ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΝΕΕΜΙΑΣ- ΚΕΦ. 1-6

 

 

Η ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- ΘΛΙΒΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΘΕΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                              Θλιβερή κατάστασις των επαναπατρισθέντων στην Ιερουσαλήμ

Νεεμ. 1,1           Λόγοι Νεεμία υἱοῦ Ἀχαλία, καὶ ἐγένετο ἐν μηνὶ Χασελεῦ ἔτους εἰκοστοῦ καὶ ἐγὼ ἤμην ἐν Σουσὰν ἀβιρά,

Νεεμ. 1,1                   Λογοι και έργα του Νεεμίου, υιού του Αχαλία. Κατά τον μήνα Χασελεύ και το εικοστόν έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου ευρισκόμην εγώ εις τα Σούσα, στο ωχυρωμένον βασιλικόν ανάκτορον.

Νεεμ. 1,2           καὶ ἦλθεν Ἀνανὶ εἷς ἀπὸ ἀδελφῶν μου, αὐτὸς καὶ ἄνδρες Ἰούδα, καὶ ἠρώτησα αὐτοὺς περὶ τῶν σωθέντων, οἳ κατελείφθησαν ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας καὶ περὶ Ἱερουσαλήμ,

Νεεμ. 1,2                   Ηλθε τότε προς εμέ ο Ανανί, ένας από τους αδελφούς μου, μαζή δέ με αυτόν και μερικοί άλλοι άνδρες της φυλής Ιούδα, και τους ηρώτησα δια τους απομείναντας εκ της αιχμαλωσίας και τους επαναπατρισθέντας Ιουδαίους, καθώς και δια την Ιερουσαλήμ.

Νεεμ. 1,3           καὶ εἴποσαν πρός με· οἱ καταλειπόμενοι οἱ καταλειφθέντες ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκεῖ ἐν τῇ χώρᾳ ἐν πονηρίᾳ μεγάλῃ καὶ ἐν ὀνειδισμῷ, καὶ τείχη Ἱερουσαλὴμ καθῃρημένα, καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς ἐνεπρήσθησαν ἐν πυρί.

Νεεμ. 1,3                   Εκείνοι μου απήντησαν· “οι απομείναντες και οι ελευθερωθέντες από την αιχμαλωσίαν ευρίσκονται τώρα εις την χώραν της Ιουδαίας υπό το κράτος μεγάλης θλίψεως και εξευτελισμού, διότι τα τείχη της Ιερουσαλήμ είναι κρημνισμένα, αι δε πύλαι αυτής έχουν κατακαή”.

Νεεμ. 1,4           καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀκοῦσαί με τοὺς λόγους τούτους ἐκάθισα καὶ ἔκλαυσα καὶ ἐπένθησα ἡμέρας καὶ ἤμην νηστεύων καὶ προσευχόμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ

Νεεμ. 1,4                   Οταν εγώ ήκουσα τα λόγια αυτά, εκάθησα και έκλαυσα, επένθησα επί αρκετάς ημέρας, ενήστευσα και προσηυχόμην ενώπιον του Θεού του ουρανού.

Νεεμ. 1,5           καὶ εἶπα· μὴ δή, Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ἰσχυρός, ὁ μέγας καὶ φοβερός, φυλάσσων τὴν διαθήκην καὶ τὸ ἔλεός σου τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ·

Νεεμ. 1,5                   Και είπα· Κυριε, συ ο οποίος είσαι ο Θεός του ουρανού, μη απόστρεψης το πρόσωπόν σου με οργήν από ημάς. Συ είσαι ο ισχυρός, ο μέγας, ο φοβερός, συ τηρείς την υπόσχεσίν σου και παρέχστο έλεός σου εις εκείνους, οι οποίοι σε αγαπούν και εφαρμόζουν τας εντολάς σου. Αλλά επίβλεψον με ευμένειαν προς ημάς.

Νεεμ. 1,6           ἔστω δὴ τὸ οὖς σου προσέχον καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ἀνεῳγμένοι τοῦ ἀκοῦσαι προσευχὴν τοῦ δούλου σου, ἣν ἐγὼ προσεύχομαι ἐνώπιόν σου σήμερον ἡμέραν καὶ νύκτα περὶ υἱῶν Ἰσραὴλ δούλων σου. καὶ ἐξαγορεύσω ἐπὶ ἁμαρτίαις υἱῶν Ἰσραήλ, ἃς ἡμάρτομέν σοι. καὶ ἐγὼ καὶ ὁ οἶκος πατρός μου ἡμάρτομεν·

Νεεμ. 1,6                   Ας είναι τα αυτιά σου προσεκτικά και οι οφθαλμοί σου ανοικτοί εις την προσευχήν, την οποίαν εγώ πάντοτε ενώπιόν σου απευθύνω ημέραν και νύκτα, δια τους δούλους σου τους Ισραηλίτας. Θα εξομολογηθώ τας αμαρτίας των Ισραηλιτών, τας οποίας όλοι διεπράξαμεν. Και εγώ προσωπικώς και ο οίκος του πατρός μου, ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου.

Νεεμ. 1,7           διαλύσει διελύσαμεν πρός σε· καὶ οὐκ ἐφυλάξαμεν τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματα καὶ τὰ κρίματα, ἃ ἐνετείλω τῷ Μωυσῇ παιδί σου.

Νεεμ. 1,7                   Με απεριγραπτον ασέβειαν εφέρθημεν προς σέ. Δεν ετηρήσαμεν τας εντολάς σου και τα προστάγματά σου και τους νόμους σου, όσα συ δια μέσου του Μωϋσέως, του δούλου σου, διέταξες.

Νεεμ. 1,8           μνήσθητι δὴ τὸν λόγον, ὃν ἐνετείλω τῷ Μωυσῇ παιδί σου λέγων· ὑμεῖς ἐὰν ἀσυνθετήσητε, ἐγὼ διασκορπιῶ ὑμᾶς ἐν τοῖς λαοῖς·

Νεεμ. 1,8                   Ενθυμήσου, λοιπόν, Κυριε, τον λόγον, τον οποίον δια του δούλου σου του Μωϋσέως διέταξες λέγων· “εάν σεις παραβήτε τας εντολάς μου, εγώ θα σας διασκορπίσω ανάμεσα εις ξένους λαούς.

Νεεμ. 1,9           καὶ ἐὰν ἐπιστρέψητε πρός με καὶ φυλάξητε τὰς ἐντολάς μου καὶ ποιήσητε αὐτάς, ἐὰν ᾖ ἡ διασπορὰ ὑμῶν ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, ἐκεῖθεν συνάξω αὐτοὺς καὶ εἰσάξω αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον, ὃν ἐξελεξάμην κατασκηνῶσαι τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ.

Νεεμ. 1,9                   Εάν όμως μετανοήσετε και επιστρέψετε προς εμέ και τηρήσετε τας εντολάς μου και εφαρμόσετε αυτάς, έστω και εάν ήσθε διασκορπισμένοι εις τα άκρα του ουρανού, εγώ και από εκεί θα σας συγκεντρώσω πάλιν και θα σας επαναφέρω στον τόπον, τον οποίον εξέλεξα να κατοική και να δοξάζεται εκεί το Ονομά μου.

Νεεμ. 1,10         καὶ αὐτοὶ παῖδές σου καὶ λαός σου, οὓς ἐλυτρώσω ἐν τῇ δυνάμει σου τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου τῇ κραταιᾷ.

Νεεμ. 1,10                 Δούλοι σου και λαός σου είναι αυτοί, τους οποίους συ απηλευθέρωσες από την αιχμαλωσίαν με την παντοδυναμίαν σου και με την ακατανίκητον δεξιάν σου.

Νεεμ. 1,11         μὴ δή, Κύριε· ἀλλὰ ἔστω τὸ οὖς σου προσέχον εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ δούλου σου καὶ εἰς τὴν προσευχὴν παίδων σου τῶν θελόντων φοβεῖσθαι τὸ ὄνομά σου· καὶ εὐόδωσον δὴ τῷ παιδί σου σήμερον καὶ δὸς αὐτὸν εἰς οἰκτιρμοὺς ἐνώπιον τοῦ ἀνδρὸς τούτου. καὶ ἐγὼ ἤμην οἰνοχόος τῷ βασιλεῖ.

Νεεμ. 1,11                  Μη, λοιπόν, Κυριε, μας εγκατάλείψης τώρα. Αλλά ας είναι τα αυτιά σου προσεκτικά εις την προσευχήν εμού του δούλου σου και εις την προσευχήν των δούλων σου των Ιουδαίων, οι οποίοι θέλουν να ευλαβούνται το Ονομά σου. Ευώδωσε, σε παρακαλώ, σήμερον εμέ τον δούλον σου και δώρισε εις εμέ την χάριν σου, ώστε να εύρω έλεος και ευμενή υποδοχήν ενώπιον του βασιλέως τούτου”. Τοτε ήμην εγώ αρχιοινοχόος του βασιλέως.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΤΑΞΕΡΞΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΕΕΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                               Άδεια του Αρταξέρξη προς το Νεεμία για την ανοικοδόμηση των τοιχών της Ιερουσαλήμ

Νεεμ. 2,1           Καὶ ἐγένετο ἐν μηνὶ Νισὰν ἔτους εἰκοστοῦ Ἀρθασασθὰ βασιλεῖ καὶ ἦν ὁ οἶνος ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ ἔλαβον τὸν οἶνον καὶ ἔδωκα τῷ βασιλεῖ, καὶ οὐκ ἦν ἕτερος ἐνώπιον αὐτοῦ.

Νεεμ. 2,1                   Κατά τον μήνα Νισάν του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξου ευρίσκετο ενώπιόν μου ο οίνος, τον οποίον επρόκειτο να δώσω στον βασιλέα. Επήρα, λοιπόν, τον οίνον αυτόν και τον προσέφερα στον βασιλέα. Κανένας άλλος δεν ευρίσκετο την ώραν εκείνην ενώπιον του βασιλέως.

Νεεμ. 2,2           καὶ εἶπέ μοι ὁ βασιλεύς· διατί τὸ πρόσωπόν σου πονηρὸν καὶ οὐκ εἶ μετριάζων; καὶ οὐκ ἔστι τοῦτο, εἰ μὴ πονηρία καρδίας. καὶ ἐφοβήθην πολὺ σφόδρα,

Νεεμ. 2,2                  Ο βασιλεύς με ηρώτησε· “διατί το πρόσωπόν σου είναι σκυθρωπόν και δεν είσαι ειρηνικός; Τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά κάποια ταραχή εις την καρδίαν σου”. Από τον λόγον αυτόν του βασιλέως εφοβήθηκα πάρα πολύ.

