ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΗΣΑΪΑΣ- ΚΕΦ. 36-39

 

 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΣΑΪΑΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΖΕΚΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36- Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΑΣΣΥΡΙΩΝ, ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                                Η επιδρομή των Ασσυρίων, που ζητούν την παράδοση της Ιερουσαλήμ

Ησ. 36,1            Καὶ ἐγένετο τοῦ τεσσαρεσκαιδεκάτου ἔτους, βασιλεύοντος Ἐζεκίου, ἀνέβη Σενναχηρεὶμ βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐπὶ τὰς πόλεις τῆς Ἰουδαίας τὰς ὀχυρὰς καὶ ἔλαβεν αὐτάς.

Ησ. 36,1                    Κατά το δέκατον τέταρτον έτος της βασιλείας του Εζεκίου ο βασιλεύς των Ασσυρίων Σενναχηρείμ επήλθεν εναντίον των οχυρών πόλεων της Ιουδαίας, τας οποίας και κατέλαβε.

Ησ. 36,2            καὶ ἀπέστειλε βασιλεὺς Ἀσσυρίων τὸν Ῥαψάκην ἐκ Λαχεὶς εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὸν βασιλέα Ἐζεκίαν μετὰ δυνάμεως πολλῆς, καὶ ἔστη ἐν τῷ ὑδραγωγῷ τῆς κολυμβήθρας τῆς ἄνω ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ἀγροῦ τοῦ γναφέως.

Ησ. 36,2                    Αυτός ο βασιλεύς των Ασσυρίων απέστειλεν εκπροσωπόν του από την Λαχείς εις την Ιερουσαλήμ προς τον βασιλέα Εζεκίαν, τον Ραψάκην, με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν. Ο Ραψάκης ήλθε και εστάθη εις την επάνω δεξαμένην του υδραγωγείου της πόλεως Ιερουσαλήμ, στον δρόμον που ωδηγούσε στον αγρόν του λευκαντού ενδυμάτων.

Ησ. 36,3            καὶ ἐξῆλθε πρὸς αὐτὸν Ἑλιακεὶμ ὁ τοῦ Χελκίου ὁ οἰκονόμος καὶ Σομνᾶς ὁ γραμματεὺς καὶ Ἰωὰχ ὁ τοῦ Ἀσὰφ ὁ ὑπομνηματογράφος.

Ησ. 36,3                    Εκ μέρους του βασιλέως Εζεκίου ήλθον προς τον Ραψάκην πρέσβεις ο Ελιακείμ υιός του Χελκίου ο οικονόμος, Σομνάς ο γραμματεύς, και ο Ιωάχ υιός του Ασάφ, ο χρονικογράφος.

Ησ. 36,4            καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ῥαψάκης· εἴπατε Ἐζεκίᾳ· τάδε λέγει ὁ βασιλεὺς ὁ μέγας, βασιλεὺς Ἀσσυρίων· τί πεποιθὼς εἶ;

Ησ. 36,4                    Ο Ραψάκης είπε προς αυτούς· “είπατε στον Εζεκίαν· αυτά λέγει ο μέγας βασιλεύς των Ασσυρίων· τι έχεις και εις τι στηρίζεις την πεποίθησίν σου, ώστε να ανθίστασαι;

Ησ. 36,5            μὴ ἐν βουλῇ ἢ λόγοις χειλέων παράταξις γίνεται; καὶ νῦν ἐπὶ τίνα πέποιθας, ὅτι ἀπειθεῖς μοι;

Ησ. 36,5                    Μηπως η μάχη διεξάγεται με αποφάσεις μόνον και με λόγια; Τωρα, λοιπόν, εις ποίον συ έχεις την πεποίθησίν σου και ανθιστάσαι εις εμέ;

Ησ. 36,6            ἰδοὺ πεποιθὼς εἶ ἐπὶ τὴν ῥάβδον τὴν καλαμίνην τὴν τεθλασμένην ταύτην, ἐπ᾿ Αἴγυπτον· ὡς ἂν ἐπιστηριχθῇ ἀνὴρ ἐπ᾿ αὐτήν, εἰσελεύσεται εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ, καὶ τρήσει αὐτήν· οὕτως ἐστὶ Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτῷ.

Ησ. 36,6                    Αλλά έχεις την πεποίθησίν σου εις την Αίγυπτον, εις την καλαμένιαν και σπασμένην αυτήν ράβδον. Εάν κανείς θελήση να στηριχθή επάνω εις αυτήν, εκείνη θα μπη στο χέρι του και θα το τρυπήση. Τέτοιος είναι ο βασιλεύς της Αιγύπτου, ο Φαραώ, και όλοι όσοι έχουν στηρίζει την πεποίθησίν των εις αυτόν.

Ησ. 36,7            εἰ δὲ λέγετε· ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν πεποίθαμεν,

Ησ. 36,7                    Εάν δε εξ άλλου λέγετε· ημείς έχομεν στηρίξει την πεποίθησιν μας εις Κυριον τον Θεόν μας·

Ησ. 36,8            νῦν μείχθητε τῷ κυρίῳ μου τῷ βασιλεῖ Ἀσσυρίων, καὶ δώσω ὑμῖν δισχιλίαν ἵππον, εἰ δυνήσεσθε δοῦναι ἀναβάτας ἐπ᾿ αὐτούς.

Ησ. 36,8                    εάν έχετε πεποίθησιν στον Θεόν σας, συγκρουσθήτε, λοιπόν, προς τον κύριόν μου τον βασιλέα των Ασσυρίων και εγώ υπόσχομαι να δώσω εις σας δύο χιλιάδας ίππους, αν θα ημπορέσετε να βρήτε αναλόγους δι' αυτούς ιππείς.

Ησ. 36,9            καὶ πῶς δύνασθε ἀποστρέψαι εἰς πρόσωπον τῶν τοπαρχῶν; οἰκέται εἰσὶν οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ Αἰγυπτίοις εἰς ἵππον καὶ ἀναβάτην.

Ησ. 36,9                    Πως δε τολμάτε να ατενίζετε το πρόσωπον, έστω και ενός από τους τοπάρχας του βασιλέως μου; Δούλοι είναι εκείνοι, που έχουν στηρίξει την πεποίθησιν των στους Αιγυπτίους και ελπίζουν να πάρουν από αυτούς ίππους και ιππείς.

Ησ. 36,10          καὶ νῦν μὴ ἄνευ Κυρίου ἀνέβημεν ἐπὶ τὴν χώραν ταύτην πολεμῆσαι αὐτήν; Κύριος εἶπε πρός με· ἀνάβηθι ἐπὶ τὴν γῆν ταύτην, καὶ διάφθειρον αὐτήν.

Ησ. 36,10                  Αλλως τε, μήπως ημείς έχαμεν επέλθει εναντίον της χώρας, δια να την πολεμήσωμεν, χωρίς την γνώμην και συγκατάβασιν του Κυρίου; Ο Κυριος είπε προς εμέ· Ανέβα εις την χώραν αυτήν και κατάστρεψέ την”.

