ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΙΟΥΔΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ 2

ΙΕΡΙΜΟΥΘ (ΙΑΡΜΟΥΘ, ΙΕΡΜΟΥΘ)

(Ιησούς του Ναυή 10,3. 12,11. 15,35. Α' Βασιλειών 30,30)

 

Η Ιεριμούθ (Ιαρμούθ, Ιερμούθ) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, νοτιοδυτικά της Ιερουσαλήμ, στα όρια της φυλής Ιούδα. Ήταν χτισμένη στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33-35). Την εποχή του Μωυσή την πόλη την κατοικούσαν Ιεβουσαίοι, που στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται ως Αμορραίοι (Ιησούς του Ναυή 10,5-6). Ιαρμούθ- Χάρτης A2.

 

Όταν ο Αδωνιβεζέκ, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, έμαθε τι έκαναν οι Ισραηλίτες στην Ιεριχώ και στη Γαΐ, και την παράδοση της Γαβαών, έστειλε αγγελιαφόρους στον Ελάμ, βασιλιά της Χεβρών, στον Φιδών, βασιλιά της Ιεριμούθ, στον Ιεφθά, βασιλιά της Λαχίς, και στον Δαβίν, βασιλιά της Οδολλάμ, για να πολεμήσουν εναντίον των Γαβαωνιτών, διότι συμμάχησαν με τους Ισραηλίτες. Έτσι οι πέντε Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) βασιλιάδες, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη Γαβαών με όλα τους τα στρατεύματα (Ιησούς του Ναυή 10,1-5).

Οι Γαβαωνίτες έστειλαν μήνυμα στον Ιησού του Ναυή, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και του ζητούσαν βοήθεια. Αμέσως ο Ιησούς έφυγε μαζί με όλο το στρατό του και μετά από ολονύκτια πορεία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των πέντε Ιεβουσαίων (Αμορραίων) βασιλιάδων.

Οι Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) μόλις αντίκρυσαν τους Ισραηλίτες πανικοβλήθηκαν και οι Ισραηλίτες τους καταδίωκαν και τους σκότωναν. Και καθώς έτρεχαν πανικόβλητοι, ο Θεός έριξε εναντίον τους χοντρό χαλάζι, σαν πέτρες, με αποτέλεσμα πιο πολλοί σκοτώθηκαν από το χαλάζι παρά από τους Ισραηλίτες στη μάχη.  

Και επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ χωρίς να νικήσουν ολοκληρωτικά, τότε ο Ιησούς του Ναυή παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε, καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα (Ιησούς του Ναυή 10,6-15).

Οι πέντε βασιλιάδες πανικόβλητοι, τράπηκαν σε φυγή και κρύφτηκαν σε μια σπηλιά. Κάποιοι τους είδαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού, ο οποίος διέταξε να κλείσουν την είσοδο με μεγάλες πέτρες και να εγκαταστήσουν φρουρά. Κατόπιν χτύπησαν τους Ιεβουσαίους, την ώρα που έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν. Όσοι απ' αυτούς μπόρεσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις τους. Στο τέλος ο Ιησούς διέταξε να βγάλουν τους πέντε βασιλιάδες από τη σπηλιά και έδωσε εντολή στους αρχηγούς του στρατού να βάλουν τα πόδια τους πάνω στον τράχηλο των βασιλιάδων αυτών, ως ένδειξη εξουσίας και δύναμης. Έπειτα τους θανάτωσε και τους κρέμασε σε πέντε ξύλα, όπου έμειναν κρεμασμένοι ως το βράδυ. Πριν νυχτώσει τους κατέβασαν και τους έριξαν στην ίδια σπηλιά, όπου είχαν κρυφτεί και έφραξαν την είσοδο της σπηλιάς με μεγάλες πέτρες (Ιησούς του Ναυή 10,16-27). Ο βασιλιάς της Ιεριμούθ ήταν ένας από τους 29 Χαναναίους βασιλιάδες που νίκησε ο Ιησούς του Ναυή κατά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 12,11).

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Ιεριμούθ (Ιερμούθ), μαζί με τις αγροκατοικίες της, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,35). Όταν ο Δαβίδ νίκησε τους Αμαληκίτες και πήρε πίσω όλους τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει μαζί τους, πήρε πίσω και όλα τα λάφυρα που είχαν πάρει οι Αμαληκίτες από την επιδρομή τους στο νότιο Ιούδα. Τα λάφυρα αυτά τα μοίρασε στους άνδρες του και στις πόλεις απ' όπου είχε περάσει και τον είχαν βοηθήσει. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν και η Ιεριμούθ (Α' Βασιλειών 30,26-30).

 

 

ΛΑΧΙΣ

(Ιησούς του Ναυή 10,3. 10,31. 12,11. 15,38. Β' Παραλειπομένων 11,9)

 

Η Λαχίς ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, νοτιοδυτικά της Ιερουσαλήμ και δυτικά της Χεβρών. Ήταν χτισμένη στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33. 15,38). Την εποχή του Μωυσή την πόλη την κατοικούσαν Ιεβουσαίοι, που στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται ως Αμορραίοι (Ιησούς του Ναυή 10,5-6). Χάρτης B7.

