ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΑΧΑΑΒ

 

Ο ΑΧΑΑΒ

 

Ο Αχαάβ
el.wikipedia.org

Ο Αχαάβ ήταν βασιλιάς του Ισραήλ, γιος και διάδοχος του Αμβρί (Γ' Βασιλειών 16,28-29). Ο Αχαάβ βασίλευσε για 22 χρόνια, από το 873-852 π.Χ. περίπου, έχοντας ως πρωτεύουσα την Σαμάρεια (Γ' Βασιλειών 16,29. 20,1. 21,1-2). Είχε όμως και ανάκτορο στην Ιεζράελ, πόλη της φυλής Μανασσή (Γ' Βασιλειών 18,45. 20,1-2). Ήταν σύζυγος της Ιεζάβελ, κόρης του Ιθεβαάλ Α' (Εθβαάλ) βασιλέως των Σιδωνίων. Γιος και διάδοχος του Αχαάβ ήταν ο Οχοζίας (Γ' Βασιλειών 22,40. 22,52-53). Μετά το θάνατο του Οχοζία τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο αδερφός του και γιος του Αχαάβ Ιωράμ (Δ' Βασιλειών 1,18α. 3,1). Επίσης αναφέρεται και ως εχθρός του Προφήτη Ηλία.

 

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ

 

Ο Αχαάβ, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Αμβρί, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα, ανέβηκε στο θρόνο του βασιλείου του Ισραήλ (Γ' Βασιλειών 16,28-29). Ο Αχαάβ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, ξεπερνώντας στην ασέβεια όλους τους προκατόχους του. Και δεν του έφτανε αυτό, αλλά πήρε ακόμα για γυναίκα του την Ιεζάβελ, κόρη του Ιεθεβαάλ (Εθβαάλ), βασιλιά των Σιδωνίων, και λάτρεψε το Βάαλ και τον προσκύνησε. Έχτισε, μάλιστα, θυσιαστήριο στο Βάαλ, στον ομώνυμο ναό, που είχε χτίσει στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ κατασκεύασε επίσης σε κάποιο άλσος ειδωλολατρική λατρευτική στήλη και έκανε περισσότερες αμαρτίες απ' όλους τους προκατόχους του, εξοργίζοντας έτσι τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ (Γ' Βασιλειών 16,30-33).

Ο Αχαάβ είχε συνάψει ειρήνη με τον βασιλιά του Ιούδα, Ιωσαφάτ (Γ' Βασιλειών 22,45) ο οποίος πήρε σύζυγο από τον οίκο του Αχαάβ ' Παραλειπομένων 18,1). Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Ιωσαφάτ το βασίλειο του Ιούδα υπερίσχυσε του βασιλείου του Ισραήλ (Β' Παραλειπομένων 17,1). Την εποχή του Αχαάβ η Μωάβ  ήταν υποτελής στο βασίλειο του Ισραήλ και ο βασιλιάς της πλήρωνε κάθε χρόνο στο βασιλιά του Ισραήλ ως φόρο υποτέλειας 100.000 αρνιά και 100.000 κριάρια (Δ' Βασιλειών 3,4).

 

 

 

Ο ΑΧΑΑΒ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

 

Ο προφήτης Ηλίας, ως απεσταλμένος του Θεού, πήγε μια μέρα στο βασιλιά Αχαάβ και προφήτευσε ότι θ' ακολουθήσουν τρία χρόνια ανομβρίας στη χώρα. Έπειτα για να γλιτώσει από την οργή του Αχαάβ, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πήγε και κρύφτηκε στο χείμαρρο Χορράθ, ανατολικά του Ιορδάνη (Γ' Βασιλειών 17,1-3). Δεν υπήρξε χώρα που ο Αχαάβ να μην έστειλε να τον αναζητήσουν. Κι όταν του έλεγαν ότι δεν ήταν εκεί, αυτός παρέδιδε στη φωτιά τη χώρα εκείνη (Γ' Βασιλειών 18,10).

 

Ο προφήτης Ηλίας ελέγχει τον Αχαάβ

Μετά από πολύ καιρό, το τρίτο έτος της ξηρασίας, ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ηλία να παρουσιαστεί στον Αχαάβ. Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Ηλίας να πάει στον Αχαάβ, ενώ η πείνα λόγω της ανομβρίας είχε επιδεινωθεί στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ εκείνες τις μέρες είχε καλέσει τον Αβδιού, τον αρχιοικονόμο του, ο οποίος σεβόταν πολύ τον Κύριο. Κι όταν η Ιεζάβελ είχε διατάξει να θανατώσουν τους προφήτες του Κυρίου, ο Αβδιού είχε πάρει εκατό προφήτες και τους είχε κρύψει από πενήντα σε δύο σπήλαια και τους προμήθευε ψωμί και νερό. Ο Αχαάβ, λοιπόν, είχε πει στον Αβδιού να πάνε σε όλες τις πηγές και στους χειμάρρους της χώρας, μήπως βρουν χορτάρι για να ταΐσουν τα άλογα και τα μουλάρια του παλατιού, πριν πεθάνουν μέσα στους στάβλους. Μοίρασαν, λοιπόν, τη χώρα ώστε να πάνε παντού. Ο Αχαάβ πήρε τον ένα δρόμο και ο Αβδιού πήρε τον άλλο δρόμο (Γ' Βασιλειών 18,1-6).

