ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ- ΚΕΦ. 1-9

 

 

ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

ΤΑ ΩΦΕΛΗ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ  

ΠΑΡΟΤΡΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΕΚΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

                                    Περιεχόμενο και σκοπός του βιβλίου

Παρ. 1,1            Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δαυίδ, ὃς ἐβασίλευσεν ἐν Ἰσραήλ,

Παρ. 1,1                     Οσα ακολουθούν είναι παροιμίαι, παραβολαί και γνωμικά και αποφθέγματα του Σολομώντος, υιού του Δαυίδ, ο οποίος υπήρξε βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού.

Παρ. 1,2            γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν νοῆσαί τε λόγους φρονήσεως

Παρ. 1,2                    Σκοπόν έχουν αι παροιμίαι αυταί να καταστήσουν γνωστήν την θείαν σοφίαν και την ωφέλιμον δια την ψυχήν εκ μέρους του Θεού παιδαγωγίαν και να κάμουν τον άνθρωπον ικανόν να κατανόηση τους λόγους, δια των οποίων θα αποκτήση φρόνησιν και σύνεσιν.

Παρ. 1,3            δέξασθαί τε στροφὰς λόγων νοῆσαί τε δικαιοσύνην ἀληθῆ καὶ κρίμα κατευθύνειν,

Παρ. 1,3                    Ακόμη δε να δώσουν εις αυτόν την ικανότητα, ώστε να κατανοή και να αποκρούη την απάτην των περίτεχνων λόγων και τα υποκρυπτόμενα αυτών νοήματα, να εννοήση και δεχθή την αληθινήν δικαιοσύνην του Θεού, ώστε να είναι εις θέσιν να εκφέρη δικαίας κρίσεις και αποφάσεις.

Παρ. 1,4            ἵνα δῷ ἀκάκοις πανουργίαν, παιδὶ δὲ νέῳ αἴσθησίν τε καὶ ἔννοιαν·

Παρ. 1,4                    Σκοπός επίσης των παροιμιών είναι, να δώση στους αδόλους και απονηρεύτους σύνεσιν και ευφυΐαν, εις δε τον νεαρόν κατά την ηλικίαν συναίσθησιν και γνώσιν του καλού και κακού.

Παρ. 1,5            τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφὸς σοφώτερος ἔσται, ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτήσεται.

Παρ. 1,5                    Αλλά και αυτός ακόμη ο σοφός, όταν ακούση τας παροιμίας αυτάς, θα γίνη περισσότερον σοφός. Ο δε εκ φύσεως ευφυής και συνετός θα αποκτήση περισσοτέραν σύνεσιν και ικανότητα, ώστε ορθώς να διακυβερνά την ζωήν του και τους άλλους.

Παρ. 1,6            νοήσει τε παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα.

Παρ. 1,6                    Με τας σοφάς αυτάς παροιμίας καθένας θα είναι εις θέσιν να εννοή παραβολήν και δυσνόητον λόγον, όπως επίσης ρητά και γνωμικά των σοφών και αινιγματώδεις εκφράσεις, υπό τας οποίας κρύπτεται κάποιο βαθύτερον νόημα.

Παρ. 1,7            Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι αὐτήν· εὐσέβεια δὲ εἰς Θεὸν ἀρχὴ αἰσθήσεως, σοφίαν δὲ καὶ παιδείαν ἀσεβεῖς ἐξουθενήσουσιν.

Παρ. 1,7                    Αρχή και θεμέλιον πάσης σοφίας είναι ο σεβασμός και ο φόβος προς τον Θεόν. Η δε σύνεσις είναι κατ' εξοχήν ωφέλιμος εις εκείνους, ο οποίοι εφαρμόζουν τα σοφά προστάγματα της εις την ζωήν των. Η προς τον Θεόν ευσέβεια είναι η αρχή και το θεμέλιον της αληθινής σοφίας και γνώσεως. Οι ασεβείς όμως, δι' ο και ασύνετοι, θα περιφρονήσουν την θείαν σοφίαν και παιδαγωγίαν.

 

                                   Παροτρύνσεις και προειδοποιήσεις

Παρ. 1,8            ἄκουε, υἱέ, παιδείαν πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου·

Παρ. 1,8                    Συ όμως, υιέ, άκουε μετά προσοχής και υπάκουε προθύμως εις την διδασκαλίαν και παιδαγωγίαν του πατρός σου. Ποτέ δε να μη αποστροφής και απορρίψης τας στοργικάς παραγγελίας και τους θεσμούς της μητρός σου.

Παρ. 1,9            στέφανον γὰρ χαρίτων δέξῃ σῇ κορυφῇ καὶ κλοιὸν χρύσεον περὶ σῷ τραχήλῳ.

Παρ. 1,9                    Διότι, εάν προθύμως δεχθής την παιδαγωγίαν των γονέων σου, θα τιμηθής, θα δεχθής εις την κεφολήν σου στέφανον από τας χαρίτας των αρετών και περί τον λαιμόν σου περιδέραιον χρυσούν, ασυγκρίτως πολυτιμότερον από κάθε άλλο κόσμημα.

Παρ. 1,10          υἱέ, μή σε πλανήσωσιν ἄνδρες ἀσεβεῖς, μηδὲ βουληθῇς,

Παρ. 1,10                  Παιδί μου, πρόσεχε να μη σε παραπλανήσουν προς το κακόν ασεβείς άνθρωποι και ποτέ να μη συγκατατεθής εις τας αμαρτωλάς αυτών σκέψεις και προτάσεις.

Παρ. 1,11          ἐὰν παρακαλέσωσί σε λέγοντες· ἐλθὲ μεθ᾿ ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος, κρύψωμεν δὲ εἰς γῆν ἄνδρα δίκαιον ἀδίκως,

Παρ. 1,11                   Εάν παρουσιασθούν ως φίλοι σου και σε προσκαλέσουν και σου είπουν· “έλα μαζή μας, λάβε μέρος και συ στο αίμα, το οποίον θα χύσωμεν· ας θανατώσωμεν αδίκως άνδρα δίκαιον και το πτώμα του ας το κρύψωμεν βαθειά στον τάφον.

Παρ. 1,12          καταπίωμεν δὲ αὐτὸν ὥσπερ ᾅδης ζῶντα καὶ ἄρωμεν αὐτοῦ τὴν μνήμην ἐκ γῆς·

Παρ. 1,12                  Ζωντανόν ας τον καταπίωμεν, όπως ο άδης. Ας σβήσωμεν το όνομα του και την ανάμνησίν του από τους ανθρώπους της γης, ώστε κανείς πλέον να μη τον ενθυμήται.

Παρ. 1,13          τὴν κτῆσιν αὐτοῦ τὴν πολυτελῆ καταλαβώμεθα, πλήσωμεν δὲ οἴκους ἡμετέρους σκύλων·

Παρ. 1,13                  Ας βάλωμεν χέρι και ας κάμωμεν ιδικήν μας την μεγάλην περιουσίαν του, ας γεμίσωμεν δε τα σπίτια μας από λάφυρα, τα οποία θα αρπάσωμεν από τους άλλους με τας ληστείας και τα εγκλήματά μας.

Παρ. 1,14          τὸν δὲ σὸν κλῆρον βάλε ἐν ἡμῖν, κοινὸν δὲ βαλάντιον κτησώμεθα πάντες, καὶ μαρσίππιον ἓν γενηθήτω ἡμῖν.

Παρ. 1,14                  Οσα χρήματα και κτήματα έχεις κληρονομήσει από τον πατέρα σου βάλε τα εδώ μαζή με τα ιδικά μας. Ταύτισε την τύχην σου μαζή μας και ας έχωμεν όλοι ένα κοινόν βαλάντιον, ένα κοινόν δερμάτινον σάκκον, όπου θα αποταμιεύωμεν, όσα θα αρπάζωμεν”.

Παρ. 1,15          μὴ πορευθῆς ἐν ὁδῷ μετ᾿ αὐτῶν, ἔκλινον δὲ τὸν πόδα σου ἐκ τῶν τρίβων αὐτῶν·

Παρ. 1,15                  Παιδί μου, πρόσεξε, μη πορευθής στον ίδιον δρόμον μαζή των, αλλά άλλαξε πορείαν, λοξοδρόμησε μακρυά από τους δρόμους εκείνων.

Παρ. 1,16          οἱ γὰρ πόδες αὐτῶν εἰς κακίαν τρέχουσι καὶ ταχινοὶ τοῦ ἐκχέαι αἷμα·

Παρ. 1,16                  Διότι τα πόδια εκείνων τρέχουν ταχέως πάντοτε προς το κακόν, σπεύδουν να χύσουν αίματα αθώων ανθρώπων.

Παρ. 1,17          οὐ γὰρ ἀδίκως ἐκτείνεται δίκτυα πτερωτοῖς.

Παρ. 1,17                  Εχε δε υπ' όψιν σου και τούτο· ότι, όπως δεν στήνονται χωρίς σκοπόν δίκτυα, αλλά δια να συλλάβουν λαίμαργα ασύνετα πουλιά, ετσι και αυτοί θα συλληφθούν εις παγίδα, και δεν θα μείνουν ατιμώρητοι, αν οχι από τους ανθρώπους, πάντως όμως από τον Θεόν. Θα συλληφθούν εις τα δίκτυα της παρανομίας των.

Παρ. 1,18          αὐτοὶ γὰρ οἱ φόνου μετέχοντες θησαυρίζουσιν ἑαυτοῖς κακά, ἡ δὲ καταστροφὴ ἀνδρῶν παρανόμων κακή.

Παρ. 1,18                  Διότι αυτοί, οι οποίοι συμμετέχουν στο έγκλημα, από κοινού δε και εκ συστάσεως διαπράττουν φόνον, συσσωρεύουν εναντίον των πολλά κακά, η δε καταστροφή των παρανόμων ανθρώπων θα είναι τρομερά.

Παρ. 1,19          αὗται αἱ ὁδοί εἰσι πάντων τῶν συντελούντων τὰ ἄνομα· τῇ γὰρ ἀσεβείᾳ τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν ἀφαιροῦνται.

Παρ. 1,19                  Εις αυτά τα ολέθρια αποτελέσματα οδηγούν όλους τους εργάτας της παρανομίας αι οδοί των. Δια της παρανομίας των καταστρέφουν οι ιδιοί και την ζωήν και την ψυχήν των.

 

                                   Εκκλήσεις της Σοφίας

Παρ. 1,20          Σοφία ἐν ἐξόδοις ὑμνεῖται, ἐν δὲ πλατείαις παῤῥησίαν ἄγει·

Παρ. 1,20                 Αντιθέτως προς τους εργάτας του σκότους και τας δολιότητάς των, η σοφία του Θεού εξυμνείται δημοσία στους δρόμους από όσους την έχουν γνωρίσει και δεχθή, και με παρρησίαν ακούεται η διδασκαλία της εις τας πλατείας.

Παρ. 1,21          ἐπ᾿ ἄκρων τειχέων κηρύσσεται, ἐπὶ δὲ πύλαις δυναστῶν παρεδρεύει, ἐπὶ δὲ πύλαις πόλεως θαῤῥοῦσα λέγει·

Παρ. 1,21                  Το κήρυγμά της διαλαλείται από τας υψηλάς επάλξεις των τειχών, ώστε να ακούεται από όλους. Παραστέκει εις τας θύρας των αρχόντων, δια να τους καθιστά σοφούς και συνετούς εις τα έργα των. Παρευρίσκεται εις τας πύλας της πόλεως, όπου γίνονται συγκεντρώσεις δια την λύσιν μεγάλων ζητημάτων, απευθύνεται προς όλους και με θάρρος πολύ λέγει;

Παρ. 1,22          ὅσον ἂν χρόνον ἄκακοι ἔχωνται τῆς δικαιοσύνης, οὐκ αἰσχυνθήσονται· οἱ δὲ ἄφρονες, τῆς ὕβρεως ὄντες ἐπιθυμηταί, ἀσεβεῖς γενόμενοι ἐμίσησαν αἴσθησιν

Παρ. 1,22                 “Οσον χρόνον οι άδολοι και άκακοι άνθρωποι κρατούν και ακολουθούν τον βίον της δικαιοσύνης και της αρετής, δεν πρόκειται να. εντροπιασθούν. Εξ αντιθέτου οι αμαρτωλοί, οι καταφρονηταί της θείας σοφίας, επειδή επεθύμησαν την αλαζονικήν και γεμάτην επιδείξεις ζωήν, κατήντησαν εις βάθος ασεβείας και εμίσησαν την αληθινήν και σώζουσαν γνώσιν του Θεού.

Παρ. 1,23          καὶ ὑπεύθυνοι ἐγένοντο ἐλέγχοις, ἰδοὺ προήσομαι ὑμῖν ἐμῆς πνοῆς ῥῆσιν, διδάξω δὲ ὑμᾶς τὸν ἐμὸν λόγον.

Παρ. 1,23                  Δι' αυτό και έγιναν υπεύθυνοι και άξιοι ελέγχων και τιμωριών. Ιδού όμως ότι εγώ η σοφία, θα σας παρουσιάσω τα λόγια της ιδικής μου εμπνεύσεως. Θα σας διδάξω τους ιδικούς μου λόγους.

Παρ. 1,24          ἐπειδὴ ἐκάλουν καὶ οὐχ ὑπηκούσατε καὶ ἐξέτεινα λόγους καὶ οὐ προσείχετε,

Παρ. 1,24                 Επειδή είδα, ότι μολονότι σας εκαλούσα και σεις δεν υπηκούσατε, εγώ η σοφία σας ωμίλησα εις εντονώτερον ύφος, εμάκρυνα τον λόγον μου προς σας. Σεις όμως και πάλιν δεν εδίδατε καμμίαν προσοχήν·

Παρ. 1,25          ἀλλὰ ἀκύρους ἐποιεῖτε ἐμὰς βουλάς, τοῖς δὲ ἐμοῖς ἐλέγχοις οὐ προσείχετε,

Παρ. 1,25                  αλλά τουναντίον εθεωρείτε χωρίς αξίαν και σημασίαν τας σύμβουλάς μου. Εις δε τους ελέγχους μου δεν εδίδατε καμμίαν προσοχήν·

Παρ. 1,26          τοιγαροῦν κἀγὼ τῇ ὑμετέρᾳ ἀπωλείᾳ ἐπιγελάσομαι, καταχαροῦμαι δὲ ἡνίκα ἔρχηται ὑμῖν ὄλεθρος,

Παρ. 1,26                 δια τούτο, λοιπόν, και εγώ θα γελάσω με την απώλειάν σας, θα χαρώ πάρα πολύ, όταν θα επέρχεται εναντίον σας ο όλεθρος.

Παρ. 1,27          καὶ ὡς ἂν ἀφίκηται ὑμῖν ἄφνω θόρυβος, ἡ δὲ καταστροφὴ ὁμοίως καταιγίδι παρῇ, καὶ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν θλῖψις καὶ πολιορκία ἢ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν ὄλεθρος.

Παρ. 1,27                  Και όταν αιφνιδίως εγερθή εναντίον σας ταραχή, ο δε όλεθρός σας ως καταστρεπτική καταιγίς επιπέση επάνω σας, όταν σας βρη θλίψις μεγάλη η πολιορκία της πόλεως σας από τους εχθρούς, όταν θα βλέπετε και σεις να έρχεται αναπόφευκτος ο όλεθρός σας,

Παρ. 1,28          ἔσται γὰρ ὅταν ἐπικαλέσησθέ με, ἐγὼ δὲ οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν· ζητήσουσί με κακοί, καὶ οὐχ εὑρήσουσιν·

Παρ. 1,28                 τότε θα συμβή τούτο· θα με επικαλεσθήτε, εγώ όμως δεν θα ακούσω την επίκλησίν σας. Θα με ζητήσουν ως βοηθόν των και στήριγμά των οι κακοί εις τας δυσκόλους των περιστάσεις, και δεν θα με εύρουν ως λυτρωτήν και σωτήρα των.

