ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ
ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ
ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ
|
Παρ. 16,1 Πάντα τὰ
ἔργα τοῦ ταπεινοῦ φανερὰ παρὰ τῷ
Θεῷ, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ἐν ἡμέρᾳ
κακῇ ὀλοῦνται.
Παρ. 16,1 Όλα τα έργα του ταπεινόφρονος και τα πλέον
μυστικά είναι ολοφάνερα ενώπιον του Θεού. Οι ασεβείς όμως και τα έργα των
κατά την ημέραν της οργής του Θεού θα εξολοθρευθούν.
Παρ. 16,5 ἀκάθαρτος
παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος, χειρὶ δὲ
χεῖρας ἐμβαλὼν ἀδίκως οὐκ
ἀθῳωθήσεται.
Παρ. 16,5 Ακάθαρτος είναι ενώπιον του Κυρίου κάθε επηρμένος
και υπερήφανος. Και εκείνος ο οποίος έδωσε το χέρι του στο χέρι άλλου, δια να
επιβεβαιώση έτσι την αδικίαν, που θα διαπράξη, δεν θα θεωρηθή αθώος ούτε και
θα αποφύγη την δικαίαν τιμωρίαν.
Παρ. 16,7 ἀρχὴ
ὁδοῦ ἀγαθῆς τὸ ποιεῖν τὰ δίκαια,
δεκτὰ δὲ παρὰ Θεῷ μᾶλλον ἢ θύειν θυσίας.
Παρ. 16,7 Η αρχή και το θεμέλιον της εναρέτου ζωής είναι το
να πράττη πάντοτε ο άνθρωπος το δίκαιον, το σύμφωνον με το θέλημα του Θεού.
Τα έργα δε της αρετής και της δικαιοσύνης είναι περισσότερον ευπρόσδεκτα στον
Θεόν από την προσφοράν θυσιών.
Παρ. 16,8 ὁ ζητῶν
τὸν Κύριον εὑρήσει γνῶσιν μετὰ δικαιοσύνης, οἱ
δὲ ὀρθῶς ζητοῦντες αὐτὸν εὑρήσουσιν
εἰρήνην.
(Μασ. 4)
Παρ. 16,8 Εκείνος, ο οποίος ζητεί να εύρη τον Κυριον, θα
αποκτήση την αληθινήν γνώσιν και την αρετήν. Οσοι ειλικρινώς ζητούν τον
Κυριον, θα εύρουν και θα απολαύσουν ψυχικήν ειρήνην.
Παρ. 16,9 πάντα τὰ
ἔργα τοῦ Κυρίου μετὰ δικαιοσύνης· φυλάσσεται δὲ
ὁ ἀσεβὴς εἰς ἡμέραν κακήν.
Παρ. 16,9 Ολα τα έργα του Κυρίου γίνονται πάντοτε μετά
δικαιοσύνης. Εάν δε ο ασεβής δεν τιμωρήται, φυλάσσεται δια να τιμωρηθή κατά
την ημέραν της οργής του Κυρίου.
Παρ. 16,10 μαντεῖον
ἐπὶ χείλεσι βασιλέως, ἐν δὲ κρίσει οὐ μὴ
πλανηθῇ τὸ στόμα αὐτοῦ.
Παρ. 16,10 Μαντείον αληθείας υπάρχει εις τα χείλη του συνετού
βασιλέως. Κατά δε την ώραν, που δικάζει, δεν θα πλανηθή, ώστε το στόμα αυτού
να εκφέρη πεπλανημένην απόφασιν.
Παρ. 16,11 ῥοπὴ
ζυγοῦ δικαιοσύνη παρὰ Κυρίῳ, τὰ δὲ ἔργα
αὐτοῦ στάθμια δίκαια.
Παρ. 16,11 Ζυγαριά ακριβοδικαία είναι η δικαιοσύνη του Θεού.
Αι δε αποφάσεις και αι κρίσστου είναι δίκαιαι, όπως τα ακριβή ζύγια.
Παρ. 16,12 βλέλυγμα βασιλεῖ
ὁ ποιῶν κακά, μετὰ γὰρ δικαιοσύνης ἑτοιμάζεται
θρόνος ἀρχῆς.
Παρ. 16,12 Αποκρουστικός και μισητός είναι, και πρέπει να
είναι, στον συνετόν βασιλέα εκείνος, που διαπράττει κακά έργα. Διότι η βάσις
και η δύναμις του βασιλικού θρόνου είναι η δικαιοσύνη.
Παρ. 16,13 δεκτὰ
βασιλεῖ χείλη δίκαια, λόγους δὲ ὀρθοὺς
ἀγαπᾷ.
Παρ. 16,13 Ευπρόσδεκτα είναι ενώπιον του συνετού βασιλέως τα
χείλη, που εκφράζουν το ορθόν και το δίκαιον. Αγαπᾷ
δε ο βασιλεύς τους αληθινούς και συνετούς λόγους.
Παρ. 16,14 θυμὸς βασιλέως
ἄγγελος θανάτου, ἀνὴρ δὲ σοφὸς ἐξιλάσεται
αὐτόν.
Παρ. 16,14 Η οργή όμως του βασιλέως εναντίον κάποιου είναι
προάγγελος θανατικής καταδίκης δι' εκείνον. Ο συνετός όμως και σοφός σύμβουλος
θα φροντίση να εξευμενίση και να καταπραΰνη τον εξωργισμένον βασιλέα.
Παρ. 16,15 ἐν φωτὶ
ζωῆς υἱὸς βασιλέως, οἱ δὲ προσδεκτοὶ
αὐτῷ ὥσπερ νέφος ὄψιμον.
Παρ. 16,15 Ο βασιλεύς και ο υιός του βασιλέως πρέπει να
ευρίσκεται πάντοτε μέσα στο φως της εναρέτου ζωής. Οι δε σοφοί και συνετοί
σύμβουλοι γίνονται ευπρόσδεκτοι εις αυτόν, όπως ευπρόσδεκτος γίνεται η οψιμος
βροχή νέφους.
Παρ. 16,16 νοσσιαὶ σοφίας
αἱρετώτεραι χρυσίου, νοσσιαί δὲ φρονήσεως αἱρετώτεραι
ὑπὲρ ἀργύριον.
Παρ. 16,16 Αι φωλεαί της σοφίας, οι τόποι όπου ζουν και
συσκέπτονται οι κατά Θεόν ενάρετοι, είναι πολυτιμότεροι από τον χρυσόν. Αι
φωλεαί αυταί της συνέσεως και φρονήσεως είναι πολυτιμότεραι από το αργύριον.
Παρ. 16,17 τρίβοι ζωῆς
ἐκκλίνουσιν ἀπὸ κακῶν, μῆκος δὲ βίου
ὁδοὶ δικαιοσύνης. ὁ δεχόμενος παιδείαν ἐν
ἀγαθοῖς ἔσται, ὁ δὲ φυλάσσων ἐλέγχους
σοφισθήσεται. ὅς φυλάσσει τὰς ἑαυτοῦ ὁδούς,
τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, ἀγαπῶν δὲ
ζωὴν αὐτοῦ φείσεται στόματος αὐτοῦ.
Παρ. 16,17 Δρόμοι εναρέτου ζωής απομακρύνουν και προφυλάσσουν
από συμφοράς. Οι δρόμοι της δικαιοσύνης χαρίζουν μακρότητα ζωής. Εκείνος ο
οποίος δέχεται την θείαν παιδαγωγίαν και μόρφωσιν, θα ζήση και θα μείνη εν
μέσω αγαθών. Εκείνος που ακούει και τηρεί τους ορθούς ελέγχους, θα γίνη
σοφός. Εκείνος που προσέχει τους τρόπους της ζωής και της ενεργείας του,
περιφρουρεί την ψυχήν του. Εκείνος που αγαπά την ειρηνικήν και χαρούμενην
ζωήν, φυλάσσει προσεκτικά το στόμα του, ώστε να μη λαλή κατά τρόπον
ενοχλητικόν και απερίσκεπτον.
Παρ. 16,18 πρὸ
συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος
κακοφροσύνη.
Παρ. 16,18 Προ πάσης συντριβής προηγείται αλαζονεία και
υπερηφάνεια. Προ πάσης δε καταστρεπτικής πτώσεως υπάρχει η κακοφροσύνη.
Παρ. 16,19 κρείσσων πραΰθυμος μετὰ
ταπεινώσεως ἢ ὃς διαιρεῖται σκῦλα μετὰ
ὑβριστῶν.
Παρ. 16,19 Καλύτερος και προτιμότερος είναι ο πράος και ο
ταπεινόφρων η εκείνος ο οποίος ύστερα από νίκην μοιράζει τα λάφυρα με τους
αλαζονικούς και υπερηφάνους συμμάχους του.
Παρ. 16,20 συνετὸς ἐν
πράγμασιν εὑρετὴς ἀγαθῶν, πεποιθὼς δὲ
ἐπὶ Θεῷ μακαριστός.
Παρ. 16,20 Εκείνος ο οποίος φέρεται με σύνεσιν εις τας
περιστάσεις και υποθέσεις της ζωής του, θα εύρη το αγαθόν και την ευτυχίαν.
Εκείνος που στηρίζει τας ελπίδας του στον Θεόν, είναι αξιέπαινος και
αξιομακάριστος.
Παρ. 16,21 τοὺς
σοφοὺς καὶ συνετοὺς φαύλους καλοῦσιν, οἱ
δὲ γλυκεῖς ἐν λόγῳ πλείονα ἀκούσονται.
Παρ. 16,21 Οι χωρίς την κατά Θεόν μόρφωσιν και ζωήν άνθρωποι
ονομάζουν τους σοφούς και συνετούς ασημάντους και ανοήτους. Οι γλυκομίλητοι
όμως και φιλομαθείς θα ακούσουν και θα μάθουν πολύ περισσότερα καλά και
συνετά από τους σοφούς.
Παρ. 16,22 πηγὴ ζωῆς
ἔννοια τοῖς κεκτημένοις, παιδεία δὲ ἀφρόνων κακή.
Παρ. 16,22 Η σύνεσις και η φρόνησις, δι' όσους την έχουν ως
κτήμα των, είναι πηγή ζωής. Ενῷ η παιδαγωγία των αφρόνων είναι
κακή και επιβλαβής δια τους ιδίους.
Παρ. 16,23 καρδία σοφοῦ
νοήσει τὰ ἀπὸ τοῦ ἰδίου στόματος,
ἐπὶ δὲ χείλεσι φορέσει ἐπιγνωμοσύνην.
Παρ. 16,23 Ο νους και η καρδία του αληθινά σοφού θα σκεφθή και
θα μελετήση όσα λόγια πρόκειται να βγουν από το στόμα του. Κατανοεί δε και
γνωρίζει, όσα θα προφέρουν τα χείλη του.
Παρ. 16,24 κηρία μέλιτος λόγοι
καλοί, γλύκασμα δὲ αὐτοῦ ἴασις ψυχῆς.
Παρ. 16,24 Οι καλοί λόγοι είναι γλυκείς και ωφέλιμοι, όπως η
κηρήθρα. Αυτή δε η γλυκύτης των καλών λόγων είναι θεραπεία και παρηγορία της
ψυχής.
Παρ. 16,25 εἰσὶν ὁδοὶ
δοκοῦσαι εἶναι ὀρθαὶ ἀνδρί, τὰ μέντοι
τελευταῖα αὐτῶν βλέπει εἰς πυθμένα ᾅδου.
Παρ. 16,25 Υπάρχουν πορείαι της ζωής, αι οποίαι θεωρούνται
ορθαί και ωφέλιμοι στους ανθρώπους, αλλ' αι οποίαι καταλήγουν εν τέλει εις τα
βάθη του άδου.
