ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ- ΚΕΦ. 22-31

 

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΑΝΔΡΩΝ

ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΑΓΟΥΡ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΕΜΟΥΗΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22- ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΑΝΔΡΩΝ

Παρ. 22,17         Λόγοις σοφῶν παράβαλλε σὸν οὗς καὶ ἄκουε ἐμὸν λόγον, τὴν δὲ σὴν καρδίαν ἐπίστησον, ἵνα γνῷς, ὅτι καλοί εἰσι·

Παρ. 22,17               Πλησίασε και τέντωσε το αυτί σου, να ακούσης λόγια σοφών και εναρέτων. Ακουε τα λόγια μου. Καμε προσεκτικόν τον νουν σου εις αυτά, που σε διδάσκω, δια να καταλάβης ότι οι λόγοι μου αυτοί είναι καλοί και ωφέλιμοι.

Παρ. 22,18         καὶ ἐὰν ἐμβάλῃς αὐτοὺς εἰς τὴν καρδίαν σου, εὐφρανοῦσί σε ἅμα ἐπὶ σοῖς χείλεσιν,

Παρ. 22,18               Και εάν αυτούς τους λόγους τους βάλης και τους κλείσης ως πολύτιμον θησαυρόν εις την καρδίαν σου, ώστε να κανονίζουν την ζωήν σου, ανερχόμενοι εις τα χείλη σου θα σου δημιουργούν χαράν και ικανοποίησιν.

Παρ. 22,19         ἵνα σου γένηται ἐπὶ Κύριον ἡ ἐλπὶς καὶ γνωρίσῃ σοι τὴν ὁδόν σου.

Παρ. 22,19               Ταύτα πράττων θα αποκτήσης σταθεράν την ελπίδα σου επί τον Κυριον. Ο δε Κυριος θα σε φωτίση και θα σε καθοδήγηση να γνωρίσης και ακολουθήσης την ευθείαν και καλήν πορείαν στον βίον σου.

Παρ. 22,20         καὶ σὺ δὲ ἀπόγραψαι αὐτὰ σεαυτῷ τρισσῶς εἰς βουλὴν καὶ γνῶσιν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου.

Παρ. 22,20              Και συ γράψε εντός σου αυτούς τους λόγους τρεις φορές, εις τρεις θέσεις της ψυχής σου. Εις την θέλησίν σου, δια να είναι αγαθή, εις την γνώσιν σου, δια να είναι αληθής, στο πλάτος της καρδίας σου ώστε να πλημμυρίζουν ολόκληρον την ψυχήν σου.

Παρ. 22,21         διδάσκω οὖν σε ἀληθῆ λόγον καὶ γνῶσιν ἀγαθὴν ὑπακούειν, τοῦ ἀποκρίνεσθαί σε λόγους ἀληθείας τοῖς προβαλλομένοις σοι.

Παρ. 22,21               Σε διδάσκω, λοιπόν, λόγια αληθινά, γνώσιν αγαθήν και ωφέλιμον, εις την οποίαν να υπακούης, ώστε να είσαι εις θέσιν να απαντάς με λόγια αληθινά εις εκείνους, οι οποίοι σου προβάλλουν αντιρρήσεις η και απορίας.

Παρ. 22,22         Μὴ ἀποβιάζου πένητα, πτωχὸς γάρ ἐστι, καὶ μὴ ἀτιμάσῃς ἀσθενῆ ἐν πύλαις·

Παρ. 22,22              Μη αρπάζης από τον πτωχόν· μη τον εκβιάζης να σου πληρώση οπωσδήποτε το χρέος του, διότι αυτός είναι πτωχός και αδύνατος. Μη τον σύρης και τον εξευτελίσης εις τα δικαστήρια, που συνεδριάζουν πλησίον εις τας πύλας των πόλεων.

Παρ. 22,23         ὁ γὰρ Κύριος κρινεῖ αὐτοῦ τὴν κρίσιν, καὶ ῥύσῃ σὴν ἄσυλον ψυχήν.

Παρ. 22,23              Διότι ο ίδιος ο Κυριος θα αναλάβη την υπεράσπισιν και θα δικάση την υπόθεσιν του πτωχού. Αυτά όταν σκέπτεσαι, θα σώσης αβλαβή την ψυχήν σου.

Παρ. 22,24         μὴ ἴσθι ἑταῖρος ἀνδρὶ θυμώδει, φίλῳ δὲ ὀργίλῳ μὴ συναυλίζου,

Παρ. 22,24              Μη γίνεσαι σύντροφος και μη συνεταιρίζεσαι με άνθρωπον θυμώδη. Μη συγκατοικής και μη συναναστρέφεσαι με φίλον ευέξαπτον·

Παρ. 22,25         μήποτε μάθῃς τῶν ὁδῶν αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους τῇ σῇ ψυχῇ.

Παρ. 22,25              μήπως τυχόν και συ μάθης και ακολουθήσης τον τρόπον της ζωής εκείνων και βάλης βρόχους γύρω από τον λαιμόν σου και περιπέσης εις μεγάλας περιπετείας και κινδύνους.

Παρ. 22 ,26        μὴ δίδου σεαυτὸν εἰς ἐγγύην αἰσχυνόμενος πρόσωπον·

Παρ. 22,26              Μη δίδης τον εαυτόν σου εγγυητήν λόγω εντροπής και συστολής απέναντι κάποιου γνωστού σου προσώπου.

Παρ. 22,27         ἐὰν γὰρ μὴ ἔχῃς πόθεν ἀποτίσῃς, λήψονται τὸ στρῶμα τὸ ὑπὸ τὰς πλευράς σου.

Παρ. 22,27              Διότι εάν δεν θα έχης από που να πληρώσης την εγγύησιν, θα σου πάρουν και αυτό τούτο το στρώμα, που το βάζεις κάτω από το σώμα σου, δια να αναπαυθής.

Παρ. 22,28         μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου.

Παρ. 22,28              Μη μετακινής τα παλαιότατα σύνορα των αγρών, τα οποία έθεσαν οι πρόγονοί σου.

Παρ. 22,29         ὁρατικὸν ἄνδρα καὶ ὀξὺν ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ βασιλεῦσι δεῖ παρεστάναι καὶ μὴ παρεστάναι ἀνδράσι νωθροῖς.

Παρ. 22,29              Ο διορατικός άνθρωπος, που ενεργεί με ετοιμότητα αντιλήψεως και δραστηριότητα εις τα έργα του, είναι πρέπον να παραστέκεται κοντά στους βασιλείς, δια να τους καθοδηγή και να μη χάνεται υπηρετών νωθρούς και οκνηρούς ανθρώπους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23- ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΑΝΔΡΩΝ

Παρ. 23,1          Ἐὰν καθίσῃς δειπνεῖν ἐπὶ τραπέζης δυναστῶν, νοητῶς νόει τὰ παρατιθέμενά σοι

Παρ. 23,1                  Εάν παρακαθήσης στο τραπέζι αρχόντων η πλουσίων, δια να συμφάγης με αυτούς, πρόσεξε πολύ εις τα φαγητά, που παραθέτουν ενώπιόν σου.

Παρ. 23,2          καὶ ἐπίβαλλε τὴν χεῖρά σου, εἰδὼς ὅτι τοιαῦτά σε δεῖ παρασκευάσαι· εἰ δὲ ἀπληστότερος εἶ,

Παρ. 23,2                 Απλωνε το χέρι σου με κάποιον περίσκεψιν και συστολήν, έχων υπ' όψιν σου ότι και συ, όταν θελήσης να ανταποδώσης το γεύμα, κάτι τέτοια φαγητά είσαι υποχρεωμένος να παρασκευάσης. Εάν δε είσαι λαίμαργος και άπληστος εις τα φαγητά,

Παρ. 23,3          μὴ ἐπιθύμει τῶν ἐδεσμάτων αὐτοῦ, ταῦτα γὰρ ἔχεται ζωῆς ψευδοῦς.

Παρ. 23,3                 μη αφήσης να κινηθής από την επιθυμίαν των ωραίων φαγητών, διότι αυτά πιθανόν να προέρχωνται από αδικίας και πάντως δίδουν ψευδή αντίληψιν περί της ζωής.

Παρ. 23,4          μὴ παρεκτείνου πένης ὢν πλουσίῳ, τῇ δὲ σῇ ἐννοίᾳ ἀπόσχου.

Παρ. 23,4                 Μη απλώνεσαι και μη αμιλλάσαι να φθάσης τον πλούσιον, ενώ συ είσαι φτωχός. Απομάκρυνε τον νουν σου από αυτά.

Παρ. 23,5          ἐὰν ἐπιστήσῃς τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτόν, οὐδαμοῦ φανεῖται· κατεσκεύασται γὰρ αὐτῷ πτέρυγες ὥσπερ ἀετοῦ, καὶ ὑποστρέφει εἰς τὸν οἶκον τοῦ προεστηκότος αὐτοῦ.

Παρ. 23,5                 Εάν προσηλώσης το μάτι σου εις αυτόν τον πλούσιον και ελπίσης εις βοήθειάν του, αυτός θα σε εγκαταλείψη και θα γίνη άφαντος. Διότι ο πλούσιος παίρνει πτερά αετού και φεύγει βιαστικά προς τον οίκον άλλου, ανωτέρου από αυτόν πλουσίου.

Παρ. 23,6          μὴ συνδείπνει ἀνδρὶ βασκάνῳ, μηδὲ ἐπιθύμει τῶν βρωμάτων αὐτοῦ·

Παρ. 23,6                 Μη συντρώγης με φθονερόν άνθρωπον, ούτε και να επιθυμήσης τα ποικίλα φαγητά, που σου παραθέτει.

Παρ. 23,7          ὃν τρόπον γὰρ εἴ τις καταπίοι τρίχα, οὕτως ἐσθίει καὶ πίνει.

Παρ. 23,7                 Οπως εκείνος που έχει καταπιεί μίαν τρίχα και είναι έτοιμος να κάμη εμετόν, ετσι από την πολλήν του στενοχωρίαν τρώγει και πίνει και ο φθονερός άνθρωπος, όταν σε βλέπη απέναντί του.

Παρ. 23,8          μηδὲ πρός σε εἰσαγάγῃς αὐτὸν καὶ φάγῃς τὸν ψωμόν σου μετ᾿ αὐτοῦ· ἐξεμέσει γὰρ αὐτὸν καὶ λυμανεῖται τοὺς λόγους σου τοὺς καλούς.

Παρ. 23,8                 Ούτε και συ να τον προσκαλέσης στο σπίτι σου και να φάγης μαζή με αυτόν το λιτόν φάγητόν σου. Διότι θα αηδιάση και θα κάμη εμετόν το φαγητόν σου. Θα χλευάση δε και θα εμπαίξη τα ευγενή και περιποιητικά σου δι' αυτόν λόγια.

Παρ. 23,9          εἰς ὦτα ἄφρονος μηδὲν λέγε, μήποτε μυκτηρίσῃ τοὺς συνετοὺς λόγους σου.

Παρ. 23,9                 Εις τα αυτιά του ανόητου και ασυνέτου μη λέγης τίποτε, μήπως τυχόν και περιφρονήση τα σοφά και συνετά λόγια σου.

Παρ. 23,10         μὴ μεταθῇς ὅρια αἰώνια, εἰς δὲ κτῆμα ὀρφανῶν μὴ εἰσέλθῃς·

Παρ. 23,10               Μη μεταθέσης τα παλαιά σύνορα των αγρών σου και μη εισέλθης να καταπατήσης το κτήμα των ορφανών.

Παρ. 23,11         ὁ γὰρ λυτρούμενος αὐτοὺς Κύριος κραταιός ἐστι καὶ κρινεῖ τὴν κρίσιν αὐτῶν μετὰ σοῦ.

Παρ. 23,11                Διότι εκείνος ο οποίος γλυτώνει τους ορφανούς και ανυπερασπίστους από τα χέρια των απλήστων και αρπάγων είναι αυτός αυτός ο παντοδύναμος και δίκαιος Κυριος, ο οποίος θα αναλάβη να δικάση την διαφοράν μεταξύ εκείνων και σου.

Παρ. 23,12         δὸς εἰς παιδείαν τὴν καρδίαν σου, τὰ δὲ ὦτά σου ἑτοίμασον λόγοις αἰσθήσεως.

Παρ. 23,12               Δώσε με προθυμίαν την καρδιά και τον νουν σου εις την σοφήν παιδαγωγίαν του Κυρίου και ετοίμασε τα αυτιά σου, να ακούσουν και δεχθούν λόγια θείου φωτισμού.

Παρ. 23,13         μὴ ἀπόσχῃ νήπιον παιδεύειν, ὅτι ἐὰν πατάξῃς αὐτὸν ῥάβδῳ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ·

Παρ. 23,13               Μη αποφεύγης και μη διστάζης να διαπαιδαγωγής το ανήλικο παιδί σου, διότι και αν ακόμη ευρεθής εις την ανάγκην να το κτυπήσης με την ράβδον, δεν πρόκειται να αποθάνη.

Παρ. 23,14         σὺ μὲν γὰρ πατάξεις αὐτὸν ῥάβδῳ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ῥύσῃ.

Παρ. 23,14               Διότι συ μεν θα κτυπήσης το σώμα του με την ράβδον, θα σώσης όμως την ψυχήν του από τον θάνατον.

Παρ. 23,15         υἱέ, ἐὰν σοφὴ γένηταί σου ἡ καρδία, εὐφρανεῖς καὶ τὴν ἐμὴν καρδίαν,

Παρ. 23,15               Παιδί μου, εάν η καρδία και ο νους σου γίνη σοφός και συνετός, θα δώσης χαράν και ευφροσύνην και εις την ιδικήν μου καρδίαν.

Παρ. 23,16         καὶ ἐνδιατρίψει λόγοις τὰ σὰ χείλη πρὸς τὰ ἐμὰ χείλη, ἐὰν ὀρθὰ ὦσι.

Παρ. 23,16               Και τα χείλη σου, τα οποία θα λέγουν τα ορθά και τα πρέποντα, είναι σαν να ομιλούν τα ιδικά μου χείλη.

Παρ. 23,17         μὴ ζηλούτω ἡ καρδία σου ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ ἐν φόβῳ Κυρίου ἴσθι ὅλην τὴν ἡμέραν·

Παρ. 23,17               Ας μη ζηλεύη και ας μη ποθή η καρδιά σου τους αμαρτωλούς και τας πορείας της ζωής των. Αλλά να ζης με τον φόβον του Κυρίου όλην την ημέραν.

Παρ. 23,18         ἐὰν γὰρ τηρήσῃς αὐτά, ἔσται σοι ἔκγονα, ἡ δὲ ἐλπίς σου οὐκ ἀποστήσεται.

Παρ. 23,18               Λοιπόν, εάν αυτά δεχθής και τηρήσης, θα έχης ευλογίας από τον Θεόν, θα αποκτήσης απογόνους και η ελπίς σου ποτέ δεν θα διαψευσθή.

Παρ. 23,19         ἄκουε, υἱέ, καὶ σοφὸς γίνου, καὶ κατεύθυνε ἐννοίας σῆς καρδίας·

Παρ. 23,19               Ακουε, παιδί μου, και γίνε με όσα θα ακούσης σοφός και συνετός. Κατεύθυνε δε πάντοτε τας γνώσεις και τας επιθυμίας της καρδίας σου προς το αγαθόν.

Παρ. 23,20         μὴ ἴσθι οἰνοπότης, μηδὲ ἐκτείνου συμβουλαῖς κρεῶν τε ἀγορασμοῖς·

Παρ. 23,20              Μη γίνης οινοπότης, μη απλώνεσαι και μη συναναστρέφεσαι με ανθρώπους, προς αγοράν κρεάτων από κοινού (με ρεφενέ) και παράθεσιν κοινής τραπέζης.

Παρ. 23, 21        πᾶς γὰρ μέθυσος καὶ πορνοκόπος πτωχεύσει, καὶ ἐνδύσεται διεῤῥηγμένα καὶ ῥακώδη πᾶς ὑπνώδης.

Παρ. 23,21               Διότι κάθε μέθυσος και πορνοκόπος θα καταντήση εις πτωχείαν, όπως επίσης και κάθε τεμπέλης, που αγαπά τον ύπνον, πολύ γρήγορα θα φορέση ρουχα ξεσχισμένα και κουρελιασμένα.

Παρ. 23,22         ἄκουε, υἱέ, πατρὸς τοῦ γεννήσαντός σε καὶ μὴ καταφρόνει ὅτι γεγήρακέ σου ἡ μήτηρ.

Παρ. 23,22              Ακουε, παιδί μου, τον πατέρα σου, που σε εγέννησε, και μη καταφρονής την μητέρα σου, διότι έχει γηράσει.

Παρ. 23,23         ἀλήθειαν κτῆσαι καὶ μὴ ἀπώσῃ σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ σύνεσιν.

Παρ. 23,23               Προσπάθησε να αποκτήσης την αλήθειαν, μη διώχνης μακρυά την σοφίαν, την αληθινήν μόρφωσιν και την σύνεσιν.

Παρ. 23,24         καλῶς ἐκτρέφει πατὴρ δίκαιος, ἐπὶ δὲ υἱῷ σοφῷ εὐφραίνεται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ.

Παρ. 23,24              Ο ενάρετος πατέρας ανατρέφει ορθώς τα τέκνα του με στοργήν και σύνεσιν και ευφραίνεται η ψυχή του δια τα σοφά και ενάρετα παιδιά, που αναδεικνύει.

Παρ. 23,25         εὐφραινέσθω ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ ἐπὶ σοί, καὶ χαιρέτω ἡ τεκοῦσά σε.

Παρ. 23,25               Ας ευφραίνεται δια σε ο στοργικός πατέρας σου και η μητέρα σου, ιδιαιτέρως ας χαίρη μάλιστα ακόμη περισσότερον η καρδιά εκείνης, που σε εγέννησε.

Παρ. 23,26         δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν, οἱ δὲ σοὶ ὀφθαλμοὶ ἐμὰς ὁδοὺς τηρείτωσαν·

Παρ. 23,26              Δος μου εξ ολοκλήρου, παιδί μου, την καρδιά σου, και τα μάτια σου ας προσέχουν, ώστε να γνωρίζης και να βαδίζης τους ιδικούς μου δρόμους.