Νεεμ. 2,3           καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ· ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν αἰῶνα ζήτω· διατί οὐ μὴ γένηται πονηρὸν τὸ πρόσωπόν μου, διότι ἡ πόλις, οἶκος μνημείων πατέρων μου, ἠρημώθη καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς κατεβρώθησαν ἐν πυρί;

Νεεμ. 2,3                  Αλλά απήντησα στον βασιλέα· “ας ζήση χρόνους πολλούς ο βασιλεύς. Πως να μη είναι περίλυπον το πρόσωπόν μου, αφού η πόλις, όπου υπάρχουν οι τάφοι των προγόνων μου, είναι ερημωμένη και αι πύλαι της πόλεως αυτής έχουν καταφαγωθή από το πυρ;”

Νεεμ. 2,4           καὶ εἶπέ μοι ὁ βασιλεύς· περὶ τίνος τοῦτο σὺ ζητεῖς; καὶ προσηυξάμην πρὸς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ

Νεεμ. 2,4                  Ο βασιλεύς με ηρώτησε· “τι είναι αυτό, το οποίον συ ζητείς;” Εγώ προσηυχήθην εσωτερικώς προς τον Θεόν του ουρανού

Νεεμ. 2,5           καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ· εἰ ἐπὶ τὸν βασιλέα ἀγαθόν, καὶ εἰ ἀγαθυνθήσεται ὁ παῖς σου ἐνώπιόν σου ὥστε πέμψαι αὐτὸν ἐν Ἰούδᾳ εἰς πόλιν μνημείων πατέρων μου, καὶ ἀνοικοδομήσω αὐτήν.

Νεεμ. 2,5                  και είπα στον βασιλέα· “εάν ο βασιλεύς το ευρίσκη καλόν και εάν εγώ ο δούλος σου απολαμβάνω την αγαθότητά σου και την ευμένειάν σου, ζητώ να με αποστείλης εις την Ιουδαίαν, εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, όπου υπάρχουν οι τάφοι των προγόνων μου, δια να την ανοικοδομήσω”.

Νεεμ. 2,6           καὶ εἶπέ μοι ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ παλλακὴ ἡ καθημένη ἐχόμενα αὐτοῦ· ἕως πότε ἔσται ἡ πορεία σου καὶ πότε ἐπιστρέψεις; καὶ ἠγαθύνθη ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπέστειλέ με, καὶ ἔδωκα αὐτῷ ὅρον,

Νεεμ. 2,6                  Ο βασιλεύς, πλησίον του οποίου εκάθητο η δευτέρας σειράς σύζυγός του, με ηρώτησε· “πόσον θα διαρκέση η πορεία σου; Και πότε θα επιστρέψης;” Ο βασιλεύς έδειξεν ευμένειαν απέναντί μου, ενέκρινε το ταξίδιόν μου και μου έδωσε την άδειαν να αναχωρήσω. Εγώ δε ώρισα τον χρόνον της επανόδου μου.

Νεεμ. 2,7           καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ· εἰ ἐπὶ τὸν βασιλέα ἀγαθόν, δότω μοι ἐπιστολὰς πρὸς τοὺς ἐπάρχους πέραν τοῦ ποταμοῦ ὥστε παραγαγεῖν με, ἕως ἔλθω ἐπὶ Ἰούδαν,

Νεεμ. 2,7                  Και είπα στον βασιλέα· “εάν φαίνεται καλόν και αγαθόν στον βασιλέα, ας μου δώση συστατικάς επιστολάς προς τους πέραν του ποταμού Ευφράτου διοικητάς, ώστε να με αφήσουν να περάσω, έως ότου φθάσω εις την Ιουδαίαν.

Νεεμ. 2,8           καὶ ἐπιστολὴν ἐπὶ Ἀσὰφ φύλακα τοῦ παραδείσου, ὅς ἐστι τῷ βασιλεῖ, ὥστε δοῦναί μοι ξύλα στεγάσαι τὰς πύλας καὶ εἰς τὸ τεῖχος τῆς πόλεως καὶ εἰς οἶκον, ὃν εἰσελεύσομαι εἰς αὐτόν. καὶ ἔδωκέ μοι ὁ βασιλεὺς ὡς χεὶρ Θεοῦ ἡ ἀγαθή.

Νεεμ. 2,8                  Και μίαν άλλην επιστολήν προς τον Ασάφ, τον φύλακα του δάσους, που ανήκει εις σε τον βασιλέα, ώστε να μου δώση ξύλα να στεγάσω τας πύλας του τείχους και δι' αυτό τούτο το τείχος της πόλεως και δια τον ιδικόν μου οίκον, στον οποίον θα εγκατασταθώ”. Ο βασιλεύς μου έδωσε τας επιστολάς αυτάς και τούτο, διότι το αγαθόν και προστατευτικόν χέρι του Θεού ήτο επάνω μου.

Νεεμ. 2,9           καὶ ἦλθον πρὸς τοὺς ἐπάρχους πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔδωκα αὐτοῖς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ ἐμοῦ ὁ βασιλεὺς ἀρχηγοὺς δυνάμεως καὶ ἱππεῖς.

Νεεμ. 2,9                  Ηλθα στους διοικητάς του βασιλέως, που ευρίσκοντο εις την πέραν του ποταμού Ευφράτου χώραν, και παρέδωκα προς αυτούς τας επιστολάς του βασιλέως. Ο δε βασιλεύς είχε στείλει μαζή μου στρατιωτικούς αρχηγούς και ιππείς.

Νεεμ. 2,10         καὶ ἤκουσε Σαναβαλλὰτ ὁ Ἀρωνὶ καὶ Τωβία ὁ δοῦλος Ἀμμωνί, καὶ πονηρὸν αὐτοῖς ἐγένετο ὅτι ἥκει ὁ ἄνθρωπος ζητῆσαι ἀγαθὸν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ.

Νεεμ. 2,10                Οταν επληροφορήθη ο Σαναβαλλάτ, ο Αρωνίτης και ο Τωβίας ο δούλος του ο Αμμωνίτης αυτά, ότι δηλαδή ήλθεν άνθρωπος από την Περσίαν να βοηθήση τους Ισραηλίτας, τα εθεώρησαν πολύ κακά.

Νεεμ. 2,11         Καὶ ἦλθον εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤμην ἐκεῖ ἡμέρας τρεῖς.

Νεεμ. 2,11                 Εγώ ήλθα εις την Ιερουσαλήμ και ανεπαύθην εκεί τρεις ημέρας.

Νεεμ. 2,12         καὶ ἀνέστην νυκτὸς ἐγὼ καὶ ἄνδρες ὀλίγοι μετ᾿ ἐμοῦ· καὶ οὐκ ἀπήγγειλα ἀνθρώπῳ τί ὁ Θεὸς δίδωσιν εἰς καρδίαν μου τοῦ ποιῆσαι μετὰ τοῦ Ἰσραήλ, καὶ κτῆνος οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ τὸ κτῆνος, ᾧ ἐγὼ ἐπιβαίνω ἐπ᾿ αὐτῷ.

Νεεμ. 2,12                Κατόπιν κατά την νύκτα εσηκώθηκα εγώ και ολίγοι άνδρες, οι οποίοι ήσαν μαζή μου. Δεν εγνωστοποίησα όμως εις κανένα άνθρωπον, ποίας αποφάσεις είχε θέσει ο Θεός εις την καρδίαν μου, δια να τας πραγματοποιήσω εις όφελος του ισραηλιτικού λαού. Κανένα άλλο μεταγωγικόν ζώον δεν είχα, πλην εκείνου στο οποίον εγώ επέβαινα.

Νεεμ. 2,13         καὶ ἐξῆλθον ἐν πύλῃ τοῦ Γωληλὰ καὶ πρὸς στόμα πηγῆς τῶν συκῶν καὶ εἰς πύλην τῆς κοπρίας καὶ ἤμην συντρίβων ἐν τῷ τείχει Ἱερουσαλήμ, ὃ αὐτοὶ καθαιροῦσι καὶ πύλαι αὐτῆς κατεβρώθησαν πυρί.

Νεεμ. 2,13                Εβγήκα, λοιπόν, από την πύλην του τείχους, η οποία ωνομάζετο Γωληλά και διηυθύνθην στο στόμιον της πηγής των συκιών προς την πύλην της κοπρίας. Εκεί παρέμεινα και παρατηρούσα το τείχος της Ιερουσαλήμ, το οποίον εκείνοι είχαν κρημνίσει και τας πύλας της, αι οποίαι είχαν καταφαγωθή από το πυρ.

Νεεμ. 2,14         καὶ παρῆλθον ἐπὶ πύλην τοῦ Ἀΐν καὶ εἰς κολυμβήθραν τοῦ βασιλέως, καὶ οὐκ ἦν τόπος τῷ κτήνει παρελθεῖν ὑποκάτω μου.

Νεεμ. 2,14                Ηλθα εις την πύλην Αν και εις την δεξαμένην του βασιλέως. Δεν υπήρχεν όμως δίοδος να πέραση το υποζύγιον, επί του οποίου εγώ επέβαινα.

Νεεμ. 2,15         καὶ ἤμην ἀναβαίνων ἐν τῷ τείχει χειμάῤῥου νυκτὸς καὶ ἤμην συντρίβων ἐν τῷ τείχει, καὶ ἤμην ἐν πύλῃ τῆς φάραγγος καὶ ἐπέστρεψα.

Νεεμ. 2,15                Από εκεί, εν καιρώ νυκτός, ανέβηκα στο τείχος, το οποίον ήτο πλησίον του χειμάρρου. Εκεί παρέμεινα και παρετήρουν το τείχος. Κατόπιν δια της πύλης της φάραγγος επέστρεψα εκεί, από όπου εξεκίνησα.

Νεεμ. 2,16         τότε οἱ φυλάσσοντες οὐκ ἔγνωσαν τί ἐπορεύθην καὶ τί ἐγὼ ποιῶ, καὶ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς ἐντίμοις καὶ τοῖς στρατηγοῖς καὶ τοῖς καταλοίποις τοῖς ποιοῦσι τὰ ἔργα, ἕως τότε οὐκ ἀπήγγειλα.

Νεεμ. 2,16                Οι φρουροί δεν κατώρθωσαν να μάθουν, που μετέβην και τι έκαμα. Μέχρι δε εκείνης της ώρας δεν είχα ανακοινώσει τίποτε στους Ιουδαίους, στους ιερείς, στους επισήμους, στους αρχηγούς, ούτε και στον υπόλοιπον λαόν, οι οποίοι ησχολούντο με τα έργα.

Νεεμ. 2,17         καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς βλέπετε τὴν πονηρίαν ταύτην, ἐν ᾗ ἐσμεν ἐν αὐτῇ, πῶς Ἱερουσαλὴμ ἔρημος καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς ἐδόθησαν πυρί· δεῦτε καὶ διοικοδομήσωμεν τὸ τεῖχος Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἐσόμεθα ἔτι ὄνειδος.

Νεεμ. 2,17                Είπα μόνον εις αυτούς· “Βλέπετε σεις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα. Πως δηλαδή η Ιερουσαλήμ είναι ερημωμένη και αι πύλαι αυτής έχουν παραδοθή εις την φωτιάν. Εμπρός, λοιπόν, να ανοικοδομήσωμεν το τείχος της Ιερουσαλήμ, ώστε να μη είμεθα πλέον αντικείμενον εξευτελισμού και εμπαιγμού”.