Στο δρόμο του ο Αβδιού συνάντησε τον προφήτη Ηλία, ο οποίος του ζήτησε να πάει να πει στον κύριό του να τον συναντήσει. Τότε ο Αβδιού, ύστερα από την επιμονή του προφήτη πήγε και ειδοποίησε τον Αχαάβ και του έδωσε το μήνυμα του προφήτη (Γ' Βασιλειών 18,7-16).

 

Πράγματι ο Αχαάβ πήγε να συναντήσει τον Ηλία. Μόλις τον είδε, του είπε: «Εσύ είσαι που αναστατώνεις τον ισραηλιτικό λαό;» Ο Ηλίας του απάντησε: «Δεν αναστατώνω εγώ τον λαό, αλλά εσύ και η οικογένεια του πατέρα σου, επειδή αρνηθήκατε να υπακούσετε τις εντολές του Κυρίου και λατρέψατε το Βάαλ. Τώρα, λοιπόν, στείλε και συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες, στο όρος Κάρμηλος, όπως επίσης και τους 450 ιερείς του Βάαλ καθώς και τους 400 ιερείς των δασών της Αστάρτης, τους προστατευόμενους της βασίλισσας Ιεζάβελ» (Γ' Βασιλειών 18,17-19).

 

Ο Αχαάβ έστειλε μήνυμα σ' όλους τους Ισραηλίτες και συγκέντρωσε όλους τους ψευδοπροφήτες στο όρος Κάρμηλος. Ο Ηλίας μίλησε στο λαό και τους είπε, ότι είναι ο μόνος προφήτης του Κυρίου που απόμεινε στο βόρειο βασίλειο, ενώ οι προφήτες (ιερείς) του Βάαλ είναι 450 και 400 οι προφήτες των δασών της Αστάρτης. Ύστερα ζήτησε να φέρουν δύο μοσχάρια, το ένα για τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης και το άλλο για τον ίδιο. Έπειτα να κομματιάσουν τα μοσχάρια και να τα βάλουν πάνω στα ξύλα, χωρίς όμως να βάλουν φωτιά. Το ίδιο θα κάνει κι εκείνος. Στο τέλος οι ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης θα επικαλεστούν το όνομα του θεού τους και ο ίδιος θα επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου. Όποιος θεός ακούσει την προσευχή και στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, αυτός θα είναι ο αληθινός θεός. Κι όλος ο λαός συμφώνησε μαζί του (Γ' Βασιλειών 18,20-24).

 

Τότε ο Ηλίας είπε στους προφήτες του Βάαλ και της Αστάρτης να διαλέξουν για τον εαυτό τους το ένα μοσχάρι και να επικαλεστούν το όνομα του θεού τους. Εκείνοι πήραν το μοσχάρι, το ετοίμασαν κι έπειτα προσευχήθηκαν στο Βάαλ να βάλει φωτιά στο θυσιαστήριο. Έτρεχαν και χοροπηδούσαν γύρω από το θυσιαστήριο παρακαλώντας το Βάαλ ν' απαντήσει στις προσευχές τους. Αλλά ο Βάαλ ούτε τους άκουγε ούτε τους απαντούσε.

Είχε φτάσει μεσημέρι και ο Ηλίας άρχισε να τους ειρωνεύεται και να τους εμπαίζει να φωνάξουν πιο δυνατά, γιατί θεός θα ήταν απασχολημένος ή θα κοιμόταν. Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν πιο δυνατά και να κάνουν χαρακιές στο σώμα τους, όπως συνήθιζαν, με ξίφη και με λόγχες, ώσπου το αίμα άρχισε να τρέχει πάνω τους. Είχε φτάσει απόγευμα αλλά καμιά φωνή ή απάντηση δεν ερχόταν, ούτε κάποιο σημάδι ότι είχαν εισακουστεί (Γ' Βασιλειών 18,25-29).

 

Τότε ο Ηλίας είπε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης ν' απομακρυνθούν και ετοίμασε κι αυτός το μοσχάρι για το ολοκαύτωμα. Είπε τότε στο λαό να πλησιάσει. Πήρε τότε δώδεκα πέτρες, όσες ήταν οι φυλές του Ισραήλ, και ξανάχτισε το θυσιαστήριο του Κυρίου, που είχε καταστραφεί. Ήταν το θυσιαστήριο στο οποίο ο Κύριος είχε δώσει στον Ιακώβ τ' όνομα Ισραήλ. Ύστερα έκανε γύρω από το θυσιαστήριο ένα μεγάλο αυλάκι που χωρούσε περίπου 25 κιλά νερό. Στοίβαξε τα ξύλα πάνω στο θυσιαστήριο, κομμάτιασε το μοσχάρι και το τοποθέτησε πάνω στα ξύλα. Ύστερα ζήτησε να φέρουν τέσσερις κάδους νερό και να τους χύσουν πάνω στα ξύλα. Αυτό το επανέλαβαν άλλες δύο φορές και το νερό έτρεξε γύρω από το θυσιαστήριο, και γέμισε το αυλάκι.