Παρ. 23,27         πίθος γὰρ τετρημένος ἐστὶν ἀλλότριος οἶκος, καὶ φρέαρ στενὸν ἀλλότριον·

Παρ. 23,27               Τρύπιο πιθάρι είναι το ξένο αμαρτωλό σπίτι, που όσα και αν εξοδεύσης δεν θα ημπορέσης να το γεμίσης. Στενό είναι το ξένο πηγάδι, από το οποίον δεν θα μπορέσης να βγης.

Παρ. 23,28         οὗτος γὰρ συντόμως ἀπολεῖται, καὶ πᾶς παράνομος ἀναλωθήσεται.

Παρ. 23,28              Εχε υπ' όψιν σου ότι αυτός ο αμαρτωλός οίκος συντόμως θα καταλήξη εις καταστροφήν και όλεθρον και μαζή του θα αφανισθή και κάθε παραβάτης του θείου νόμου.

Παρ. 23,29         τίνι οὐαί; τίνι θόρυβος; τίνι κρίσεις; τίνι δὲ ἀηδίαι καὶ λέσχαι; τίνι συντρίμματα διακενῆς; τίνος πελιδνοὶ οἱ ὀφθαλμοί;

Παρ. 23,29              Εις ποιόν ταιριάζει το αλλοίμονον; Ποιός αναταράσσεται, θορυβείται και φιλονεικεί; Ποιός συχνάζει εις τα δικαστήρια και εισάγεται εις δίκας; Ποιός προκαλεί την αηδίαν με τους εμετούς και τας μωρολογίας του και χάνει τον καιρόν του εις φλυαρίας και ανοησίας; Εις ποιόν πληγαί και συντρίμματα χωρίς λόγον; Τινος είναι ωχρά και κινδυνεύουν να σβήσουν τα μάτια;

Παρ. 23,30         οὐ τῶν ἐγχρονιζόντων ἐν οἴνοις; οὐ τῶν ἰχνευόντων ποῦ πότοι γίνονται;

Παρ. 23,30               Δεν είναι εκείνων, οι οποίοι περνούν τον καιρόν των κοντά εις τα κρασιά; Δεν είναι εκείνων, που ανιχνεύουν να βρουν, που γίνονται συγκεντρώσεις δια ποτόν και διασκεδάσεις;

Παρ. 23,31         μὴ μεθύσκεσθε ἐν οἴνοις, ἀλλὰ ὁμιλεῖτε ἀνθρώποις δικαίοις καὶ ὁμιλεῖτε ἐν περιπάτοις· ἐὰν γὰρ εἰς τὰς φιάλας καὶ τὰ ποτήρια δῷς τοὺς ὀφθαλμούς σου, ὕστερον περιπατήσεις γυμνότερος ὑπέρου.

Παρ. 23,31               Μη πίνετε οίνον, ώστε να μεθάτε, αλλά να συναναστρέφεσθε με ανθρώπους εναρέτους και να συνομιλήτε στους περιπάτους σας με αυτούς επί σοβαρών και μορφωτικών θεμάτων. Διότι εάν ρίχνης τα μάτια σου και δώσης την καρδιά σου εις τας φιάλας του κρασιού και τα ποτήρια, τελευταία θα καταντήσης να γυρίζης γυμνότερος από το γουδοχέρι.

Παρ. 23,32         τὸ δὲ ἔσχατον ὥσπερ ὑπὸ ὄφεως πεπληγὼς ἐκτείνεται, καὶ ὥσπερ ὑπὸ κεράστου διαχεῖται αὐτῷ ὁ ἰός.

Παρ. 23,32               Το δε κατάντημα του μεθύσου, όταν γίνη αλκολικός, είναι σαν να δαγκώθηκε από δηλητηριώδες φίδι. Τεντώνεται και παραλύει ο οργανισμός του, σαν να εχύθη μέσα του δηλητήριον από φίδι με κέρατα.

Παρ. 23,33         οἱ ὀφθαλμοί σου ὅταν ἴδωσιν ἀλλοτρίαν, τὸ στόμα σου τότε λαλήσει σκολιά,

Παρ. 23,33               Οταν ευρίσκεσαι εις κατάστασιν μέθης και τα μάτια σου ιδούν μίαν ξένην και άγνωστον γυναίκα, ανάψουν δε μέσα σου επιθυμίαι πονηραί, τότε το στόμα σου θα είπη χυδαία λόγια δι' αυτήν.

Παρ. 23,34         καὶ κατακείσῃ ὥσπερ ἐν καρδίᾳ θαλάσσης καὶ ὥσπερ κυβερνήτης ἐν πολλῷ κλύδωνι.

Παρ. 23,34               Και θα κατάκεισαι και θα τρικλίζης, ως εάν ευρίσκεσαι μέσα εις τρικυμιώδη θάλασσαν και σαν κυβερνήτης πλοίου μέσα εις μεγάλην θαλασσοταραχήν.

Παρ. 23,35         ἐρεῖς δέ· τύπτουσί με καὶ οὐκ ἐπόνεσα, καὶ ἐνέπαιξάν μοι, ἐγὼ δὲ οὐκ ᾔδειν· πότε ὄρθρος ἔσται, ἵνα ἐλθὼν ζητήσω μεθ᾿ ὧν συνελεύσομαι;

Παρ. 23,35               Οταν δε συνέλθης, θα λέγης με έκπληξιν· με εκτύπησαν και δεν επόνεσα, με εχλεύασαν και εγώ δεν εκατάλαβα τίποτε. Κυριευμένος δε από το πάθος του κρασιού, θα πης· πότε θα ξημερώση, δια να πάω να συναντήσω πάλιν εκείνους, με τους οποίους θα κάμω παρέα στο καπηλειό;

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24- ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΑΝΔΡΩΝ

Παρ. 24,1          Υἱέ, μὴ ζηλώσῃς κακοὺς ἄνδρας μηδὲ ἐπιθυμήσῃς εἶναι μετ᾿ αὐτῶν·

Παρ. 24,1                 Παιδί μου, μη ζηλέψης ποτέ τους κακούς ανθρώπους και την παραστρατημένην ζωήν των. Μη επιθυμήσης συναναστροφήν με αυτούς.

Παρ. 24,2          ψευδῆ γὰρ μελετᾷ ἡ καρδία αὐτῶν, καὶ πόνους τὰ χείλη αὐτῶν λαλεῖ.

Παρ. 24,2                 Διότι το ψεύδος και την αμαρτίαν έχουν ως θησαυρόν και μελέτην της καρδίας των. Τα δε χείλη των εκστομίζουν λόγια, που προξενούν θλίψεις και στενοχωρίας.

Παρ. 24,3          μετὰ σοφίας οἰκοδομεῖται οἶκος καὶ μετὰ συνέσεως ἀνορθοῦται.

Παρ. 24,3                 Με την αληθινήν σοφίαν, με την ευλάβειαν και τον φόβον δηλαδή του Θεού, θεμελιώνεται και κτίζεται ένα σπίτι· με την σύνεσιν δε ανορθώνεται και προοδεύει η οικογένεια.

Παρ. 24,4          μετὰ αἰσθήσεως ἐμπίπλανται ταμιεῖα ἐκ παντὸς πλούτου τιμίου καὶ καλοῦ.

Παρ. 24,4                 Με την ορθήν και δικαίαν γνώσιν γεμίζουν αι αποθήκαι του σπιτιού από κάθε τίμιον και καλόν πλούτον.

Παρ. 24,5          κρείσσων σοφὸς ἰσχυροῦ καὶ ἀνὴρ φρόνησιν ἔχων γεωργίου μεγάλου.

Παρ. 24,5                 Είναι καλύτερος και προτιμότερος ο σοφός από τον ισχυρόν, και ο άνθρωπος ο οποίος έχει σύνεσιν από εκείνον που έχει μεγάλο αγρόκτημα.

Παρ. 24,6          μετὰ κυβερνήσεως γίνεται πόλεμος, βοήθεια δὲ μετὰ καρδίας βουλευτικῆς.

Παρ. 24,6                 Με καλήν στρατηγικήν και διακυβέρνησιν διεξάγεται ο επιτυχής πόλεμος. Αποτελεσματική δε βοήθεια δια την κατόρθωσιν της νίκης έρχεται από νουν συνετόν.

Παρ. 24,7          σοφία καὶ ἔννοια ἀγαθὴ ἐν πύλαις σοφῶν· σοφοὶ οὐκ ἐκκλίνουσιν ἐκ στόματος Κυρίου,

Παρ. 24,7                 Η σοφία, η αληθής γνώσις και η ορθοφροσύνη υπάρχουν εις τας πύλας των πόλεων, που κατοικούν οι σοφοί. Οι αληθινά σοφοί δεν εκτρέπονται και δεν παρεκκλίνουν από όσα έχει λαλήσει το στόμα του Κυρίου.

Παρ. 24,8          ἀλλὰ λογίζονται ἐν συνεδρίοις. ἀπαιδεύτοις συναντᾷ θάνατος,

Παρ. 24,8                 Καίτοι ο καθένας από αυτούς είναι σοφός, εν τούτοις συσκέπτονται εις κοινάς συνεδριάσεις. Τους αμορφώτους κατά Θεόν και αδιορθώτους θα τους συναντήση ασφαλώς ο πρόωρος θάνατος.

Παρ. 24,9          ἀποθνήσκει δὲ ἄφρων ἐν ἁμαρτίαις. ἀκαθαρσία δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ

Παρ. 24,9                 Ο ασύνετος και αμετανόητος αποθνήσκει με τας αμαρτίας αυτού. Μεγάλη ακαθαρσία υπάρχει στον ψυχικώς διεφθαρμένον άνθρωπον.

Παρ. 24,10         ἐμμολυνθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κακῇ καὶ ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως, ἕως ἂν ἐκλίπῃ.

Παρ. 24,10               Αμετανόητος καθώς είναι θα μολύνεται ολοέν και περισσότερον και θα διαφθείρεται, θα περιπίπτη συνεχώς εις ημέρας κακάς, εις ημέρας θλίψεως και οδύνης, έως ότου λείψη από την γην.

Παρ. 24,11         ῥῦσαι ἀγομένους εἰς θάνατον καὶ ἐκπρίου κτεινομένους, μὴ φείσῃ·

Παρ. 24,11                Μη διστασης να σώσης ανθρώπους, που οδηγούνται εις εκτέλεσιν, και μη τσιγκουνευθής τα χρήματα, δια να εξαγοράσης εκείνους, που πρόκειται να φονευθούν.

Παρ. 24,12         ἐὰν δὲ εἴπῃς, οὐκ οἶδα τοῦτον, γίνωσκε ὅτι Κύριος καρδίας πάντων γινώσκει, καὶ ὁ πλάσας πνοὴν πᾶσιν, αὐτὸς οἶδε πάντα, ὃς ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ.

Παρ. 24,12               Εάν, προκειμένου να δικαιολογήσης την σκληροκαρδίαν σου, πης δεν ξέρω αυτόν τον αθώον που οδηγείται εις την εκτέλεσιν, μάθε ότι ο Κυριος, που έπλασε καρδίας και έδωσε πνοήν εις πάντα, γνωρίζει πολύ καλά τας καρδίας όλων των ανθρώπων, άρα δε και την ιδικήν σου. Γνωρίζει τα πάντα και αυτός ανταποδίδει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του.

Παρ. 24,13         φάγε μέλι, υἱέ, ἀγαθὸν γὰρ κηρίον, ἵνα γλυκανθῇ σου ὁ φάρυγξ·

Παρ. 24,13               Παιδί μου, φάγε μέλι, διότι η κηρήθρα είναι καλή και ωφέλιμος. Φαγε μέλι, δια να γλυκανθή ο φάρυγξ σου.

Παρ. 24,14         οὕτως αἰσθήσῃ σοφίαν τῇ σῇ ψυχῇ· ἐὰν γὰρ εὕρῃς, ἔσται καλὴ ἡ τελευτή σου, καὶ ἐλπίς σε οὐκ ἐγκαταλείψει.

Παρ. 24,14               Οπως όμως γλυκαίνεται ο φάρυγξ με το μέλι, έτσι θα αισθανθής γλυκύτητα μέσα εις την καρδίαν σου από την αληθινήν σοφίαν. Διότι εάν την αναζητήσης και την αποκτήσης, θα ευτυχήσης. Και αυτός ακόμη ο θάνατός σου θα είναι ωραίος. Δεν θα σε εγκαταλείψη δέ ποτέ η ελπίς της αιωνίου σωτηρίας.

Παρ. 24,15         μὴ προσαγάγῃς ἀσεβῆ νομῇ δικαίων μηδὲ ἀπατηθῇς χορτασίᾳ κοιλίας·

Παρ. 24,15               Μη φέρης τον ασεβή στον τόπον, όπου κατοικούν και διαιτώνται οι δίκαιοι. Μη απατηθής δε εκ του γεγονότος, ότι σε εχόρτασε με καλά φαγητά.

Παρ. 24,16         ἑπτάκις γὰρ πεσεῖται δίκαιος καὶ ἀναστήσεται, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ἀσθενήσουσιν ἐν κακοῖς.

Παρ. 24,16               Πολλές φορές είναι δυνατόν να πέση και να ατυχήση ο δίκαιος, αλλά με την βοήθειαν του Θεού θα ανορθωθή πάλιν. Οι ασεβείς όμως θα εξασθενήσουν και θα εξαντληθούν μέσα εις τα κακά και εις την κακότητά των, θα πέσουν και δεν θα ημπορέσουν να ανορθωθούν.

Παρ. 24,17         ἐὰν πέσῃ ὁ ἐχθρός σου, μὴ ἐπιχαρῇς αὐτῷ, ἐν δὲ τῷ ὑποσκελίσματι αὐτοῦ μὴ ἐπαίρου·

Παρ. 24,17               Εάν πέση ο εχθρός σου, μη χαιρεκακήσης δια το πέσιμό του. Και αν με τριχλοποδιάν ανατροπή, συ να μη αλαζονευθής απέναντί του.

Παρ. 24,18         ὅτι ὄψεται Κύριος καὶ οὐκ ἀρέσει αὐτῷ, καὶ ἀποστρέψει τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Παρ. 24,18               Διότι ο παντεπόπτης Κυριος θα ίδη αυτό και δεν θα ευχαριστηθή από την διαγωγήν σου και θα απομακρύνη τον θυμόν του από τον εχθρόν σου.

Παρ. 24,19         μὴ χαῖρε ἐπὶ κακοποιοῖς, μηδὲ ζήλου ἁμαρτωλούς·

Παρ. 24,19               Μη χαίρης και μη ζηλεύης ανθρώπους, οι οποίοι διαπράττουν το κακόν. Μη ζηλεύης τους αμαρτωλούς και την ζωήν των.

Παρ. 24,20         οὐ γὰρ μὴ γένηται ἔκγονα πονηρῷ, λαμπτὴρ δὲ ἀσεβῶν σβεσθήσεται.

Παρ. 24,20              Διότι ο αμετανόητος αμαρτωλός δεν θα αφήση απογόνους, η δε φλόγα της ζωής και η λάμψις της δόξης των ασεβών θα σβήση πολύ σύντομα.

Παρ. 24,21         φοβοῦ τὸν Θεόν, υἱέ, καὶ βασιλέα καὶ μηθετέρῳ αὐτῶν ἀπειθήσῃς·

Παρ. 24,21               Παιδί μου, να σέβεσαι τον Θεόν και τον βασιλέα, εις κανένα δε από αυτούς να μη δείξης παρακοήν και απείθειαν.

Παρ. 24,22         ἐξαίφνης γὰρ τίσονται τοὺς ἀσεβεῖς, τὰς δὲ τιμωρίας ἀμφοτέρων τίς γνώσεται; (Μασ. ΚΘ, 27)

Παρ. 24,22              Διότι αιφνιδίως και εις ώραν, που οι ασεβείς δεν περιμένουν, θα τους τιμωρήσουν. Ποιός δε ξέρει, ποίου είδους τιμωρίας θα επιβάλουν και οι δύο εις αυτούς; (Μασορ. κθ' 27)

Παρ. 24,22α       λόγον φυλασσόμενος υἱὸς ἀπωλείας ἐκτὸς ἔσται, δεχόμενος δὲ ἐδέξατο αὐτόν.

Παρ. 24,22α            Ο τηρών την εντολήν του Θεού θα είναι μακράν και απηλλαγμένος από κάθε τιμωρίαν. Διότι με όλην του την προθυμίαν και την καρδίαν εδέχθη τον λόγον αυτόν.

Παρ. 24,22β       μηδὲν ψεῦδος ἀπὸ γλώσσης βασιλεῖ λεγέσθω, καὶ οὐδὲν ψεῦδος ἀπὸ γλώσσης αὐτοῦ οὐ μὴ ἐξέλθῃ.

Παρ. 24,22β            Κανένα ψέμα ας μη λεχθή από το στόμα σου προς τον βασιλέα η τον άρχοντα. Και αυτός έτσι θα είναι ειλικρινής απέναντί σου και ποτέ δεν θα σου είπη ψεύδη.

Παρ. 24,22γ       μάχαιρα γλῶσσα βασιλέως καὶ οὐ σαρκίνη, ὃς δ᾿ ἂν παραδοθῇ, συντριβήσεται·

Παρ. 24,22γ            Η γλώσσα του βασιλέως είναι μαχαίρι σκληρό και οχι μαλακό και σαρκώδες. Εκείνος ο οποίος θα παραδοθή εις αυτήν, θα εξολοθρευθή.

Παρ. 24,22δ       ἐὰν γὰρ ὀξυνθῇ ὁ θυμὸς αὐτοῦ, σὺν νεύροις ἀνθρώπους ἀναλίσκει,

Παρ. 24,22δ            Οταν ανάψη ο θυμός του βασιλέως, καταναλίσκει και εξαφανίζει το σώμα μαζή και τα νεύρα των ανθρώπων. Κατατρώγει τα κόκκαλα των ανθρώπων και σαν παμφάγος φλόγα κατακαίει το παν και δεν αφήνει ούτε ίχνος κρέατος, τροφήν δια τους νεοσσούς των αετών. (Μασορ. Λ' 1).