Ησ. 36,11          καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἑλιακεὶμ καὶ Σομνᾶς καὶ Ἰωάχ· λάλησον πρὸς τοὺς παῖδάς σου Συριστί, ἀκούομεν γὰρ ἡμεῖς, καὶ μὴ λάλει πρὸς ἡμᾶς Ἰουδαϊστί· καὶ ἱνατί λαλεῖς εἰς τὰ ὦτα τῶν ἀνθρώπων τῶν ἐπὶ τῷ τείχει;

Ησ. 36,11                   Ο Ελιακείμ, ο Σομνάς και ο Ιωάχ είπαν προς αυτόν· “μίλησε προς ημάς τους δούλους σου εις την συριακήν γλώσσαν την αραμαϊκην.Διότι ημείς εννοούμεν αυτήν την γλώσσαν. Διατί ομιλείς εβραϊστί και ακούουν οι άνθρωποι μας, που ευρίσκονται στο τείχος της πόλεως;”

Ησ. 36,12          καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ῥαψάκης· μὴ πρὸς τὸν Κύριον ὑμῶν ἢ πρὸς ὑμᾶς ἀπέσταλκέ με ὁ κύριός μου λαλῆσαι τοὺς λόγους τούτους; οὐχὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς καθημένους ἐπὶ τῷ τείχει, ἵνα φάγωσι κόπρον καὶ πίωσιν οὖρον μεθ᾿ ὑμῶν ἅμα;

Ησ. 36,12                  Απήντησε με αγερωχίαν προς αυτούς ο Ραψάκης· “μήπως ο κύριός μου με έστειλε να πω τους λόγους αυτούς μόνον προς τον κύριον σας, τον βασιλέα η προς σας τους απεσταλμένους του; Δεν με απέστειλε κυρίως προς τους ανθρώπους, οι οποίοι ευρίσκονται τώρα επάνω εις τα τείχη της πόλεως, δια να τους είπω ότι εάν δεν παραδοθούν, είναι καταδικασμένοι να φάγουν την κόπρον και να πίουν τα ούρα των μαζή με σας;”

Ησ. 36,13          καὶ ἔστη Ῥαψάκης καὶ ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ Ἰουδαϊστὶ καὶ εἶπεν· ἀκούσατε τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου, βασιλέως Ἀσσυρίων.

Ησ. 36,13                  Εσηκώθη όρθιος ο Ραψάκης και εκραύγασε με φωνήν μεγάλην εις την εβραϊκήν γλώσσαν και είπεν· “ακούστε, σεις, που ευρίσκεσθε επάνω στο τείχος, τους λόγους του βασιλέως του μεγάλου, του βασιλέως των Ασσυρίων.

Ησ. 36,14          τάδε λέγει ὁ βασιλεύς· μὴ ἀπατάτω ὑμᾶς Ἐζεκίας λόγοις, οἳ οὐ δυνήσονται ῥύσασθαι ὑμᾶς·

Ησ. 36,14                  Αυτά λέγει ο βασιλεύς· ας μη σας εξαπατά ο Εζεκίας με λόγια, που δεν είναι δυνατόν να σας γλυτώσουν από τον όλεθρον.

Ησ. 36,15          καὶ μὴ λεγέτω ὑμῖν Ἐζεκίας, ὅτι ῥύσεται ὑμᾶς ὁ Θεός, καὶ οὐ μὴ παραδοθῇ ἡ πόλις αὕτη ἐν χειρὶ βασιλέως Ἀσσυρίων·

Ησ. 36,15                  Ας μη σας λέγη ο Εζεκίας, ότι ο Θεός θα σας γλυτώση και δεν θα παραδοθή η πόλις αυτή εις τα χέρια του βασιλέως των Ασσυρίων.

Ησ. 36,16          μὴ ἀκούετε Ἐζεκίου. τάδε λέγει ὁ βασιλεὺς Ἀσσυρίων· εἰ βούλεσθε εὐλογηθῆναι, ἐκπορεύεσθε πρός με καὶ φάγεσθε ἕκαστος τὴν ἄμπελον αὐτοῦ καὶ τὰς συκᾶς καὶ πίεσθε ὕδωρ ἐκ τοῦ λάκκου ὑμῶν,

Ησ. 36,16                  Μη ακούετε τον Εζεκίαν. Αυτά λέγει ο βασιλεύς των Ασσυρίων πρέπει και να τον ακούσετε· Εάν θέλετε να ευτυχήσετε, ελάτε προς εμέ και ο καθένας σας θα φάγη τους καρπούς από το αμπέλι του και από τις συκιές του, και θα πιήτε το νερό από τη στέρνα σας.

Ησ. 36,17          ἕως ἂν ἔλθω καὶ λάβω ὑμᾶς εἰς γῆν, ὡς ἡ γῆ ὑμῶν, γῆ σίτου καὶ οἴνου καὶ ἄρτων καὶ ἀμπελώνων.

Ησ. 36,17                  Μέχρις ότου έλθω και σας παραλάβω, δια να σας μεταφέρω εις χώραν, που είναι ομοία με την χώραν σας, χώρα δηλαδή εύφορος εις σίτον και οίνον και τρόφιμα και αμπέλια.

Ησ. 36,18          μὴ ἀπατάτω ὑμᾶς Ἐζεκίας λέγων· ὁ Θεὸς ὑμῶν ῥύσεται ὑμᾶς. μὴ ἐῤῥύσαντο οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ χώραν ἐκ χειρὸς βασιλέως Ἀσσυρίων;

Ησ. 36,18                  Ας μη σας εξαπατά ο Εζεκίας λέγων· Ο Θεός σας θα σας γλυτώση. Μηπως οι θεοί των άλλων εθνών εγλύτωσεν ο καθένας την χώραν του από τα χέρια του βασιλέως των Ασσυρίων;

Ησ. 36,19          ποῦ ἐστιν ὁ θεὸς Αἰμὰθ καὶ Ἀρφάθ; καὶ ποῦ ὁ θεὸς τῆς πόλεως Σεπφαρείμ; μὴ ἐδύναντο ῥύσασθαι Σαμάρειαν ἐκ χειρός μου;

Ησ. 36,19                  Που είναι ο θεός της Αιμάθ και Αρφάθ; Που είναι ο θεός της πόλεως Σεπφαρείμ; Μηπως ημπόρεσαν οι θεοί της Σαμαρείας, να σώσουν την Σαμάρειαν από τα χέρια μου;

Ησ. 36,20          τίς τῶν θεῶν πάντων τῶν ἐθνῶν τούτων, ὅστις ἐῤῥύσατο τὴν γῆν αὐτοῦ ἐκ χειρός μου, ὅτι ῥύσεται ὁ Θεὸς Ἱερουσαλὴμ ἐκ χειρός μου;

Ησ. 36,20                 Ποιός θεός από τους θεούς όλων αυτών των εθνών ήτο εκείνος, που έσωσε την χώραν του από τα χέρια μου; Τι λοιπόν σας κάνει να πιστεύετε ότι ο Θεός σας θα γλυτώση την Ιερουσαλήμ από τα χέρια μου;”

Ησ. 36,21          καὶ ἐσιώπησαν, καὶ οὐδεὶς ἀπεκρίθη αὐτῷ λόγον, διὰ τὸ προστάξαι τὸν βασιλέα μηδένα ἀποκριθῆναι.

Ησ. 36,21                  Οι απεσταλμένοι του βασιλέως Εζεκίου εσιώπησαν. Κανείς δεν απήντησε λόγον τινά προς αυτόν, διότι ο βασιλεύς είχε διατάξει, κανείς να μη δώση απάντησιν.

Ησ. 36,22          Καὶ εἰσῆλθεν Ἑλιακεὶμ ὁ τοῦ Χελκίου οἰκονόμος καὶ Σομνᾶς ὁ γραμματεὺς τῆς δυνάμεως καὶ Ἰωὰχ ὁ τοῦ Ἀσὰφ ὁ ὑπομνηματογράφος πρὸς Ἐζεκίαν ἐσχισμένοι τοὺς χιτῶνας καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ τοὺς λόγους Ῥαψάκου.