Τότε ο Ηλίας προσευχήθηκε με μεγάλη κραυγή στον ουρανό και ζήτησε από τον Κύριο ν' ακούσει την προσευχή του και να στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, ώστε να μάθει ο λαός ότι αυτός είναι ο Κύριος, ο μόνος αληθινός θεός.

Τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα και τα ξύλα, κι έκαψε ακόμα τις πέτρες και το χώμα, καθώς και το νερό που υπήρχε στο αυλάκι. Όταν ο λαός είδε αυτό το θαυμαστό γεγονός, έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε τον Κύριο. Τότε ο Ηλίας είπε στο λαό να συλλάβουν τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης, και ύστερα τους πήγαν στο χείμαρρο Κισσών και τους έσφαξαν εκεί (Γ' Βασιλειών 18,29-40).

 

Στη συνέχεια ο προφήτης Ηλίας ανήγγειλε στον Αχαάβ το τέλος της ξηρασίας. Του είπε να φάει και να πιει, γιατί ακούει κιόλας τον ήχο από τη βροχή που έρχεται. Ο Αχαάβ ανέβηκε στην κορυφή του Κάρμηλου για να φάει και να πιεί. Έπειτα έσκυψε στη γη και προσευχήθηκε. Όταν τελείωσε είπε στον υπηρέτη του να πάει στον Αχαάβ και να του πει να κατέβει γρήγορα για να μην τον προλάβει η βροχή. Σε λίγη ώρα τα σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό και ξέσπασε μεγάλη βροχή. Ο Αχαάβ ανέβηκε στην άμαξα κι έφυγε για την Ιεζράελ. Ο Ηλίας έσφιξε το ρούχο του στη μέση και με τη δύναμη του Κυρίου, έτρεξε και προσπέρασε τον Αχαάβ φτάνοντας πρώτος στην Ιεζράελ (Γ' Βασιλειών 18,41-46).

Ο Αχαάβ, όταν, έφτασε στην κατοικία του στην Ιεζράελ, διηγήθηκε στην Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας και πώς κατέσφαξε όλους τους προφήτες του Βάαλ και της Αστάρτης. Τότε εκείνη οργισμένη έστειλε αγγελιοφόρο στον Ηλία και τον απείλησε με θάνατο για όσα έκανε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης. Τότε ο Ηλίας σηκώθηκε κι έφυγε για να γλιτώσει τη ζωή του. Πήγε και κρύφτηκε στο όρος Χωρήβ (Γ' Βασιλειών 19,1-7).

 

 

Ο ΑΧΑΑΒ ΚΑΙ ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΘΑΙ

 

Ο προφήτης Ηλίας ελέγχει τον Αχαάβ

Μετά απ' αυτά τα γεγονότα ο Ναβουθαί, που καταγόταν από την Ιεζράελ, είχε ένα αμπελώνα κοντά στο ανάκτορο του Αχαάβ. Μια μέρα ο Αχαάβ είπε στο Ναβουθαί να του δώσει τον αμπελώνα για να τον κάνει λαχανόκηπο, επειδή ήταν κοντά στο ανάκτορό του. Ως αντάλλαγμα θα του έδινε έναν άλλο αμπελώνα, καλύτερο απ' αυτόν, ή το αντίτιμό του εάν προτιμούσε.

Ο Ναβουθαί αρνήθηκε να παραχωρήσει την προγονική του κληρονομιά. Ο Αχαάβ στενοχωρήθηκε από την απάντησή του και επέστρεψε στο ανάκτορό του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και σκέπασε το πρόσωπό του χωρίς να φάει τίποτα. Η γυναίκα του η Ιεζάβελ τον ρώτησε γιατί είναι κακόκεφος και δεν τρώει. Εκείνος της είπε για τη συνάντησή του με το Ναβουθαί. Εκείνη τον επέπληξε για τον τρόπο που ασκεί τη βασιλεία του και του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει τον αμπελώνα του Ναβουθαί. Έτσι συνέταξε ένα έγγραφο εξ ονόματος του Αχαάβ, το σφράγισε με τη σφραγίδα του και το έστειλε στους πρεσβυτέρους και στους άρχοντες της πόλης, όπου κατοικούσε ο Ναβουθαί.

Στο έγγραφο αυτό έγραφε να κηρύξουν νηστεία στην πόλη και να θέσουν το Ναβουθαί ως κατηγορούμενο ενώπιον του λαού. Να βάλουν και δύο διεφθαρμένους ανθρώπους να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον του και να τον κατηγορήσουν ότι βλασφήμησε το Θεό και το βασιλιά, έτσι ώστε να καταδικαστεί σε θάνατο (Γ' Βασιλειών 20,1-10).

 

Οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες της Ιεζράελ έκαναν όπως τους παρήγγειλε η Ιεζάβελ. Κάλεσαν το λαό σε νηστεία κι έθεσαν το Ναβουθαί ως κατηγορούμενο ενώπιον του λαού. Ήρθαν τότε δύο διεφθαρμένοι άνθρωποι και κατέθεσαν εναντίον του Ναβουθαί ψευδή μαρτυρία ενώπιον του λαού. Τον κατηγόρησαν ότι βλασφήμησε το Θεό και το βασιλιά κι έτσι ο Ναβουθαί καταδικάστηκε σε θάνατο. Τότε τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Μετά οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες της πόλης έστειλαν μήνυμα στην Ιεζάβελ ότι ο Ναβουθαί λιθοβολήθηκε και πέθανε.