Παρ. 16,26 ἀνὴρ
ἐν πόνοις πονεῖ ἑαυτῷ καὶ ἐκβιάζεται
τὴν ἀπώλειαν ἑαυτοῦ, ὁ μέντοι σκολιὸς
ἐπὶ τῷ ἑαυτοῦ στόματι φορεῖ τὴν
ἀπώλειαν.
Παρ. 16,26 Καθε εργατικός άνθρωπος κοπιάζει δια τον εαυτόν του,
δια να αποδιώξη την από την πείναν καταστροφήν του. Ο διεστραμμένος όμως και
αργόσχολος φέρει ο ίδιος στο στόμα του τον όλεθρόν του.
Παρ. 16,27 ἀνὴρ
ἄφρων ὀρύσσει ἑαυτῷ κακά, ἐπὶ δὲ
τῶν ἑαυτοῦ χειλέων θησαυρίζει πῦρ.
Παρ. 16,27 Ο άμυαλος άνθρωπος σκάπτει με τα ίδια του τα χέρια τον
λάκκον της δυστυχίας του. Και επάνω εις τα χείλη του αποθησαυρίζει πυρ, το
οποίον θα τον κατακαύση.
Παρ. 16,28 ἀνὴρ
σκολιὸς διαπέμπεται κακά, καὶ λαμπτῆρα δόλου πυρσεύει
κακοῖς καὶ διαχωρίζει φίλους.
Παρ. 16,28 Ο διεστραμμένος άνθρωπος διασκορπίζει ολόγυρά του
την δυστυχίαν, και με το αναμμένο δαυλί της δολιότητός του ανάπτει πυρκαϊάς
κακών γύρω του. Χωρίζει δέ με τας διαβολάς και συκοφαντίας του φίλους
αγαπητούς.
Παρ. 16,29 ἀνὴρ
παράνομος ἀποπειρᾶται φίλων καὶ ἀπάγει
αὐτοὺς ὁδοὺς οὐκ ἀγαθάς.
Παρ. 16,29 Ανθρωπος παράνομος αποπειράται κακά εναντίον των
φίλων του και τους παρασύρει εις δρόμους πονηρούς και ολεθρίους.
Παρ. 16,30 στηρίζων δὲ
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ διαλογίζεται διεστραμμένα,
ὁρίζει δὲ τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ πάντα τὰ
κακά· οὗτος κάμινός ἐστι κακίας.
Παρ. 16,30 Προσηλώνει ατενώς το βλέμμα του εις κάποιον στόχον
του, σκέπτεται διεστραμμένα και με τα χείλη του εκφράζει και καθορίζει όλα τα
κακά σχέδιά του. Αυτός είναι αναμμένο καμίνι κακίας.
Παρ. 16,31 στέφανος καυχήσεως γῆρας,
ἐν δὲ ὁδοῖς δικαιοσύνης εὑρίσκεται.
Παρ. 16,31 Το έντιμον και καλόν γήρας είναι στέφανος δόξης και
καυχήσεως. Τέτοιο γήρας όμως επιτυγχάνεται στους δρόμους της αρετής.
Παρ. 16,32 κρείσσων ἀνὴρ
μακρόθυμος ἰσχυροῦ, ὁ δὲ κρατῶν
ὀργῆς κρείσσων καταλαμβανομένου πόλιν.
Παρ. 16,32 Καλύτερος και προτιμότερος είναι ανήρ υπαμονητικός
και πράος από τον ισχυρόν. Εκείνος δε ο οποίος κυριαρχεί επί του εαυτού του
και συγκρατεί την οργήν του, είναι καλύτερος από εκείνον που καταλαμβάνει
πόλιν.
Παρ. 16,33 εἰς κόλπους
ἐπέρχεται πάντα τοῖς ἀδίκοις, παρὰ δὲ Κυρίου
πάντα τὰ δίκαια.
Παρ. 16,33 Ολα τα κακά, τα οποία κάμνουν οι ασεβείς, επέρχονται
εναντίον αυτών των ιδίων. Μονον δε το ορθόν και το δίκαιον ευλογείται και
παρέχεται από τον Θεόν.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17- ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ
ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ
|
Παρ. 17,1 Κρείσσων ψωμὸς
μεθ᾿ ἡδονῆς ἐν εἰρήνη ἢ οἶκος
πλήρης πολλῶν ἀγαθῶν καὶ ἀδίκων θυμάτων
μετὰ μάχης.
Παρ. 17,1 Καλύτερον και προτιμότερον είναι ξηρό ψωμί με
χαρουμένη και ειρηνική καρδιά, με ομόνοια και αγάπη, παρά σπίτι φιλονεικιών,
έστω και γεμάτο από αγαθά και σφαχτά, τα οποία απεκτήθησαν με αδικίας.
Παρ. 17,2 οἰκέτης νοήμων
κρατήσει δεσποτῶν ἀφρόνων, ἐν δὲ ἀδελφοῖς
διελεῖται μέρη.
Παρ. 17,2 Ο έξυπνος και συνετός υπηρέτης θα γίνη κύριος στους
ανοήτους κυρίους του. Μεταξύ δε των παιδιών, υιών των κυρίων του, θα πάρη και
αυτός μερίδιον.
Παρ. 17,3 ὥσπερ
δοκιμάζεται ἐν καμίνῳ ἄργυρος καὶ χρυσός, οὕτως
ἐκλεκταὶ καρδίαι παρὰ Κυρίῳ.
Παρ. 17,3 Οπως καθαρίζεται ο άργυρος και ο χρυσός με τη
φωτιά στο καμίνι, κατά παρόμοιον τρόπον και αι εκλεκταί καρδίαι δια μέσου της
παιδαγωγίας του Κυρίου γίνονται αγναί και καθαραί.
Παρ. 17,4 κακὸς
ὑπακούει γλώσσης παρανόμων, δίκαιος δὲ οὐ προσέχει χείλεσι
ψευδέσιν.
Παρ. 17,4 Ο κακός, ο ρέπων προς το κακόν, ευχαριστείται να
ακούη και να υπακούη στους πονηρούς λόγους των παρανόμων. Ο ευσεβής όμως
άνθρωπος καμμίαν προσοχήν δεν δίδει εις χείλη, που λέγουν ψεύδη.
Παρ. 17,5 ὁ
καταγελῶν πτωχοῦ παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν,
ὁ δὲ ἐπιχαίρων ἀπολλυμένῳ οὐκ
ἀθῳωθήσεται· ὁ δὲ ἐπισπλαγχνιζόμενος
ἐλεηθήσεται.
Παρ. 17,5 Εκείνος που εμπαίζει τον πτωχόν δια την πτωχείαν
του, εξοργίζει τον ποιητήν και δημιουργόν αυτού. Εκείνος που χαιρεκακεί, όταν
βλέπη τον συνάνθρωπόν του να καταστρέφεται, δεν θα θεωρηθή αθώος ούτε και θα
μείνη ατιμώρητος. Εκείνος όμως ο οποίος ευσπλαγχνίζεται και ελεεί, θα ελεηθή
εκ μέρους του Θεού.
Παρ. 17,6 στέφανος γερόντων
τέκνα τέκνων, καύχημα δὲ τέκνων πατέρες αὐτῶν.
Παρ. 17,6 Δοξα και καμάρι των γερόντων είναι τα καλά παιδιά
και τα εγγόνια των. Τιμή δε και καύχημα των τέκνων είναι οι καλοί πρόγονοί
των.
Παρ. 17,6α τοῦ
πιστοῦ ὅλος ὁ κόσμος τῶν χρημάτων, τοῦ δὲ
ἀπίστου οὐδὲ ὀβολός.
Παρ. 17,6α Του αξιοπίστου και
ευσυνείδητου όλα τα χρήματα του κόσμου είναι ιδικά του, διότι όλοι τον
εμπιστεύονται. Εις δε τον αναξιόπιστον ούτε ένα οβολόν δεν εμπιστεύονται.
Παρ. 17,7 οὐχ
ἁρμόσει ἄφρονι χείλη πιστά, οὐδὲ δικαίῳ χείλη
ψευδῆ.
Παρ. 17,7 Δεν ταιριάζουν και ούτε δυνατόν είναι να υπάρξουν
στον άφρονα χείλη, τα οποία θα λέγουν αξιοπίστους λόγους. Οπως επίσης δεν
ταιριάζουν και ούτε υπάρχουν στον δίκαιον χείλη, τα οποία λέγουν ψεύδη.
Παρ. 17,8 μισθὸς χαρίτων
ἡ παιδεία τοῖς χρωμένοις, οὗ δ᾿ ἂν
ἐπιστρέψῃ εὐοδωθήσεται.
Παρ. 17,8 Η αληθινή μόρφωσις, δι' όσους την έχουν και την
χρησιμοποιούν, είναι πηγή τέρψεων πνευματικών. Οπουδήποτε δε και αν στραφή ο
κατά Θεόν μορφωμένος άνθρωπος, θα κατευοδωθή εις τας ενεργείας του.
Παρ. 17,9 ὃς κρύπτει
ἀδικήματα, ζητεῖ φιλίαν, ὃς δὲ μισεῖ κρύπτειν,
διΐστησι φίλους καὶ οἰκείους.
Παρ. 17,9 Εκείνος που παραβλέπει και σκεπάζει με αγάπην τα
σφάλματα και τας αδυναμίας του άλλου, ζητεί και αποκτά φίλους. Αντιθέτως
εκείνος ο οποίος δεν σκεπάζει αλλά διασαλπίζει αυτά, απομακρύνει από κοντά
του και αυτούς ακόμη τους φίλους και οικείους του, διότι τους γίνεται
αποκρουστικός.
Παρ. 17,10 συντρίβει ἀπειλὴ
καρδίαν φρονίμου, ἄφρων δὲ μαστιγωθεὶς οὐκ
αἰσθάνεται.
Παρ. 17,10 Και μία μόνη απειλή συντρίβει την ευαίσθητον
καρδίαν του συνετού και φρονίμου ανθρώπου. Ο άφρων όμως, και όταν ακόμη
μαστιγώνεται, μένει αναίσθητος.
Παρ. 17,11 ἀντιλογίας
ἐγείρει πᾶς κακός, ὁ δὲ Κύριος ἄγγελον
ἀνελεήμονα ἐκπέμψει αὐτῷ.
Παρ. 17,11 Αντίστασιν στο θέλημα του Θεού και αντιλογίας
μεταξύ των ανθρώπων εγείρει και προβάλλει ο κακός άνθρωπος. Δια τούτο ο
Κυριος θα στείλη εναντίον του άσπλαγχνον άγγελον να τον τιμωρήση.
Παρ. 17,12 ἐμπεσεῖται
μέριμνα ἀνδρὶ νοήμονι, οἱ δὲ ἄφρονες
διαλογιοῦνται κακά.
Παρ. 17,12 Εις τους ώμους του μυαλωμένου και συνετού ανδρός
επιφορτίζονται μέριμναι και φροντίδες δια τους άλλους. Ενώ οι ασύνετοι και
αργόσχολοι σκέπτονται πάντοτε το κακόν.
Παρ. 17,13 ὃς
ἀποδίδωσι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν, οὐ
κινηθήσεται κακὰ ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ.
Παρ. 17,13 Εκείνος ο οποίος ανταποδίδει κακά αντί αγαθών και
των ευεργεσιών, που έλαβε, αυτός θα ευρίσκεται πάντοτε υπό το κράτος θλίψεων,
διότι τα κακά και η θεία τιμωρία δεν θα απομακρυνθούν από τον οίκον του.
Παρ. 17,14 ἐξουσίαν δίδωσι
λόγοις ἀρχὴ δικαιοσύνης, προηγεῖται δὲ τῆς
ἐνδείας στάσις καὶ μάχη.
Παρ. 17,14 Η δικαιοσύνη και γενικώτερον η αρετή δίδουν κύρος
και βαρύτητα εις τα λόγια του δικαίου. Οπου όμως υπάρχει φιλονεικία και μάχη,
εκεί επακολουθεί η φτώχεια.