Παρ. 1,29          ἐμίσησαν γὰρ σοφίαν, τὸν δὲ λόγον τοῦ Κυρίου οὐ προείλαντο,

Παρ. 1,29                 Διότι εμίσησαν την θείαν σοφίαν, τον δε λόγον του Κυρίου δεν τον επροτίμησαν, αλλά τον απέρριψαν.

Παρ. 1,30          οὐδὲ ἤθελον ἐμαῖς προσέχειν βουλαῖς, ἐμυκτήριζον δὲ ἐμοὺς ἐλέγχους.

Παρ. 1,30                  Ούτε ήθελον να δώσουν προσοχήν εις τα θελήματά μου. Εξ αντιθέτου περιέπαιζαν και εχλεύαζαν τους ελέγχους, τους οποίους προς σωτηρίαν των απηύθυνα.

Παρ. 1,31          τοιγαροῦν ἔδονται τῆς ἑαυτῶν ὁδοῦ τοὺς καρποὺς καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσεβείας πλησθήσονται·

Παρ. 1,31                  Δια τούτο θα φάγουν τους καρπούς της κακής των ζωής και συμπεριφοράς. Θα απολαύσουν τα επίχειρα της κακίας των. Θα πλημμυρίσουν και θα πνιγούν μέσα εις τας οδυνηράς συνεπείας της ασεβείας των.

Παρ. 1,32          ἀνθ᾿ ὧν γὰρ ἠδίκουν νηπίους, φονευθήσονται, καὶ ἐξετασμὸς ἀσεβεῖς ὀλεῖ.

Παρ. 1,32                  Επειδή ηδίκησαν τους αφελείς και αγαθούς ανθρώπους, θεία φοβερά κρίσις θα εξολοθρεύση τους ασεβείς.

Παρ. 1,33          ὁ δὲ ἐμοῦ ἀκούων κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι καὶ ἡσυχάσει ἀφόβως ἀπὸ παντὸς κακοῦ.

Παρ. 1,33                  Εκείνος όμως, που ακούει και υπακούει εις εμέ, την σοφίαν, θα ζη με σταθεράν την ελπίδα του εις την παντοδύναμον προστασίαν του Υψιστου και θα διατηρή την γαλήνην του εις κάθε περίστασιν, χωρίς φόβον από κανένα κακόν”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Η ΣΟΦΙΑ ΦΡΟΥΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΩΝ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ

Παρ. 2,1            Υἱέ, ἐὰν δεξάμενος ῥῆσιν ἐμῆς ἐντολῆς κρύψῃς παρὰ σεαυτῷ,

Παρ. 2,1                    Παιδί μου, εάν παραδεχθής τα λόγια των εντολών μου και τα φυλάξης με προσοχήν ως θησαυρόν μέσα εις την καρδίαν σου,

Παρ. 2,2            ὑπακούσεται σοφίας τὸ οὖς σου, καὶ παραβαλεῖς καρδίαν σου εἰς σύνεσιν, παραβαλεῖς δὲ αὐτὴν ἐπὶ νουθέτησιν τῷ υἱῷ σου.

Παρ. 2,2                   τότε το αυτί σου θα προσέξη και θα ακούση τα λόγια της θείας σοφίας και θα τα βάλης μέσα στον νουν και την καρδίαν σου, δια να σε αναδείξουν συνετόν, και θα τα χρησιμοποιής δια να δίδης ορθάς συμβουλάς και νουθεσίας στον υιόν σου.

Παρ. 2,3            ἐὰν γὰρ τὴν σοφίαν ἐπικαλέσῃ καὶ τῇ συνέσει δῷς φωνήν σου, τὴν δὲ αἴσθησιν ζητήσῃς μεγάλῃ τῇ φωνῇ,

Παρ. 2,3                   Διότι, εάν με φλογερόν πόθον επικαλεσθής την θείαν σοφίαν και φωνάξης την σύνεσιν να έλθη εις σέ, αναζητήσης δε και επικαλεσθής με μεγάλην φωνήν την γνώσιν της θείας αληθείας,

Παρ. 2,4            καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτὴν ὡς ἀργύριον καὶ ὡς θησαυροὺς ἐξερευνήσῃς αὐτήν,

Παρ. 2,4                   και αν την αναζητήσης με τόσον ζήλον, με όσον αναζητεί κανείς την εύρεσιν χρημάτων, εάν ερευνήσης δι' αυτήν με όσον ενδιαφέρον ερευνούν δια πολλούς και μεγάλους θησαυρούς,

Παρ. 2,5            τότε συνήσεις φόβον Κυρίου καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ εὑρήσεις.

Παρ. 2,5                   τότε θα αισθανθής και θα κατανοήσης τον φόβον του Κυρίου· θα εύρης και θα αποκτήσης, όσον είναι δυνατόν εις την ανθρωπίνην διάνοιαν, την αληθινήν και ανειπισφαλή γνώσιν περί του Θεού.

Παρ. 2,6            ὅτι Κύριος δίδωσι σοφίαν, καὶ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ γνῶσις καὶ σύνεσις·

Παρ. 2,6                   Διότι ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος χαρίζει την σοφίαν και από αυτόν πηγάζει και εκχύνεται η γνώσις της αληθείας και η σύνεσις.

Παρ. 2,7            καὶ θησαυρίζει τοῖς κατορθοῦσι σωτηρίαν, ὑπερασπιεῖ τὴν πορείαν αὐτῶν

Παρ. 2,7                   Η σοφία αυτή προσφέρει και αποταμιεύει θησαυρόν στους ευθείς ανθρώπους, εις αυτούς που έχουν υγιές και ηρωϊκόν το φρόνημα, δηλαδή τους χαρίζει την σωτηρίαν, προστατεύει δε και υπερασπίζει τους δρόμους της ζωής των.

Παρ. 2,8            τοῦ φυλάξαι ὁδοὺς δικαιωμάτων καὶ ὁδὸν εὐλαβουμένων αὐτὸν διαφυλάξει.

Παρ. 2,8                   Τους ενισχύει, ώστε να τηρήσουν και να φυλάξουν τας εντολάς του. Ο δε Θεός θα προφυλάξη από κάθε κίνδυνον την ζωήν εκείνων, που τον ευλαβούνται.

Παρ. 2,9            τότε συνήσεις δικαιοσύνην καὶ κρίμα καὶ κατορθώσεις πάντας ἄξονας ἀγαθούς.

Παρ. 2,9                   Οταν δε αποκτήσης την θείαν σοφίαν, τότε θα εννοήσης την αληθινήν δικαιοσύνην και θα είσαι εις θέσιν να κρίνης δικαίως. Θα επιτύχης δέ, ώστε να κατορθώσης όλας τας αγαθάς πράξεις.

Παρ. 2,10          ἐὰν γὰρ ἔλθῃ ἡ σοφία εἰς σὴν διάνοιαν, ἡ δὲ αἴσθησις τῇ σῇ ψυχῇ καλὴ εἶναι δόξῃ,

Παρ. 2,10                 Διότι, εάν η σοφία έλθη και κατασκηνώση εις την διάνοιάν σου, θεωρήσης δε και παραδεχθής την από την γνώσιν του νόμου του Θεού σύνεσιν και διάκρισιν ως καλήν και ωφέλιμον,

Παρ. 2,11          βουλὴ καλὴ φυλάξει σε, ἔννοια δὲ ὁσία τηρήσει σε,

Παρ. 2,11                  τότε απόφασις αγαθή και συνετή θα σε προφυλάξη από τας αμαρτωλάς εκτροπάς· σκέψις δε αγία θα σε διατηρή εν τη αρετή και πλησίον του Θεού,

Παρ. 2,12          ἵνα ῥύσηταί σε ἀπὸ ὁδοῦ κακῆς καὶ ἀπὸ ἀνδρὸς λαλοῦντος μηδὲν πιστόν.

Παρ. 2,12                 δια να σε γλυτώση έτσι από τον ολέθριον δρόμον και από άνθρωπον, ο οποίος δεν λέγει ποτέ κάτι το αληθινόν και αξιόπιστον.

Παρ. 2,13          ὦ οἱ ἐγκαταλείποντες ὁδοὺς εὐθείας τοῦ πορεύεσθαι ἐν ὁδοῖς σκότους·

Παρ. 2,13                  Αλλοίμονον όμως εις εκείνους, οι οποίοι αφήνουν τας ευθείας οδούς του Κυρίου, δια να πορευθούν και βαδίσουν τους αμαρτωλούς δρόμους του σκότους και της απωλείας!

Παρ. 2,14          οἱ εὐφραινόμενοι ἐπὶ κακοῖς καὶ χαίροντες ἐπὶ διαστροφῇ κακῆ·

Παρ. 2,14                 Αλλοίμονον εις εκείνους, οι οποίοι ευφραίνονται δια τα κακά, που διαπράττουν οι ίδιοι η οι άλλοι, και χαίρουν δια την προς το κακόν διαστροφήν αυτών και των άλλων·

Παρ. 2,15          ὧν αἱ τρίβοι σκολίαι καὶ καμπύλαι αἱ τροχιαὶ αὐτῶν

Παρ. 2,15                  αυτοί, των οποίων οι δρόμοι είναι διεστραμμένοι και αι πορείαι των κυκλικαί εν τη δολιότητί των,

Παρ. 2,16          τοῦ μακράν σε ποιῆσαι ἀπὸ ὁδοῦ εὐθείας καὶ ἀλλότριον τῆς δικαίας γνώμης.

Παρ. 2,16                 ώστε να απομακρύνουν και σε από την ευθείαν οδόν και να σε αποξενώσουν από την ορθήν και δίκαιον φρόνησιν.

Παρ. 2,17          υἱέ, μή σὲ καταλάβῃ κακὴ βουλή, ἡ ἀπολιποῦσα διδασκαλίαν νεότητος καὶ διαθήκην θείαν ἐπιλελησμένη·

Παρ. 2,17                  Παιδί μου, πρόσεχε να μη σε κυριεύση και σε υποδουλώση κακή και διεστραμμένη θέλησις, η οποία έχει αρνηθή και εγκαταλείψει την διδασκαλίαν που συ ήκουσες και παρέλαβες κατά την νεότητά σου και η οποία θέλησις ελησμόνησε τον θείον νόμον.

Παρ. 2,18          ἔθετο γὰρ παρὰ τῷ θανάτῳ τὸν οἶκον αὐτῆς καὶ παρὰ τῷ ᾅδῃ μετὰ τῶν γηγενῶν τοὺς ἄξονας αὐτῆς.

Παρ. 2,18                 Αυτή η παράνομος και κακή βουλή έχει στήσει το σπίτι της κοντά στον θάνατον, την δε πορείαν και κατάληξίν της με τους υλόφρονας ανθρώπους, των οποίων το κατάντημα είναι ο άδης.

Παρ. 2,19          πάντες οἱ πορευόμενοι ἐν αὐτῇ οὐκ ἀναστρέψουσιν, οὐδὲ μὴ καταλάβωσι τρίβους εὐθείας· οὐ γὰρ καταλαμβάνονται ὑπὸ ἐνιαυτῶν ζωῆς.

Παρ. 2,19                 Ολοι, όσοι βαδίζουν τους δρόμους της κακής βουλής και μένουν αμετανόητοι, δεν θα επιστρέψουν προς τον Θεόν, δεν θα εισέλθουν εις την ευθείαν οδόν. Τέτοιοι δέ που είναι δεν πρόκειται να ζήσουν επί έτη πολλά εις την γην, ώστε να έχουν ευκαιρίας μετανοίας και διορθώσεως·

Παρ. 2,20          εἰ γὰρ ἐπορεύοντο τρίβους ἀγαθάς, εὕροσαν ἂν τρίβους δικαιοσύνης λείας.

Παρ. 2,20                 εάν είχαν την καλήν διάθεσιν και εβάδιζαν τους ορθούς δρόμους, θα έβρισκαν τους ομαλούς δρόμους της δικαιοσύνης και αρετής.

Παρ. 2,21          χρηστοὶ ἔσονται οἰκήτορες γῆς, ἄκακοι δὲ ὑπολειφθήσονται ἐν αὐτῇ· ὅτι εὐθεῖς κατασκηνώσουσι γῆν, καὶ ὅσιοι ὑπολειφθήσονται ἐν αὐτῇ.

Παρ. 2,21                 Εξ αντιθέτου, καλοί και ενάρετοι άνθρωποι θα κατοικήσουν μονίμως και επί μακρόν εις την γην και οι άκακοι θα απομείνουν ως κύριοι εις αυτήν. Διότι οι τίμιοι και ειλικρινείς θα κατοικήσουν εις την γην και οι όσιοι και καθαροί κατά την καρδίαν θα παραμείνουν εις αυτήν.

Παρ. 2,22          ὁδοὶ ἀσεβῶν ἐκ γῆς ὀλοῦνται, οἱ δὲ παράνομοι ἐξωσθήσονται ἀπ᾿ αὐτῆς.

Παρ. 2,22                 Οι δρόμοι όμως των ασεβών θα εξαφανισθούν από την γην, οι δε παράνομοι θα ριφθούν έξω από αυτήν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΠΟΙ ΑΡΕΤΗΣ

Η ΑΝΤΑΠΟΔΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ ΜΑΣ

Παρ. 3,1            Υἱέ, ἐμῶν νομίμων μὴ ἐπιλανθάνου, τὰ δὲ ῥήματά μου τηρείτω σὴ καρδία·

Παρ. 3,1                    Παιδί μου, μη λησμονής τους νόμους μου. Ο δε νους και η καρδία σου ας φυλάττουν τους λόγους μου ως θησαυρούς.

Παρ. 3,2            μῆκος γὰρ βίου καὶ ἔτη ζωῆς καὶ εἰρήνην προσθήσουσί σοι.

Παρ. 3,2                   Διότι αυτά θα σου χαρίσουν μακροβιότητα, θα προσθέσουν χρόνια ζωής ειρηνικής και ευτυχισμένης.

Παρ. 3,3            ἐλεημοσύναι καὶ πίστεις μὴ ἐκλιπέτωσάν σε, ἄφαψαι δὲ αὐτὰς ἐπὶ σῷ τραχήλῳ, καὶ εὑρήσεις χάριν·

Παρ. 3,3                    Αι ελεημοσύναι ποός τους ανθρώπους και η πίστις προς τον Θεόν, ποτέ ας μη σε αφήσουν. Να τας δέσης σαν περιλαίμιον, που θα εφάπτεται στον λαιμόν σου, να τας χάραξης εις την καρδίαν σου, και να είσαι βέβαιος ότι θα εύρης χάριν παρά Θεώ και ανθρώποις.

Παρ. 3,4            καὶ προνοοῦ καλὰ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀνθρώπων.

Παρ. 3,4                   Σκέψου και φρόντιζε, ώστε η διαγωγή σου να είναι καλή και αξιέπαινος ενώπιον Θεού και ανθρώπων.

Παρ. 3,5            ἴσθι πεποιθὼς ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ ἐπὶ Θεῷ ἐπὶ δὲ σῇ σοφίᾳ μὴ ἐπαίρου·

Παρ. 3,5                    Εχε σταθεράν πίστιν και ακλόνητον πεποίθησιν με όλην σου την ψυχήν στον Θεόν. Μη αλαζονεύεσαι δια τας πολλάς γνώσεις και δια την σοφίαν σου.

Παρ. 3,6            ἐν πάσαις ὁδοῖς σου γνώριζε αὐτήν, ἵνα ὀρθοτομῇ τὰς ὁδούς σου, ὁ δὲ πούς σου μὴ προσκόψῃ.

