θάλασσας Γιαμ Ναχάρ έχτιζε το ανάκτορό του, εποφθαλμιούσε την πρωτοκαθεδρία που είχε ο Βάαλ μεταξύ των θεών και έψαχνε να βρει αφορμή να τον σκοτώσει. Μια ημέρα, παρουσιάστηκε στο συμβούλιο των θεών, και με θράσος, ζήτησε από τον Ελ την θανάτωση του Βάαλ!
Ο ανώτατος θεός Ελ του είπε τότε, σε σαρκαστικό τόνο, πως δεν είχε αντίρρηση για κάτι τέτοιο και εάν πίστευε πως ήταν αρκετά ικανός να σκοτώσει τον Βάαλ, δεν είχε παρά να βάλει σε εφαρμογή τα λόγια του!

Ωστόσο, ο Γιαμ Ναχάρ δεν πρόλαβε να παλέψει ο ίδιος με τον Βάαλ, διότι η αδελφή του Βάαλ και θεά του πολέμου Ανάθ, οργίστηκε τόσο πολύ με την μοχθηρία του θεού της θάλασσας, που δίχως δεύτερη σκέψη άρπαξε ένα "μαγικό ρόπαλο" το οποίο ανήκε στον Βάαλ, και μαζί με την θεά Αστάρτη επιτέθηκε στον Γιαμ Ναχάρ. Η μάχη που επακολούθησε δεν διήρκεσε πολύ χρόνο, μιας και οι δυο θεές ήταν ακαταμάχητες στον πόλεμο και σκότωσαν τον κακοήθη θεό, πριν προλάβει ο τελευταίος να προβάλλει σοβαρή αντίσταση.
Έτσι, με τον θάνατο του Γιαμ Ναχάρ, κανένα εμπόδιο δεν υπήρχε πλέον για να καθήσει ο Βάαλ στον βασιλικό θρόνο των θεών.

 

Σύμφωνα με μύθο της Ουγκαρίτ, ο θεός των υδάτων, Γιαμ Ναχάρ, μονομάχησε με τον Βάαλ, τον οποίο μισούσε θανάσιμα. Ο Γιαμ ζήλευε τον αδελφό του και απαίτησε οι θεοί να κάνουν τον Βάαλ σκλάβο του. Οι θεοί συμφώνησαν γιατί φοβούνταν τη δύναμη του Γιαμ. Ο θεός Κοθάρ (ή Κοθάρ-ου-Κασίς), όμως, έδωσε στον Βάαλ δύο όπλα: το Αϊμούρ («οδηγό») και τον Γιαγκρούς («κυνηγό»). Ο Βάαλ επιτέθηκε στον Γιαμ με αυτά τα όπλα και τον έριξε στο χώμα. Θα τον σκότωνε, αλλά τον συγκράτησε η μητέρα του, η Αστορέθ, που είπε ότι ο Γιαμ βρισκόταν πλέον υπό την προστασία των θεών.

 

 

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΑΝΑΚΤΟΡΟΥ ΤΟΥ ΒΑΑΛ

 

Το παλάτι του Βάαλ βρίσκεται
στα βόρεια της αρχαίας πόλης Ουγκαρίτ
στη σημερινή Συρία

Μετά την νίκη επί του Γιαμ, ο Βάαλ έγινε ο βασιλιάς των θεών, αλλά δεν είχε ένα ανάκτορο για να μείνει. Γι' αυτό μαζί με την αδελφή του Ανάθ παρακάλεσαν την θεά Ασεράχ να μεσολαβήσει στον Ελ, έτσι ώστε να τους επιτρέψει να χτίσουν ένα παλάτι στο όρος Σαφόν (Χαναάν, βόρεια Συρία).
Ο Ελ έδωσε την έγκρισή του για την ανέγερση του παλατιού του γιου του, και έτσι, οι αγγελιοφόροι των θεών κάλεσαν από την Αίγυπτο τον φημισμένο τεχνίτη Κοθάρ - ου - Χασίς, να έλθει στην Χαναάν να αναλάβει αυτό το έργο. Όταν ο τελευταίος άρχισε τις συζητήσεις με τον Βάαλ σχετικά με τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε για την κατασκευή, όπως επίσης και για την δομή που θα είχε το κτίσμα, προέκυψε μια σχεδόν κωμικής φύσης διαφωνία μεταξύ τους! Ο Βάαλ δεν ήθελε να υπάρχει στο ανάκτορό του, κανένα παράθυρο, έτσι ώστε να μην τον βλέπουν απ' έξω οι εχθροί του και ακόμη χειρότερα, να μην επιχειρούσε κάποιος απ' αυτούς να εισβάλλει μέσα από αυτό στο ανάκτορό του!

