ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ

 

ΓΕΘ (ΓΑΘ)

 

Η ΓΕΘ (ΓΑΘ) 

(Ιησούς του Ναυή 11,22. 13,3. Α' Βασιλειών 5,8. 17,4. 17,23. 17,52. 21,10. 27,2. 30,29)

(Β' Βασιλειών 6,10. 15,18. 21,18. 21,22. Γ' Βασιλειών 2,39)

Α' Παραλειπομένων 7,21. 8,13. 6,17. 13,13. 18,1. 20,8. Β' Παραλειπομένων 11,8).

 

Λαοί της Παλαιάς Διαθήκης

Η Γεθ (Γαθ) ήταν αρχαία πόλη της νότιας Παλαιστίνης. Το βασίλειο της Γεθ ήταν ένα από τα πέντε βασίλεια των Φιλισταίων. Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Γεθθά, Γίττα και Γίθθεμ. Χάρτης B6.

 

 

Η ΓΕΘ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Α) Η ΓΕΘ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΗ

 

Το βασίλειο της Γεθ ήταν ένα από τα πέντε βασίλεια των Φιλισταίων (Ιησούς του Ναυή 13,3). Την εποχή που οι Ισραηλίτες ήταν στην Αίγυπτο, επειδή οι γιοι του Εφραίμ, γιου του Ιωσήφ, προσπάθησαν ν' αρπάξουν από τους ντόπιους κατοίκους της Γεθ (Γεθ) τα κοπάδια τους, εκείνοι τους σκότωσαν (Α' Παραλειπομένων 7,21). Ο Βεριά και ο Σαμά, απόγονοι του Βενιαμίν, είχαν διώξει όλους τους κατοίκους της πόλης (Α' Παραλειπομένων 8,13).

Όταν ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε τις πόλεις της νότιας Χαναάν εξολόθρευσε τους γίγαντες Ενακίμ (Ανακίμ), που ζούσαν στη Χεβρών, στη Δαβίρ, στην Αναβώθ και σ' ολόκληρη την ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα και του Ισραήλ. Τους αφάνισε και κατέστρεψε τις πόλεις τους. Δεν απόμεινε πια απόγονος του γίγαντα Ενάκ (Ανάκ) στη Χαναάν, παρά μόνο μερικοί στη Γάζα, στη Γεθ και στην Ασεδώθ (Ιησούς του Ναυή 11,21-22).

Ο Ιησούς του Ναυή είχε φτάσει σε βαθιά γεράματα και δεν πρόλαβε να κατακτήσει όλες τις περιοχές της Χαναάν. Μεταξύ αυτών ήταν και η χώρα των Φιλισταίων, καθώς και όλη η περιοχή των Γαβλιτών Φιλισταίων στο βορρά. Η περιοχή αυτή ξεκινούσε από την έρημο ανατολικά της Αιγύπτου και έφτανε μέχρι την Εκρών (Ακκαρών). Η περιοχή αυτή περιλάμβανε τα πέντε βασίλεια των Φιλισταίων, της Γάζας, της Ασδώθ (Άζωτος), της Ασκάλωνας, της Γεθ και της Ακκαρών (Εκρών) (Ιησούς του Ναυή 13,1-5. Κριταί 1,18).

 

 

Β) Η ΓΕΘ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΑ ΗΛΙ

 

Την εποχή του αρχιερέα Ηλί, οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες, πήραν την Κιβωτό της Διαθήκης και την μετέφεραν από το πεδίο της μάχης στην Άζωτο (Ασδώδ), στο ναό του θεού τους Δαγών και την τοποθέτησαν κοντά στο άγαλμα του Δαγών. Η οργή όμως του Θεού κατέστρεψε το άγαλμα του Δαγών, το οποίο βρήκαν πεσμένο με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Το κεφάλι του ήταν κομμένο και οι δυο παλάμες των χεριών του, είχαν αποκοπεί και βρίσκονταν στο κατώφλι του ναού. Ακόμη οι κάτοικοι της Αζώτου γέμισαν με εκζέματα στους αφεδρώνες, ενώ σ' όλη την χώρα εμφανίστηκαν σμήνη ποντικών και έπεσε θανατικό στην πόλη. Όταν οι κάτοικοι της Αζώτου είδαν αυτή τη συμφορά που τους συνέβη, αποφάσισαν ν' απομακρύνουν την Κιβωτό από την πόλη τους (Α' Βασιλειών 5,1-8).

Οι κάτοικοι της Γεθ πήραν την Κιβωτό από την Άζωτο και την μετέφεραν στην πόλη τους. Αλλά όταν η Κιβωτός μεταφέρθηκε στη Γεθ, έπεσε βαριά η τιμωρία του Κυρίου στους κατοίκους της πόλης. Τους χτύπησε με εκζέματα στους αφεδρώνες, γι' αυτό οι κάτοικοι της Γεθ κατασκεύασαν ειδικά καθίσματα για να κάθονται. Έστειλαν τότε την Κιβωτό στην Ασκάλωνα (Α' Βασιλειών 5,8-10).