Νεεμ. 2,18         καὶ ἀπήγγειλα αὐτοῖς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἥ ἐστιν ἀγαθὴ ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως, οὓς εἶπέ μοι, καὶ εἶπα· ἀναστῶμεν καὶ οἰκοδομήσωμεν. καὶ ἐκραταιώθησαν αἱ χεῖρες αὐτῶν εἰς τὸ ἀγαθόν.

Νεεμ. 2,18                Τοτε διηγήθην εις αυτούς ότι το προστατευτικόν χέρι του Θεού ευρίσκεται επάνω μου και τους ανέφερα τους λόγους του βασιλέως, αυτούς τους οποίους εκείνος μου είπε. Και τους είπα· “Ας οηκωθώμεν και ας ανοικοδομήσωμεν τα τείχη”. Επειτα από τα λόγιά μου αυτά ενεθαρρύνθησαν και ενισχύθησαν αυτοί στο καλόν τούτο έργον.

Νεεμ. 2,19         καὶ ἤκουσε Σαναβαλλὰτ ὁ Ἀρωνὶ καὶ Τωβία ὁ δοῦλος ὁ Ἀμμωνὶ καὶ Γησὰμ ὁ Ἀραβὶ καὶ ἐξεγέλασαν ἡμᾶς καὶ ἦλθον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ εἶπαν· τί τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὃ ὑμεῖς ποιεῖτε; ᾖ ἐπὶ τὸν βασιλέα ὑμεῖς ἀποστατεῖτε;

Νεεμ. 2,19                Οταν όμως επληροφρήθησαν τούτο ο Σαναδολλάτ ο Αρωνίτης και Τωβίας ο Αμμωνίτης ο δούλος και Γησάμ ο καταγόμενος από την Αραβίαν, μας ενέπαιξαν, ήλθον προς ημάς και μας είπαν· Τι είναι αυτό το οποίον σεις κάμνετε; Επαναστατείτε λοιπόν εναντίον του βασιλέως;

Νεεμ. 2,20         καὶ ἐπέστρεψα αὐτοῖς λόγον καὶ εἶπα αὐτοῖς· ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, αὐτὸς εὐοδώσει ἡμῖν, καὶ ἡμεῖς δοῦλοι αὐτοῦ καθαροί, καὶ οἰκοδομήσομεν· καὶ ὑμῖν οὐκ ἔστι μερὶς καὶ δικαιοσύνη καὶ μνημόσυνον ἐν Ἱερουσαλήμ.

Νεεμ. 2,20               Απήντησα προς αυτούς και τους είπα. Ο Θεός του ουρανού, αυτός θα κατευοδώση το έργον μας, διότι ημείς είμεθα οι αληθινοί και καθαροί δούλοι του και θα ανοικοδομήσωμεν την πόλιν μας. Σεις δεν έχετε κανένα μερίδιον εις αυτήν και κανένα δικαίωμα δια σας, άλλωστε, κανείς ποτέ λόγος δεν έγινεν εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Η ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                                Η ανοικοδόμηση του τείχους της Ιερουσαλήμ

Νεεμ. 3,1           Καὶ ἀνέστη Ἐλιασοὺβ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς καὶ ᾠκοδόμησαν τὴν πύλην τὴν προβατικήν. αὐτοὶ ἡγίασαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ ἕως πύργου τῶν ἑκατὸν ἡγίασαν ἕως πύργου Ἀναμεὴλ

Νεεμ. 3,1                   Εσηκώθη πρώτος ο αρχιερεύς Ελιασούβ και οι συγγενείς αυτού ιερείς και ανοικοδόμησαν την πύλην του τείχου την λεγομένην προβατικήν. Αυτοί έθεσα τας θύρας της και την καθιέρωσαν από του πύργου των εκατόν έως του πύργοι του Αναμεήλ.

Νεεμ. 3,2           καὶ ἐπὶ χεῖρας ἀνδρῶν υἱῶν Ἱεριχὼ καὶ ἐπὶ χεῖρας υἱῶν Ζακχούρ, υἱοῦ Ἀμαρί.

Νεεμ. 3,2                  Πλησίον αυτών ειργάσθησαν δια την ανοικοδόμησιν του τείχου άνδρες εκ της πόλεως Ιεριχώ, πλησίον δε των ανδρών αυτών ειργάσθησαν κα τα παιδιά του Ζακχούρ, υιού του Αμαρί.

Νεεμ. 3,3           καὶ τὴν πύλην τὴν ἰχθυηρὰν ᾠκοδόμησαν υἱοὶ Ἀσανά· αὐτοὶ ἐστέγασαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ κλεῖθρα αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς.

Νεεμ. 3,3                  Την πύλην του τείχους, η οποία ελέγετο ιχθυηρά, ανοικοδόμησαν οι υιοί του Ασανά. Οι ίδιοι την εστέγασαν, ετοποθέτησαν τας θύρας της και έθεσαν τα κλειδιά και τους μοχλούς της.

Νεεμ. 3,4           καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν κατέσχεν ἀπὸ Ῥαμὼθ υἱὸς Οὐρία, υἱοῦ Ἀκκώς. καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν κατέσχε Μοσολλὰμ υἱὸς Βαραχίου υἱοῦ Μαζεβήλ, καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν κατέσχε Σαδὼκ υἱὸς Βαανά.

Νεεμ. 3,4                  Πλησίον αυτών ειργάσθη ο Ραμώθ, υιός του Ουρία, υιού του Ακκώς. Πλησίον πάλιν αυτώ ειργάσθησαν ο Μοσολλάμ υιός του Βαραχίου, υιού του Μαζεβήλ. Και κοντά ει αυτούς ειργάσθη ο Σαδώκ, υιός του Βαανά.

Νεεμ. 3,5           καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν κατέσχοσαν οἱ Θεκωΐμ, καὶ ἀδωρηὲμ οὐκ εἰσήνεγκαν τράχηλον αὐτῶν εἰς δουλείαν αὐτῶν.

Νεεμ. 3,5                  Πλησίον αυτών ειργάσθησαν ο κάτοικοι της Θεκωέ. Οι αρχηγοί όμως αυτών δεν επροθυμοποιήθησαν να προσφέρουν την συνδρομήν των εις την εργασία αυτήν.

Νεεμ. 3,6           καὶ τὴν πύλην Ἰασαναΐ ἐκράτησαν Ἰωϊδὰ υἱὸς Φασὲκ καὶ Μεσουλὰμ υἱὸς Βασωδία· αὐτοὶ ἐστέγασαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ κλεῖθρα αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς.

Νεεμ. 3,6                  Την πύλην του τείχους, η οποία ωνομάζετο Ιασαναΐ (δηλαδή παλαιά), επεσκεύασαν ο Ιωϊδάα υιός του Φασέκ, και ο Μεσουλάμ υιός του Βασωδία. Αυτοί τη εστέγασαν, ετοποθέτησαν τας θύρας της, τα κλειδιά της και τους μοχλούς της.

Νεεμ. 3,7           καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν ἐκράτησαν Μαλτίας ὁ Γαβαωνίτης καὶ Εὐάρων ὁ Μηρωνωθίτης, ἄνδρες τῆς Γαβαὼν καὶ τῆς Μασφὰ ἕως θρόνου τοῦ ἄρχοντος τοῦ πέραν τοῦ ποταμοῦ,

Νεεμ. 3,7                  Πλησίον αυτών ειργάσθησαν ο Μαλτίας, ο οποίος κατήγετο από την πόλιν Γαβαωων, ο Ευάρων που κατήγετο από την πόλιν Μηρωνώθ. Οι άνδρες της Γαβαών και της Μασφά ειργάσθησαν μέχρι του διοικητηρίου, όπου είχε την έδραν του ο πέραν του ποταμού Ευφράτου διοικητής.

Νεεμ. 3,8           καὶ παρ᾿ αὐτὸν παρησφαλίσατο Ὀζιὴλ υἱὸς Ἀραχίου πυρωτῶν. καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν ἐκράτησεν Ἀνανίας υἱὸς τοῦ Ῥωκεΐμ, καὶ κατέλιπον Ἱερουσαλὴμ ἕως τοῦ τείχους τοῦ πλατέος.

Νεεμ. 3,8                  Παραπλεύρως προς αυτόν ειργάσθη ο Οζιήλ ο υιός του Αραχίου, ένας από τους χρυσοχόους. Πλησίον αυτών ειργάσθη ο Ανανίας, ο υιός του Ρωκεΐμ. Αφήκαν όμως ένα μέρος της αρχαίας πόλεως Ιερουσαλήμ μέχρι του πλατέος τείχους.

Νεεμ. 3,9           καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν ἐκράτησε Ῥαφαΐα υἱὸς Σούρ, ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Ἱερουσαλήμ.

Νεεμ. 3,9                  Πλησίον αυτών ειργάσθη ο Ραφαΐα υιός του Σούρ, αρχηγός της ημισείας περιοχής της Ιερουσαλήμ.

Νεεμ. 3,10         καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν ἐκράτησεν Ἰεδαΐα υἱὸς Ἐρωμὰφ καὶ κατέναντι οἰκίας αὐτοῦ. καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ ἐκράτησεν Ἀττοὺθ υἱὸς Ἀσαβανία.

Νεεμ. 3,10                Πλησίον αυτώ ειργάσθη ο Ιεδαΐα, υιός του Ερωμάφ, απέναντι της οικίας του. Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Αττούθ, υιός του Ασαβανία.

Νεεμ. 3,11         καὶ δεύτερος ἐκράτησε Μελχίας υἱὸς Ἠρὰμ καὶ Ἀσοὺβ υἱὸς Φαὰτ Μωὰβ καὶ ἕως πύργου τῶν θαννουρίμ.

Νεεμ. 3,11                 Επειτα δε από αυτόν δεύτερος ειργάσθη ο Μελχίας υιός του Ηράμ, και ο Ασούβ, ο υιός του Φαάτ Μωάβ. Αυτοί επεσκεύασαν άλλο μέρος του τείχους μέχρι, του πύργου των κλιβάνων.

Νεεμ. 3,12         καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ ἐκράτησε Σαλλοὺμ υἱὸς Ἀλλωῆς ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Ἱερουσαλήμ, αὐτὸς καὶ αἱ θυγατέρες αὐτοῦ.

Νεεμ. 3,12                Πλησίον δε αυτού ειργάσθη ο Σαλλούμ, ο υιός του Αλλωής, ο οποίος ήτο διοικητής της άλλης ημισείας περιοχής της Ιερουσαλήμ. Ειργάσθη δε αυτός μαζή με τας θυγατέρας του.

Νεεμ. 3,13         τὴν πύλην τῆς φάραγγος ἐκράτησαν Ἀνοὺν καὶ οἱ κατοικοῦντες Ζανώ· αὐτοὶ ᾠκοδόμησαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ κλεῖθρα αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς καὶ χιλίους πήχεις ἐν τῷ τείχει ἕως τῆς πύλης τῆς κοπρίας.

