ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΟΙΝΙΚΗΣ

 

ΣΙΔΩΝΑ

 

Η ΣΙΔΩΝΑ

 

Η Σιδώνα

Η Σιδώνα ήταν αρχαία πόλη της Φοινίκης και η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Λιβάνου (200.000 κατ.). Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, νότια της Βηρυτού και στις ακτές της Μεσογείου. Διαθέτει αξιόλογο λιμάνι και είναι σημαντικό εμπορικό κέντρο. Χάρτης C1.

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Το όνομά της προέρχεται σύμφωνα με τον Ιώσηπο από το μεγαλύτερο γιο του Χαναάν, το Σιδώνα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι τα πολλά ψάρια της, της έδωσαν το όνομα.

Η Σιδώνα υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της Φοινίκης. Η πόλη άκμασε σημαντικά στα μέσα της 2ης χιλιετίας και μέχρι το 1250 π.Χ.. Είχε αναπτυγμένη ναυτιλία και εμπόριο, κυρίως υφασμάτων και υαλουργικών προϊόντων. Δημιούργησε πολλές αποικίες. Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι τεχνίτες της διακρινόταν κυρίως στην κατεργασία του γυαλιού. Εξαιτίας της θέσης και του πλούτου της υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα αντικείμενο πολλών εκστρατειών.

Το 12ο αιώνα π.Χ. καταστράφηκε από τους Φιλισταίους, οι οποίοι απέσπασαν ένα μεγάλο μέρος από τα εδάφη της. Τον 8ο αιώνα π.Χ. έγινε φόρου υποτελής στους Ασσυρίους στα χρόνια του Σαλμανάσαρ Β' και Δ' και γύρω στο 701 π.Χ. υποτάχτηκε σ' αυτούς.

Το 676 π.Χ. κυριεύτηκε από τον Ασαρχαδών. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και πήρε το όνομα Ιρ - Ασαρχαδών, δηλαδή πόλη του Ασαρχαδών.

Το 351 π.Χ. επαναστάτησε εναντίον του Πέρση ηγεμόνα Αρταξέρξη του Ώχου, χωρίς επιτυχία και έπαθε μεγάλη καταστροφή για παραδειγματική τιμωρία. Λέγεται ότι 40.000 από τους κατοίκους της Σιδώνας κάηκαν τότε σε μεγάλη φωτιά που άναψαν οι ίδιοι.  

Στη συνέχεια το 333 π.Χ., υποτάχτηκε στο Μ. Αλέξανδρο χωρίς αντίσταση. Στην περίοδο της κατοχής από τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες γνώρισε μεγάλη ακμή. Εκείνη την εποχή απέκτησε και φιλοσοφική σχολή. Οι Ρωμαίοι την υπέταξαν, αλλά η Σιδώνα μπόρεσε να επιζήσει και να γνωρίσει μεγάλη ακμή και στα χρόνια εκείνα.

 

Το 1107 μ.Χ., συμμάχησε με τους Σταυροφόρους, με σκοπό να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Όμως στις 4 Δεκεμβρίου 1110 μ.Χ. κατακτήθηκε κατά την Α' Σταυροφορία, και κατά την διάρκεια των άλλων Σταυροφοριών κατακτήθηκε πολλές φορές. Το 1197 μ.Χ. κυριεύτηκε από τους Φράγκους και λίγο αργότερα καταστράφηκε από του Σαρακηνούς το 1249 μ.Χ..

Έγινε κέντρο της Κομητείας της Σιδώνας, ένα σημαντικό φέουδο του Βασίλειου της Ιερουσαλήμ και το 1260 καταστράφηκε από τους Μογγόλους.

 

Μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς τον 17ο αιώνα, απόκτησε ξανά την προηγούμενη εμπορική της σπουδαιότητα. Οι Αιγύπτιοι, βοηθούμενοι από την Αγγλία και την Γαλλία, κατέκτησαν και κράτησαν την πόλη μέχρι τον 19ο αιώνα. Το 1840 η πόλη βομβαρδίστηκε από τους ενωμένους συμμαχικούς στόλους της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Τουρκίας. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Βρετανοί πήραν την Σιδώνα, και μετά τον πόλεμο έγινε μέρος του Γαλλικού Προτεκτοράτου της Ανατολικής Μεσογείου. Το 1943 ο Λίβανος έγινε ανεξάρτητο κράτος.