Μόλις άκουσε η Ιεζάβελ ότι πέθανε ο Ναβουθαί μετέφερε την είδηση στον Αχαάβ. Όταν άκουσε ο Αχαάβ ότι ο Ναβουθαί πέθανε, έσχισε τα ρούχα του και φόρεσε ένα σάκκο ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Έπειτα όμως πήγε στον αμπελώνα του Ναβουθαί για να τον πάρει στην κατοχή του (Γ' Βασιλειών 20,11-16).

 

Τότε ο Κύριος είπε στον Ηλία να πάει να συναντήσει τον Αχαάβ, που εκείνη την ώρα βρισκόταν στον αμπελώνα του Ναβουθαί και να του πει: «Επειδή φόνευσες τον Ναβουθαί και πήρες τον αμπελώνα του, ο Κύριος λέει ότι, στον τόπο που οι χοίροι και τα σκυλιά έγλυψαν το αίμα του Ναβουθαί, στον ίδιο τόπο θα γλύψουν και το δικό σου αίμα και οι πόρνες θα λουστούν στο αίμα σου».

Ο Ηλίας μετέφερε στον Αχαάβ τα λόγια του Κυρίου. Του είπε ακόμη ότι επειδή με τις πράξεις του δυσαρέστησε κι εξόργισε τον Κύριο, και παρέσυρε και το λαό στην αμαρτία, γι' αυτό ο Κύριος θα του προξενήσει συμφορές και θα εξολοθρεύσει την οικογένειά του, όπως έκανε με τις οικογένειες του Ιεροβοάμ και του Βαασά, καθώς και κάθε αρσενικό, δούλο ή ελεύθερο, από τον ισραηλιτικό λαό. Όσο για την Ιεζάβελ, ο Κύριος είπε: "τα σκυλιά θα φάνε την Ιεζάβελ μπροστά στο τείχος της Ιζράελ. Κι ακόμα, όποιος από την οικογένεια του Αχαάβ πεθάνει στην πόλη θα τον φάνε τα σκυλιά κι όποιος πεθάνει στους αγρούς θα τον φάνε τα όρνεα» (Γ' Βασιλειών 20,17-24).

Ο Αχαάβ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του δυσαρέστησε τον Κύριο και έπραττε, όπως τον παρακινούσε η Ιεζάβελ, η γυναίκα του. Έκανε τις πιο βδελυρές πράξεις λατρεύοντας τα είδωλα, όπως ακριβώς έκαναν οι Αμορραίοι, που ο Κύριος τους είχε εξολοθρεύσει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες.

Όταν ο Αχαάβ άκουσε τα λόγια του Ηλία, έσκισε τα ρούχα του, ντύθηκε πένθιμα φορώντας ένα σάκκο και περιφερόταν κλαίγοντας. Κι επειδή ο Αχαάβ είχε νηστέψει και είχε πενθίσει το φόνο του Ναβουθαί, ο Κύριος είπε στον Ηλία: «Είδες πώς ταπεινώθηκε ο Αχαάβ ενώπιόν μου; Επειδή λοιπόν ταπεινώθηκε, δε θα καταστρέψω την οικογένειά του στις μέρες του, αλλά στις μέρες του γιου του» (Γ' Βασιλειών 20,25-29).

 

 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΡΙΟΥΣ

 

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ), βασιλιάς των Συρίων, συγκέντρωσε όλο το στρατό του, που αποτελούνταν από συμμαχία 32 βασιλιάδων, με ιππικό και πολεμικά άρματα, και πολιόρκησε την πόλη της Σαμάρειας, με σκοπό να την κυριέψει. Ο Σύρος βασιλιάς έστειλε αγγελιοφόρους στον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, και του είπαν ότι, όλη του η περιουσία, οι γυναίκες του και οι γιοι του ανήκουν σ' αυτόν. Ο Αχαάβ του αποκρίθηκε ότι όλα του τα υπάρχοντα ανήκουν σ' αυτόν.

Αλλά οι αγγελιοφόροι του Σύρου βασιλιά ξαναπήγαν πάλι στον Αχαάβ και του είπαν ότι, ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) ζήτησε να του παραδώσει όλο το ασήμι και το χρυσάφι, καθώς όλες τις γυναίκες του και τους γιους του. Την επόμενη μέρα θα πήγαιναν οι άνθρωποι του Σύρου βασιλιά να ψάξουν μέσα στο ανάκτορό του και να πάρουν ότι πολύτιμο είχε (Γ' Βασιλειών 21,1-6).

 

Τότε ο Αχαάβ κάλεσε όλους τους πρεσβυτέρους της χώρας και τους είπε για τις απαιτήσεις του Σύρου βασιλιά. Οι πρεσβύτεροι του είπαν να μην υποχωρήσει. Έτσι ο Αχαάβ απάντησε αρνητικά στους αγγελιοφόρους του Σύρου βασιλιά.

