ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ |
|
ΣΥΧΕΜ |
ΣΥΧΕΜ (Γένεση 12,6-7. 35,4. Ιησούς του Ναυή 20,7. 21,21. 24,32. Κριτές 8,31. 9,1) (Γ' Βασιλέων 12,1. 12,24ξ. 12,25. Α' Παραλειπομένων 7,28. Β' Παραλειπομένων 10,1. Ψαλμός 59,8. 107,8)
Η Συχέμ ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ κοντά στο όρος Γαριζίν, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ (Ιησούς του Ναυή 20,7. Γ' Βασιλειών 12,24ξ). Αναφέρεται στην Αγία Γραφή ως η πρώτη πρωτεύουσα του Βασιλείου του Ισραήλ. Την εποχή των Πατριαρχών η Συχέμ ήταν γνωστή ως πόλη των Σικίμων. Έτσι αναφέρεται και στους Ψαλμούς (Γένεση 33,18. Γ' Βασιλέων 12,1. 12,24ξ. 12,24φ. Ψαλμοί 59,8. 107,8). Η παλιά πόλη της Συχέμ χρονολογείται περίπου από το 4.000 π.Χ.. Η Συχέμ ήταν μια από τις έξι πόλεις καταφυγής των Ισραηλιτών, που ξεχώρισε ο Ιησούς του Ναυή (Ιησούς του Ναυή 20,7). Η Συχέμ υπήρξε ακόμη ιερατική πόλη (Ιησούς του Ναυή 21,21). Χάρτης C5.
Η ΣΥΧΕΜ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ Η ΣΥΧΕΜ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ
Η Συχέμ εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αγία Γραφή, όταν ο Αβραάμ ερχόμενος από τη Χαρράν, διέσχισε την περιοχή της Συχέμ, την οποία κατοικούσαν οι Χαναναίοι, ώσπου έφτασε στο μεγάλο δέντρο, που ονομάζεται Δρυ της Μορέχ. Εκεί του φανερώθηκε ο Κύριος και ο Αβραάμ έχτισε ένα θυσιαστήριο στον Κύριο, ως ανάμνηση της εμφάνισής του (Γένεση 12,6-7). Ο Ιακώβ, μετά την ατίμωση της Δείνας και την εκδίκηση που πήραν τ' αδέρφια της, πέταξε τους ξένους θεούς και τα σκουλαρίκια που είχαν αρπάξει οι γιοί του από τη λεηλασία της πόλης Σαλήμ, και τα έθαψε κάτω από μια βελανιδιά που ήταν κοντά στη Συχέμ (Γένεση 35,2-4). Λίγο καιρό αργότερα ο Ιακώβ εγκαταστάθηκε στη Χεβρών, και μια μέρα έστειλε τον Ιωσήφ να πάει να δει αν είναι καλά τ' αδέρφια του που έβοσκαν τα πρόβατα στη Συχέμ (Γένεση 37,14). Λίγο πριν πεθάνει ο Ιακώβ, έδωσε ως κληρονομιά στους απογόνους του Ιωσήφ, τη Συχέμ, την οποία ο ίδιος είχε πάρει από τους Αμορραίους (Γένεση 48,22).
Η ΣΥΧΕΜ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΗ
Κατά την εγκατάστασή τους στη Χαναάν οι απόγονοι του Εφραίμ, εγκαταστάθηκαν στη Συχέμ, που ήταν και μια από τις σημαντικότερες πόλεις της φυλής Εφραίμ (Α' Παραλειπομένων 7,28). Η Συχέμ ήταν μια από τις έξι πόλεις καταφυγής που ξεχώρισε ο Ιησούς του Ναυή, όπου μπορούσε να καταφύγει κάθε φονιάς, που είχε σκοτώσει άνθρωπο χωρίς να το θέλει. Οι πόλεις καταφυγής χρησίμευαν ως άσυλο και καταφύγιο γι' αυτόν, για να μην τον σκοτώσει ο εκδικητής του θύματος, έως ότου οδηγηθεί ενώπιον του λαού για να δικαστεί ή μέχρις ότου πεθάνει ο αρχιερέας, που ιεράτευε εκείνη την εποχή. Τότε μόνο μπορούσε ο φονιάς να επιστρέψει στο σπίτι του (Ιησούς του Ναυή 20,1-9). Η Συχέμ υπήρξε ακόμη ιερατική πόλη και ήταν η πρώτη πόλη που, μαζί με τα βοσκοτόπια της, παραχώρησε η φυλή Εφραίμ στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,21). Όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Χαναάν, οι Ισραηλίτες έθαψαν στη Συχέμ, τα οστά του Ιωσήφ, που είχαν φέρει από την Αίγυπτο, στον αγρό που είχε αγοράσει ο Ιακώβ από τους Αμορραίους και τον οποίο έδωσε στους απογόνους του Ιωσήφ, ως κληρονομιά και ιδιοκτησία τους (Ιησούς του Ναυή 24,32).