Παρ. 24,22ε       καὶ ὀστᾶ ἀνθρώπων κατατρώγει, καὶ συγκαίει ὥσπερ φλόξ, ὥστε ἄβρωτα εἶναι νεοσσοῖς ἀετῶν.

Παρ. 24,22ε             Παιδί μου, να ευλαβηθής τα λόγια μου και αφού τα δεχθής, να μετανοήσης δια σφάλματα, τα οποία ενδεχομένως διέπραξες. Αυτά τα λέγω εγώ ο διδάσκαλος εις εκείνους, οι οποίοι πιστεύουν στον Θεόν και αφού τα είπω, θα παύσω να ομιλώ.

Παρ. 24,23         Ταῦτα δὲ λέγω ὑμῖν τοῖς σοφοῖς ἐπιγινώσκειν· αἰδεῖσθαι πρόσωπον ἐν κρίσει οὐ καλόν.

Παρ. 24,23          (Μασορ. ΚΔ' 23). Αυτά τα λέγω προς γνώσιν εις σας τους συνετούς δικαστάς. Δεν είναι δίκαιον και ορθόν να υποστέλλεσθε από πρόσωπα κατά την διεξαγωγήν της δίκης.

Παρ. 24,24         ὁ εἰπὼν τὸν ἀσεβῆ· δίκαιός ἐστιν, ἐπικατάρατος λαοῖς ἔσται καὶ μισητὸς εἰς ἔθνη·

Παρ. 24,24              Ο δικαστής, που θα εκδώση απόφασιν ότι ο άδικος είναι δίκαιος, αυτός θα είναι κατηραμένος μεταξύ των λαών και μισητός εις τα έθνη.

Παρ. 24,25         οἱ δὲ ἐλέγχοντες βελτίους φανοῦνται, ἐπ᾿ αὐτοὺς δὲ ἥξει εὐλογία·

Παρ. 24,25              Οσοι όμως κρίνουν και δικάζουν ανεπηρέαστα και με δικαιοσύνην, θα αναδεικνύωνται ως δικασταί ολονέν και καλύτεροι, και εις αυτούς θα έρχεται η ευλογία του Θεού.

Παρ. 24,26         χείλη δὲ φιλήσουσιν ἀποκρινόμενα λόγους ἀγαθούς.

Παρ. 24,26              Και οι άνθρωποι θα εκτιμήσουν και θα αγαπήσουν τον δικαστήν, του οποίου το στόμα βγάζει δικαίας αποφάσεις.

Παρ. 24,27         ἑτοίμαζε εἰς τὴν ἔξοδον τὰ ἔργα σου καὶ παρασκευάζου εἰς τὸν ἀγρὸν καὶ πορεύου κατόπισθέν μου καὶ ἀνοικοδομήσεις τὸν οἶκον σου.

Παρ. 24,27              Φρόντίζε πάντοτε να αποπερατώνης τα έργα σου, να ετοιμάζεσαι πάντοτε προκειμένου να πορευθής εις καλλιέργειαν του αγρού σου. Ελ κοντά από εμέ, ακολούθησε τον δρόμον, τον οποίον εγώ σου χαράσσω, και έτσι θα ημπορέσης να κτίσης το σπίτι σου και να αναδείξης την οικογένειάν σου.

Παρ. 24,28         μή ἴσθι ψευδὴς μάρτυς ἐπὶ σὸν πολίτην, μηδὲ πλατύνου σοῖς χείλεσι.

Παρ. 24,28              Ποτέ να μη γίνης ψευδομάρτυς υπέρ η κατά του συμπολίτου σου, ούτε να μεγαλοποιής τα γεγονότα, που καταθέτεις.

Παρ. 24,29         μὴ εἴπῃς· ὃν τρόπον ἐχρήσατό μοι, χρήσομαι αὐτῷ, τίσομαι δὲ αὐτὸν ἅ με ἠδίκησεν.

Παρ. 24,29              Ποτέ, ούτε προκειμένου περί του εχθρού σου, να μη είπης· Κατά τον τρόπον, που μου εφέρθη, θα του φερθώ και εγώ. Θα τον εκδικηθώ δι' όσα με έχει αδικήσει!

Παρ. 24,30         ὥσπερ γεώργιον ἀνὴρ ἄφρων, καὶ ὥσπερ ἀμπελὼν ἄνθρωπος ἐνδεὴς φρενῶν·

Παρ. 24,30              Ο ασύνετος άνθρωπος ομοιάζει με ένα χωράφι και ο φτωχός από μυαλό με ένα αμπελώνα.

Παρ. 24,31         ἐὰν ἀφῇς αὐτόν, χερσωθήσεται καὶ χορτομανήσει ὅλος καὶ γίνεται ἐκλελειμμένος, οἱ δὲ φραγμοὶ τῶν λίθων αὐτοῦ κατασκάπτονται.

Παρ. 24,31               Εάν αφήσης αυτόν ακαλλιέργητον και απεριποίητον θα μεταβληθή εις χέρσον έκτασιν, θα γεμίση ολόκληρος από άγρια χόρτα, θα μένη έρημος και εγκαταλελειμμένος, οι δε ξηρότοιχοι, που του εχρησίμευαν ως φράχτες, θα πέσουν και θα κατασκαφούν.

Παρ. 24,32         ὕστερον ἐγὼ μετενόησα, ἐπέβλεψα τοῦ ἐκλέξασθαι παιδείαν,

Παρ. 24,32              Υστερα από αυτά εγώ μετενόησα, και απεφάσισα να εκλέξω την πραγματικήν παιδαγωνίαν και μόρφωσιν.

Παρ. 24,33         ὀλίγον νυστάζω, ὀλίγον δὲ καθυπνῶ, ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζομαι χερσὶ στήθη·

Παρ. 24,33               Ο οκνηρός λέγει· Νυστάζω ολίγον, ας κοιμηθώ ολίγον. Σταυρώνω τα χέρια μου εις τα στήθη, κυριαρχούμενος από υπνηλίαν και νωθρότητα.

Παρ. 24,34         ἐὰν δὲ τοῦτο ποιῇς, ἥξει προπορευομένη ἡ πενία σου καὶ ἡ ἔνδειά σου ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς.

Παρ. 24,34              Εάν και συ πράξης ο,τι και ο οκνηρός, θα σε προφθάση και θα σε καταλάβη η φτώχεια, η δε ανάγκη θα έλθη σαν ταχύς δρομεύς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25- ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

ΗΘΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

Παρ. 25,1          Αὗται αἱ παιδεῖαι Σολομῶντος αἱ ἀδιάκριτοι, ἃς ἐξεγράψαντο οἱ φίλοι Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας.

Παρ. 25,1                  Αι κατωτέρω ανάλεκτοι ηθοπλαστικαί παροιμίαι και τα αποφθέγματα του Σολομώντος είναι αυτά που κατέγραψαν οι φίλοι του Εζεκίου, βασιλέως της Ιουδαίας.

Παρ. 25,2          Δόξα Θεοῦ κρύπτει λόγον, δόξα δὲ βασιλέως τιμᾷ πράγματα.

Παρ. 25,2                 Ανέκφραστα από τον ανθρώπινον λόγον και ανεξερεύνητα από τον νουν είναι τα ένδοξα έργα του Θεού. Δοξα δε και τιμή δι' ένα βασιλέα είναι να ερευνά και να εκτιμά κατ' αξίαν πρόσωπα και πράγματα.

Παρ. 25,3          οὐρανὸς ὑψηλός, γῆ δὲ βαθεῖα, καρδία δὲ βασιλέως ἀνεξέλεγκτος.

Παρ. 25,3                 Ο ουρανός που εκτείνεται εις απεριόριστα ύψη και η γη, με τα απροσμέτρητα αυτής βάθη, μένουν ανεξερεύνητα. Ετσι και η καρδία του βασιλέως είναι δι' όλους ανεξερεύνητος και ανεξέλεγκτος.

Παρ. 25,4          τύπτε ἀδόκιμον ἀργύριον, καὶ καθαρισθήσεται καθαρὸν ἅπαν·

Παρ. 25,4                 Κατεργάσου με το σφυρί και την κάμινον του πυρός τον ακάθαρτον άργυρον και θα καθαρισθή ολόκληρος από κάθε περιττόν σώμα.

Παρ. 25,5          κτεῖνε ἀσεβεῖς ἐκ προσώπου βασιλέως, καὶ κατορθώσει ἐν δικαιοσύνῃ ὁ θρόνος αὐτοῦ.

Παρ. 25,5                 Κατά παρόμοιον τρόπον παράδωσε εις θανατικήν εκτέλεσιν τους ασεβείς συμβούλους, που ευρίσκονται πλησίον του βασιλέως, και τότε ο θρόνος αυτού θα στερεωθή και θα θριαμβεύση δια της δικαιοσύνης.

Παρ. 25,6          μὴ ἀλαζονεύου ἐνώπιον βασιλέως, μηδὲ ἐν τόποις δυναστῶν ὑφίστασο·

Παρ. 25,6                 Μη αλαζονεύεσαι ενώπιον των βασιλέων δια την δύναμίν σου η τον πλούτον σου και μη προσέρχεσαι απρόσκλητος στους τόπους, όπου συγκεντρώνονται οι ισχυροί.

Παρ. 25,7          κρεῖσσον γάρ σοι τὸ ῥηθῆναι· ἀνάβαινε πρός με ἢ ταπεινῶσαί σε ἐν προσώπῳ δυνάστου. ἃ εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, λέγε.

Παρ. 25,7                 Είναι προτιμότερον δια σε ο βασιλεύς η ο άρχων να σου πη· “Ελα πλησίον μου”, παρά να σε ταπεινώση ενώπιον άλλου άρχοντος επισημοτέρου από σέ. Λέγε μόνον όσα βλέπουν τα μάτια σου και μη δίδης πάντοτε εμπιστοσύνην εις όσα ακούουν τα αυτιά σου.

Παρ. 25,8          μὴ πρόσπιπτε εἰς μάχην ταχέως, ἵνα μὴ μεταμεληθῇς ἐπ᾿ ἐσχάτων. ἡνίκα ἄν σε ὀνειδίσῃ ὁ σὸς φίλος,

Παρ. 25,8                 Μη ορμάς εύκολα και ασύνετα εις φιλονεικίας, δια να μη μεταμεληθής κατόπιν, και μάλιστα όταν εντόνως σε κατηγορήση ο φίλος σου.

Παρ. 25,9          ἀναχώρει εἰς τὰ ὀπίσω μὴ καταφρόνει,

Παρ. 25,9                 Μαθε να υποχωρής, δια να προλαμβάνης και απαλύνης τας φιλονεικίας, και να μη καταφρονής κανένα·

Παρ. 25,10         μή σε ὀνειδίσῃ μὲν ὁ φίλος, ἡ δὲ μάχη σου καὶ ἡ ἔχθρα οὐκ ἀπέσται, ἀλλὰ ἔσται σοι ἴση θανάτῳ.

Παρ. 25,10               μήπως και αυτός ο φίλος σου τεθή αντιμέτωπός σου και σε κατακρίνη. Η δε φιλονεικία και έχθρα δεν θα απομακρυνθή ποτέ από κοντά σου, αλλά ωσάν άλλος θάνατος θα σε παρακολουθή μέχρι τέλους.

Παρ. 25,10α        χάρις καὶ φιλία ἐλευθεροῖ, ἃς τήρησον σεαυτῷ, ἵνα μὴ ἐπονείδιστος γένῃ, ἀλλὰ φύλαξον τὰς ὁδούς σου εὐσυναλλάκτως.

Παρ. 25,10α             Η χάρις και η φιλία απαλλάσσουν και ελευθερώνουν την ψυχήν από πολλάς οδυνηράς καταστάσεις. Την χάριν, λοιπόν, και εν φιλίαν κράτησέ την καλά στον εαυτόν σου, δια να μη γίνης μισητός και αξιοκατάκριτος. Πρόσεχε τας πορείας της ζωής σου και προσπάθει να είσαι συμβιβαστικός και διαλλακτικός προς όλους.

Παρ. 25,11         μῆλον χρυσοῦν ἐν ὁρμίσκῳ σαρδίου, οὕτως εἰπεῖν λόγον.

Παρ. 25,11                Οπως ωραίον και ταιριαστόν είναι ένα χρυσό μήλο εις περιδέραιον από σαρδίους πολύτιμους λίθους, ετσι και ενας συνετός και καλός λόγος, που λέγεται εις την πρέπουσαν περίστασιν.

Παρ. 25,12         εἰς ἐνώτιον χρυσοῦν καὶ σάρδιον πολυτελὲς δέδεται, λόγος σοφὸς εἰς εὐήκοον οὖς.

Παρ. 25,12               Οπως εις ένα χρυσό σκουλαρίκι δένεται και ταιριάζεται ο πολυτελής σάρδιος λίθος, έτσι ωραίος και ελκυστικός είναι και ενας συνετός λόγος, όταν λέγεται εις αυτί προσεκτικόν.

Παρ. 25,13         ὥσπερ ἔξοδος χιόνος ἐν ἀμήτῳ κατὰ καῦμα ὠφελεῖ, οὕτως ἄγγελος πιστὸς τοὺς ἀποστείλαντας αὐτόν· ψυχὰς γὰρ τῶν αὐτῷ χρωμένων ὠφελεῖ.

Παρ. 25,13               Οπως η προσφορά πάγου εις καιρόν θερισμού, οπότε επικρατεί μεγάλο καύμα, δροσίζει και αναψύχει, έτσι και ένας ευσυνείδητος και αξιόπιστος αγγελιαφόρος με τας καλάς ειδήσστου εις εκείνους, που τον έστειλαν. Διότι αναπαύει, ευχαριστεί και ωφελεί τας καρδίας αυτών, που τον εχρησιμοποίησαν ως αγγελιαφόρον.

Παρ. 25,14         ὥσπερ ἄνεμοι καὶ νέφη καὶ ὑετοὶ ἐπιφανέστατα, οὕτως ὁ καυχώμενος ἐπὶ δόσει ψευδεῖ.

Παρ. 25,14               Οπως ολοφάνεροι είναι οι άνεμοι και τα σύννεφα και αι βροχαί, που πρόκειται να πέσουν, αλλά δεν πίπτουν, ετσι ολοφάνερος γίνεται και εκείνος, ο οποίος καυχάται ψευδώς δια δωρεάς, τας οποίας δεν έκαμε.

Παρ. 25,15         ἐν μακροθυμίᾳ εὐοδία βασιλεῦσι, γλῶσσα δὲ μαλακὴ συντρίβει ὀστᾶ.

Παρ. 25,15               Με την υπομονήν και μακροθυμίαν κατευοδώνονται αι υποθέσεις μας κοντά στους βασιλείς. Ετσι και γλώσσα μαλακή και ηπία συντρίβει οστά, κάμπτει δηλαδή και τας μεγαλυτέρας δυσκολίας και αντιστάσεις.

Παρ. 25,16         μέλι εὑρὼν φάγε τὸ ἱκανόν, μήποτε πλησθεὶς ἐξεμέσῃς.

Παρ. 25,16               Οταν εύρης μέλι, φάγε το αρκετόν, όσον σου χρειάζεται. Μη φάγης όμως πολύ, παραχορτάσης και το κάμης εμετόν.

Παρ. 25,17         σπάνιον εἴσαγε σὸν πόδα πρὸς σεαυτοῦ φίλον, μήποτε πλησθείς σου μισήσῃ σε.

Παρ. 25,17               Κατά αραιά διαστήματα να επισκέπτεσαι τον φίλον σου στο σπίτι του, μήπως εκείνος σε χορτάση, σε βαρεθή και σε αποστροφή.

Παρ. 25,18         ῥόπαλον καὶ μάχαιρα καὶ τόξευμα ἀκιδωτόν, οὕτως καὶ ἀνὴρ ὁ καταμαρτυρῶν τοῦ φίλου αὐτοῦ μαρτυρίαν ψευδῆ.

Παρ. 25,18               Ο ψευδομάρτυς, ο οποίος μάλιστα καταθέτει ψευδομαρτυρίαν εναντίον του φίλου του, ομοιάζει με σκληρόν ρόπαλον, με κοφτερό μαχαίρι, με αιχμηρόν βέλος.

Παρ. 25,19         ὁδὸς κακοῦ καὶ ποὺς παρανόμου ὀλεῖται ἐν ἡμέρᾳ κακῇ.

Παρ. 25,19               Η πορεία της ζωής του κακού και τα πόδια του παρανόμου ανθρώπου, θα εξολοθρευθούν κατά την ημέραν, που θα εκσπάση η δικαία οργή του Θεού.

Παρ. 25,20         ὥσπερ ὄξος ἕλκει ἀσύμφορον, οὕτως προσπεσὸν πάθος ἐν σώματι καρδίαν λυπεῖ.

Παρ. 25,20              Οπως το ξύδι είναι επιβλαβές και προκαλεί πόνον ριπτόμενον εις ανοικτήν πληγήν, ετσι και μια απροσδόκητος σωματική ασθένεια φέρει λύπην εις την καρδίαν.

Παρ. 25,20α        ὥσπερ σὴς ἐν ἱματίῳ καὶ σκώληξ ξύλῳ, οὕτως λύπη ἀνδρὸς βλάπτει καρδίαν.

Παρ. 25,20α             Οπως ο σκόρος εις τα ιμάτια και το σκουλήκι στο ξύλον, ετσι και η λύπη του ανθρώπου κατατρώγει την καρδίαν του.

Παρ. 25,21         ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν·

Παρ. 25,21               Εάν πεινά ο εχθρός σου, δίδε εις αυτόν να φάγη. Εάν διψά, δόσε εις αυτόν να πίη.

Παρ. 25,22         τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ὁ δὲ Κύριος ἀνταποδώσει σοι ἀγαθά.

Παρ. 25,22              Διότι, όταν ετσι φέρεσαι και πράττης απέναντι του εχθρού σου, συσσωρεύεις άνθρακας αναμμένους επάνω εις την κεφαλήν του. Ο δε Θεός θα σου ανταποδώση αγαθά και θα σε αμείψη δια την ανεξικακίαν και καλωσύνην σου αυτήν.