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) ξανάστειλε τους αγγελιοφόρους του στον Αχαάβ και τον απείλησε ότι θα καταστρέψει όλη τη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ του απάντησε με την εξής παροιμία: «Ας μην καυχάται ο καμπούρης όπως ο ορθός». Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) γλεντούσε με τους άλλους βασιλιάδες στις σκηνές, όταν άκουσε την απάντηση του Αχαάβ. Αμέσως τότε έδωσε διαταγή να κάνουν χαρακώματα γύρω από τη Σαμάρεια (Γ' Βασιλειών 21,7-12).

 

Τότε ένας προφήτης του Κυρίου πλησίασε τον Αχαάβ και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: Βλέπεις όλο αυτό το μεγάλο πλήθος; Θα σου το παραδώσω σήμερα στα χέρια σου κι έτσι θα μάθεις ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο αληθινός Θεός».

Ο Αχαάβ ρώτησε: «Με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό;» Ο προφήτης απάντησε: «Ο Κύριος λέει: Με τους νέους που στρατολόγησαν οι άρχοντες των επαρχιών». Ο Αχαάβ ρώτησε: «Και ποιος θα διεξάγει τη μάχη;» «Εσύ», του απάντησε ο προφήτης.

Ο Αχαάβ επιθεώρησε τους νέους που είχαν στρατολογηθεί από τους άρχοντες των επαρχιών και βρέθηκαν 230 άντρες. Μετά απ' αυτούς, πήγε στο λαό και βρήκε 7.000 άντρες ικανούς για πόλεμο. Το μεσημέρι ο Αχαάβ ξεκίνησε για πόλεμο, την ώρα που ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) γλεντούσε στις σκηνές με τους άλλους βασιλιάδες. Πρώτοι πήγαιναν οι νέοι των αρχόντων των επαρχιών. Τότε ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) έστειλε μια περίπολο, η οποία του ανέφερε ότι βγήκε στρατός από τη Σαμάρεια. Ο Σύρος βασιλιάς διέταξε το στρατό του να συλλαμβάνουν όσους βγαίνουν από την πόλη.

Οι Ισραηλίτες ανάγκασαν τους Σύριους να υποχωρήσουν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα τους καταδίωξαν και ο Σύρος βασιλιάς σώθηκε ανεβαίνοντας πάνω στο άλογο κάποιου στρατιώτη. Ο στρατός του Αχαάβ επέφερε μεγάλη καταστροφή στους Σύριους και πήραν ως λάφυρα πολλά άλογα και άρματα.

Ο προφήτης του Κυρίου ξαναπήγε στον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, και του έδωσε θάρρος. Τον προειδοποίησε μάλιστα να προετοιμαστεί γιατί μετά από ένα χρόνο ο βασιλιάς των Συρίων θα επιτεθεί ξανά εναντίον του (Γ' Βασιλειών 21,13-22).

 

Οι άνθρωποι του Σύρου βασιλιά του είπαν, πως ο Θεός των Ισραηλιτών είναι Θεός των βουνών, γι' αυτό και νίκησαν. Την επόμενη φορά να τους πολεμήσουν στην πεδιάδα και τότε θα είναι σίγουρη η νίκη τους. Ακόμη τον συμβούλεψαν να διώξει τους άλλους βασιλιάδες και να βάλει στη θέση τους σατράπες. Και μετά να ετοιμάσουν το στρατό και ν' αναπληρώσουν αυτούς που χάθηκαν, να φέρουν άλλους ιππείς και άμαξες στη θέση αυτών που χάθηκαν και μετά να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες στην πεδιάδα και τότε σίγουρα θα τους νικήσουν.

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) άκουσε τη συμβουλή τους και δέχτηκε να την ακολουθήσει. Έτσι μετά από ένα χρόνο συγκέντρωσε στρατό και εκστράτευσε εναντίον της Αφέκ (Αφεκά) για να πολεμήσει εκεί τους Ισραηλίτες.

Οι Ισραηλίτες είχαν προετοιμαστεί κι αυτοί και είχαν ανεφοδιαστεί. Έτσι στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Σύριους. Αυτοί έμοιαζαν σαν δύο μικρά κοπάδια κατσικιών, ενώ οι Σύριοι είχαν πλημμυρίσει όλη την περιοχή.

Τότε ο προφήτης του Κυρίου πλησίασε τον Αχαάβ και του είπε «Ο Κύριος λέει: Επειδή οι Σύριοι είπαν ότι ο Κύριος, ο Θεός των Ισραηλιτών, είναι Θεός των βουνών και όχι Θεός των πεδιάδων, θα τους παραδώσει στην εξουσία σου κι έτσι θα μάθετε ότι ο Κύριος είναι ο αληθινός Θεός.

Οι δύο στρατοί έμειναν στρατοπεδευμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα άρχισε η μάχη και οι Ισραηλίτες θανάτωσαν 100.000 πεζούς Σύριους. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν στην Αφεκά, αλλά το τείχος της πόλης έπεσε πάνω τους και σκοτώθηκαν άλλοι 27.000 Σύριοι στρατιώτες (Γ' Βασιλειών 21,23-30).