Παρ. 17,15 ὃς δίκαιον
κρίνει τὸν ἄδικον, ἄδικον δὲ τὸν δίκαιον,
ἀκάθαρτος καὶ βδελυκτὸς παρὰ Θεῷ.
Παρ. 17,15 Ο δικαστής, ο οποίος κρίνει και καταδικάζει τον δίκαιον
ως άδικον, τον δε άδικον ανακηρύσσει δίκαιον, ακάθαρτος, αποκρουστικός και
μισητός είναι ενώπιον του Κυρίου.
Παρ. 17,16 ἱνατί
ὑπῆρξε χρήματα ἄφρονι; κτήσασθαι γὰρ σοφίαν
ἀκάρδιος οὐ δυνήσεται.
Παρ. 17,16 Τι χρησιμεύουν τα χρήματα στον άμυαλον άνθρωπον;
Διότι με αυτά δεν θα κατορθώση ποτέ να αποκτήση σοφίαν άνθρωπος, που δεν έχει
καρδίαν επιδεκτικήν.
Παρ. 17,16α ὃς
ὑψηλὸν ποιεῖ τὸν ἑαυτοῦ οἶκον,
ζητεῖ συντριβήν, ὁ δὲ σκολιάζων τοῦ μαθεῖν
ἐμπεσεῖται εἰς κακά.
Παρ. 17,16α Εκείνος ο οποίος για λόγους
εγωϊσμού και παρά την οικονομικήν του αδυναμίαν κτίζει υψηλό το σπίτι του,
επιζητεί μόνος του την πτωχείαν και συντριβήν. Οποιος δε δυστροπεί και
αποφεύγει να γνωρίση το θέλημα του Θεού θα περιπέση εις πολλά κακά.
Παρ. 17,17 εἰς πάντα
καιρὸν φίλος ὑπαρχέτω σοι, ἀδελφοὶ δὲ ἐν
ἀνάγκαις χρήσιμοι ἔστωσαν· τούτου γὰρ χάριν
γεννῶνται.
Παρ. 17,17 Εις κάθε περίστασιν και εις όλον τον χρόνον της
ζωής σου φρόντιζε να έχης κάποιον φίλον. Εις δε τας ανάγκας και περιπετείας
της ζωής ας σου είναι χρήσιμοι και βοηθοί οι αδελφοί σου, διότι δι' αυτόν τον
σκοπόν γεννώνται.
Παρ. 17,18 ἀνὴρ
ἄφρων ἐπικροτεῖ καὶ ἐπιχαίρει
ἑαυτῷ, ὡς καὶ ὁ ἐγγυώμενος
ἐγγύῃ τῶν ἑαυτοῦ φίλων.
Παρ. 17,18 Ο άμυαλος άνθρωπος καμαρώνει και χειροκροτεί τον
εαυτόν του και μένει ευχαριστημένος από τον εαυτόν του, όπως ακριβώς και
εκείνος ο οποίος επιπολαίως σκεπτόμενος δίδει εγγύησιν δια τους φίλους του.
Παρ. 17,19 φιλαμαρτήμων χαίρει
μάχαις, [ὑψῶν δὲ θύραν αὐτοῦ ζητεῖ
συντριβήν].
Παρ. 17,19 Οποιος αγαπά τας αμαρτίας, χαίρει εις τας έριδας
και τας φιλονεικίας. Εκείνος που δια λόγους επιδείξεως κατασκευάζει υψηλόν
και αρχοντικόν το σπίτι του, επιζητεί μόνος την συντριβήν του.
Παρ. 17,20 ὁ δὲ
σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖς. ἀνὴρ
εὐμετάβολος γλώσσῃ ἐμπεσεῖται εἰς κακά,
Παρ. 17,20 Ο σκληρόκαρδος και αμετανόητος δεν θέλει να
συναντάται με τους αγαθούς ανθρώπους. Ανθρωπος ασταθής εις τα λόγια του,
αυτός που λέγει και ξελέγει, θα περιπέση εις πολλά κακά.
Παρ. 17,21 καρδία δὲ
ἄφρονος ὀδύνη τῷ κεκτημένῳ αὐτήν. οὐκ
εὐφραίνεται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ
ἀπαιδεύτῳ, υἱὸς δὲ φρόνιμος εὐφραίνει
μητέρα αὐτοῦ.
Παρ. 17,21 Η καρδία του άφρονος φέρει πόνους και θλίψεις εις
αυτόν τον ίδιον, που την έχει. Ο πατέρας δεν ευχαριστείται και δεν χαίρει δια
τον αμόρφωτον και αγροίκον υιόν του. Εξ αντιθέτου ο φρόνιμος και συνετός υιός
ευφραίνει και χαροποιεί την μητέρα του.
Παρ. 17,22 καρδία εὐφραινομένη
εὐεκτεῖν ποιεῖ, ἀνδρὸς δὲ λυπηροῦ
ξηραίνεται τὰ ὀστᾶ.
Παρ. 17,22 Οταν η καρδία ευφραίνεται, ο όλος άνθρωπος
αισθάνεται ευεξίαν. Εξ αντιθέτου όταν ο άνθρωπος ευρίσκεται υπό το κράτος συνεχούς
λύπης, αισθάνεται να ξηραίνωνται τα οστά του.
Παρ. 17,23 λαμβάνοντος δῶρα
ἀδίκως ἐν κόλποις οὐ κατευοδοῦνται ὁδοί,
ἀσεβὴς δὲ ἐκκλίνει ὁδοὺς δικαιοσύνης.
Παρ. 17,23 Οταν κάποιος παίρνη κρυφίως δώρα, δια να αδικήση τον
δίκαιον, δεν θα κατευοδωθούν αι πορείαι της ζωής του. Ο δε ασεβής ξεφεύγει
και παρεκτρέπεται, επί ζημία του εαυτού του, από τας οδούς της δικαιοσύνης
και της ευθυκρισίας.
Παρ. 17,24 πρόσωπον συνετὸν
ἀνδρὸς σοφοῦ, οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ
τοῦ ἄφρονος ἐπ᾿ ἄκρα γῆς.
Παρ. 17,24 Το πρόσωπον του σοφού ανθρώπου εκφράζει σύνεσιν και
συστολήν, ενώ τα μάτια του άφρονος γυρίζουν απερίσκεπτα προς όλα τα σημεία
της γης.
Παρ. 17,25 ὀργὴ
πατρὶ υἱὸς ἄφρων καὶ ὀδύνη τῇ
τεκούσῃ αὐτόν.
Παρ. 17,25 Την οργήν του πατρός προκαλεί και εξεγείρει ο
ασύνετος νέος, και οδύνην επιφέρει εις την γεννήσασαν αυτόν μητέρα.
Παρ. 17,26 ζημιοῦν
ἄνδρα δίκαιον οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον
ἐπιβουλεύειν δυνάσταις δικαίοις.
Παρ. 17,26 Δεν είναι καθόλου καλόν να επιβάλλωνται πρόστιμα
στον άνδρα, ο οποίος έχει το δίκαιον με το μέρος του. Ούτε είναι πρέπον και
ειπιτετραμμένον να επιβουλεύεται κανείς δικαίους άρχοντας.
Παρ. 17,27 ὃς φείδεται
ῥῆμα προέσθαι σκληρόν, ἐπιγνώμων, μακρόθυμος δὲ
ἀνὴρ φρόνιμος.
Παρ. 17,27 Εκείνος, ο οποίος προσέχει να μη βγάζη από το στόμα του
λόγια δηκτικά και προσβλητικά, είναι συνετός και γνωστικός άνθρωπος. Ο
υπομονητικός και πράος είναι άνθρωπος φρόνιμος.
Παρ. 17,28 ἀνοήτῳ
ἐπερωτήσαντι σοφίαν σοφία λογισθήσεται, ἐνεὸν δέ τις
ἑαυτὸν ποιήσας δόξει φρόνιμος εἶναι.
Παρ. 17,28 Και αυτός ακόμη ο αμόρφωτος, όταν ερωτά τους σοφούς
δια να μάθη κάτι, θα φαίνεται και θα θεωρήται φρόνιμος και σοφός. Αλλά και
εκείνος ο οποίος θα σιωπά και θα κάμνη τον βωβόν, θα θεωρηθή από τους άλλους
επίσης φρόνιμος, χωρίς όμως και να είναι.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18- ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ
ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ
|
Παρ. 18,1 Προφάσεις ζητεῖ
ἀνὴρ βουλόμενος χωρίζεσθαι ἀπὸ φίλων, ἐν
παντὶ δὲ καιρῷ ἐπονείδιστος ἔσται.
Παρ. 18,1 Προφάσεις ζητεί εκείνος, ο οποίος θέλει και
επιδιώκει να χωρισθή από τους φίλους του. Αυτός όμως θα είναι πάντοτε άξιος
κατακρίσεως και χλευασμού.
Παρ. 18,2 οὐ χρείαν
ἔχει σοφίας ἐνδεὴς φρενῶν, μᾶλλον γὰρ
ἄγεται ἀφροσύνῃ.
Παρ. 18,2 Ο ασύνετος και άμυαλος άνθρωπος, σκοτισμένος από
τον εγωϊσμόν του, δεν αισθάνεται την ανάγκην να συμβουλευθή σοφούς. Δι' αυτό
και σύρεται τήδε κακείσε από την αμυαλωσύνην του.
Παρ. 18,3 ὅταν
ἔλθῃ ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν,
καταφρονεῖ, ἐπέρχεται δὲ αὐτῷ ἀτιμία
καὶ ὄνειδος.
Παρ. 18,3 Οταν ο ασεβής και χωρίς φόβον Θεού άνθρωπος πάρη
τον κατήφορον και ολισθήση εις βάθος κακών, αναίσχυντος πλέον και πωρωμένος
καταφρονεί τους πάντας. Δια τούτο επέρχεται εναντίον του ο εξευτελισμός και η
καταισχύνη.
Παρ. 18,4 ὕδωρ βαθὺ
λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ
ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς.
Παρ. 18,4 Ο λόγος, που αναβλύζει από την καρδίαν του συνετού
ανθρώπου, είναι τόσον βαθύς και ωφέλιμος, όπως το ανεξάντλητον ύδωρ ενός
βαθέος φρέατος. Ποταμός δε αναβλύζει από την ψυχήν του και πηγή ύδατος ζωής
από το στόμα του.
Παρ. 18,5 θαυμάσαι πρόσωπον ἀσεβοῦς
οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον ἐκκλίνειν τὸ δίκαιον
ἐν κρίσει.
Παρ. 18,5 Το να θαυμάζη κανείς το πρόσωπον και την ζωήν του
ασεβούς δεν είναι ορθόν· ούτε δε και είναι πρέπον και σύμφωνον προς το θέλημα
του Θεού να διαστρέφη κανείς το δίκαιον κατά την ώραν της δίκης.
Παρ. 18,6 χείλη ἄφρονος
ἄγουσιν αὐτὸν εἰς κακά, τὸ δὲ στόμα
αὐτοῦ τὸ θρασὺ θάνατον ἐπικαλεῖται.
Παρ. 18,6 Τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του ασύνετου,
τον οδηγούν εις πειρασμούς και καταστροφάς. Το δε θρασύ του στόμα με τα
προκλητικά του λόγια είναι, σαν να προκαλή εναντίον του τον θάνατον.
Παρ. 18,7 στόμα ἄφρονος
συντριβὴ αὐτῷ, τὰ δὲ χείλη αὐτοῦ
παγὶς τῇ ψυχῇ αὐτοῦ.
Παρ. 18,7 Το στόμα του άφρονος είναι η καταστροφή του και
τα λόγια των χειλέων του είναι παγίς, όπου συλλαμβάνεται και καταστρέφεται η
ζωή του.