Ησ. 36,22                 Ο Ελιακείμ, ο υιός του Χελκίου ο οικονόμος, ο Σομνάς ο γραμματεύς του στρατού και ο Ιωάχ ο υιός του Ασάφ, ο χρονικογράφος επέστρεψαν προς τον Εζεκίαν με σχισμένα τα ενδύματα των και κατέστησαν γνωστούς εις αυτόν τους λόγους του Ραψάκου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37- Ο ΕΖΕΚΙΑΣ ΖΗΤΑΕΙ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ  

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ, Η ΚΑΥΧΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΝΝΑΧΗΡΙΜ ΚΑΙ Η ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ ΤΩΝ ΑΣΣΥΡΙΩΝ

                            Ο Εζεκίας ζητάει από τον Ησαΐα να προσευχηθεί στον Κύριο

Ησ. 37,1            Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀκοῦσαι τὸν βασιλέα Ἐζεκίαν ἔσχισε τὰ ἱμάτια καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ ἀνέβη εἰς τὸν οἶκον Κυρίου.

Ησ. 37,1                     Οταν ο βασιλεύς Εζεκίας ηκουσε τα φοβερά αυτά λόγια, έσχισε τα ενδύματα του, περιεβλήθη σάκκινον ένδυμα και ανέβη στον ναόν του Κυρίου.

Ησ. 37,2            καὶ ἀπέστειλεν Ἑλιακεὶμ τὸν οἰκονόμον καὶ Σομνᾶν τὸν γραμματέα καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τῶν ἱερέων περιβεβλημένους σάκκους πρὸς Ἡσαΐαν υἱὸν Ἀμὼς τὸν προφήτην,

Ησ. 37,2                    Εστειλε δε τον Ελιακείμ, τον οικονόμον, τον Σομνάν τον γραμματέα, και τους πρεσβυτέρους από τους ιερείς, ενδεδυμένους όλους σάκκινα ενδύματα, προς τον Ησαΐαν, τον υιόν του Αμώς τον προφήτην,

Ησ. 37,3            καὶ εἶπαν αὐτῷ· τάδε λέγει Ἐζεκίας· ἡμέρα θλίψεως καὶ ὀνειδισμοῦ καὶ ἐλεγμοῦ καὶ ὀργῆς ἡ σήμερον ἡμέρα, ὅτι ἥκει ἡ ὠδὶν τῇ τικτούσῃ, ἰσχὺν δὲ οὐκ ἔχει τοῦ τεκεῖν.

Ησ. 37,3                    και αυτοί είπαν προς εκείνον· “αυτά λέγει ο Εζεκίας προς σέ· Η σημερινή ημέρα είναι ημέρα γεμάτη θλίψιν, γεμάτη από ονειδισμούς και φρικτούς ελέγχους εκ μέρους των εχθρών. Αλλά και από οργήν εκ μέρους του Κυρίου. Η οδύνη της ημέρας αυτής είναι σαν τας ωδίνας που καταλαμβάνουν την επίτοκον, η οποία όμώς δεν έχει την δύναμιν να γεννήση και εξακολουθεί να πονή.

Ησ. 37,4            εἰσακούσαι Κύριος ὁ Θεός σου τοὺς λόγους Ῥαψάκου, οὓς ἀπέστειλε βασιλεὺς Ἀσσυρίων ὀνειδίζειν Θεὸν ζῶντα καὶ ὀνειδίζειν λόγους, οὓς ἤκουσε Κύριος ὁ Θεός σου· καὶ δεηθήσῃ πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου περὶ τῶν καταλελειμμένων τούτων.

Ησ. 37,4                    Είθε να ακούση Κυριος ο Θεός σου τους αλαζονικούς και υβριστικούς λόγους του Ραψάκου, τους οποίους δι' αυτού ο βασιλεύς των Ασσυρίων απέστειλε να ονειδίση τον αληθινόν Θεόν μας και να τον περιπαίξη με τους λόγους αυτούς, τους οποίους ασφαλώς και ήκουσε Κυριος ο Θεός σου. Και συ, λοιπόν, ας παρακαλέσης Κυριον τον θεόν σου, να σωθούν από τον όλεθρον οι απομείναντες έδω αυτοί Ιουδαίοι”.

Ησ. 37,5            καὶ ἦλθον οἱ παῖδες τοῦ βασιλέως Ἐζεκίου πρὸς Ἡσαΐαν,

Ησ. 37,5                    Οι αξιωματούχοι του βασιλέως 'Εζεκιου ήλθαν προς τον Ησαΐαν, στον οποίον και ανέφεραν αυτά.

Ησ. 37,6            καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἡσαΐας· οὕτως ἐρεῖτε πρὸς τὸν κύριον ὑμῶν· τάδε λέγει Κύριος· μὴ φοβηθῇς ἀπὸ τῶν λόγων, ὧν ἤκουσας, οὓς ὠνείδισάν με οἱ πρέσβεις βασιλέως Ἀσσυρίων.

Ησ. 37,6                    Ο Ησαΐας τους είπε· “έτσι θα απαντήσετε προς τον κύριον σας, τον Εζεκίαν· αυτά λέγει ο Κυριος ο Θεός· Μη φοβηθής από τα λόγια, τα οποία ήκουσες και με τα οποία ο απεσταλμένοι του βασιλέως των Ασσυρίων ύβρισαν εμέ.

Ησ. 37,7            ἰδοὺ ἐγὼ ἐμβάλλω εἰς αὐτὸν πνεῦμα, καὶ ἀκούσας ἀγγελίαν ἀποστραφήσεται εἰς τὴν χώραν αὐτοῦ καὶ πεσεῖται μαχαίρᾳ ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ.

Ησ. 37,7                    Ιδού, εγώ, θα βάλω μέσα εις αυτόν πνεύμα δειλίας και όταν αυτός ακούση κάποιαν κακήν είδησιν, θα γυρίση οπίσω εις την πατρίδα του και εκεί, εις την χώραν του, θα πέση νεκρός φονευόμενος δια μαχαίρας”.

 

                               Η καυχησιολογία του Σενναχηρίμ και η προσευχή του Εζεκία

Ησ. 37,8            Καὶ ἀπέστρεψε Ῥαψάκης καὶ κατέλαβε τὸν βασιλέα Ἀσσυρίων πολιορκοῦντα Λομνάν. καὶ ἤκουσε βασιλεὺς Ἀσσυρίων ὅτι

Ησ. 37,8                    Ο Ραψάκης επανήλθε και ευρήκε τον βασιλέα των Ασσυρίων να πολιορκή την Λομνάν, πόλιν της Ιουδαίας. Εν τω μεταξύ ο βασιλεύς των Ασσυρίων είχε πληροφορηθή,

Ησ. 37,9            ἐξῆλθε Θαρακὰ βασιλεὺς Αἰθιόπων πολιορκῆσαι αὐτόν· καὶ ἀκούσας ἀπέστρεψε καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς Ἐζεκίαν λέγων·

Ησ. 37,9                    ότι εβγήκεν από την χώραν του ο Θαρακά, ο βασιλεύς των Αιθιόπων, δια να πολεμήση εναντίον αυτού. Οταν επληροφορήθη τούτο, εστράφη εναντίον του βασιλέως των Αιθιόπων και συγχρόνως απέστειλεν αγγελιαφόρον προς τυν Εζεκίαν λέγων·

Ησ. 37,10          οὕτως ἐρεῖτε Ἐζεκίᾳ βασιλεῖ τῆς Ἰουδαίας· μή σε ἀπατάτω ὁ Θεός σου, ἐφ᾿ ᾧ πέποιθας ἐπ᾿ αὐτῷ λέγων· οὐ μὴ παραδοθῇ Ἱερουσαλὴμ εἰς χεῖρας βασιλέως Ἀσσυρίων.