Παρ. 3,6                   Εις όλην σου την ζωήν και συμπεριφοράν να έχης πάντοτε υπ' όψιν σου την θείαν σοφίαν, δια να σε καθοδηγή ορθώς εις τας ενεργείας σου και να μη σκοντάψουν ποτέ τα πόδια σου.

Παρ. 3,7            μὴ ἴσθι φρόνιμος παρὰ σεαυτῷ, φοβοῦ δὲ τὸν Θεὸν καὶ ἔκκλινε ἀπὸ παντὸς κακοῦ·

Παρ. 3,7                    Μη σχηματίσης το φρόνημα ότι είσαι συνετός και μη εμπιστεύεσαι εις την σοφίαν σου, αλλά να φοβήσαι τον Θεόν. Απόφευγε κάθε κακόν και λοξοδρόμει μακράν, όταν το αντικρύζης.

Παρ. 3,8            τότε ἴασις ἔσται τῷ σώματί σου καὶ ἐπιμέλεια τοῖς ὀστέοις σου.

Παρ. 3,8                   Οταν έτσι πορεύεσαι, θα απολαμβάνης υγείαν και ευεξίαν στο σώμα σου, ανανέωσιν δε και ανάπαυσιν εις τα κόκκαλά σου.

Παρ. 3,9            τίμα τὸν Κύριον ἀπὸ σῶν δικαίων πόνων καὶ ἀπάρχου αὐτῷ ἀπὸ σῶν καρπῶν δικαιοσύνης,

Παρ. 3,9                   Τιμα τον Θεόν με θυσίας από τους ιδικούς σου δικαίους κόπους, και δίδε εις αυτόν πάντοτε τας απαρχάς από τους καρπούς, τους οποίους απέκτησες με δικαιοσύνην και τιμιότητα·

Παρ. 3,10          ἵνα πίμπληται τὰ ταμιεῖά σου πλησμονῆς σίτῳ, οἴνῳ δὲ αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσιν.

Παρ. 3,10                  δια να γεμίζουν έτσι αι αποθήκαι σου από αφθονίαν σίτου και να αναβλύζη σαν από πηγήν πλούσιος ο μούστος από τα πατητήρια των σταφυλών σου.

Παρ. 3,11          Υἱέ, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος·

Παρ. 3,11                  Παιδί μου, μη παραμελής και μη αδιαφορής εις την παιδαγωγίαν του Κυρίου και μη λιποψυχής, όταν δια το καλόν σου επιτιμάσαι από αυτόν.

Παρ. 3,12          ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται.

Παρ. 3,12                  Διότι εκείνον, τον οποίον ο Κυριος αγαπά, τον παιδαγωγεί με θλίψεις και σαν στοργικός πατέρας μαστιγώνει με διαφόρους δοκιμασίας κάθε τέκνον του, το οποίον αναγνωρίζει και παραδέχεται ως ιδικόν του.

Παρ. 3,13          μακάριος ἄνθρωπος ὃς εὗρε σοφίαν καὶ θνητὸς ὃς εἶδε φρόνησιν·

Παρ. 3,13                  Τρισευτυχισμένος και από τον Θεόν ευλογημένος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος ευρήκε την αληθή σοφίαν, και κάθε θνητός, ο οποίος εγνώρισε και απέκτησε την από τον Θεόν χορηγουμένην φρόνησιν και σύνεσιν.

Παρ. 3,14          κρεῖσσον γὰρ αὐτὴν ἐμπορεύεσθαι ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς.

Παρ. 3,14                  Διότι είναι ασυγκρίτως καλύτερον να αγοράζη και αποκτά κανείς την σοφίαν, παρά θησαυρούς χρυσού και αργύρου.

Παρ. 3,15          τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν, οὐκ ἀντιτάξεται αὐτῇ οὐδὲν πονηρόν· εὔγνωστός ἐστι πᾶσι τοῖς ἐγγίζουσιν αὐτῇ, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστι.

Παρ. 3,15                  Αύτη είναι ασυγκρίτως πολυτιμοτέρα από τους αδάμαντας και τους άλλους πολυτελείς λίθους και εναντίον αυτής δεν ημπορεί να, αντιπαραταχθή κανένα απολύτως πονηρόν πράγμα. Η σοφία γίνεται γνωστή εις όλους εκείνους, οι οποίοι την πλησιάζουν με αγαθήν διάθεσιν. Και κάθε τι από όσα οι άνθρωποι θεωρούν πολύτιμα, δεν ημπορεί να αντιπαραβληθή προς αυτήν.

Παρ. 3,16          μῆκος γὰρ βίου καὶ ἔτη ζωῆς ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτῆς, ἐν δὲ τῇ ἀριστερᾷ αὐτῆς πλοῦτος καὶ δόξα· ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη, νόμον δὲ καὶ ἔλεον ἐπὶ γλώσσης φορεῖ.

Παρ. 3,16                  Είναι δε πολυτιμοτέρα από οποιονδήποτε πλούτον και θησαυρόν, διότι εις την δεξιάν της κρατεί και προσφέρει μακροβιότητα. Εις δε την αριστεράν της κρατεί και προσφέρει πλούτον και δόξαν. Από το στόμα της εξέρχεται πάντοτε λόγος δικαιοσύνης και αρετής. Εις δε την γλώσσαν της φέρει και εκφράζει τον νόμον του Θεού, αλλά και το έλεος του Θεού.

Παρ. 3,17          αἱ ὁδοὶ αὐτῆς ὁδοὶ καλαί, καὶ πᾶσαι αἱ τρίβοι αὐτῆς ἐν εἰρήνῃ·

Παρ. 3,17                  Οι δρόμοι, στους οποίους οδηγεί, είναι καλοί και αγαθοί. Ολαι δε αι πορείαι της είναι ειρηνικαί και ειρηνοφόροι.

Παρ. 3,18          ξύλον ζωῆς ἐστι πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις αὐτῆς, καὶ τοῖς ἐπερειδομένοις ἐπ᾿ αὐτὴν ὡς ἐπὶ Κύριον ἀσφαλής.

Παρ. 3,18                  Η σοφία είναι το δένδρον της ζωής δι' όλους εκείνους, που την κρατούν σφιγκτά· δι' όσους δε στηρίζονται σταθερά εις αυτήν, ως επ' αυτού του Κυρίου, είναι στήριγμα ασφαλές.

Παρ. 3,19          ὁ Θεὸς τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς φρονήσει·

Παρ. 3,19                  Ο Θεός δια της ενυποστάτου σοφίας, δια του Μονογενούς δηλαδή Υιού του, έθεσε τα θεμέλια της γης και με άπειρον σύνεσιν κατεσκεύασε τους ουρανούς.

Παρ. 3,20          ἐν αἰσθήσει ἄβυσσοι ἐῤῥάγησαν, νέφη δὲ ἐῤῥύησαν δρόσους.

Παρ. 3,20                 Με την άπειρον αυτού γνώσιν και αγαθότητα, εξεχύθησαν τα ύδατα των θαλασσών και των υπογείων δεξαμενών εις την γην, από δε τα νέφη έρρευσαν δροσερά τα ύδατα των βροχών.

Παρ. 3,21          Υἱέ, μὴ παραῤῥυῇς, τήρησον δὲ ἐμὴν βουλὴν καὶ ἔννοιαν,

Παρ. 3,21                  Υιέ μου, πρόσεχε μη παρεκκλίνης από τον δρόμον μου και παρασυρθής στον ολισθηρόν κατήφορον της απωλείας. Φυλαξε την ιδικήν μου συμβουλήν και οδηγίαν,

Παρ. 3,22          ἵνα ζήσῃ ἡ ψυχή σου, καὶ χάρις ᾖ περὶ σῷ τραχήλῳ. ἔσται δὲ ἴασις ταῖς σαρξί σου καὶ ἐπιμέλεια τοῖς σοῖς ὀστέοις,

Παρ. 3,22                 δια να διατηρηθή επί μακρόν χρόνον η ζωη σου εις την γην. Η δε εύνοια του Θεού και η εκτίμησις εκ μέρους των ανθρώπων, ως πολύτιμον κόσμημα θα περιβάλλη τον τράχηλόν σου. Τοτε θα έχης υγείαν σωματικήν, ευεξίαν δε και αναγέννησιν εις τα οστά σου,

Παρ. 3,23          ἵνα πορεύῃ πεποιθὼς ἐν εἰρήνῃ πάσας τὰς ὁδούς σου, ὁ δὲ πούς σου οὐ μὴ προσκόψῃ·

Παρ. 3,23                 δια να πορεύεσαι ετσι με πεποίθησιν και ειρήνην εις όλους τους δρόμους της ζωής σου, τα δε πόδια σου δεν θα σκοντάπτουν.

Παρ. 3,24          ἐὰν γὰρ κάθῃ, ἄφοβος ἔσῃ, ἐὰν δὲ καθεύδῃς, ἡδέως ὑπνώσεις·

Παρ. 3,24                 Οταν θα κάθεσαι κατά την ημέραν, δεν θα έχης κανένα φόβον. Οταν δε κατά την νύκτα θα κοιμάσαι, ο ύπνος σου θα είναι γλυκύς, ειρηνικός και ξεκούραστος.

Παρ. 3,25          καὶ οὐ φοβηθήσῃ πτόησιν ἐπελθοῦσαν, οὐδὲ ὁρμὰς ἀσεβῶν ἐπερχομένας·

Παρ. 3,25                 Δεν θα φοβηθής από κάτι, που έρχεται να σε τρομάξη, ούτε από τας εναντίον σου εφορμήσεις και εφόδους των ασεβών ανθρώπων.

Παρ. 3,26          ὁ γὰρ Κύριος ἔσται ἐπὶ πασῶν ὁδῶν σου καὶ ἐρείσει σὸν πόδα, ἵνα μὴ σαλευθῇς.

Παρ. 3,26                 Διότι ο Κυριος θα ευρίσκεται εις όλας τας πορείας της ζωής σου και θα στερεώση ασφαλείς τους πόδας σου, ώστε να μη κλονισθής και πέσης.

Παρ. 3,27          μὴ ἀπόσχῃ εὖ ποιεῖν ἐνδεῆ, ἡνίκα ἂν ἔχῃ ἡ χείρ σου βοηθεῖν·

Παρ. 3,27                 Μη αποφύγης, δι' έλλειψιν αγάπης, να βοηθήσης τον πτωχόν, εφ' όσον ημπορεί το χέρι σου να δώση βοήθειαν.

Παρ. 3,28          μὴ εἴπῃς· ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, αὔριον δώσω, δυνατοῦ σου ὄντος εὖ ποιεῖν· οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα.

Παρ. 3,28                 Ποτέ να μη του είπης “ξαναέλα αύριον να σου δώσω”, εφ' όσον ημπορείς να κάμης το καλόν αμέσως. Διότι δεν γνωρίζεις τι θα παρουσιάσ δια σε και δι' εκείνον η αυριανή ημέρα.

Παρ. 3,29          μὴ τέκταινε ἐπὶ σὸν φίλον κακὰ παροικοῦντα καὶ πεποιθότα ἐπὶ σοί.

Παρ. 3,29                 Μη χαλκεύης πονηρά σχέδια και μηχανορραφίας εναντίον του φίλου σου, που είναι μάλιστα και γείτονάς σου, και έχει εμπιστοσύνην εις σέ.

Παρ. 3,30          μὴ φιλεχθρήσῃς πρὸς ἄνθρωπον μάτην, μήτι σε ἐργάσηται κακόν.

Παρ. 3,30                 Μη ευχαριστήσαι και μη επιδιώκης εχθρότητας εναντίον άλλων ανθρώπων χωρίς λόγον και αιτίαν, δια να μη σου δημιουργήση αυτή η εχθρότης πειρασμούς και ταλαιπωρίας.

Παρ. 3,31          μὴ κτήσῃ κακῶν ἀνδρῶν ὀνείδη, μηδὲ ζηλώσῃς τὰς ὁδοὺς αὐτῶν·

Παρ. 3,31                  Μη θελήσης να κάμης ιδικά σου τα επονείδιστα έργα και ελαττώματα των κακών ανθρώπων. Μηδέ να ζηλεύσης τας πορείας της ζωής των.

Παρ. 3,32          ἀκάθαρτος γὰρ ἔναντι Κυρίου πᾶς παράνομος, ἐν δὲ δικαίοις οὐ συνεδριάζει.

Παρ. 3,32                 Διότι ενώπιον του Κυρίου είναι ακάθαρτος κάθε παράνομος. Δι αυτό και δεν ευχαριστείται αυτός εις την συντροφιάν των δικαίων.

Παρ. 3,33          κατάρα Θεοῦ ἐν οἴκοις ἀσεβῶν, ἐπαύλεις δὲ δικαίων εὐλογοῦνται.

Παρ. 3,33                 Η κατάρα του Θεού είναι πάντοτε μέσα εις τα μέγαρα των ασεβών, ενώ τα αγροτικά και πτωχά σπίτια των δικαίων ευλογούνται από τον Κυριον.

Παρ. 3,34          Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν.

Παρ. 3,34                 Ο Κυριος αντιτάσσεται εναντίον των υπερηφάνων, εις δε τους ταπεινούς δίδει την ευμένειαν και προστασίαν του.

Παρ. 3,35          δόξαν σοφοὶ κληρονομήσουσιν, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ὕψωσαν ἀτιμίαν.

Παρ. 3,35                 Οι κατά Θεόν σοφοί θα κληρονομήσουν και θα αποκτήσουν δόξαν παρά Θεού και ανθρώπων. Αντιθέτως όμως οι ασεβείς θα συσσωρεύσουν εις βάρος των φανερόν τον εξευτελισμόν και την καταισχύνην.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- ΤΑ ΩΦΕΛΗ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Παρ. 4,1            Ἀκούσατε, παῖδες, παιδείαν πατρὸς καὶ προσέχετε γνῶναι ἔννοιαν·

Παρ. 4,1                    Παιδιά μου, ακούστε με προσοχήν την διδασκαλίαν του πατρός σας και προσέχετε, ώστε να εννοήτε το ορθόν εις κάθε πτερίστασιν.

Παρ. 4,2            δῶρον γὰρ ἀγαθὸν δωροῦμαι ὑμῖν, τὸν ἐμὸν νόμον μὴ ἐγκαταλίπητε.

Παρ. 4,2                   Διότι εγώ χαρίζω πνευματικήν δωρεάν και εντολήν, κατ' εξοχήν ωφέλιμον εις σας· να μη αφήσετε ποτε τον θείον νόμον.

Παρ. 4,3            υἱὸς γὰρ ἐγενόμην κἀγὼ πατρὶ ὑπήκοος καὶ ἀγαπώμενος ἐν προσώπῳ μητρός,

Παρ. 4,3                   Διότι και εγώ ήμουνα, κάποτε παιδί υπάκουον στον πατέρα μου και αγαπητόν εις την μητέρα μου.

Παρ. 4,4            οἳ ἐδίδασκόν με καὶ ἔλεγον· ἐρειδέτω ὁ ἡμέτερος λόγος εἰς σὴν καρδίαν· φύλασσε ἐντολάς, μὴ ἐπιλάθῃ

Παρ. 4,4                   Αυτοί οι γονείς μου με εδίδασκαν και με συνεβούλευαν. “Ας εντυπωθή ο λόγος μας εις την καρδίαν σου. Φυλασσε πάντοτε τας εντολάς του Θεού. Μη τας λησμονήσης ποτέ.

Παρ. 4,5            μηδὲ παρίδῃς ῥῆσιν ἐμοῦ στόματος,

Παρ. 4,5                   Μη παραβλέψης και μη αδιαφορήσης εις τα στοργικά λόγια του στόματος εμού του πατρός σου.

