ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
||||
|
||||
ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α'-Β' (ΣΑΜΟΥΗΛ Α'-Β') ΟΝΟΜΑΣΙΑ - ΚΑΝΟΝΑΣ
Το βιβλία «Α' και Β' Βασιλειών» ή «Α' και Β' Σαμουήλ» όπως λέγονται στην εβραϊκή βίβλο, στον Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα κατατάσσονται στα λεγόμενα «Ιστορικά Βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα κατατάσσονται στην ίδια σειρά, αλλά ως επικεφαλής της ομάδας των βιβλίων που έχει το γενικό τίτλο «Προφήτες» και της υποομάδας «Προγενέστεροι Προφήτες». Στο εβραϊκό κείμενο τα βιβλία Α' και Β' Βασιλειών (Σαμουήλ) αποτελούσαν αρχικά ενιαίο έργο και επιγραφόταν ως «Σαμουήλ», είτε γιατί στην αρχή του πρώτου βιβλίου περιέχεται η δράση του τελευταίου κριτή Σαμουήλ είτε γιατί η ιουδαϊκή παράδοση θεωρούσε το Σαμουήλ ως συγγραφέα του έργου. Η διαίρεση του βιβλίου σε «Α' και Β' Σαμουήλ» υιοθετήθηκε στις εκδόσεις του εβραϊκού κειμένου από το 16ο αιώνα και εξής, προφανώς κατ' επίδραση των Ο', οι οποίοι επιγράφουν τα βιβλία ως «Α' και Β' Βασιλειών», επειδή το περιεχόμενό τους αναφέρεται στην εγκαθίδρυση του θεσμού της βασιλείας και στην ιστορία των πρώτων ηγεμόνων Σαούλ και Δαβίδ. Εφόσον τα βιβλία αυτά αφηγούνται γεγονότα και μετά το θάνατο του Σαμουήλ, όπως επεισόδια από τη ζωή του Σαούλ και Δαβίδ, η ονομασία των Ο' «Α' και Β' Βασιλειών» είναι καταλληλότερη από τη «Σαμουήλ» του εβραϊκού κειμένου. Το μασωριτικό κείμενο των Α' και Β' Βασιλειών διατηρήθηκε σε πολύ κακή κατάσταση. Παρά ταύτα όμως είναι δυνατή σε πολλά σημεία η αποκατάστασή του με τη βοήθεια των παράλληλων κειμένων του Α' Παραλειπομένων και της Μετάφρασης των Ο'.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΠΗΓΕΣ, ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
Κρίνοντας από τις βασικές αρχές της φιλολογικής έρευνας της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και από τη μαρτυρία του βιβλίου, συμπεραίνουμε ότι στην αρχή υπήρχαν διάφορες ανεξάρτητες μεταξύ τους προφορικές παραδόσεις, που κατάγονταν από εποχή πολύ κοντινή, με τα ιστορούμενα γεγονότα. Οι παραδόσεις αυτές διατυπώθηκαν σιγά σιγά γραπτά, για να αποτελέσουν τις γραπτές πηγές. Οι κυριότερες απ' τις πηγές αυτές που χρησιμοποίησε ο τελευταίος συντάκτης του Α' και Β' Βασιλειών, μαζί με τις προφορικές παραδόσεις είναι: 1. Το «Βιβλίον του ευθούς», που περιείχε το θρήνο του Δαβίδ για το Σαούλ και τον Ιωνάθαν (Β' Βασ. 1,19-27). Είναι η μόνη γραπτή πηγή που μνημονεύει ο συντάκτης του έργου (Β' Βασ. 1,18) και όπως πιστεύεται από την ίδια ανθολογία χρησιμοποίησε και άλλα αποσπάσματα. 2. Επίσημα κείμενα, όπως κατάλογοι αξιωματούχων και ηρώων του Δαβίδ (Β' Βασ. 20,23-26. 23,8-39) γραμμένα από εντεταλμένους υπαλλήλους. Στο Β' Βασ. 20,24 μνημονεύεται ένας τέτοιος υπομνηματογράφος. 3. Προφητικά κείμενα με λόγους των προφητών Σαμουήλ, Νάθαν και «Γάδ (βλ. Α' Παρ. 29,29). Τις πηγές αυτές συγκέντρωσε, διευθέτησε, επεξεργάστηκε και κατέγραψε σε ενιαίο έργο ο τελευταίος συντάκτης του έργου, έχοντας ως βάση το κύριο σύμπλεγμα παραδόσεων που είχαν για θέμα τους το χρονικό της ανάδειξης του Δαβίδ ως βασιλιά στην Ιερουσαλήμ (Α' Βασ. κεφ.16 μέχρι Β' Βασ. κεφ.8). Στο χρονικό αυτό ενσωμάτωσε την παράδοση για τις περιπέτειες της Κιβωτού της Διαθήκης, καθώς και άλλο υλικό σε έμμετρο και πεζό λόγο, όπως το σύμπλεγμα του Β' Βασ. κεφ.9-20, που αναφέρεται σε επεισόδια της ζωής του Δαβίδ, για να συντάξει το παρόν έργο, που, όπως φαίνεται, και προσθήκες δέχτηκε και μεταγενέστερη επεξεργασία υπέστη.
ΘΕΜΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
Ο σκοπός του συγγραφέα των Α' και Β' Βασιλειών είναι κατά βάση ιστορικός. Θέλει με τη σύνθεση των επιμέρους συμβάντων να δώσει σε ένα ενιαίο έργο την ιστορία μιας περιόδου συνοπτικά και αντικειμενικά. Στο βιβλίο γίνεται σαφές ότι ο Θεός, αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Δαβίδ τον εκλεκτό δούλο του και εμπιστεύεται τη βασιλική του δυναστεία, στην όποια εναποθέτει τις μεσσιανικές προσδοκίες του λαού του. Ο Μεσσίας θα προέρχεται από τον οίκο του Δαβίδ, το κράτος του οποίου θα ανασυσταθεί και θα μεγαλουργήσει σε μια περίοδο που θα είναι η χρυσή εποχή της ισραηλιτικής ιστορίας. Ο συγγραφέας αντίθετα με τον κοσμικό ιστοριογράφο δεν αρκείται στην απαρίθμηση των συμβάντων ούτε πολύ περισσότερο προσπαθεί να μεγαλοποιήσει ή να μειώσει τη σημασία τους ανάλογα με τις καταστάσεις και τα πρόσωπα, αλλά δίνει στα γεγονότα την πραγματική τους διάσταση. Ως βιβλικός ιστορικός βρίσκει το βαθύτερο νόημα της ιστορίας ως πεδίο έκφρασης του θείου θελήματος. Δεν είναι ανεξάρτητο το ένα από το άλλο τα γεγονότα, αλλά σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους, δεν είναι ενεργήματα τυφλών δυνάμεων και απρόσωπων θεοτήτων, δεν είναι εκδηλώματα συμπτώσεων, αλλά καθορίζονται από το Θεό σύμφωνα με ορισμένες ηθικές αρχές (τιμωρία του αδίκου, πιστότητα του Θεού στις επαγγελίες παρά την ανθρώπινη αμαρτία κλπ.). Ο Θεός καλεί το Σαούλ για βασιλιά και μετά την απόρριψη του εκλέγει το Δαβίδ. Οι προσπάθειες του Σαούλ να παραμερίσει το Δαβίδ θα ναυαγήσουν και η ιστορία του Ισραήλ θα οδεύσει κατά την προαιώνια βουλή του Θεού. Τα γεγονότα δείχνουν τη μετοχή του Θεού στην ιστορία του κόσμου και στη ζωή των ανθρώπων. Σ' αυτήν την ιδέα της θεολογικής θεώρησης των πραγμάτων του κόσμου, μαζί με άλλες δευτερεύουσες, βρίσκεται η αξία του έργου, για την οποία θα διατηρήσει τη σημασία του μεταξύ των άλλων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "Α' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ"
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις ο Σαούλ χρίεται βασιλιάς ως εντολοδόχος απλώς του Θεού ο οποίος παραμένει ο πραγματικός ηγέτης του λαού του. Παρά τους νικηφόρους αγώνες του, ο Σαούλ με τη στάση του και τις επιλογές του εμφανίζει μια τάση αμφισβήτησης αυτής της ηγεμονίας του Θεού πάνω στο λαό του, με αποτέλεσμα να χάσει τη θεία εύνοια. Παρ' όλα αυτά, ο Θεός δεν εγκαταλείπει το λαό του. Η πτωτική πορεία του πρώτου βασιλιά συνοδεύεται από την ανοδική του μελλοντικού διαδόχου του, του Δαβίδ, την οποία ο Σαούλ, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές του, δεν θα κατορθώσει να ανακόψει, και το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου θα εισέλθει στη νέα φάση του.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "Β' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ"
Ο Δαβίδ διακρίνεται για την ευσέβειά του, αναγνωρίζει τις ανθρώπινες αδυναμίες του, αλλά εμπιστεύεται απόλυτα τη θεία ευσπλαχνία και βοήθεια. Έτσι, δέχεται μέσω του προφήτη Νάθαν τη θεία διαβεβαίωση για συνέχιση της δυναστείας του.
|
||||
ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ'-Δ' (ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α'-Β') ΟΝΟΜΑΣΙΑ - ΚΑΝΟΝΑΣ
Τα βιβλία «Γ' και Δ' Βασιλειών» ή «Α' και Β' Βασιλειών» όπως λέγονται στην εβραϊκή βίβλο, στον Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα κατατάσσονται στα λεγόμενα «Ιστορικά Βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα κατατάσσονται στην ίδια σειρά και στην ομάδα που έχει το γενικό τίτλο «Προφήτες» και στην υποομάδα «Προγενέστεροι Προφήτες». Τα βιβλία αρχικά ήταν ενωμένα, όπως και στην περίπτωση του «Α'-Β' Βασιλειών» ή «Α'-Β' Σαμουήλ», αλλά χωρίστηκαν αργότερα για πρακτικούς λόγους. Ως δύο βιβλία υπάρχουν και στη Βουλγάτα και από το 16ο αιώνα και στις εκδόσεις του Εβραϊκού κειμένου. Τόσο η ελληνική ονομασία του βιβλίου «Γ' και Δ' Βασιλειών» όσο και η αντίστοιχη της εβραϊκή «Α' και Β' Βασιλείς» καλύπτουν πλήρως το περιεχόμενο του έργου. Τα βιβλία αναφέρονται στην ιστορία του ενιαίου ισραηλιτικού βασιλείου και των βασιλείων του Ισραήλ και του Ιούδα, περιγράφοντας γεγονότα από το θάνατο του Δαβίδ μέχρι τη βαβυλώνια αιχμαλωσία. Η παρούσα κατάσταση του έργου, που δέχτηκε και μεταγενέστερες προσθήκες, μαρτυρεί ότι το κείμενο ήταν για πολύ χρόνο ρευστό. Τα κεφάλαια 3-11 του Γ' βασιλειών των Ο' δεν ακολουθούν την τάξη του Εβραϊκού κειμένου και οι διαφορές μεταξύ πρωτοτύπου και μετάφρασης δεν είναι λίγες. Είναι επίσης πιθανό πριν γίνει δεκτό το βιβλίο στον Κανόνα να γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
Ενώ είναι άγνωστοι οι συγγραφείς των παραδόσεων που χρησιμοποιήθηκαν στο κείμενο και ο τελευταίος συντάκτης του Γ'-Δ' Βασιλειών, είναι βέβαιο ότι το βιβλίο είναι ιουδαϊκό έργο. Αυτό φαίνεται καθαρά απ' τη λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων που αφορούν στον Ιούδα, σε σύγκριση με την επιτομική μορφή που έχει η ιστορία του Ισραήλ, απ' το ζήλο για τη λατρεία του Θεού στην Ιερουσαλήμ, απ' το αντιϊσραλητικό (αντιεφραιϊμιτικό) πνεύμα του έργου, που φαίνεται στην προσπάθεια του συντάκτη να θεωρεί αιτία όλων των κακών την αποστασία του Ισραήλ, και απ' τη σχέση του με ορισμένους προφητικούς κύκλους. Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση τα βιβλία «Γ' και Δ' Βασιλειών» γράφτηκαν από τον προφήτη Ιερεμία, γεγονός που αποδέχονται και κάποιοι νεώτεροι ερευνητές. Άλλοι τα απέδωσαν σε πρόσωπο που βρισκόταν κοντά στον Ιερεμία και άλλοι τον Έσδρα. Αν κρίνουμε από το χωρίο Δ' Βασιλειών 25,27, όπου μνημονεύεται ο Ευιλμαρωδάχ και γίνεται λόγος για την αποφυλάκιση του Ιωαχίμ κατά το 37ο έτος της βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας και από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός για την επιστροφή των αιχμαλώτων, το έργο θα πρέπει να πήρε τη σημερινή του μορφή μεταξύ των ετών 561 και 538 π.Χ.
ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
Από ρητές αναφορές του συγγραφέα και το περιεχόμενο του έργου φαίνεται καθαρά ότι για τη σύνταξη του χρησιμοποιήθηκαν διάφορες πηγές, γραπτές και μη. Οι πηγές αυτές είναι· 1. Το «βιβλίο ρημάτων (πράξεων) Σαλωμών» (Γ' Βασ. 11,41). 2. Το «βιβλίο ρημάτων των ημερών (χρονικό) των βασιλέων Ισραήλ» (Γ' Βασ. 14,19). 3. Το «βιβλίο λόγων των ημερών (χρονικό) τοις βασιλεύσιν Ιούδα» (Γ' Βασ. 14,29). Τα κείμενα αυτά ήταν μάλλον ημιεπίσημα, γράφτηκαν με βάση επίσημα κείμενα σε επιτομική μορφή και ανήκαν σε διάφορες εποχές.
Εκτός απ' τις παραπάνω ιστορικές πηγές ο συντάκτης του έργου χρησιμοποίησε και προφητικές παραδόσεις, που αναφέρονταν στη δράση του προφήτη Ηλία, στα θαύματα του Ελισαίου και σε προφητείες του Ησαΐα, καθώς και προφορικές παραδόσεις. Μερικές από τις παραδόσεις αυτές απαρτίστηκαν σιγά σιγά με τη συνένωση μικρότερων ανεξάρτητων παραδόσεων με το ίδιο θέμα, όπως συμβαίνει λ.χ. με το «βιβλίο ρημάτων Σαλωμών», που περιείχε τη σοφή κρίση του Σολομώντα, επίσημους και μη καταλόγους, περιγραφές του Ναού και της ανοικοδόμησής του, χρονικά αναφερόμενα στα έργα του και παραδόσεις με θέμα τον ιδιωτικό βίο του. Όλα αυτά εντάχτηκαν με τον καιρό σε μια ευρύτερη ενότητα, σ' ένα σώμα παραδόσεων, που βρήκε και χρησιμοποίησε ο τελευταίος συντάκτης του έργου. Στη σημερινή του μορφή το έργο δεν προέρχεται από συγγραφέα που εργάστηκε με απεριόριστη ελευθερία, αλλά από συντάκτη που χρησιμοποίησε με περιορισμένη πρωτοβουλία επιμέρους παραδόσεις. Δεν αλλοιώνει τα κείμενα που χρησιμοποιεί, αλλά τηρώντας τη σειρά των γεγονότων μας δίνει για τα σημαντικότερα απ' αυτά και για τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται, συγχρονιστικές χρονολογίες, κρίνει τις πράξεις των βασιλέων με βάση το Νόμο, εισάγει όλους τους βασιλείς με τον ίδιο τρόπο και αναφέρεται στη ζωή, το θάνατο και την ταφή τους με το ίδιο πάντοτε φραστικό. Όλα αυτά, που δείχνουν την ενότητα του έργου, μαρτυρούν ότι ένας είναι ο τελικός συντάκτης του βιβλίου.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ "Α' ΚΑΙ Β' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ"
Το βιβλίο
αναφέρεται στη ζωή και τα έργα του Σολομώντα, του τελευταίου βασιλιά του
ενιαίου βασιλείου και στους βασιλείς του Ισραήλ και του Ιούδα έως τον Οχοζία
και τον Ιωσαφάτ. Μετά την εδραίωση του στο θρόνο και την οργάνωση του
κράτους του, ο Σολομώντας προχώρησε στην οικοδόμηση του ναού της Ιερουσαλήμ,
που συνιστά αναμφίβολα το σπουδαιότερο έργο της βασιλείας του. Μετά το θάνατο του οι αντιπαραθέσεις βόρειων και νότιων φυλών εντάθηκαν και οδήγησαν στη διάσπαση του κράτους σε βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, και νότιο του Ιούδα. Το υπόλοιπο βιβλίο είναι αφιερωμένο στην παρουσίαση των ηγεμόνων των δύο βασιλείων. Η παρουσίαση της διαδοχής των βασιλιάδων διακόπτεται από τη δράση των προφητών Ηλία και Ελισαίου.
Στο πρώτο μέρος
του βιβλίου Δ' Βασιλειών, ολοκληρώνεται ο κύκλος των σχετικών με τη δράση
του προφήτη Ηλία αφηγήσεων και ακολουθεί ένας δεύτερος κύκλος με επεισόδια
από τη ζωή του προφήτη Ελισαίου, στο πλαίσιο των οποίων συνεχίζεται και η
έκθεση της ιστορίας των δύο βασιλείων. Το βιβλίο ακολουθεί τη χρονολογική
σειρά της διαδοχής στη διακυβέρνηση μέχρι την οριστική κατάλυση των δύο
βασιλείων και τον τερματισμό ταυτόχρονα του μοναρχικού
πολιτεύματος στο αρχαίο Ισραήλ. Το βασίλειο του Ισραήλ υποδουλώθηκε στους Ασσύριους το 722 π.Χ. και συνοδεύτηκε με την καταστροφή της πρωτεύουσας Σαμάρειας, ενώ το βασίλειο του Ιούδα υποτάχτηκε στους Βαβυλώνιους το 587 π.Χ. με παράλληλη καταστροφή της πρωτεύουσας Ιερουσαλήμ.
Και στα δύο βιβλία, παρουσιάζεται η από μέρους των αρχόντων των δυο ανεξαρτήτων ισραηλιτικών βασιλείων αρνητική στάση απέναντι στον Θεό και τη λατρεία του, γεγονός που επιφυλάσσει δεινά για το λαό τους. Παρ' όλα αυτά, ο Θεός παραμένει ανεκτικός αναμένοντας μετάνοια. Εντωμεταξύ, οι αληθινοί προφήτες και όχι οι ψευδοπροφήτες είναι οι γνήσιοι εκφραστές του θελήματος του Θεού και επικρίνουν με παρρησία όσους δεν τηρούν το νόμο του Κυρίου, εξαγγέλλοντας την τιμωρία του αποστάτη λαού από τον Θεό. Η αμαρτία του Ισραήλ προέρχεται κυρίως από την αδυναμία του να ακούσει τους προφήτες.
Ο συγγραφέας
θεωρεί την καταστροφή των δύο βασιλείων ως αναπόφευκτη συνέπεια της
αποστασίας των ηγεμόνων τους από το Θεό και της καταπάτησης των όρων της
διαθήκης. Όλοι οι βασιλιάδες του Ισραήλ κατακρίνονται για την πολιτική τους,
ενώ από τους βασιλιάδες του Ιούδα οκτώ μόνον επαινούνται για την πίστη τους
στο Θεό, αλλά και πάλι έξι από αυτούς επικρίνονται, επειδή δεν εξάλειφαν
εντελώς τα ειδωλολατρικά ιερά από τη χώρα και μόνον οι ενέργειες των Εζεκία
και Ιωσία τελικά επιδοκιμάζονται. Παρά την καταστροφή των δύο βασιλείων, το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου δεν ναυαγεί, καθώς μέσα από τη γενική αποστασία εξαιρείται πάντοτε μια ομάδα πιστών τηρητών της διαθήκης, ένα ευσεβές υπόλοιπο, για χάρη του οποίου η υπόσχεση του Θεού προς τον Δαβίδ θα πραγματοποιηθεί.
|
||||