Μετά από εφτά μήνες οι Φιλισταίοι αποφάσισαν να επιστρέψουν την Κιβωτό πίσω στους Ισραηλίτες. Οι πέντε ηγεμόνες των Φιλισταίων, όταν είδαν ότι οι Ισραηλίτες παρέλαβαν την Κιβωτό, επέστρεψαν την ίδια μέρα στην Ασκάλωνα. Τα πέντε χρυσά ομοιώματα των εδρών που πρόσφεραν οι Φιλισταίοι ως επανόρθωση στον Κύριο αντιστοιχούσαν στις πόλεις: Άζωτο (Ασδώδ), Γάζα, Ασκάλωνα, Γεθ και Ακκαρών (Εκρών). Τα χρυσά ομοιώματα των ποντικών αντιστοιχούσαν σε όλες τις πόλεις των πέντε σατραπειών των Φιλισταίων, από την πιο οχυρωμένη ως τα πιο ανοχύρωτα χωριά των Φιλισταίων και των Φερεζαίων (Α' Βασιλειών 6,16-17).

 

 

Γ) Η ΓΕΘ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Δαβίδ και Γολιάθ

Η Γεθ ήταν πατρίδα του Γολιάθ και καταφύγιο αργότερα για τον Δαβίδ. Ο Γολιάθ ήταν ένας δυνατός πολεμιστής, που το ύψος του ήταν περίπου 2,5 μέτρα. Φορούσε περικεφαλαία στο κεφάλι του και αλυσιδωτό θώρακα, από χαλκό και σίδηρο, που το βάρος του ήταν περίπου 50 κιλά. Είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινη ασπίδα στους ώμους του. Το δόρυ του ήταν χοντρό και μεγάλο, σαν το αντί του αργαλειού και η σιδερένια λόγχη του ζύγιζε περίπου 6,5 κιλά (Α' Βασιλειών 17,4-7. 17,23). Οι Φιλισταίοι, όταν είδαν ότι, μετά τη μονομαχία του Γολιάθ με το Δαβίδ, σκοτώθηκε ο ακατανίκητος ήρωάς τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Τότε οι Ισραηλίτες τους καταδίωξαν ως τη Γεθ, την Ασκάλωνα και την Ακκαρών. Όλη η περιοχή γέμισε με νεκρούς και τραυματίες των Φιλισταίων (Α' Βασιλειών 17,51-53).

 

Ο Δαβίδ, για να γλιτώσει από την οργή του Σαούλ, ζήτησε καταφύγιο στον Αγχούς (Αχίς), το Φιλισταίο βασιλιά της Γεθ. Οι αξιωματούχοι του Αγχούς διαμαρτυρήθηκαν στο βασιλιά τους για την παροχή φιλοξενίας στον άλλοτε εχθρό τους, ο οποίος τους επέφερε αρκετές καταστροφές. Ο Δαβίδ τους πήρε είδηση και επειδή άρχισε να φοβάται για τη ζωή του, συμπεριφερόταν σαν τρελός μπροστά τους. Έτσι ο Αγχούς βλέποντας που ήταν τρελός, τους επιτίμησε που τον έφεραν μπροστά του και τον έδιωξε από το παλάτι του ως επιληπτικό. Επιπλέον απαγόρευσε στους υπηκόους του να τον βάλουν στο σπίτι τους (Α' Βασιλειών 21,10-15). Λίγο καιρό αργότερα, ο Δαβίδ με τους 600 άνδρες του πήγαν στη Γεθ και βρήκαν καταφύγιο στον Αγχούς, το Φιλισταίο βασιλιά της πόλης. Με την άδεια του Αγχούς ο Δαβίδ εγκαταστάθηκε στην πόλη Σικελάγ (Σεκελάκ) (Α' Βασιλειών 27,1-7).

Όταν ο Δαβίδ νίκησε τους Αμαληκίτες και πήρε πίσω όλους τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει μαζί τους, πήρε πίσω και όλα τα λάφυρα που είχαν πάρει οι Αμαληκίτες από την επιδρομή τους στο νότιο Ιούδα. Τα λάφυρα αυτά τα μοίρασε στους άνδρες του και στις πόλεις απ' όπου είχε περάσει και τον είχαν βοηθήσει. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν και η Γεθ (Α' Βασιλειών 30,26-29).

