ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΙΟΥΔΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

ΕΦΡΑΘΑ (ΧΑΦΡΑΘΑ, ΒΗΘΛΕΕΜ)  

 

H Βηθλεέμ

Η πόλη Εφραθά ή Χαφραθά, που στα εβραϊκά σημαίνει «γόνιμος», είναι η παλιότερη ονομασία της Βηθλεέμ και βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,48. 15,59). Το βιβλίο των Ψαλμών αναφέρεται στην Εφραθά (Ψαλμός 131,6). Βηθλεέμ- Χάρτης A2, C6.

 

 

Η ΕΦΡΑΘΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

(Γένεση 35,16. 48,7. Α' Παραλειπομένων 2,24. 2,54. Ιησούς του Ναυή 15,59. Ρουθ 1,2)

(Ψαλμοί 131,6)

 

Όταν ο Ιακώβ και η οικογένεια του έφυγαν από τη Βαιθήλ, και ενώ έμενε ακόμα μικρή απόσταση για να φτάσουν στην Εφραθά (Χαφραθά), ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει το Βενιαμίν. Η Ραχήλ είχε δύσκολη γέννα και μόλις γεννήθηκε το παιδί, πέθανε. Τη Ραχήλ την έθαψαν στο δρόμο προς την Εφραθά, δηλαδή στη Βηθλεέμ. Ο Ιακώβ έστησε πάνω στον τάφο της μια λίθινη στήλη, που σώζεται μέχρι σήμερα και βρίσκεται στο δρόμο προς την Ιερουσαλήμ, ο οποίος αποτελεί προσκύνημα των Ιουδαίων (Γένεση 35,16-21. 48,7).

Στην Εφραθά έμενε η Αβιά, η δεύτερη γυναίκα του Εσρώμ, η οποία μετά το θάνατο του άντρα της απέκτησε με τον Χαλέβ τον Ασχώδ, πατέρα του Θεκωέ (Α' Παραλειπομένων 2,24). Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Εφραθά (Χαφραθά), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,59).

Από την Εφραθά (Βηθλεέμ) καταγόταν ο Ελιμέλεχ και η Νωεμίν, η οποία υπήρξε πεθερά της Ρουθ (Ρουθ 1,4).

Κοντά στον τάφο της Ραχήλ, ύστερα από πρόβλεψη του Σαμουήλ, ο Σαούλ πριν γίνει βασιλιάς του Ισραήλ, συνάντησε δυο ανθρώπους του πατέρα του, οι οποίοι του είπαν, ότι βρέθηκαν τα γαϊδούρια που έψαχνε, αλλά ο πατέρας του έπαψε να νοιάζεται γι' αυτά κι ανησυχούσε για αυτόν, επειδή τα έψαχνε για αρκετές μέρες δίχως αποτέλεσμα (Α' Βασιλειών 10,2).

 

Περισσότερες πληροφορίες για την Εφραθά (Βηθλεέμ) πατήστε εδώ: Βηθλεέμ (Εφραθά)

 

 

ΚΙΡΙΑΘ-ΙΑΡΙΜ Ή ΚΑΡΙΑΘΙΑΡΙΜ    

(ΚΑΡΙΑΘ-ΒΑΑΛ, ΙΑΡΙΜ, ΒΑΑΛ Ή ΒΑΑΛΑ)

(Ιησούς του Ναυή 15,9. 15,60. Α' Βασιλειών 6,21. 7,1)

(Α' Παραλειπομένων 2,50-52. 13,5. Β' Παραλειπομένων 1,4)

 

Η Κιριάθ-Ιαρίμ (Κιριάθ-Ιαρείμ, Ιαρίμ) ήταν αρχαία πόλη και τοποθεσία του Ισραήλ, που βρίσκεται δυτικά της Ιερουσαλήμ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,48. 15,60). Η παλιά της ονομασία ήταν Καριάθ-Βαάλ ή Βαάλ (Βααλά) (Ιησούς του Ναυή 15,9. 15,60). Κιριάθ Ιαρίμ- Χάρτης Α1. Γενάρχης της πόλης ήταν ο Σωβάλ, ο πρωτότοκος γιος του Εφραθά και απόγονος του Χαλέβ (Α' Παραλειπομένων 2,50-52).