 

Ο Κόθαρ - ου - Χασίς χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη την πειθώ του για να μεταστρέψει αυτήν την επιθυμία του Βάαλ, λέγοντας ότι ένα ανάκτορο δίχως έστω και ένα παράθυρο θα φαινόταν ως δείγμα αδυναμίας μπροστά σε θεούς και ανθρώπους, πράγμα που δεν ταίριαζε με το θάρρος για το οποίο φημιζόταν ο γιος του Ελ!
Ο Βάαλ υποχρεώθηκε να συμφωνήσει, ωστόσο η ανησυχία για την ύπαρξη του παραθύρου στο ανάκτορό του, ακόμη τον κατέτρωγε! Τότε, ο Κόθαρ-ου-Χασίς πρότεινε στον βασιλιά των θεών μια χρυσή λύση, πολύ χαμηλά στο κτίριο θα κατασκεύαζε ένα παράθυρο που θα χρησίμευε επίσης και ως η θύρα του ανακτόρου, απ' όπου ο Βάαλ θα έστελνε συνεχώς προς την γη τις βροντές και τις αστραπές, μιας και οι τελευταίες εμπίπταν στις αρμοδιότητες του θεού, και έτσι, δεν θα υπήρχε θεός ή άνθρωπος που θα μπορούσε να μπει στο παλάτι χωρίς την έγκριση του Βάαλ, αφού οποιαδήποτε λαθραία εισβολή θα ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη, λόγω των κεραυνών που θα έπεφταν πάνω στον παραβάτη!
Ο Βάαλ όταν άκουσε την σκέψη αυτή του σοφού Αιγύπτιου τεχνίτη καταχάρηκε και δέχθηκε, την πρότασή του, όντας πλέον σίγουρος για την ασφάλεια του ανακτόρου του.

Η αδελφή του Βάαλ, η φοβερή Ανάθ (θέα του έρωτα και του πολέμου), έκανε κάποτε μεγάλη γιορτή στο παλάτι, όπου κάλεσε τους εχθρούς του Βάαλ. Αφού μαζεύτηκαν όλοι, έκλεισε τη πόρτα και τους σκότωσε. Λέγεται ότι το αίμα έφτασε στα γόνατα της κι αυτή κρέμασε τα κεφάλια των θυμάτων γύρω από τον λαιμό της.

 

 

Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΑΛ ΜΕ ΤΟΝ ΜΟΤ

 

Η διαμάχη ανάμεσα στον θεό Βάαλ και στον θεό του Κάτω Κόσμου Μοτ, κατέχει κεντρική θέση στην Μυθολογία της Χαναάν. Έχοντας εξοντώσει τον αδελφό και αντίπαλό του, το θεό της θάλασσας Γιαμ, ο Βάαλ δήλωσε εχθρός του Μοτ, θεού του θανάτου και της στειρότητας. Είπε ότι δεν θα τιμήσει τον Μοτ, που ήταν ο νέος ευνοούμενος του ανώτερου θεού Ελ. Το μήνυμα που έστειλε ο Μοτ (το περιεχόμενο του είναι, δυστυχώς, άγνωστο) ήταν τόσο τρομακτικό, που ο Βάαλ λύγισε και δήλωσε σκλάβος του για πάντα.

 

Κάποτε, ο Μοτ σκότωσε τον βασιλιά των θεών, δίχως να γνωρίζουμε τον τρόπο, και έτσι, ο Βάαλ κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο μέσα από τον λάρυγγα του θεού του νεκρικού βασιλείου, ο οποίος ήταν η πύλη εισόδου στον Άδη.