Η ΣΥΧΕΜ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΓΕΔΕΩΝ
Από τη Συχέμ καταγόταν η παλλακίδα του Γεδεών, με την οποία έκανε τον Αβιμέλεχ, ο οποίος ήταν αδίστακτος και σκληρός. Ο Αβιμέλεχ σκότωσε σχεδόν όλους τους θετούς αδερφούς του και με τη βία διαδέχτηκε τον πατέρα του (Κριτές 8,31). Συγκεκριμένα ο Αβιμέλεχ έχοντας ηγετικές βλέψεις και θέλοντας να γίνει αρχηγός των Ισραηλιτών, πήγε στη Συχέμ και μίλησε στους συγγενείς της μητέρας του. Τους είπε ότι είναι καλύτερο να τους κυβερνάει αυτός που ήταν ένας και ήταν συγγενείς τους, παρά οι εβδομήντα γιοι του Γεδεών. Οι συγγενείς του συμφώνησαν και πήραν με το μέρος τους τους κατοίκους της Συχέμ. Έδωσαν, λοιπόν, στον Αβιμέλεχ χρήματα από το ναό του Βάαλ και μίσθωσε τυχοδιώκτες και αδίστακτους ανθρώπους, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Πήγε στο σπίτι του πατέρα του, στην Εφραθά, και σκότωσε όλους τους γιους του Γεδεών, συνολικά εβδομήντα. Έμεινε μόνο ο Ιωάθαμ, ο μικρότερος γιος του Γεδεών, γιατί κατάφερε να κρυφτεί. Τότε όλοι οι κάτοικοι της Συχέμ πήγαν στη βελανιδιά, πλάι στην πέτρα που είχε στήσει εκεί ο Ιησούς του Ναυή, και ανακήρυξαν βασιλιά τον Αβιμέλεχ (Κριτές 9,1-6). Μετά από τα γεγονότα αυτά, ο Ιωάθαμ ανέβηκε στην κορυφή του όρους Γαριζίν και καταράστηκε τον Αβιμέλεχ και τους κατοίκους της Συχέμ (Κριτές 9,7-21).
Ο Αβιμέλεχ κυβέρνησε τον Ισραήλ τρία χρόνια. Έπειτα έστειλε ο Θεός πνεύμα διχόνοιας ανάμεσα σ' αυτόν και στους κατοίκους της Συχέμ κι επαναστάτησαν εναντίον του. Έτσι θα πλήρωναν όλοι για τα κακουργήματά τους. Ο Αβιμέλεχ για το φόνο των εβδομήντα γιων του Γεδεών και οι Συχεμίτες, γιατί είχαν βοηθήσει τον Αβιμέλεχ να σκοτώσει τους αδερφούς του. Έτσι, για να κάνουν κακό στον Αβιμέλεχ οι Συχεμίτες, έστησαν ενέδρες στα γύρω βουνά και λήστευαν όλους όσους περνούσαν από το δρόμο κοντά στην πόλη (Κριτές 9,22-25). Μια μέρα ήρθε στη Συχέμ ο Γαάλ, γιος του Ιωβήλ, με τους αδερφούς του, ο οποίος ξεσήκωσε τους κατοίκους της Συχέμ ενάντια στον Αβιμέλεχ. Οι Συχεμίτες του έδειξαν εμπιστοσύνη και αναθεμάτισαν τον Αβιμέλεχ (Κριτές 9,26-33). Ο Αβιμέλεχ, ειδοποιήθηκε για τα γεγονότα από το Ζεβούλ το διοικητή της πόλης, και μαζί με το στρατό του εκστράτευσε εναντίον της Συχέμ. Ο Γαάλ ως επικεφαλής των αντρών της Συχέμ, πολέμησε εναντίον του Αβιμέλεχ και νικήθηκε. Ο Αβιμέλεχ τον έτρεψε σε φυγή και πολλοί σκοτώθηκαν, πριν φτάσουν στην είσοδο της πύλης (Κριτές 9,34-41). Την άλλη μέρα οι κάτοικοι της Συχέμ έβγαιναν από την πόλη για να πάνε στους αγρούς. Αυτό το έμαθε ο Αβιμέλεχ και έστησε ενέδρα στους Συχεμίτες. Έτσι την επόμενη φορά που οι κάτοικοι της Συχέμ βγήκαν από την πόλη τους, ο Αβιμέλεχ όρμησε εναντίον των Συχεμιτών που ήταν στους αγρούς