  

 

 

Η ΣΙΔΩΝΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

(Γένεση 10,15-16. 49,13. Ιησούς του Ναυή 11,2. 13,4. 19.28. Κριταί 1,31. 10,6. Β' Βασιλειών 24,6)

(Γ' Βασιλέων 5,20. 11,6. 11,33. 16,31. 17,9. Α' Παραλειπομένων 22,4

 

Η Σιδώνα

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή ο Σιδώνας ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Χαναάν, γιου του Χαμ και εγγονού του Νώε (Γένεση 10,15). Από τον Χαναάν προήλθαν οι Σιδώνιοι (Φοίνικες), οι Χετταίοι, οι Ιεβουσαίοι, οι Αμορραίοι, οι Γεργεσσαίοι, οι Ευαίοι,  οι Αρουκαίοι, οι Ασενναίοι, οι Αραδαίοι, οι Σαμαραίοι και οι Αμαθαίοι που ταξίδεψαν προς το νότο και εγκαταστάθηκαν στην Χαναάν (Γένεση 10,16). Τα όρια των Χαναανιτικών φυλών έφταναν από τη Σιδώνα έως τα Γέραρα και τη Γάζα, έως τα Σόδομα και τα Γόμορα, την Αδαμά τη Σεβωΐμ έως τη Δασά (Γένεση 10,16). Οι ξυλοκόποι της Σιδώνας ήταν ξακουστοί και ικανότατοι (Γ' Βασιλέων 5,20).

 

 

Η ΣΙΔΩΝΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΡΙΤΩΝ

 

Όταν έμαθε ο Ιαβίν, βασιλιάς της Ασώρ, ότι ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε όλη τη νότια Χαναάν, έστειλε αγγελιαφόρους και συμμάχησε με τον Ιωβάβ, βασιλιά της Μαρών, τον Συμοών, βασιλιά της Αζίφ, το βασιλιά της Σιδώνας, καθώς και με άλλους βασιλιάδες των ορεινών περιοχών της βόρειας Χαναάν, καθώς και στους λαούς που κατοικούσαν στις περιοχές δυτικά και ανατολικά της Χαναάν, όπως στους Χαναναίους, στους Αμορραίους, στους Χετταίους, στους Φερεζαίους, στους Ιεβουσαίους και στους Ευαίους. Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες ένωσαν τις δυνάμεις τους για πόλεμο κατά των Ισραηλιτών και ξεκίνησαν με αναρίθμητο στρατό, με πάρα πολλά άλογα και άμαξες, και στρατοπέδευσαν κοντά στη λίμνη Μαρών (Σαμαχωνίτιδα λίμνη) (Ιησούς του Ναυή 11,1-5).

Ο Ιησούς του Ναυή και οι πολεμιστές του, με τη βοήθεια του Κυρίου, τους επιτέθηκαν με ορμή αιφνιδιαστικά στη λίμνη Μαρών, τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν ως τη Σιδώνα και τη λίμνη Μασερών. Τους κατατρόπωσαν και τους σκότωσαν όλους και δεν ξέφυγε κανένας (Ιησούς του Ναυή 11,6-9).

 

Ο Ιησούς του Ναυή είχε φτάσει σε βαθιά γεράματα και δεν πρόλαβε να κατακτήσει όλες τις περιοχές της Χαναάν. Μεταξύ αυτών ήταν και χώρα των Σιδωνίων, ως την Αφέκ και τα σύνορα των Αμορραίων (Ιησούς του Ναυή 13,1-4).

Οι Ισραηλίτες όταν εγκαταστάθηκαν στη γη της Επαγγελίας, η φυλή Ασήρ κατέλαβε την παράλια περιοχή από τον Κάρμηλο έως την περιοχή κοντά στη Σιδώνα, μέχρι τη λίμνη Γενησαρέτ, όπως προφήτευσε ο Ιακώβ, λίγο πριν πεθάνει (Γένεση 49,13. Ιησούς του Ναυή 19,27-28). Η φυλή του Ασήρ κατά την εγκατάστασή της στη γη Χαναάν, δεν εξολόθρευσε τους Χαναναίους που κατοικούσαν στις πόλεις Ακχώ, Δωρ, Ααλάφ, Ασχαζί, Χελβά, Ναΐ, Ερεώ και Σιδώνα, οι οποίοι ζούσαν ως φόρου υποτελείς ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι δεν έδειξαν καμία διάθεση να τους εκδιώξουν (Κριταί 1,31-32).

 

Οι Σιδώνιοι ήταν ένας από τους λαούς, που άφησε ο Κύριος, για να δοκιμάζει την πίστη των Ισραηλιτών, οι οποίοι μετά την εγκατάστασή τους στη Χαναάν και το θάνατο του Ιησού του Ναυή, άρχισαν να ξεχνούν τις παραδόσεις τους και τον Κύριο. Οι Ισραηλίτες πήραν τις κόρες τους για γυναίκες τους, και έδωσαν τις δικές τους κόρες στους γιους εκείνων και λάτρεψαν άλλους θεούς, όπως ο Βάαλ και η Αστάρτη (Ιησούς του Ναυή 24,33. Κριταί 2,22-23. 3,1-6). Την περίοδο των Κριτών οι Ισραηλίτες, λάτρεψαν και τις θεότητες της Αράδ, της Σιδώνας, των Μωαβιτών, των Αμμωνιτών και των Φιλισταίων (Κριτές 10,6).