Νεεμ. 3,13                 Την πύλην του τείχους, η οποία ευρίσκετο πλησίον της φάραγγος επιδιόρθωσαν ο Ανούν και οι κάτοικοι της πόλεως Ζανώ. Αυτοί την ανοικοδόμησαν, έστησαν τας θύρας της και ετοποθέτησαν τα κλειδιά της και τους μοχλούς της. Αυτοί επιδιόρθωσαν έκτασιν τείχους χιλίων πήχεων μέχρι της πύλης του τείχους, η οποία ανομάζετο “πύλη κοπρίας”.

Νεεμ. 3,14         καὶ τὴν πύλην τῆς κοπρίας ἐκράτησε Μελχία υἱὸς Ῥηχὰβ ἄρχων περιχώρου Βηθακχαρίμ, αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ ἐσκέπασαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ κλεῖθρα αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς.

Νεεμ. 3,14                Αυτήν δε την πύλην της κοπρίας επιδιόρθωσε, μαζή με τους υιούς του, ο Μελχία ο υιός του Ρηχάβ διοικητής της περιοχής Βηθακχαρίμ, την εσκέπασεν, έστησε τας θύρας της, ετοποθέτησε τα κλειδιά και τους μοχλούς της.

Νεεμ. 3,15         τὴν δὲ πύλην τῆς πηγῆς ἠσφαλίσατο Σαλωμὼν υἱὸς Χολεζὲ ἄρχων μέρους τῆς Μασφά· αὐτὸς ἐξῳκοδόμησεν αὐτὴν καὶ ἐστέγασεν αὐτὴν καὶ ἔστησε τὰς θύρας αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς καὶ τὸ τεῖχος κολυμβήθρας τῶν κωδίων τῇ κουρᾷ τοῦ βασιλέως καὶ ἕως τῶν κλιμάκων τῶν καταβαινουσῶν ἀπὸ πόλεως Δαυίδ.

Νεεμ. 3,15                 Ο Σαλωμών, υιός του Χολεζέ, διοικητής της περιοχής Μασφά επιδιώρθωσε την πύλην του τείχους, η οποία ονομάζετο “πηγή”. Αυτός την ανοικοδόμησε, την εστέγασεν, ετοποθέτησε τας θύρας και τους μοχλούς της. Αυτός έκτισε το τείχος της δεξαμενής του τείχους του βασιλέως έως εις τα σκαλοπάτια, που κατέβαιναν από την πόλιν Δαυίδ.

Νεεμ. 3,16         ὀπίσω αὐτοῦ ἐκράτησε Νεεμίας υἱὸς Ἀζαβοὺχ ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Βηθσοὺρ ἕως κήπου τάφου Δαυὶδ καὶ ἕως τῆς κολυμβήθρας τῆς γεγονυίας καὶ ἕως Βηθαγγαρίμ.

Νεεμ. 3,16                Πλησίον αυτού ο Νεεμίας, υιός του Αζαβούχ, διοικητής της ημισείας περιοχής Βηθσούρ επιδιόρθωσε το τείχος μέχρι της θέσεως απέναντι του κήπου του τάφου του Δαυίδ και μέχρι της δεξαμενής που εκτίσθη ήδη και μέχρι του οίκου των θαρραλέων πολεμιστών.

Νεεμ. 3,17         ὀπίσω αὐτοῦ ἐκράτησαν οἱ Λευῖται, Ῥαοὺμ υἱὸς Βανί. ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ ἐκράτησεν Ἀσαβία ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Κεϊλὰ τῷ περιχώρῳ αὐτοῦ.

Νεεμ. 3,17                 Πλησίον δε αυτού ειργάσθησαν οι Λευίται και ο Ραούμ υιός του Βανί. Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Ασαβία ο διοικητής της ημισείας περιοχής Κεϊλά εις την περιοχήν αυτήν.

Νεεμ. 3,18         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησαν ἀδελφοὶ αὐτῶν Βενεΐ υἱὸς Ἠναδὰδ ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Κεϊλά.

Νεεμ. 3,18                Πλησίον αυτού ειργάσθησαν οι αδελφοί του υπό την εποπτείαν του Βενεΐ, υιού του Ηναδάδ, διοικητού του δευτέρου ημίσεως της Κεϊλά.

Νεεμ. 3,19         καὶ ἐκράτησαν ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ Ἀζοὺρ υἱὸς Ἰησοῦ, ἄρχων τοῦ Μασφαί, μέτρον δεύτερον πύργου ἀναβάσεως τῆς συναπτούσης τῆς γωνίας.

Νεεμ. 3,19                Εν συνεχεία προς αυτόν ειργάσθη ο Αζούρ, υιός του Ιησού, ο διοικητής της Μασφαί. Αυτός επιδιόρθωσε το δεύτερον τμήμα του τείχους της “αναβάσεως” παρά το γωνιακόν αντιστήριγμα.

Νεεμ. 3,20         μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Βαροὺχ υἱὸς Ζαβοῦ μέτρον δεύτερον ἀπὸ τῆς γωνίας ἕως θύρας Βηθελιασοὺβ τοῦ ἱερέως τοῦ μεγάλου.

Νεεμ. 3,20                Επειτα από αυτόν ειργάσθη ο Βαρούχ ο υιός του Ζαβού εις άλλο τμήμα από του γωνιακού αντερείσματος, μέχρι της θύρας του οίκου Βηθελιασούβ του αρχιερέως.

Νεεμ. 3,21         μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Μεραμὼθ υἱὸς Οὐρία, υἱοῦ Ἀκκώς, μέτρον δεύτερον ἀπὸ θύρας Βηθελιασοὺβ ἕως ἐκλείψεως Βηθελιασούβ.

Νεεμ. 3,21                Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Μεραμώθ, υιός του Ουρία, υιού του 'Ακκως, στο άλλο τμήμα από του οίκου Βηθελιασούβ μέχρι του άκρου της οικίας αυτού.

Νεεμ. 3,22         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησαν οἱ ἱερεῖς ἄνδρες Ἐκχεχάρ.

Νεεμ. 3,22                Πλησίον του ειργάσθησαν οι ιερείς, οι οποίοι κατήγοντο από την Εκχεχάρ.

Νεεμ. 3,23         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Βενιαμὶν καὶ Ἀσοὺβ κατέναντι οἴκου αὐτῶν. καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησεν Ἀζαρίας υἱὸς Μαασίου, υἱοῦ Ἀνανία ἐχόμενα οἴκου αὐτοῦ.

Νεεμ. 3,23                Πλησίον αυτού επίσης ειργάσθη ο Βενιαμίν και ο Ασούβ απέναντι από τας οικίας των. Εν συνεχεία ειργάσθη ο Αζαρίας, ο υιός του Μαασίου, υιού του Ανανία πλησίον του ιδικού του οίκου.

Νεεμ. 3,24         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Βανὶ υἱὸς Ἀδὰδ μέτρον δεύτερον ἀπὸ Βηθαζαρία ἕως τῆς γωνίας καὶ ἕως τῆς καμπῆς

Νεεμ. 3,24                Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Βανί, ο υιός του Αδάδ, και επιδιώρθωσε άλλο τμήμα του τείχους από την οικίαν του Αζαρίου μέχρι της γωνίας και μέχρι της στροφής.

Νεεμ. 3,25         Φαλὰχ υἱοῦ Εὐζαΐ ἐξεναντίας τῆς γωνίας, καὶ ὁ πύργος ὁ ἐξέχων ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως ὁ ἀνώτερος ὁ τῆς αὐλῆς τῆς φυλακῆς. καὶ μετ᾿ αὐτὸν Φαδαΐα υἱὸς Φόρος.

Νεεμ. 3,25                Ο Φαλάχ, υιός του Ευζαΐ, επιδιώρθωσε το τείχος το απέναντι της γωνίας του υψηλού πύργου που εξέχει από τον βασιλικόν οίκον, τον ευρισκόμενον πλησίον της αυλής των λάκων. Εν συνεχεία από αυτόν ειργάση ο Φαδαΐα, υιός του Φορος.

Νεεμ. 3,26         καὶ οἱ ναθινὶμ ἦσαν οἰκοῦντες ἐν τῷ Ὠφὰλ ἕως κήπου πύλης τοῦ ὕδατος εἰς ἀνατολάς, καὶ ὁ πύργος ὁ ἐξέχων.

Νεεμ. 3,26                Οι υπηρέται του ναού κατοικούσαν στο Ωφάλ έως εις την τοποθεσίαν άνω του ύδατος προς ανατολάς και του εξέχοντος πύργου.

Νεεμ. 3,27         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησαν οἱ Θεκωΐμ μέτρον δεύτερον ἐξεναντίας τοῦ πύργου τοῦ μεγάλου τοῦ ἐξέχοντος καὶ ἕως τοῦ τείχους τοῦ Ὀφλά.

Νεεμ. 3,27                Πλησίον αυτού ειργάσθησαν οι κάτοικοι της Θεκωέ και επιδιόρθωσαν άλλο τμήμα απέναντι του μεγάλου πύργου, οποίος και εξείχε μέχρι του τείχους του Οφλά.

Νεεμ. 3,28         ἀνώτερον πύλης τῶν ἵππων ἐκράτησαν οἱ ἱερεῖς, ἀνὴρ ἐξεναντίας οἴκου ἑαυτοῦ.

Νεεμ. 3,28                Υπεράνω από την πύλην, η οποία ωνομάζετο πύλη των ίππων, ειργάσθησαν οι ιερείς, ο καθένας απέναντι από την οικίαν του.

Νεεμ. 3,29         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Σαδδοὺκ υἱὸς Ἐμμὴρ ἐξεναντίας οἴκου ἑαυτοῦ. καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Σαμαΐα υἱὸς Σεχενία φύλαξ τῆς πύλης τῆς ἀνατολῆς.

Νεεμ. 3,29                Πλησίον δε αυτών ειργάσθησαν ο Σαδδούκ, υιός του Εμμήρ έναντι της οικίας του. Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Σαμαΐας, υιός του Σεχενία, ο θυρωρός της ανατολικής πύλης.

Νεεμ. 3,30         μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησεν Ἀνανία υἱὸς Σελεμία καὶ Ἀνὼμ υἱὸς Σελέφ, ὁ ἕκτος, μέτρον δεύτερον. μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Μεσουλὰμ υἱὸς Βαραχία ἐξεναντίας γαζοφυλακίου αὐτοῦ.

Νεεμ. 3,30                Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Ανανίας, υιός του Σελεμία και ο Ανώμ ο έκτος υιός του Σιλέφ και επιδιόρθωσαν άλλο τμήμα του τείχους. Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Μεσουλάμ, υιός του Βαραχίου, απέναντι της μεγάλης του αιθούσης.

Νεεμ. 3,31         μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Μελχία υἱὸς τοῦ Σαρεφὶ ἕως Βηθαναθινὶμ καὶ οἱ ῥοπωπῶλαι ἀπέναντι πύλης τοῦ Μαφεκὰδ καὶ ἕως ἀναβάσεως τῆς καμπῆς.

Νεεμ. 3,31                 Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Μελχία, υιός του Σαρεφί, και επιδιόρθωσε τμήμα του τείχους μέχρι της οικίας των υπηρετών και των μικροπωλητών, απέναντι της πύλης του Μαφεκάδ και μέχρι της ανωφερείας της καμπής.