Παρ. 25,23         ἄνεμος Βορέας ἐξεγείρει νέφη, πρόσωπον δὲ ἀναιδὲς γλῶσσαν ἐρεθίζει.

Παρ. 25,23               Ο βορηάς σηκώνει και παρασύρει σύννεφα. Ετσι και ενας άνθρωπος αδιάκριτος και αναιδής ερεθίζει τους άλλους, ώστε να ομιλήσουν και εκείνοι κατά τρόπον οργίλον και πικρόν.

Παρ. 25,24         κρεῖσσον οἰκεῖν ἐπὶ γωνίας δώματος ἢ μετὰ γυναικὸς λοιδόρου ἐν οἰκίᾳ κοινῇ.

Παρ. 25,24              Είναι προτιμότερον να κατοική κανείς μόνος του εις μίαν στενόχωρη και φτωχική γωνία ταράτσας, παρά να συνοική εις οικίαν μαζή με υβρεολογον και κακόγλωσσον γυναίκα.

Παρ. 25,25         ὥσπερ ὕδωρ ψυχρὸν ψυχῇ διψώσῃ προσηνές, οὕτως ἀγγελία ἀγαθὴ ἐκ γῆς μακρόθεν.

Παρ. 25,25               Οπως το δροσερό νερό είναι ευχάριστον και φέρει αναψυχήν εις ένα διψασμένον, έτσι και μια ευχάριστος είδησις, η οποία έρχεται από αγαπητόν μας πρόσωπον ευρισκόμενον εις τα ξένα.

Παρ. 25,26         ὥσπερ εἴ τις πηγὴ φράσσοι καὶ ὕδατος ἔξοδον λυμαίνοιτο, οὕτως ἄκοσμον δίκαιον πεπτωκέναι ἐνώπιον ἀσεβοῦς.

Παρ. 25,26              Οπως είναι επιζήμιον, όταν βουλώνη κανείς μίαν πηγήν και παρακωλύη την ελευθέραν έξοδον του ύδατος, έτσι είναι απρεπές και επιβλαβές να πέση ο δίκαιος εις την εξουσίαν του ασεβούς.

Παρ. 25,27         ἐσθίειν μέλι πολὺ οὐ καλόν, τιμᾶ δὲ χρὴ λόγους ἐνδόξους.

Παρ. 25,27               Το να τρώγη κανείς πολύ μέλι δεν είναι καλόν και ωφέλιμον. Εξ αντιθέτου όμως, πρέπει να ακούη κανείς απλήστως, και να τιμά και να δέχεται τους λόγους εναρέτων ανθρώπων.

Παρ. 25,28         ὥσπερ πόλις τὰ τείχει καταβεβλημένη καὶ ἀτείχιστος, οὕτως ἀνὴρ ὃς οὐ μετὰ βουλῆς τι πράσσει.

Παρ. 25,28              Οπως μια πόλις, που έχει τα τείχη της κρημνισμένα και μένει κατ' ουσίαν ατείχιστος, είναι εκτεθειμένη και πρόχειρος στους εχθρούς, έτσι και ένας άνθρωπος, ο οποίος πράττει κάτι, χωρίς προηγουμένως να εξετάση και να σκεφθή, γίνεται γελοίος στους άλλους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26- ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

ΗΘΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

Παρ. 26,1          Ὥσπερ δρόσος ἐν ἀμήτῳ καὶ ὥσπερ ὑετὸς ἐν θέρει, οὕτως οὐκ ἔστιν ἄφρονι τιμή.

Παρ. 26,1                 Οπως σπανιοτάτη είναι η πυκνή δροσιά κατά τον θερισμόν και η βροχή κατά την έποχήν του θέρους, έτσι ανύπαρκτος είναι τιμή και υπόληψις στον ασύνετον.

Παρ. 26,2          ὥσπερ ὄρνεα πέταται καὶ στρουθοί, οὕτως ἀρὰ ματαία οὐκ ἐπελεύσεται οὐδενί.

Παρ. 26,2                 Οπως, όταν πετούν και φεύγουν τα πουλιά και τα στρουθία, δεν αφήνουν ίχνη, έτσι και άδική κατάρα δεν θα επέλθη εναντίον ουδενός.

Παρ. 26,3          ὥσπερ μάστιξ ἵππῳ καὶ κέντρον ὄνῳ, οὕτως ῥάβδος ἔθνει παρανόμῳ.

Παρ. 26,3                 Οπως είναι απαραίτητον το μαστίγιον δια τον ίππον και το κεντρί δια τον όνον, έτσι είναι απαραίτητος η ράβδος της τιμωρίας εναντίον αδίκου και ασεβούς έθνους.

Παρ. 26,4          μὴ ἀποκρίνου ἄφρονι πρὸς τὴν ἐκείνου ἀφροσύνην, ἵνα μὴ ὅμοιος γένῃ αὐτῷ·

Παρ. 26,4                 Μη απαντάς προς άμυαλον και αυθάδη άνθρωπον με τον τρόπον, με τον οποίον εκείνος εν τη αφροσύνη του σου ομιλεί, δια να μη ομοιάσης με αυτόν.

Παρ. 26,5          ἀλλὰ ἀποκρίνου ἄφρονι κατὰ τὴν ἀφροσύνην αὐτοῦ, ἵνα μὴ φαίνηται σοφός παρ᾿ ἑαυτῷ.

Παρ. 26,5                 Αλλά να απαντάς στον άμυαλον με τρόπον συνετόν και ανάλογον προς την αμυαλωσύνην του, δια να συναισθανθή ότι είναι ανόητος, ώστε να μη αυτοθαυμάζεται και θεωρεί τον εαυτόν του σοφόν.

Παρ. 26,6          ἐκ τῶν ὁδῶν ἑαυτοῦ ὄνειδος ποιεῖται ὁ ἀποστείλας δι᾿ ἀγγέλου ἄφρονος λόγον.

Παρ. 26,6                 Θα εντροπιασθή δια τον τρόπον της ενεργείας του εκείνος, ο οποίος αποστέλλει μίαν αγγελίαν με άμυαλον και ασύνετον άνθρωπον.

Παρ. 26,7          ἀφελοῦ πορείαν σκελῶν καὶ παρανομίαν ἐκ στόματος ἀφρόνων.

Παρ. 26,7                 Ματαίωσε τας ανοήτους πορείας των ασυνέτων και πρόλαβε τας ανοησίας, που βγαίνουν από το στόμα των. Μη τους αναθέτης εμπιστευτικάς και σοβαράς υποθέσεις.

Παρ. 26,8          ὃς ἀποδεσμεύει λίθον ἐν σφενδόνῃ, ὅμοιός ἐστι τῷ διδόντι ἄφρονι δόξαν.

Παρ. 26,8                 Εκείνος που δίδει εξουσίαν και δόξαν εις ασύνετον και άμυαλον, όμοιάζει με εκείνον που ρίπτει με την σφενδόνην λίθον εις την τύχην.

Παρ. 26,9          ἄκανθαι φύονται ἐν χειρὶ μεθύσου, δουλεία δὲ ἐν χειρὶ τῶν ἀφρόνων.

Παρ. 26,9                 Οδυνηρά αγκάθια δυστυχίας φυτρώνουν και διατρυπούν τα χέρια του μεθύσου. Κατά παρόμοιον τρόπον και ο ασύνετος με τα ίδια του τα χέρια καλλιεργεί υποδούλωσιν του εαυτού του.

Παρ. 26,10         πολλὰ χειμάζεται πᾶσα σάρξ ἀφρόνων· συντρίβεται γὰρ ἡ ἔκστασις αὐτῶν.

Παρ. 26,10               Πολύ υποφέρει και ταλαιπωρείται το σώμα των ασυνέτων ανθρώπων, διότι τα όνειρά των και τα μεγάλα των σχέδια συντρίβονται και διαλύονται.

Παρ. 26,11         ὥσπερ κύων ὅταν ἐπέλθῃ ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἔμετον καὶ μισητὸς γένηται, οὕτως ἄφρων τῇ ἑαυτοῦ κακίᾳ ἀναστρέψας ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ ἁμαρτίαν.

Παρ. 26,11                Οπως το σκυλί, που επιστρέφει και τρώγει το ξέραμά του, είναι σιχαμερόν και αποκρουστικόν, έτσι σιχαμερός ενώπιον Θεού και ανθρώπων γίνεται ο ασύνετος, ο οποίος επιστρέφει εις τας πονηράς και αμαρτωλάς αυτού συνηθείας.

Παρ. 26,11α       ἔστιν αἰσχύνη ἐπάγουσα ἁμαρτίαν, καί ἐστιν αἰσχύνη δόξα καὶ χάρις.

Παρ. 26,11α              Υπάρχει εντροπή, οποία είναι αξιοκατάκριτος αμαρτία. Υπάρχει όμως αιδημοσύνη και συστολή, η οποία είναι δια τον άνθρωπον δόξα και χάρις.

Παρ. 26,12         εἶδον ἄνδρα δόξαντα παρ᾿ αὑτῷ σοφὸν εἶναι, ἐλπίδα μέντοι ἔσχε μᾶλλον ἄφρων αὐτοῦ.

Παρ. 26,12               Είδα ένα άνθρωπον, ο οποίος εφαντάσθη τον εαυτόν του ότι είναι, σοφός· μεγαλυτέρα ελπίς διορθώσεως υπάρχει δι' ένα άφρονα, παρά δια τον αυτοθαυμαζόμενον δοκησίσοφον.

Παρ. 26,13         λέγει ὀκνηρὸς ἀποστελλόμενος εἰς ὁδόν· λέων ἐν ταῖς ὁδοῖς, ἐν δὲ ταῖς πλατείαις φονευταί.

Παρ. 26,13               Ο οκνηρός, όταν αποσταλή εις κάποιαν εργασίαν, προφασίζεται και λέγει· Ληοντάρι υπάρχει στους δρόμους, εις δε τας πλατείας ενεδρεύουν δολοφόνοι!

Παρ. 26,14         ὥσπερ θύρα στρέφεται ἐπὶ τοῦ στρόφιγγος, οὕτως ὀκνηρὸς ἐπὶ τῆς κλίνης αὐτοῦ.

Παρ. 26,14               Οπως η θύρα στρέφεται γύρω από τους στρόφιγγάς της και δεν μετακινείται από τόπου εις τόπον, έτσι και ο οκνηρός στριφογυρίζει επάνω στο κρεββάτι του και δεν εξέρχεται προς εργασίαν.

Παρ. 26,15         κρύψας ὀκνηρὸς τὴν χεῖρα ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ, οὐ δυνήσεται ἐπενεγκεῖν ἐπὶ στόμα.

Παρ. 26,15               Ο οκνηρός, που κρατεί συνεχώς άπρακτα και σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος του, δεν θα ημπορέση ποτέ με αυτά να φέρη τροφήν στο στόμα του, διότι δεν εργάζεται δια την απόκτησίν της.

Παρ. 26,16         σοφώτερος ἑαυτῷ ὀκνηρὸς φαίνεται τοῦ ἐν πλησμονῇ ἀποκομίζοντος ἀγγελίαν.

Παρ. 26,16               Ο οκνηρός φαντάζεται τον εαυτόν του σοφώτερον και αξιοπρεπέστερον από τον υπηρέτην, ο οποίος μεταφέρει αγγελίας του κυρίου του, αμείβεται και ζη χορταστικά, χωρίς να του λείπη τίποτε.

Παρ. 26,17         ὥσπερ ὁ κρατῶν κέρκου κυνός, οὕτως ὁ προεστὼς ἀλλοτρίας κρίσεως.

Παρ. 26,17               Οπως εκείνος που κρατεί την ουράν ξένου σκυλιού, κινδυνεύει να δαγκωθή, έτσι και αυτός που επεμβαίνει απρόσκλητος εις φιλονεικίας και διαμάχας άλλων.

Παρ. 26,18         ὥσπερ οἱ ἰώμενοι προβάλλουσι λόγους εἰς ἀνθρώπους, ὁ δὲ ἀπαντήσας τῷ λόγῳ πρῶτος ὑποσκελισθήσεται,

Παρ. 26,18               Οπως οι φρενοβλαβείς, που υποβάλλονται εις θεραπείαν, απευθύνουν εμπαικτικά και προσβλητικά λόγια εις ανθρώπους, και εκείνος που θα θελήση πρώτος να απαντήση εις αυτούς, θα εξευτελισθή και θα ντροπιαστή,

Παρ. 26,19         οὕτως πάντες οἱ ἐνεδρεύοντες τοὺς ἑαυτῶν φίλους, ὅταν δὲ ὁραθῶσι, λέγουσι ὅτι παίζων ἔπραξα.

Παρ. 26,19               Ετσι με τους φρενοβλαβείς, εν τη ανοησία των, ομοιάζουν και όλοι εκείνοι, που στήνουν ενέδρας εις βάρος των φίλων των και όταν αποκαλυφθούν λέγουν, ότι χάριν αστειότητος έπραξα αυτό.

Παρ. 26,20         ἐν πολλοῖς ξύλοις θάλλει πῦρ, ὅπου δὲ οὐκ ἔστι δίθυμος, ἡσυχάζει μάχη.

Παρ. 26,20              Με τα πολλά τα ξύλα μεγαλώνει και αναλάμπει περισσότερον η φωτιά. Οπου όμως δεν υπάρχει δίβουλος και εριστικός άνθρωπος, εκεί είναι άγνωστος η φιλονεικία και επικρατεί ησυχία.

Παρ. 26,21         ἐσχάρα ἄνθραξι καὶ ξύλα πυρί, ἀνὴρ δὲ λοίδορος εἰς ταραχὴν μάχης.

Παρ. 26,21               Η εσχάρα ξανάβει και ζωηρεύει τα κάρβουνα και τα ξύλα δυναμώνουν τη φωτιά. Ετσι ο υβριστής και κακολόγος άνθρωπος εξεγείρει φιλονεικίας και μάχας, όπου ευρίσκεται.

Παρ. 26,22         λόγοι κερκώπων μαλακοί, οὗτοι δὲ τύπτουσιν εἰς ταμιεῖα σπλάγχνων.

Παρ. 26,22              Οι κολακευτικοί και παραπειστικοί λόγοι των απατεώνων είναι γλυκείς και ευπρόσδεκτοι. Πληγώνουν όμως βαθύτατα τον άνθρωπον εις την ψυχήν και την καρδίαν.

Παρ. 26,23         ἀργύριον διδόμενον μετὰ δόλου, ὥσπερ ὄστρακον ἡγητέον. χείλη λεῖα καρδίαν καλύπτει λυπηράν.

Παρ. 26,23              Χρήμα, που δίδεται με πονηρίαν και προς δολίους σκοπούς, πρέπει να θεωρήται ως όστρακον χωρίς καμμίαν αξίαν. Το γλυκόλογον στόμα καλύπτει πολλάκις επίβουλον και φαρμακεράν καρδίαν.

Παρ. 26,24         χείλεσι πάντα ἐπινεύει ἀποκλαιόμενος ἐχθρός, ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ τεκταίνεται δόλους.

Παρ. 26,24              Ο εχθρός, όταν ευρεθή εις δύσκολον θέσιν και έχη την ανάγκην σου, με τα χείλη του συμφωνεί εις όσα συ λέγεις, και ψευδοσυγκινούμενος κλαίει. Μέσα όμως εις την καρδίαν του συλλαμβάνει και μηχανεύεται δόλια και επιβλαβή σχέδια.

Παρ. 26,25         ἐάν σου δέηται ὁ ἐχθρὸς μεγάλῃ τῇ φωνῇ, μὴ πεισθῆς, ἑπτὰ γάρ εἰσι πονηρίαι ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ.

Παρ. 26,25              Εάν ο εχθρός σου με δάκρυα και με μεγάλην φωνήν σε παρακαλή, μη πεισθής, διότι πολυάριθμοι πονηρίαι και δολιότητες υπάρχουν μέσα εις την ψυχήν του.

Παρ. 26,26         ὁ κρύπτων ἔχθραν συνίστησι δόλον, ἐκκαλύπτει δὲ τὰς ἑαυτοῦ ἁμαρτίας εὔγνωστος ἐν συνεδρίοις.

Παρ. 26,26              Εκείνος που συγκαλύπτει την έχθραν του και δεν την φανερώνει, ετοιμάζει δολίαν επίθεσιν και αυτός ακόμη ο πασίγνωστος δια τας δολιότητάς του, προσπαθεί να συγκαλύψη τας αμαρτίας του εις συγκέντρωσιν λαού.

Παρ. 26,27         ὁ ὀρύσσων βόθρον τῷ πλησίον ἐμπεσεῖται εἰς αὐτόν, ὁ δὲ κυλίων λίθον ἐφ᾿ ἑαυτὸν κυλίει.

Παρ. 26,27              Εκείνος που σκάβει λάκκον δια τον άλλον, θα πέση ο ίδιος μέσα εις αυτόν. Και εκείνος που κυλίει λίθον, δια να συνθλίψη τον άλλον, θα δεχθή τον ίδιον τον λίθον επάνω στον εαυτόν του και θα συντριβή,

Παρ. 26,28         γλῶσσα ψευδὴς μισεῖ ἀλήθειαν, στόμα δὲ ἄστεγον ποιεῖ ἀκαταστασίας.

Παρ. 26,28              Ο ψευδολόγος άνθρωπος αποστρέφεται και μίσει την αλήθειαν. Το δε αφρούρητον και απύλωτον στόμα δημιουργεί ταραχάς και ακαταστασίας μεταξύ των ανθρώπων.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27- ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

ΗΘΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

Παρ. 27,1          Μὴ καυχῶ τὰ εἰς αὔριον, οὐ γὰρ γινώσκεις τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα.

Παρ. 27,1                  Μη καυχάσαι δια την αύριον και γενικώτερον δια το μέλλον, διότι δεν γνωρίζεις τι θα σου παρουσίαση η αυριανή ημέρα.

Παρ. 27,2          ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καὶ μὴ τὸ σὸν στόμα, ἀλλότριος καὶ μὴ τὰ σὰ χείλη.

Παρ. 27,2                 Ας σε επαινή ο άλλος, ο πλησίον, και οχι το ιδικόν σου στόμα, ο ξένος και όχι τα ιδικά σου χείλη.