Ησ. 37,10                  “αυτά θα πήτε προς τον Εζεκίαν, τον βασιλέα της Ιουδαίας· Ας μη σε εξαπατά ο Θεός σου, στον οποίον συ έχεις στηρίξει την πεποίθησίν σου λέγων· δεν θα παραδοθή η Ιερουσαλήμ εις τα χέρια του βασιλέως των Ασσυρίων.

Ησ. 37,11          ἢ οὐκ ἤκουσας ἃ ἐποίησαν βασιλεῖς Ἀσσυρίων πᾶσαν τὴν γῆν ὡς ἀπώλεσαν;

Ησ. 37,11                   Η δεν έχεις πληροφορηθή εκείνα, τα οποία έκαμαν οι βασιλείς των Ασσυρίων, ότι δηλαδή παρέδωσαν εις καταστροφήν όλην την γην;

Ησ. 37,12          μὴ ἐῤῥύσαντο αὐτοὺς οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν, οὓς ἀπώλεσαν οἱ πατέρες μου, τήν τε Γωζᾶν καὶ Χαρὰν καὶ Ῥαφές, αἵ εἰσιν ἐν χώρᾳ Θεεμάθ;

Ησ. 37,12                  Μηπως οι θεοί των εθνών εγλύτωσαν αυτούς, τους οποίους κατέστρεψαν οι πατέρες μου; Την Γωζάν, την Χαρράν, την Ραφές, πόλεις, αι οποίαι ευρίσκοντο εις την χώραν Θεεμάθ;

Ησ. 37,13          ποῦ εἰσιν οἱ βασιλεῖς Αἰμὰθ καὶ Ἀρφὰθ καὶ πόλεως Σεπφαρείμ, Ἀνὰγ Οὐγαυά;

Ησ. 37,13                  Που είναι οι βασιλείς της χώρας Αιμάθ και Αρφάθ και της πόλεως Σεπφαρείμ, Ανάγ και Ουργαυά;”

Ησ. 37,14          καὶ ἔλαβεν Ἐζεκίας τὸ βιβλίον παρὰ τῶν ἀγγέλων, καὶ ἤνοιξεν αὐτὸ ἐναντίον Κυρίου,

Ησ. 37,14                  Ο Εζεκίας επήρε την επιστολήν αυτήν από τους αγγελιαφόρους του βασιλέως της Ασσυριας και την ήνοιξεν ενώπιον του Κυρίου.

Ησ. 37,15          καὶ προσηύξατο Ἐζεκίας πρὸς Κύριον λέγων·

Ησ. 37,15                  Και προσηυχήθη προς τον Κυριον και είπε·

Ησ. 37,16          Κύριε σαβαὼθ ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ, σὺ Θεὸς μόνος εἶ πάσης βασιλείας τῆς οἰκουμένης, σὺ ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.

Ησ. 37,16                  “Κυριε παντοκράτορ, ο Θεός του Ισραήλ, συ ο οποίος κάθεσαι επάνω εις τα Χερουβίμ, συ είσαι Θεός μόνος επί πάσαν βασιλείαν του κόσμου τούτου, συ εδημιούργησες τον ουρανόν και την γην.

Ησ. 37,17          κλῖνον, Κύριε, τὸ οὖς σου, εἰσάκουσον, Κύριε, ἄνοιξον, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμούς σου, εἴσβλεψον, Κύριε, καὶ ἰδὲ τοὺς λόγους Σενναχηρείμ, οὓς ἀπέστειλεν ὀνειδίζειν Θεὸν ζῶντα.

Ησ. 37,17                  Κλίνε, Κυριε, το ους σου· κάμε δεκτήν την δέησίν μας, Κυριε, άνοιξε τους οφθαλμούς σου και ρίξε, Κυριε, το βλέμμα σου προς ημάς, ιδέ τους λόγους του Σενναχηρείμ, τους οποίους αυτός απέστειλε, δια να υβρίση σε τον αληθινόν θεόν.

Ησ. 37,18          ἐπ᾿ ἀληθείας γάρ, Κύριε, ἠρήμωσαν βασιλεῖς Ἀσσυρίων τὴν οἰκουμένην ὅλην καὶ τὴν χώραν αὐτῶν

Ησ. 37,18                  Διότι πράγματι, Κυριε, οι βασιλείς των Ασσυρίων ηρήμωσαν όλην την κατοικουμένην γην και την καλλιεργουμένην χώραν των κατοικούντων εις αυτήν.

Ησ. 37,19          καὶ ἐνέβαλον τὰ εἴδωλα αὐτῶν εἰς τὸ πῦρ· οὐ γὰρ θεοὶ ἦσαν, ἀλλὰ ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, ξύλα καὶ λίθοι, καὶ ἀπώλεσεν αὐτούς.

Ησ. 37,19                  Ερριψαν τα είδωλα εκείνων εις την φωτιάν, διότι αυτά δεν ήσαν θεοί αληθινοί, αλλά έργα χειρών ανθρώπων, ξύλα και λίθοι. Και δια τούτο αυτούς τους θεούς τους κατέστρεψεν η φωτιά.

Ησ. 37,20          σὺ δέ, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, σῶσον ἡμᾶς ἐκ χειρὸς αὐτῶν, ἵνα γνῷ πᾶσα βασιλεία τῆς γῆς ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς μόνος.

Ησ. 37,20                 Συ όμως, Κυριε, που είσαι ιδικός μας Θεός αληθινός, σώσε μας από τα χέρια αυτών των Ασσυρίων, δια να μάθη κάθε βασίλειον επί της γης, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός”.

 

                             Η πανωλεθρία των Ασσυρίων και ο φόνος του Σενναχηρίμ

Ησ. 37,21          Καὶ ἀπεστάλη Ἡσαΐας υἱὸς Ἀμὼς πρὸς Ἐζεκίαν καὶ εἶπεν αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἤκουσα ἃ προσηύξω πρός με περὶ Σενναχηρεὶμ βασιλέως Ἀσσυρίων.

Ησ. 37,21                  Απεστάλη τότε από τον θεόν ο Ησαΐας, ο υιός του Αμώς, προς τον Εζεκίαν και είπε προς αυτόν· “αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Ηκουσα αυτά, τα οποία δια της προσευχής σου είπες προς εμέ, σχετικώς με τον Σενναχηρείμ, τον βασιλέα των Ασσυρίων.

Ησ. 37,22          οὗτος ὁ λόγος, ὃν ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ ὁ Θεός· ἐφαύλισέ σε καὶ ἐμυκτήρισέ σε παρθένος θυγάτηρ Σιών, ἐπὶ σοὶ κεφαλὴν ἐκίνησε θυγάτηρ Ἱερουσαλήμ.

Ησ. 37,22                 Ιδού και ο λόγος, τον οποίον ο Κυριος είπε δι αυτόν· Σε εξηυτέλισε, σε ενέπαιξε και σε περιεφρόνησεν, ω Σενναχηρείμ, η αγνή παρθένος, η θυγάτηρ μου Σιών. Εκίνησε περιφρονητικώς εναντίον σου την κεφαλήν της, η θυγάτηρ μου Ιερουσαλήμ.