Παρ. 4,6            μηδὲ ἐγκαταλίπῃς αὐτήν, καὶ ἀνθέξεταί σου· ἐράσθητι αὐτῆς, καὶ τηρήσει σε·

Παρ. 4,6                   Μη εγκαταλείψης ποτέ αυτήν την διδασκαλίαν μου και αυτή θα σε υποστηρίξη, ώστε να μη πέσης. Αγάπησε με πάθος αυτήν και αυτή θα σε προφυλάξη από πτώσεις και κινδύνους.

Παρ. 4,8            περιχαράκωσον αὐτήν, καὶ ὑψώσει σε· τίμησον αὐτήν, ἵνα σε περιλάβῃ,

Παρ. 4,8                   Περιφρούρησέ την, κράτησέ την ανόθευτον και ασφαλή και αυτή θα σε δοξάση. Τιμησέ την και αυτή θα σε περιλάβη εις την αγκάλην της με στοργήν,

Παρ. 4,9            ἵνα δῷ τῇ σῇ κεφαλῇ στέφανον χαρίτων, στεφάνῳ δὲ τρυφῆς ὑπερασπίσῃ σου.

Παρ. 4,9                   δια να χαρίση στο κεφάλι σου στέφανον από χάριτας και αρετάς. Αυτό δε το στεφάνι, θα είναι χαρά και ευχαρίστησις δια σέ, θα σε υπερασπίζη και θα σε προστατεύη εις όλην σου την ζωήν”.

Παρ. 4,10          Ἄκουε, υἱέ, καὶ δέξαι ἐμοὺς λόγους, καὶ πληθυνθήσεται ἔτη ζωῆς σου, ἵνα σοι γένωνται πολλαὶ ὁδοὶ βίου·

Παρ. 4,10                 Και η σοφία προσθέτει· Ακουσε, παιδί μου, και δέξαι τα λόγια μου και τα έτη της ζωής σου θα πληθυνθούν. Θα ανοιχθούν δε ενώπιόν σου πολλοί δρόμοι, τρόποι ζωής ευτυχισμένης και ειρηνικής.

Παρ. 4,11          ὁδοὺς γὰρ σοφίας διδάσκω σε, ἐμβιβάζω δέ σε τροχιαῖς ὀρθαῖς.

Παρ. 4,11                  Διότι εγώ θα σε διδάξω σοφούς τρόπους και πορείας της ζωής σου και θα σε βάζω να προχωρής πάντοτε εις δρόμους ευθείς, ομαλούς και ασφαλείς.

Παρ. 4,12          ἐὰν γὰρ πορεύῃ, οὐ συγκλεισθήσεταί σου τὰ διαβήματα, ἐὰν δὲ τρέχῃς οὐ κοπιάσεις.

Παρ. 4,12                 Οταν δε προχωρής ετσι εις την ζωήν σου, δεν θα εμποδίζωνται τα βήματά σου, θα βαδίζης με άνεσιν. Εάν δε και τρέχης εις υπερπήδησιν εμποδίων, δεν θα κοπιάσης.

Παρ. 4,13          ἐπιλαβοῦ ἐμῆς παιδείας, μὴ ἀφῇς, ἀλλὰ φύλαξον αὐτὴν σεαυτῷ εἰς ζωήν σου.

Παρ. 4,13                  Κράτησε καλά και κάμε κτήμα σου την ιδικήν μου παιδαγωγίαν και μη την αφήσης, αλλά φύλαξέ την προς το συμφέρον σου, δια να έχης μακράν και ευτυχισμένην ζωήν.

Παρ. 4,14          ὁδοὺς ἀσεβῶν μὴ ἐπέλθῃς, μηδὲ ζηλώσῃς ὁδοὺς παρανόμων·

Παρ. 4,14                 Μη ακολουθήσης τους δρόμους και τους τρόπους της συμπεριφοράς των αμαρτωλών, ούτε να ζηλέψης τας οδούς των παρανόμων.

Παρ. 4,15          ἐν ᾧ ἂν τόπῳ στρατοπεδεύσωσι, μὴ ἐπέλθῃς ἐκεῖ, ἔκκλινον δὲ ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ παράλλαξον.

Παρ. 4,15                  Μη μεταβής εις τόπον, όπου αυτοί θα κατασκηνώσουν, αλλά λοξοδρόμησε μακράν από αυτούς και στρέψε αλλού την πορείαν της ζωής σου.

Παρ. 4,16          οὐ γὰρ μὴ ὑπνώσωσιν, ἐὰν μὴ κακοποιήσωσιν, ἀφῄρηται ὁ ὕπνος αὐτῶν, καὶ οὐ κοιμῶνται·

Παρ. 4,16                 Διότι οι ασεβείς δεν θα κλείσουν μάτι, εάν δεν κάμουν το κακόν. Εξ αιτίας των ελέγχων της συνειδήσεώς των και της νοσηράς επιθυμίας των δια το κακόν, ο ύπνος έχει χαθή από αυτούς και δεν κοιμώνται.

Παρ. 4,17          οἵδε γὰρ σιτοῦνται σῖτα ἀσεβείας, οἴνῳ δὲ παρανόμῳ μεθύσκονται.

Παρ. 4,17                  Διότι αυτοί τρώγουν τροφός, τας οποίας απέκτησαν μα αδικίας, και μεθύουν με κρασί, το οποίον επήραν με τας παρανομίας των.

Παρ. 4,18          αἱ δὲ ὁδοὶ τῶν δικαίων ὁμοίως φωτὶ λάμπουσι, προπορεύονται καὶ φωτίζουσιν, ἕως κατορθώσῃ ἡ ἡμέρα·

Παρ. 4,18                 Εξ αντιθέτου όμως η ζωή και η συμπεριφορά των δικαίων και εναρέτων ανθρώπων είναι ολόλαμπρος ωσάν το φως. Βαδίζουν εμπρός οι δίκαιοι και φωτίζουν με το παράδειγμά των και με τα λόγια των πάντοτε, έως ότου έλθη η ημέρα της πλήρους λαμπρότητος και δόξης των.

Παρ. 4,19          αἱ δὲ ὁδοὶ τῶν ἀσεβῶν σκοτειναί, οὐκ οἴδασι πῶς προσκόπτουσιν.

Παρ. 4,19                 Οι δρόμοι όμως και η συμπεριφορά των ασεβών είναι σκοτεινοί και σκοντάπτουν αυτοί συνεχώς, χωρίς και οι ίδιοι να καταλάβουν πως.

Παρ. 4,20          Υἱέ, ἐμῇ ῥήσει πρόσεχε, τοῖς δὲ ἐμοῖς λόγοις παράβαλλε σὸν οὖς,

Παρ. 4,20                 Παιδί μου, πρόσεχε εις τα λόγια μου. Πλησίασε και βάλε το αυτί σου κοντά στους λόγους μου,

Παρ. 4,21          ὅπως μὴ ἐκλίπωσί σε αἱ πηγαί σου, φύλασσε αὐτὰς ἐν καρδίᾳ·

Παρ. 4,21                 δια να μη στειρεύσουν και χαθούν αι ζωογόνοι αυταί των λόγων μου πηγαί σου, φύλαξε αυτάς, ως πολύτιμον θησαυρόν, εις την καρδίαν σου,

Παρ. 4,22          ζωὴ γάρ ἐστι τοῖς εὑρίσκουσιν αὐτὰς καὶ πάσῃ σαρκὶ ἴασις.

Παρ. 4,22                 διότι αι ζωογόνοι αυταί πηγαί της θείας αληθείας και σοφίας γίνονται αιτία ευτυχισμένης ζωής εις εκείνους, που τας ευρίσκουν, και αποβαίνουν δια πάντα άνθρωπον ριζική και αποτελεσματική θεραπεία από κάθε κακόν.

Παρ. 4,23          πάσῃ φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν, ἐκ γὰρ τούτων ἔξοδοι ζωῆς.

Παρ. 4,23                 Με κάθε προσοχήν και επαγρύπνησιν φύλαττε την καρδίαν σου, διότι από το περιεχόμενόν της αναβλύζουν τρόποι ζωής.

Παρ. 4,24          περίελε σεαυτοῦ σκολιὸν στόμα καὶ ἄδικα χείλη μακρὰν ἀπὸ σοῦ ἄπωσαι.

Παρ. 4,24                 Αφαίρεσε και πέταξε από τον εαυτόν σου το δόλιον και διεστραμμένον στόμα. Πέταξε μακρυά από σε τα χείλη, που λαλούν αδικίας εναντίον των άλλων.

Παρ. 4,25          οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν, τὰ δὲ βλέφαρά σου νευέτω δίκαια.

Παρ. 4,25                 Τα μάτια σου ας βλέπουν πάντοτε το ορθόν και δίκαιον και αυτά ακόμη τα νεύματα των βλεφάρων σου ας είναι δίκαια.

Παρ. 4,26          ὀρθὰς τροχιὰς ποίει σοῖς ποσὶ καὶ τὰς ὁδούς σου κατεύθυνε.

Παρ. 4,26                 Ευθείς και φωτισμένους κάμε τους δρόμους, στους οποίους βαδίζουν τα πόδια σου, και ευθείας να έχης πάντοτε τας πορείας της ζωής σου.

Παρ. 4,27          μὴ ἐκκλίνῃς εἰς τὰ δεξιὰ μηδὲ εἰς τὰ ἀριστερά, ἀπόστρεψον δὲ σὸν πόδα ἀπὸ ὁδοῦ κακῆς· ὁδοὺς γὰρ τὰς ἐκ δεξιῶν οἶδεν ὁ Θεός, διεστραμμέναι δέ εἰσιν αἱ ἐξ ἀριστερῶν· αὐτὸς δὲ ὀρθὰς ποιήσει τὰς τροχιάς σου, τὰς δὲ πορείας σου ἐν εἰρήνῃ προάξει.

Παρ. 4,27                 Μη παρεκκλίνης ούτε εις τα δεξιά ούτε εις τα αριστερά. Αλλά βάδιζε την ευθείαν οδόν. Απομάκρυνε δε τα πόδια σου από τον δρόμον του κακού. Διότι ο Κυριος και Θεός γνωρίζει και επιδοκιμάζει μόνον τας δεξιάς, τας ευθείας και αγαθάς οδούς. Αι δε προς τα αριστερά οδοί είναι διεστραμμέναι. Αυτός ούτος ο Κυριος θα χαράξη ευθείας οδούς ενώπιόν σου, θα σε βοηθήση να τας ακολουθήσης και θα σε οδηγή εν ειρήνη στους δρόμους της ζωής σου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΚΟΛΑΣΙΑΣ

Παρ. 5,1            Υἱέ, ἐμῇ σοφίᾳ πρόσεχε, ἐμοῖς δὲ λόγοις παράβαλλε σὸν οὗς,

Παρ. 5,1                    Παιδί μου, δώσε προσοχήν εις τας ίδικάς μου σοφάς συμβουλάς. Κλίνε και τέντωσε το αυτί σου εις τα λόγια μου,

Παρ. 5,2            ἵνα φυλάξῃς ἔννοιαν ἀγαθήν· αἴσθησις δὲ ἐμῶν χειλέων ἐντέλλεταί σοι.

Παρ. 5,2                   δια να πάρης έτσι και διατηρήσης ορθήν και ωφέλιμον γνώσιν. Η ορθή και ωφέλιμος αυτή γνώσις, που εξέρχεται από τα χείλη μου, σου δίδει την εντολήν·

Παρ. 5,3            μὴ πρόσεχε φαύλῃ γυναικί· μέλι γὰρ ἀποστάζει ἀπὸ χειλέων γυναικὸς πόρνης, ἣ πρὸς καιρὸν λιπαίνει σὸν φάρυγγα,

Παρ. 5,3                    Μη δίδης προσοχήν εις φαύλην και ανήθικον γυναίκα, διότι από τα δόλια χείλη της πόρνης γυναικός στάζει μέλι, το οποίον προς στιγμήν μόνον γλυκαίνει τον φάρυγγά σου·

Παρ. 5,4            ὕστερον μέντοι πικρότερον χολῆς εὑρήσεις καὶ ἠκονημένον μᾶλλον μαχαίρας διστόμου.

Παρ. 5,4                   έπειτα όμως θα εύρης αυτό πικρότερον από την χολήν και ακονισμένον περισσότερον από δίκοπον μαχαίρι, ώστε να σφάζη τους ασυνέτους.

Παρ. 5,5            τῆς γὰρ ἀφροσύνης οἱ πόδες κατάγουσι τοὺς χρωμένους αὐτῇ μετὰ θανάτου εἰς τὸν ᾅδην, τὰ δὲ ἴχνη αὐτῆς οὐκ ἐρείδεται·

Παρ. 5,5                    Διότι τα πόδια των αφρόνων εκείνων, οι οποίοι συγχρωτίζονται με την γυναίκα αυτήν, τους οδηγούν στον θάνατον και στον άδην. Τα βήματά των δεν είναι ασφαλή, αλλά διαρκώς γλυστρούν στον κατήφορον του κακού.

Παρ. 5,6            ὁδοὺς γὰρ ζωῆς οὐκ ἐπέρχεται, σφαλεραὶ δὲ αἱ τροχιαὶ αὐτῆς καὶ οὐκ εὔγνωστοι.

Παρ. 5,6                   Διότι η αφροσύνη δεν ακολουθεί και δεν οδηγεί εις δρόμους ζωής και σωτηρίας. Τα δε μονοπάτια της είναι εις εσφαλμένας κατευθύνσεις, δυσδιάκριτα δε από εκείνους, που τα ακολουθούν.

Παρ. 5,7            νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου καὶ μὴ ἀκύρους ποιήσῃς ἐμοὺς λόγους.

Παρ. 5,7                    Συ, λοιπόν, παιδί μου, άκουσε τώρα τας σύμβουλάς μου· μη θεωρήσης και μη καταφρονήσης ως αναξίους προσοχής και σημασίας τους λόγους μου.

Παρ. 5,8            μακρὰν ποίησον ἀπ᾿ αὐτῆς σὴν ὁδόν, μὴ ἐγγίσῃς πρὸς θύραις οἴκων αὐτῆς,

Παρ. 5,8                   Απομάκρυνε από την πονηράν αυτήν γυναίκα την πορείαν σου. Μη πλησίασης ποτέ εις τας θύρας του οίκου της,

Παρ. 5,9            ἵνα μὴ πρόῃ ἄλλοις ζωήν σου καὶ σὸν βίον ἀνελεήμοσιν·

Παρ. 5,9                   δια να μη παραδώσης την ζωήν σου εις ξένους και την περιουσίαν σου εις τα χέρια ασπλάγχνων.

Παρ. 5,10          ἵνα μὴ πλησθῶσιν ἀλλότριοι σῆς ἰσχύος, οἱ δὲ σοὶ πόνοι εἰς οἴκους ἀλλοτρίων ἔλθωσι

Παρ. 5,10                  Δια να μη πλουτήσουν και χορτάσουν ξένοι από την ιδικήν σου δύναμιν και να μη περιέλθουν οι καρποί των κόπων σου εις οίκον ξένων ανθρώπων.

Παρ. 5,11          καὶ μεταμεληθήσῃ ἐπ᾿ ἐσχάτων, ἡνίκα ἂν κατατριβῶσι σάρκες σώματός σου,

Παρ. 5,11                  Και δια να μη μεταμεληθής ανωφελώς στο τέλος της ζωής σου, όταν πλέον θα έχουν κατατριβή και φθαρή αι σάρκες του σώματός σου από την παραστρατημένην ζωήν.

Παρ. 5,12          καὶ ἐρεῖς· πῶς ἐμίσησα παιδείαν, καὶ ἐλέγχους ἐξέκλινεν ἡ καρδία μου;

Παρ. 5,12                  Και θα ευρεθής τότε εις την ανάγκην να είπης· “πως εμίσησα την παιδαγωγίαν του Κυρίου και η καρδία μου παρεξέκλινεν από τους δικαίους και σωτηρίους ελέγχους;

Παρ. 5,13          οὐκ ἤκουον φωνὴν παιδεύοντός με καὶ διδάσκοντός με, οὐδὲ παρέβαλλον τὸ οὖς μου·

Παρ. 5,13                  Δεν ήκουα και δεν υπήκουα εις την φωνήν του παιδαγωγού μου και του διδασκάλου μου. Δεν έκλινα και δεν επλησίαζα το αυτί μου εις τας συμβουλάς του.

