ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΑΒΙΜΕΛΕΧ

 

Ο ΑΒΙΜΕΛΕΧ

 

Ο Αβιμέλεχ ήταν γιος του Γεδεών από μια παλλακίδα του, που έμενε στη Συχέμ (Κριταί 8,31. Β' Βασιλειών 11,21-22), η οποία καταγόταν από τον οίκο Βηθμααλών (Κριταί 9,6). Ήταν σκληρός και αδίστακτος, αλαζόνας και αρκετά υπερήφανος.

 

 

Ο ΑΒΙΜΕΛΕΧ ΣΚΟΤΩΝΕΙ Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ

 

Ο Αβιμέλεχ έχοντας ηγετικές βλέψεις και θέλοντας να γίνει αρχηγός των Ισραηλιτών, πήγε στη Συχέμ και μίλησε στους συγγενείς της μητέρας του. Τους είπε ότι είναι καλύτερο να τους κυβερνάει αυτός που ήταν ένας και ήταν συγγενείς τους, παρά οι εβδομήντα γιοι του Γεδεών. Οι συγγενείς του συμφώνησαν και πήραν με το μέρος τους τους κατοίκους της Συχέμ. Έδωσαν, λοιπόν, στον Αβιμέλεχ εβδομήντα ασημένιους σίκλους από το ναό του Βάαλ και μίσθωσε τυχοδιώκτες και αδίστακτους ανθρώπους, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Πήγε στο σπίτι του πατέρα του, στην Εφραθά, και σκότωσε όλους τους γιους του Γεδεών, συνολικά εβδομήντα. Έμεινε μόνο ο Ιωάθαμ, ο μικρότερος γιος του Γεδεών, γιατί κατάφερε να κρυφτεί. Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της Συχέμ και ο οίκος Βηθμααλών, από τον οποίο καταγόταν η μητέρα του, πήγαν στη βελανιδιά της Συχέμ, πλάι στην πέτρα που είχε στήσει εκεί ο Ιησούς του Ναυή, και ανακήρυξαν βασιλιά τον Αβιμέλεχ (Κριταί 9,1-6).

Μετά από τα γεγονότα αυτά, ο Ιωάθαμ ανέβηκε στην κορυφή του όρους Γαριζίν και είπε στους κατοίκους της Συχέμ την παραβολή του αγκαθιού και των άλλων φυτών και καταράστηκε τον Αβιμέλεχ και τους Συχεμίτες (Κριταί 9,7-21).

 

 

Ο ΑΒΙΜΕΛΕΧ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

Ο Αβιμέλεχ κυβέρνησε τον Ισραήλ τρία χρόνια. Έπειτα έστειλε ο Θεός πνεύμα διχόνοιας ανάμεσα σ' αυτόν και στους κατοίκους της Συχέμ κι επαναστάτησαν εναντίον του. Έτσι θα πλήρωναν όλοι για τα κακουργήματά τους. Ο Αβιμέλεχ για το φόνο των εβδομήντα γιων του Γεδεών και οι Συχεμίτες, γιατί είχαν βοηθήσει τον Αβιμέλεχ να σκοτώσει τους αδερφούς του.

Έτσι, για να κάνουν κακό στον Αβιμέλεχ οι Συχεμίτες, έστησαν ενέδρες στα γύρω βουνά και λήστευαν όλους όσους περνούσαν από το δρόμο κοντά στην πόλη (Κριταί 9,22-25).

Μια μέρα ήρθε στη Συχέμ ο Γαάλ, γιος του Ιωβήλ (Εβέδ), με τους αδερφούς του. Οι Συχεμίτες του έδειξαν εμπιστοσύνη. Πήγαν και δούλεψαν στ' αμπέλια τους, έκαναν γιορτή, μπήκαν στο ναό του θεού τους, έφαγαν και ήπιαν, και αναθεμάτισαν τον Αβιμέλεχ. Ο Γαάλ ξεσήκωσε τους κατοίκους της Συχέμ ενάντια στον Αβιμέλεχ.

Ο Ζεβούλ, ο άρχοντας της πόλης, πληροφορήθηκε για τα γεγονότα αυτά και οργίστηκε. Έστειλε λοιπόν, κρυφά αγγελιοφόρους στον Αβιμέλεχ και τον πληροφόρησε για τη συνομωσία και την εξέγερση των κατοίκων της Συχέμ. Ο Ζεβούλ μαζί με τους απογόνους του Εμμώρ, ήταν άνθρωποι του Αβιμέλεχ (Κριταί 9,26-33).