 

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) τράπηκε σε φυγή και κρύφτηκε φοβισμένος στον κοιτώνα του ανακτόρου του. Τότε ο Σύρος βασιλιάς είπε στους υπηρέτες του, ότι έχει ακούσει πως οι βασιλιάδες των Ισραηλιτών είναι άνθρωποι ευσπλαχνικοί. Να φορέσουν, λοιπόν, πένθιμα σάκκους αντί για ρούχα, να βάλουν σχοινιά στο κεφάλι τους και να πάνε στο βασιλιά του Ισραήλ, μήπως και τους χαρίσει τη ζωή.

Ντύθηκαν, λοιπόν, με πένθιμους σάκκους, έβαλαν σχοινιά στο κεφάλι τους και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά του Ισραήλ και του είπαν, πως ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) σε παρακαλεί να τον αφήσεις να ζήσει. Το ίδιο σε παρακαλούμε κι εμείς. Ο Αχαάβ απάντησε εάν ζει ακόμα αδερφός του ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ). Οι άντρες του Σύρου βασιλιά το θεώρησαν σαν καλό σημάδι και είπαν πως ο αδερφός του ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ). Ο Αχαάβ τους είπε να πάνε και να τον φέρουν μπροστά του.

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) πήγε στον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, κι αυτός τον ανέβασε στην άμαξά του. Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) είπε στον Αχαάβ, ότι θα του επιστρέψει όλες τις πόλεις που είχε πάρει ο πατέρας του από τον πατέρα του και του έδινε το δικαίωμα να χτίσει για τον εαυτό του αγορές στη Δαμασκό, όπως είχε ο πατέρας μου στη Σαμάρεια. Με αυτή τη συμφωνία ο Αχαάβ συμφώνησε και τον άφησε ελεύθερο (Γ' Βασιλειών 21,30-34).

 

Εκείνη την ώρα ένας προφήτης του Κυρίου είπε σ' ένα συνάνθρωπό του να τον χτυπήσει, αλλά εκείνος αρνήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο. Τότε ο προφήτης του Κυρίου του είπε, πως επειδή δεν υπάκουσε στο λόγο του Κυρίου, όταν θα φύγει από το σημείο εκείνο, καθώς θα περπατάει στο δρόμο θα τον σκοτώσει ένα λιοντάρι. Πράγματι, μόλις ο προφήτης έφυγε, ο άνθρωπος εκείνος βρήκε ένα λιοντάρι στο δρόμο και τον κατασπάραξε.

Ο προφήτης συνάντησε έναν άλλο άνθρωπο και του είπε να τον χτυπήσει. Εκείνος τον χτύπησε και τον πλήγωσε στο κεφάλι. Μετά ο προφήτης έφυγε και στάθηκε στο δρόμο περιμένοντας να περάσει ο Αχαάβ, αφού προηγουμένως είχε δέσει τα μάτια του μ' έναν επίδεσμο.

Όταν λοιπόν περνούσε ο Αχαάβ, αυτός του φώναξε και του είπε, πως είχε πάρει κι αυτός μέρος στον πόλεμο, όταν ένας άνδρας του έφερε έναν αιχμάλωτο με τη διαταγή να τον προσέχει. Του είπε ακόμη πως εάν ο αιχμάλωτος δραπετεύσει, τότε θα τον πλήρωνε με τη ζωή του ή μ' ένα ασημένιο τάλαντο. Ενώ όμως ήμουν απασχολημένος από δω κι από εκεί, ο αιχμάλωτος εξαφανίστηκε. Ο Αχαάβ του είπε πως θα πρέπει να τιμωρηθεί, γιατί υπήρξε η αιτία που φονεύθηκαν οι άνδρες της ενέδρας που είχε στήσει εναντίον των εχθρών. 

Τότε ο προφήτης έβγαλε αμέσως τον επίδεσμο από τα μάτια του και ο βασιλιάς τον αναγνώρισε ότι ήταν ένας από τους προφήτες του Κυρίου. Του είπε τότε ο προφήτης «Άκου τι λέει ο Κύριος: Επειδή άφησες ελεύθερο άνθρωπο άνθρωπο αμαρτωλό κι επικίνδυνο, θα πεθάνεις εσύ στη θέση του και ο λαός σου στη θέση του λαού του». Ο βασιλιάς του Ισραήλ όταν τ' άκουσε αυτό έφυγε ταραγμένος και λυπημένος και επέστρεψε στη Σαμάρεια (Γ' Βασιλειών 21,35-43).

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΣΥΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΡΕΜΜΑΘ (ΡΑΜΜΩΘ)

 

Ο προφήτης Μιχαίας προφητεύει το τέλος του Αχαάβ

Πέρασαν τρία χρόνια χωρίς πόλεμο ανάμεσα στους Συρίους και στους Ισραηλίτες. Τον τρίτο όμως χρόνο, ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, επισκέφτηκε τον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ. Ο Αχαάβ έσφαξε για χάρη του Ιωσαφάτ και της συνοδείας του πολλά πρόβατα και μοσχάρια. Ο Αχαάβ είπε στους αξιωματούχους του ότι η Ρεμμάθ (Ραμμώθ) στη Γαλαάδ τους ανήκει και δεν κάνουν τίποτα για να την πάρουν από την κυριαρχία του βασιλιά των Συρίων. Μετά πρότεινε στον Ιωσαφάτ, εάν δέχεται να πολεμήσει μαζί τους στη Γαλαάδ για να πάρουν πίσω τη Ρεμμάθ (Ραμμώθ). Ο Ιωσαφάτ απάντησε θετικά γιατί τα δύο βασίλεια αποτελούν ένα λαό, αλλά πρότεινε να ρωτήσουν πρώτα τον Κύριο.