Νεεμ. 3,32         καὶ ἀνὰ μέσον τῆς πύλης τῆς προβατικῆς ἐκράτησαν οἱ χαλκεῖς καὶ οἱ ῥοπωπῶλαι.

Νεεμ. 3,32                Ανάμεσα δε από την πύλην του τείχους, η οποία ωνομάζετο προβατική, ειργάσθησαν οι χαλκείς και οι μικρέμποροι.

                       

                               Εμπαιγμός και απειλές από μέρους των εχθρών

Νεεμ. 3,33         Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤκουσε Σαναβαλλὰτ ὅτι ἡμεῖς οἰκοδομοῦμεν τὸ τεῖχος, καὶ πονηρὸν αὐτῷ ἐφάνη, καὶ ὠργίσθη ἐπὶ πολὺ καὶ ἐξεγέλα ἐπὶ τοῖς Ἰουδαίοις.

Νεεμ. 3,33                Οταν ο Σαναβαλλάτ επληροφορήθη ότι ημείς ανοικοδομούμεν το τείχους του εφάνη αυτό πολύ κακόν, ωργίσθη πολύ και ενέπαιζεν ημάς τους Ιουδαίους.

Νεεμ. 3,34         καὶ εἶπεν ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ· αὕτη ἡ δύναμις Σομόρων, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι οὗτοι οἰκοδομοῦσι τὴν ἑαυτῶν πόλιν; ἆρα θυσιάζουσιν; ἆρα δυνήσονται; καὶ σήμερον ἰάσονται τοὺς λίθους μετὰ τὸ χῶμα γενέσθαι γῆς καυθέντας;

Νεεμ. 3,34                Ελεγε δε ενώπιον των αδελφών του, δηλαδή του στρατού της Σαμαρείας, ότί, “οι Ιουδαίοι αυτοί ανοικοδομούν την πόλιν των; Αρα θέλουν να προσφερουν θυσίαν στον Θεόν των; Θα ημπορέσουν όμως να πράξουν κάτι τέτοιο; Θα αναζωογονήσουν τους λίθους, οι οποίοι έπειτα από την πυρκαϊάν έγιναν χώμα;”

Νεεμ. 3,35         καὶ Τωβίας ὁ Ἀμμανίτης ἐχόμενα αὐτοῦ ἦλθε καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μὴ θυσιάζουσιν ἢ φάγονται ἐπὶ τοῦ τόπου αὐτῶν; οὐχὶ ἀναβήσεται ἀλώπηξ καὶ καθελεῖ τὸ τεῖχος λίθων αὐτῶν;

Νεεμ. 3,35                Ο Τωβίας ο Αμμανίτης, ο οποίος ήτο πλησίον του, ήλθε και είπε προς αυτόν και τους περί αυτόν· “μήπως θα ημπορέσουν να θυσιάσουν στο θυσιαστήριον ζώα και να φάγουν αυτά στον τόπον των; Είναι τόσον ασθενείς, ώστε μία και μόνη αλώπηξ είναι εις θέσιν να κρημνίση το τείχος των”. Ο Νεεμίας όταν επληροφορήθη αυτά κατέφυγεν εις προσευχήν και είπε προς τον Θεόν·

Νεεμ. 3,36         ἄκουσον, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅτι ἐγενήθημεν εἰς μυκτηρισμόν,

Νεεμ. 3,36                “άκουσε συ ο Θεός ημών, την απειλήν αυτήν, διότι εγίναμεν περίγελως και χλευασμός αυτών.

Νεεμ. 3,37         καὶ ἐπίστρεψον ὀνειδισμὸν αὐτῶν εἰς κεφαλὴν αὐτῶν καὶ δὸς αὐτοὺς εἰς μυκτηρισμὸν ἐν γῇ αἰχμαλωσίας καὶ μὴ καλύψῃς ἐπὶ ἀνομίαν.

Νεεμ. 3,37                Στρέψε, Κυριε, τον περίγελών των εις την κεφαλήν των και παράδωσε αυτούς εις εμπαιγμόν, αιχμαλώτους εις την ξένην γην, μη τους συγχωρήσης αυτήν την παρανομίαν”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΑΠΟ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ

Η ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                             Εμπαιγμός και απειλές από μέρους των εχθρών                     

Νεεμ. 4,1           Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσε Σαναβαλλὰτ καὶ Τωβία καὶ οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Ἀμμανῖται ὅτι ἀνέβη ἡ φυὴ τοῖς τείχεσιν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἤρξαντο αἱ διασφαγαὶ ἀναφράσσεσθαι, καὶ πονηρὸν αὐτοῖς ἐφάνη σφόδρα·

Νεεμ. 4,1                   Οταν επληροφορήθησαν ο Σαναβαλλάτ, ο Τωβίας, οι Αραβες και οι Αμμωνίται, ότι η επιδιόρθωσις και ανέγερσις των τειχών της Ιερουσαλήμ είχεν αρκετά προχωρήσει, και ότι αι ρωγμαί του τείχους είχαν φραγή, κατελήφθησαν υπό μανίας, διότι τους εφάνη το γεγονός αυτό πολύ κακόν και ανυπόφορον.

Νεεμ. 4,2           καὶ συνήχθησαν πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐλθεῖν παρατάξασθαι ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ποιῆσαι αὐτὴν ἀφανῆ.

Νεεμ. 4,2                  Συνησπίσθησαν, λοιπόν, όλοι και συνεκεντρώθησαν στο αυτό μέρος, δια να επέλθουν και αντιπαραταχθούν εναντίον της Ιερουσαλήμ με τον σκοπόν να την εξαφανίσουν εξ ολοκλήρου.

Νεεμ. 4,3           καὶ προσηυξάμεθα πρὸς τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ἐστήσαμεν προφύλακας ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν.

Νεεμ. 4,3                  Τοτε ημείς προσηυχήθημεν προς τον Θεόν μας, συγχρόνως δε εγκατεστήσαμεν και φρουράν εναντίον αυτών ημέραν και νύκτα, δια να προφυλαχθώμεν από την επιδρομήν των.

Νεεμ. 4,4           καὶ εἶπεν Ἰούδας· συνετρίβη ἡ ἰσχὺς τῶν ἐχθρῶν, καὶ ὁ χοῦς πολύς, καὶ ἡμεῖς οὐ δυνησόμεθα οἰκοδομεῖν ἐν τῷ τείχει.

Νεεμ. 4,4                  Οι Ιουδαίοι είπαν τότε. “Η δύναμις των εχθρών μας με τον συνασπισμόν των έγινε μεγάλη. Αφ' ετέρου τα ερείπια του τείχους είναι πολλά και δεν θα ημπορέσωμεν ημείς να συνεχίσωμεν το έργον της ανοικοδομήσεως στο τείχος”.

Νεεμ. 4,5           καὶ εἶπαν οἱ θλίβοντες ἡμᾶς· οὐ γνώσονται καὶ οὐκ ὄψονται ἕως ὅτου ἔλθωμεν εἰς μέσον αὐτῶν καὶ φονεύσωμεν αὐτοὺς καὶ καταπαύσωμεν τὸ ἔργον.

Νεεμ. 4,5                  Οι εχθροί που μας καταστενοχωρούσαν είπαν μεταξύ των· “Δεν πρέπει να μάθουν τίποτε οι Ιουδαίοι. Δεν πρέπει να ίδουν κανένα από ημάς, μέχρις ότου να φθάσωμεν αιφνιδίως στο μέσον αυτών και τους φονεύσωμεν και έτσι σταματήσωμεν το έργον των”.

Νεεμ. 4,6           καὶ ἐγένετο ὡς ἤλθοσαν οἱ Ἰουδαῖοι οἱ οἰκοῦντες ἐχόμενα αὐτῶν καὶ εἴποσαν ἡμῖν· ἀναβαίνουσιν ἐκ πάντων τῶν τόπων ἐφ᾿ ἡμᾶς.

Νεεμ. 4,6                  Τοτε οι Ιουδαίοι της υπαίθρου, οι οποίοι κατοικούσαν πλησίον στους εχθρούς ημών, ήλθαν και μας είπαν αυτά, ότι δηλαδή εκείνοι έρχονται εναντίον μας από όλα τα μέρη, δια να μας αιφνιδιάσουν.

Νεεμ. 4,7           καὶ ἔστησα εἰς τὰ κατώτατα τοῦ τόπου κατόπισθεν τοῦ τείχους ἐν τοῖς σκεπεινοῖς καὶ ἔστησα τὸν λαὸν κατὰ δήμους μετὰ ῥομφαιῶν αὐτῶν, λόγχας αὐτῶν καὶ τόξα αὐτῶν.

Νεεμ. 4,7                  Αμέσως εγώ ετοποθέτησα εις τα κατώτερα μέρη, πίσω από το τείχος, εις μέρη σκεπασμένα και αθέατα, ανθρώπους κατά δήμους, οι οποίοι ήσαν ωπλισμένοι με μαχαίρας, λόγχας και τόξα.

Νεεμ. 4,8           καὶ εἶδον καὶ ἀνέστην καὶ εἶπα πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ πρὸς τοὺς στρατηγοὺς καὶ πρὸς τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου αὐτῶν· μνήσθητε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν τοῦ μεγάλου καὶ φοβεροῦ καὶ παρατάξασθε περὶ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, υἱῶν ὑμῶν, θυγατέρων ὑμῶν, γυναικῶν ὑμῶν καὶ οἴκων ὑμῶν.

Νεεμ. 4,8                  Επεθεώρησα έπειτα αυτούς, εσηκώθην δε και είπα στους αξιωματούχους άνδρας και στους στρατηγούς και στον υπόλοιπον λαόν· “Μη φοβηθήτε εμπρός από τους εχθρούς μας. Ενθυμηθήτε τον Θεόν μας, ο οποίος είναι, μεγάλος, τρομερός, και αντιπαραταχθήτε εναντίον των εχθρών μας υπέρ των αδελφών σας, υπέρ των υιών και.θυγατέρων σας, υπέρ των γυναικών σας και των οικιών σας”.

 

                              Η ανοικοδόμηση του τείχους υπό την προστασία των όπλων

Νεεμ. 4,9           καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἥκουσαν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ὅτι ἐγνώσθη ἡμῖν καὶ διεσκέδασεν ὁ Θεὸς τὴν βουλὴν αὐτῶν, καὶ ἐπεστρέψαμεν πάντες ἡμεῖς εἰς τὸ τεῖχος, ἀνὴρ εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ.

Νεεμ. 4,9                  Οι εχθροί μας επληροφορήθησαν, ότι έγινεν εις ημάς γνωστή η επιβουλή των, όπως και ο τρόπος της επιθέσεώς των, και ο Θεός ενέπνευσεν εις αυτούς αποκαρδίωσιν και φόβον και διέλυσε την απόφασίν των. Και τότε ημείς επεστρέψαμεν όλοι εις τα τείχη, ο καθένας στο έργον του.