Παρ. 18,8 ὀκνηροὺς καταβάλλει
φόβος, ψυχαὶ δὲ ἀνδρογύνων πεινάσουσιν.
Παρ. 18,8 Οι οκνηροί και απρόθυμοι εις την εργασίαν
καταβάλλονται από φόβον, οι δε θηλυπρεπείς και μαλθακοί θα πεινάσουν.
Παρ. 18,9 ὁ μὴ
ἰώμενος ἑαυτὸν ἐν τοῖς ἔργοις
αὑτοῦ ἀδελφός ἐστι τοῦ λυμαινομένου ἑαυτόν.
Παρ. 18,9 Εκείνος ο οποίος δεν καταπολεμεί την οκνηρίαν και
δεν προσπαθεί να εξυπηρετήση τον εαυτόν του με την εργατικότητά του, αυτός
είναι όμοιος με εκείνον, που οδηγεί τον εαυτόν του στον όλεθρον.
Παρ. 18,10 ἐκ μεγαλωσύνης
ἰσχύος ὄνομα Κυρίου, αὐτῷ δὲ προσδραμόντες
δίκαιοι ὑψοῦνται.
Παρ. 18,10 Το όνομα του Κυρίου είναι όνομα μεγαλοπρεπείας και
παντοδυναμίας. Εις αυτό όταν καταφεύγουν οι δίκαιοι, υψώνονται και δοξάζοναι.
Παρ. 18,11 ὕπαρξις πλουσίου
ἀνδρὸς πόλις ὀχυρά, ἡ δὲ δόξα αὐτῆς
μέγα ἐπισκιάζει.
Παρ. 18,11 Η περιουσία του ευσεβούς πλουσίου είναι ασφαλής,
όπως η οχυρά πόλις· η δόξα δε αυτής τον επισκιάζει και τον επαναπαύει.
Παρ. 18,12 πρὸ
συντριβῆς ὑψοῦται καρδία ἀνδρός, καὶ πρὸ
δόξης ταπεινοῦται.
Παρ. 18,12 Η υψηλοφροσύνη της καρδίας προηγείται από την
συντριβήν του αλαζόνος, όπως και η ταπεινοφροσύνη προηγείται από την δόξαν
του ταπεινού.
Παρ. 18,13 ὃς
ἀποκρίνεται λόγον πρὶν ἀκοῦσαι, ἀφροσύνη
αὐτῷ ἐστι καὶ ὄνειδος.
Παρ. 18,13 Εκείνος ο οποίος δίδει απάντησιν, πριν ακούση τι
του λέγουν, είναι ασύνετος και εντροπιάζεται.
Παρ. 18,14 θυμὸν
ἀνδρὸς πραΰνει θεράπων φρόνιμος, ὀλιγόψυχον δὲ
ἄνδρα τίς ὑποίσει;
Παρ. 18,14 Τον θυμόν ενός οργισμένου κυρίου ημπορεί να
καταπραΰνη και διαλύση ένας συνετός υπηρέτής. Τον μικρόψυχον όμως και
λεπτολόγον άνθρωπον ποιός ημπορεί να τον υποφέρη;
Παρ. 18,15 καρδία φρονίμου κτᾶται
αἴσθησιν, ὦτα δὲ σοφῶν ζητεῖ ἔννοιαν.
Παρ. 18,15 Ο νους και η καρδιά του συνετού ανθρώπου ζητεί και
αποκτά συνεχώς την αληθινήν γνώσιν. Τα αυτιά δε των σοφών ευχαριστούνται να
ακούουν υψηλάς εννοίας.
Παρ. 18,16 δόμα ἀνθρώπου
ἐμπλατύνει αὐτὸν καὶ παρὰ δυνάσταις καθιζάνει
αὐτόν.
Παρ. 18,16 Το δώρον, που με αγάπην και φιλίαν προσφέρει
κανείς, ανοίγει εμπρός του πλατείς τους δρόμους της προόδου και επιτυχίας,
και τον βάζει να καθήση κοντά εις άρχοντας και επισήμους.
Παρ. 18,17 δίκαιος ἑαυτοῦ
κατήγορος ἐν πρωτολογίᾳ, ὡς δ᾿ ἂν
ἐπιβάλῃ ὁ ἀντίδικος ἐλέγχεται.
Παρ. 18,17 Ο δίκαιος, όταν παρασυρθή εις κάποιαν αδικίαν, πρώτος
θα κατηγορήση τον εαυτόν του ενώπιον του δικαστηρίου, διότι εάν τον προλάβη ο
κατήγορός του και τον ελέγξη, η θέσις του θα επιβαρυνθή.
Παρ. 18,18 ἀντιλογίας παύει
σιγηρός, ἐν δὲ δυναστείαις ὁρίζει.
Παρ. 18,18 Η άφωνος κλήρωσις καταπαύει αντιθέσεις και
φιλονεικίας. Και κατά τας διαφωνίας των αρχόντων ο ανασυρόμενος κλήρος ορίζει
το ορθόν.
Παρ. 18,19 ἀδελφὸς
ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις
ὀχυρὰ καὶ ὑψηλή, ἰσχύει δὲ ὥσπερ
τεθεμελιωμένον βασίλειον.
Παρ. 18,19 Αδελφός, όταν με αγάπην βοηθήται από τον αδελφόν,
είναι ωσάν ωχυρωμένη και απόρθητος πόλις, κτισμένη επάνω εις υψηλόν μέρος.
Είναι δε ισχυρός ωσάν το ασάλευτον ανάκτορον, που έχει θεμελιωθή εις στερεόν
έδαφος.
Παρ. 18,20 ἀπὸ
καρπῶν στόματος ἀνὴρ πίμπλησι κοιλίαν αὐτοῦ,
ἀπὸ δὲ καρπῶν χειλέων αὐτοῦ ἐμπλησθήσεται.
Παρ. 18,20 Από τα λόγια του, ωσάν από άλλους καρπούς, θα γεμίση
κάθε άνθρωπος την ψυχήν του. Από τα λόγια του τα καλά η κακά θα πλημμυρίση
και θα χορτάση ο ίδιος.
Παρ. 18, 21 θάνατος καὶ
ζωὴ ἐν χειρὶ γλώσσης, οἱ δὲ κρατοῦντες
αὐτῆς ἔδονται τοὺς καρποὺς αὐτῆς.
Παρ. 18,21 Εις την εξουσίαν της γλώσσης είναι ο θάνατος και η
ζωη. Οσοι κατορθώνουν να συγκρατούν την γλώσσαν των, θα φάγουν τους γλυκείς
και θρεπτικούς αυτής καρπούς.
Παρ. 18,22 ὃς εὗρε
γυναῖκα ἀγαθήν, εὗρε χάριτας, ἔλαβε δὲ παρὰ
Θεοῦ ἱλαρότητα.
Παρ. 18,22 Εκείνος, που με τον φωτισμόν του Θεού ευρήκε σύζυγον
ενάρετον, επέτυχε πολλάς ωφελείας και κέρδη. Επῇρε από τον ίδιον τον Θεόν ήρεμον
και ευχέριστον ζωήν.
Παρ. 18,22α ὃς
ἐκβάλλει γυναῖκα ἀγαθήν, ἐκβάλλει τὰ
ἀγαθά, ὁ δὲ κατέχων μοιχαλίδα ἄφρων καὶ
ἀσεβής.
Παρ. 18,22α Οποιος όμως διώχνει την ενάρετον
σύζυγόν του, διώχνει μαζή με αυτήν και τα αγαθά. Εκείνος δε ο οποίος κρατεί
πλησίον του και συζή με μοιχαλίδα, είναι ασύνετος και ασεβής ενώπιον του
Θεού.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ
ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ
|
Παρ. 19,3 Ἀφροσύνη
ἀνδρὸς λυμαίνεται τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ,
τὸν δὲ Θεὸν αἰτιᾶται τῇ καρδίᾳ
αὐτοῦ.
Παρ. 19,3 Η απερισκεψία του ανθρώπου καταστρέφει τας
πορείας της ζωής του. Αυτός δε εσωτερικώς κατηγορεί τον Θεόν ως αίτιον του
ολέθρου του.
Παρ. 19,4 πλοῦτος
προστίθησι φίλους πολλούς, ὁ δὲ πτωχὸς καὶ
ἀπὸ τοῦ ὑπάρχοντος φίλου λείπεται.
Παρ. 19,4 Ο πλούτος προσθέτει πολλούς φίλους, ανειλικρινείς
κατά κανόνα και κόλακας, ο πτωχός όμως άνθρωπος εγκαταλείπεται πολλάκις και
από αυτόν τον υπάρχοντα μοναδικόν φίλον του.
Παρ. 19,5 μάρτυς ψευδὴς
οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται, ὁ δὲ ἐγκαλῶν
ἀδίκως οὐ διαφεύξεται.
Παρ. 19,5 Ο ψευδομάρτυς δεν θα μείνη ατιμώρητος, αν οχι
παρά των ανθρώπων, ασφαλώς όμως από τον Θεόν. Αλλά και εκείνος ο οποίος
εισάγει εις δίκην τον αθώον, δεν θα διαφύγη την παρά του Θεού τιμωρίαν.
Παρ. 19,6 πολλοὶ
θεραπεύουσι πρόσωπα βασιλέων, πᾶς δὲ ὁ κακὸς γίνεται
ὄνειδος ἀνδρί.
Παρ. 19,6 Πολλοί είναι εκείνοι, οι οποίοι υπηρετούν τους
βασιλείς, ένας όμως κακός αυλικός υπηρέτης γίνεται αιτία εξευτελισμού του
βασιλέως.
Παρ. 19,7 πᾶς, ὃς
ἀδελφὸν πτωχὸν μισεῖ, καὶ φιλίας μακρὰν
ἔσται. ἔννοια ἀγαθὴ τοῖς εἰδόσιν
αὐτὴν ἐγγιεῖ, ἀνὴρ δὲ φρόνιμος
εὑρήσει αὐτήν. ὁ πολλὰ κακοποιῶν
τελεσιουργεῖ κακίαν, ὃς δὲ ἐρεθίζει λόγους οὐ
σωθήσεται.
Παρ. 19,7 Εκείνος που μισεί τον πτωχόν αδελφόν του, θα
είναι μακράν και θα στερηθή από κάθε φιλίαν, δηλαδή ο κακός αδελφός είναι
απαράδεκτος στους άλλους ως φίλος. Η καλή και συνετή γνώσις θα πλησίαση
εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν την αξίαν της και την επιζητούν. Καθε δε
συνετός και φρόνιμος ανήρ θα την αναζητήση και θα την εύρη. Εκείνος ο οποίος
συνεχώς διαπράττει πολλά κακά, και έχει συνηθίσει και προχωρεί μέχρι τέλους
εις την διάπραξιν του κακού, όπως και αυτός που με τα λόγια του εξερεθίζει
εις φιλονεικίας και μάχας τους άλλους, εν τέλει δεν θα κατορθώσουν να
διασωθούν.
Παρ. 19,8 ὁ κτώμενος
φρόνησιν ἀγαπᾷ ἑαυτόν, ὃς δὲ φυλάσσει φρόνησιν,
εὑρήσει ἀγαθά.
Παρ. 19,8 Εκείνος ο οποίος συνεχώς προσπαθεί να αποκτά σοφίαν
και σύνεσιν, αυτός πράγματι αγαπά τον εαυτόν του. Εκείνος δε ο οποίος
διαφυλάττει και τηρεί την φρόνησιν, θα εύρη ασφαλώς αγαθά, υλικά και
πνευματικά.
Παρ. 19,9 μάρτυς ψευδὴς
οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται, ὃς δ᾿ ἂν
ἐκκαύσῃ κακίαν, ἀπολεῖται ὑπ᾿
αὐτῆς.