Τότε, ο Αχαάβ συγκέντρωσε 400 ψευδοπροφήτες και τους ρώτησε τη γνώμη τους. Εκείνοι είπαν στον Αχαάβ να εκστρατεύσει εναντίον των Συρίων για τη Ρεμμάθ (Ραμμώθ). Ο Ιωσαφάτ όμως ρώτησε εάν υπάρχει κανένας άλλος προφήτης του Κυρίου, για να ρωτήσουν κι αυτόν. Ο Αχαάβ του απάντησε πως, υπάρχει ακόμα ένας άνθρωπος που μπορούν να ρωτήσουν τον Κύριο, αλλά τον μισεί, γιατί δεν προφητεύει ποτέ καλό για εκείνον, παρά μόνο κακό. Αυτός ήταν ο Μιχαίας, γιος του Ιεμβλά (Ιεμβλαά). Ο Ιωσαφάτ του απάντησε να μη μιλάει έτσι για τον προφήτη και τότε ο Αχαάβ  κάλεσε έναν ευνούχο και του είπε να φέρει γρήγορα τον Μιχαία στο ανάκτορο.

Ο Αχαάβ, βασιλιάς του Ισραήλ, και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, ήταν καθισμένοι ήταν καθισμένοι σε θρόνους κοντά στην πύλη της Σαμάρειας, φορώντας τις βασιλικές στολές τους. Κι όλοι οι ψευδοπροφήτες προφήτευαν μπροστά τους.

Ο ψευδοπροφήτης Σεδεκίας μάλιστα, γιος του Χανανά (Χαναάν), είχε κατασκευάσει σιδερένια κέρατα και είπε στον Αχαάβ, ότι ο Κύριος είπε πως μ' αυτά θα χτυπήσει τους Σύριους και θα τους εξολοθρεύσει. Τα ίδια έλεγαν και οι υπόλοιποι ψευδοπροφήτες, ότι ο Κύριος θα ευλογήσει την εκστρατεία του και θα του παραδώσει τους Σύριους (Γ' Βασιλειών 22,1-12. Β' Παραλειπομένων 18,2-11).

 

Στο μεταξύ, ο αγγελιαφόρος του Αχαάβ που είχε πάει να καλέσει τον προφήτη Μιχαία, του είπε πως, όλοι οι ψευδοπροφήτες προφήτευσαν ευχάριστα για την εκστρατεία του βασιλιά. Του συνέστησε, λοιπόν, να προφητέψει κι αυτός ευνοϊκά. Ο Μιχαίας του απάντησε πως, ότι του αποκαλύψει ο Κύριος, αυτό θα αναγγείλει.

Όταν ο Μιχαίας παρουσιάστηκε στον Αχαάβ, εκείνος ζήτησε τη γνώμη του για την εκστρατεία εναντίον των Συρίων για τη Ρεμμάθ (Ραμμώθ). Ο Μιχαίας απάντησε ειρωνικά στον Αχαάβ, να κάνει την εκστρατεία και ο Κύριος θα του παραδώσει την πόλη. Αλλά ο Αχαάβ του είπε, πόσες φορές πρέπει να σε ορκίσω για να μου πεις την αλήθεια στ' όνομα του Κυρίου;

Τότε ο Μιχαίας απάντησε: «Είδα όλο τον Ισραήλ διασκορπισμένο στα βουνά, σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Και ο Κύριος είπε πως, αυτοί δεν έχουν πια αρχηγό, ας επιστρέψει, λοιπόν, ο καθένας ήσυχα στο σπίτι του.

Αμέσως μετά είπε ο Αχαάβ στον Ιωσαφάτ, πως αυτός ο προφήτης δεν προφητεύει ποτέ ευχάριστα για αυτόν, παρά μόνο δυσάρεστα και κακά. Ο Μιχαίας είπε στον Αχαάβ: «Δεν ομιλώ εγώ, αλλά ο Κύριος. Άκου, λοιπόν, το λόγο του Κυρίου: Είδα τον Κύριο να κάθεται πάνω σε θρόνο και όλοι οι άγγελοι να στέκονται γύρω του. Είπε, λοιπόν, ο Κύριος "ποιος θα εξαπατήσει τον Αχαάβ και θα τον κάνει να πάει στη Γαλαάδ και να σκοτωθεί στη Ρεμμάθ (Ραμμώθ); Ο ένας έλεγε το ένα κι ο άλλος τ' άλλο.  Ώσπου βγήκε ένα πνεύμα και στάθηκε μπροστά στον Κύριο και είπε πως αυτός θα τον εξαπατήσει. Ο Κύριος το ρώτησε, με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό; Και κείνο είπε πως, θα κάνει όλους τους ψευδοπροφήτες του βασιλιά να του λένε ψέμματα. Τότε ο Κύριος είπε: Πήγαινε και κάνε όπως είπες. Τώρα, λοιπόν, ο Κύριος έχει αφήσει ένα πνεύμα να εμπνέει με ψέματα όλους αυτούς τους ψευδοπροφήτες σου. Αλλά ο Κύριος έχει αποφασίσει να σε βρει μεγάλο κακό (Γ' Βασιλειών 22,13-23. Β' Παραλειπομένων 18,12-22).