 

Ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε τη νύχτα μαζί με όλους τους άντρες του κι έστησαν ενέδρα κοντά στην Συχέμ, με τέσσερις ομάδες στρατού. Όταν ο Γαάλ βγήκε από την πόλη και στάθηκε στην είσοδο της πύλης, τότε σηκώθηκε από την ενέδρα ο Αβιμέλεχ και ο στρατός του.  Ο Γαάλ τους είδε και είπε στο Ζεβούλ, πως κατεβαίνει στρατός από τα βουνά. Ο Ζεβούλ του απάντησε πως ήταν οι σκιές των βουνών. Αλλά ο Γαάλ επέμενε, πως έρχονται στρατιώτες από τα δυτικά, ενώ κάποιοι άλλοι έρχονται από το δρόμο της Ηλωνμαωνενίμ. Αυτά είπε ο Γαάλ και επικεφαλής των αντρών της Συχέμ, πολέμησε εναντίον του Αβιμέλεχ και νικήθηκε. Ο Αβιμέλεχ τον έτρεψε σε φυγή και πολλοί σκοτώθηκαν, πριν φτάσουν στην είσοδο της πύλης.  Ο Αβιμέλεχ μπήκε νικητής στην πόλη Αρημά, ενώ ο Ζεβούλ έδιωξε από τη Συχέμ το Γαάλ και τους αδελφούς του, και τους απαγόρευσε να ξαναγυρίσουν στην πόλη (Κριταί 9,34-41).

 

Την άλλη μέρα οι κάτοικοι της Συχέμ έβγαιναν από την πόλη για να πάνε στους αγρούς. Αυτό το έμαθε ο Αβιμέλεχ και αφού χώρισε το στρατό του σε τρεις ομάδες, έστησε ενέδρα στους Συχεμίτες. Έτσι την επόμενη φορά που οι κάτοικοι της Συχέμ βγήκαν από την πόλη τους, ο Αβιμέλεχ με το ένα τμήμα του στρατού στάθηκε κοντά στην πύλη, ενώ τ' άλλα δύο τμήματα όρμησαν εναντίον των Συχεμιτών που ήταν στους αγρούς και τους σκότωσαν. Στη συνέχεια ο Αβιμέλεχ κυρίεψε την πόλη, σκότωσε τους κατοίκους της, την ερείπωσε και κάλυψε το έδαφός της με αλάτι (Κριταί 9,42-45).

Όταν τα έμαθαν αυτά οι άνδρες του φρουρίου της Συχέμ, κλείστηκαν στο ναό του Βάαλ (Βαιθηλβερίθ). Ο Αβιμέλεχ μαζί με τους άνδρες του ανέβηκε στο όρος Ερμών (Σαλμών), έκοψαν κλαδιά δένδρων, και τα έβαλαν στις πλευρές του ναού. Μετά έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλους όσους ήταν στο ναό του Βάαλ, περίπου χίλιοι άντρες και γυναίκες (Κριταί 9,46-49).

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΒΙΜΕΛΕΧ

 

Έπειτα ο Αβιμέλεχ επιτέθηκε στη Θήβη, την οποία πολιόρκησε και την κατέλαβε.  Υπήρχε όμως ένα ισχυρό φρούριο στο κέντρο της πόλης όπου κατέφυγαν και κλείστηκαν όλοι οι κάτοικοι, άντρες και γυναίκες, κι ανέβηκαν στη στέγη του φρουρίου.

Ο Αβιμέλεχ έφτασε στο φρούριο, του επιτέθηκε και πλησίασε στην πύλη για να του βάλει φωτιά. Εκείνη τη στιγμή μια γυναίκα έριξε στο κεφάλι του ένα κομμάτι από μυλόπετρα και του έσπασε το κρανίο. Τότε ο Αβιμέλεχ φώναξε αμέσως ένα νεαρό στρατιώτη και του ζήτησε να βγάλει το ξίφος του και να τον σκοτώσει, παρά να πουν ότι πέθανε από μια γυναίκα. Ο νεαρός στρατιώτης τον διαπέρασε με το ξίφος του και πέθανε. Όταν οι Ισραηλίτες είδαν ότι ο Αβιμέλεχ ήταν νεκρός, γύρισαν καθένας στο σπίτι του (Κριταί 9,50-55).

 

Έτσι ο Θεός έκανε να πέσει πάνω στον Αβιμέλεχ, το κακό που είχε κάνει στον πατέρα του, όταν σκότωσε τους εβδομήντα αδερφούς του. Κι έκανε επίσης να πέσει πάνω στους κατοίκους της Συχέμ όλο το κακό που είχαν κάνει. Έτσι εκπληρώθηκε σ' αυτούς η κατάρα του Ιωάθαμ, γιου του Γεδεών (Κριταί 9,56-57).