ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ |
|
ΟΥΡ |
Η ΟΥΡ
Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας, στις παλιές εκβολές του Ευφράτη και του Τίγρη ποταμού, κοντά στον Περσικό κόλπο, κοντά στην πόλη Ερίντου. Οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι την ονόμαζαν Ούρι, ενώ οι Σουμέριοι Ουρίμ. Σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη, ως πρωτεύουσα του σουμεριακού βασιλείου, την 3η χιλιετία π.Χ. Είχε αναπτυγμένο εμπόριο και υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα ναυτιλιακά κέντρα της εποχής. Ο σπουδαιότερος βασιλιάς της Ουρ ήταν ο Ουρ Ναμού, που θεωρείται και ιδρυτής δυναστείας. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, από την Ουρ καταγόταν η οικογένεια του Αβραάμ. Τον 7ο π.Χ. αιώνα η πόλη καταστράφηκε. Κεντρική θεότητα τής πόλης ήταν ο θεός της Σελήνης Σιν Νανάρ.
Η πόλη Ουρ, πόλη του θεού της Σελήνης Νάννα, κατά τη διάρκεια τής 3ης Δυναστείας, ήταν κτισμένη πάνω σε ένα λόφο, δίπλα στις όχθες τον Ευφράτη. Είχε σχήμα ακανόνιστης έλλειψης και περιβαλλόταν από ισχυρά τείχη ύψους περίπου 8 μ. Κατά μήκος τον δυτικού τείχους έρρεε ο Ευφράτης ενώ κατά μήκος τού ανατολικού, μια ευρύχωρη διώρυγα οδηγούσε στον Ευφράτη. Έτσι η πόλη έμοιαζε με νησί.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΥΡ
Οι Σουμέριοι χρονολογούσαν τον Κατακλυσμό ότι ήρθε δύο δυναστείες πριν από την Πρώτη Δυναστεία της Ουρ. Σε επιγραφές βρέθηκαν τα ονόματα "Μεσκαλαμπτούγκ ο βασιλιάς" και "Ακαλαμπτούγκ βασιλιάς τής Ουρ". Είναι πιθανό, ότι προηγήθηκαν του Μεσανιπαδά, καθώς οι σφραγίδες με το δικό του όνομα βρέθηκαν πάνω από αυτούς. Η πρώτη δυναστεία της Ουρ (2600 - 2423 π.Χ), ιδρύθηκε από το βασιλιά Μεσανιπαδά που κατέλαβε την εξουσία νικώντας τη Δεύτερη Δυναστεία της Κις. Διήρκεσε 177 έτη με συνεχείς πολέμους με την Ουρούκ και την Κις για τον έλεγχο της Νιπούρ. Η δεύτερη δυναστεία της Ουρ (2430 - 2340 π.Χ. περίπου), θεωρείται ως η σκοτεινή εποχή της Ουρ και λίγα πράγματα μας είναι γνωστά. Η τρίτη Δυναστεία της Ουρ (2113 - 2004 π.Χ.), ιδρύθηκε από τον Ουρ-Ναμμού και ήταν μία Σουμεριακή αυτοκρατορική δυναστεία με ανεπτυγμένη γραφειοκρατία και σταθερούς θεσμούς. Είχε ως πυρήνα τις πόλεις-κράτη της Νότιας Μεσοποταμίας και περιφέρεια τους πρόποδες των λόφων στα ανατολικά. Οι δύο αυτές περιοχές είχαν διαφορετική διοίκηση και φορολογία. Με την Τρίτη Δυναστεία της Ουρ εγκαινιάστηκε μια χωρίς προηγούμενο περίοδος υλικής ευημερίας.