Μετά τον θάνατο του Βάαλ, η Ανάθ, που ήταν η αδελφή του Βάαλ, απαρηγόρητη θρηνούσε με γοές και αναφιλητά, που σπάραζαν τις ψυχές όλων των υπολοίπων θεών, τον θάνατο του αγαπημένου της αδελφού. Η Ανάθ μετέφερε το σώμα του στο όρος Σαφόν (Χαναάν, βόρεια Συρία) για να το θάψει. Για 7 χρόνια, ο Βάαλ κείτονταν νεκρός. Ήταν χρόνια ξηρασίας και λιμού, καθώς ο Μοτ ήταν ο θεός της άγονης γης και του θανάτου. Τελικά, η Ανάθ, οργισμένη, αναζήτησε τον αδελφό της. Όταν ο Μοτ είπε ότι τον είχε κατασπαράξει, η Ανάθ, τον έπιασε, τον χτύπησε με το σπαθί της, τον έκαψε με φωτιά, τον έτριψε στο μύλο της και τον παράχωσε στο έδαφος.


Την στιγμή που ο Μοτ, έπεφτε νεκρός, ο πρωταρχικός θεός Ελ έβλεπε κατά την διάρκεια του ύπνου του ένα όνειρο που του έδειχνε τον Βάαλ ζωντανό! Χαρούμενος ξύπνησε και πληροφόρησε την Ανάθ για το όνειρο που είδε, αναπτερώνοντας τις ελπίδες της, ότι θα έβλεπε και πάλι δίπλα της τον αδερφό της. Ωστόσο, παρά τους καλούς οιωνούς, ο Βάαλ δεν εμφανίστηκε, και όσο περνούσαν οι ημέρες δίχως να υπάρχει κάποιο νέο απ' αυτόν, τόσο η απελπισία, ανάμεσα στους θεούς, μεγάλωνε.

Τότε βρήκε την ευκαιρία η θεά Ασεράχ να θέσει θέμα για τον βασιλικό θρόνο των θεών προς όφελος του γιού της Αστάρ. Όμως, ο τελευταίος δεν μπόρεσε να αρπάξει την εξουσία από τον Βάαλ, έστω και εάν ο τελευταίος λογιζόταν ανάμεσα στους νεκρούς, διότι μόλις κάθησε πάνω στον θρόνο, ο δεύτερος φαινόταν σαν να κατάπινε τον γιο της Ασεράχ, δεδομένου ότι ο Αστάρ ήταν νάνος. Έτσι, απορρίφθηκε η αίτηση του θεού αυτού να γίνει βασιλιάς.

Επτά χρόνια πέρασαν από τότε που χάθηκε ο Βάαλ και σαν να μην ήταν αρκετό το πένθος γι' αυτό το γεγονός, ήλθε να προστεθεί και η ξηρασία της γης, αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απουσίας του Βάαλ, ο οποίος, εκτός των άλλων, ήταν και ο θεός της γονιμότητας.

Όταν πέρασαν τα επτά αυτά χρόνια, τόσο ο Βάαλ όσο και ο Μοτ αναστήθηκαν και άρχισαν ξανά τον πόλεμο μεταξύ τους, ο οποίος ήταν πολύ πιο σφοδρός και επίμονος απ' ότι ήταν στην πρώτη φάση του.
Εν τέλει, η θεά Σαπάς, μια πολύ αγαπητή μορφή στην Χαναάν, έπαιξε τον ρόλο του ειρηνοποιού και του μεσολαβητή ανάμεσα στους δύο αντιμαχόμενους θεούς, προσπαθώντας να τους συμφιλιώσει και να τους κάνει να ξεχάσουν το θανάσιμο μίσος που αισθανόταν ο ένας για τον άλλο. Πράγμα που φαίνεται ότι κατάφερε στο τέλος, μιας και ο Βάαλ ανέλαβε πάλι τον θρόνο του, ενώ ο Μοτ επέστρεψε στον Κάτω Κόσμο με την παλιά ιδιότητα του, ως φύλακας και κυρίαρχος του βασιλείου των νεκρών.

 

 

Ο ΒΑΑΛ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

 

Οι Χαναναίοι λάτρευαν τον Βάαλ σαν κυρίαρχο της χώρας τους και η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει απειλές για τους Ιουδαίους που αλλαξοπίστησαν και προτροπές, για να ξαναγυρίσουν στη θρησκεία των πατέρων τους. Τη λατρεία του ανάμεσα στους Εβραίους καταπολέμησαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, καταδικάζοντας με τα βιβλία τους την ειδωλολατρική αυτή τάση.