Παρ. 27,3          βαρὺ λίθος καὶ δυσβάστακτον ἄμμος, ὀργὴ δὲ ἄφρονος βαρυτέρα ἀμφοτέρων.

Παρ. 27,3                 Βαρύς είναι ο λίθος, δυσβάστακτος η άμμος· η οργή όμως του ασυνέτου ανθρώπου είναι βαρύτερη και από τα δύο.

Παρ. 27,4          ἀνελεήμων θυμὸς καὶ ὀξεῖα ὀργή, ἀλλ᾿ οὐδένα ὑφίσταται ζῆλος.

Παρ. 27,4                 Ασπλαγχνος και σκληρός είναι ο θυμός, οξεία και κοπτερή, ωσάν μαχαίρι, η οργή. Τιποτε όμως δεν ημπορεί να συγκριθή προς την αγριότητα της ζηλοτυπίας και του φθόνου.

Παρ. 27,5          κρείσσους ἔλεγχοι ἀποκεκαλυμμένοι κρυπτομένης φιλίας.

Παρ. 27,5                 Καλύτεροι και προτιμότεροι είναι οι έλεγχοι, που γίνονται φανερά και ξάστερα, παρά μία φιλία, που δεν τολμά νο φανερώση και να ελέγξη σφάλματα,

Παρ. 27,6          ἀξιοπιστόστερά εἰσι τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ.

Παρ. 27,6                 Περισσότερον ευπρόσδεκτα και ωφέλιμα είναι τα τραύματα,- παρατηρήσεις και έλεγχοι,- που προέρχονται από ένα φίλον παρά τα φαινομενικώς αυθόρμητα, πράγματι δε δόλια φιλήματα- ψευδείς έπαινοι και κολακείαι- ενός εχθρού.

Παρ. 27,7          ψυχὴ ἐν πλησμονῇ οὖσα κηρίοις ἐμπαίζει, ψυχῇ δὲ ἐνδεεῖ καὶ τὰ πικρὰ γλυκέα φαίνεται.

Παρ. 27,7                 Ανθρωπος, που είναι μι το παραπάνω χορτασμένος από όλα, περιφρονεί και αυτήν ακόμη την κηρήθραν. Εις ένα όμως πεινασμένον και τα πικρά ακόμη φαίνονται γλυκά και νόστιμα.

Παρ. 27,8          ὥσπερ ὅταν ὄρνεον καταπετασθῇ ἐκ τῆς ἰδίας νοσσιᾶς, οὕτως ἄνθρωπος δουλοῦται ὅταν ἀποξενωθῇ ἐκ τῶν ἰδίων τόπων.

Παρ. 27,8                 Οπως ένα πτηνόν, που περιπλανάται μακρυά από τη φωληά του, έτσι και ένας άνθρωπος, που φεύγει από την πατρίδα του εις ξένους τόπους, δεν ευρίσκει ανάπαυσιν, υπάρχει δε φόβος να καταντήση δούλος.

Παρ. 27,9          μύροις καὶ οἴνοις καὶ θυμιάμασι τέρπεται καρδία, καταῤῥήγνυται δὲ ὑπὸ συμπτωμάτων ψυχή.

Παρ. 27,9                 Τέρπεται και ευχαριστείται ο άνθρωπος εις τα αρώματα, στους καλούς οίνους, εις τα ευώδη θυμιάματα. Αντιθέτως δε συντρίβεται η ψυχή από τας συμφοράς και τα ατυχήματα.

Παρ. 27,10         φίλον σὸν ἢ φίλον πατρῷον μὴ ἐγκαταλίπῃς, εἰς δὲ τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ σου μὴ εἰσέλθης ἀτυχῶν· κρείσσων φίλος ἐγγὺς ἢ ἀδελφὸς μακρὰν οἰκῶν.

Παρ. 27,10               Προσωπικόν σου φίλον, όπως και πατρικόν σου φίλον μη τον εγκαταλείψης. Εις καιρόν δε δυστυχίας και ατυχημάτων σου μη μεταβής στο σπίτι του αδελφού σου. Προτιμότερος και επωφελέστερος είναι ο φίλος σου, που κατοικεί κοντά σου, παρά ο αδελφός σου, ο οποίος ευρίσκεται μακράν.

Παρ. 27,11         σοφὸς γίνου, υἱέ, ἵνα σου εὐφραίνηται ἡ καρδία, καὶ ἀπόστρεψον ἀπὸ σοῦ ἐπονειδίστους λόγους.

Παρ. 27,11                Απόκτησε, παιδί μου, σοφίαν και σύνεσιν, δια να ευφραίνεται πάντοτε η καρδία σου. Γυρισε δε το πρόσωπόν σου αλλού και διώξε μακρυά τας επονειδίστους συμβουλάς των άλλων.

Παρ. 27,12         πανοῦργος κακῶν ἐπερχομένων ἀπεκρύβη, ἄφρονες δὲ ἐπελθόντες ζημίαν τίσουσιν.

Παρ. 27,12               Ο έξυπνος και συνετός άνθρωπος, όταν βλέπη να επέρχωνται τα κακά, παραμερίζει, κρύπτεται και προφυλάσσεται. Οι άμυαλοι όμως δια λόγους επιδείξεως εφορμούν και εκτίθενται στον κίνδυνον, δια να συναντήσουν έτσι βλάβας και συμφοράς.

Παρ. 27,13         ἀφελοῦ τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ, παρῆλθε γὰρ ὑβριστής, ὅστις τὰ ἀλλότρια λυμαίνεται.

Παρ. 27,13               Ο επηρμένος καταφρονητής του Θεού και των ανθρώπων περνάει αλαζονικά υπερηφανευόμενος με ξένα ενδύματα, τα οποία έχει αρπάξει. Αφαίρεσέ του το ένδυμα, δια να ταπεινωθή.

Παρ. 27,14         ὃς ἂν εὐλογῇ φίλον τὸ πρωΐ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, καταρωμένου οὐδὲν διαφέρειν δόξει.

Παρ. 27,14               Εκείνος ο οποίος κάθε πρωϊ επαινεί με το παραπάνω και κολακεύει τον φίλον του, δεν διαφέρει από άνθρωπον, ο οποίος τον καταράται.

Παρ. 27,15         σταγόνες ἐκβάλλουσιν ἄνθρωπον ἐν ἡμέρᾳ χειμερινῇ ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, ὡσαύτως καὶ γυνὴ λοίδορος ἐκ τοῦ ἰδίου οἴκου.

Παρ. 27,15               Σταγόνες βροχής, που πίπτουν μέσα στο σπίτι, κάνουν τον άνθρωπον να βγη έξω από αυτό, έστω και αν είναι χειμώνας. Ετσι και γυναίκα κακόγλωσσος και υβρεολόγος αναγκάζει τον άνδρα της, να φύγη από το σπίτι.

Παρ. 27,16         Βορέας σκληρὸς ἄνεμος, ὀνόματι δὲ ἐπιδέξιος καλεῖται.

Παρ. 27,16               Ο βορηάς είναι άγριος και ορμητικός άνεμος. Εν τούτοις κατ' ευφημισμόν λέγεται επιδέξιος, ικανός και καλότυχος!

Παρ. 27,17         σίδηρος σίδηρον ὀξύνει, ἀνὴρ δὲ παροξύνει πρόσωπον ἑταίρου.

Παρ. 27,17               Ο σίδηρος κάνει οξύν και κοπτερόν τον άλλον σίδηρον, ετσι δε ενας οργίλος και ασύνετος άνθρωπος παροξύνει και εξερεθίζει τυν σύντροφόν του.

Παρ. 27,18         ὃς φυτεύει συκῆν φάγεται τοὺς καρποὺς αὐτῆς, ὃς δὲ φυλάσσει τὸν ἑαυτοῦ κύριον, τιμηθήσεται.

Παρ. 27,18               Οποιος φυτεύει συκιά, θα φάγη βέβαια από τους καρπούς της. Και όποιος σέβεται και προφυλάσσει τον κύριόν του από διαφόρους παγίδας και κινδύνους, θα ανταμειφθή και θα τιμηθή από αυτόν.

Παρ. 27,19         ὥσπερ οὐκ ὅμοια πρόσωπα προσώποις, οὕτως οὐδὲ αἱ διάνοιαι τῶν ἀνθρώπων.

Παρ. 27,19               Οπως δεν ομοιάζουν μεταξύ των τα πρόσωπα των ανθρώπων, ετσι δεν ομοιάζουν αι διάνοιαι και αι καρδίαι των.

Παρ. 27,20         ᾅδης καὶ ἀπώλεια οὐκ ἐμπίμπλανται, ὡσαύτως καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀνθρώπων ἄπληστοι.

Παρ. 27,20              Ο άδης και ο τόπος της απωλείας, η κόλασις, δεν χορταίνουν ποτέ. Ετσι και τα μάτια των ανθρώπων είναι αχόρταστα.

Παρ. 27,20α        βδέλυγμα Κυρίῳ στηρίζων ὀφθαλμόν, καὶ οἱ ἀπαίδευτοι ἀκρατεῖς γλώσσῃ.

Παρ. 27,20α             Αποκρουστικός και μισητός ενώπιον του Κυρίου είναι εκείνος, ο οποίος στηρίζει με επιμονήν το μάτι του εις αμαρτωλά και μάταια πράγματα. Το ίδιο είναι και οι απαιδαγώγητοι και οι αμόρφωτοι, οι οποίοι δεν συγκρατούν την γλώσσαν των.

Παρ. 27,21         δοκίμιον ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ πύρωσις, ἀνὴρ δὲ δοκιμάζεται διὰ στόματος ἐγκωμιαζόντων αὐτόν.

Παρ. 27,21               Ο άργυρος και ο χρυσός εις την φωτιάν της καμίνου δοκιμάζονται. Και ο άνθρωπος δοκιμάζεται από την στάσιν, που παίρνει στους επαίνους εκείνων που τον εγκωμιάζουν.

Παρ. 27,21α        καρδία ἀνόμου ἐκζητεῖ κακά, καρδία δὲ εὐθὴς ἐκζητεῖ γνῶσιν.

Παρ. 27,21α             Η καρδία του ασεβούς και καταφρονητού του θείου νόμου επιδιώκει πάντοτε παρανομίας. Η ευθεία όμως ψυχή ζητεί και ανευρίσκει την θείαν γνώσιν, την αλήθειαν.

Παρ. 27,22         ἐὰν μαστιγοῖς ἄφρονα ἐν μέσῳ συνεδρίου ἀτιμάζων, οὐ μὴ περιέλῃς τὴν ἀφροσύνην αὐτοῦ.

Παρ. 27,22              Εάν μαστιγώσης ένα ασύνετον εν μέσω συνεδρίου και τον διαπομπεύσης, δεν θα αφαιρέσης την αμυαλωσύνην του.

Παρ. 27,23         γνωστῶς ἐπιγνώσῃ ψυχὰς ποιμνίου σου καὶ ἐπιστήσεις καρδίαν σου σαῖς ἀγέλαις·

Παρ. 27,23               Προσπάθησε να γνωρίσης καλά τον αριθμόν και το ειδός του ποιμνίου σου. Δώσε την καρδία σου και φρόντισε με επιμέλειαν δια τα κοπάδια σου. Το ιδιο πρέπει να κάνη ο ποιμήν και κυβερνήτης των λογικών προβάτων.

Παρ. 27,24         ὅτι οὐκ εἰς τὸν αἰῶνα ἀνδρὶ κράτος καὶ ἰσχύς, οὐδὲ παραδίδωσιν ἐκ γενεᾶς εἰς γενεάν.

Παρ. 27,24              Διότι η εξουσία και τα αξιώματα δεν μένουν ισόβια στον άνθρωπον, ούτε και παραδίδονται κληρονομικώς από την μίαν γενεάν εις την άλλην.

Παρ. 27,25         ἐπιμελοῦ τῶν ἐν τῷ πεδίῳ χλωρῶν καὶ κερεῖς πόαν, καὶ σύναγε χόρτον ὀρεινόν,

Παρ. 27,25               Φρόντισε δια τα χλοερά λειβάδια σου και θα κόψης πολύ χορτάρι. Μαζευε ακόμη χορτάρι και από τα ορεινά μέρη,

Παρ. 27,26         ἵνα ἔχῃς πρόβατα εἰς ἱματισμόν· τίμα πεδίον, ἵνα ὦσί σοι ἄρνες.

Παρ. 27,26              δια να έχης τα μέσα να θρέψης πρόβατα, ώστε από μαλλί των να κατασκευάζης ενδύματα. Αγάπα τα λειβάδια σου και να τα περιποιήσαι, δια να θρέψης και να έχης αρνιά.

Παρ. 27,27         υἱέ, παρ᾿ ἐμοῦ ἔχεις ῥήσεις ἰσχυρὰς εἰς τὴν ζωήν σου καὶ εἰς τὴν ζωὴν σῶν θεραπόντων.

Παρ. 27,27               Παιδί μου, επήρες και έχεις από εμέ πολυτιμοτάτος συμβουλάς δια την ζωήν σου, όπως και δια την ζωήν των υπηρετών σου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28- ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

ΗΘΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

Παρ. 28,1          Φεύγει ἀσεβὴς μηδενὸς διώκοντος, δίκαιος δὲ ὥσπερ λέων πέποιθε.

Παρ. 28,1                 Φεύγει πανικόβλητος ο ασεβής, χωρίς να υπάρχη κανείς, που να τον καταδιώκη. Ο δε δίκαιος, ωσάν λέων απτόητος, μένει ακλόνητος εις ώραν κινδύνου έχων πεποίθησιν στο δίκαιον του και την συμπαράστασιν του Θεού.

Παρ. 28,2          δι᾿ ἁμαρτίας ἀσεβῶν κρίσεις ἐγείρονται, ἀνὴρ δὲ πανοῦργος κατασβέσει αὐτάς.

Παρ. 28,2                 Εξ αιτίας των αμαρτιών και παρανομιών, τας οποίας διαπράττουν οι ασεβείς, συγκροτούνται δικαστήρια και γίνονται δίκαι. Αλλά ο εξυπνος και συνετός άνθρωπος θα κατασβήση τας αιτίας και θα προλάβη τας δίκας.

Παρ. 28,3          ἀνδρεῖος ἐν ἀσεβείαις συκοφαντεῖ πτωχούς. ὥσπερ ὑετὸς λάβρος καὶ ἀνωφελής,

Παρ. 28,3                 Ο ασεβής άνθρωπος, θρασύς και εκβιαστής, καταπιέζει τους πτωχούς και αδυνάτους. Οπως η ορμητική βροχή είναι ανωφελής μάλλον δε και επιβλαβής,

Παρ. 28,4          οὕτως οἱ ἐγκαταλείποντες τὸν νόμον ἐγκωμιάζουσιν ἀσέβειαν, οἱ δὲ ἀγαπῶντες τὸν νόμον περιβάλλουσιν ἑαυτοῖς τεῖχος.

Παρ. 28,4                 έτσι και αυτοί, που εγκαταλείπουν και καταπατούν τον νόμον του Θεού, επαινούν την ασέβειαν, δια να δικαιολογήσουν τον εαυτόν των. Εκείνοι όμως, που αγαπούν και τηρούν τον νόμον του Θεού, είναι σαν να ανεγείρουν ολόγυρά των τείχος απόρθητον.

Παρ. 28,5          ἄνδρες κακοὶ οὐ νοήσουσι κρίμα, οἱ δὲ ζητοῦντες τὸν Κύριον συνήσουσιν ἐν παντί.

Παρ. 28,5                 Οι κακοί άνθρωποι δεν ημπορούν να εννοήσουν και να εκφέρουν δίκαιον κρίσιν. Οσοι όμως επιζητούν και ευρίσκουν τον Κυριον, θα γίνουν σοφοί και θα κρίνουν ορθώς εις όλα τα ζητήματα.

Παρ. 28,6          κρείσσων πτωχὸς πορευόμενος ἐν ἀληθείᾳ, πλουσίου ψευδοῦς.

Παρ. 28,6                 Ανώτερος και προτιμότερος είναι ο πτωχός, ο οποίος πορεύεται τον δρόμον της αληθείας και της αρετής, από τον ψευδολόγον πλούσιον.

Παρ. 28,7          φυλάσσει νόμον υἱὸς συνετός, ὃς δὲ ποιμαίνει ἀσωτίαν ἀτιμάζει πατέρα.

Παρ. 28,7                 Ο φρόνιμος και συνετός υιός τηρεί τον νόμον του Θεού και τας συμβουλάς του πατρός του. Εν εκείνος, που βόσκει εις κάθε ασωτίαν, εξευτελίζει τον πατέρα του.

Παρ. 28,8          ὁ πληθύνων τὸν πλοῦτον αὐτοῦ μετὰ τόκων καὶ πλεονασμῶν, τῷ ἐλεῶντι πτωχοὺς συνάγει αὐτόν.

Παρ. 28,8                 Εκείνος που αυξάνει τον πλούτον του, δανείζων με υπερόγκους τόκους και με αχόρταστον επιθυμίαν, εις την πραγματικότητα τα μαζεύει δι' εκείνον, που ελεεί τους πτωχούς.

Παρ. 28,9          ὁ ἐκκλίνων τὸ οὖς αὐτοῦ μὴ εἰσακοῦσαι νόμου, καὶ αὐτὸς τὴν προσευχὴν αὐτοῦ ἐβδέλυκται.

Παρ. 28,9                 Βδελυκτή και αποκρουστική είναι ενώπιον του Θεού η προσευχή εκείνου, ο οποίος γυρίζει αλλού το αυτί του, δια να μη ακούση και δεχθή τον θείον νόμον.

Παρ. 28,10         ὃς πλανᾷ εὐθεῖς ἐν ὁδῷ κακῇ, εἰς διαφθορὰν αὐτὸς ἐμπεσεῖται· οἱ δὲ ἄνομοι διελεύσονται ἀγαθά, καὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς αὐτά.