Ο άρχοντας Ισμπί-Ερρά, της Ισίν, της πιο δυνατής πόλης κατά το διάστημα 2.000 - 1.900 π.Χ., κατέλαβε την Ουρ και αργότερα την ιερή πόλη Νιπούρ, επιχειρώντας να εξαπλώσει μια ισχυρή δυναστεία πάνω σε όλη τη Σουμερία. Κατόπιν η Ουρ κατελήφθη από τον Γκουνγκούνουμ της Λάρσα. Γύρω στο 1750 π.Χ., ο Χαμμουραμπί νίκησε τον Ριμ-Σιν και ίδρυσε μια αυτοκρατορία, η οποία περιελάμβανε, εκτός από τη Σουμερία, το Ελάμ, το Μάρι και την Εσνούνα. Έτσι, η αυτοκρατορία του Χαμμουραμπί απλωνόταν από τον Περσικό Κόλπο έως Βόρεια από τη Νινευή και από τα όρη του Ελάμ μέχρι τα υψώματα της Συρίας. Οι Σουμέριοι της Ουρ ήταν σκληροί και αδίστακτοι πολεμιστές χωρίς κανένα έλεος. Η πόλη καταστράφηκε στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας. Οι Σουμέριοι ως λαός, εκσημιτισμένοι πια, έπαψαν να υπάρχουν. Ωστόσο, στη σφαίρα της τέχνης και του πνεύματος ο πολιτισμός τους είχε επιδράσει βαθύτατα στη σκέψη των υπόλοιπων Μεσοποτάμιων λαών (Ακκαδίων, Βαβυλωνίων, Χαλδαίων, Ιρανών). Η κοινωνική οργάνωση, η μυθολογία και η θρησκεία των Σουμερίων υιοθετήθηκαν από όλους τους λαούς που τους διαδέχθηκαν, οι οποίοι διατήρησαν πάντοτε ζωντανό το αίσθημα της συνέχειας και της ενότητας με τον λαό αυτόν. Το Ζιγκουράτ τού Ουρ-Ναμμού εξακολούθησε επί αιώνες να ορθώνεται στον ουρανό, αποτελώντας για όλους τους μεταγενέστερους μονάρχες της Μεσοποταμίας διαρκή υπόμνηση ότι τους συνέδεε ένας κοινός, ενιαίος πολιτισμός, ο οποίος είχε τις ρίζες του στη Σουμερία.
Η ΟΥΡ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ (Γένεση 11,28)
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, από την Ουρ καταγόταν η οικογένεια του Αβραάμ. Ο πατέρας του Αβραάμ ο Θάρρα, έζησε στην Ούρ των Χαλδαίων. Όταν ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να φύγει από την Ουρ, ο Θάρρα πήγε μαζί με τον Αβραάμ, τη νύφη του Σάρα και τον εγγονό του Λωτ, στη Χαρράν της γης Χαναάν, όπου κατοίκησε μέχρι τα γεράματά του (Γένεση 11,28-31).
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΥΡ
Η πόλη προστατευόταν από τείχη τα οποία είχαν στο κέντρο τους ένα βαθμιδωτό πύργο με το ναό της θεότητας που τους προστάτευε, ο οποίος χρησιμοποιούνταν και ως αστρονομικό παρατηρητήριο. Τριγύρω υπήρχαν ναοί, δωμάτια ιερέων, αποθήκες, όπως και μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες που βρέθηκαν ποτέ. Εκεί βρέθηκαν και οι αρχαιότεροι γραπτοί νόμοι. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως έργα υψηλής τεχνικής, τάφους και ανάκτορα. Σώθηκαν θαυμάσιοι ναοί της πόλης και τεράστια οικοδομήματα, που σχηματίζουν πυραμίδα και που οι κάτοικοι της Ουρ τα ονόμαζαν "ζιγκουράτ". Τα σπίτια της Ούρ, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, ακολουθούν βασικά το ίδιο σχέδιο: γύρω από μια κεντρική αυλή ανοίγονταν τα δωμάτια του ισογείου. Ένα κλιμακοστάσιο οδηγούσε στα δωμάτια τού άνω ορόφου τα οποία έβλεπαν σε έναν ξύλινο εξώστη, στηριζόμενο σε τέσσερα κάθετα δοκάρια στις γωνίες της αυλής. Η ξύλινη στέγη είχε μια ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό της αυλής, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένας οχετός ομβρίων υδάτων. Τα περισσότερα σπίτια, κτισμένα άναρχα, ήταν διώροφα με επίπεδη στέγη. Οι δρόμοι της Ουρ ήταν στενοί και γυριστοί, χωρίς πλακόστρωτο, με μικρότερες αδιέξοδες παρόδους, οι οποίες οδηγούσαν στα σπίτια. Στη βορειοδυτική γωνιά της πόλης βρισκόταν το Τέμενος τον θεού Νάννα, ένα πραγματικό ανακτορικό συγκρότημα, καθώς για τους Σουμέριους ο ναός αποτελούσε το κέντρο της πόλης. Μέσα στον περίβολο του Τεμένους υψωνόταν το Ζιγκουράτ, o βαθμιδωτός πύργος με τον ναό του Νάννα στην κορυφή του. Το Ζιγκουράτ του Ουρ-Ναμμού στην Ουρ (Τρίτη Δυναστεία, 2100 - 2000 π.Χ.), ήταν ένα μεγαλόπρεπο οικοδόμημα, σε μορφή τριώροφης κλιμακωτής πυραμίδας. Ήταν μια βάση η οποία φιλοξενούσε το ναό του θεού Νάννα.