Οι κάτοικοι της Συχέμ, την εποχή των Κριτών, τον αποκαλούσαν Βααλβερίθ (Κριτές 9,4), που σύμφωνα με κάποιους μελετητές σημαίνει Βάαλ της Βηρυτού, ενώ κατ’ άλλους τη συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Στο ίδιο κεφάλαιο αποκαλείται και Βαιθηλβερίθ (Κριτές 9,46). Ο Βάαλ σε άλλα βιβλία στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται και ως Βααλφεγώρ ή Βεελφεγώρ (Αριθμοί 25,3. 25,5. Δευτερονόμιο 4,3. Ψαλμοί 105,28) ή ως Βααλίμ (Κριταί 2,11. 8,33. 10,6. Α' Βασιλειών 7,4. 12,10). Ο Βάαλ στο Δ' Βασιλειών αποκαλείται ως θεός των μυϊών και της Ακκαρών (Δ' Βασιλειών 1,2-3. 1,6. 1,16).

 

Είναι βέβαιο, πως η κατασκευή του "χρυσού μόσχου" από τους Ισραηλίτες στην έρημο του Σινά, όταν ο Μωυσής ανέβηκε να πάρει τις δέκα εντολές, ήταν επηρεασμένη από τη θρησκεία των Χαναναίων. Όταν ο Βαλάκ είχε καλέσει το Βαλαάμ για να καταραστεί τους Ισραηλίτες, την πρώτη φορά τον ανέβασε σε κάποιο ψηλό σημείο, όπου υπήρχε μια ειδωλολατρική στήλη προς τιμή του Βάαλ, και από κει του έδειξε ένα κομμάτι του ισραηλιτικού λαού (Αριθμοί 22,41).

Μετά οι Ισραηλίτες είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή Σαττείν, κοντά στην κοιλάδα της Μωάβ. Εκεί άρχισε να πορνεύεται με τις Μωαβίτισσες και τις Μαδιανίτισσες. Αυτές τους προσκάλεσαν να συμμετάσχουν στις θυσίες των θεών τους και λάτρεψαν το Βάαλ. Ο Θεός οργίστηκε πάρα πολύ με τους Ισραηλίτες που πήραν μέρος στη λατρεία του Βάαλ και άρχισε να θανατώνει τους Ισραηλίτες. Τότε ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ, πήρε ένα δόρυ και μ' αυτό σκότωσε ένα Ισραηλίτη, που είχε φέρει στο στρατόπεδο μια Μαδιανίτισσα. Τότε σταμάτησε η συμφορά του Κυρίου ανάμεσα στους Ισραηλίτες (Αριθμοί 25,1-17).

Στη συνέχεια ο Θεός, ενώπιον του ισραηλιτικού λαού, κατέστρεψε με θαυματουργικό τρόπο το είδωλο του Βάαλ (Δευτερονόμιο 4,3). Αμέσως μετά το θάνατο του Ιησού του Ναυή, οι Ισραηλίτες άρχισαν να ξεχνούν τις παραδόσεις τους και τον Κύριο, λατρεύοντας άλλους θεούς, όπως το Βάαλ, την Αστάρτη και την Ασταρώθ (Ιησούς του Ναυή 24,33. Κριταί 2,11-13. 10,6. Α' Βασιλειών 12,10. Ψαλμοί 105,28).

 

Την εποχή των Κριτών, ο Γεδεών, με εντολή του Κυρίου, κατέστρεψε το θυσιαστήριο του Βάαλ, που υπήρχε στην περιοχή του πατέρα του. Κατέστρεψε και το ιερό δάσος που ήταν γύρω από το θυσιαστήριο. Έπειτα σε εκείνο το σημείο, έχτισε θυσιαστήριο και πρόσφερε θυσία στον Κύριο.

Επειδή οι κάτοικοι της περιοχής θέλησαν να πάρουν εκδίκηση, ο Γεδεών τους απάντησε: «Εσείς θ' αγωνιστείτε για το Βάαλ; Αν ο Βάαλ είναι πραγματικός θεός, ας πάρει εκδίκηση ο ίδιος για την καταστροφή του θυσιαστηρίου του» και ονόμασε τον εαυτό του «Ιεροβάαλ», λέγοντας "ο Βάαλ ας πάρει εκδίκηση για την καταστροφή του θυσιαστηρίου του" (Κριτές 6,25-32). Μετά το θάνατο του Γεδεών, οι Ισραηλίτες άρχισαν πάλι να λατρεύουν το Βάαλ και τον έκαναν θεό τους. Ξέχασαν τον Κύριο, που τους είχε ελευθερώσει από όλους τους εχθρούς ολόγυρά τους (Κριτές 8,33-35).