 

Όταν ο Αδωνιβεζέκ, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, έμαθε τι έκαναν οι Ισραηλίτες στην Ιεριχώ και στη Γαΐ, και την παράδοση της Γαβαών, έστειλε αγγελιαφόρους στον Ελάμ, βασιλιά της Χεβρών, στον Φιδών, βασιλιά της Ιεριμούθ, στον Ιεφθά, βασιλιά της Λαχίς, και στον Δαβίν, βασιλιά της Οδολλάμ, για να πολεμήσουν εναντίον των Γαβαωνιτών, διότι συμμάχησαν με τους Ισραηλίτες. Έτσι οι πέντε Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) βασιλιάδες, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη Γαβαών με όλα τους τα στρατεύματα (Ιησούς του Ναυή 10,1-5).

Οι Γαβαωνίτες έστειλαν μήνυμα στον Ιησού του Ναυή, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και του ζητούσαν βοήθεια. Αμέσως ο Ιησούς έφυγε μαζί με όλο το στρατό του και μετά από ολονύκτια πορεία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των πέντε Ιεβουσαίων (Αμορραίων) βασιλιάδων.

Οι Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) μόλις αντίκρυσαν τους Ισραηλίτες πανικοβλήθηκαν και οι Ισραηλίτες τους καταδίωκαν και τους σκότωναν. Και καθώς έτρεχαν πανικόβλητοι, ο Θεός έριξε εναντίον τους χοντρό χαλάζι, σαν πέτρες, με αποτέλεσμα πιο πολλοί σκοτώθηκαν από το χαλάζι παρά από τους Ισραηλίτες στη μάχη.  

Και επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ χωρίς να νικήσουν ολοκληρωτικά, τότε ο Ιησούς του Ναυή παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε, καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα (Ιησούς του Ναυή 10,6-15).

Οι πέντε βασιλιάδες πανικόβλητοι, τράπηκαν σε φυγή και κρύφτηκαν σε μια σπηλιά. Κάποιοι τους είδαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού, ο οποίος διέταξε να κλείσουν την είσοδο με μεγάλες πέτρες και να εγκαταστήσουν φρουρά. Κατόπιν χτύπησαν τους Ιεβουσαίους, την ώρα που έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν. Όσοι απ' αυτούς μπόρεσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις τους. Στο τέλος ο Ιησούς διέταξε να βγάλουν τους πέντε βασιλιάδες από τη σπηλιά και έδωσε εντολή στους αρχηγούς του στρατού να βάλουν τα πόδια τους πάνω στον τράχηλο των βασιλιάδων αυτών, ως ένδειξη εξουσίας και δύναμης. Έπειτα τους θανάτωσε και τους κρέμασε σε πέντε ξύλα, όπου έμειναν κρεμασμένοι ως το βράδυ. Πριν νυχτώσει τους κατέβασαν και τους έριξαν στην ίδια σπηλιά, όπου είχαν κρυφτεί και έφραξαν την είσοδο της σπηλιάς με μεγάλες πέτρες (Ιησούς του Ναυή 10,16-27).

Όταν ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε τις πόλεις της νότιας Χαναάν, μετά την Λεβνά κατέλαβε την πόλη Λαχίς, την οποία και κατέλαβε την επόμενη μέρα της πολιορκίας της. Οι Ισραηλίτες σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτήν (Ιησούς του Ναυή 10,31-32). Ο Ελάμ, βασιλιάς της Γαζέρ, βγήκε στον πόλεμο για να βοηθήσει τη Λαχίς, αλλά ο Ιησούς τον χτύπησε, αυτόν και το στρατό του, και κανένα δεν άφησε να ξεφύγει (Ιησούς του Ναυή 10,33). Ο βασιλιάς της Λαχίς ήταν ένας από τους 29 Χαναναίους βασιλιάδες που νίκησε ο Ιησούς του Ναυή κατά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 12,11).

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Λαχίς, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,38).

Αργότερα, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε τη Λαχίς, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).

 

 

ΟΔΟΛΛΑΜ (ΑΔΟΥΛΛΑΜ)  

(Γένεση 38,1. Ιησούς του Ναυή 10,3. 10,34. 12,15. 15,35. Α' Βασιλειών 22,1)

(Β' Βασιλειών 23,13. Α' Παραλειπομένων 11.15. Β' Παραλειπομένων 11,7)

 

Η Οδολλάμ (Αδουλλάμ) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, στα όρια της φυλής Ιούδα, δυτικά της Νεκράς Θάλασσας και βόρεια της Χεβρών (Γένεση 38,1). Ήταν χτισμένη στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33-35). Την εποχή του Μωυσή την πόλη την κατοικούσαν Ιεβουσαίοι, που στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται ως Αμορραίοι (Ιησούς του Ναυή 10,5-6). Αδουλλάμ- Χάρτης Α2.