Από τα λαμπρά ευρήματά στo βασιλικό νεκροταφείο της Ουρ, φαίνεται ότι η πυροτεχνολογία και η μεταλλοτεχνία, κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., έφθασε στη Σουμερία κατά την περίοδο αυτή σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τα αντικείμενα από χρυσό και ασήμι αφθονούν. Εκτός από κοσμήματα, σκεύη, όπλα, ακόμα και εργαλεία ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα υλικά. Οι Σουμέριοι χρυσοχόοι ήταν πια σε θέση να κατασκευάζουν σύρμα από πολύτιμα μέταλλα και μεταλλόκολλα. Λεπτές αλυσίδες και περίτεχνα στολίδια επεξεργασμένα με κόκκους και σύρμα, χρυσά σκεύη και όπλα συνιστούν μια πολυτέλεια και εκλέπτυνση, που εκτός από έναν άνευ προηγουμένου συσσωρευμένο πλούτο, υποδηλώνουν μια εξαιρετικά δυναμική τεχνολογική παράδοση. Πολυάριθμα είναι όμως και τα λίθινα αγγεία από αλάβαστρο, στεατίτη, διορίτη και ασβεστόλιθο, ενώ όστρεο, σεντέφι και κύανο διακοσμούν ως ένθετα πολλά έργα τέχνης. Οι απλοί τάφοι είναι λάκκοι σκαμμένοι στο έδαφος, με το νεκρό τοποθετημένο σε στάση ύπνου, δηλαδή στο πλάι με τα πόδια συνήθως λυγισμένα, τυλιγμένος με ψάθα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μέσα σε ξύλινη ή πήλινη (ελλειψοειδή) σαρκοφάγο. Σε μερικούς τάφους ανάμεσα σε άλλα κτερίσματα είχε τοποθετηθεί ομοίωμα πλοίου από άσφαλτο, φορτωμένο με αγγεία γεμάτα τροφές. Οι βασιλικοί τάφοι κτισμένοι με λίθους ή τούβλα βρίσκονταν στον πυθμένα ενός λάκκου βάθους μέχρι και 9 μ., στον οποίο οδηγούσε ένα πρανές. Οι οροφές αυτών των τάφων είναι καμαρωτές με αψιδωτά άκρα, κτισμένες σε αρκετές περιπτώσεις με το εκφορικό σύστημα. Υπήρξαν εκεί τουλάχιστον 17 τάφοι, και οι 15 απ' αυτούς βρέθηκαν να έχουν μέσα μεταξύ 3 και 74 συνοδών, συνήθως θηλυκών, που θάφτηκαν μαζί με τον νεκρό. Πουθενά αλλού στη Μεσοποταμία δεν έχει βρεθεί να γίνονται ανθρωποθυσίες στους τάφους και καμία αναφορά σε οποιοδήποτε κείμενο, αλλά πρέπει να ήταν σημαντική ιεροτελεστία στην αρχαία Ουρ.
|