Ησ. 37,23          τίνα ὠνείδισας καὶ παρώξυνας; ἢ πρὸς τίνα ὕψωσας τὴν φωνήν σου; καὶ οὐκ ᾖρας εἰς ὕψος τοὺς ὀφθαλμούς σου πρὸς τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ;

Ησ. 37,23                  Ποίον ύβρισες, βασιλεύ Σενναχηρείμ, και τίνος την οργήν εξηρέθισας; Η εναντίον τίνος ύψωσες με εναίδειαν την φωνήν σου; Και δεν εσήκωσες συ, αλαζονικά τα μάτια σου υψηλά εναντίον του αγίου Θεού του Ισραήλ;

Ησ. 37,24          ὅτι δι᾿ ἀγγέλων ὠνείδισας Κύριον· σὺ γὰρ εἶπας· τῷ πλήθει τῶν ἁρμάτων ἐγὼ ἀνέβην εἰς ὕψος ὀρέων καὶ εἰς τὰ ἔσχατα τοῦ Λιβάνου καὶ ἔκοψα τὸ ὕψος τῆς κέδρου αὐτοῦ καὶ τὸ κάλλος τῆς κυπαρίσσου καὶ εἰσῆλθον εἰς ὕψος μέρος τοῦ δρυμοῦ

Ησ. 37,24                 Διότι με τους αγγελιαφόρους σου ύβρισες τον Κυριον, επειδή συ αλαζονικώς σκεπτόμενος είπες· Εγώ με το πλήθος των αρμάτων μου ανέβηκα εις υψηλά όρη και εις τα πλέον μακρυσμένα μέρη του όρους Λιβάνου, έκοψα τας υψηλάς του κέδρους και τας ωραίας κυπαρίσσους του και εισήλθα εις υψηλόν μέρος του πυκνού και αδιαβάτου δάσους του.

Ησ. 37,25          καὶ ἔθηκα γέφυραν καὶ ἠρήμωσα ὕδατα καὶ πᾶσαν συναγωγὴν ὕδατος.

Ησ. 37,25                  Εστήριξα γέφυραν, δια να διέρχωνται τα στρατεύματά μου, απεξήρανα νερά και κάθε δεξαμένην ύδατος.

Ησ. 37,26          οὐ ταῦτα ἤκουσας πάλαι, ἃ ἐγὼ ἐποίησα; ἐξ ἡμερῶν ἀρχαίων συνέταξα, νῦν δὲ ἐπέδειξα ἐξερημῶσαι ἔθνη ἐν ὀχυροῖς καὶ οἰκοῦντας ἐν πόλεσιν ὀχυραῖς.

Ησ. 37,26                 Αλλα από παλαιοτέρους χρόνους και ανθρώπους δεν επληροφορήθης αυτά, τα οποία εγώ έχω κάμει; Από παλαιότερα χρόνια ώρισα, αλλά και τώρα επραγματοποίησα την ερήμωσιν των εχθρών εις τα οχυρώματά των και την καταστροφήν αυτών, που κατοικούσαν εις οχυράς πόλεις.

Ησ. 37,27          ἀνῆκα τὰς χεῖρας, καὶ ἐξηράνθησαν καὶ ἐγένοντο ὡς χόρτος ξηρὸς ἐπὶ δωμάτων καὶ ὡς ἄγρωστις.

Ησ. 37,27                  Εσήκωσα τα προστατευτικά μου χέρια από αυτούς και οι άνθρωποι εξηράνθησαν. Εγιναν ωσάν το ξηρό χορτάρι επάνω εις τα ηλιακωτά και ωσάν ξηρή αγριάδα.

Ησ. 37,28          νῦν δὲ τὴν ἀνάπαυσίν σου καὶ τὴν ἔξοδόν σου καὶ τὴν εἴσοδόν σου ἐγὼ ἐπίσταμαι.

Ησ. 37,28                 Τωρα δε εγώ γνωρίζω, που κάθεσαι, που αναπαύεσαι, από που εξέρχεσαι και που πηγαίνεις.

Ησ. 37,29          ὁ δὲ θυμός σου, ὃν ἐθυμώθης, καὶ ἡ πικρία σου ἀνέβη πρός με, καὶ ἐμβαλῶ φιμὸν εἰς τὴν ῥῖνά σου, καὶ χαλινὸν εἰς τὰ χείλη σου καὶ ἀποστρέψω σε τῇ ὁδῷ ᾗ ἦλθες ἐν αὐτῇ.

Ησ. 37,29                 Ο θυμός, από τον οποίον κατελήφθης εναντίον μου, και η πικρία της ψυχής σου άνεβη προς εμέ. Και, λοιπόν, θα βάλω φίμωτρον εις την ρίνα σου και χαλινάρι εις τα χείλη σου και θα σε επιστρέψω άπρακτον και πανικόβλητον στον δρόμον, από τον οποίον ήλθες.

Ησ. 37,30          τοῦτο δέ σοι τὸ σημεῖον· φάγε τοῦτον τὸν ἐνιαυτὸν ἃ ἔσπαρκας, τῷ δὲ ἐνιαυτῷ τῷ δευτέρῳ τὸ κατάλειμμα, τῷ δὲ τρίτῳ σπείραντες ἀμήσατε καὶ φυτεύσατε ἀμπελῶνας καὶ φάγεσθε τὸν καρπὸν αὐτῶν.

Ησ. 37,30                  Δια σε δέ, ω Εζεκία, τούτο θα είναι το σημείον της αληθείας των λόγων μου αυτών· φάγε κατά το έτος τούτο τα προϊόντα των καρπών, που έσπειρες· κατά το επόμενον έτος φάγε τα απολειφθέντα εκ των προϊόντων αυτών. Κατά δε το τρίτον έτος θα σπείρετε, θα θερίσετε, θα φυτεύσετε αμπελώνας και θα φάγετε τα προϊόντα αυτών.

Ησ. 37,31          καὶ ἔσονται οἱ καταλελειμμένοι ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φυήσουσι ῥίζαν κάτω καὶ ποιήσουσι σπέρμα ἄνω.

Ησ. 37,31                  Οι απομείναντες εις την Ιουδαίαν Ιουδαίοι θα ρίψουν βαθεία τας ρίζας των ωσάν δένδρα, θα κάμουν καρπούς, θα αποκτήσουν απογόνους.

Ησ. 37,32          ὅτι ἐξ Ἱερουσαλὴμ ἔσονται οἱ καταλελειμμένοι καὶ οἱ σῳζόμενοι ἐξ ὄρους Σιών· ὁ ζῆλος Κυρίου σαβαὼθ ποιήσει ταῦτα.

Ησ. 37,32                  Από την Ιερουσαλήμ θα είναι και θα βλαστήσουν οι απομείναντες Ιουδαίοι, αυτοί ποι θα διασωθούν από το όρός Σιών. Η θερμή αγάπη του Κυρίου παντοκράτορας προς τους Ιουδαίους θα κάμη αυτά.