Νεεμ. 4,10         καὶ ἐγένετο ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἥμισυ τῶν ἐκτετιναγμένων ἐποίουν τὸ ἔργον καὶ ἥμισυ αὐτῶν ἀντείχοντο, καὶ λόγχαι καὶ θυρεοὶ καὶ τόξα καὶ θώρακες καὶ οἱ ἄρχοντες ὀπίσω παντὸς οἴκου Ἰούδα

Νεεμ. 4,10                Από την ημέραν δε εκείνην ενώ το ήμισυ των ανδρών ησχολείτο με την ανοικοδόμησιν των τειχών, το άλλο ήμισυ εκρατούσαν τας λόγχας, τας ασπίδας και τα τόξα και τους θώρακας έτοιμοι προς άμυναν. Οπισθεν δε και πλησίον αυτών ήσαν οι αρχηγοί της φυλής του Ιούδα.

Νεεμ. 4,11         τῶν οἰκοδομούντων ἐν τῷ τείχει, καὶ οἱ αἴροντες ἐν τοῖς ἀρτῆρσιν ἐν ὅπλοις· ἐν μιᾷ χειρὶ ἐποίει αὐτοῦ τὸ ἔργον καὶ ἐν μιᾷ ἐκράτει τὴν βολίδα.

Νεεμ. 4,11                 Αλλά και μεταξύ εκείνων, οι οποίοι ανοικοδομούσαν τα τείχη, υπήρχον άνδρες, οι οποίοι έφεραν τα όπλα των κρεμασμένα στους ώμους των. Με το ένα χέρι ανοικοδομούσαν τα τείχη, με το άλλο δε χέρι εκρατούσαν το βέλος.

Νεεμ. 4,12         καὶ οἱ οἰκοδόμοι ἀνὴρ ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐζωσμένος ἐπὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ᾠκοδομοῦσαν καὶ ὁ σαλπίζων ἐν τῇ κερατίνῃ ἐχόμενα αὐτοῦ.

Νεεμ. 4,12                Πολλοί δε από τους οικοδόμους έφεραν ο καθένας από αυτούς ζωσμένην γύρω από την μέσην του ρομφαίαν και συγχρόνως οικοδομούσαν. Πλησίον δε του Νεεμίου ευρίσκετο πάντοτε έτοιμος ο σαλπιγκτής με την κερατίνην σάλπιγγα.

Νεεμ. 4,13         καὶ εἶπα πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ πρὸς τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ· τὸ ἔργον πλατὺ καὶ πολύ, καὶ ἡμεῖς σκορπιζόμεθα ἐπὶ τοῦ τείχους μακρὰν ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.

Νεεμ. 4,13                Τοτε είπα προς τους αξιωματούχους, τους αρχηγούς και τους υπολοίπους άνδρας, του λαού· “Το έργον είναι μεγάλο. Εκτείνεται εις μεγάλην έκτασιν. Ημείς δε είμεθα διασκορπισμένοι επάνω στο τείχος, μακράν ο ενας από τον άλλον.

Νεεμ. 4,14         ἐν τόπῳ, οὗ ἐὰν ἀκούσητε τὴν φωνὴν τῆς κερατίνης, ἐκεῖ συναχθήσεσθε πρὸς ἡμᾶς, καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν πολεμήσει περὶ ἡμῶν.

Νεεμ. 4,14                Εις όποιο, λοιπόν, σημείον της περιοχής ακούσετε το σάλπισμα της κερατίνης σάλπιγγος, εκεί αμέσως θα συγκεντρωθήτε πλησίον μας, δια την απόκρουσιν των εχθρών, και ο Θεός θα πολεμήση υπέρ ημών”.

Νεεμ. 4,15         καὶ ἡμεῖς ποιοῦντες τὸ ἔργον, καὶ ἥμισυ αὐτῶν κρατοῦντες τὰς λόγχας ἀπὸ ἀναβάσεως τοῦ ὄρθρου ἕως ἐξόδου τῶν ἄστρων.

Νεεμ. 4,15                Κατ' αυτόν τον τρόπον ημείς ειργαζόμεθα δια την ανοικοδόμησιν του τείχους. Το ήμισυ από ημάς εκρατούσε λόγχας έτοιμον δια πόλεμον από πολύ πρωϊ μέχρι το βράδυ που θα έβγαιναν τα άστρα.

Νεεμ. 4,16         καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἶπα τῷ λαῷ· ἕκαστος μετὰ τοῦ νεανίσκου αὐτοῦ αὐλίσθητε ἐν μέσῳ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔστω ὑμῖν ἡ νὺξ προφυλακὴ καὶ ἡ ἡμέρα ἔργον.

Νεεμ. 4,16                Κατά την εποχήν εκείνην είπα στον λαόν· “Ο καθένας από ημάς ας διανυκτερεύη με τον υπηρέτην του εντός της Ιερουσαλήμ, ώστε κατά την νύκτα να είναι φρουρός σας κατά δε την ημέραν ας επιδοθή στο έργον του”.

Νεεμ. 4,17         καὶ ἤμην ἐγὼ καὶ οἱ ἄνδρες τῆς προφυλακῆς ὀπίσω μου, καὶ οὐκ ἦν ἐξ ἡμῶν ἐκδιδυσκόμενος ἀνὴρ τά ἱμάτια αὐτοῦ.

Νεεμ. 4,17                Εγώ και οι άνδρες της φρουράς, οι οποίοι ήσαν μαζή μου, ποτέ δεν εβγάλαμεν τα ενδύματά μας. Ευρισκόμεθα πάντοτε εις επιφυλακήν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΕΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΩΝ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

                              Η επέμβαση του Νεεμία κατά των τοκογλύφων υπέρ του λαού

Νεεμ. 5,1           Καὶ ἡ κραυγὴ τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν αὐτῶν μεγάλη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν τοὺς Ἰουδαίους.

Νεεμ. 5,1                   Μεγάλη όμως κατακραυγή των ανδρών και των γυναικών ηγέρθη εναντίον μερικών εκ των αδελφών των των Ιουδαίων.

Νεεμ. 5,2           καὶ ἦσάν τινες λέγοντες· ἐν υἱοῖς ἡμῶν καὶ ἐν θυγατράσιν ἡμῶν ἡμεῖς πολλοί· καὶ ληψόμεθα σῖτον καὶ φαγόμεθα καὶ ζησόμεθα.

Νεεμ. 5,2                  Μεταξύ αυτών ήσαν και μερικοί οι οποίοι έλεγαν· “Με τους υιούς και τας θυγατέρας μας ημείς είμεθα πολλοί εις εκάστην οικογένειαν. Εχομεν ανάγκην από ψωμί, δια να φάγωμεν και να ζήσωμεν”.

Νεεμ. 5,3           καὶ εἰσί τινες λέγοντες· ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν καὶ οἰκίαι ἡμῶν, ἡμεῖς διεγγυῶμεν, καὶ ληψόμεθα σῖτον καὶ φαγόμεθα.

Νεεμ. 5,3                  Υπήρξαν δε και μερικοί άλλοι οι οποίοι έλεγαν· “Είμεθα πρόθυμοι να υποθηκεύσωμεν τους αγρούς μας και τους αμπελώνας μας και τα σπίτια μας δια να λάβωμεν σίτον, να φάγωμεν και να ζήσωμεν”.

Νεεμ. 5,4           καὶ εἰσί τινες λέγοντες· ἐδανεισάμεθα ἀργύριον εἰς φόρους τοῦ βασιλέως, ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν καὶ οἰκίαι ἡμῶν·

Νεεμ. 5,4                  Και μερικοί έλεγαν· δια να καταβάλωμεν τον βασιλικόν φόρον εδανείσθημεν χρήματα με υποθήκην των αγρών μας, των αμπελώνων μας, των σπιτιών μας.

Νεεμ. 5,5           καὶ νῦν ὡς σὰρξ ἀδελφῶν ἡμῶν σὰρξ ἡμῶν, ὡς υἱοὶ αὐτῶν υἱοὶ ἡμῶν. καὶ ἰδοὺ ἡμεῖς καταδυναστεύομεν τοὺς υἱοὺς ἡμῶν καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν εἰς δούλους, καί εἰσιν ἀπὸ θυγατέρων ἡμῶν καταδυναστευόμεναι, καὶ οὐκ ἔστι δύναμις χειρῶν ἡμῶν, καὶ ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν τοῖς ἐντίμοις.

Νεεμ. 5,5                  Και τώρα έχομεν όλοι συγγένειαν αίματος μεταξύ μας. Η σαρξ των αδελφών μας, οι οποίοι σήμερον μας καταδυναστεύουν, είναι σαρξ ιδική μας· όπως επίσης τα παιδιά αυτών είναι και ιδικά μας παιδιά. Ιδού όμως ότι ημείς ένεκα των χρεών, που έχομεν συνάψει, παρεδώσαμεν εις αυτούς τα παιδιά μας δούλους και τας θυγατέρας μας ως δούλας. Δεν έχομεν δε την δύναμιν να τους απελευθερώσωμεν, διότι οι αγροί μας και τα αμπέλια μας ανήκουν στους πλουσίους δανειστάς μας”.

Νεεμ. 5,6           καὶ ἐλυπήθην σφόδρα, καθὼς ἤκουσα τὴν κραυγὴν αὐτῶν καὶ τοὺς λόγους τούτους.

Νεεμ. 5,6                  Οταν ήκουσα την κραυγήν των και τους παραπονετικούς αυτούς λόγους των, ελυπήθην πάρα πολύ.

Νεεμ. 5,7           καὶ ἐβουλεύσατο καρδία μου ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐμαχεσάμην πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ εἶπα αὐτοῖς· ἀπαιτήσει ἀνὴρ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἃ ὑμεῖς ἀπαιτεῖτε. καὶ ἔδωκα ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐκκλησίαν μεγάλην

Νεεμ. 5,7                  Αφού ενδομύχως ηρεύνησα και εμελέτησα το ζήτημά των, εφιλονείκησα και επετίμησα τους πλουσίους και τους ο έχοντας Ιουδαίους και είπα προς αυτούς· “σεις, λοιπόν, δανείζετε τους αδελφούς σας και απαιτείτε με σκληρότητα να σας πληρώνουν υπερόγκους τόκους;” Προς τακτοποίησιν δε του ζητήματος αυτού έκαμα μεγάλην συγκέντρωσιν από τους Ιουδαίους

Νεεμ. 5,8           καὶ εἶπα αὐτοῖς· ἡμεῖς κεκτήμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Ἰουδαίους τοὺς πωλουμένους τοῖς ἔθνεσιν ἐν ἑκουσίῳ ἡμῶν· καὶ ὑμεῖς πωλεῖτε τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν καὶ παραδοθήσονται ἡμῖν; καὶ ἡσύχασαν καὶ οὐχ εὕροσαν λόγον.