Την περίοδο του Γεδεών οι κάτοικοι της Συχέμ λάτρευαν το Βάαλ. Από το βιβλίο των Κριτών μαθαίνουμε ότι υπήρχε ναός του Βάαλ στην πόλη και κάτοικοι έκαναν γιορτές προς τιμήν του. Συγκεκριμένα ο γιος του Γεδεών από μια παλλακίδα του, ο Αβιμέλεχ, ο οποίος ήθελε να γίνει αρχηγός των Ισραηλιτών, πήγε στη Συχέμ και πήρε με το μέρος του τους συγγενείς της μητέρας του και ύστερα όλους τους κατοίκους της Συχέμ. Αυτοί έδωσαν στον Αβιμέλεχ εβδομήντα ασημένιους σίκλους από το ναό του Βάαλ και μ' αυτά μίσθωσε τυχοδιώκτες και αδίστακτους ανθρώπους. Ύστερα πήγε στο σπίτι του πατέρα του, στην Εφραθά, και σκότωσε όλους τους γιους του Γεδεών, συνολικά εβδομήντα, εκτός από ένα που κρύφτηκε (Κριτές 9,1-6).

Τρία χρόνια αργότερα οι κάτοικοι της Συχέμ έκαναν γιορτή στο ναό του Βάαλ, έφαγαν και ήπιαν, και αναθεμάτισαν τον Αβιμέλεχ (Κριτές 9,26-27). Μετά την καταστροφή της Συχέμ από τον Αβιμέλεχ, οι άνδρες που ήταν κλεισμένοι στο φρούριο της Συχέμ, κλείστηκαν στο ναό του Βάαλ, ο οποίος καλείται εδώ με τ' όνομα Βαιθηλβερίθ. Ο Αβιμέλεχ μαζί με τους άνδρες του έβαλε φωτιά στο ναό του Βάαλ και έκαψε όλους όσους ήταν μέσα, περίπου χίλιοι άντρες και γυναίκες (Κριτές 9,46-49).

Μετά την επιστροφή της Κιβωτού από τους Φιλισταίους, ο Σαμουήλ ζήτησε από τους Ισραηλίτες να εγκαταλείψουν τα είδωλα και να λατρέψουν τον αληθινό Θεό. Έτσι οι Ισραηλίτες πέταξαν τα είδωλα του Βάαλ και της Αστάρτης, και λάτρευαν μόνο τον Κύριο (Α' Βασιλειών 7,4).

 

Την εποχή του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, και του προφήτη Ηλία, βασιλιάς της Σιδώνας ήταν ο Ιεθεβαάλ Α' (Εθβαάλ), ο οποίος ήταν ο πατέρας της Ιεζάβελ, συζύγου του Αχαάβ. Ο ίδιος, όπως και η κόρη του, ήταν ειδωλολάτρες και πίστευαν στο Βάαλ και την Αστάρτη. Ο Αχαάβ μάλιστα, παρασυρμένος από την Ιεζάβελ, λάτρεψε το Βάαλ και έχτισε στη Σαμάρεια, ναό και θυσιαστήριο προς τιμήν του Βάαλ (Γ' Βασιλέων 16,31-32).

Λίγο καιρό αργότερα ο προφήτης Ηλίας ζήτησε από το βασιλιά Αχαάβ να συγκεντρώσει όλους τους Ισραηλίτες στο όρος Κάρμηλος, όπως επίσης και τους 450 ιερείς του Βάαλ και τους 400 ιερείς των δασών της Αστάρτης, τους προστατευόμενους της βασίλισσας Ιεζάβελ. Ο Αχαάβ έκανε όπως του ζήτησε ο προφήτης. Συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες και τους ψευδοπροφήτες στο όρος Κάρμηλος. Ο Ηλίας, αφού μίλησε στο λαό, ζήτησε να φέρουν δύο μοσχάρια, το ένα για τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης και το άλλο για τον ίδιο. Έπειτα τους είπε να επικαλεστούν οι ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης το θεό τους και ο ίδιος το όνομα του Κυρίου και όποιος θεός ακούσει την προσευχή και στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, αυτός θα είναι ο αληθινός θεός. Κι όλος ο λαός συμφώνησε μαζί του (Γ' Βασιλέων 18,15-24).