 

Τότε ο Σεδεκίας πλησίασε τον Μιχαία και τον χτύπησε στο σαγόνι. Ύστερα του είπε: ποιο είναι το Πνεύμα του Κυρίου που αποκάλυψε αυτά σε σένα; Ο Μιχαίας του απάντησε: θα το δεις την μέρα που θα τρέχεις να κρυφτείς στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού σου.

Τότε ο Αχαάβ διέταξε να συλλάβουν το Μιχαία και να τον παραδώσουν στον Σεμήρ (Εμήρ), το φρούραρχο της πόλης, και στον Ιωάς τον γιο του. Να τους πείτε να τον βάλουν στη φυλακή και να του δίνουν μόνο λίγο ψωμί και λίγο νερό, ωσότου επιστρέψω σώος και αβλαβής. Και ο Μιχαίας απάντησε: «Εάν εσύ επιστρέψεις σώος και ασφαλής, τότε δεν μίλησε μέσω εμού ο Κύριος» (Γ' Βασιλειών 22,24-28. Β' Παραλειπομένων 18,23-27).

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ

 

Ο θάνατος του Αχαάβ

Έτσι ο Αχαάβ, βασιλιάς του Ισραήλ, και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, πήγαν στη Γαλαάδ για να πάρουν από τους Σύριους τη Ρεμμάθ (Ραμμώθ). Ο Αχαάβ είπε στον Ιωσαφάτ, ότι θα πάρει τη στολή ενός στρατιώτη και θα πάει να πολεμήσει ως ένας απλός στρατιώτης και πρότεινε στον Ιωσαφάτ να φορέσει τη δική του βασιλική στολή. Έτσι ο Αχαάβ μπήκε στη μάχη ντυμένος ως απλός στρατιώτης. Ο βασιλιάς των Συρίων είχε δώσει στους 32 αρχηγούς των πολεμικών αρμάτων του ρητή διαταγή να μη χτυπήσουν κανέναν, ούτε απλό στρατιώτη ούτε αξιωματικό, παρά μόνο το βασιλιά του Ισραήλ.

Οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν τον Ιωσαφάτ θεώρησαν πως αυτός ήταν ο βασιλιάς του Ισραήλ κι έτρεξαν καταπάνω του να τον χτυπήσουν. Αλλά ο Ιωσαφάτ έβγαλε μια κραυγή και ο Κύριος τους απομάκρυνε από αυτόν. Οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν ότι δεν ήταν αυτός ο βασιλιάς του Ισραήλ, σταμάτησαν να τον καταδιώκουν. Αλλά ένας από αυτούς τέντωσε το τόξο και το βέλος τυχαία χτύπησε τον Αχαάβ ανάμεσα στον πνεύμονα και στον θώρακα. Τότε ο Αχαάβ είπε στον ηνίοχό του να γυρίσει το άρμα του και να τον βγάλει από τη μάχη, γιατί πληγώθηκε. Η μάχη όμως ήταν σκληρή και κράτησε όλη την ημέρα. Ο Αχαάβ στεκόταν όρθιος πάνω στο άρμα απέναντι από τους Σύριους και πολεμούσε βαριά πληγωμένος. Στο τέλος της ημέρας πέθανε και το αίμα της πληγής του χυνόταν ακόμη πάνω στο άρμα. Τότε ένας κήρυκας πέρασε απ' όλο το στρατόπεδο και φώναζε να γυρίσουν όλοι στις πόλεις τους γιατί ο βασιλιάς είχε πεθάνει (Γ' Βασιλειών 22,29-35. Β' Παραλειπομένων 18,28-34).

Μετά πήραν το σώμα του Αχαάβ και το έφεραν στη Σαμάρεια, όπου το έθαψαν εκεί. Στην πηγή της Σαμάρειας, όπου έπλυναν το άρμα του βασιλιά, εκεί πήγαιναν οι χοίροι και τα σκυλιά κι έγλυφαν το αίμα του, ενώ οι πόρνες λουζόντουσαν στο νερό της πηγής, όπου υπήρχε ακόμη το αίμα του Αχαάβ, όπως είχε πει ο Κύριος με τον προφήτη Ηλία στον Αχαάβ (Γ' Βασιλειών 22,36-38).

Η υπόλοιπη ιστορία του Αχαάβ και όλα όσα έκαμε, ήταν όλα γραμμένα στο βιβλίο των «Χρονικών των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ». Εκεί αναφέρεται και το ανάκτορο που έχτισε διακοσμημένο με ελεφαντόδοντο, καθώς και οι πόλεις που οικοδόμησε. Μετά το θάνατο του Αχαάβ, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του Οχοζίας (Γ' Βασιλειών 22,39-40. 22,52).