Ησ. 37,33          διὰ τοῦτο οὕτω λέγει Κύριος ἐπὶ βασιλέα Ἀσσυρίων· οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν ταύτην οὐδὲ μὴ βάλῃ ἐπὶ αὐτὴν βέλος οὐδὲ μὴ ἐπιβάλῃ ἐπ᾿ αὐτὴν θυρεόν, οὐδὲ μὴ κυκλώσῃ ἐπ᾿ αὐτὴν χάρακα,

Ησ. 37,33                  Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον του βασιλέως των Ασσυρίων· Δεν πρόκειται να εισέλθη εις την πόλιν αυτήν, την Ιερουσαλήμ, ούτε και θα ρίψη βέλος εναντίον της. Δεν θα προβάλη ασπίδα εναντίον αυτής, ούτε και θα περιβάλη αυτήν με χαράκωμα,

Ησ. 37,34          ἀλλὰ τῇ ὁδῷ ᾗ ἦλθεν, ἐν αὐτῇ ἀποστραφήσεται καὶ εἰς τὴν πόλιν ταύτην οὐ μὴ εἰσέλθῃ. τάδε λέγει Κύριος·

Ησ. 37,34                  αλλά, από την οδόν, από την οποίαν ήλθεν, από την ιδίαν οδόν θα επιστρέψη προς την πατρίδα του. Και εις την πόλιν αυτήν δεν θα εισελθη”. Αυτά λέγει ακόμη ο Κυριος·

Ησ. 37,35          ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης τοῦ σῶσαι αὐτὴν δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ Δαυὶδ τὸν παῖδά μου.

Ησ. 37,35                  “θα υπερασπίσω και θα σώσω την πόλιν αυτήν, δια να φανή η δικαιοσύνη και η δύναμίς μου, αλλά και προς χάριν του δούλου μου Δαυίδ».

Ησ. 37,36          Καὶ ἐξῆλθεν ἄγγελος Κυρίου καὶ ἀνεῖλεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς τῶν Ἀσσυρίων ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας, καὶ ἀναστάντες τὸ πρωΐ εὗρον πάντα τὰ σώματα νεκρά.

Ησ. 37,36                  Εστάλη πράγματι άγγελος Κυρίου από τον Θεόν και εφόνευσεν από το στρατόπεδον των Ασσυρίων εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδας. Οι απομείναντες από τους Ασσυρίους εσηκώθησαν το πρωϊ και ευρήκαν τα σώματα εκείνων νεκρά.

Ησ. 37,37          καὶ ἀπῆλθεν ἀποστραφεὶς Σενναχηρεὶμ βασιλεὺς Ἀσσυρίων, καὶ ᾤκησεν ἐν Νινευῇ.

Ησ. 37,37                  Ο Σενναχηρείμ, ο βασιλεύς των Ασσυρίων ανεχώρησεν εις την χώραν του και κατώκησεν εις την πόλιν Νινευή.

Ησ. 37,38          καὶ ἐν τῷ αὐτὸν προσκυνεῖν ἐν τῷ οἴκῳ Νασαρὰχ τὸν πάτραρχον αὐτοῦ, Ἀδραμέλεχ καὶ Σαρασὰρ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐπάταξαν αὐτὸν μαχαίραις, αὐτοὶ δὲ διεσώθησαν εἰς Ἀρμενίαν· καὶ ἐβασίλευσεν Ἀσορδὰν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Ησ. 37,38                  Καποιαν ημέραν, που αυτός προσκυνούσεν στον ναόν του Νασαράχ, Θεού προστάτου του πατρικού του οίκου, οι Αδραμέλεχ και Σαρασάρ, υιοί του, τον εφόνευσαν με μαχαίρας, αυτοί δε έφυγαν και εσώθησαν εις την Αρμενίαν. Αντί δε του Σενναχηρείμ εδασιλευσεν άλλος υιός του, ο Ασορδάν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38- Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΖΕΚΙΑ - Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ

                             Η ασθένεια του Εζεκία

Ησ. 38,1            Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐμαλακίσθη Ἐζεκίας ἕως θανάτου· καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὸν Ἡσαΐας υἱὸς Ἀμὼς ὁ προφήτης καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος· τάξαι περὶ τοῦ οἴκου σου, ἀποθνήσκεις γὰρ σὺ καὶ οὐ ζήσῃ.

Ησ. 38,1                    Κατά τον καιρόν εκείνον ησθένησεν ο Εζεκίας επικινδύνως μέχρι θανάτου. Ηλθε προς αυτόν τότε ο Ησαΐας ο υιός του Αμώς, ο προφήτης, και του ειπε· “αυτά λέγει ο Κυριος προς σέ· Τακτοποίησε τα του οίκου σου, διότι συ τώρα θα αποθάνης και δεν θα ζήσης πλέον”.

Ησ. 38,2            καὶ ἀπέστρεψεν Ἐζεκίας τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πρὸς τὸν τοῖχον καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον

Ησ. 38,2                    Ο Εζεκίας, όταν ήκουσεν αυτά, εγύρισε το πρόσωπόν του προς τον τοίχον και προσηυχήθη από της κλίνης του προς τον Κυριον και είπε·

Ησ. 38,3            λέγων· μνήσθητι, Κύριε, ὡς ἐπορεύθην ἐνώπιόν σου μετὰ ἀληθείας, ἐν καρδίᾳ ἀληθινῇ, καὶ τὰ ἀρεστά ἐνώπιόν σου ἐποίησα· καὶ ἔκλαυσεν Ἐζεκίας κλαυθμῷ μεγάλῳ.

Ησ. 38,3                    “ενθυμήσου, Κυριε, πως εγώ έζησα και συμπεριεφέρθην ενώπιόν σου, ότι δηλαδή μετά αληθείας έζησα, με καρδίαν αληθινήν, και τα ευάρεστα ενώπιόν σου έπραξα”. Αμέσως δε έκλαυσεν ο Εζεκιάς με μεγάλον κλαυθμόν.

Ησ. 38,4            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἡσαΐαν λέγων·

Ησ. 38,4                    Ωμίλησε κατόπιν ο Κυριος προς τον Ησαϊαν και του ειπε·

Ησ. 38,5            πορεύθητι καὶ εἰπὸν Ἐζεκίᾳ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Δαυὶδ τοῦ πατρός σου· ἤκουσα τῆς προσευχῆς σου καὶ εἶδον τὰ δάκρυά σου. ἰδοὺ προστίθημι πρὸς τὸν χρόνον σου δεκαπέντε ἔτη·

Ησ. 38,5                    “πήγαινε και ειπέ στον Εζεκίαν· αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Δαυίδ, του προγόνου σου· Ηκουσα την προσευχήν σου, είδα τα δάκρυά σου και ιδού προσθέτω στον έως τώρα χρόνον της ζωής σου δεκαπέντε ακόμη έτη.

Ησ. 38,6            καὶ ἐκ χειρὸς βασιλέως Ἀσσυρίων ῥύσομαί σε καὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης.

Ησ. 38,6                    Επί πλέον από την χείρα του βασιλέως των Ασσυρίων θα απαλλάξω σε και την πόλιν και θα υπερασπίσω εγώ την πόλιν αυτήν”.

Ησ. 38,7            τοῦτο δὲ σοὶ τὸ σημεῖον παρὰ Κυρίου ὅτι ποιήσει ὁ Θεὸς τὸ ῥῆμα τοῦτο·

Ησ. 38,7                    Τούτο δε το σημείον θα δοθή εις σε από τον Κυριον, ότι δηλαδή ο Θεός θα πράξη αυτό, το οποίον είπε·

Ησ. 38,8            ἰδοὺ ἐγὼ στρέψω τὴν σκιὰν τῶν ἀναβαθμῶν, οὓς κατέβη ὁ ἥλιος, τοὺς δέκα ἀναβαθμοὺς τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου, ἀποστρέψω τὸν ἥλιον τοὺς δέκα ἀναβαθμούς. καὶ ἀνέβη ὁ ἥλιος τοὺς δέκα ἀναβαθμούς, οὓς κατέβη ἡ σκιά.