Παρ. 19,9 Κανείς ψευδομάρτυς δεν θα μείνη ατιμώρητος, αν οχι
από τους ανθρώπους βεβαίως όμως από τον Θεόν. Εκείνος δε ο οποίος ανάπτει
πυρκαϊάς κακίας, θα εξολοθρευθή από αυτήν ταύτην την κακίαν.
Παρ. 19,10 οὐ συμφέρει
ἄφρονι τρυφή, καὶ ἐὰν οἰκέτης ἄρξηται μεθ᾿
ὕβρεως δυναστεύειν.
Παρ. 19,10 Εις τον άμυαλον και ασύνετον δεν συμφέρει η τρυφηλή
ζωή και τα άφθονα υλικά. Οπως επίσης εάν ένας δούλος ανελθη εις τα ανώτατα
αξιώματα, θα κυβερνά με αλαζονείαν και έπαρσιν, πράγμα το οποίον δεν συμφέρει
ούτε αυτόν ούτε τους άλλους.
Παρ. 19,11 ἐλεήμων
ἀνὴρ μακροθυμεῖ, τὸ δὲ καύχημα
αὐτοῦ ἐπέρχεται παρανόμοις.
Παρ. 19,11 Ο ελεήμων και γεμάτος καλωσύνην ανήρ είναι
υπομονητικός και πράος, έστω και αν συναντά την αχαριστίαν. Οπωσδήποτε όμως ο
έπαινος και η δόξα του δια τας καλωσύνας του θα πέση επάνω στους παρανόμους
και θα τους αποστομώση.
Παρ. 19,12 βασιλέως ἀπειλὴ
ὁμοία βρυγμῷ λέοντος, ὥσπερ δὲ δρόσος ἐπὶ
χόρτῳ, οὕτως τὸ ἱλαρὸν αὐτοῦ.
Παρ. 19,12 Η απειλή του βασιλέως είναι ομοία με τον βρυχηθμόν
του λέοντος, εξ αντιθέτου δε η ιλαρότης και η καλωσύνη του προσώπου του
ομοιάζει με την δρόσον, η οποία σταλάζει ζωογόνος στο χορτάρι.
Παρ. 19,13 αἰσχύνη
πατρὶ υἱὸς ἄφρων· οὐχ ἁγναὶ
εὐχαὶ ἀπὸ μισθώματος ἑταίρας.
Παρ. 19,13 Ο αμυαλος και ασύνετος υιός είναι εντροπή δια τον
πατέρα. Ταματα προερχόμενα από χρήματα πωλουμένης πόρνης δεν είναι καθαρά και
ευπρόσδεκτα ενώπιον του Κυρίου.
Παρ. 19,14 οἶκον καὶ
ὕπαρξιν μερίζουσι πατέρες παισί, παρὰ δὲ Κυρίου
ἁρμόζεται γυνὴ ἀνδρί.
Παρ. 19,14 Οι μεν γονείς διαμοιράζουν εις τα παιδιά των τα
σπίτια και την άλλην περιουσίαν· εκ μέρους όμως του Κυρίου ταιριάζεται η καλή
γυναίκα προς τον άνδρα, ως ανεκτίμητος δι' αυτόν περιουσία.
Παρ. 19,15 δειλία κατέχει ἀνδρόγυνον,
ψυχὴ δὲ ἀεργοῦ πεινάσει.
Παρ. 19,15 Δειλία καταλαμβάνει τον θηλυπρεπή και μαλθακόν, ο
δε οκνηρός, που αποφεύγει την εργασίαν, θα πεινάση.
Παρ. 19,16 ὃς φυλάσσει
ἐντολήν, τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὁ
δὲ καταφρονῶν τῶν ἑαυτοῦ ὁδῶν
ἀπολεῖται.
Παρ. 19,16 Εκείνος ο οποίος φυλάττει τας εντολάς του Θεού,
διατηρεί επί μακρόν την ζωήν του και προφυλάσσει την ψυχήν του. Εκείνος όμως
που αδιαφορεί δια την διαγωγήν του και τον τρόπον της ζωής του, θα
εξολοθρευθή.
Παρ. 19,17 δανείζει Θεῷ
ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα
αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ.
Παρ. 19,17 Οποιος ελεεί τον πτωχόν δανείζει τον Θεόν. Ανάλογα
δέ με την ελεημοσύνην του θα λάβη και εκ μέρους του Θεού την ανταπόδοσιν.
Παρ. 19,18 παίδευε υἱόν
σου, οὕτως γὰρ ἔσται εὔελπις, εἰς δὲ
ὕβριν μὴ ἐπαίρου τῇ ψυχῇ σου.
Παρ. 19,18 Παιδαγώγει και μόρφωνε το παιδί σου με σύνεσιν, με
στοργήν και με αυστηρότητα. Διότι έτσι θα υπάρξουν πολλαί καλαί ελπίδες
προόδου και επιτυχίας του εις την ζωήν. Προτίμα την κατά Θεόν μόρφωσιν του
παιδιού σου, και μη αλαζονεύεσαι δι' αυτόν η δια την περιουσίαν, την οποίαν
τυχόν θα του αφήσης.
Παρ. 19,19 κακόφρων ἀνὴρ
πολλὰ ζημιωθήσεται· ἐὰν δὲ λοιμεύηται, καὶ
τὴν ψυχὴν αὐτοῦ προσθήσει.
Παρ. 19,19 Ο κακόμυαλος άνθρωπος θα υποστή πολλάς τιμωρίας.
Εάν δέ, σαν άλλη καταστρεπτική επιδημία, σκορπίζη το κακόν και την συμφοράν,
θα διακινδυνεύση να χάση και αυτήν την ζωήν του.
Παρ. 19,20 ἄκουε,
υἱέ, παιδείαν πατρός σου, ἵνα σοφὸς γένῃ
ἐπ᾿ ἐσχάτων σου.
Παρ. 19,20 Ακουε, παιδί μου, και συμμορφώσου προς την
παιδαγωγίαν του πατρός σου, δια να γίνης και να μείνης σοφός μέχρι των
γηρατείων σου.
Παρ. 19,21 πολλοὶ
λογισμοὶ ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ἡ δὲ
βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει.
Παρ. 19,21 Πολλοί και διάφοροι και παροδικοί λογισμοί και
σχέδια πλημμυρίζουν την καρδίαν του ανθρώπου. Αλλά η βουλή του Κυρίου μένει
πάντοτε η ιδία, αγαθή και ωφέλιμος.
Παρ. 19,22 καρπὸς
ἀνδρὶ ἐλεημοσύνη, κρείσσων δὲ πτωχὸς δίκαιος
ἢ πλούσιος ψεύστης.
Παρ. 19,22 Εις κάθε άνθρωπον η ελεημοσύνη είναι καρπός ωφέλιμος
δι' αυτόν τον ίδιον. Προτιμότερος και καλύτερος είναι ο δίκαιος πτωχός από
τον ψεύστην πλούσιον.
Παρ. 19,23 φόβος Κυρίου εἰς
ζωὴν ἀνδρί, ὁ δὲ ἄφοβος αὐλισθήσεται
ἐν τόποις, οὗ οὐκ ἐπισκοπεῖται γνῶσις.
Παρ. 19,23 Ο φόβος και η ευλάβεια προς τον Κυριον οδηγεί τον
άνθρωπον εις την αληθινήν και μακαρίαν ζωήν. Εκείνος όμως που δεν φοβείται
τον Θεόν, θα κατοικήση εις τόπους, όπου δεν υπάρχει η αληθινή γνώσις αλλ'
επικρατεί το σκότος της πλάνης.
Παρ. 19,24 ὁ
ἐγκρύπτων εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ χεῖρας
ἀδίκως, οὐδὲ τῷ στόματι οὐ μὴ
προσαγάγῃ αὐτάς.
Παρ. 19,24 Ο οκνηρός, που κρύβει και σταυρώνει τα χέρια του στο
στήθος του από τεμπελιά, με αυτά τα χέρια του δεν θα προσφέρη τροφήν στο
στόμα του.
Παρ. 19,25 λοιμοῦ
μαστιγουμένου, ἄφρων πανουργότερος γίνεται· ἐὰν
δὲ ἐλέγχῃς ἄνδρα φρόνιμον, νοήσει αἴσθησιν.
Παρ. 19,25 Οταν ο διεφθαρμένος και επιβλαβής εις την κοινωνίαν
άνθρωπος τιμωρήται με μαστιγία, και αυτός ακόμη ο ασύνετος βλέπων την
τιμωρίαν γίνεται προσεκτικός. Εάν ελέγχης άνδρα συνετόν, θα αντιληφθή το
σφάλμα του και θα διορθωθή.
Παρ. 19,26 ὁ ἀτιμάζων
πατέρα καὶ ἀπωθούμενος μητέρα αὐτοῦ καταισχυνθήσεται
καὶ ἐπονείδιστος ἔσται.
Παρ. 19,26 Εκείνός που εξευτελίζει και υβρίζει τον πατέρα του,
όπως και αυτός που σπρώχνει με αναίδειαν και ασέβειαν την μητέρα του, θα
κατεντροπιασθή και θα γίνη επονείδιστος εν μέσω της κοινωνίας.
Παρ. 19,27 υἱὸς
ἀπολειπόμενος φυλάξαι παιδείαν πατρὸς μελετήσει ῥήσεις κακάς.
Παρ. 19,27 Παιδί, που θα καταφρονήση και θα παραμελήση την
πατρικήν παιδαγωγίαν, αυτό θα στρέψη την προσοχήν και το ενδιαφέρον του εις
τας πονηράς εισηγήσεις και προτροπάς κακών ανθρώπων.
Παρ. 19,28 ὁ
ἐγγυώμενος παῖδα ἄφρονα καθυβρίσει δικαίωμα, στόμα δὲ
ἀσεβῶν καταπίεται κρίσεις.
Παρ. 19,28 Ο γονεύς, ο οποίος δίδει εγγύησιν δια το παιδί του
το άμυαλο και ασύνετον, κατεξευτελίζει και προσβάλλει το δικαίωμα και την
θέσιν του ως πατρός. Τα στόματα των ασεβών καταπίνουν τους νόμους της
δικαιοσύνης· δηλαδή καταπατούν τους νόμους, παραβαίνουν τον λόγον, που
έδωσαν.
Παρ. 19,29 ἑτοιμάζονται
ἀκολάστοις μάστιγες, καὶ τιμωρίαι ὁμοίως ἄφροσιν.
Παρ. 19,29 Ποιναί βαρείαι ετοιμάζονται δια τους διεφθαρμένους
και ανήθικους, όπως επίσης τιμωρίαι επιφυλάσσονται και δια τους άφρονας, που
παρεκτρέπονται.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20- ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ
ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ
|
Παρ. 20,1 Ἀκόλαστον
οἶνος καὶ ὑβριστικὸν μέθη, πᾶς δὲ
ἄφρων τοιούτοις συμπλέκεται.
Παρ. 20,1 Ο πολύς οίνος οδηγεί εις την ακολασίαν, η δε μέθη
εις την μωράν αλαζονείαν και την αδιαντροπιάν. Καθε μικρόμυαλος εις αυτά
περιπλέκεται και εξευτελίζεται.
Παρ. 20,2 οὐ διαφέρει
ἀπειλὴ βασιλέως θυμοῦ λέοντος, ὁ δὲ παροξύνων
αὐτὸν ἁμαρτάνει εἰς τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν.
Παρ. 20,2 Η απειλή του βασιλέως και γενικώτερον του ισχυρού
δεν διαφέρει από τον θυμόν του εξηγριωμένου λέοντος. Οποιος τον εξερεθίζει,
εκθέτει εις κίνδυνον την ιδίαν του ζωήν.
Παρ. 20,3 δόξα ἀνδρὶ
ἀποστρέφεσθαι λοιδορίας, πᾶς δὲ ἄφρων τοιούτοις συμπλέκεται.