Παρ. 28,10               Ανθρωπος, ο οποίος παραπλανά τους ειλικρινείς και αθώους εις δρόμους ζωής κακούς, αυτός θα περιπέση εις όλεθρον και καταστροφήν. Οι παραβάται του θείου νόμου θα περάσουν πλησίον από τα αγαθά, δεν θα εισέλθουν όμως εις αυτά, δια να τα απολαύσουν.

Παρ. 28,11         σοφὸς παρ᾿ ἑαυτῷ ἀνὴρ πλούσιος, πένης δὲ νοήμων καταγνώσεται αὐτοῦ.

Παρ. 28,11                Ο επηρμένος δια τα πλούτη του πλούσιος έχει μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του και τον θεωρεί σοφόν. Ο μυαλωμένος όμως και ενάρετος πτωχός έχει την ικανότητα, να διακριβώση σφάλματα και να διατυπώση κατηγορίας εναντίον αυτού.

Παρ. 28,12         διὰ βοήθειαν δικαίων πολλὴν γίνεται δόξα, ἐν δὲ τόποις ἀσεβῶν ἁλίσκονται ἄνθρωποι.

Παρ. 28,12               Με την βοήθειαν, που παρέχουν οι δίκαιοι, μεγάλη δόξα έρχεται εις αυτούς και εις την πατρίδα των. Εκεί όμως που ζουν και κυριαρχούν οι ασεβείς, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται πολλοί άνθρωποι.

Παρ. 28,13         ὁ ἐπικαλύπτων ἀσέβειαν ἑαυτοῦ οὐκ εὐοδωθήσεται, ὁ δὲ ἐξηγούμενος ἐλέγχους ἀγαπηθήσεται.

Παρ. 28,13               Εκείνος, που σκεπάζει τα αμαρτήματά του και δεν τα παραδέχεται ούτε τα ομολογεί δεν θα ευοδωθή εις τα έργα του. Εξ αντιθέτου εκείνος, που τα ομολογεί και είναι πρόθυμος να δεχθή ελέγχους, θα αγαπηθή από τον Θεόν.

Παρ. 28,14         μακάριος ἀνήρ, ὃς καταπτήσσει πάντα δι᾿ εὐλάβειαν, ὁ δὲ σκληρὸς τὴν καρδίαν ἐμπεσεῖται κακοῖς.

Παρ. 28,14               Ευτυχής είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος εις όλας τας περιπτώσεις της ζωής του, από πολλήν προς τον Θεόν ευλάβειαν φοβείται μήπως παρασυρθή εις αμαρτίαν. Ο δε σκληροκάρδιος και θρασύς θα περιπέση εις πολλάς συμφοράς.

Παρ. 28,15         λέων πεινῶν καὶ λύκος διψῶν, ὃς τυραννεῖ, πτωχὸς ὤν, ἔθνους πενιχροῦ.

Παρ. 28,15               Ο πτωχός και άσημος, όταν αναλάβη την εξουσίαν επί ενός αδυνάτου και πτωχού έθνους, γίνεται σκληρός και επιθετικός, σαν τον πεινασμένον λέοντα και τον διψασμένον λύκον.

Παρ. 28,16         βασιλεὺς ἐνδεὴς προσόδων μέγας συκοφάντης, ὁ δὲ μισῶν ἀδικίαν μακρὸν χρόνον ζήσεται.

Παρ. 28,16               Ασεβής βασιλεύς με πτωχά εισοδήματα καταντά μεγάλος εκβιαστής και ληστής του λαού του. Εξ αντιθέτου ευσεβής βασιλεύς, έστω και πτωχός, που μισεί όμως την αδικίαν, θα βασιλεύση επί πολύν χρόνον στον λαόν του, διότι είναι αγαπητός.

Παρ. 28,17         ἄνδρα τὸν ἐν αἰτίᾳ φόνου ὁ ἐγγυώμενος, φυγὰς ἔσται καὶ οὐκ ἐν ἀσφαλείᾳ.

Παρ. 28,17               Εκείνος, που αναλαμβάνει και προστατεύει άνθρωπον καταδιωκόμενον δια φόνον, θα καταντήση ο ίδιος φυγάς και εξόριστος και δεν θα αισθάνεται τον εαυτόν του εν ασφαλεία.

Παρ. 28,17α        παίδευε υἱὸν καὶ ἀγαπήσει σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ σῆ ψυχῇ· οὐ μὴ ὑπακούσει ἔθνει παρανόμῳ.

Παρ. 28,17α             Παιδαγώγησε και μόρφωσε τον υιόν σου μέ στοργήν και με αυστηρότητα και θα σε αγαπήση. Θα είναι στόλισμα και δόξα εις σέ. Δεν θα υπακούση και δεν θα παρασυρθή εις συμβουλάς παρανόμων ανθρώπων και λαών.

Παρ. 28,18         ὁ πορευόμενος δικαίως βεβοήθηται, ὁ δὲ σκολιαῖς ὁδοῖς πορευόμενος ἐμπλακήσεται.

Παρ. 28,18               Εκείνος, που πορεύεται με δικαιοσύνην και τιμιότητα, θα έχη ασφαλή και βεβαίαν την βοήθειαν από τον Θεόν. Εν εκείνος, που βαδίζει σκολιούς και διεστραμμένους δρόμους, θα περιπέση εις παγίδας, θα εμπλακή εις δίκτυα συμφορών.

Παρ. 28,19         ὁ ἐργαζόμενος τὴν ἑαυτοῦ γῆν πλησθήσεται ἄρτων, ὁ δὲ διώκων σχολὴν πλησθήσεται πενίας.

Παρ. 28,19               Εκείνος, που εργάζεται με επιμέλειαν τους αγρούς του, θα χορτάση από ψωμί και από αλλά αγαθά. Εκείνος όμως, που επιδιώκει πονηρίαν και νωθρότητα, θα γεμίση από πτωχείαν και στέρησιν.

Παρ. 28,20         ἀνὴρ ἀξιόπιστος πολλὰ εὐλογηθήσεται, ὁ δὲ κακὸς οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται.

Παρ. 28,20              Ανθρωπος έντιμος και αξιόπιστος θα έχη πολλάς ευλογίας εκ μέρους του Θεού, επαίνους δε εκ μέρους των ανθρώπων. Εν ο κακός δεν θα μείνη ατιμώρητος.

Παρ. 28,21         ὃς οὐκ αἰσχύνεται πρόσωπα δικαίων, οὐκ ἀγαθός· ὁ τοιοῦτος ψωμοῦ ἄρτου ἀποδώσεται ἄνδρα.

Παρ. 28,21               Ο δικαστής, που δεν σέβεται και δεν εκτιμά τους δικαίους και το δίκαιόν των, αλλά μεροληπτεί εναντίον των εις την απόδοσιν δικαιοσύνης, είναι ανέντιμος και ανάξιος δικαστής. Αυτός, διεφθαρμένος ψυχικώς, είναι ικανός για ένά κομμάτι ψωμί να καταδικάση αθώον.

Παρ. 28,22         σπεύδει πλουτεῖν ἀνὴρ βάσκανος, καὶ οὐκ οἶδεν ὅτι ἐλεήμων κρατήσει αὐτοῦ.

Παρ. 28,22              Σπεύδει ο άπληστος και φθονερός άνθρωπος να αποκτήση πλούτη, δεν γνωρίζει όμως ότι ο ελεήμων θα κυριαρχήση επάνω εις αυτόν και θα πάρη υπό την εξουσίαν του τα πλούτη του.

Παρ. 28,23         ὁ ἐλέγχων ἀνθρώπου ὁδοὺς χάριτας ἕξει μᾶλλον τοῦ γλωσσοχαριτοῦντος.

Παρ. 28,23              Περισσότερον άξιος ευγνωμοσύνης και ευχαριστιών είναι ο άνθρωπος, ο οποίος έχει το θάρρος να ελέγχη προς διόρθωσιν, από εκείνον ο οποίος έχει γλώσσαν με χαριτωμένα αστεία και ευχάριστα, ανωφελή όμως, λόγια.

Παρ. 28,24         ὃς ἀποβάλλεται πατέρα ἢ μητέρα, καὶ δοκεῖ μὴ ἁμαρτάνειν, οὗτος κοινωνός ἐστιν ἀνδρὸς ἀσεβοῦς.

Παρ. 28,24              Εκείνος, που διώχνει από το σπίτι του τον πατέρα του η την μητέρα του και έχει την ιδέαν ότι δεν αμαρτάνει, είναι εις την πραγματικότητα όμοιος με τον άνθρωπον εκείνον, που φέρεται με ασέβειαν και αχαριστίαν απέναντι του Θεού.

Παρ. 28,25         ἄπιστος ἀνὴρ κρίνει εἰκῆ, ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ Κύριον ἐν ἐπιμελείᾳ ἔσται.

Παρ. 28,25              Ο άπιστος προς τον Θεόν άνθρωπος κρίνει με επιπολαιότητα, εικήι και ως έτυχεν. Εν εκείνος, ο οποίος πιστεύει στον Θεόν, κρίνει με πολλήν προσοχήν και επιμέλειαν.

Παρ. 28,26         ὃς πέποιθε θρασείᾳ καρδίᾳ, ὁ τοιοῦτος ἄφρων· ὃς δὲ πορεύεται σοφίᾳ σωθήσεται.

Παρ. 28,26              Εκείνος, που έχει πεποίθησιν και στηρίζεται εις θρασείαν και σκληράν καρδίαν, είναι ασύνετος. Εκείνος όμως που προχωρεί στον δρόμον της ζωής του με σύνεσιν θα σωθή.

Παρ. 28,27         ὃς δίδωσι πτωχοῖς, οὐκ ἐνδεηθήσεται, ὃς δὲ ἀποστρέφει τὸν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ, ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ ἔσται.

Παρ. 28,27              Οποιος δίδει στους φτωχούς, δεν θα στερηθή και δεν θα φτωχύνη. Εξ αντιθέτου εκείνος, ο οποίος με ασπλαγχνίαν γυρίζει το μάτι του μακρυά από τον πτωχόν, θα περιέλθη εις μεγάλην ανέχειαν και πτωχείαν.

Παρ. 28,28         ἐν τόποις ἀσεβῶν στένουσι δίκαιοι, ἐν δὲ τῇ ἐκείνων ἀπωλείᾳ πληθυνθήσονται δίκαιοι.

Παρ. 28,28              Εις χώρας, όπου κυριαρχούν οι ασεβείς, υποφέρουν και στενάζουν οι δίκαιοι. Οταν όμως εξαφανισθούν οι ασεβείς, τότε θα πληθυνθούν και θα ευτυχήσουν οι δίκαιοι.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29- ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

ΗΘΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

Παρ. 29,1          Κρείσσων ἀνὴρ ἐλέγχων ἀνδρὸς σκληροτραχήλου, ἐξαπίνης γὰρ φλεγομένου αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἴασις.

Παρ. 29,1                 Καλύτερος και προτιμότερος είναι ο άνθρωπος, που δέχεται ελέγχους, παρά ο σκληροτράχηλος και ασύνετος εις ελέγχους. Διότι, όταν εις αυτόν, ωσάν φωτιά εξ ουρανού, πέση η οργή του Θεού, δεν υπάρχει πλέον καμμία θεραπεία.

Παρ. 29,2          ἐγκωμιαζομένων δικαίων εὐφρανθήσονται λαοί, ἀρχόντων δὲ ἀσεβῶν στένουσιν ἄνδρες.

Παρ. 29,2                 Οταν επαινούνται οι δίκαιοι άρχοντες, ευφραίνονται οι λαοί των. Οταν όμως οι άρχοντες είναι ασεβείς, στενάζουν και υποφέρουν οι λαοί.

Παρ. 29,3          ἀνδρὸς φιλοῦντος σοφίαν εὐφραίνεται πατὴρ αὐτοῦ, ὃς δὲ ποιμαίνει πόρνας, ἀπολεῖ πλοῦτον.

Παρ. 29,3                 Ανθρωπος, ο οποίος αγαπά την σοφίαν και την αρετήν, ευφραίνει τον πατέρα του. Εκείνος δε ο οποίος συναγελάζεται με αμαρτωλάς γυναίκας, χάνει τον πατρικόν πλούτον.

Παρ. 29,4          βασιλεὺς δίκαιος ἀνίστησι χώραν, ἀνὴρ δὲ παράνομος κατασκάπτει.

Παρ. 29,4                 Ο δίκαιος βασιλεύς ανορθώνει και αναδεικνύει την χώραν του, ενώ εξ αντιθέτου ο καταφρονητής του θείου νόμου άνθρωπος, την ανασκάπτει εκ θεμελίων.

Παρ. 29,5          ὃς παρασκευάζεται ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἑαυτοῦ φίλου δίκτυον, περιβάλλει αὐτὸ τοῖς ἑαυτοῦ ποσίν.

Παρ. 29,5                 Εκείνος ο οποίος προπαρασκευάζεται να ρίψη το δίκτυόν του εναντίον του φίλου του, εις την πραγματικότητα περιπλέκει τα ιδικά του πόδια και συλλαμβάνεται στο δίκτυον της πανουργίας του.

Παρ. 29,6          ἁμαρτάνοντι ἀνδρὶ μεγάλη παγίς, δίκαιος δὲ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἔσται.

Παρ. 29,6                 Μεγάλαι παγίδες και συμφοραί συναντούν τον αμαρτωλόν άνθρωπον. Εν ο δίκαιος θα ευρίσκεται πάντοτε εις χαράν και ευφροσύνην.

Παρ. 29,7          ἐπίσταται δίκαιος κρίνειν πενιχροῖς, ὁ δὲ ἀσεβὴς οὐ νοεῖ γνῶσιν, καὶ πτωχῷ οὐχ ὑπάρχει νοῦς ἐπιγνώμων.

Παρ. 29,7                 Ο δίκαιος δικαστής γνωρίζει να κρίνη και να αποδίδη το δίκαιον και στους φτωχούς και αδυνάτους. Εξ αντιθέτου, ο ασεβής δικαστής δεν έχει σαφή και ορθήν γνώσιν. Δεν έχει δε την διάθεσιν να γνωρίση καλά τον πτωχόν και το δίκαιόν του.

Παρ. 29,8          ἄνδρες ἄνομοι ἐξέκαυσαν πόλιν, σοφοὶ δὲ ἀπέστρεψαν ὀργήν.

Παρ. 29,8                 Ασεβείς και παράνομοι άνθρωποί με τα εγκλήματά των και τας διαβολάς των ήναψαν πυρκαϊάν εις την πόλιν. Εν οι σοφοί και ενάρετοι με την σύνεσίν των απεμάκρυναν την οργήν από αυτήν.

Παρ. 29,9          ἀνὴρ σοφὸς κρινεῖ ἔθνη, ἀνὴρ δὲ φαῦλος ὀργιζόμενος καταγελᾶται καὶ οὐ καταπτήσσει.

Παρ. 29,9                 Ο συνετός και ενάρετος άνθρωπος είναι εις θέσιν να κρίνη και θα κρίνη έθνη. Ο φαύλος όμως και οργίλος περιπίπτει εις πλήθος σφαλμάτων, δια τα οποία εμπαίζεται. Και όμως δεν πτοείται από τας εναντίον του κρίσεις.

Παρ. 29,10         ἄνδρες αἱμάτων μέτοχοι μισοῦσιν ὅσιον, οἱ δὲ εὐθεῖς ἐκζητήσουσι ψυχὴν αὐτοῦ.

Παρ. 29,10               Εγκληματίαι και φονείς μισούν και αποστρέφονται τον αφωσιωμένον στον Θεόν. Εν οι ειλικρινείς και οι ακέραιοι ενδιαφέρονται και υπερασπίζουν την ζωήν εκείνου.

Παρ. 29,11         ὅλον τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐκφέρει ἄφρων, σοφὸς δὲ ταμιεύεται κατὰ μέρος.

Παρ. 29,11                Ο ασύνετος αφήνει ασυγκράτητον τον θυμόν του. Ο σοφός όμως τον δεσμεύει και τον συγκρατεί εις τα βάθη της ψυχής του.

Παρ. 29,12         βασιλέως ὑπακούοντος λόγον ἄδικον, πάντες οἱ ὑπ᾿ αὐτὸν παράνομοι.

Παρ. 29,12               Οταν ενας βασιλεύς ακούη και υιοθετή αδίκους κατηγορίας και εκτρέπεται εις παρανομίας, τότε και όλοι οι υπήκοοί του, μιμούμενοι αυτόν, θα γίνουν παράνομοι.

Παρ. 29,13         δανειστοῦ καὶ χρεωφειλέτου ἀλλήλοις συνελθόντων, ἐπισκοπὴν ἀμφοτέρων ποιεῖται ὁ Κύριος.

Παρ. 29,13               Οταν ο δανειστής και χρεωφειλέτης συναντηθούν μεταξύ των, δια να τακτοποιήσουν τα ζητήματά των, βλέπει και τους δύο και τους παρακολουθεί ο Κυριος.

Παρ. 29,14         βασιλέως ἐν ἀληθείᾳ κρίνοντος πτωχούς, ὁ θρόνος αὐτοῦ εἰς μαρτύριον κατασταθήσεται.

Παρ. 29,14               Οταν ένας βασιλεύς κρίνη με αλήθειαν και δικαιοσύνην και αυτούς ακόμη τους πτωχούς, ο θρόνος του θα γίνη ένδοξος και περίβλεπτος.

Παρ. 29,15         πληγαὶ καὶ ἔλεγχοι διδόασι σοφίαν, παῖς δὲ πλανώμενος αἰσχύνει γονεῖς αὐτοῦ.

Παρ. 29,15               Αι σωματικαί παιδαγωγικαί τιμωρίαι και οι μορφωτικοί έλεγχοι δίδουν σοφίαν και αρετήν στο παιδί. Υιός δέ, που εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι και περιπλανάται έδω και εκεί, καταισχύνει και κατεντροπιάζει τους γονείς του.

Παρ. 29,16         πολλῶν ὄντων ἀσεβῶν πολλαὶ γίνονται ἁμαρτίαι, οἱ δὲ δίκαιοι ἐκείνων πιπτόντων κατάφοβοι γίνονται.