 

Ο Δαβίδ αργότερα νίκησε τους Φιλισταίους, τους υποδούλωσε και εξουδετέρωσε την κυριαρχία τους στη χώρα του Ισραήλ. Πήρε από τους Φιλισταίους την πόλη Γεθ και τις πόλεις γύρω από αυτή, όπου άλλοτε ανήκαν στους Φιλισταίους (Β' Βασιλειών 8,1. Α' Παραλειπομένων 18,1). Από τη Γεθ καταγόταν ο Αβεδδαρά ή Αβδεδόμ στο σπίτι του οποίου ο Δαβίδ οδήγησε την Κιβωτό της Διαθήκης μετά τη θανάτωση του Οζά. Η Κιβωτός του Κυρίου έμεινε στο σπίτι του Αβεδδαρά (Αβδεδόμ) τρεις μήνες, κι ο Κύριος τον ευλόγησε μαζί με όλη την οικογένειά του και τα υπάρχοντά του (Β' Βασιλειών 6,10-12. Α' Παραλειπομένων 13,13-14).

Από τη Γεθ καταγόταν και ο Εθθί ο Γεθθαίος, ο οποίος ήταν ένας από τους στρατηγούς του Δαβίδ και ήταν μεταξύ αυτών, που ακολούθησαν το Δαβίδ, μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ, όταν αυτός έφυγε από την Ιερουσαλήμ. Τον Εθθί ακολούθησαν και 600 Γεθθαίοι στρατιώτες (Β' Βασιλειών 15,18). Στη μάχη του Δαβίδ με τον Αβεσσαλώμ, ο Εθθί με τους 600 Γεθθαίους του, ήταν ένα από τα τρία σώματα στρατού του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 18,2).

 

Μετά από αρκετά χρόνια έγιναν καινούριες μάχες μεταξύ των Φιλισταίων και των Ισραηλιτών. Στην πρώτη μάχη πήρε μέρος κι ο Δαβίδ, ο οποίος λόγω της μεγάλης του ηλικίας κουράστηκε. Μεταξύ των Φιλισταίων ήταν και ο Ιεσβί, ένας από τους απογόνους των γιγάντων. Το ακόντιο του ζύγιζε πάνω από 300 σίκλους χαλκού (3500 γραμμάρια περίπου). Ήταν ζωσμένος μ' ένα ρόπαλο και μ' αυτό όρμησε αποφασισμένος να σκοτώσει το Δαβίδ. Αλλά ο Αβεσσά έσπευσε και βοήθησε το Δαβίδ. Χτύπησε τον Ιεσβί και τον σκότωσε (Β' Βασιλειών 21,15-17).

Μετά τη μάχη αυτή, έγινε μια καινούρια στην περιοχή της Γεθ, στη Γαζέρ, μεταξύ των Ισραηλιτών και των Φιλισταίων. Εκεί ο Σεβοχά (Σοβοχαΐ) από την Αστατώθ (Ουσά), σκότωσε το γίγαντα Σεφ (Σαφού). Σε μια άλλη μάχη στην περιοχή της Γοβ, ο Ελεανάν (Ελλανάν), γιος του Αριωργίμ (Ιαΐρ) από την Βηθλεέμ, σκότωσε το Λαχμί, αδερφό του γίγαντα Γολιάθ από τη Γεθ, που το ξύλο της λόγχης του ήταν σαν το αντί του αργαλειού. Σε μια άλλη μάχη πάλι στην περιοχή της Γεθ, ήταν ένας γίγαντας φαλακρός, ο οποίος είχε έξι δάκτυλα στα χέρια και στα πόδια (συνολικά είχε 24 δάκτυλα). Αυτός έβριζε συνέχεια τους Ισραηλίτες, αλλά ο Ιωνάθαν, γιος του Σαμμαά (Σεμεΐ) και ανηψιός του Δαβίδ, τον σκότωσε. Και οι τέσσερις αυτοί πολεμιστές ήταν οι τελευταίοι απόγονοι των γιγάντων, από τον οίκο του Ραφά στη Γεθ, και σκοτώθηκαν από το Δαβίδ και τους στρατιώτες του (Β' Βασιλειών 21,18-22. Α' Παραλειπομένων 20,4-8).

 

 

Δ) Η ΓΕΘ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

 

Ο βασιλιάς Σολομώντας, έπειτα από την εκδίωξη του Αβιάθαρ και τη δολοφονία του Ιωάβ, ύστερα από εντολή του πατέρα του, περιόρισε τον Σεμεΐ, συγγενή του Σαούλ, στο σπίτι του στην Ιερουσαλήμ και για κανένα λόγο δεν έπρεπε να βγει από την Ιερουσαλήμ, διότι θα θανατωθεί. Ο Σεμεΐ έμεινε πράγματι στην Ιερουσαλήμ για τρία χρόνια, αλλά όταν δύο δούλοι του δραπέτευσαν προς τον Αγχούς, γιο του Μααχά και βασιλιά της Γεθ, βγήκε από την Ιερουσαλήμ και πήγε στη Γεθ, για να πάρει πίσω τους δούλους του. Έπειτα γύρισε μαζί τους στην Ιερουσαλήμ, αλλά αυτή η πράξη του στοίχισε τη ζωή (Γ' Βασιλειών 2,35λ-46).

Αργότερα, ο γιος του Σολομώντα, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε την Γεθ, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).