Παρ. 20,3 Μεγάλη τιμή και δόξα είναι δια τον άνθρωπον να
αποφεύγη τας ύβρεις και τους εμπαιγμούς εναντίον των άλλων. Καθε όμως
ασύνετος περιπλέκεται εις αυτά τα κακά.
Παρ. 20,4 ὀνειδιζόμενος
ὀκνηρὸς οὐκ αἰσχύνεται, ὡσαύτως καὶ
ὁ δανειζόμενος σῖτον ἐν ἀμήτῳ.
Παρ. 20,4 Ο οκνηρός δεν εντρέπεται, όταν γίνεται
αντικείμενον εξευτελισμών και ονειδισμών εκ μέρους των άλλων. Ομοίως δεν
εντρέπεται και εκείνος, που ζητεί δάνεια εις καιρόν, κατά τον οποίον οι άλλοι
θερίζουν και συγκομίζουν.
Παρ. 20,5 ὕδωρ βαθὺ
βουλὴ ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ἀνὴρ δὲ
φρόνιμος ἐξαντλήσει αὐτήν.
Παρ. 20,5 Ωσάν το ανεξάντλητο νερό, που υπάρχει στο βαθύ
πηγάδι, είναι αι συνεταί γνώμαι και αποφάσεις, που υπάρχουν εις την καρδίαν
του φρονίμου ανδρός. Ο δε συνετός και φρόνιμος θα αντλήση μέχρι τέλους αυτάς
και θα τας χρησιμοποίηση, όπου πρέπει.
Παρ. 20,6 μέγα ἄνθρωπος
καὶ τίμιον ἀνὴρ ἐλεήμων, ἄνδρα δὲ
πιστὸν ἔργον εὑρεῖν.
Παρ. 20,6 Μεγάλο πράγμα αυτό το δημιούργημα του Θεού, που
λέγεται άνθρωπος. Πολύτιμος όμως είναι ο ελεήμων. Το να εύρης όμως ένα
άνθρωπον πιστόν εις τα έργα και εις τα λόγια, είναι πολύ δύσκολον.
Παρ. 20,7 ὃς
ἀναστρέφεται ἄμωμος ἐν δικαιοσύνῃ, μακαρίους
τοὺς παῖδας αὐτοῦ καταλείψει.
Παρ. 20,7 Ο γονεύς, ο οποίος ζη και συμπεριφέρεται με αρετήν
και έχει άμεμπτον παράδειγμα, θα αφήση ευτυχισμένα τα παιδιά του.
Παρ. 20,8 ὅταν
βασιλεὺς δίκαιος καθίσῃ ἐπὶ θρόνου, οὐκ
ἐναντιοῦται ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ
πᾶν πονηρόν.
Παρ. 20,8 Οταν επί του θρόνου καθίση ενας βασιλεύς ενάρετος
και συνετός, δεν ημπορεί να σταθή ενώπιον των οφθαλμών του κανένα πονηρόν και
κανείς πονηρός.
Παρ. 20,9 τίς καυχήσεται ἁγνὴν
ἔχειν τὴν καρδίαν; ἢ τίς παῤῥησιάσεται
καθαρὸς εἶναι ἀπὸ ἁμαρτιῶν;
Παρ. 20, 9 Ποιός από τους ανθρώπους ημπορεί να καυχηθή ότι
έχει αγνήν και καθαράν την καρδίαν από τον ρυπον της αμαρτίας; Η ποιός
ημπορεί να είπη με παρρησίαν, ότι εγώ είμαι καθαρός από κάθε αμαρτίαν;
Κανείς.
Παρ. 20,20 κακολογοῦντος
πατέρα ἢ μητέρα σβεσθήσεται λαμπτήρ, αἱ δὲ κόραι τῶν
ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὄψονται σκότος.
Παρ. 20,20 Θα σβήση η φλόγα της ζωής εκείνου, ο οποίος κακολογεί
τον πατέρα του η την μητέρα του. Θα σβήσουν και θα καλυφθούν από το σκοτάδι
αι κόραι των οφθαλμών του, ώστε να μη μπορή να βλέπη.
Παρ. 20,21 μερὶς
ἐπισπουδαζομένη ἐν πρώτοις, ἐν τοῖς τελευταίοις
οὐκ εὐλογηθήσεται.
Παρ. 20,21 Μερίδιον από την πατρικήν κληρονομίαν, το οποίον
αρπάζεται βιαίως και προ καιρού, δεν πρόκειται εν τέλει να έχη την ευλογίαν
του Θεού.
Παρ. 20,22 μὴ
εἴπῃς· τίσομαι τὸν ἐχθρόν, ἀλλ᾿
ὑπόμεινον τὸν Κύριον, ἵνα σοι βοηθήσῃ.
Παρ. 20,22 Μη είπης ότι θα εκδικηθώ και θα τιμωρήσω τον εχθρόν
μου. Αλλά δείξε υπομονήν απέναντι του Κυρίου, και εις αυτόν ανάθεσε την
αποδόσιν του δικαίου σου, δια να σε βοηθήση και σε προστατεύση.
Παρ. 20,10 στάθμιον μέγα καὶ
μικρὸν καὶ μέτρα δισσά, ἀκάθαρτα ἐνώπιον Κυρίου καὶ
ἀμφότερα καὶ ὁ ποιῶν αὐτά.
Παρ. 20,10 Ζυγια δόλια, μεγαλύτερα του κανονικού δια την αγοράν
και μικρότερα του κανονικού δια την πώλησιν, και διπλά μέτρα χωρητικότητος
δια τα υγρά προϊόντα, και τα δύο είναι ακάθαρτα ενώπιον του Κυρίου, όπως επίσης
και εκείνος, ο οποίος τα κατασκευάζει και τα χρησιμοποιεί.
Παρ. 20,11 ἐν τοῖς
ἐπιτηδεύμασιν αὐτοῦ συμποδισθήσεται νεανίσκος μετὰ
ὁσίου, καὶ εὐθεῖα ἡ ὁδὸς
αὐτοῦ.
Παρ. 20,11 Ο νέος, ο οποίος συμπορεύεται και ακολουθεί τους
τρόπους ζωής του οσίου, του ενάρετου, θα υποστή βαθείαν την αγαθήν επίδρασιν
από το καλό παράδειγμα εκείνου και θα είναι ευθεία η πορεία της ζωής του.
Παρ. 20,12 οὖς ἀκούει
καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ· Κυρίου ἔργα
καὶ ἀμφότερα.
Παρ. 20,12 Το αυτί ακούει και το μάτι βλέπει και τα δύο όμως
είναι έργα του Θεού και εις δόξαν Θεού και δια το καλόν του ανθρώπου πρέπει
να χρησιμοποιούνται.
Παρ. 20,13 μὴ ἀγάπα
καταλαλεῖν, ἵνα μὴ ἐξαρθῇς· διάνοιξον
τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ ἐμπλήσθητι ἄρτων.
Παρ. 20,13 Μη ευχαριστήσαι στο να κατακρίνης άλλους, δια να μη
σε αποπέμψουν εκ μέσου αυτών εκείνοι και καταστραφής. Ανοιξε τα μάτια σου
καλά, ώστε να διακρίνης και να ακολουθής πάντοτε το ορθόν και το πρέπον, και
τότε θα χορτάσης από αγαθά.
Παρ. 20,23 βδέλυγμα Κυρίῳ
δισσὸν στάθμιον, καὶ ζυγὸς δόλιος οὐ καλὸν
ἐνώπιον αὐτοῦ.
Παρ. 20,23 Αποκρουστικά και μισητά είναι ενώπιον του Κυρίου τα
διπλά ζύγια, όπως επίσης δεν είναι αρεστή και καλή ενώπιον του Κυρίου η
ψεύτικη ζυγαριά.
Παρ. 20,24 παρὰ Κυρίου
εὐθύνεται τὰ διαβήματα ἀνδρί, θνητὸς δὲ
πῶς ἂν νοήσαι τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ;
Παρ. 20,24 Από το πανάγαθον Θεόν κατευθύνονται αι πορείαι της
ζωής και τα γεγονότα του βίου του ανθρώπου. Ο δε θνητός και πτωχός εις την
νόησιν άνθρωπος πως είναι δυνατόν εξ εαυτού να κατανοήση τους δρόμους της
ζωής, που πρέπει να βαδίση;
Παρ. 20,25 παγὶς
ἀνδρὶ ταχύ τι τῶν ἰδίων ἁγιάσαι, μετὰ
γὰρ τὸ εὔξασθαι μετανοεῖν γίνεται.
Παρ. 20,25 Το να σπεύδη κανείς να τάξη απερισκέπτως κάτι από όσα
του ανήκουν, είναι δυνατόν να του δημιουργήση κίνδυνον και παγίδα, διότι μετά
το τάξιμο συμβαίνει οι απερίσκεπτοι να μετανοούν δι' αυτό.
Παρ. 20,26 λικμήτωρ ἀσεβῶν
βασιλεὺς σοφός, καὶ ἐπιβαλεῖ αὐτοῖς
τροχόν.
Παρ. 20,26 Ο σοφός βασιλεύς λιχνίζει και ξεχωρίζει από τους
καλούς τους κακοποιούς και τους ασεβείς· και αυτός θα επιβάλλη εις αυτούς την
δύναμιν και τας κυρώσστου νόμου.
Παρ. 20,27 φῶς Κυρίου
πνοὴ ἀνθρώπων, ὃς ἐρευνᾷ ταμιεῖα κοιλίας.
Παρ. 20,27 Φως Κυρίου, καθοδηγητικόν εις την ζωήν του ανθρώπου,
είναι η ζωογόνος πνοη, την οποίαν ο δημιουργός του ενέπνευσε. Ο Θεός ερευνά
και βλέπει ολοκάθαρα όλα όσα είναι αποκεκρυμμένα και αποταμιευμένα εις την
καρδίαν και το εσωτερικόν του ανθρώπου.
Παρ. 20,28 ἐλεημοσύνη
καὶ ἀλήθεια φυλακὴ βασιλεῖ, καὶ περικυκλώσουσιν
ἐν δικαιοσύνῃ τὸν θρόνον αὐτοῦ.
Παρ. 20,28 Η ελεημοσύνη και η αλήθεια, όπως και γενικώτερον η
αρετή, είναι η ασφαλής φρουρά η στηρίζουσα τον βασιλέα. Αυταί αι αρεταί θα
περικυκλώσουν και θα ασφαλίσουν με δικαιοσύνην τον θρόνον του.
Παρ. 20,29 κόσμος νεανίαις σοφία,
δόξα δὲ πρεσβυτέρων πολιαί.
Παρ. 20,29 Στολισμός δια τους νέους είναι η σοφία και η σύνεσις.
Δοξα δε των γερόντων είναι τα άσπρα μαλλιά, τα οποία μαρτυρούν πείραν,
σύνεσιν και αρετήν.
Παρ. 20,30 ὑπώπια καὶ
συντρίμματα συναντᾷ κακοῖς, πληγαὶ δὲ εἰς
ταμιεῖα κοιλίας.
Παρ. 20,30 Μωλωπίσματα στο πρόσωπον από κτυπήματα, και συντρίμματα
οστών θα συναντήσουν τους κακούς εις την πορείαν της ζωής των. Πληγαί δε και
ασθένειαι οδυνηραί θα απλωθούν έως τα βάθη του εσωτερικού των.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21-
ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ
ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ
|
Παρ. 21,1 Ὥσπερ
ὁρμὴ ὕδατος, οὕτως καρδία βασιλέως ἐν
χειρὶ Θεοῦ· οὗ ἐὰν θέλων νεύσῃ,
ἐκεῖ ἔκλινεν αὐτήν.