Παρ. 5,14          παρ᾿ ὀλίγον ἐγενόμην ἐν παντὶ κακῷ ἐν μέσῳ ἐκκλησίας καὶ συναγωγῆς.

Παρ. 5,14                  Ολίγον έλλειψε να φθάσω εις την πληρότητα όλων των κακών, να εκτεθώ εις την αποδοκιμασίαν ενώπιον συναθροίσεως πολλού λαού,εν μέσω συναγωγής ανθρώπων”!

Παρ. 5,15          πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς.

Παρ. 5,15                  Παιδί μου, πίνε νερό από τα ιδικά σου δοχεία και από το νερό, που βγαίνει από το ιδικόν σου φρέαρ. Ζήσε την ζωήν σου με σωφροσύνην με την νόμιμον σύζυγόν σου.

Παρ. 5,16          μὴ ὑπερεκχείσθω σοι ὕδατα ἐκ τῆς σῆς πηγῆς, εἰς δὲ σὰς πλατείας διαπορευέσθω τὰ σὰ ὕδατα·

Παρ. 5,16                  Ας μη υπερεκχειλίζουν και χύνωνται τα νερά της ιδικής σου πηγής εις ξένας περιοχάς, αλλά εις τας ιδικάς σου πλατείας ας περνούν και ας ποτίζουν τα νερά σου. Μη τρέχης εις ξένας γυναίκας, αλλά απόλαυσε την χαράν της ζωής σου στο σπίτι σου με την νόμιμον σύζυγόν σου.

Παρ. 5,17          ἔστω σοι μόνῳ ὑπάρχοντα, καὶ μηδεὶς ἀλλότριος μετασχέτω σοι·

Παρ. 5,17                  Τα υπάρχοντά σου ας ανήκουν εις σε και μόνον, κανένας δε άλλος ας μη γίνεται μέτοχος των αγαθών της οικογενειακής σου ζωής. Πρόσεχε να μη σε εκμεταλλεύωνται φαύλαι γυναίκες και πονηροί άνθρωποι.

Παρ. 5,18          ἡ πηγή σου τοῦ ὕδατος ἔστω σοι ἰδία, καὶ συνευφραίνου μετὰ γυναικὸς τῆς ἐκ νεότητός σου.

Παρ. 5,18                  Η πηγή του νερού σου ας ανήκη εις σε και μόνον και να ευφραίνεσαι με την γυναίκα, που επήρες ως σύζυγον εκ νεότητός σου.

Παρ. 5,19          ἔλαφος φιλίας καὶ πῶλος σῶν χαρίτων ὁμιλείτω σοι· ἡ δὲ ἰδία ἡγείσθω σου καὶ συνέστω σοι ἐν παντὶ καιρῷ, ἐν γὰρ τῇ ταύτης φιλίᾳ συμπεριφερόμενος πολλοστὸς ἔσῃ.

Παρ. 5,19                  Ως προς αξιαγάπητον έλαφον και χαριτωμένον πουλαράκι ας είναι η αγάπη σου και η αναστροφή σου προς αυτήν. Αυτήν και μόνην να θεωρής ανωτέραν από οιανδήποτε άλλην και ας είναι μαζή σου εις όλας τας περιστάσστου βίου σου, διότι ζων με τον σύνδεσμον της αγάπης σου προς αυτήν, θα γίνης μέγας και ευτυχής.

Παρ. 5,20          μὴ πολὺς ἴσθι πρὸς ἀλλοτρίαν, μηδὲ συνέχου ἀγκάλαις τῆς μὴ ἰδίας·

Παρ. 5,20                 Μη συναναστρέφεσαι και μη υποδουλώνεσαι εις άλλην γυναίκα, μη καταδεχθής να σε σφίγγουν αι αγκάλαι γυναικός, που δεν σου ανήκει.

Παρ. 5,21          ἐνώπιον γάρ εἰσι τῶν τοῦ Θεοῦ ὀφθαλμῶν ὁδοὶ ἀνδρός, εἰς δὲ πάσας τὰς τροχιὰς αὐτοῦ σκοπεύει.

Παρ. 5,21                  Διότι όλαι αι πράξεις και οι δρόμοι της ζωής του κάθε ανδρός ευρίσκονται ολοφάνεροι ενώπιον των οφθαλμών του Θεού. Ο Θεός παρατηρεί με ακρίβειαν όλας τας ενεργείας του κάθε ανθρώπου.

Παρ. 5,22          παρανομίαι ἄνδρα ἀγρεύουσι, σειραῖς δὲ τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν ἕκαστος σφίγγεται·

Παρ. 5,22                 Αι παρανομίαι παγιδεύουν και συλλαμβάνουν, σαν μέσα σε δίκτυον, τον κακόν άνδρα. Καθε δε πονηρός άνθρωπος περισφίγγεται συνεχώς από τας επαναλαμβανομένας αμαρτίας του, αι οποίαι καταντούν δι' αυτόν τυραννικόν πάθος.

Παρ. 5,23          οὗτος τελευτᾷ μετὰ ἀπαιδεύτων, ἐκ δὲ πλήθους τῆς ἑαυτοῦ βιότητος ἐξεῤῥίφη καὶ ἀπώλετο δι᾿ ἀφροσύνην.

Παρ. 5,23                 Ο ανήθικος θα αποθάνη και θα συγκαταταχθή με τους ακαλλιεργήτους ψυχικώς ανθρώπους. Εξ αιτίας δε του πλήθους των σφαλμάτων της εξάλλου ζωής του ερρίφθη έξω από την μακαρίαν ζωήν και εχάθηκε δια την αφροσύνην του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΡΜΗΓΚΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ  

ΤΑ ΕΦΤΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΙΣΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΥΝ ΑΚΑΘΑΡΤΗ ΤΗΝ ΨΥΧΗ

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗ ΜΟΙΧΕΙΑ

                                   Προτροπή προς τον οκνηρό να μιμηθεί το μέρμηγκα και τη μέλισσα

Παρ. 6,1            Υἱέ, ἐὰν ἐγγυήσῃ σὸν φίλον, παραδώσεις σὴν χεῖρα ἐχθρῷ·

Παρ. 6,1                    Παιδί μου, εάν δώσης εγγύησιν δια κάποιο χρέος φίλου σου η γνωστού σου, θα δώσης το χέρι σου στον εχθρόν σου, δια να σε πιάση.

Παρ. 6,,2           παγὶς γὰρ ἰσχυρὰ ἀνδρὶ τὰ ἴδια χείλη, καὶ ἁλίσκεται χείλεσιν ἰδίου στόματος.

Παρ. 6,2                   Διότι παγίδα τρομερά γίνεται στον άνθρωπον το δικό του το στόμα, με το οποίον έδωσε την εγγύησιν. Πιάνεται δε εις την παγίδα αυτήν με τα χείλη του, τα οποία έδωσαν την υπόσχεσιν.

Παρ. 6,3            ποίει, υἱέ, ἃ ἐγώ σοι ἐντέλλομαι, καὶ σώζου· ἥκεις γὰρ εἰς χεῖρας κακῶν διὰ σὸν φίλον. ἴσθι μὴ ἐκλυόμενος, παρόξυνε δὲ καὶ τὸν φίλον σου, ὃν ἐνεγγυήσω.

Παρ. 6,3                   Πράττε, παιδί μου, αυτά, που εγώ σου παραγγέλλω, και έτσι θα σώζης τον εαυτόν σου. Διότι άλλως θα έχης πέσει εις τα χέρια κακοποιών εξ αιτίας της εγγυήσεως, που έδωσες δια τον φίλον σου. Μη χάνης όμως το θάρρος σου και μη παραλύης εξ αιτίας της ακρίτου εγγυήσεώς σου, αλλά να ενοχλής διαρκώς δια το χρέος τον φίλον σου, δια τον οποίον συ έδωσες εγγύησιν.

Παρ. 6,4            μὴ δῷς ὕπνον σοῖς ὄμμασι, μηδὲ ἐπινυστάξῃς σοῖς βλεφάροις,

Παρ. 6,4                   Μη δώσης ύπνον εις τα μάτια σου, ούτε να νυστάξουν και κλείσουν τα βλέφαρά σου, να μη ησυχάσης έως ότου απαλλαγής από την εγγύησιν αυτήν ·

Παρ. 6,5            ἵνα σώζῃ ὥσπερ δορκὰς ἐκ βρόχων καὶ ὥσπερ ὄρνεον ἐκ παγίδος.

Παρ. 6,5                   δια να γλυτώσης έτσι, όπως η δορκάς γλυτώνει με την οξυδέρκειάν της από τους βρόχους, όπως το πουλί πετά ψηλά και σώζεται από την παγίδα.

Παρ. 6,6            Ἴθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, καὶ ζήλωσον ἰδὼν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος·

Παρ. 6,6                   Συ δέ, ω οκνηρέ άνθρωπε, πήγαινε στον μύρμηκα και, αφού ίδης τους τρόπους της ζωής του και την εργατικότητά του, να του ζηλεύσης και να του μιμηθής την εργατικότητα. Μάλλον δε συ, ο λογικός άνθρωπος, να γίνης περισσότερον από εκείνον εργατικός.

Παρ. 6,,7           ἐκείνῳ γὰρ γεωργίου μὴ ὑπάρχοντος, μηδὲ τὸν ἀναγκάζοντα ἔχων, μηδὲ ὑπὸ δεσπότην ὤν,

Παρ. 6,7                   Διότι στον μύρμηκα μολονότι δεν υπάρχουν χωράφια προς καλλιέργειαν και δεν έχει κανένα, που να τον εξαναγκάζη προς εργασίαν, και δεν ευρίσκεται υπό τας διαταγάς αυθέντου,

Παρ. 6,8            ἑτοιμάζεται θέρους τὴν τροφὴν πολλήν τε ἐν τῷ ἀμητῷ ποιεῖται τὴν παράθεσιν.

Παρ. 6,8                   εν τούτοις ετοιμάζει κατά το διάστημα του θέρους την τροφήν δι' όλον το έτος. Και κατά την εποχήν του θερισμού κάμνει μεγάλην εναποθήκευσιν τροφών.

Παρ. 6,8α          ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν καὶ μάθε ὡς ἐργάτις ἐστὶ τήν τε ἐργασίαν ὡς σεμνὴν ποιεῖται·

Παρ. 6,8α                 Η πήγαινε προς την μέλισσαν και μάθε, πόσον εργατική και φιλόπονος είναι και πόσην μεγάλην σημασίαν και τιμήν αποδίδει εις την εργασίαν.

Παρ. 6,8β          ἦς τοὺς πόνους βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται πρὸς ὑγίειαν προσφέρονται· ποθεινὴ δέ ἐστι πᾶσι καὶ ἐπίδοξος·

Παρ. 6,8β                 Της μελίσσης τους κόπους, δηλαδή το μέλι, βασιλείς και ιδιώται το τρώγουν ευχαρίστως ως προσφερόμενον και εις εξυπηρέτησιν της υγείας των. Είναι δε η μέλισσα εις όλους προσφιλής και τιμημένη.

Παρ. 6,8γ           καί περ οὖσα τῇ ῥώμῃ ἀσθενής, τὴν σοφίαν τιμήσασα προήχθη.

Παρ. 6,8γ                 Αν και κατά την σωματικήν δύναμιν και αντοχήν είναι ασθενής, εν τούτοις ετιμήθη και εδοξάσθη, διότι επροτίμησε την με τόσην σοφίαν επιτελουμένην εργασίαν της.

Παρ. 6,9            ἕως τίνος, ὀκνηρέ, κατάκεισαι; πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἐγερθήσῃ;

Παρ. 6,9                   Εως πότε, ω οκνηρέ, θα κατάκεισαι ξαπλωμένος στο κρεββάτι; Εως πότε θα κοιμάσαι; Ποτε δε θα σηκωθής από τον ύπνον σου;

Παρ. 6,10          ὀλίγον μὲν ὑπνοῖς, ὀλίγον δὲ κάθησαι, μικρὸν δὲ νυστάζεις, ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζῃ χερσὶ στήθη·

Παρ. 6,10                 Ολίγην ώραν κοιμάσαι, ολίγην ώραν νυστάζεις, ολίγον αγκαλιάζεις τα στήθη σου με σταυρωμένα τα χέρια σου.

Παρ. 6,11          εἶτ᾿ ἐμπαραγίνεταί σοι ὥσπερ κακὸς ὁδοιπόρος ἡ πενία καὶ ἡ ἔνδεια ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς.

Παρ. 6,11                  Και μένεις έτσι αργός και ράθυμος. Επειτα δε από την ράθυμον αυτήν ζωήν, θα έλθη κοντά σου και θα σε ακολουθήση ως κακός συνοδοιπόρος η φτώχεια· η δε ανέχεια ως γρήγορος δρομεύς θα σε συνοδεύη εις την ζωήν σου.

Παρ. 6,11α         ἐὰν δὲ ἄοκνος ᾖς, ἥξει ὥσπερ πηγὴ ὁ ἀμητός σου, ἡ δὲ ἔνδεια ὥσπερ κακὸς δρομεὺς ἀπαυτομολήσει.

Παρ. 6,11α                Εάν όμως είσαι εργατικός, ο θερισμός σου θα είναι πλούσιος ως αστείρευτος πηγή ύδατος. Η δε φτώχεια και η δυστυχία σαν κακός και ανεπιθύμητος πλέον συνοδοιπόρος θα δραπετεύση και θα φύγη από κοντά σου.

Παρ. 6,12          Ἀνὴρ ἄφρων καὶ παράνομος πορεύεται ὁδοὺς οὐκ ἀγαθάς·

Παρ. 6,12                 Ο ασύνετος και παράνομος άνθρωπος δεν βαδίζει εις δρόμους καλούς, δεν ζη και δεν συμπεριφέρεται ορθώς.

Παρ. 6,13          ὁ δ᾿ αὐτὸς ἐννεύει ὀφθαλμῷ, σημαίνει δὲ ποδί, διδάσκει δὲ ἐννεύμασι δακτύλων.

Παρ. 6,13                  Αυτός κάνει δόλια νοήματα με τα μάτια, σημάδια με τα πόδια του και με τα κινήματα των δακτύλων του· συνεννοείται και δίνει κατευθύνσεις προς το κακόν εις κακούς ανθρώπους.

Παρ. 6,14          διεστραμμένῃ καρδίᾳ τεκταίνεται κακά, ἐν παντὶ καιρῷ ὁ τοιοῦτος ταραχὰς συνίστησι πόλει.

Παρ. 6,14                 Διεστραμμένη από το κακόν καρδία σχεδιάζει πάντοτε κακά εις βάρος των άλλων. Και εις κάθε έποχην ο άνθρωπος αυτός προκαλεί και δημιουργεί ταραχάς εις την πόλιν.

Παρ. 6,15          διὰ τοῦτο ἐξαπίνης ἔρχεται ἡ ἀπώλεια αὐτοῦ, διακοπὴ καὶ συντριβὴ ἀνίατος·

Παρ. 6,15                  Δια τούτο δε επέρχεται εναντίον του εκ μέρους του Θεού ξαφνική η καταστροφή του. Αυτή δε η κατάπτωσις και συντριβή του θα είναι αθεράπευτος.

 

                                   Τα εφτά αμαρτήματα που μισεί ο Θεός και κάνουν ακάθαρτη την ψυχή

Παρ. 6,16          ὅτι χαίρει πᾶσιν, οἷς μισεῖ ὁ Θεός, συντρίβεται δὲ δι᾿ ἀκαθαρσίαν ψυχῆς.