Ησ. 38,8                    “Ιδού εγώ θα στρέψω προς τα οπίσω την σκιαν του ηλίου επί των βαθμίδων του ηλιακού ωρολογίου κατά δέκα βαθμίδας στο ηλιακόν αυτό ωρολόγιον, που ευρίσκεται στον οίκον του πατρός σου. θα γυρίσω προς τα οπίσω τον ήλιον κατά δέκα βαθμούς”. Και πράγματι εστράφη οπίσω η σκια του ηλίου κατά δέκα βαθμίδας, τας οποίας είχε προηγουμένως κατεβή, καθώς προχωρούσε η ημέρα.

 

                              Η προσευχή του Εζεκία προς τον Κύριο και η θεραπεία του

Ησ. 38,9            Προσευχὴ Ἐζεκίου βασιλέως τῆς Ἰουδαίας, ἡνίκα ἐμαλακίσθη, καὶ ἀνέστη ἐκ τῆς μαλακίας αὐτοῦ.

Ησ. 38,9                    Ιδού και η άλλη προσευχή Εζεκίου, βασιλέως της Ιουδαίας, όταν μετά την άσθε-νειαν του εσηκώθη από την κλίνην της ασθενείας του·

Ησ. 38,10          Ἐγὼ εἶπα· ἐν τῷ ὕψει τῶν ἡμερῶν μου πορεύσομαι ἐν πύλαις ᾅδου, καταλείψω τὰ ἔτη τὰ ἐπίλοιπα.

Ησ. 38,10                  “εγώ είπα· εις την ακμήν, λοιπόν, της ανδρικής ηλικίας μου θα πορευθώ εις τας πύλας του άδου και θα αφήσω τα υπόλοιπα έτη της ζωής μου αποθνήσκων πρόωρα;

Ησ. 38,11          εἶπα· οὐκέτι οὐ μὴ ἴδω τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γῆς ζώντων, οὐκέτι μὴ ἴδω τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ γῆς, οὐκέτι μὴ ἴδω ἄνθρωπον.

Ησ. 38,11                   Είπα· δεν θα ίδω πλέον την παρά Θεού σωτηρίαν εις την γην των ζώντων ανθρώπων. Δεν θα ίδω πλέον την σωτηρίου του ισραηλιτικού λαού, του ευρισκομένου εις την γην των ζώντων. Δεν θα αντικρύσω πλέον ζώντανόν άνθρωπον.

Ησ. 38,12          ἐξέλιπον ἐκ τῆς συγγενείας μου, κατέλιπον τὸ ἐπίλοιπον τῆς ζωῆς μου, ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ ἐμοῦ ὥσπερ ὁ καταλύων σκηνὴν πήξας, τὸ πνεῦμά μου παρ᾿ ἐμοὶ ἐγένετο ὡς ἱστὸς ἐρίθου ἐγγιζούσης ἐκτεμεῖν.

Ησ. 38,12                  Εσβησα πλέον από την συγγένειάν μου, αφήκα τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής μου, εβγήκε και έφυγε από εμέ η ζωη· ώσαν άνθρωπος ο οποίος έστησε και κατόπιν διέλυσε την σκηνήν. Η πνοή της ζωής, που υπάρχει μέσα μου, όμοιάζει σαν το ύφασμα αργαλειού υφαντρίας, η οποία, αφού ετελείωσε την ύφανσιν, πρόκειται να το κόψη.

Ησ. 38,13          ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ παρεδόθην ἕως πρωΐ ὡς λέοντι· οὕτως συνέτριψε πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἀπὸ γὰρ τῆς ἡμέρα ἕως τῆς νυκτὸς παρεδόθην.

Ησ. 38,13                  Κατά την ημέραν εκείνην του παροξυσμού της ασθενείας μου, καθ' όλον το διάστημα της νυκτός έως το πρωϊ, ήτο ως εάν είχον παραδοθή ανυπεράσπιστος εις λέοντα. Ετσι αυτή η ασθένειά μου είχε συντρίψει όλα τα κύκκαλά μου. Διότι από την ημέραν έως και την νύκτα είχα παραδοθή εις αγωνίαν.

Ησ. 38,14          ὡς χελιδών, οὕτω φωνήσω, καὶ ὡς περιστερά, οὕτω μελετήσω· ἐξέλιπον γάρ μου οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ βλέπειν εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ πρὸς τὸν Κύριον, ὃς ἐξείλατό με καὶ ἀφείλατό μου τὴν ὀδύνην τῆς ψυχῆς.

Ησ. 38,14                  Ωσάν χελιδόνι, έφωναζα, ωσάν περιστερά, που γουργουρίζει, έτσι έκραζα. Αδυνάτισαν και εσβησαν τα μάτια μου με το να είναι συνεχώς προσηλωμένα στο ύψος του ουρανού, προς τον Κυριον, ο οποίος ήκουσε την προσευχήν μου και με απήλλαξεν από την ασθένειάν μου, αφήρεσε την οδύνην της ψυχής μου.

Ησ. 38,16          Κύριε, περὶ αὐτῆς γὰρ ἀνηγγέλη σοι, καὶ ἐξήγειράς μου τὴν πνοήν, καὶ παρακληθεὶς ἔζησα.

Ησ. 38,16                  Κυριε, δι' αυτήν την σωτηρίαν μου από την ασθένειαν, εγώ προσηυχήθην προς σε· και συ εζωογόνησες την ψυχήν μου. Ετσι δε εγώ έζησα και παρηγορήθην.

Ησ. 38,17          εἵλου γάρ μου τὴν ψυχήν, ἵνα μὴ ἀπόληται, καὶ ἀπέῤῥιψας ὀπίσω μου πάσας τὰς ἁμαρτίας.

Ησ. 38,17                  Διότι συ, εν τη αγαθότητί σου, επήρες εις τα χέρια σου την ζωήν μου, δια να μη χαθή. Ερριψες οπίσω μου όλας τας αμαρτίας μου και με συνεχώρησες δι' αυτάς.

Ησ. 38,18          οὐ γὰρ οἱ ἐν ᾅδου αἰνέσουσί σε, οὐδὲ οἱ ἀποθανόντες εὐλογήσουσί σε, οὐδὲ ἐλπιοῦσιν οἱ ἐν ᾅδου τὴν ἐλεημοσύνην σου.

Ησ. 38,18                  Διότι, αυτοί που ευρίσκονται στον άδην δεν σε υμνολογούν, ούτε οι νεκροί σε δοξολογούν, ούτε και έχουν ελπίδας στο έλεός σου όσοι ευρίσκονται στον άδην.

Ησ. 38,19          οἱ ζῶντες εὐλογήσουσί σε ὃν τρόπον κἀγώ· ἀπὸ γὰρ τῆς σήμερον παιδία ποιήσω, ἃ ἀναγγελοῦσι τὴν δικαιοσύνην σου,

Ησ. 38,19                  Μονον αυτοί που ζουν, θα σε δοξολογήσουν, όπως πράττω και εγώ, διότι από την ημέραν αυτήν εγώ θα αποκτήσω και παιδιά, τα οποία επίσης θα κηρύξουν την δικαιοσύνην σου.

Ησ. 38,20          Κύριε τῆς σωτηρίας μου, καὶ οὐ παύσομαι εὐλογῶν σε μετὰ ψαλτηρίου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου κατέναντι τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.