Παρ. 21,1 Οπως το ορμητικόν ρεύμα του νερού έτσι και η
καρδιά του βασιλέως ευρίσκεται υπό την εξουσίαν του Θεού. Και όπου αυτός
θέλει να την κατευθύνη, εκεί με ένα του νεύμα την γυρίζει και την στρέφει.
Παρ. 21,2 πᾶς
ἀνὴρ φαίνεται ἑαυτῷ δίκαιος, κατευθύνει δὲ
καρδίας Κύριος.
Παρ. 21,2 Καθε άνθρωπος νομίζει τον εαυτόν του ότι είναι
δίκαιος, αλλά ο Κυριος είναι εκείνος ο οποίος γνωρίζει, κυβερνά και
κατευθύνει τας καρδίας των ανθρώπων εις την αρετήν.
Παρ. 21,3 ποιεῖν δίκαια
καὶ ἀληθεύειν ἀρεστὰ παρὰ Θεῷ
μᾶλλον ἢ θυσιῶν αἷμα.
Παρ. 21,3 Το να πράττη κανείς δίκαια έργα και το να λέγη
πάντοτε την αλήθειαν, είναι αυτά περισσότερον ευάρεστα και ευπρόσδεκτα στον
Θεόν από τα αίματα θυσιών ζώων.
Παρ. 21,4 μεγαλόφρων ἐν
ὕβρει θρασυκάρδιος, λαμπτὴρ δὲ ἀσεβῶν
ἁμαρτία.
Παρ. 21,4 Εκείνος που έχει μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του,
είναι αλαζονικός, θρασύς και σκληρός εις την καρδίαν. Οι ασεβείς θεωρούν ως
φως και χαράν της ζωής των την αμαρτίαν.
Παρ. 21,6 ὁ
ἐνεργῶν θησαυρίσματα γλώσσῃ ψευδεῖ μάταια διώκει
καὶ ἔρχεται ἐπὶ παγίδας θανάτου.
Παρ. 21,6 Εκείνος που με ψευδολογίας και απάτας συνάγει
θησαυρούς, κοπιάζει ματαίως. Βαδίζει, χωρίς να αντιλαμβάνεται, εις θανασίμους
δι' αυτόν παγίδας.
Παρ. 21,7 ὄλεθρος
ἀσεβέσιν ἐπιξενωθήσεται, οὐ γὰρ βούλονται πράσσειν
τὰ δίκαια.
Παρ. 21,7 Ωσάν ανεπιθύμητος κακότροπος ξένος θα εγκατασταθή
και θα φιλοξενήται εις τα σπίτια των ασεβών ο όλεθρος, διότι αυτοί δεν θέλουν
να πράττουν το ορθόν και το αγαθόν.
Παρ. 21,8 πρὸς τοὺς
σκολιοὺς σκολιὰς ὁδοὺς ἀποστέλλει ὁ Θεός,
ἁγνὰ γὰρ καὶ ὀρθὰ τὰ ἔργα
αὐτοῦ.
Παρ. 21,8 Δια τους διεστραμμένους ανθρώπους επιτρέπει ο Θεός
να περιπλέκωνται εις διεστραμμένας και καταστρεπτικάς δι' αυτούς οδούς, διότι
τα έργα του Κυρίου είναι αγνά και δίκαια και στοιαύτα μόνον ευαρεστείται.
Παρ. 21,9 κρεῖσσον
οἰκεῖν ἐπὶ γωνίας ὑπαίθρου ἢ ἐν
κεκονιαμένοις μετὰ ἀδικίας καὶ ἐν οἴκῳ
κοινῷ.
Παρ. 21,9 Προτιμότερον είναι να κατοική κανείς μόνος του σε
κάποια γωνιά έξω στο ύπαιθρον, παρά να κατοική με άλλους εις
φρεσκοασβεστωμένους και περιποιημένους οίκους, οι οποίοι έχουν κτισθή με
αδικίας.
Παρ. 21,10 ψυχὴ
ἀσεβοῦς οὐκ ἐλεηθήσεται ὑπ᾿
οὐδενὸς τῶν ἀνθρώπων.
Παρ. 21,10 Ανθρωπος ασεβής απέναντι του Θεού και άδικος προς τους
άλλους ανθρώπους δεν θα εύρη συμπάθειαν και έλεος από κανένα.
Παρ. 21,11 ζημιουμένου ἀκολάστου
πανουργότερος γίνεται ὁ ἄκακος, συνίων δὲ σοφὸς
δέξεται γνῶσιν.
Παρ. 21,11 Οταν τιμωρήται ο ανήθικος και διεφθαρμένος
άνθρωπος, ο αγαθός γίνεται περισσότερον προσεκτικός. Ο δε σοφός, ο οποίος
κατανοεί ορθώς πρόσωπα και πράγματα, θα αποκτήση μεγαλυτέραν γνώσιν από τα
παθήματα του διεφθαρμένου.
Παρ. 21,12 συνίει δίκαιος καρδίας
ἀσεβῶν καὶ φαυλίζει ἀσεβεῖς ἐν
κακοῖς.
Παρ. 21,12 Ο δίκαιος αντιλαμβάνεται σαφώς εκείνα, που υπάρχουν
εις τας καρδίας των ασεβών. Δεν τους μακαρίζει, αλλά τους ελεεινολογεί, διότι
ευρίσκονται εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν.
Παρ. 21,13 ὃς φράσσει
τὰ ὧτα αὐτοῦ τοῦ μὴ ἐπακοῦσαι
ἀσθενοῦς, καὶ αὐτὸς ἐπικαλέσεται,
καὶ οὐκ ἔσται ὁ εἰσακούων.
Παρ. 21,13 Εκείνος που κλείει τα αυτιά του, δια να μη ακούση
την παράκλησιν ενός πτωχού, ενός αδυνάτου και ασθενούς, θα ευρεθή και αυτός
εις την ανάγκην να επικαλεσθή και ζητήση δοήθειαν των άλλων και δεν θα υπάρξη
κανείς να τον ακούση.
Παρ. 21,14 δόσις λάθριος ἀνατρέπει
ὀργάς, δώρων δὲ ὁ φειδόμενος θυμὸν ἐγείρει
ἰσχυρόν.
Παρ. 21,14 Ενα φιλοδώρημα, που προσφέρεται με διάκρισιν,
κρυφίως και χωρίς θόρυβον, προλαμβάνει, πολλές φορές την οργήν του άλλου.
Οποιος δε λυπηθή να προσφέρη ένα τέτοιο φιλοδώρημα, υπεγείρει μεγάλον θυμόν.
Παρ. 21,15 εὐφροσύνη
δικαίων ποιεῖν κρίμα, ὅσιος δὲ ἀκάθαρτος παρὰ
κακούργοις.
Παρ. 21,15 Ευχαρίστησις και χαρά των δικαίων είναι να
αποδίδουν και να εφαρμόζουν το δίκαιον. Αυτός όμως ο ενάρετος θεωρείται
ακάθαρτος εκ μέρους των κακοποιών.
Παρ. 21,16 ἀνὴρ
πλανώμενος ἐξ ὁδοῦ δικαιοσύνης ἐν συναγωγῇ
γιγάντων ἀναπαύσεται.
Παρ. 21,16 Ανθρωπος, ο οποίος παρεπλανήθη και απεμακρύνθη από
την οδόν της δικαιοσύνης, εβάδισε δε και βαδίζει τους δρόμους της κακίας,
είναι σαν να θέλη να εύρη ανάπαυσιν και χαράν εις συγκέντρωσιν κακούργων
γιγάντων.
Παρ. 21,17 ἀνὴρ
ἐνδεὴς ἀγαπᾷ εὐφροσύνην, φιλῶν
οἶνον καὶ ἔλαιον εἰς πλοῦτον·
Παρ. 21,17 Εκείνος, που αγαπά την καλοπέρασιν και τα πλούσια
τραπέζια, θα μείνη φτωχός. Οπως επίσης εκείνος, που αγαπά τον οίνον και τα
λιπαρά φαγητά, δεν θα πλουτήση.
Παρ. 21,18 περικάθαρμα δὲ
δικαίου ἄνομος.
Παρ. 21,18 Δια τον δίκαιον ακάθαρτος πρέπει να θεωρήται ο
ασεβής και η πορεία της ζωής του.
Παρ. 21,19 κρεῖσσον
οἰκεῖν ἐν γῇ ἐρήμῳ ἢ μετὰ
γυναικὸς μαχίμου καὶ γλωσσώδους καὶ ὀργίλου.
Παρ. 21,19 Είναι καλύτερον και προτιμότερον να κατοική κανείς
μόνος του εις την έρημον, παρά μαζή με γυναίκα φιλόνεικον, γλωσσού και
θυμώδη.
Παρ. 21,20 θησαυρὸς
ἐπιθυμητὸς ἀναπαύσεται ἐπὶ στόματος
σοφοῦ, ἄφρονες δὲ ἄνδρες καταπίονται αὐτόν.
Παρ. 21, 20 Αξιοθαύμαστοι και αξιαγάπητοι είναι οι θησαυροί της
σοφίας και της αρετής, που αναπαύονται στο στόμα του σοφού. Οι άφρονες όμως
καταφρονούν και καταπνίγουν μέσα των και καταφρονούν κάθε τέτοιον θησαυρόν.
Παρ. 21,21 ὁδὸς
δικαιοσύνης καὶ ἐλεημοσύνης εὑρήσει ζωὴν καὶ
δόξαν.
Παρ. 21,21 Ο δρόμος της δικαιοσύνης και της ελεημοσύνης οδηγεί
τον άνθρωπον εις μακράν και ένδοξον ζωήν.
Παρ. 21,22 πόλεις ὀχυρὰς
ἐπέβη σοφὸς καὶ καθεῖλε τὸ ὀχύρωμα,
ἐφ᾿ ᾧ ἐπεποίθεισαν οἱ ἀσεβεῖς.
Παρ. 21,22 Ο σοφός στρατηγός, με την σύνεσιν και την
στρατηγικήν αυτού ικανότητα, εκυρίευσεν ωχυρωμένας πόλεις και εκρήμνισεν
οχυρώματα, δια τα οποία οι ασεβείς είχαν την πεποίθησιν, ότι είναι απόρθητα.
Παρ. 21,23 ὃς φυλάσσει
τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τὴν γλῶσσαν,
διατηρεῖ ἐκ θλίψεως τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
Παρ. 21,23 Εκείνος, που προσέχει το στόμα του και την γλώσσαν
του, προφυλάσσει την ψυχήν του από πολλάς θλίψεις και στενοχωρίας.
Παρ. 21,24 θρασὺς καὶ
αὐθάδης καὶ ἀλαζὼν λοιμὸς καλεῖται,
ὃς δὲ μνησικακεῖ, παράνομος.
Παρ. 21,24 Ο θρασύς και ο αυθάδης, ο αλαζονικός και επηρμένος,
παρομοιάζεται και καλείται μολυσματική καταστρεπτική επιδημία, πανούκλα.
Εκείνος δέ που μνησικακεί, είναι παράνομος, διότι καταπατεί τον νόμον της
αγάπης.
Παρ. 21,25 ἐπιθυμίαι
ὀκνηρὸν ἀποκτείνουσιν, οὐ γὰρ
προαιροῦνται αἱ χεῖρες αὐτοῦ ποιεῖν τι.
Παρ. 21,25 Αι πολλαί επιθυμίαι, τα φαντασιώδη σχέδια,
εξοντώνουν τον οκνηρόν, διότι τα χέρια του δεν προθυμοποιούνται να κάμουν
κάτι, ώστε να επαρκέση αυτός εις τας ανάγκας του.
Παρ. 21,26 ἀσεβὴς
ἐπιθυμεῖ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπιθυμίας κακάς,
ὁ δὲ δίκαιος ἐλεᾷ καὶ οἰκτείρει
ἀφειδῶς.