Παρ. 6,16                 Διότι αυτός χαίρει δι' όλα εκείνα, τα οποία μισεί ο Θεός. Παραλύει όμως και συντρίβεται εξ αιτίας της αμαρτωλής και ακαθάρτου ψυχής του.

Παρ. 6,17          ὀφθαλμὸς ὑβριστοῦ, γλῶσσα ἄδικος, χεῖρες ἐκχέουσαι αἷμα δικαίου

Παρ. 6,17                  Αυτός έχει βλέμμα αλαζονικόν, γλώσσαν που εκτοξεύει αδίκους λόγους, χέρια που χύνουν το αίμα του δικαίου·

Παρ. 6,18          καὶ καρδία τεκταινομένη λογισμοὺς κακοὺς καὶ πόδες ἐπισπεύδοντες κακοποιεῖν.

Παρ. 6,18                 πονηρόν νουν και καρδίαν, που σκέπτονται και σχεδιάζουν το κακόν, πόδια που τρέχουν γρήγορα, δια να διαπράξουν κάθε κακότητα.

Παρ. 6,19          ἐκκαίει ψεύδη μάρτυς ἄδικος καὶ ἐπιπέμπει κρίσεις ἀνὰ μέσον ἀδελφῶν.

Παρ. 6,19                 Επινοεί και θέτει εις κυκλοφορίαν καυτερά ψεύδη ο ψευδομάρτυς εις τα δικαστήρια και ενσπείρει φιλονεικίας και διχονοίας μεταξύ αδελφών.

 

                                   Προσοχή στη μοιχεία

Παρ. 6,20          Υἱέ, φύλασσε νόμους πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου·

Παρ. 6,20                 Παιδί μου, φύλασσε πάντοτε καλά σαν νόμους θείους, όσα ο πατέρας σου σου λέγει, και μη πετάξης και καταφρονήσης ποτέ τας συμβουλάς της μητρός σου.

Παρ. 6,21          ἄφαψαι δὲ αὐτοὺς ἐπὶ σῇ ψυχῇ διαπαντὸς καὶ ἐγκλοίωσαι περὶ σῷ τραχήλῳ.

Παρ. 6,21                 Βαλε τους και κόλλησέ τους καλά μέσα εις την ψυχήν σου, για να μένουν πάντοτε, και σαν παντοτεινόν περιλαίμιον βάλε τους γύρω από τον τράχηλόν σου.

Παρ. 6,22          ἡνίκα ἂν περιπατῇς, ἐπάγου αὐτὴν καὶ μετὰ σοῦ ἔστω· ὡς δ᾿ ἂν καθεύδῃς, φυλασσέτω σε, ἵνα ἐγειρομένῳ συλλαλῇ σοι.

Παρ. 6,22                 Οταν περιπατή, φέρε μαζή σου την εντολήν των, και ας είναι μαζή σου ως διαρκής σύντροφός σου. Οταν θα κοιμάσαι, αυτή ας σε συμπαραστέκη, ώστε όταν θα σηκωθής από τον ύπνον σου, αυτή ας συνομιλή προς το καλόν μαζή σου.

Παρ. 6,23          ὅτι λύχνος ἐντολὴ νόμου καὶ φῶς, ὁδὸς ζωῆς καὶ ἔλεγχος καὶ παιδεία

Παρ. 6,23                 Διότι αι θείαι εντολαί είναι λύχνος και φως δια τον άνθρωπον. Είναι δρόμος και τρόπος προς μίαν ειρηνικήν ζωήν, σωτήριος έλεγχος, αγαθή και ωφέλιμος παιδαγωγία,

Παρ. 6,24          τοῦ διαφυλάσσειν σὲ ἀπὸ γυναικὸς ὑπάνδρου καὶ ἀπὸ διαβολῆς γλώσσης ἀλλοτρίας.

Παρ. 6,24                 δια να σε προφυλάσση από το δέλεαρ υπανδρευμένης γυναικός και από συκοφαντίας ξένης και εχθρικής γλώσσης.

Παρ. 6,25          μή σε νικήσῃ κάλλους ἐπιθυμία, μηδὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς, μηδὲ συναρπασθῇς ἀπὸ τῶν αὐτῆς βλεφάρων·

Παρ. 6,25                 Πρόσεχε να μη σε νικήση η επιθυμία γυναικείου κάλλους, δια να μη παγιδευθής και συλληφθής εις τα δίκτυα της παρανομίας με τα ίδια σου τα μάτια, ούτε να συναρπασθής από την χαυνότητα των ψιμυθιωμένων βλεφάρων της.

Παρ. 6,26          τιμὴ γὰρ πόρνης ὅση καὶ ἑνὸς ἄρτου, γυνὴ δὲ ἀνδρῶν τιμίας ψυχὰς ἀγρεύει.

Παρ. 6,26                 Διότι η τιμή μιας πόρνης είναι μηδαμινή, όση και ενός άρτου. Η δε υπανδρευομένη φαύλη γυναίκα στήνει παγίδας, δια να συλλάβη και αποπλανήση εντίμους άνδρας.

Παρ. 6,27          ἀποδήσει τις πῦρ ἐν κόλπῳ, τὰ δὲ ἱμάτια οὐ κατακαύσει;

Παρ. 6,27                 Είναι δυνατόν να σφίξη κανείς την φωτιάν εις την αγκάλην του, και να μη καύση τα ενδύματά του;

Παρ. 6,28          ἢ περιπατήσει τις ἐπ᾿ ἀνθράκων πυρός, τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει;

Παρ. 6,28                 Η είναι δυνατόν να περιπατήση επάνω εις αναμμένα κάρβουνα και να μη κατακαύση τα πόδια του;

Παρ. 6,29          οὕτως ὁ εἰσελθὼν πρὸς γυναῖκα ὕπανδρον, οὐκ ἀθῳωθήσεται, οὐδὲ πᾶς ὁ ἁπτόμενος αὐτῆς.

Παρ. 6,29                 Ετσι και εκείνος, που θα έλθη εις σχέσεις με υπανδρευμένην γυναίκα, δεν θα θεωρηθή ποτέ αθώος και δεν θα μείνη ατιμώρητος. Και καθένας ο οποίος, έστω και αν απλώς την εγγίση, δεν θα μείνη βέβαια αμόλυντος.

Παρ. 6,30          οὐ θαυμαστὸν ἐὰν ἁλῷ τις κλέπτων, κλέπτει γὰρ ἵνα ἐμπλήσῃ τὴν ψυχὴν πεινῶν·

Παρ. 6,30                 Δεν είναι καθόλου παράδοξον, να συλληφθή κανείς την ώραν που κλέπτει, διότι κλέπτει επειδή πεινά, δια να χορτάση την κοιλίαν του.

Παρ. 6,31          ἐὰν δὲ ἁλῷ, ἀποτίσει ἑπταπλάσια καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ δοὺς ῥύσεται ἑαυτόν.

Παρ. 6,31                  Εάν δε και συλληφθή, θα πληρώση επτά φορές περισότερα εκείνων, που έκλεψε. Είναι δε διατεθειμένος εν ανάγκη και όλην του την περιουσίαν να δώση, δια να απαλλαγή από την τιμωρίαν

Παρ. 6,32          ὁ δὲ μοιχὸς δι᾿ ἔνδειαν φρενῶν ἀπώλειαν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ περιποιεῖται,

Παρ. 6,32                 Ο μοιχός όμως, εξ αιτίας της αφροσύνης του, ετοιμάζει και επιφέρει καταστροφήν εις την ζωήν του.

Παρ. 6,33          ὀδύνας τε καὶ ἀτιμίας ὑποφέρει, τὸ δὲ ὄνειδος αὐτοῦ οὐκ ἐξαλειφθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.

Παρ. 6,33                 Θα υποφέρη πόνους και ευτελισμούς και ατιμώσεις. Η εντροπή δε και η καταισχύνη του δεν θα εξαλειφθή ποτέ στον αιώνα.

Παρ. 6,34          μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρὸς αὐτῆς· οὐ φείσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως,

Παρ. 6,34                 Διότι ο θυμός του ανδρός της μοιχαλίδος γυναικός θα είναι γεμάτος από ζηλότυπον εκδίκησιν εναντίον μοιχού. Δεν θα τον λυπηθή, όταν θα δικάζεται ενώπιον του δικαστηρίου.

Παρ. 6,35          οὐκ ἀνταλλάξεται οὐδενὸς λύτρου τὴν ἔχθραν, οὐδὲ μὴ διαλυθῇ πολλῶν δώρων.

Παρ. 6,35                 Αδιάλλακτος εις την εχθρότητά του, με κανένα λύτρον δεν θα δεχθή να ανταλλάξη το εναντίον εκείνου μίσος του, ούτε να διαλύση την έχθραν, έστω και αν του προσφερθούν πολλά δώρα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- ΟΙ ΠΑΝΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΡΝΗΣ

Παρ. 7,1            Υἱέ, φύλασσε ἐμοὺς λόγους, τὰς δὲ ἐμὰς ἐντολὰς κρύψον παρὰ σεαυτῷ. υἱέ, τίμα τὸν Κύριον, καὶ ἰσχύσεις, πλὴν δὲ αὐτοῦ μὴ φοβοῦ ἄλλον.

Παρ. 7,1                    Παιδί μου, φύλαττε τους λόγους μου, και κρύψε ως πολύτιμον θησαυρόν μέσα εις την καρδίαν σου τας εντολάς μου. Παιδί μου, να σέβεσαι τον Κυριον και θα απόκτησης έτσι δύναμιν. Εκτός δε από αυτόν μη φοβήσαι κανένα άλλον.

Παρ. 7,2            φύλαξον ἐμὰς ἐντολάς, καὶ βιώσεις, τοὺς δὲ ἐμοὺς λόγους ὥσπερ κόρας ὀμμάτων·

Παρ. 7,2                   Φυλαττε τας εντολάς μου και θα ζήσης ειρηνικός και ασφαλής. Πρόσεξε δε και φύλαξε τα λόγιά μου, όπως προφυλάσσεις την κόρην των οφθαλμών σου.

Παρ. 7,3            περίθου δὲ αὐτοὺς σοῖς δακτύλοις, ἐπίγραψον δὲ ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου.

Παρ. 7,3                    Φορεσέ τα ωσάν δακτυλίδια εις τα δάκτυλά σου. Γράψε τα εις όλον το πλάτος της καρδίας σου.

Παρ. 7,4            εἶπον τὴν σοφίαν σὴν ἀδελφὴν εἶναι, τὴν δὲ φρόνησιν γνώριμον περιποίησαι σεαυτῷ·

Παρ. 7,4                   Ονόμασε την σοφίαν αδελφήν σου, και περίβαλε την με αδελφικήν αγάπην. Την δε σύνεσιν και ορθοφροσύνην κατάστησέ την στενήν γνώριμόν σου. Απόκτησέ την ως ιδικήν σου περιουσίαν,

Παρ. 7,5            ἵνα σε τηρήσῃ ἀπὸ γυναικὸς ἀλλοτρίας καὶ πονηρᾶς, ἐάν σε λόγοις τοῖς πρὸς χάριν ἐμβάλληται.

Παρ. 7,5                    δια να σε προφυλάξη και σε διατηρήση καθαρόν από ξένην πονηράν και φαύλην γυναίκα, όταν αυτή με γλυκόλογα θα σου επιτίθεται.

Παρ. 7,6            ἀπὸ γὰρ θυρίδος ἐκ τοῦ οἴκου αὐτῆς εἰς τὰς πλατείας παρακύπτουσα,

Παρ. 7,6                   Διότι αυτή σκύβει διαρκώς από το παράθυρον της οικίας της και παρατηρεί εις τας πλατείας.

Παρ. 7,7            ὃν ἂν ἴδῃ τῶν ἀφρόνων τέκνων νεανίαν ἐνδεῆ φρενῶν,

Παρ. 7,7                    Οποιον δε τυχόν θα ιδή από τους νεαρούς απερισκέπτους, κανένα άμυαλον νεανίαν,

Παρ. 7,8            παραπορευόμενον παρὰ γωνίαν ἐν διόδοις οἴκων αὐτῆς καὶ λαλοῦντα

Παρ. 7,8                   να διέρχεται από τον δρόμον και την γωνίαν του σπιτιού της, να σιγοτραγουδή και να μονολογή

Παρ. 7,9            ἐν σκότει ἑσπερινῷ, ἡνίκα ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ γνοφώδης,

Παρ. 7,9                   εις βραδυνό σκοτάδι, που αρχίζει η νυκτερινή ησυχία να επικρατή η να πέφτη η ομίχλη,

Παρ. 7,10          ἡ δὲ γυνὴ συναντᾷ αὐτῷ, εἶδος ἔχουσα πορνικόν, ἣ ποιεῖ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας.

Παρ. 7,10                  τότε αυτή η γυναίκα πηγαίνει να τον συναντήση με προκλητικόν πορνικόν στολισμόν και τρόπον. Ετσι δε σκανδαλίζει και εξάπτει τας πονηράς επιθυμίας της καρδίας των νέων.

Παρ. 7,11          ἀνεπτερωμένη δέ ἐστι καὶ ἄσωτος, ἐν οἴκῳ δὲ οὐχ ἡσυχάζουσιν οἱ πόδες αὐτῆς·

Παρ. 7,11                  Κινείται δε σαν να έχη πτερά η άσωτος αυτή γυναίκα, δια να αρπάση τα θύματά της. Τα πόδια της ποτέ δεν ησυχάζουν στο σπίτι της, διότι πάντοτε τρέχει εις αναζήτησιν των θυμάτων της.

Παρ. 7,12          χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται, χρόνον δὲ ἐν πλατείαις παρὰ πᾶσαν γωνίαν ἐνεδρεύει.

Παρ. 7,12                  Αλλοτε μεν ρεμβάζει και καταστρώνει δόλια σχέδια, άλλοτε δε πάλιν ενεδρεύει εις κάθε γωνίαν, δια να συλλάβη τα θύματά της.

Παρ. 7,13          εἶτα ἐπιλαβομένη ἐφίλησεν αὐτόν, ἀναιδεῖ δὲ προσώπῳ προσεῖπεν αὐτῷ·

Παρ. 7,13                  Και αφού συναντήση τον ασύνετον νεαρόν, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί με μεγάλην αδιαντροπιάν και λέγει προς αυτόν·

Παρ. 7,14          θυσία εἰρηνική μοί ἐστι, σήμερον ἀποδίδωμι τὰς εὐχάς μου·

Παρ. 7,14                  “Σημερα, επειδή εισηκούσθησαν αι προσευχαί μου, προσέφερα θυσίαν ευχαριστίας προς τον Θεόν και εξεπλήρωσα έτσι τα τάματά μου.

Παρ. 7,15          ἕνεκα τούτου ἐξῆλθον εἰς συνάντησίν σοι, ποθοῦσα τὸ σὸν πρόσωπον εὕρηκά σε.

Παρ. 7,15                  Δια τούτο εβγήκα από το σπίτι μου να σε συναντήσω. Επειδή επόθησα το ωραίον πρόσωπόν σου και ιδού σε ευρήκα.

Παρ. 7,16          κειρίαις τέτακα τὴν κλίνην μου, ἀμφιτάποις δὲ ἔστρωκα τοῖς ἀπ᾿ Αἰγύπτου·

Παρ. 7,16                  Με κορδέλλες έχω στολίσει το κρεββάτι μου, το έχω στρώσει με κροσσωτούς, και από τας δύο πλευράς, τάπητας της Αιγύπτου.

Παρ. 7,17          διέῤῥαγκα τὴν κοίτην μου κροκίνῳ, τὸν δὲ οἶκόν μου κινναμώμῳ·

Παρ. 7,17                  Με αρωματικόν ερυθροκίτρινον κρόκον έχω ραντίσει το κρεββάτι μου και όλην μου την οικίαν την ερράντισα με το άρωμα της κανέλλας.