Παρ. 29,16               Οταν πληθύνωνται οι ασεβείς, πληθύνονται αι αμαρτίαι και τα εγκλήματα. Οταν όμως τιμωρούνται οι ασεβείς, τότε και αυτοί οι δίκαιοι στερεώνονται περισσότερον εις την ευλάβειαν και τον φόβον του Θεού.

Παρ. 29,17         παίδευε υἱόν σου, καὶ ἀναπαύσει σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ ψυχῇ σου.

Παρ. 29,17               Παιδαγώγησε και μόρφωσε καλά το παιδί σου και αυτό θα δώση ανάπαυσιν και στολισμόν εις την ζωήν σου.

Παρ. 29,18         οὐ μὴ ὑπάρξῃ ἐξηγητὴς ἔθνει παρανόμῳ, ὁ δὲ φυλάσσων τὸν νόμον μακαριστός.

Παρ. 29,18               Μέσα εις ένα παράνομον λαόν δεν θα υπάρξη εξηγητής των θείων λόγων, διότι θα είναι ανεπιθύμητος. Εκείνος όμως, ο οποίος τηρεί τον θείον νόμον, είναι αξιομακάριστός.

Παρ. 29,19         λόγοις οὐ παιδευθήσεται οἰκέτης σκληρός· ἐὰν γὰρ καὶ νοήσῃ, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπακούσεται.

Παρ. 29,19               Ο σκληρός και ανυπότακτος δούλος δεν παιδαγωγείται και δεν συμμορφώνεται με σύμβουλάς. Και εάν ακόμη εννοήση το ορθόν, δεν θα έχη την διάθεσιν να υπακούση εις αυτό.

Παρ. 29,20         ἐὰν ἴδῃς ἄνδρα ταχὺν ἐν λόγοις, γίνωσκε ὅτι ἐλπίδα ἔχει μᾶλλον ὁ ἄφρων αὐτοῦ.

Παρ. 29,20              Εάν ίδης άνδρα ταχύν και απερίσκεπτον στους λόγους του, μάθε ότι έχει μεγαλυτέρας ελπίδας επιτυχίας από αυτόν ενας ασύνετος και αμυαλος.

Παρ. 29,21         ὃς κατασπαταλᾷ ἐκ παιδός, οἰκέτης ἔσται, ἔσχατον δὲ ὀδυνηθήσεται ἐφ᾿ ἑαυτῷ.

Παρ. 29,21               Εκείνος, που από τα παιδικά του χρόνια κατασπαταλά τα χρήματα, θα καταντήση σύντομα πτωχός και θα γίνη δούλος. Και στο τέλος θα δοκιμάση πολλάς συμφοράς και οδύνας.

Παρ. 29,22         ἀνὴρ θυμώδης ὀρύσσει νεῖκος, ἀνὴρ δὲ ὀργίλος ἐξώρυξεν ἁμαρτίαν.

Παρ. 29,22              Ο θυμώδης άνθρωπος βγάζει και σκορπά ολόγυρά του φιλονεικίας και έριδας. Ο δε οργίλος βγάζει από μέσα του, σαν από μεταλλείον κακών, αμαρτίας.

Παρ. 29,23         ὕβρις ἄνδρα ταπεινοῖ, τοὺς δὲ ταπεινόφρονας ἐρείδει δόξῃ Κύριος.

Παρ. 29,23              Η υψηλοφροσύνη και αλαζονεία εξευτελίζουν τον άνθρωπον. Τους ταπεινόφρονας όμως θα στηρίξη ο Κυριος εις αναφαίρετον δόξαν.

Παρ. 29,24         ὃς μερίζεται κλέπτῃ, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν· ἐὰν δὲ ὅρκου προτεθέντος ἀκούσαντες μὴ ἀναγγείλωσι,

Παρ. 29,24              Εκείνος, που μοιράζεται με τον κλέπτην κλοπιμαία, εις την πραγματικότητα μισεί και βλάπτει την ψυχήν του. Εάν δε κάτι τέτοιοι άνθρωποι υποβληθούν εις όρκον, δεν θα αναγγείλουν την αλήθειαν,

Παρ. 29,25         φοβηθέντες καὶ αἰσχυνθέντες ἀνθρώπους ὑπεσκελίσθησαν· ὁ δὲ πεποιθὼς ἐπὶ Κυρίῳ εὐφρανθήσεται. ἀσέβεια ἀνδρὶ δίδωσι σφάλμα, ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ τῷ δεσπότῃ, σωθήσεται.

Παρ. 29,25              διότι φοβούνται και εντρέπονται τους ανθρώπους. Ετσι δε θα πεδικλωθούν, θα πέσουν και θα εξευτελισθούν. Εκείνος όμως, που έχει πίστιν και πεποίθησιν στον Θεόν, θα ευφρανθή. Η ασέβεια οδηγεί τον άνθρωπον εις πτώσεις και σφάλματα. Εν εκείνος, που πιστεύει στον παντοδύναμον Θεόν, θα σωθή.

Παρ. 29,26         πολλοὶ θεραπεύουσι πρόσωπα ἡγουμένων, παρὰ δὲ Κυρίου γίνεται τὸ δίκαιον ἀνδρί.

Παρ. 29,26              Πολλοί κολακεύουν και παρακαλούν τους εκάστοτε ισχυρούς, δια να επιτύχουν εις κάποιον έργον των. Το δίκαιον όμως και η πραγματική επιτυχία αποδίδεται στον άνθρωπον εκ μέρους του Κυρίου.

Παρ. 29,27         βδέλυγμα δικαίοις ἀνὴρ ἄδικος, βδέλυγμα δὲ ἀνόμῳ κατευθύνουσα ὁδός.

Παρ. 29,27              Μισητός και αποκρουστικός είναι στους δικαίους κάθε άδικος· όπως επίσης μισητή και αποκρουστική είναι στον παράνομον η ευθεία οδός.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30- ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΑΓΟΥΡ

Σημείωση

Στήν κανονική διάταξη τοῦ κειμένου τῶν Ο´ τό κεφάλαιο Λ παρεμβάλλεται στό κεφάλαιο ΚΔ (οἱ στίχοι 1-14 μετά τόν στίχο 22ε τοῦ ΚΔ, καί οἱ ὑπόλοιποι στίχοι ἀμέσως μετά τό τέλος τοῦ ΚΔ).

 

Παρ. 30,1          Τοὺς ἐμοὺς λόγους, υἱέ, φοβήθητι, καὶ δεξάμενος αὐτοὺς μετανόει· τάδε λέγει ὁ ἀνὴρ τοῖς πιστεύουσι Θεῷ, καὶ παύομαι·

Παρ. 30,1                  Παιδί μου, να ευλαβηθής τα λόγια μου διά σφάλματα, τα οποία ενδεχομένως διέπραξες. Αυτά τα λέγω εγώ ο διδάσκαλος εις εκείνους, οι οποίοι πιστεύουν εις τον Θεόν και αφού τά ειπώ, θα παύσω να ομιλώ.

Παρ. 30,2          ἀφρονέστατος γάρ εἰμι ἁπάντων ἀνθρώπων, καὶ φρόνησις ἀνθρώπων οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί·

Παρ. 30,2                 Εγώ το αντιλαμβάνομαι και το φρονώ, ότι από απόψεως ανθρωπίνης γνώσεως είμαι ο περισσότερον αμόρφωτος μεταξύ όλων των ανθρώπων. Καμμία γνώσις ανθρωπίνη δεν υπήρχεν εις εμέ.

Παρ. 30,3          Θεὸς δεδίδαχέ με σοφίαν, καὶ γνῶσιν ἁγίων ἔγνωκα.

Παρ. 30,3                 Αλλά ο Θεός με εδίδαξε την αληθινήν σοφίαν. Και ετσι εγώ εγνώρισα και κατενόησα την γνώσιν και σοφίαν των αγίων.

Παρ. 30,4          τίς ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη; τίς συνήγαγεν ἀνέμους ἐν κόλπῳ; τίς συνέστρεψεν ὕδωρ ἐν ἱματίῳ; τίς ἐκράτησε πάντων τῶν ἄκρων τῆς γῆς; τί ὄνομα αὐτῷ, ἢ τί ὄνομα τοῖς τέκνοις αὐτοῦ;

Παρ. 30,4                 Ποιός ανέβηκεν στον ουρανόν; Και ποιός κατέβηκεν από εκεί εις την γην; Μονον ο Θεός ο πανταχού παρών. Ποιός ημπορεί να συμμαζεύση τους ανέμους εις τυν κόλπον του; Ποιός έχει την δύναμιν να συμμαζέψη και να τύλιξη το νερό μέσα εις ιμάτιον; Ποιός εκυριάρχησε και κυριαρχεί στον ουρανόν και την γην από το ένα άκρον έως στο άλλο; Ποιό είναι το όνομά του, με το οποίον να τον καλέσω; Η πως ονομάζονται τα τέκνα του, τα δημιουργήματά του; Αυτός και μόνος τα γνωρίζει.

Παρ. 30,5          πάντες γὰρ λόγοι Θεοῦ πεπυρωμένοι, ὑπερασπίζει δὲ αὐτὸς τῶν εὐλαβουμένων αὐτόν.

Παρ. 30,5                 Διότι όλοι οι λόγοι του Θεού είναι ολοκάθαροι σαν το χρυσάφι, που βγαίνει από το καμίνι της φωτιάς. Ο Κυριος υπερασπίζει και προστατεύει πάντοτε εκείνους, οι οποίοι τον ευλαβούνται.

Παρ. 30,6          μὴ προσθῇς τοῖς λόγοις αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἐλέγξῃ σε καὶ ψευδὴς γένῃ.

Παρ. 30,6                 Πρόσεξε να μη προσθέσης τίποτε εις τας εντολάς του Κυρίου, δια να μη σε ελέγξη και σε αποδείξη ότι είσαι ψευδολόγος.

Παρ. 30,7          δύο αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ, μὴ ἀφέλῃς μου χάριν πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν με·

Παρ. 30,7                 Κυριε, δύο πράγματα έχω να ζητήσω από σέ. Πρώτον να μη αφαιρέσης από εμέ την χάριν σου, πριν αποθάνω, αλλά να την αφήσης παντοτεινά μαζή μου.

Παρ. 30,8          μάταιον λόγον καὶ ψευδῆ μακράν μου ποίησον, πλοῦτον δὲ καὶ πενίαν μή μοι δῷς, σύνταξόν δέ μοι τὰ δέοντα καὶ τὰ αὐτάρκη,

Παρ. 30,8                 Δεύτερον να απομακρύνης από εμέ ματαιολογίας, απάτας και ψευδολογίας. Δεν θέλω δε να μου δώσης ούτε πολύν πλούτον, ούτε πτωχείαν. Δος μου τα απαραίτητα, όσα είναι αρκετά και όσα μου χρειάζονται δια την συντήρησίν μου.

Παρ. 30,9          ἵνα μὴ πλησθεὶς ψευδὴς γένωμαι καὶ εἴπω· τίς με ὁρᾶ; ἢ πενηθεὶς κλέψω καὶ ὀμόσω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Παρ. 30,9                 Δεν θέλω να έχω πολύν πλούτον, διότι φοβούμαι, μήπως μέσα εις τα άφθονα αυτά αγαθά αποδειχθώ ψευδής απέναντι των ανθρώπων και είπω· ποιός με βλέπει; Δεν θέλω πάλιν πτωχείαν, διότι φοβούμαι, μήπως επάνω εις την στέρησιν και την πείναν κλέψω και ορκισθώ ψευδώς στο όνομα του Κυρίου.

Παρ. 30,10         μὴ παραδῷς οἰκέτην εἰς χεῖρας δεσπότου, μήποτε καταράσηταί σε καὶ ἀφανισθῇς.

Παρ. 30,10               Μη παραδώσης δούλον, που ζητεί την προστασίαν σου, εις τα χέρια του κυρίου του, δια να μη σε καταρασθή ο ταλαίπωρος αυτός δούλος και καταστραφής.

Παρ. 30,11         ἔκγονον κακὸν πατέρα καταρᾶται, τὴν δὲ μητέρα οὐκ εὐλογεῖ.

Παρ. 30,11                Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί καταράται τον πατέρα του, δεν επαινεί δε και δεν τιμά την μητέρα του.

Παρ. 30,12         ἔκγονον κακὸν δίκαιον ἑαυτὸν κρίνει. τὴν δ᾿ ἔξοδον αὐτοῦ οὐκ ἀπένιψεν.

Παρ. 30,12               Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί θεωρεί τον εαυτόν του δίκαιον και καθαρόν, ενώ δεν έχει πλύνει ούτε τον αφεδρώνα του.

Παρ. 30,13         ἔκγονον κακὸν ὑψηλοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχει, τοῖς δὲ βλεφάροις αὐτοῦ ἐπαίρεται.

Παρ. 30,13               Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί έχει αλαζονικά τα μάτια του, σηκώνει υψηλά τα βλέφαρά του και υπερηφανεύεται.

Παρ. 30,14         ἔκγονον κακὸν μαχαίρας τοὺς ὀδόντας ἔχει καὶ τὰς μύλας τομίδας, ὥστε ἀναλίσκειν καὶ κατεσθίειν τοὺς ταπεινοὺς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τοὺς πένητας αὐτῶν ἐξ ἀνθρώπων.

Παρ. 30,14               Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί έχει τα δόντια του σαν μαχαίρια και τας οδοντοστοιχίας του στόματός του σαν κοπίδια, ώστε ασυνειδήτως να καταναλίσκη και να κατατρώγη από τους ανθρώπους της γης τους αδυνάτους, τους ασήμους και τους πτωχούς.

Παρ. 30,15         Τῇ βδέλλῃ τρεῖς θυγατέρες ἦσαν ἀγαπήσει ἀγαπώμεναι, καὶ αἱ τρεῖς αὗται οὐκ ἐνεπίμπλασαν αὐτήν, καὶ ἡ τετάρτη οὐκ ἠρκέσθη εἰπεῖν· ἱκανόν.

Παρ. 30,15               (Μασορ. Λ' 15). Η βδέλλα είχε τρεις πολυαγαπημένος θυγατέρας. Αλλά και αι τρεις δεν ημπορούσαν να την χορτάσουν και η τετάρτη επίσης θυγάτηρ της δεν κατώρθωσε να κάμη την μητέρα της να πη· Είναι αρκετόν, φθάνει.

Παρ. 30,16         ᾅδης καὶ ἔρως γυναικὸς καὶ γῆ οὐκ ἐμπιπλαμένη ὕδατος καὶ ὕδωρ καὶ πῦρ οὐ μὴ εἴπωσιν· ἀρκεῖ·

Παρ. 30,16               Ετσι αχόρταστος είναι ο άδης, ο έρως της γυναικός και η ξηρά γη, η οποία δεν χορταίνει από το νερό της βροχής. Οπως επίσης η θάλασσα και η φωτιά ποτέ δεν θα πουν· Φθάνει, η μεν δια το νερό, η δε δια την καύσιμον ύλην.

Παρ. 30,17         ὀφθαλμὸν καταγελῶντα πατρὸς καὶ ἀτιμάζοντα γῆρας μητρός, ἐκκόψαισαν αὐτὸν κόρακες ἐκ τῶν φαράγγων καὶ καταφάγοισαν αὐτὸν νεοσσοὶ ἀετῶν.

Παρ. 30,17               Τα μάτια των υιών εκείνων, που περιγελούν τον πατέρα και κατεξευτελίζουν τα γηρατεία της μητρός των, οι κόρακες από τα φαράγγια θα τα βγάλουν, θα τα καταφάγουν τα νέα πουλιά των αετών.

Παρ. 30,18         τρία δέ ἐστι ἀδύνατά μοι νοῆσαι, καὶ τὸ τέταρτον οὐκ ἐπιγινώσκω·

Παρ. 30,18               Τρία πράγματα μου είναι αδύνατον να τα εννοήσω. Το δε τέταρτον ακόμη περισσότερον μου μένει ακατάληπτον.

Παρ. 30,19         ἴχνη ἀετοῦ πετομένου καὶ ὁδοὺς ὄφεως ἐπὶ πέτρας καὶ τρίβους νηὸς ποντοπορούσης καὶ ὁδοὺς ἀνδρὸς ἐν νεότητι.

Παρ. 30,19               Πρώτον τα ίχνη του αετού, που πετά στον αέρα, τον δρόμον του φιδιού που σέρνεται εις τις πέτρες, τους δρόμους του πλοίου που πλέει εις την θάλασσαν, και το περισσότερον ακατάληπτον τας εκτροπάς του νέου ανθρώπου.

Παρ. 30,20         τοιαύτη ὁδὸς γυναικὸς μοιχαλίδος, ἥ, ὅταν πράξῃ, ἀπονιψαμένη, οὐδέν φησι πεπραχέναι ἄτοπον.

Παρ. 30,20              Τέτοιος είναι ο δρόμος και ο τρόπος της μοιχαλίδος γυναικός, η οποία, όταν διαπράξη το αμάρτημα, νίπτεται και διαλαλεί, ότι τίποτε το άτοπον δεν έχει διαπράξει.

Παρ. 30,21         διὰ τριῶν σείεται ἡ γῆ, τὸ δὲ τέταρτον οὐ δύναται φέρειν·

Παρ. 30,21               Τρία γεγονότα είναι που συγκλονίζουν την γην, το τέταρτον όμως δεν είναι δυνατόν να το υποφέρη κανείς.

Παρ. 30,22         ἐὰν οἰκέτης βασιλεύσῃ καὶ ἄφρων πλησθῇ σιτίων

Παρ. 30,22              Πρώτον· εάν ένας κακός δούλος ανέλθη στον βασιλικόν θρόνον. Δεύτερον· εάν ενας ασύνετος άνθρωπος χορτάση από υλικά αγαθά.

Παρ. 30,23         καὶ οἰκέτις ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆς κυρίαν καὶ μισητὴ γυνὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ.

Παρ. 30,23               Τρίτον· εάν μία δούλη διώξη την κυρίαν της από την οικίαν του συζύγου. Και τέταρτον εάν μία γυναίκα αξιομίσητος δια την διαγωγήν και τον χαρακτήρα της, πάρη σύζυγον εναρετον.