Παρ. 21,26 Ο ασεβής κυριαρχείται όλην την ημέραν από κακάς
ιδιοτελείς επιθυμίας, ενώ ο δίκαιος ελεεί και ευσπλαγχνίζετσι και προσφέρει
πλουσίαν την βοήθειάν του.
Παρ. 21,27 θυσίαι ἀσεβῶν
βδέλυγμα Κυρίῳ, καὶ γὰρ παρανόμως προσφέρουσιν αὐτάς.
Παρ. 21,27 Αι θυσίαι των ασεβών είναι αποκρουστικαί και μισηταί
ενώπιον του Κυρίου, διότι προσφέρονται και προέρχονται από αδικίας και από
καρδίας παρανόμους.
Παρ. 21,28 μάρτυς ψευδὴς
ἀπολεῖται, ἀνὴρ δὲ ὑπήκοος φυλασσόμενος
λαλήσει.
Παρ. 21,28 Ο ψευδομάρτυς βαδίζει προς την καταστροφήν και τον
όλεθρον. Ο μάρτυς όμως, ο οποίος υπακούει στον νόμον του Θεού και τηρεί
αυτόν, θα λαλήση την αλήθειαν.
Παρ. 21,29 ἀσεβὴς
ἀνὴρ ἀναιδῶς ὑφίσταται προσώπῳ, ὁ
δὲ εὐθὴς αὐτὸς συνίει τὰς
ὁδοὺς αὐτοῦ.
Παρ. 21,29 Ο ασεβής άνθρωπος με αναιδές πρόσωπον υφίσταται
ελέγχους και παρατηρήσεις, ο δε ειλικρινής και ενάρετος είναι συνετός εις την
συμπεριφοράν του.
Παρ. 21,30 οὐκ ἔστι
σοφία, οὐκ ἔστιν ἀνδρεία, οὐκ ἔστι βουλὴ
πρὸς τὸν ἀσεβῆ.
Παρ. 21,30 Δεν υπάρχει σοφία, δεν υπάρχει ανδρεία, δεν υπάρχει
συνετή και φωτισμένη σκέψις και αποφασις εις άνθρωπον ασεβή.
Παρ. 21,31 ἵππος
ἑτοιμάζεται εἰς ἡμέραν πολέμου, παρὰ δὲ Κυρίου
ἡ βοήθεια.
Παρ. 21,31 Δι' ημέραν πολέμου ετοιμάζεται το ιππικόν. Από τον
Κυριον όμως θα σταλή η βοήθεια δια την κατόρθωσιν της νίκης.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22-
ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ
ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ
|
Παρ. 22,1 Αἱρετώτερον
ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς, ὑπὲρ
δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον χάρις ἀγαθή,
Παρ. 22,1 Προτιμότερον είναι το καλόν όνομα, η καλή
υπόληψις, από τον πολύν πλούτον. Ανωτέρα δε από το αργύριον και τους άλλους
θησαυρούς είναι η αγαθή και ευμενής διάθεσις της καρδίας.
Παρ. 22,2 πλούσιος καὶ
πτωχὸς συνήντησαν ἀλλήλοις, ἀμφοτέρους δὲ ὁ
Κύριος ἐποίησε.
Παρ. 22,2 Πλούσιοι και πτωχοί υπάρχουν και ζουν πάντοτε
κοντά ο ένάς με τον άλλον. Και τους δύο ο Κυριος τους έκαμε.
Παρ. 22,3 πανοῦργος
ἰδὼν πονηρὸν τιμωρούμενον κραταιῶς αὐτὸς
παιδεύεται, οἱ δὲ ἄφρονες παρελθόντες ἐζημιώθησαν.
Παρ. 22,3 Ο συνετός άνθρωπος, όταν βλέπη τον κακόν να
τιμωρήται και μάλιστα αυστηρώς, παιδαγωγείται ο ίδιος και συνετίζεται
περισσότερον. Οι δε άφρονες, αντιπαρερχόμενοι με αδιαφορίαν κάτι τέτοια
γεγονότα, βλάπτονται οι ίδιοι.
Παρ. 22,4 γενεὰ σοφίας
φόβος Κυρίου καὶ πλοῦτος καὶ δόξα καὶ ζωή.
Παρ. 22,4 Καρπός της αληθινής σοφίας είναι ο φόβος του
Κυρίου. Είναι επί πλέον ο πλούτος, η δόξα και η ζωη.
Παρ. 22,5 τρίβολοι καὶ
παγίδες ἐν ὁδοῖς σκολιαῖς, ὁ δὲ φυλάσσων
τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀφέξεται αὐτῶν.
Παρ. 22,5 Τριβόλια, αγκάθια και παγίδες είναι σκορπισμένα στους
δρόμους των διεστραμμένων ανθρώπων. Εκείνος όμως που θέλει να προφυλάξη την
ψυχήν του από αυτά θα φύγη μακρυά από τους διεστραμμένους δρόμους των
πονηρών.
Παρ. 22,7 πλούσιοι πτωχῶν
ἄρξουσι, καὶ οἰκέται ἰδίοις δεσπόταις
δανειοῦσι.
Παρ. 22,7 Οι πλούσιοι με την δύναμιν του χρήματός των θα
γίνουν άρχοντες των πτωχών. Δεν αποκλείεται όμως τέτοιοι άδικοι πλούσιοι να
ξεπέσουν και να πτωχύνουν, ώστε να ζητήσουν και να πάρουν δάνεια από τους
τέως υπηρέτας των.
Παρ. 22,8 ὁ σπείρων
φαῦλα θερίσει κακά, πληγὴν δὲ ἔργων αὐτοῦ
συντελέσει.
Παρ. 22,8 Εκείνος που σπείρει φαυλότητας, θα θερίση
αναρίθμητα κακά. Συνέπεια δε και κατάντημα των πονηρών του έργων θα είναι αι
τιμωρίαι, τας οποίας θα υποστή εκ μέρους Θεού και ανθρώπων.
Παρ. 22,8α ἄνδρα
ἱλαρὸν καὶ δότην εὐλογεῖ ὁ Θεός,
ματαιότητα δὲ ἔργων αὐτοῦ συντελέσει.
Παρ. 22,8α Ο Θεός στέλλει τας ευλογίας του
εις άνθρωπον πράον, γλυκύν και ελεήμονα. Θα εξαλείψη δε κάθε μάταιον έργον,
το οποίον ενδεχομένως αυτός έχει διαπράξει.
Παρ. 22,9 ὁ
ἐλεῶν πτωχὸν αὐτὸς διατραφήσεται, τῶν
γὰρ ἑαυτοῦ ἄρτων ἔδωκε τῷ πτωχῷ.
Παρ. 22,9 Εκείνος που ελεεί τον πτωχόν, θα διατραφή πλουσίως
από τον Θεόν και δεν θα πεινάση. Τούτο δέ, διότι έδωκεν στον πτωχόν και
πεινώντα από το ίδιο του το ψωμί.
Παρ. 22,9α νίκην καὶ
τιμὴν περιποιεῖται ὁ δῶρα δούς, τὴν μέντοι
ψυχὴν ἀφαιρεῖται τῶν κεκτημένων.
Παρ. 22,9α Κερδίζει και αποκτά νίκην και δόξαν εκείνος, που
δίδει φιλοδωρήματα, διότι έτσι απαλλάσσει την ψυχήν του από την προσκόλλησιν
προς τα αγαθά, τα οποία έχει.
Παρ. 22,10 ἔκβαλε ἐκ
συνεδρίου λοιμόν, καὶ συνεξελεύσεται αὐτῷ
νεῖκος· ὅταν γὰρ καθίσῃ ἐν συνεδρίῳ,
πάντας ἀτιμάζει.
Παρ. 22,10 Διώξε από τας συγκεντρώσεις τον αυθάδη και εριστικόν
και μαζή με αυτόν θα εξέλθη και θα φύγη η φιλονεικία. Διότι όταν ένας τέτοιος
παρακάθηται εις συνέδριον, τους πάντας εξουθενώνει με την αυθάδειάν του.
Παρ. 22,11 ἀγαπᾷ
Κύριος ὁσίας καρδίας, δεκτοὶ δὲ αὐτῷ πάντες
ἄμωμοι· χείλεσι ποιμαίνει βασιλεύς.
Παρ. 22,11 Ο Κυριος αγαπά τας αφωσιωμένας εις αυτόν καρδίας,
δεκτοί δε εις αυτόν γίνονται πάντοτε όλοι οι άμεμπτοι και καθαροί. Ο βασιλεύς
με τα συνετά και καλά λόγια του, και οχι με την βίαν, πρέπει να κυβερνά τον
λαόν.
Παρ. 22,12 οἱ δὲ
ὀφθαλμοὶ Κυρίου διατηροῦσιν αἴσθησιν, φαυλίζει
δὲ λόγους παράνομος.
Παρ. 22,12 Οι οφθαλμοί του Κυρίου άγρυπνοι πάντοτε παρακολουθούν
και γνωρίζουν τα πάντα. Ο παράνομος άνθρωπος, αδιαφορεί δια την παρουσίαν
αυτήν του Θεού και καταφρονεί τα θεία λόγια.
Παρ. 22,13 προφασίζεται καὶ
λέγει ὀκνηρός· λέων ἐν ταῖς ὁδοῖς,
ἐν δὲ ταῖς πλατείαις φονευταί.
Παρ. 22,13 Ο οκνηρός, δια να μη κινηθή από την θέσιν του,
επινοεί τας πλέον γελοίας προφάσεις και λέγει· “στους δρόμους είναι ληοντάρι,
εις δε τας πλατείας ενεδρεύουν δολοφόνοι”!
Παρ. 22,14 βόθρος βαθὺς
στόμα παρανόμου, ὁ δὲ μισηθεὶς ὑπὸ Κυρίου
ἐμπεσεῖται εἰς αὐτόν.
Παρ. 22,14 Βοθρος βαθύς και βρωμερός είναι το στόμα εκείνου,
που παραβαίνει τον νόμον του Θεού. Εκείνος δέ που θα μισηθή και θα
εγκαταλειφθή από τον Κυριον, θα πέση μέσα εις αυτόν.
Παρ. 22,14α εἰσὶν
ὁδοὶ κακαὶ ἐνώπιον ἀνδρός, καὶ οὐκ
ἀγαπᾷ τοῦ ἀποστρέψαι ἀπ᾿
αὐτῶν· ἀποστρέφειν δὲ δεῖ ἀπὸ
ὁδοῦ σκολιᾶς καὶ κακῆς.
Παρ. 22,14α Υπάρχουν δρόμοι κακοί, τρόποι της
ζωής πονηροί, ενώπιον του ανθρώπου, τους οποίους και βλέπει. Εν τούτοις δεν
αγαπά και δεν θέλει να απομακρυνθή από αυτούς. Και όμως ο καθένας πρέπει να
απομακρύνεται και να φεύγη από την διεστραμμένην και κακήν οδόν.
Παρ. 22,15 ἄνοια
ἐξῆπται καρδίας νέου, ῥάβδος δὲ καὶ παιδεία
μακρὰν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Παρ. 22,15 Απερισκεψία και επιπολαιότης φλογίζει και εξάπτει
την καρδίαν του νέου. Η δε παιδαγωγική ράβδος και η αυστηρά διαπαιδαγώγησις
αποκρούονται και αποφεύγονται από αυτόν.
Παρ. 22,16 ὁ
συκοφαντῶν πένητα πολλὰ ποιεῖ τὰ
ἑαυτοῦ· δίδωσι δὲ πλουσίῳ ἐπ᾿
ἐλάσσονι.
Παρ. 22,16 Ο πλεονέκτης πλούσιος με απάτας και δολιότητας
αδικεί τον πτωχόν και αυξάνει την περιουσίαν του. Αλλά πολλές φορές
αναγκάζεται να δίδη εις άλλον πλουσιώτερόν του, και έτσι βλέπει να
ελαττώνεται η περιουσία του.
|
|