και τους σκότωσε. Στη συνέχεια ο Αβιμέλεχ κυρίεψε την πόλη, σκότωσε τους κατοίκους της, την ερείπωσε και κάλυψε το έδαφός της με αλάτι (Κριτές 9,42-45). Όταν τα έμαθαν αυτά οι άνδρες του φρουρίου της Συχέμ, κλείστηκαν στο ναό του Βάαλ. Ο Αβιμέλεχ μαζί με τους άνδρες του ανέβηκε στο κοντινό βουνό, έκοψαν κλαδιά δένδρων, και τα έβαλαν στις πλευρές του ναού. Μετά έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλους όσους ήταν στο ναό του Βάαλ, περίπου χίλιοι άντρες και γυναίκες (Κριτές 9,46-49). Έπειτα ο Αβιμέλεχ επιτέθηκε σε μια γειτονική πόλη τη Θήβη, την οποία πολιόρκησε και κατέλαβε. Υπήρχε όμως ένα ισχυρό φρούριο στο κέντρο της πόλης όπου κατέφυγαν και κλείστηκαν όλοι οι κάτοικοι, άντρες και γυναίκες. Ο Αβιμέλεχ έφτασε στο φρούριο, του επιτέθηκε και πλησίασε στην πύλη για να του βάλει φωτιά. Εκείνη τη στιγμή μια γυναίκα έριξε στο κεφάλι του ένα κομμάτι από μυλόπετρα και του έσπασε το κρανίο (Κριτές 9,50-55). Έτσι ο Θεός έκανε να πέσει πάνω στον Αβιμέλεχ, το κακό που είχε κάνει στον πατέρα του, όταν σκότωσε τους εβδομήντα αδερφούς του. Κι έκανε επίσης να πέσει πάνω στους κατοίκους της Συχέμ όλο το κακό που είχαν κάνει. Έτσι εκπληρώθηκε σ' αυτούς η κατάρα του Ιωάθαμ, γιου του Γεδεών (Κριτές 9,56-57).
Η ΣΥΧΕΜ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
Μετά τον θάνατο του Σολομώντα, στη Συχέμ είχαν συγκεντρωθεί οι δέκα βόρειες φυλές για ν' ανακηρύξουν το νέο βασιλιά. Εκεί οι εκπρόσωποι των βόρειων φυλών ζήτησαν από το Ροβοάμ, να τους ελαφρύνει το ζυγό της σκληρής δουλείας που τους είχε επιφορτίσει ο πατέρας του και τότε θα τον αναγνωρίσουν ως βασιλιά. Ο Ροβοάμ ζήτησε τρεις μέρες για να σκεφτεί την πρότασή τους. Όταν οι εκπρόσωποι των βόρειων φυλών ξαναπήγαν μετά από τρεις μέρες στο Ροβοάμ εκείνος μίλησε στο λαό σκληρά και δεν έκανε δεκτά τα αιτήματα του λαού. Τότε οι δέκα βόρειες φυλές αποσχίστηκαν και δημιούργησαν το βασίλειο του Ισραήλ (Γ' Βασιλέων 12,1-15. 12,24ξ-ρ. Β' Παραλειπομένων 10,1-15). Όταν οι φυλές του βορείου Ισραήλ αποσχίστηκαν από το βασιλικό οίκο του Δαβίδ και ο Ιεροβοάμ είχε επιστρέψει από την Αίγυπτο, τον κάλεσαν στη συγκέντρωσή τους στη Συχέμ και τον ανακήρυξαν βασιλιά του Ισραήλ, δηλαδή των δέκα βόρειων φυλών (Γ' Βασιλέων 12,16-20. Β' Παραλειπομένων 10,19-20). Στο νέο βασίλειο του Ισραήλ ο Ιεροβοάμ Α' οχύρωσε τη Συχέμ και κατοικούσε σ' αυτή, κάνοντάς τη πρωτεύουσα του νέου βασιλείου (Γ' Βασιλέων 12,25). Στη συνέχεια ο Ιεροβοάμ επανέφερε την ειδωλολατρία στο λαό του Ισραήλ με ανέγερση βωμού προκειμένου ν' ανταγωνιστεί την Ιερουσαλήμ. Η πράξη όμως αυτή του Ιεροβοάμ έγινε η αφορμή να παρασυρθεί ο λαός στην ειδωλολατρία και να εγκαταλείψει το ναό του Κυρίου (Γ' Βασιλέων 12,26-33).
|