ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΙΟΥΔΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ 10

ΑΣΤΑΩΛ ή ΕΣΘΑΟΛ (ΕΣΤΑΟΛ)  

(Ιησούς του Ναυή 15,33. 19,41. Κριταί 13,25. 16,31)

 

Η Ασταώλ ή Εσθαόλ (Εσταόλ) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33), ενώ αρχικά ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Δαν (Ιησούς του Ναυή 19,41).

Η πόλη Ασταώλ (Εσταόλ) ήταν μια από τις πόλεις, η οποία μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, δόθηκε στη φυλή Δαν, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή (Ιησούς του Ναυή 19,41). Μετά την εκδίωξη όμως της φυλής Δαν από τους Αμορραίους, η φυλή Δαν εγκαταστάθηκε στο Βορρά (Ιησούς του Ναυή 19,47-48) και αργότερα η φυλή Ιούδα προφανώς κατέλαβε την πόλη Ασταώλ (Εσταόλ), η οποία αναφέρεται ως μια από τις πόλεις της πεδινής περιοχής του Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33).

 

Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει ότι ο Σαμψών βρισκόταν στο στρατόπεδο του Δαν, που βρισκόταν μεταξύ Σαραά και Εσθαόλ, όταν το Πνεύμα του Θεού άρχισε να τον συνοδεύει και να τον οδηγεί (Κριταί 13,24-25). Μετά το θάνατο του Σαμψών, τ' αδέρφια του και όλη η οικογένεια του πατέρα του, πήγαν στη Γάζα, τον πήραν και τον έθαψαν ανάμεσα στη Σαραά (Σωρεά) και στην Εσθαόλ, στον τάφο του Μανωέ, του πατέρα του (Κριταί 16,31).

 

Ένα μέρος από τη φυλή Δαν μετά την εκδίωξή της από τους Αμορραίους, έστειλαν πέντε γενναίους άντρες από τις πόλεις Σαραά και Εσθαόλ, για να κατασκοπεύσουν τη χώρα και να την εξερευνήσουν. Αυτοί πέρασαν πρώτα από την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, στο σπίτι του Μιχαία,  και μετά συνέχισαν το ταξίδι τους και έφτασαν ως το βορρά, στην πόλη Λαϊσά. Εκεί είδαν ότι η περιοχή ήταν εύφορη και πλούσια και μετά επέστρεψαν, πίσω στους ομοεθνείς τους και τους είπαν ότι η χώρα είναι πάρα πολύ εύφορη, έχει όλα τ' αγαθά της γης και ότι ο Θεός θα την παραδώσει στην εξουσία τους.

Ξεκίνησαν, λοιπόν, από τη Σαραά και την Εσθαόλ 600 άντρες της φυλής Δαν, μαζί με τα γυναικόπαιδα, για να κατακτήσουν την περιοχή που επέλεξαν. Εεπιτέθηκαν στη Λαϊσά, κατέσφαξαν τους ήσυχους και φιλειρηνικούς κατοίκους της και έβαλαν φωτιά στην πόλη. Μετά την ξανάχτισαν κι εγκαταστάθηκαν σ' αυτήν (Κριταί 18,1-31).

 

 

ΘΑΜΝΑΘΑ (ΤΙΜΝΑ)

(Ιησούς του Ναυή 15,57. 19,43. Κριταί 14,1)

 

Η Θαμναθά (Τιμνά) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,48. 15,57), ενώ αρχικά ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Δαν (Ιησούς του Ναυή 19,43). Η Θαμναθά την περίοδο των Κριτών κατοικούνταν από Φιλισταίους  (Κριταί κεφ. 14). Τιμνά- Χάρτης B6.

 

Η πόλη Θαμναθά (Τιμνά) ήταν μια από τις πόλεις, η οποία μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, δόθηκε στη φυλή Δαν, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή (Ιησούς του Ναυή 19,43). Μετά την εκδίωξη όμως της φυλής Δαν από τους Αμορραίους, η φυλή Δαν εγκαταστάθηκε στο Βορρά (Ιησούς του Ναυή 19,47-48) και αργότερα η φυλή Ιούδα προφανώς κατέλαβε την πόλη Θαμναθά, η οποία αναφέρεται ως μια από τις πόλεις της ορεινής περιοχής του Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,57).