Παρ. 7,18          ἐλθὲ καὶ ἀπολαύσωμεν φιλίας ἕως ὄρθρου, δεῦρο καὶ ἐγκυλισθῶμεν ἔρωτι·

Παρ. 7,18                  Ελα, λοιπόν, να απολαύσωμεν την φιλίαν μας έως εις τα ξημερώματα. Ελα να κυλισθώμεν μέσα στον έρωτά μας.

Παρ. 7,19          οὐ γὰρ πάρεστιν ὁ ἀνήρ μου ἐν οἴκῳ, πεπόρευται δὲ ὁδὸν μακρὰν

Παρ. 7,19                  Ο σύζυγός μου απουσιάζει, δεν ευρίσκεται στο σπίτι. Εχει αναχωρήσει για μακρυνό ταξίδι.

Παρ. 7,20          ἔνδεσμον ἀργυρίου λαβὼν ἐν χειρὶ αὐτοῦ, δι᾿ ἡμερῶν πολλῶν ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Παρ. 7,20                 Επρε εις τα χέρια του βαλάντιον γεμάτο χρήματα και ύστερα από πολλάς ημέρας θα επανέλθη στο σπίτι του”.

Παρ. 7,21          ἀπεπλάνησε δὲ αὐτὸν πολλῇ ὁμιλίᾳ βρόχοις τε τοῖς ἀπὸ χειλέων ἐξώκειλεν αὐτόν.

Παρ. 7,21                  Ετσι δε η δολία και φαύλη αυτή γυναίκα τον απεπλάνησε με τα παραπλανητικά γλυκόλογά της. Ωσάν με δίκτυα, που βγήκαν από τα χείλη της, εξεγέλασε τον ανόητον νέον και τον έκαμε να εξοκείλη προς το κακόν, όπως πέφτει έξω το πλοίον και ναυαγεί εις την βραχώδη ακτήν.

Παρ. 7,22          ὁ δὲ ἐπηκολούθησεν αὐτῇ κεπφωθείς, ὥσπερ δὲ βοῦς ἐπὶ σφαγὴν ἄγεται καὶ ὥσπερ κύων ἐπὶ δεσμοὺς

Παρ. 7,22                 Αυτός δέ, ωσάν το ηλίθιον θαλασσοπούλι κέπφος που παρασύρεται από τον άνεμον, την ηκολούθησεν ανοήτως. Ετσι δε σύρεται ο ταλαίπωρος ωσάν το βόϊδι που οδηγείται προς το σφαγείον, και ωσάν το σκυλί το δεμένο από την αλυσίδα του.

Παρ. 7,23          ἢ ὡς ἔλαφος τοξεύματι πεπληγὼς εἰς τὸ ἧπαρ, σπεύδει δὲ ὥσπερ ὄρνεον εἰς παγίδα, οὐκ εἰδὼς ὅτι περὶ ψυχῆς τρέχει.

Παρ. 7,23                 Η ωσάν ελάφι, το οποίον επληγώθη με τόξον στο συκώτι, σπεύδει ο ταλαίπωρος αυτός νέος, ωσάν το πτηνόν εις την παγίδα, χωρίς να γνωρίζη ότι διατρέχει άμεσον τον κίνδυνον να χάση και ζωήν και ψυχήν.

Παρ. 7,24          νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου καὶ πρόσεχε ῥήμασι στόματός μου·

Παρ. 7,24                 Τωρα, λοιπόν, παιδί μου, άκουσέ με, πρόσεξε τα λόγια του στόματός μου.

Παρ. 7,25          μὴ ἐκκλινάτω εἰς τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ἡ καρδία σου,

Παρ. 7,25                 Ας μη παρασυρθή και ας μη ακολουθήση η καρδία σου τους δρόμούς της φαύλης αυτής γυναικός.

Παρ. 7,26          πολλοὺς γὰρ τρώσασα καταβέβληκε, καὶ ἀναρίθμητοί εἰσιν οὓς πεφόνευκεν·

Παρ. 7,26                 Διότι αυτή πολλούς, αφού τους επλήγωσε, τους έρριξε κάτω. Αναρίθμητοι δε είναι εκείνοι, τους οποίους έχει φονεύσει.

Παρ. 7,27          ὁδοὶ ᾅδου ὁ οἶκος αὐτῆς κατάγουσαι εἰς τὰ ταμιεῖα τοῦ θανάτου.

Παρ. 7,27                 Το σπίτι της είναι δρόμος του άδου, που κρημνίζει τα θύματά της εις τας σκοτεινάς περιοχάς του θανάτου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ - ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ

Παρ. 8,1            Σὺ τὴν σοφίαν κηρύξεις, ἵνα φρόνησίς σοι ὑπακούσῃ·

Παρ. 8,1                    Συ όμως, παιδί μου, θα διαλαλής έργω και λόγω την θείαν σοφίαν, δια να είναι πάντοτε εις την διάθεσίν σου η σωφροσύνη και η σύνεσις.

Παρ. 8,2            ἐπὶ γὰρ τῶν ὑψηλῶν ἄκρων ἐστίν, ἀνὰ μέσον δὲ τῶν τρίβων ἕστηκε·

Παρ. 8,2                   Διότι η σοφία αυτή είναι ολοφάνερη. Ευρίσκεται εις πανύψηλα μέρη. Στέκεται στο μέσον των δρόμων, που διέρχονται οι άνθρωποι. Ευρίσκεται παντού.

Παρ. 8,3            παρὰ γὰρ πύλαις δυναστῶν παρεδρεύει, ἐν δὲ εἰσόδοις ὑμνεῖται.

Παρ. 8,3                   Εις τας πύλας των ανακτόρων, όπου βασιλείς και άρχοντες κάθηνται δικασταί, παραστέκει μαζή τώω· και εις τας εισόδους των πόλεων, όπου πλήθη λαού συγκεντρώνονται, επαινείται και εγκωμιάζεται.

Παρ. 8,4            Ὑμᾶς, ὦ ἄνθρωποι, παρακαλῶ, καὶ προΐεμαι ἐμὴν φωνὴν υἱοῖς ἀνθρώπων·

Παρ. 8,4                   Αυτή η θεία σοφία ομιλεί και διακηρύττει· “σας, ω άνθρωποι, παρακαλώ, απευθύνω την πρόσκλησίν μου προς σας τους απογόνους των ανθρώπων.

Παρ. 8,5            νοήσατε, ἄκακοι, πανουργίαν, οἱ δὲ ἀπαίδευτοι ἔνθεσθε καρδίαν.

Παρ. 8,5                   Σεις, οι αθώοι και άκακοι, μάθετε σύνεσιν και σεις, που είσθε ακαλλιέργητοι ψυχικώς, βάλετε νουν.

Παρ. 8,6            εἰσακούσατέ μου, σεμνὰ γὰρ ἐρῶ καὶ ἀνοίσω ἀπὸ χειλέων ὀρθά·

Παρ. 8,6                   Ακούσατέ με και δεχθήτε τα λόγια μου, διότι θα σας είπω πράγματα σεμνά. Από την καρδίαν μου θα βγάλω και με το στόμα μου θα εκφράσω ορθά και ωφέλιμα διδάγματα.

Παρ. 8,7            ὅτι ἀλήθειαν μελετήσει ὁ φάρυγξ μου, ἐβδελυγμένα δὲ ἐναντίον ἐμοῦ χείλη ψευδῆ.

Παρ. 8,7                   Διότι η καρδία μου θα μελετήση και ο φάρυγξ μου θα διαλαλήση την αλήθειαν. Είναι δε αηδιαστικά και σιχαμερά ενώπιόν μου τα χείλη, που ψεύδονται.

Παρ. 8,8            μετὰ δικαιοσύνης πάντα τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου, οὐδὲν ἐν αὐτοῖς σκολιὸν οὐδὲ στραγγαλιῶδες·

Παρ. 8,8                   Ολα τα λόγια του στόματός μου είναι ποτισμένα με την δικαιοσύνην. Δεν υπάρχει τίποτε το διεστραμμένον και επιλήψιμον εις αυτά.

Παρ. 8,9            πάντα ἐνώπια τοῖς συνιοῦσι καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν.

Παρ. 8,9                   Ολα είναι καθαρά και φανερά εις εκείνους, που έχουν την καλήν διάθεσιν, ορθά εις εκείνους, οι οποίοι αναζητούν και ευρίσκουν την ηθικήν γνώσιν και διάκρισιν.

Παρ. 8,10          λάβετε παιδείαν καὶ μὴ ἀργύριον, καὶ γνῶσιν ὑπὲρ χρυσίον δεδοκιμασμένον·

Παρ. 8,10                 Εκλέξατε και πάρετε ως θησαυρόν σας την θείαν σοφίαν και διαπαιδαγώγησιν και οχι το αργύριον. Την γνώσιν της αληθινής σοφίας περισστερον από τον ολοκάθαρον γνήσιον χρυσόν.

Παρ. 8,11          κρείσσων γὰρ σοφία λίθων πολυτελῶν, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν.

Παρ. 8,11                  Διότι η θεία σοφία είναι ασυγκρίτως προτιμοτέρα και από τους πλέον πολυτελείς λίθους. Οιονδήποτε δε πολύτιμον αντικείμενον δεν είναι αντάξιον αυτής.

Παρ. 8,12          ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλήν, καὶ γνῶσιν καὶ ἔννοιαν ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην.

Παρ. 8,12                 Εγώ, η θεία σοφία, εγκαθιστώ εις την καρδίαν των καλοπροαιρέτων ανθρώπων ορθάς σκέψεις και αγαθήν θέλησιν. Την αληθή γνώσιν και επιστήμην εγώ την προσκαλώ να εγκατοικήση εις αυτούς.

Παρ. 8,13          φόβος Κυρίου μισεῖ ἀδικίαν, ὕβριν τε καὶ ὑπερηφανίαν καὶ ὁδοὺς πονηρῶν· μεμίσηκα δὲ ἐγὼ διεστραμμένας ὁδοὺς κακῶν.

Παρ. 8,13                  Εκείνος που εμπνεόμενος από εμέ ευλαβείται και φοβείται τον Κυριον, μισεί την αδικίαν, όπως επίσης την αλαζονείαν, την έπαρσιν και γενικώς τους τρόπους ζωής των πονηρών ανθρώπων. Εγώ η ίδια έχω μισήσει και μισώ τας διεστραμμένας οδούς των πονηρών ανθρώπων.

Παρ. 8,14          ἐμὴ βουλὴ καὶ ἀσφάλεια, ἐμὴ φρόνησις, ἐμὴ δὲ ἰσχύς·

Παρ. 8,14                 Ιδική μου είναι η ορθή συμβουλή και κρίσις. Ιδική μου δε και η ασφάλεια των ανθρώπων. Ιδική μου είναι η συνεσις και ιδική μου είναι η δύναμις, ώστε παντού εγώ να υπερισχύω.

Παρ. 8,15          δι᾿ ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι καὶ οἱ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην·

Παρ. 8,15                  Χαρις εις εμέ οι βασιλείς βασιλεύουν και κυβερνούν ειρηνικώς και ορθώς. Οι δε άρχοντες των λαών, φωτιζόμενοι από εμέ, συντάσσουν και εκδίδουν αποφάσεις και νόμους δικαίους.

Παρ. 8,16          δι᾿ ἐμοῦ μεγιστᾶνες μεγαλύνονται, καὶ τύραννοι δι᾿ ἐμοῦ κρατοῦσι γῆς.

Παρ. 8,16                 Δι' εμού οι μεγιστάνες γίνονται μεγάλοι και ένδοξοι, και οι μονάρχαι με τον ιδικόν μου φωτισμόν κυριαρχούν και κυβερνούν ορθώς τας χώρας.

Παρ. 8,17          ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν.

Παρ. 8,17                  Εγώ αγαπώ εκείνους, οι οποίοι με αγαπούν. Οσοι δέ με αναζητούν, με ευρίσκουν. Ετσι δε αποκτούν χάριν εκ μέρους του Θεού, και δόξαν εκ μέρους των ανθρώπων.

Παρ. 8,18          πλοῦτος καὶ δόξα ἐμοὶ ὑπάρχει καὶ κτῆσις πολλῶν καὶ δικαιοσύνη.

Παρ. 8,18                 Εις εμέ υπάρχει και ανήκει ο πλούτος και η δόξα. Δι εμού επιτυγχάνεται η απόκτησις πολλών αγαθών και της αρετής.

Παρ. 8,19          βέλτιον ἐμὲ καρπίζεσθαι ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον, τὰ δὲ ἐμὰ γεννήματα κρείσσω ἀργυρίου ἐκλεκτοῦ.

Παρ. 8,19                 Είναι καλύτερον να δρέπη κανείς και απολαμβάνη τους ιδικούς μου καρπούς, παρά να θησαυρίζη χρυσόν και πολυτίμους λίθους. Τα ιδικά μου δώρα είναι ασυγκρίτως ανώτερα, από τον πλέον εκλεκτόν και ανόθευτον άργυρον.

Παρ. 8,20          ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης περιπατῶ καὶ ἀνὰ μέσον τρίβων δικαιοσύνης ἀναστρέφομαι,

Παρ. 8,20                 Περιπατώ πάντοτε στους δρόμους της αρετής, αναστρέφομαι διαρκώς και ευρίσκομαι στους δρόμους της δικαιοσύνης·

Παρ. 8,21          ἵνα μερίσω τοῖς ἐμὲ ἀγαπῶσιν ὕπαρξιν καὶ τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν ἐμπλήσω ἀγαθῶν. ἐὰν ἀναγγείλω ὑμῖν τὰ καθ᾿ ἡμέραν γινόμενα, μνημονεύσω τὰ ἐξ αἰῶνος ἀριθμῆσαι.

Παρ. 8,21                 δια να μοιράζω εις όσους με αγαπούν αληθινόν πλούτον· να γεμίζω τα θησαυροφυλάκιά των με πλήθος αγαθών. Ακούσατέ με, λοιπόν, με προσοχήν, εάν αναγγείλω εις σας όλα όσα αγαθά έργα κάθε ημέραν γίνονται από εμέ. Θα σας υπενθυμίσω επί πλέον ένα προς ένα, όσα δια μέσου των αιώνων έχουν γίνει.

Παρ. 8,22          Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ,

Παρ. 8,22                 Εμέ, την ενυπόστατον Σοφίαν, τον Υιόν και Λογον, ο Θεός και πατήρ μου, με εγέννησεν άναρχον προ πάντων των αιώνων. Και με κατέστησεν εν χρόνω δημιουργόν του σύμπαντος κόσμου.

Παρ. 8,23          πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ με ἐν ἀρχῇ, πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι

Παρ. 8,23                 Προαιωνίως, προ πάσης δημιουργίας, πριν ακόμη δημιουργηθή η γη, με ώρισε θεμέλιον και αρχήν των πάντων.

Παρ. 8,24          καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσους ποιῆσαι, πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων,

Παρ. 8,24                 Και πριν δημιουργήση τους ωκεανούς και τας θαλάσσας, πριν ακόμη αρχίσουν αι πηγαί να αναβλύζουν το ύδωρ επί της γης,

Παρ. 8,25          πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με.

Παρ. 8,25                 πριν εδραιωθούν αμετακίνητα τα όρη τα υψηλά εις τας θέσεις των και τα βουνά, με εγέννησε προαιωνίως και ανάρχως.

Παρ. 8,26          Κύριος ἐποίησε χώρας καὶ ἀοικήτους καὶ ἄκρα οἰκούμενα τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν.

Παρ. 8,26                 Ο Κυριος εδημιούργησε τας χώρας, που κατοικούνται και τας ακατοίκητους περιοχάς και τα πέρατα της οικουμένης, η οποία εκτείνεται κάτω από τον ουρανόν.