Νεεμ. 5,8                  και είπα προς αυτούς· “Ημείς εξηγοράσαμεν και απελάβομεν ελευθέρους τους αδελφούς μας από τα έθνη, εις τα οποία είχον πωληθή και προσεφέραμεν ο καθένας το κατά δύναμιν δια την απελευθέρωσίν των. Και σεις τώρα πωλείτε τους αδελφούς σας, και αυτοί δια τα χρέη των θα παραδίδωνται ως δούλοι εις σας;” Οι Ιουδαίοι όταν ήκουσαν αυτά εσίγησον διότι δεν ευρήκαν λόγους να απαντήσουν.

Νεεμ. 5,9           καὶ εἶπα· οὐκ ἀγαθὸς ὁ λόγος, ὃν ὑμεῖς ποιεῖτε· οὐχ οὕτως ἐν φόβῳ Θεοῦ ἡμῶν ἀπελεύσεσθε ἀπὸ ὀνειδισμοῦ τῶν ἐθνῶν τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν.

Νεεμ. 5,9                  Εγώ προσέθεσα τότε· “Δεν είναι καθόλου καλή η πράξις αυτή, που σεις κάμνετε. Μαθετε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά μονάχα ο φόβος του Θεού μας, δια να αποφύγετε τον χλευασμόν από τα ειδωλολατρικά έθνη και τους εχθρούς μας.

Νεεμ. 5,10         καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ οἱ γνωστοί μου καὶ ἐγὼ ἐθήκαμεν ἑαυτοῖς ἀργύριον καὶ σῖτον· ἐγκατελίπομεν δὴ τὴν ἀπαίτησιν ταύτην.

Νεεμ. 5,10                Εγώ, οι αδελφοί μου, και οι γνωστοί μου εδώσαμεν δάνεια, χρήματα και σίτον στους αδελφούς μας. Παραιτούμεθα από κάθε απαίτησιν καταβολής του χρέους τούτου.

Νεεμ. 5,11         ἐπιστρέψατε δὴ αὐτοῖς ὡς σήμερον ἀγροὺς αὐτῶν καὶ ἀμπελῶνας αὐτῶν καὶ ἐλαιῶνας αὐτῶν καὶ οἰκίας αὐτῶν· καὶ ἀπὸ τοῦ ἀργυρίου τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον ἐξενέγκατε αὐτοῖς.

Νεεμ. 5,11                 Αποδώσατε, λοιπόν, και σεις αμέσως τα χωράφια των, τα αμπέλια των, τα ληοστάσια των και τας οικίας των. Και από τα χρήματα, τιμήν του σίτου, του οίνου και του ελαίου, επιστρέψατε εις αυτούς ο,τι επήρατε ως τόκον”.

Νεεμ. 5,12         καὶ εἶπαν· ἀποδώσομεν, καὶ παρ᾿ αὐτῶν οὐ ζητήσομεν, οὕτως ποιήσομεν καθὼς σὺ λέγεις· καὶ ἐκάλεσα τοὺς ἱερεῖς καὶ ὥρκισα αὐτοὺς ποιῆσαι ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Νεεμ. 5,12                Οι Ιουδαίοι απήντησαν· “Θα αποδώσωμεν όσα ελάβομεν από αυτούς και δεν θα ζητήσωμεν πλέον τίποτε από αυτά. Θα πράξωμεν, όπως συ μας λέγεις”. Εκάλεσα τότε τους ιερείς και τους ώρκισα να πράξουν σύμφωνα με την υπόσχεσιν αυτήν.

Νεεμ. 5,13         καὶ τὴν ἀναβολήν μου ἐξετίναξα καὶ εἶπα· οὕτως ἐκτινάξαι ὁ Θεὸς πάντα ἄνδρα, ὃς οὐ στήσει τὸν λόγον τοῦτον, ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἐκ κόπου αὐτοῦ, καὶ ἔσται οὕτως ἐκτετιναγμένος καὶ κενός. καὶ εἶπε πᾶσα ἡ ἐκκλησία· ἀμήν, καὶ ἤνεσαν τὸν Κύριον. καὶ ἐποίησεν ὁ λαὸς τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Νεεμ. 5,13                 Ετίναξα τότε το επανωφόρι μου και είπα· “Ετσι κάθε άνδρα ο οποίος τυχόν θα παραβή την υπόσχεσίν του, έτσι ας τον εκτινάξη ο Θεός από το σπίτι του, από τον κόπον του και θα είναι έξω πεταμένος και άδειος”. Είπε δε ολόκληρος η συγκέντρωσις· Αμήν· και εδοξολόγησαν τον Κυριον και ο λαός έπραξε σύμφωνα με την υπόσχεσιν αυτήν.

Νεεμ. 5,14         Ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐνετείλατό μοι εἶναι εἰς ἄρχοντα αὐτῶν ἐν γῇ Ἰούδα, ἀπὸ ἔτους εἰκοστοῦ καὶ ἕως ἔτους τριακοστοῦ καὶ δευτέρου τῷ Ἀρθασασθὰ ἔτη δώδεκα, ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου βίαν αὐτῶν οὐκ ἔφαγον.

Νεεμ. 5,14                Από της εποχής, κατά την οποίαν ο βασιλεύς μου ανέθεσε να είμαι άρχων των Ιουδαίων εις την χώραν των, δηλαδή από το εικοστόν έτος μέχρι το τριακοστόν δεύτερον έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου, επί δώδεκα έτη, ούτε εγώ ούτε οι αδελφοί μου εφάγαμεν τροφήν προερχομένην από την εξουσίαν μας απέναντι των αδελφών μας.

Νεεμ. 5,15         καὶ τὰς βίας τὰς πρώτας, ἃς πρὸ ἐμοῦ ἐβάρυναν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐλάβοσαν παρ᾿ αὐτῶν ἐν ἄρτοις καὶ ἐν οἴνῳ ἔσχατον ἀργύριον, δίδραχμα τεσσαράκοντα, καὶ οἱ ἐκτετιναγμένοι αὐτῶν ἐξουσιάζονται ἐπὶ τὸν λαόν· κἀγὼ οὐκ ἐποίησα οὕτως ἀπὸ προσώπου φόβου Θεοῦ.

Νεεμ. 5,15                 Οι προηγούμενοι κυβερνήται ασκούσαν βίαν. Ελάμβαναν από αυτούς, ως ανταπόδοσιν, άρτους και οίνον, εκτός των τεσσαράκοντα αργυρών διδράχμων. Και αυτοί ακόμη οι υπηρέται των κατεδυνάστευαν τον λαόν. Εγώ όμως δεν έπραξα κατ' αυτόν τον τρόπον, διότι εφοβούμην τον Θεόν.

Νεεμ. 5,16         καὶ ἐν ἔργῳ τοῦ τείχους τούτων οὐκ ἐκράτησα, ἀγρὸν οὐκ ἐκτησάμην, καὶ πάντες οἱ συνηγμένοι ἐκεῖ ἐπὶ τὸ ἔργον.

Νεεμ. 5,16                Και στο έργον ακόμη της ανοικοδομήσεως των τειχών εγώ δεν απέσχον, αλλά έλαβον μέρος. Αγρούς δεν απέκτησα και όλοι οι ιδικοί μου άνθρωποι είχαν συγκεντρωθή εκεί στο έργον της ανοικοδομήσεως.

Νεεμ. 5,17         καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα ἄνδρες, καὶ ἐρχόμενοι πρὸς ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν τῶν κύκλῳ ἡμῶν ἐπὶ τράπεζάν μου.

Νεεμ. 5,17                 Επί πλέον εις εκατόν πεντήκοντα άνδρας Ιουδαίους, οι οποίοι ήρχοντο προς εμέ από τους εθνικούς λαούς που ήσαν γύρω μας, εγώ παρείχον πάντοτε φάγητον.

Νεεμ. 5,18         καὶ ἦν γινόμενον εἰς ἡμέραν μίαν μόσχος εἷς καὶ πρόβατα ἓξ ἐκλεκτὰ καὶ χίμαρος ἐγίνοντό μοι καὶ ἀνὰ μέσον δέκα ἡμερῶν ἐν πᾶσιν οἶνος τῷ πλήθει· καὶ σὺν τούτοις ἄρτους τῆς βίας οὐκ ἐζήτησα, ὅτι βαρεῖα ἡ δουλεία ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον.

Νεεμ. 5,18                Καθε ημέραν δε παρέθετα προς φιλοξενίαν εις αυτούς ένα μόσχον, εξ εκλεκτά πρόβατα και ένα τράγον. Ανά δέκα δε ημέρας προσεφέρετο στο πλήθος οίνο άφθονος. Παρ' όλα δε αυτά δεν εζήτησα ως κυβερνήτης της χώρας να φάγω άρτον καταδυναστεύων με την εξουσίαν μου τον λαόν, διότι τα έργα ήσαν πολύ βαρειά δια τον λαόν αυτόν.

Νεεμ. 5,19         μνήσθητί μου, ὁ Θεός, εἰς ἀγαθὸν πάντα ὅσα ἐποίησα τῷ λαῷ τούτῳ.

Νεεμ. 5,19                Μνήσθητί μου, Κυριε ο Θεός, και απόδωσέ μου εις αγαθόν όλα όσα έκαμα δια τον λαόν τούτον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΕΜΙΑ

Η ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ

                             Συνωμοσία των αντιπάλων κατά του Νεεμία

Νεεμ. 6,1           Καὶ ἐγένετο καθὼς ἠκούσθη τῷ Σαναβαλλὰτ καὶ Τωβίᾳ καὶ τῷ Γησὰμ τῷ Ἀραβὶ καὶ τοῖς καταλοίποις ἐχθρῶν ἡμῶν ὅτι ᾠκοδόμησα τὸ τεῖχος, καὶ οὐ κατελείφθη ἐν αὐτοῖς πνοή. ἕως τοῦ καιροῦ ἐκείνου θύρας οὐκ ἐπέστησα ἐν ταῖς πύλαις.

Νεεμ. 6,1                   Οταν επληροφορήθησαν ο Σαναβαλλάτ, ο Τωβιας, ο Γησάμ ο Αραψ, και οι υπόλοιποι εχθροί μας, ότι εγώ ανοικοδόμησα το τείχος, περιέπεσαν εις κατάπληξιν και στενοχωρίαν και τους εκόπη η αναπνοή. Μέχρι της εποχής εκείνη εγώ δεν είχα ακόμη τοποθετήσει τας θύρας εις τας πύλας του τείχους.

Νεεμ. 6,2           καὶ ἀπέστειλε Σαναβαλλὰτ καὶ Γησὰμ πρός με λέγων· δεῦρο καὶ συναχθῶμεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν ταῖς κώμαις ἐν πεδίῳ Ὠνώ· καὶ αὐτοὶ λογιζόμενοι ποιῆσαί μοι πονηρίαν.

Νεεμ. 6,2                  Ο Σοναβαλλάτ και ο Γησάμ απέστειλαν εις εμέ ανθρώπους των και μου είπαν· “Ελα να συναντηθώμεν εις μίαν από τα πόλεις της πεδιάδος Ωνώ”. Εκείνοι όμω είχαν δόλιον σκοπόν εναντίον μου.