 

 

Η ΣΙΔΩΝΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

 

Στα τέλη της βασιλείας του Δαβίδ, ο αρχιστράτηγος Ιωάβ μαζί με άλλους αξιωματούχους, απέγραψαν το λαό, όπως ζήτησε ο Δαβίδ. Έτσι πέρασαν τον Ιορδάνη κι άρχισαν από την Αροήρ. Μετά συνέχισαν στη Γαλαάδ, στη Θαβασών, στη Δανιδάν και Ουδάν, και έφτασαν μέχρι τη Σιδώνα (Β' Βασιλειών 24,5-6).

 

Τα κέδρινα ξύλα που συγκέντρωσε ο Δαβίδ, για να χτιστεί ο Ναός του Σολομώντα, ήταν από τα πλούσια δάση της Σιδώνας και της Τύρου (Α' Παραλειπομένων 22,1-4). Αργότερα ο Χιράμ εφοδίασε με ξυλεία, κέδρους και πεύκα από το όρος Λίβανος, και το Σολομώντα για την ανέγερση του Ναού. Ο Χιράμ διέθεσε ο ίδιος τους ξυλοκόπους, οι οποίοι ήταν από τη Σιδώνα, και τους μισθούς των εργατών, κατέβαλε ο Σολομώντας (Γ' Βασιλέων 5,20).

 

Ο Σολομών στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του παρασύρθηκε από τις αλλόφυλες γυναίκες του και έχτισε ειδωλολατρικούς ναούς και θυσιαστήρια σε υψώματα και στην κορυφή του όρους των Ελαιών, που είχε ονομασθεί και όρος του Σκανδάλου, επειδή και ο ίδιος ο Σολομών τέλεσε εκεί θυσίες σε θεούς ειδωλολατρών. Έτσι ο Σολομών έχτισε ναούς για τον Χαμώς, το θεό των Μωαβιτών, και για τον θεό των Αμμωνιτών. Έχτισε επίσης ναό για την Αστάρτη, τη θεότητα των Σιδωνίων. Σ' αυτούς τους ναούς και σ' αυτά τα θυσιαστήρια οι γυναίκες του Σολομώντα προσέφεραν θυμίαμα και θυσίες στους θεούς τους (Γ' Βασιλέων 11,4-8. 11,33).

 

Την εποχή του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, και του προφήτη Ηλία, βασιλιάς της Σιδώνας ήταν ο Ιεθεβαάλ Α' (Εθβαάλ), ο οποίος ήταν ο πατέρας της Ιεζάβελ, συζύγου του Αχαάβ. Ο ίδιος, όπως και η κόρη του, ήταν ειδωλολάτρες και πίστευαν στο Βάαλ και την Αστάρτη (Γ' Βασιλέων 16,31).

Όταν ξεράθηκε ο χείμαρρος Χορράθ, όπου ο προφήτης Ηλίας είχε καταφύγει για να γλιτώσει από την οργή του Αχαάβ, επειδή είχε προαναγγείλει ότι θα έρθει αναμβρία στη χώρα, πήρε εντολή από τον Κύριο, να πάει στη Σαρεπτά, στην περιοχή της Σιδώνας, και να μείνει εκεί στο σπίτι μιας φτωχής χήρας.

Εκεί ο προφήτης Ηλίας, με τη βοήθεια του Θεού, έκανε το λιγοστό αλεύρι και το λιγοστό λάδι να μην τελειώνουν, ώσπου να περάσει η ανομβρία και ο Κύριος να στείλει βροχή ξανά στη γη. Κι έτσι τρώγανε για πολλές ημέρες. Έπειτα ο προφήτης Ηλίας ανέστησε το γιο της χήρας, που είχε αρρωστήσει βαριά και είχε πεθάνει (Γ' Βασιλέων 17,8-24).

 

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Το 511 μ.Χ. στη πόλη αυτή συνήλθε εκκλησιαστική Σύνοδος των πολεμίων της Δ' Οικουμενικής Συνόδου η οποία και την αναθεμάτισε. Αρνούμενος ν' ακολουθήσει αυτήν ο τότε Πατριάρχης Φλαβιανός Β' Αντιοχείας, ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' τον εξόρισε στη Πέτρα της Αραβίας όπου και πέθανε στην εξορία.