Τότε οι ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης πήραν το μοσχάρι, το ετοίμασαν κι έπειτα προσευχήθηκαν στο Βάαλ να βάλει φωτιά στο θυσιαστήριο. Έτρεχαν και χοροπηδούσαν γύρω από το θυσιαστήριο παρακαλώντας το Βάαλ ν' απαντήσει στις προσευχές τους. Αλλά ο Βάαλ ούτε τους άκουγε ούτε τους απαντούσε. Έπειτα άρχισαν να φωνάζουν πιο δυνατά και να κάνουν χαρακιές στο σώμα τους, όπως συνήθιζαν, με ξίφη και με λόγχες, ώσπου το αίμα άρχισε να τρέχει πάνω τους. Είχε φτάσει απόγευμα αλλά καμιά φωνή ή απάντηση δεν ερχόταν, ούτε κάποιο σημάδι ότι είχαν εισακουστεί (Γ' Βασιλέων 18,25-29).

Τότε ο Ηλίας είπε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης ν' απομακρυνθούν και ετοίμασε κι αυτός το μοσχάρι για το ολοκαύτωμα. Ύστερα έκανε γύρω από το θυσιαστήριο ένα μεγάλο αυλάκι. Στοίβαξε τα ξύλα πάνω στο θυσιαστήριο, κομμάτιασε το μοσχάρι και το τοποθέτησε πάνω στα ξύλα. Ύστερα ζήτησε να φέρουν τέσσερις κάδους νερό και να τους χύσουν πάνω στα ξύλα. Αυτό το επανέλαβαν άλλες δύο φορές και το νερό έτρεξε γύρω από το θυσιαστήριο, και γέμισε το αυλάκι.

Αμέσως μετά ο Ηλίας προσευχήθηκε με μεγάλη κραυγή στον ουρανό και ζήτησε από τον Κύριο ν' ακούσει την προσευχή του και να στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, ώστε να μάθει ο λαός ποιος είναι ο αληθινός θεός. Τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα και τα ξύλα, κι έκαψε ακόμα τις πέτρες και το χώμα, καθώς και το νερό που υπήρχε στο αυλάκι. Όταν ο λαός είδε αυτό το θαυμαστό γεγονός, έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε τον Κύριο. Τότε ο Ηλίας είπε στο λαό να συλλάβουν τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης, και ύστερα τους πήγαν στο χείμαρρο Κισσών και τους έσφαξαν εκεί (Γ' Βασιλέων 18,29-40).

 

Όλοι οι διάδοχοι του Ιεροβοάμ στο βασίλειο του Ισραήλ, ακολούθησαν την ίδια αμαρτωλή ζωή και οδήγησαν και το λαό στην ειδωλολατρία. Λάτρεψαν τα είδωλα του Βάαλ και τα προσκύνησαν, παροργίζοντας τον Κύριο (Γ' Βασιλέων 22,53-54). Μετά το θάνατο του Αχαάβ, όταν ο βασιλιάς Οχοζίας έπεσε από το υπερώο του παλατιού του στη Σαμάρεια και τραυματίστηκε, έστειλε αγγελιαφόρους να πάνε στην Ακκαρών και να ρωτήσουν τον Βάαλ, εάν θα διαφύγει τον θάνατο από τον τραυματισμό του. Όμως οι αγγελιαφόροι δεν έφτασαν ποτέ στην Ακκαρών, γιατί ο προφήτης Ηλίας σταλμένος από τον Κύριο, τους πρόλαβε στο δρόμο (Δ' Βασιλειών 1,1-4. 1,6. 1,16). Ο Ιωράμ, γιος του Αχαάβ, αν και έζησε μέσα στην αμαρτία, έβγαλε τις ειδωλολατρικές στήλες του Βάαλ, που είχε στήσει ο πατέρας του μέσα στο λαό και τις συνέτριψε (Δ' Βασιλειών 1,18β-δ. 3,2-3).

 

Στην Αγία Γραφή αναφέρεται ακόμη ως αρχηγός των κακών πνευμάτων και οι Φαρισαίοι κατηγόρησαν τον Χριστό ότι έκανε θαύματα στο όνομά του.