Νεεμ. 6,3           καὶ ἀπέστειλα ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀγγέλους λέγων· ἔργον μέγα ἐγὼ ποιῶ καὶ οὐ δυνήσομαι καταβῆναι, μή ποτε καταπαύσῃ τὸ ἔργον· ὡς ἂν τελειώσω αὐτό, καταβήσομαι πρὸς ὑμᾶς.

Νεεμ. 6,3                  Εστειλα προς αυτούς ιδικούς μου αγγελιοφόρους και είπα· “Εγώ εκτελώ μέγα έργον και δεν είναι δυνατόν να κατεβώ εις την πεδιάδα, δια να μη διακοπή δια τη απουσίας μου το έργον. Οταν όμως φέρω αυτό εις πέρας, θα έλθω προς συνάντησίν σας”.

Νεεμ. 6,4           καὶ ἀπέστειλαν πρός με ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, καὶ ἀπέστειλα αὐτοῖς κατὰ ταῦτα.

Νεεμ. 6,4                  Εκείνοι επανέλαβον την ιδίαν πρότασιν και εγώ απήντησα προς αυτούς κατά τον ίδιον τρόπον.

Νεεμ. 6,5           καὶ ἀπέστειλε πρός με Σαναβαλλὰτ τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἐπιστολὴν ἀνεῳγμένην ἐν χειρὶ αὐτοῦ.

Νεεμ. 6,5                  Ο Σαναβαλλάτ μου έστειλε μίαν επιστολήν ανοικτήν με ένα δούλον του, την οποίαν εκρατούσε στο χέρι του.

Νεεμ. 6,6           καὶ ἦν γεγραμμένον ἐν αὐτῇ· «Ἐν ἔθνεσιν ἠκούσθη ὅτι σὺ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι λογίζεσθε ἀποστατῆσαι, διὰ τοῦτο σὺ οἰκοδομεῖς τὸ τεῖχος, καὶ σὺ ἔσῃ αὐτοῖς εἰς βασιλέα·

Νεεμ. 6,6                  Εις την επιστολήν αυτήν ήσαν γραμμένα τα εξής· “Μεταξύ των λαών έχει διαδοθή ότι συ και οι άλλοι Ιουδαίοι σκέπτεσθε να αποστατήσετε από τον βασιλέα και δια τούτο συ ανοικοδομείς το τείχος, δια να γίνη εις αυτούς βασιλεύς.

Νεεμ. 6,7           καὶ πρὸς τούτοις προφήτας ἔστησας σεαυτῷ, ἵνα καθίσῃς ἐν Ἱερουσαλὴμ εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰούδα· καὶ νῦν ἀπαγγελήσονται τῷ βασιλεῖ οἱ λόγοι οὗτοι· καὶ νῦν δεῦρο βουλευσώμεθα ἐπὶ τὸ αὐτό.

Νεεμ. 6,7                  Επί πλέον διεδόθη, ότι συ διώρισες προς εξυπηρέτησίν σου προφήτας, δια να προπαρασκευάσουν αυτοί τον λαόν και ενθρονισθής βασιλεύς των Ιουδαίων εις την Ιερουσαλήμ. Τώρα θα αναφερθούν στον βασιλέα όλα αυτά τα πράγματα. Ελα λοιπόν εδώ δια να συσκεφθώμεν”.

Νεεμ. 6,8           καὶ ἀπέστειλα πρὸς αὐτὸν λέγων· οὐκ ἐγενήθη ὡς οἱ λόγοι οὗτοι, ὡς σὺ λέγεις, ὅτι ἀπὸ καρδίας σου σὺ ψεύδῃ αὐτούς.

Νεεμ. 6,8                  Εγώ έστειλα τότε προς αυτόν άλλον αγγελιαφόρον και του είπα· “Τιποτε από όσα είπες δεν συνέβη. Αλλά συ ψεύδεσαι και πλάθεις εκ την πονηράν σου καρδίαν τας ψευδολογίας αυτάς.

Νεεμ. 6,9           ὅτι πάντες φοβερίζουσιν ἡμᾶς λέγοντες· ἐκλυθήσονται αἱ χεῖρες αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ἔργου τούτου, καὶ οὐ ποιηθήσεται· καὶ νῦν ἐκραταίωσα τὰς χεῖράς μου».

Νεεμ. 6,9                  Ολοι μας φοβερίζουν και θέλουν να μας τρομάξουν λέγοντες· Θα παραλύσουν τα χέρια των από το έργον των και δεν θα κατορθώσουν να το φέρουν εις πέρας. Εγώ όμως έδωκα θάρρος εις όλους δια το έργον αυτό, που επιτελείται, με τα χέρια μου”.

Νεεμ. 6,10         Κἀγὼ εἰσῆλθον εἰς οἶκον Σεμεΐ υἱοῦ Δαλαΐα, υἱοῦ Μεταβεήλ -καὶ αὐτὸς συνεχόμενος- καὶ εἶπε· συναχθῶμεν εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ αὐτοῦ καὶ κλείσωμεν τὰς θύρας αὐτοῦ, ὅτι ἔρχονται νυκτὸς φονεῦσαί σε.

Νεεμ. 6,10                Εγώ μετέβην στον οίκον του Σεμεΐ, υιού του Δαλαΐα, υιού του Μεταβεήλ- αυτός ήτο περιωρισμένος στον οίκον του- και μου είπε· “Ας μεταβώμεν στον ναόν του Θεού, ας εισέλθωμεν στο μέσον του ναού τούτου και ας κλείσωμεν τας θύρας του, διότι κατά το διάστημα της νυκτός μερικοί άνθρωποι θέλουν να σε φονεύσουν”.

Νεεμ. 6,11         καὶ εἶπα· τίς ἐστιν ὁ ἀνήρ, ὃς εἰσελεύσεται εἰς τὸν οἶκον καὶ ζήσεται;

Νεεμ. 6,11                 Εγώ όμως είπα προς αυτόν· Ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος θα εισελθη στον ναόν και θα ζήση;

Νεεμ. 6,12         καὶ ἐπέγνων καὶ ἰδοὺ ὁ Θεὸς οὐκ ἀπέστειλεν αὐτόν, ὅτι ἡ προφητεία λόγος κατ᾿ ἐμοῦ, καὶ Τωβίας καὶ Σαναβαλλὰτ ἐμισθώσαντο

Νεεμ. 6,12                Εκατάλαβα δε ότι δεν απέστειλεν ο Θεός αυτόν προς εμέ και ότι η προφητεία του αυτή είχε χαλκευθή εναντίον μου. Ο Τωβίας και ο Σαναδαλλάτ είχον δωροδοκήσει ανθρώπους

Νεεμ. 6,13         ἐπ᾿ ἐμὲ ὄχλον, ὅπως φοβηθῶ καὶ ποιήσω οὕτως καὶ ἁμάρτω καὶ γένωμαι αὐτοῖς εἰς ὄνομα πονηρόν, ὅπως ὀνειδίσωσί με.

Νεεμ. 6,13                από τον όχλον εναντίον μου, δια να φοβηθώ και ενεργήσω έτσι, ώστε να αμαρτήσω εισερχόμενος στον ναόν του Κυρίου, και να γίνη αυτό αφορμή εναντίον μου να δυσφημισθή το άνομά μου και να με ονειδίσουν οι άνθρωποι αυτοί.

Νεεμ. 6,14         μνήσθητι, ὁ Θεός, Τωβία καὶ Σαναβαλλάτ, ὡς τὰ ποιήματα αὐτοῦ ταῦτα, καὶ τῷ Νωαδίᾳ τῷ προφήτῃ καὶ τοῖς καταλοίποις τῶν προφητῶν, οἳ ἦσαν φοβερίζοντές με.

Νεεμ. 6,14                “Ενθυμήσου, Κυριε, και στείλε την πρέπουσαν τιμωρίαν στον Τωβίαν και στον Σαναβαλλάτ, σύμφωνα με τα πονηρά των έργα, και εναντίον του προφήτου Νωαδία και των άλλων προφητών, οι οποίοι με εφοβέρισαν κατ' αυτόν τον τρόπον”.

 

                               Η αποπεράτωση του τείχους

Νεεμ. 6,15         Καὶ ἐτελέσθη τὸ τεῖχος πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ Ἐλοὺλ μηνὸς εἰς πεντήκοντα καὶ δύο ἡμέρας.

Νεεμ. 6,15                Το τείχος ωλοκληρώθη την 25ην του μηνός Ελούλ εις διάστημα πεντήκοντα δύο ημερών.

Νεεμ. 6,16         καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤκουσαν πάντες οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν, καὶ ἐφοβήθησαν πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν, καὶ ἐπέπεσε φόβος σφόδρα ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, καὶ ἔγνωσαν ὅτι παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐγενήθη τελειωθῆναι τὸ ἔργον τοῦτο.

Νεεμ. 6,16                Οταν δε όλοι οι γύρω εχθροί μας ήκουσαν τούτο, εφοβήθησαν. Φοβος επέπεσεν εις όλους τους λαούς, οι οποίοι ήσαν γύρω μας, διότι είδον και εκατάλαβαν ότι με την βοήθειαν του Θεού απεπερατώθη το έργον τούτο.

Νεεμ. 6,17         καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀπὸ πολλῶν ἐντίμων Ἰούδα ἐπιστολαὶ ἐπορεύοντο πρὸς Τωβίαν, καὶ αἱ Τωβία ἤρχοντο πρὸς αὐτούς,

Νεεμ. 6,17                Κατά τας ημέρας εκείνας, εκ μέρους πολλών επισήμων Ιουδαίων, εστέλλοντο επιστολαί προς τον Τωβίαν και επιστολαί του Τωβία ήρχοντο προς αυτούς.

Νεεμ. 6,18         ὅτι πολλοὶ ἐν Ἰούδᾳ ἔνορκοι ἦσαν αὐτῷ, ὅτι γαμβρὸς ἦν τοῦ Σεχενία υἱοῦ Ἡραέ, καὶ Ἰωνὰν υἱὸς αὐτοῦ ἔλαβε τὴν θυγατέρα Μεσουλὰμ υἱοῦ Βαραχία εἰς γυναῖκα.

Νεεμ. 6,18                Εγίνετο δε αυτό, επειδή πολλοί από τους επισήμους Ιουδαίους είχον συνδεθή με όρκον προς τον Τωβίαν, διότι ο Τωβίας ήτο γαμβρός του Σεχενία, υιού του Ηραέ, και ο υιός του Ιωνάν είχε λάβει ως σύζυγον την θυγατέρα του Μεσουλάμ, υιού Βαραχία.

Νεεμ. 6,19         καὶ τοὺς λόγους αὐτοῦ ἦσαν λέγοντες πρός με καὶ λόγους μου ἦσαν ἐκφέροντες αὐτῷ, καὶ ἐπιστολὰς ἀπέστειλε Τωβίας φοβερίσαι με.

Νεεμ. 6,19                Τας προτάσεις, λοιπόν, και τους λόγους αυτούς τους ανέφεραν εις εμέ και τους ιδικούς μου λόγους εγνωστοποίησαν εις αυτόν. Ο Τωβίας απέστειλεν επιστολήν εις εμέ δια να με φοβερίση.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10 11 12 13