Παρ. 30,24         τέσσαρα δὲ ἐλάχιστα ἐπὶ τῆς γῆς, ταῦτα δέ ἐστι σοφώτερα τῶν σοφῶν·

Παρ. 30,24              Τέσσερα είναι τα πιο μικρά από απόψεως σώματος επάνω εις την γην. Αυτά όμως είναι σοφώτερα και από τους σοφούς.

Παρ. 30,25         οἱ μύρμηκες, οἷς μὴ ἔστιν ἰσχὺς καὶ ἑτοιμάζονται θέρους τὴν τροφήν·

Παρ. 30,25               Πρώτον οι μύρμηκες, στους οποίους δεν υπάρχει αξιόλογος σωματική δύναμις, και όμως αυτοί σοφώτατα ετοιμάζουν κατά το διάστημα του θέρους την τροφήν των δι' όλον το έτος.

Παρ. 30,26         καὶ οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν, οἳ ἐποιήσαντο ἐν πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους·

Παρ. 30,26              Δεύτερον· οι ακανθόχοιροι, οι οποίοι δεν αποτελούν ομάδας ισχυράς, με όπλα αμύνης και επιθέσεως, και οι οποίοι εν τούτοις, έχουν κατά ένα τρόπον σοφόν εκλέξει ως κατοικίαν των τους βράχους, όπου ζουν ασφαλείς.

Παρ. 30,27         ἀβασίλευτόν ἐστιν ἡ ἀκρὶς καὶ στρατεύει ἀφ᾿ ἑνὸς κελεύσματος εὐτάκτως·

Παρ. 30,27               Τρίτον· αι ακρίδες αι οποίαι δεν είναι ωργανωμέναι εις βασίλειον, δεν έχουν βασιλέα. Και όμως εκστρατεύουν με τάξιν εις τας επιδρομάς, που κάνουν, ώστε να νομίζη κανείς, ότι έχουν επικεφαλής ένα, που τους διατάσσει.

Παρ. 30,28         καὶ καλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος καὶ εὐάλωτος ὢν κατοικεῖ ἐν ὀχυρώμασι βασιλέως.

Παρ. 30,28              Τέταρτον· η οικιακή σαύρα, το μολυντήρι, που στηρίζεται μόνον εις τας χείρας του είναι άοπλον και ευκολότατα καταβάλλεται και εν τούτοις κατοικεί εις τα ωχυρωμένα ανάκτορα του βασιλέως.

Παρ. 30,29         τρία δέ ἐστιν, ἃ εὐόδως πορεύεται, καὶ τέταρτον, ὃ καλῶς διαβαίνει·

Παρ. 30,29              Τρία ζώα υπάρχουν, τα οποία βαδίζουν με ασφάλειαν και μεγαλοπρέπειαν και τέταρτον, το οποίον επίσης κατά ωραίον τρόπον διαβαίνει.

Παρ. 30,30         σκύμνος λέοντος ἰσχυρότερος κτηνῶν, ὃς οὐκ ἀποστρέφεται οὐδὲ καταπτήσσει κτῆνος,

Παρ. 30,30               Το μικρό ληοντάρι, το οποίον είναι ισχυρότερον από όλα τα ζώα και δεν γυρίζει πίσω προ ουδενός άλλου ζώου ούτε και φοβείται κανένα άλλο ζώον.

Παρ. 30,31         καὶ ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν θηλείαις εὔψυχος καὶ τράγος ἡγούμενος αἰπολίου καὶ βασιλεὺς δημηγορῶν ἐν ἔθνει.

Παρ. 30,31               Δεύτερον· ο πετεινός, όταν μάλιστα περιπατή γενναίος και μεγαλοπρεπής μεταξύ των ορνίθων. Τρίτον· ο τράγος όταν προπορεύεται του ποιμνίου. Τέταρτον και ωραιότερον· ο βασιλεύς όταν δημηγορή προς τον λαόν.

Παρ. 30,32         ἐὰν πρόῃ σεαυτὸν ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἐκτείνῃς τὴν χεῖρά σου μετὰ μάχης, ἀτιμασθήσῃ.

Παρ. 30,32               Εάν αφεθής εις διασκέδασιν τρώγων και πίνων και απλώσης απειλητικόν το χέρι σου προς συμπλοκήν με κάποιον άλλον, θα εξευτελισθής.

Παρ. 30,33         ἄμελγε γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον· ἐὰν δὲ ἐκπιέζῃς μυκτῆρας, ἐξελεύσεται αἷμα· ἐὰν δὲ ἐξέλκῃς λόγους, ἐξελεύσονται κρίσεις καὶ μάχαι.

Παρ. 30,33               Αρμεξε και κτύπησε το γάλα και θα βγάλης βούτυρον. Εάν πιέσης πολύ τον ρώθωνά σου, θα βγάλη αίμα. Ετσι, εάν αφήνης να βγαίνουν οπό το στόμα σου λόγοι απρεπείς και προκλητικοί, θα προέλθουν από αυτούς φιλονεικίαι, συμπλοκαί και δικαστικαί περιπέτειαι.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31- ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΛΕΜΟΥΗΛ  

ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΕΝΑΡΕΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Σημείωση

Στην κανονικη διαταξη του κειμενου τον Ο´ οἱ στιχοι 1-9 του κεφαλαιου ΛΑ παρεμβαλλονται αμεσως πριν το κεφαλαιο ΚΕ, και οι υπολοιποι στιχοι αμεσως μετα τό τελος του κεφαλαιου ΚΘ.

 

                                    Συλλογή συμβουλών του Λεμουήλ

Παρ. 31,1          Οἱ ἐμοὶ λόγοι εἴρηνται ὑπὸ Θεοῦ, βασιλέως χρηματισμός, ὃν ἐπαίδευσεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ.

Παρ. 31,                    (Μασορ. ΛΑ' 1). Τα λόγιά μου αυτά έχουν λεχθή από τον Θεόν. Είναι αποκαλυπτικόν κήρυγμα ενός βασιλέως, τον οποίον επαιδαγώγησε κατά Θεόν η μητέρα του.

Παρ. 31,2          τί, τέκνον, τηρήσεις; τί; ῥήσεις Θεοῦ. πρωτογενές, σοὶ λέγω, υἱέ· τί τέκνον ἐμῆς κοιλίας; τί τέκνον ἐμῶν εὐχῶν;

Παρ. 31,2                  Τέκνον μου, τι πρέπει οπωσδήποτε να τηρήσης; Τι; Λογια Θεού. Πρωτοτόκόν μου τέκνον, εις σε απευθύνομαι και λέγω αυτά. Τι πρέπει να τηρήσης, παιδί των σπλάγχνων μου; Τι πρέπει να προσέχης εις την ζωήν σου, παιδί των προσευχών μου και των ταμάτων, που έχω κάμει προς τον Θεόν; Ακουσέ με.

Παρ. 31,3          μὴ δῷς γυναιξὶ σὸν πλοῦτον, καὶ τὸν σὸν νοῦν καὶ βίον εἰς ὑστεροβουλίαν.

Παρ. 31,3                  Μη παραδώσης και μη εμπιστευθής τον πλούτον σου εις γυναίκας, διότι ύστερα θα μεταμεληθής πικρά δια την κατασώτευσιν του νου και της περιουσίας σου.

Παρ. 31,4          μετὰ βουλῆς πάντα ποίει, μετὰ βουλῆς οἰνοπότει· οἱ δυνάσται θυμώδεις εἰσίν, οἶνον δὲ μὴ πινέτωσαν,

Παρ. 31, 4                 Κατόπιν πολλής ερεύνης και περισκέψεως να προχωρής εις την πραγματοποίησιν των έργων σου. Πινε οίνον, αλλά μετά συνέσεως. Πολλοί άρχοντες είναι ευερέθιστοι και θυμώδεις, δια τούτο ας μη πίνουν οίνον,

Παρ. 31,5          ἵνα μὴ πιόντες ἐπιλάθωνται τῆς σοφίας καὶ ὀρθὰ κρῖναι οὐ μὴ δύνωνται τοὺς ἀσθενεῖς.

Παρ. 31,5                  ίνα μη πίνοντες και εις μέθην ερχόμενοι χάσουν την σύνεσιν και την ευθυκρισίαν και δεν είναι εις θέσιν να κρίνουν και να δικάσουν ορθώς και να αποδώσουν το δίκαιον στους αδυνάτους ανθρώπους.

Παρ. 31,6          δίδοτε μέθην τοῖς ἐν λύπαις καὶ οἶνον πίνειν τοῖς ἐν ὀδύναις,

Παρ. 31,6                  Δώστε όμως ολίγον οίνον εις εκείνους, οι οποίοι ευρίσκονται υπό το κράτος πολλών θλίψεων και ας πίνουν ολίγον οίνον, όσοι κατέχονται από πόνους και οδύνας,

Παρ. 31,7          ἵνα ἐπιλάθωνται τῆς πενίας καὶ τῶν πόνων μὴ μνησθῶσιν ἔτι.

Παρ. 31,7                  δια να λησμονήσουν την πτωχείαν των και να μη ενθυμούνται πλέον τους πόνους των.

Παρ. 31,8          ἄνοιγε σὸν στόμα λόγῳ Θεοῦ, καὶ κρῖνε πάντας ὑγιῶς.

Παρ. 31,8                  Ανοιγε το στόμα σου, δια να εκφράζη πάντοτε τον λόγον του Θεού. Κρίνε και δίκαζε τους πάντας ορθώς και δικαίως.

Παρ. 31,9          ἄνοιγε σὸν στόμα καὶ κρῖνε δικαίως, διάκρινε δὲ πένητα καὶ ἀσθενῆ.

Παρ. 31,8                  Ανοιγε το στόμα σου, δια να εκφράζη πάντοτε τον λόγον του Θεού. Κρίνε και δίκαζε τους πάντας ορθώς και δικαίως.

 

                                    Εγκώμιο της ενάρετης γυναίκας

Παρ. 31,10         Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη.

Παρ. 31,10                (Μασορ. ΛΑ' 10). Γυναίκα νοικοκυράν και δραστηρίαν ποιός θα ημπορέση να βρη; Είναι ασυγκρίτος ανωτέρα και από τους πλέον πολύτιμους λίθους.

Παρ. 31,11         θαρσεῖ ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει·

Παρ. 31,11                 Εις αυτήν έχει πεποίθησιν και στηρίζεται με θάρρος η καρδία του ανδρός της. Διότι αυτή και το σπίτι της δεν πρόκειται να στερηθούν ποτέ από υλικά αγαθά.

Παρ. 31,12         ἐνεργεῖ γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ πάντα τὸν βίον.

Παρ. 31,12                Καθ' όλον της τον βίον εργάζεται δια το καλόν του ανδρός της.

Παρ. 31,13         μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσὶν αὐτῆς.

Παρ. 31,13                Υφαίνει νήματα μάλλινα και λινά και κατασκευάζει με τα ίδια της τα χέρια πράγματα χρήσιμα δια το σπίτι.

Παρ. 31,14         ἐγένετο ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δὲ αὐτῆς τὸν πλοῦτον.

Παρ. 31,14                Ομοιάζει με το πλοίον, το οποίον μεταφέρει εμπορεύματα από μακρυνάς περιοχάς. Ετσι και αυτή συγκεντρώνει τον πλούτον της δια το καλόν του σπιτιού.

Παρ. 31,15         καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις.

Παρ. 31,15                Εξυπν πολύ πρωϊ, νύχτα. Ετοιμάζει και δίδει τροφάς στους ανθρώπους του σπιτιού της, κανονίζει δε τα έργα των υπηρετριών.

Παρ. 31,16         θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα.

Παρ. 31,16                Οταν εύρη κάποιο καλο χωράφι, το αγοράζει και με τους κόπους των χειρών της το καλλιεργεί, το φυτεύει, το μεταβάλλει εις αγρόκτημα αποδοτικόν.

Παρ. 31,17         ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισε τοὺς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον.

Παρ. 31,17                Αφού ζώση, καλά την μέσην της, εργάζεται με τα χέρια της έντονα και με ζήλον στο έργον της.

Παρ. 31,18         ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τὸ ἐργάζεσθαι, καὶ οὐκ ἀποσβέννυται ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τὴν νύκτα.

Παρ. 31,18                Εδοκίμασε και απέκτησε προσωπικήν πείραν, ότι είναι καλόν να εργάζεται κανείς. Δια τούτο και ο λύχνος της δεν σβήνει καθ' όλον το διάστημα της νυκτός.

Παρ. 31,19         τοὺς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπὶ τὰ συμφέροντα, τὰς δὲ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον.

Παρ. 31,19                Απλώνει τα χέρια της εις όλα, όσα συμφέρουν και εξυπηρετούν το σπίτι. Ειδικώτερα τα χέρια της τα στηρίζει στο αδράχτι, το οποίον και συνεχώς εργάζεται.

Παρ. 31,20         χεῖρας δὲ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπὸν δὲ ἐξέτεινε πτωχῷ.

Παρ. 31,20               Αλλά ανοίγει τα χέρια της και απλώχερα δίδει στους πτωχούς. Διδει στον στερούμενον από τον καρπόν των χειρών της.

Παρ. 31,21         οὐ φροντίζει τῶν ἐν οἴκῳ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ὅταν που χρονίζῃ· πάντες γὰρ οἱ παρ᾿ αὐτῆς ἐνδεδυμένοι εἰσί.

Παρ. 31,21                Ο σύζυγος της, εάν απουσιάση επί τι χρονικόν διάστημα, δεν ανησυχεί και δεν μεριμνά δια τα έργα και τα πράγματα του σπιτιού. Διότι όλοι οι εν τω οίκω της είναι καλά ενδεδυμένοι.

Παρ. 31,22         δισσὰς χλαίνας ἐποίησε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα.

Παρ. 31,22               Διπλάς χλαίνας έκαμε δια τον σύζυγον της. Λινά λευκά ενδύματα και ενδύματα ποδφυρά ητοίμασε δια τον εαυτόν της.

Παρ. 31,23         περίβλεπτος δὲ γίνεται ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ἐν πύλαις, ἡνίκα ἂν καθίση ἐν συνεδρίῳ μετὰ τῶν γερόντων κατοίκων τῆς γῆς.

Παρ. 31,23               Περίβλεπτος και αξιοθαύμαστος γίνεται ο σύζυγός της εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όταν παρακάθηται εις συνέδριον με τους γεροντότερους άνδρας της χώρας.

Παρ. 31,24         σινδόνας ἐποίησε καὶ ἀπέδοτο τοῖς Φοίνιξι, περιζώματα δὲ τοῖς Χαναναίοις.

Παρ. 31,24               Αυτή κατασκευάζει σινδόνας, τας οποίας πωλεί στους Φοίνικας. Κατασκευάζει και ζώνας, τας οποίας πωλεί στους Χαναναίους.

Παρ. 31,25         ἰσχὺν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καὶ εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις.

Παρ. 31,25               Ετσι αυτή με την εργασίαν και την καλήν συμπεριφοράν της αποκτά δύναμιν και ευπρεπή εμφάνισιν. Ευφραίνεται όλας τας ημέρας της ζωής της και πολύ περισσότερον θα ευφρανθή κατά τας ημέρας των γηρατείων της.

Παρ. 31,26         στόμα αὐτῆς διήνοιξε προσεχόντως καὶ ἐννόμως, καὶ τάξιν ἐστείλατο τῇ γλώσσῃ αὐτῆς.

Παρ. 31,26               Ανοίγει το στόμα της, δια να ομιλή πάντοτε μετά προσοχής, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού· έχει θέσει τάξιν εις τα λόγια του στόματός της.

Παρ. 31,27         στεγναὶ διατριβαὶ οἴκων αὐτῆς, σῖτα δὲ ὀκνηρὰ οὐκ ἔφαγε.

Παρ. 31,27               Το σπίτι της είναι στεγνό, χωρίς υγρασίαν και σταλάγματα της βροχής· είναι αναπαυτικό. Ψωμί οκνηρίας και τεμπελιάς δεν έφαγε ποτέ.

Παρ. 31,28         τὸ στόμα δὲ ἀνοίγει σοφῶς καὶ νομοθέσμως, ἡ δὲ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ ἐπλούτησαν, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ᾔνεσεν αὐτήν.

Παρ. 31,28               Ανοίγει το στόμα της και ομιλεί με σοφίαν και σύνεσιν, σύμφωνα με τους θείους και ανθρωπίνους νόμους. Ευλογήθηκε από τον Θεόν φιλανθρωπία και η καλωσύνη της. Και χάρις εις την ευλογίαν του Κυρίου ανέστησε τα τέκνα της. Αυτά επλούτησαν και ο σύζυγός της την επήνεσε και της είπε·

Παρ. 31,29         Πολλαὶ θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον, πολλαὶ ἐποίησαν δύναμιν, σὺ δὲ ὑπέρκεισαι καὶ ὑπερῇρας πάσας.

Παρ. 31,29               “Ω σύντροφε της ζωής μου, πολλαί γυναίκες απέκτησαν πλούτον με την ικανότητά των, πολλαί απέκτησαν δύναμιν μέσα εις την κοινωνίαν, συ όμως έχεις ξεπεράσει όλας”.

Παρ. 31,30         ψευδεῖς ἀρέσκειαι καὶ μάταιον κάλλος γυναικός· γυνὴ γὰρ συνετὴ εὐλογεῖται, φόβον δὲ Κυρίου αὕτη αἰνείτω.

Παρ. 31,30               Αι φιλαρέσκειαι της γυναικός είναι ψεύτικα πράγματα και το κάλλος της είναι προσωρινόν και παροδικόν. Διότι μόνον η συνετή και φρονιμος γυναίκα ευλογείται από τον Θεόν. Ας υμνά δε αυτή και ας δοξάζη τον φόβον του Κυρίου.

Παρ. 31,31         δότε αὐτῇ ἀπὸ καρπῶν χειλέων αὐτῆς, καὶ αἰνείσθω ἐν πύλαις ὁ ἀνὴρ αὐτῆς.

Παρ. 31,31                Επαινέσατε και σεις μίαν τέτοιαν δραστηρίαν και σοφήν γυναίκα. Δικαιον είναι και ο σύζυγός της να εγκωμιάζεται δι' αυτήν εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όπου γίνονται αι συγκεντρώσεις.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31