Ησ. 38,20                 Κυριε και σωτήρ μου, δεν θα παύσω να σε δοξολογώ με ψαλτήριον και μουσικά όργανα όλας τας ημέρας της ζωής μου, ερχόμενος ενώπιον του ναού σου”.

Ησ. 38,21          Καὶ εἶπεν Ἡσαΐας πρὸς Ἐζεκίαν· λάβε παλάθην ἐκ σύκων καὶ τρίψων καὶ κατάπλασαι, καὶ ὑγιὴς ἔσῃ.

Ησ. 38,21                  Είπεν ο Ησαΐας προς τον Εζεκίαν· “πάρε μια αρμάθα σύκα, τρίψε τα και πίεσέ τα, βάλε τα ως κατάπλασμα εις την πληγήν σου και θα γίνης υγιής”.

Ησ. 38,22          καὶ εἶπεν Ἐζεκίας· τοῦτο τὸ σημεῖον ὅτι ἀναβήσομαι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ.

Ησ. 38,22                 Ο Εζεκίας είπεν· “ιδού του Θεού το θαύμα αυτό, με το οποίον θα θεραπευθώ από την ασθένειάν μου και υγιής θα ανεώ στον ναόν του Θεού”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39- Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΖΕΚΙΑ

                             Ο Θεός είναι αντίθετος με την ματαιόδοξη πολιτική του Εζεκία

Ησ. 39,1            Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀπέστειλε Μαρωδὰχ Βαλαδὰν ὁ υἱὸς τοῦ Βαλαδάν, ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλωνίας, ἐπιστολὰς καὶ πρέσβεις καὶ δῶρα Ἐζεκίᾳ· ἤκουσε γὰρ ὅτι ἐμαλακίσθη ἕως θανάτου καὶ ἀνέστη.

Ησ. 39,1                    Κατά την έποχην εκείνην ο Μαρωδάχ Βαλαδάν, υιός του Βαλαδάν βασιλεύς της Βαδυλώνος, έστειλέ με πρέσβεις επιστολήν και δώρα στον Εζεκίαν, διότι είχε πληροφορηθή, ότι ο Εζεκίας ησθένησε μέχρι θανάτου και ηγέρθη υγιής από την κλίνην του.

Ησ. 39,2            καὶ ἐχάρη ἐπ᾿ αὐτοῖς Ἐζεκίας χαρὰν μεγάλην καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς τὸν οἶκον τοῦ νεχωθᾶ καὶ τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ χρυσίου καὶ τῆς στακτῆς καὶ τῶν θυμιαμάτων καὶ τοῦ μύρου καὶ πάντας τοὺς οἴκους τῶν σκευῶν τῆς γάζης καὶ πάντα, ὅσα ἦν ἐν τοῖς θησαυροῖς αὐτοῦ· καὶ οὐκ ἦν οὐθέν, ὃ οὐκ ἔδειξεν Ἐζεκίας ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ἐξουσίᾳ αὐτοῦ.

Ησ. 39,2                    Ο Εζεκίας εχάρη χαράν μεγάλην δι' αυτά και επάνω στον ενθουσιασμόν του έδειζεν εις αυτούς τον οίκον των πολυτίμων αντικειμένων του αργυρίου, του χρυσίου, του ευώδους αρώματος, της στακτής, και των θυμιαμάτων, του μύρου, όπως επίσης και όλους τους οίκους, στους οποίους ευρίσκοντο τα πολεμικά του όπλα, και όλα όσα υπήρχον εις τα θησαυροφυλάκια του. Δεν έμεινε τίποτε στον οίκον του και εις όλην την εξουσίαν του, το οποίον να μη έδειξεν εις αυτούς ο Εζεκίας.

Ησ. 39,3            καὶ ἦλθεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης πρὸς τὸν βασιλέα Ἐζεκίαν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· τί λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι; καὶ πόθεν ἥκασι πρός σέ; καὶ εἶπεν Ἐζεκίας· ἐκ τῆς γῆς πόῤῥωθεν ἥκασι πρός με, ἐκ Βαβυλῶνος.

Ησ. 39,3                    Ηλθεν ο προφήτης Ησαΐας προς τον βασιλέα Εζεκίαν και του είπε· “τι λέγουν αυτοί οι άνθρωποι; Από που έχουν ελθει προς σέ;” Και ο Εζεκίας απήντησεν· “από γην μακρυνήν έχουν έλθει προς εμέ, από την Βαβυλώνα”.

Ησ. 39,4            καὶ εἶπεν Ἡσαΐας· τί εἴδοσαν ἐν τῷ οἴκῳ σου; καὶ εἶπεν Ἐζεκίας· πάντα τὰ ἐν τῷ οἴκῳ μου εἴδοσαν, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῷ οἴκῳ μου ᾧ οὐκ εἴδοσαν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν τοῖς θησαυροῖς μου.

Ησ. 39,4                    Είπεν εις αυτόν ο Ησαΐας· “τι είδον αυτοί στον οίκόν σου; Ο Εζεκίας απήντησεν· “όλα όσα υπάρχουν στον οίκόν μου τα είδαν, δεν υπάρχει δε τίποτε στον οίκόν μου, το οποίον δεν είδαν. Ακόμη επίσης είδαν όλα, όσα υπάρχουν αποτεθειμένα εις τα θησαυροφυλάκιά μου”.

Ησ. 39,5            καὶ εἶπεν Ἡσαΐας αὐτῷ· ἄκουσον τὸν λόγον Κυρίου σαβαώθ·

Ησ. 39,5                    Είπε τότε ο Ησαΐας προς αυτόν· “άκουσε, λοιπόν, τον λόγον του Κυρίου παντοκράτορας·

Ησ. 39,6            ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ λήψονται πάντα τὰ ἐν τῷ οἴκῳ σου, καὶ ὅσα συνήγαγον οἱ πατέρες σου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, εἰς Βαβυλῶνα ἥξει, καὶ οὐδὲν οὐ μὴ καταλείπωσιν· εἶπε δὲ ὁ Θεὸς

Ησ. 39,6                    Ερχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, και θα λεηλατηθούν όλα, όσα υπάρχουν στον οίκόν σου, όσα συνήθροισαν οι προγονοί σου μέχρι της ημέρας αυτής και θα μεταφερθούν εις την Βαβυλώνα. Οι επιδρομείς θα λεηλατήσουν τα πάντα και δεν θα αφήσουν τίποτε έδω. Αυτά είπεν ο Θεός. Προσέθεσεν ακόμη ο Θεός·

Ησ. 39,7            ὅτι καὶ ἀπὸ τῶν τέκνων σου, ὧν ἐγέννησας, λήψονται καὶ ποιήσουσι σπάδοντας ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ βασιλέως τῶν Βαβυλωνίων.

Ησ. 39,7                    ότι και από τα τέκνα σου, που συ εγεννησες, θα πάρουν οι εχθροί σου και θα τα κάμουν ευνούχους εις τα ανάκτορα των βασιλέων της Βαδυλώνος”.

Ησ. 39,8            καὶ εἶπεν Ἐζεκίας Ἡσαΐᾳ· ἀγαθὸς ὁ λόγος Κυρίου, ὃν ἐλάλησε· γενέσθω δὴ εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη ἐν ταῖς ἡμέραις μου.

Ησ. 39,8                    Και απήντησεν ο Εζεκίας στον Ησαΐαν· “Δικαιος και καλός είναι ο λόγος αυτός του Κυρίου, τον οποίον μίλησε. Ας γίνη τουλάχιστον ειρήνή και ας επικράτηση δικαιοσύνη και ασφάλεια εις τας ημέρας μου”.