ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΓΕΔΕΩΝ

ΙΕΘΕΡ 

 

Ο ΙΕΘΕΡ

 

Ο Ιεθέρ ήταν ο πρωτότοκος γιος του Γεδεών (Κριταί 8,20). Καταγόταν, όπως ο πατέρας του, από το χωριό Εφραθά της φυλής Μανασσή (Κριταί 6,11).

 

Όταν ο Γεδεών νίκησε τους Μαδιανίτες, συνέλαβε τους δύο βασιλιάδες τους τον Ζεβεέ και τον Σελμανά και τους ανέκρινε. Από την ανάκριση προέκυψε, ότι όταν οι Μαδιανίτες πέρασαν από το όρος Θαβώρ, σκότωσαν κάποιους Ισραηλίτες και μεταξύ αυτών ήταν και αδέρφια του Γεδεών. Ο Γεδεών διέταξε τον πρωτότοκο γιο του τον Ιεθέρ, να σκοτώσει τους δύο βασιλιάδες, αλλά επειδή ο Ιεθέρ, ήταν νεαρός ακόμη και δεν είχε το θάρρος, τους σκότωσε ο ίδιος (Κριταί 8,18-21).

 

 

ΙΩΑΘΑΜ (ΙΩΘΑΜ)

 

Ο ΙΩΑΘΑΜ (ΙΩΘΑΜ)

 

Ο Ιωάθαμ ήταν ο νεώτερος από τους εβδομήντα γιους του Γεδεών (Κριταί 9,5). Γεννήθηκε στη γενέτειρα του πατέρα του την Εφθαθά και απάγγειλε την πρώτη παραβολή της Αγίας Γραφής (Κριταί 9,7-15). 

 

Μετά το θάνατο του Γεδεών, ο Αβιμέλεχ, γιος του από μια παλλακίδα, έπεισε τους άντρες της Συχέμ για να ανακηρύξει τον εαυτό του βασιλιά του Ισραήλ (Κριταί 9,1-6). Για να πετύχει το σκοπό του σκότωσε όλους τους αδερφούς του εκτός τον Ιωάθαμ, επειδή αυτός κρύφτηκε (Κριταί 9,5).

 

 

Η παραβολή του Ιωάθαμ

 

Όταν ο Ιωάθαμ έμαθε τον θάνατο των αδερφών του, πήγε και στάθηκε στην κορφή του όρους Γαριζίν και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε προς τους κατοίκους της Συχέμ:

«Ακούστε με, κάτοικοι της Συχέμ, αν θέλετε και ο Θεός να σας ακούσει!  Κάποτε τα δέντρα πήγαν να διαλέξουν ποιον θα χρίσουν βασιλιά τους. Είπαν στην ελιά: "έλα να γίνεις βασιλιάς μας". 'Άλλά η ελιά τους αποκρίθηκε: "ν' αφήσω εγώ το λάδι που παράγω, που μ' αυτό οι άνθρωποι δοξάζουν το Θεό, για να κυβερνήσω τα δέντρα; Δεν θέλω να γίνω βασίλισσα."

Τότε τα δέντρα είπαν στη συκιά: "έλα εσύ να γίνεις βασιλιάς μας". Μα και η συκιά τους αποκρίθηκε: "ν' αφήσω εγώ τους ωραίους και γλυκούς καρπούς που κάνω, για να κυβερνήσω τα δέντρα; Δεν θέλω να γίνω βασίλισσα."

Τότε τα δέντρα είπαν στο αμπέλι: "έλα εσύ να γίνεις βασιλιάς μας". Μα και το αμπέλι τους αποκρίθηκε: "ν' αφήσω εγώ το κρασί που βγάζω, που το χαίρεται ο Θεός και οι άνθρωποι, για να κυβερνήσω τα δέντρα; Αυτό δεν το δέχομαι."

Τότε τα δέντρα είπαν στην αγκαθιά: "έλα εσύ να γίνεις βασιλιάς μας". