ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ |
|
ΛΙΒΥΗ |
Η ΛΙΒΥΗ
Η Λιβύη είναι χώρα της της Βόρειας Αφρικής στις ακτές της Μεσογείου. Έχει έκταση 1.759.540 τ. χλμ. και πληθυσμό 6.202.000 κατοίκους. Συνορεύει ανατολικά με την Αίγυπτο, νοτιοανατολικά με το Σουδάν, νότια με το Τσαντ, νοτιοδυτικά με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, δυτικά με την Αλγερία, βορειοδυτικά με την Τυνησία, ενώ βόρεια βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα. Το 90% του εδάφους της είναι έρημος και είναι η τέταρτη μεγαλύτερη αφρικανική χώρα σε έκταση. Στο νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας βρίσκεται η μεγάλη Λιβυκή έρημος, που είναι προέκταση της Σαχάρας. Το όνομα της χώρας προέρχεται από τον αιγυπτιακό όρο Λεμπού, ο οποίος αναφέρεται στους Βερβερίνους που ζούσαν δυτικά του Νείλου. Στα ελληνικά έγινε Λιβύη, αν και στην αρχαία Ελλάδα ο όρος είχε ευρύτερη σημασία, υπονοώντας ολόκληρη τη Βόρειο Αφρική δυτικά της Αιγύπτου ή και ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο.
Γηγενείς κάτοικοι της χώρας θεωρούνται οι Βέρβεροι, με τους οποίους αργότερα, κυρίως στη διάρκεια του 11ου αιώνα, αναμείχθηκαν οι Άραβες. Σήμερα το 79% του πληθυσμού της χώρας έχει αραβο-βερβερική καταγωγή. Ανάμεσά τους μπορούμε να διακρίνουμε μικρότερες κοινωνικές ομάδες όπως τους Σάριφ (ιερές φυλές), οι οποίοι ήρθαν από το Φεζάν, τους Μαραμπούτ, δερβίσηδες, οι οποίοι ήρθαν το 14ο αιώνα από την Αλγερία, την Τυνησία και την Ισπανία και στους οποίους αποδίδονται υπερφυσικές δυνάμεις, τους νέγρους που ήρθαν στη χώρα μέσω του δουλεμπορίου το οποίο διεξαγόταν στη Σαχάρα και τέλος τη φυλή Τουαρέγκ, που κατοικεί στις οάσεις Γκαντάμες και Γκατ. Το υπόλοιπο 21% του πληθυσμού αποτελείται από ξένους μετανάστες που ζουν και εργάζονται στη χώρα, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Αιγύπτιοι (περίπου 500.000) και ακολουθούν σε αριθμό οι Τυνήσιοι, οι Τούρκοι, οι Ινδοί και οι Μαλτέζοι. Μέχρι το 1969 ζούσε στη χώρα σημαντικός αριθμός Ελλήνων και Ιταλών, οι οποίοι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί σημαντικά.
Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η αραβική, η οποία ομιλείται από τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Τα αγγλικά και τα ιταλικά είναι επίσης κατανοητά από ένα μεγάλο αριθμό κατοίκων. Σε αρκετές περιοχές, στο νότιο τμήμα της χώρας, οι νομάδες κάτοικοι ομιλούν τη βερβερική, μια χαμιτική γλώσσα.
Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της χώρας είναι η Τρίπολη (1.700.000 κάτοικοι). Τα κυριότερα αξιοθέατά της είναι η ρωμαϊκή αψίδα θριάμβου προς τιμή του Μάρκου Αυρήλιου (2ος αι. μ.Χ.), τα τζαμιά Καραμανλί και Γκούργκι και το κάστρο που έχτισαν οι Ισπανοί (16ος αι.). Όταν το 1951 η Λιβύη απέκτησε την ανεξαρτησία της, η Τρίπολη και η Βεγγάζη αποτέλεσαν από κοινού πρωτεύουσες του κράτους. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1970 η Τρίπολη ανακηρύχθηκε ως η μοναδική πρωτεύουσα. Δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας είναι η Βεγγάζη (1.059.000 κάτ.). Είναι χτισμένη στο βορειοανατολικό άκρο του κόλπου της Σύρτης και αποτελεί σημαντικό λιμάνι και το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της γύρω περιοχής. Άλλες σημαντικές πόλεις της χώρας είναι η Αλ-Χούμς (644.000 κάτ.) και η Μισράτα (285.000 κάτ.), σημαντικά λιμάνια στα ανατολικά της Τρίπολης, η Σύρτη, στο κέντρο του ομώνυμου κόλπου, η Αλ-Μπάιντα, η οποία προοριζόταν για πρωτεύουσα, η Ντάρνα, λιμάνι στις βορειοανατολικές ακτές και τέλος το Τουμπρούκ (100.000 κάτ.), ένα από τα καλύτερα λιμάνια της Μεσογείου, στο βορειοανατολικό άκρο της Λιβύης, θέατρο αρκετών πολεμικών επιχειρήσεων στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΙΒΥΗΣ
Αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι από την 8η χιλιετία π.Χ. οι παράλιες περιοχές της Λιβύης κατοικούνταν από Νεολιθικές φυλές. Το 10ο αιώνα π.Χ. κατοικήθηκε από νομάδες κτηνοτρόφους. Η περιοχή αργότερα καταλήφθηκε από διαδοχικούς λαούς και πολιτισμούς, όπως οι Φοίνικες, οι Καρχηδόνιοι, οι Πτολεμαίοι, οι Ρωμαίοι, οι Βάνδαλοι και οι Βυζαντινοί. Οι Φοίνικες ήταν οι πρώτοι που εγκατέστησαν εμπορικούς σταθμούς στη Λιβύη, όταν οι έμποροι της Τύρου ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τις βερβερικές φυλές. Μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ., η μεγαλύτερη φοινικική αποικία, η Καρχηδόνα, είχε επεκτείνει την ηγεμονία της σχεδόν σε ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική, όπου ανέπτυξε ξεχωριστό πολιτισμό. Καρχηδονιακοί οικισμοί στις ακτές της Λιβύης υπήρχαν στην Οία (σημερινή Τρίπολη, στη Λέπτις Μάγκνα και τη Σαμπράθα, περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Τρίπολις, από τις τρεις αυτές πόλεις. Οι αρχαίοι Έλληνες κατέλαβαν την ανατολική Λιβύη, σύμφωνα με την παράδοση, όταν άποικοι από τη Σαντορίνη έλαβαν εντολή από το Μαντείο των Δελφών να βρουν νέο τόπο κατοικίας στη Βόρεια Αφρική. Έτσι, το 631 π.Χ., ίδρυσαν την Κυρήνη. Μέσα σε διάστημα διακοσίων ετών, ιδρύθηκαν άλλες τέσσερις σημαντικές πόλεις στην περιοχή: η Βάρκη, οι Ευσπερίδες (αργότερα Βερενίκη, σημερινή Βεγγάζη), η Ταύχειρα (αργότερα Αρσινόη, σημερινή Τόκρα) και η Απολλωνία, το λιμάνι της Κυρήνης. Μαζί με την Κυρήνη, ήταν γνωστές ως Πεντάπολις. Η ευρύτερη περιοχή γύρω από την Κυρήνη ονομάστηκε Κυρηναϊκή και κατά τον 3ο αι. π.Χ. αποτελούσε τμήμα της κυριαρχίας των Πτολεμαίων, για να περιέλθει το 2ο αι. π.Χ., όπως και η υπόλοιπη χώρα στους Ρωμαίους, οι οποίοι με τη σειρά τους ίδρυσαν μια σειρά σημαντικές πόλεις (Οία, Μεγάλη και Μικρή Λέπτις, Σαβράθα). Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ένωσε τις δυο επαρχίες της Λιβύης, έμποροι και τεχνίτες από όλα τα μέρη του ρωμαϊκού κόσμου εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Αφρική, ωστόσο οι δυο επαρχίες διατήρησαν το χαρακτήρα τους: η Τρίπολη παρέμεινε καρχηδονιακή και η Κυρηναϊκή ελληνική.
Τον 4ο αι. μ.Χ. η Λιβύη περιήλθε στη Διοίκηση της Αιγύπτου και εντάχθηκε εκκλησιαστικά στη διοικητική δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Στη διάρκεια του 4ου και 5ου αιώνα η στρατηγική της θέση ευνόησε την πνευματική και οικονομική της ανάπτυξη, η οποία όμως ανακόπηκε στις αρχές του 6ου αι. από τις επιδρομές των Βανδάλων. Τον 7ο αι. οι βαρβαρικές επιδρομές περιορίστηκαν προσωρινά, ύστερα από την αποκατάσταση από τον Ιουστινιανό την βυζαντινής κυριαρχίας στη Βόρεια Αφρική, όμως το 643 η χώρα περιήλθε οριστικά στους Άραβες, οι οποίοι προέβησαν σε ολοκληρωτικό εξισλαμισμό του γηγενούς πληθυσμού.
Τον 7ο αιώνα, η Λιβύη κατελήφθη από τους Άραβες και κατά τους επόμενους αιώνες, πολλοί ντόπιοι υιοθέτησαν ως θρησκεία το Ισλάμ και την αραβική γλώσσα και πολιτισμό. Στα μέσα του 16ου αιώνα, η χώρα πέρασε στα χέρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από το 1551 και έπειτα ο Τούρκος ναύαρχος Μπανού Αμάρ ενεθάρρυνε την πειρατεία, η οποία τους επόμενους τρεις αιώνες αποτέλεσε το κυριότερο έσοδο της χώρας και βοήθησε τη δυναστεία των Καραμανλήδων να αναδειχτεί και να περιοριστεί στο να πληρώνει ένα μικρό μόνο φόρο υποτέλειας στο σουλτάνο. Η εξέλιξη όμως αυτή θορύβησε τους Οθωμανούς, οι οποίοι ανακατέλαβαν τη χώρα το 1835, εκτός από ένα τμήμα της Κυρηναϊκής, στο οποίο εγκαταστάθηκε η αδελφότητα των Σενούσι, που ανέπτυξε ισχυρό κίνημα.
Η τουρκική κατοχή έλαβε τέλος το 1911, όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και κατέλαβε τη Λιβύη. Στη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου πολέμου η σθεναρή αντίσταση που πρόβαλαν οι αραβικές φυλές της χώρας, ανάγκασαν την Ιταλία να περιορίσει την κατοχή της σε ορισμένα στρατηγικά σημεία, κατά μήκος των βόρειων ακτών. Από το 1922 οι Ιταλοί προσπάθησαν να κάμψουν τη γενική εξέγερση η οποία οργανώθηκε εναντίον τους από τους Σενούσι και τελικά κατόρθωσαν το 1931 να επικρατήσουν και να προσαρτήσουν τη Λιβύη στο έδαφός τους (1939). Η Λιβύη αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα θέατρα του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και το 1942-1943 πέρασε στα χέρια των Γάλλων και Άγγλων συμμάχων. Στις 10 Φεβρουαρίου 1947, με τη Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού, η Ιταλία παραιτήθηκε επισήμως από τις διεκδικήσεις της στη Λιβύη και το 1950 ψηφίστηκε το πρώτο Σύνταγμα της χώρας, το οποίο στις 7 Οκτωβρίου 1951 εγκαθίδρυσε μια κληρονομική μοναρχία, στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού κράτους με πρώτο βασιλιά τον Μουχαμάντ Ιντρίς Ας-Ανουσί και το 1951 η χώρα ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη.
|
Η ΛΙΒΥΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Η Λιβύη αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σισάκ (Σουσακίμ) επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ με 1200 πολεμικά άρματα και 60.000 ιππείς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής ενός αναρίθμητου στρατού που τον αποτελούσαν Λίβυοι, Αιθίοπες και Τρωγλοδύτες. Αφού κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, έφτασε και στην Ιερουσαλήμ. Ο Σισάκ (Σουσακίμ), κατά παραχώρηση του Κυρίου, μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ, λεηλάτησε την πόλη και άρπαξε από το Ναό και το βασιλικό ανάκτορο ως λάφυρα όλα τα χρυσά αντικείμενα, καθώς και όλα τα χρυσά όπλα, ασπίδες και δόρατα, που είχε κατασκευάσει ο Σολομώντας, και τα πήγε στην Αίγυπτο (Β' Παραλειπομένων 12,2-11). Όταν ο Ζαρέ από την Αιθιοπία εκστράτευσε εναντίον του Ασά, βασιλιά του Ιούδα, με ένα εκατομμύριο στρατιώτες και 300 πολεμικές άμαξες, τον στρατό του τον συνόδευαν και Λίβυοι, όπως αναφέρεται στον λόγο του προφήτη Ανανί προς τον Ασά. Στη μάχη που έγινε στην κοιλάδα, βόρεια της Μαρισά, ο Ασά, με τη βοήθεια του Κυρίου, νίκησε το στρατό του Ζαρέ και τον καταδίωξε μέχρι τη Γεδώρ (Γέραρα) (Β' Παραλειπομένων 14,9-13, 16,8).
|
ΘΡΗΣΚΕΙΑ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Επίσημη θρησκεία του κράτους είναι ο ισλαμισμός και το 97% των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι σουνίτες. Το υπόλοιπο 3% του πληθυσμού πιστεύει σε διάφορες άλλες θρησκείες, ενώ υπάρχει μια σημαντική θρησκευτική μειονότητα ρωμαιοκαθολικών.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τον 4ο αι. μ.Χ. η Λιβύη εντάχθηκε εκκλησιαστικά στη διοικητική δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας.
|