 

Στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι, ο Ιούδας μετά την πώληση του Ιωσήφ, έφυγε από τ' αδέρφια του και εγκαταστάθηκε κοντά σ' έναν Οδολλαμίτη, που λεγόταν Ειράς (Ιράς). Εκεί ο Ιούδας είδε την κόρη κάποιου Χαναναίου, την πήρε γυναίκα του και από αυτή απέκτησε τρείς γιούς που τους ονόμασε Ηρ, Αυνάν και Σηλώμ (Γένεση 38,1-5).

 

Όταν ο Αδωνιβεζέκ, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, έμαθε τι έκαναν οι Ισραηλίτες στην Ιεριχώ και στη Γαΐ, και την παράδοση της Γαβαών, έστειλε αγγελιαφόρους στον Ελάμ, βασιλιά της Χεβρών, στον Φιδών, βασιλιά της Ιεριμούθ, στον Ιεφθά, βασιλιά της Λαχίς, και στον Δαβίν, βασιλιά της Οδολλάμ, για να πολεμήσουν εναντίον των Γαβαωνιτών, διότι συμμάχησαν με τους Ισραηλίτες. Έτσι οι πέντε Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) βασιλιάδες, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη Γαβαών με όλα τους τα στρατεύματα (Ιησούς του Ναυή 10,1-5).

Οι Γαβαωνίτες έστειλαν μήνυμα στον Ιησού του Ναυή, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και του ζητούσαν βοήθεια. Αμέσως ο Ιησούς έφυγε μαζί με όλο το στρατό του και μετά από ολονύκτια πορεία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των πέντε Ιεβουσαίων (Αμορραίων) βασιλιάδων.

Οι Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) μόλις αντίκρυσαν τους Ισραηλίτες πανικοβλήθηκαν και οι Ισραηλίτες τους καταδίωκαν και τους σκότωναν. Και καθώς έτρεχαν πανικόβλητοι, ο Θεός έριξε εναντίον τους χοντρό χαλάζι, σαν πέτρες, με αποτέλεσμα πιο πολλοί σκοτώθηκαν από το χαλάζι παρά από τους Ισραηλίτες στη μάχη.  

Και επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ χωρίς να νικήσουν ολοκληρωτικά, τότε ο Ιησούς του Ναυή παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε, καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα (Ιησούς του Ναυή 10,6-15).

Οι πέντε βασιλιάδες πανικόβλητοι, τράπηκαν σε φυγή και κρύφτηκαν σε μια σπηλιά. Κάποιοι τους είδαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού, ο οποίος διέταξε να κλείσουν την είσοδο με μεγάλες πέτρες και να εγκαταστήσουν φρουρά. Κατόπιν χτύπησαν τους Ιεβουσαίους, την ώρα που έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν. Όσοι απ' αυτούς μπόρεσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις τους. Στο τέλος ο Ιησούς διέταξε να βγάλουν τους πέντε βασιλιάδες από τη σπηλιά και έδωσε εντολή στους αρχηγούς του στρατού να βάλουν τα πόδια τους πάνω στον τράχηλο των βασιλιάδων αυτών, ως ένδειξη εξουσίας και δύναμης. Έπειτα τους θανάτωσε και τους κρέμασε σε πέντε ξύλα, όπου έμειναν κρεμασμένοι ως το βράδυ. Πριν νυχτώσει τους κατέβασαν και τους έριξαν στην ίδια σπηλιά, όπου είχαν κρυφτεί και έφραξαν την είσοδο της σπηλιάς με μεγάλες πέτρες (Ιησούς του Ναυή 10,16-27).

Όταν ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε τις πόλεις της νότιας Χαναάν, μετά τις πόλεις Λαχίς και Γαζέρ, ο Ιησούς του Ναυή και οι Ισραηλίτες πολιόρκησαν και κατέλαβαν την ίδια μέρα την Οδολλάμ. Σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτήν (Ιησούς του Ναυή 10,34-35). Ο βασιλιάς της Οδολλάμ ήταν ένας από τους 29 Χαναναίους βασιλιάδες που νίκησε ο Ιησούς του Ναυή κατά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 12,15).

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Οδολλάμ, μαζί με τις αγροκατοικίες της, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,35). Όταν ο Δαβίδ, για να γλιτώσει από την οργή του Σαούλ, έφυγε από τη Γεθ, μετά βρήκε καταφύγιο σε σπήλαιο της Οδολλάμ (Α' Βασιλειών 22,1). Αργότερα ο Δαβίδ, για όσο κράτησε ο πόλεμος με τους Φιλισταίους, είχε στήσει το αρχηγείο του στην Κασών, σ' ένα βράχο κοντά στο σπήλαιο της Οδολλάμ (Β' Βασιλειών 23,13. Α' Παραλειπομένων 11,15).

 

Πολλά χρόνια αργότερα, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε την Οδολλάμ, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).