 

Κάποτε ο Σαμψών πήγε από τη Σαραά στην Θαμναθά κι εκεί είδε μια νεαρή Φιλισταία, την οποία ήθελε να παντρευτεί παρά τις αντιρρήσεις των γονέων του. Καθώς ο Σαμψών πήγαινε προς τη Θαμναθά, κοντά στους αμπελώνες της πόλης, ένα νεαρό λιοντάρι όρμησε μέσα από τα αμπέλια καταπάνω του. Ο Σαμψών το σκότωσε μόνο με τα χέρια του, όπως θα σκότωνε ένα κατσικάκι.

Μετά πήγε με τους γονείς του στη Θαμναθά και κανόνισαν με την κοπέλα τις λεπτομέρειες για το γάμο και έφυγαν. Μετά από λίγες ημέρες, ο Σαμψών ξαναπήγε στη Θαμναθά, για να πάρει και επίσημα την κοπέλα για γυναίκα του. Όταν έφτασε κοντά στην πόλη, πήγε να δει το πτώμα του λιονταριού. Μέσα στο κουφάρι του είχε φωλιάσει ένα σμήνος από μέλισσες και υπήρχε μια κηρύθρα με μέλι μέσα σ' αυτό. Μάζεψε μέλι στις χούφτες του και καθώς προχωρούσε στο δρόμο του, έτρωγε.

Όταν έφτασε στο σπίτι της κοπέλας, ο Σαμψών ετοίμασε επταήμερο γαμήλιο συμπόσιο, σύμφωνα με τα έθιμα που επικρατούσαν την εποχή εκείνη. Οι γονείς της κοπέλας κάλεσαν τριάντα νέους, ως συνοδούς, για να τον συντροφεύουν. Ο Σαμψών ψάχνοντας να βρει αφορμή για να προκαλέσει τους Φιλισταίους, τους είπε ένα αίνιγμα, που έπρεπε να το λύσουν όσο διαρκούσε το συμπόσιο. Το στοίχημα του αινίγματος ήταν τριάντα λινοί χιτώνες και τριάντα φορεσιές.

Εκείνοι επειδή δεν μπορούσαν να λύσουν το αίνιγμα απείλησαν τη γυναίκα του. Εκείνη κατάφερε την έβδομη ημέρα ν' αποσπάσει από τον Σαμψών τη λύση του αινίγματος και μετά έδωσε τη λύση του αινίγματος στους συμπατριώτες της. Εκείνοι έδωσαν τη λύση του αινίγματος στον Σαμψών, ο οποίος πήγε οργισμένος στην Ασκάλωνα και σκότωσε 30 Φιλισταίους, πήρε τα ρούχα και τις στολές τους και τους τα έδωσε. Μετά εγκατέλειψε τη γυναίκα του και πήγε στην πόλη του τη Σαμαά. Τη γυναίκα του Σαμψών την έδωσαν οι γονείς της σ' έναν από τους τριάντα συνοδούς του (Κριταί 14,1-20).

Ύστερα από λίγο καιρό, κατά την εποχή του θερισμού των σιτηρών, ο Σαμψών επισκέφτηκε ξανά τη γυναίκα του, αλλά όταν ζήτησε να πλαγιάσει μαζί της, ο πατέρας της ο Θαμνί δεν τον άφησε, γιατί την έδωσε σ' έναν από τους συνοδούς του. Του πρότεινε όμως να πάρει τη μικρότερη αδερφή της που ήταν ωραιότερη από κείνη.

Τότε ο Σαμψών οργισμένος πήγε κι έπιασε 300 αλεπούδες. Κατόπιν έδεσε ουρά με ουρά τις αλεπούδες και έβαλε από έναν δαυλό ανάμεσα στις ουρές τους. Άναψε τους δαυλούς κι άφησε τις αλεπούδες ελεύθερες στα σπαρτά των Φιλισταίων. Έτσι κάηκαν όλα τα σιτηρά, καθώς και πολλοί αμπελώνες και ελαιώνες (Κριταί 15,1-5).

Όταν έμαθαν οι Φιλισταίοι ότι ο Σαμψών έκαψε τα σπαρτά τους, πήγαν στο σπίτι του Θαμνί στη Θαμναθά και έκαψαν την κόρη του και το σπίτι του.  Τότε ο Σαμψών τους χτύπησε αλύπητα με μεγάλη σφαγή (Κριταί 15,6-8).