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τους Ισραηλίτες, τα βόρεια σύνορα της φυλής Ιούδα ξεκινούσαν από τις εκβολές του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, περνούσαν από κάποιες τοποθεσίες, μετά περνούσαν από το φαράγγι Ονόμ, νότια της Ιεβούς, δηλαδή της Ιερουσαλήμ, και μετά από την κορυφή του βουνού που βρίσκεται στα δυτικά του φαραγγιού Ονόμ, και από κει τα σύνορα προχωρούσαν προς την πηγή Ναφθώ, έφταναν στο όρος Εφρών και κατόπιν συνέχιζαν προς την πόλη Βαάλ, δηλαδή την Κιριάθ-Ιαρίμ, και μετά από μερικές τοποθεσίες κατέληγαν στη Μεσόγειο θάλασσα (Ιησούς του Ναυή 15,5-11).

Αλλά και τα δυτικά σύνορα της φυλής Βενιαμίν άρχιζαν από την έρημο Μαβδαρίτιδα Βαιθών, περνούσαν από τη Λουζά (Βαιθήλ) και την Κάτω Βαιθωρών, και κατέληγαν στην Καρθιαβάαλ (Κιριάθ-Ιαρίμ) της φυλής Ιούδα. Από την Κιριάθ-Ιαρίμ άρχιζαν και τα νότια σύνορα της φυλής Βενιαμίν, τα οποία μετά από πολλές τοποθεσίες κατέληγαν στη Νεκρά Θάλασσα, στις εκβολές του Ιορδάνη (Ιησούς του Ναυή 18,12-20).

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Καριαθ-Βαάλ (Ιαρίμ), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,60).

 

Ο Δαβίδ μεταφέρει την Κιβωτό

Όταν οι Φιλισταίοι επέστρεψαν την Κιβωτό της Διαθήκης στους Ισραηλίτες, η άμαξα με την Κιβωτό κατευθύνθηκε στη Βαιθσαμύς, όπου σταμάτησε στο χωράφι του Ωσηέ (Α' Βασιλειών 6,13-15). Η οργή όμως του Κυρίου έπεσε βαριά πάνω στους κατοίκους της Βαιθσαμύς, επειδή ξεσκέπασαν και είδαν την Κιβωτό και γι' αυτό ο Κύριος θανάτωσε 50.070 άντρες. Έτσι έστειλαν αγγελιοφόρους στους κατοίκους της Καριαθιαρίμ και τους ζήτησαν να μεταφέρουν την Κιβωτό στον τόπο τους (Α' Βασιλειών 6,19-21).

Έτσι ήρθαν οι άντρες της Καριαθιαρίμ και μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης στο σπίτι του Αμιναδάβ, το οποίο βρισκόταν πάνω σ' ένα λόφο. Μετά όρισαν το γιο του τον Ελεάζαρ να φυλάει την Κιβωτό. Η Κιβωτός της Διαθήκης έμεινε στην Καριαθιαρίμ είκοσι χρόνια και όλοι οι Ισραηλίτες έστρεψαν τα βλέμματά τους με μετάνοια προς τον Κύριο (Α' Βασιλειών 7,1-2).

Από το σπίτι του Αμιναδάβ ο Δαβίδ πήρε την Κιβωτό και την ανέβασε σε μια καινούρια άμαξα, την οποία οδηγούσε ο Οζά και οι αδελφοί του, γιοι του Αμιναδάβ. Όταν όμως έφτασαν στο αλώνι του Ναχών, ο Οζά άπλωσε το χέρι του στην Κιβωτό για να τη συγκρατήσει, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει. Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον του και τον χτύπησε επί τόπου για την ανευλάβειά του και πέθανε. Ο Δαβίδ, όταν είδε ότι ο Κύριος θανάτωσε τον Οζά, λυπήθηκε και δεν ήθελε να πάρει την Κιβωτό στην Ιερουσαλήμ, αλλά την οδήγησε στο σπίτι του Αβεδδαρά, του Γεθθαίου (Β' Βασιλειών 6,3-10. Α' Παραλειπομένων 13,7-13. Β' Παραλειπομένων 1,4).