Παρ. 8,27          ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ ὅτε ἀφώριζε τὸν ἑαυτοῦ θρόνον ἐπ᾿ ἀνέμων·

Παρ. 8,27                 Οταν εδημιουργούσε και ενηρμόνιζε το ουράνιον σύμπαν, ήμουν εγώ μαζή με αυτόν, όπως και όταν ώριζε και εστήριζε τον θρόνον του επί πτερύγων ανέμων·

Παρ. 8,28          ἡνίκα ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ ἄνω νέφη, καὶ ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ᾿ οὐρανὸν

Παρ. 8,28                 και όταν εστερέωνε επάνω στον ουρανόν τα ελαφρότατα νέφη, δια να κρατούν τους ωκεανούς των υδάτων και εξησφάλιζεν ετσι τας πηγάς των υδάτων κάτω εις την γην.

Παρ. 8,29          καὶ ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς,

Παρ. 8,29                 Οταν ισχυρά και ακλόνητα έκαμνε τα θεμέλια της γης,

Παρ. 8,30          ἤμην παρ᾿ αὐτῷ ἁρμόζουσα. ἐγὼ ἤμην ᾗ προσέχαιρε, καθ᾿ ἡμέραν δὲ εὐφραινόμην ἐν προσώπῳ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ,

Παρ. 8,30                 εγώ ευρισκόμην πλησίον του και ενηρμόνιζα τα πάντα. Εγώ υπήρξα πάντοτε δι' αυτόν η μόνιμος χαρά και μακαριότης του. Προαιωνίως δέ, και ειδικώτερα κατά το διάστημα της δημιουργίας, εγώ απήλαυα την χαράν και την τέρψιν του προσώπου του·

Παρ. 8,31          ὅτε ἐνευφραίνετο τὴν οἰκουμένην συντελέσας, καὶ ἐνευφραίνετο ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων.

Παρ. 8,31                  μάλιστα δε τότε, που είχεν αποπερατώσει την δημιουργίαν και την οικουμένην, και ηυφραίνετο βλέπων τα πάντα καλά λίαν. Και επί πάσι τούτοις ηυφραίνετο βλέπων τους υιούς των ανθρώπων της γης.

Παρ. 8,32          νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου καὶ μακάριοι, οἳ ὁδούς μου φυλάσσοντες,

Παρ. 8,32                 Τωρα, λοιπόν, παιδί μου, άκουε και βάλε μέσα εις την καρδιά σου αυτά τα οποία εγώ, η ενυπόστατος Σοφία, σε εδίδαξα. Και έχε υπ' όψιν σου ότι είναι μακάριοι αυτοί, που σαν παιδιά μου φυλάσσουν τας εντολάς μου.

Παρ. 8,33          ἀκούσατε παιδείαν καὶ σοφίσθητε καὶ μὴ ἀποφραγῆτε.

Παρ. 8,33                 Ακούσατε, λοιπόν, όλοι την παιδαγωγούσαν και μορφώνουσαν σοφίαν και γίνετε πραγματικώς σοφοί. Μη φράσσετε τα ώτα σας και μη κλείετε την καρδιά σας εις την θείαν σοφίαν.

Παρ. 8,34          μακάριος ἀνήρ, ὃς εἰσακούεταί μου, καὶ ἄνθρωπος, ὃς τὰς ἐμὰς ὁδοὺς φυλάξει ἀγρυπνῶν ἐπ᾿ ἐμαῖς θύραις καθ᾿ ἡμέραν, τηρῶν σταθμοὺς ἐμῶν εἰσόδων·

Παρ. 8,34                 Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος θα ακούση και θα υπακούση εις εμέ, θα φυλάξη τας εντολάς μου και άγρυπνος κάθε ημέραν στο κατώφλι των θυρών του ναού μου θα παρακολουθώ με προσοχήν τας εισόδους μου.

Παρ. 8,35          αἱ γὰρ ἔξοδοί μου ἔξοδοι ζωῆς, καὶ ἑτοιμάζεται θέλησις παρὰ Κυρίου.

Παρ. 8,35                 Διότι αι πορείαι μου και αι κατευθύνσεις μου οδηγούν εις μακαρίαν ζωήν. Δι' αυτόν, που τας ακολουθεί, ετοιμάζεται πλουσιοπάροχος ευμένεια εκ μέρους του Κυρίου.

Παρ. 8,36          οἱ δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς ἐμὲ ἀσεβοῦσιν εἰς τὰ ἑαυτῶν ψυχάς, καὶ οἱ μισοῦντές με ἀγαπῶσι θάνατον.

Παρ. 8,36                 Εξ αντιθέτου, όσοι αμαρτάνουν απέναντί μου, ασεβούν εις την πραγματικότητα και βλάπτουν την αθάνατον ψυχήν των· και όσοι με μισούν και με αποστρέφονται αγαπούν τον θάνατον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗ

Παρ. 9,1            Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά·

Παρ. 9,1                    Η σοφία οικοδόμησε δια τον εαυτόν της οίκον, τον οποίον εστήριξεν εις επτά, εις πολλούς στερεούς και ακλόνητους στύλους

Παρ. 9,2            ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς οἶνον καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν·

Παρ. 9,2                   Δια την πλουσίαν τράπεζαν, την οποίαν θα παρέθετε στους συνδαιτυμόνας της, έσφαξε τα σφάγιά της και εγέμισε μεγάλον οινοδοχείον με τον οίνον της και ητοίμασε την πλουσίαν τράπεζάν της.

Παρ. 9,3            ἀπέστειλε τοὺς ἑαυτῆς δούλους συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα·

Παρ. 9,3                   Και αφού τα πάντα ητοιμάσθησαν, έστειλε τους υπηρέτας της, τους κήρυκας της αληθείας, προσκαλούσα με μεγαλειώδες έντονον κήρυγμα να προσέλθουν, όσοι ήθελαν, να πίουν από τον έκλεκτον οίνον του οινοδοχείου της. Και έλεγεν·

Παρ. 9,4            ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός με· καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπεν·

Παρ. 9,4                   “εκείνος, που δεν έχει αποκτήσει σοφίαν και σύνεσιν, ας έλθη προς εμέ”. Και εις εκείνους, οι οποίοι είναι πτωχοί από απόψεως νοητικών ικανοτήτων, είπεν·

Παρ. 9,5            ἔλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν·

Παρ. 9,5                   “ελάτε να φάγετε από τους άρτους μου και να πίετε από το κρασί, το οποίον εγώ σας έχω κεράσει,

Παρ. 9,6            ἀπολείπετε ἀφροσύνην, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε, καὶ ζητήσατε φρόνησιν, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν.

Παρ. 9,6                   Αφήσατε την ανοησίαν και απερισκεψίαν, εις την οποίαν σας προσκαλεί η αμαρτία, και ελάτε μαζή μου, δια να βασιλεύσετε με εμέ αιωνίως. Ζητήσατε και επιδιώξατε την φρόνησιν, που εγώ παρέχω, και αγωνισθήτε, δια να επιτύχετε να γίνετε εν γνώσει συνετοί.

Παρ. 9,7            Ὁ παιδεύων κακοὺς λήψεται ἑαυτῷ ἀτιμίαν· ἐλέγχων δὲ τὸν ἀσεβῆ μωμήσεται ἑαυτόν.

Παρ. 9,7                   Εκείνος που θα θελήση να παιδαγωγήση τους αμετανοήτως κακούς, θα εξευτελισθή και θα υβρισθή από αυτούς. Εκείνος που θέλει να υποδείξη τα σφάλματα και να ελέγξη τον κακόν, θα επισύρη συκοφαντίας και αδίκους κατηγορίας εναντίον του.

Παρ. 9,8            μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε· ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε.

Παρ. 9,8                   Μη ελέγχης, λοιπόν, τους κακούς, δια να μη σε μισήσουν. Ελεγχε και υπόδειξε το ορθόν στον συνετόν και μυαλωμένον, και αυτός θα σε αγαπήση.

Παρ. 9,9            δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται· γνώριζε δικαίῳ, καὶ προσθήσει τοῦ δέχεσθαι.

Παρ. 9,9                   Με τας υποδείξεις σου δίδε στον σοφόν αφορμήν διορθώσεώς του και βελτιώσεως, και θα γίνη σοφώτερος και συνετώτερος. Καμε γνωστάς στον δίκαιον τας ατελείας του και αυτός ευγνωμόνως θα δέχεται ακόμη προθυμότερον τας συμβουλάς σου.

Παρ. 9,10          ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, καὶ βουλὴ ἁγίων σύνεσις, τὸ δὲ γνῶναι νόμον διανοίας ἐστὶν ἀγαθῆς·

Παρ. 9,10                 Αρχή και θεμέλιον της αληθινής σοφίας είναι η ευλάβεια και ο φόβος του Κυρίου. Ποθος δε και θέλησις των αγίων είναι η κατά Θεόν σύνεσις. Η δε κατανόησις του θείου νόμου είναι δείγμα καλοπροαίρετου και φωτισμένης διανοίας.

Παρ. 9,11          τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ πολὺν ζήσεις χρόνον, καὶ προστεθήσεταί σοι ἔτη ζωῆς σου.

Παρ. 9,11                  Με αυτόν τον τρόπον, με την ευλάβειαν και υπακοήν σου προς τον Θεόν, θα ζήσης πολύν χρόνον και θα προστεθούν εις σε εκ μέρους του Θεού πολλά χρόνια ζωής.

Παρ. 9,12          υἱέ, ἐὰν σοφὸς γένῃ σεαυτῷ, σοφὸς ἔση καὶ τοῖς πλησίον· ἐὰν δὲ κακὸς ἀποβῇς, μόνος ἂν ἀντλήσεις κακά. ὃς ἐρείδεται ἐπὶ ψεύδεσιν, οὗτος ποιμαίνει ἀνέμους, ὁ δ᾿ αὐτὸς διώξεται ὄρνεα πετόμενα· ἀπέλιπε γὰρ ὁδοὺς τοῦ ἑαυτοῦ ἀμπελῶνος, τοὺς δὲ ἄξονας τοῦ ἰδίου γεωργίου πεπλάνηται· διαπορεύεται δὲ δι᾿ ἀνύδρου ἐρήμου καὶ γῆν διατεταγμένην ἐν διψώδεσι, συνάγει δὲ χερσὶν ἀκαρπίαν.

Παρ. 9,12                 Παιδί μου, εάν γίνης κατά Θεόν σοφός, θα είσαι καλός δια τον εαυτόν σου, καλός δε και δια τον πλησίον σου. Εάν όμως γίνης κακός, τας συνεπείας και τας οδύνας της κακίας σου θα τας συσσωρεύης μόνος σου επάνω σου. Οποιος στηρίζεται στο ψεύδος, ποιμαίνει ανέμους, ματαιοπονεί. Αυτός είναι σαν να κυνηγά πουλιά, που πετούν στον αέρα και είναι άπιαστα. Αδίκως κοπιάζει. Ο οκνηρός και ασύνετος, που εγκατέλειψε τον δρόμον, ο οποίος οδηγεί στο αμπέλι του, και περιεπλανήθη μακράν των δρόμων, που οδηγούν στον ιδικόν του αγρόν, όπου είχε καθήκον να εργασθή, αυτός βαδίζει ετσι δια μέσου μιας ερήμου και ανύδρου περιοχής, δια μέσου ενός τόπου, που ευρίσκεται εις ξηράς και διψασμένος περιοχάς, μαζεύει με τα χέρια του ακαρπίαν, δηλαδή το τίποτε.

Παρ. 9,13          Γυνὴ ἄφρων καὶ θρασεῖα ἐνδεὴς ψωμοῦ γίνεται, ἣ οὐκ ἐπίσταται αἰσχύνην.

Παρ. 9,13                  Η ασύνετος, η διεφθαρμένη και η αδιάντροπος γυναίκα φθάνει μέχρι του σημείου να στερήται και από αυτό το ψωμί της και να πεινάς. Αυτή δεν ξέρει, τι θα πη εντροπή και σεμνότης.

Παρ. 9,14          ἐκάθισεν ἐπὶ θύραις τοῦ ἑαυτῆς οἴκου, ἐπὶ δίφρου ἐμφανῶς ἐν πλατείαις,

Παρ. 9,14                 Εκάθησεν εμπρός από την θύραν του σπιτιού της, επάνω εις υψηλόν κάθισμα, ώστε να φαίνεται από τους άνδρας, που ευρίσκονται εις τας πλατείας,

Παρ. 9,15          προσκαλουμένη τοὺς παριόντας καὶ κατευθύνοντας ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν·

Παρ. 9,15                  προσκαλεί αυτούς, που διέρχονται και βαδίζουν κατ' ευθείαν τον δρόμον των, λέγουσα·

Παρ. 9,16          ὅς ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατος, ἐκκλινάτω πρός με καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρονήσεως παρακελεύομαι λέγουσα·

Παρ. 9,16                 “όποιος από σας είναι ανοητότατος και ηλίθιος, ας έλθη κοντά μου. Και αυτούς, οι οποίοι στερούνται και της στοιχειώδους συνέσεως και γνώσεως προτρέπω και τους λέγω·

Παρ. 9,17          ἄρτων κρυφίων ἡδέως ἅψασθε καὶ ὕδατος κλοπῆς γλυκεροῦ.

Παρ. 9,17                  πιάστε και πάρτε στα χέρια σας το κρυφό ψωμί μου και τα απηγορευμένα φαγητά μου. Πιέτε το νοστιμώτατο κλεμμένο νερό μου”!

Παρ. 9,18          ὁ δὲ οὐκ οἶδεν ὅτι γηγενεῖς παρ᾿ αὐτῇ ὄλλυνται, καὶ ἐπὶ πέταυρον ᾅδου συναντᾷ.

Παρ. 9,18                 Ο άνδρας, που ελκύεται από τα λόγια της και πηγαίνει κοντά της, δεν γνωρίζει ότι οι υλόφρονες και σαρκολάτραι ευρίσκουν εκεί την απώλειαν, και ότι η συνάντησίς της είναι παγίδα, η οποία οδηγεί εις τας εισοδους του άδου.

Παρ. 9,18α         ἀλλὰ ἀποπήδησον, μὴ χρονίσῃς ἐν τῷ τόπῳ, μηδὲ ἐπιστήσῃς τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτήν·

Παρ. 9,18α                Συ όμως εκτινάξου με μεγάλα πηδήματα μακράν από αυτήν και μη σταματήσης ουδέ επ' ελάχιστον χρόνον στον τόπον εκείνον. Ούτε δε και να προσηλώσης το βλέμμα σου προς αυτήν.

Παρ. 9,18β         οὕτως γὰρ διαβήσῃ ὕδωρ ἀλλότριον καὶ ὑπερβήσῃ ποταμὸν ἀλλότριον·

Παρ. 9,18β               Ετσι όταν συμπεριφερθής και πράξης, θα περάσης, χωρίς να εγγίσης το ξένον και απηγορευμένον αυτό νερό. Θα διαβής τον επικίνδυνον αυτόν ξένον ποταμόν ασφαλής.

Παρ. 9,18γ         ἀπὸ δὲ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπόσχου καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίῃς,

Παρ. 9,18γ               Κράτησε τον εαυτόν σου μακρυά από τα ξένα δολερά ύδατα της αμαρτωλής χαράς και μη πίης νερό από ξένην πηγήν. Μην θελήσης να απολαύσης χαράν με αμαρτωλήν γυναίκα,

Παρ. 9,18δ         ἵνα πολὺν ζήσῃς χρόνον, προστεθῇ δέ σοι ἔτη ζωῆς.

Παρ. 9,18δ               δια να ζήσης ετσι επί πολύν χρόνον και να προστεθούν εις σε πολλά έτη.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31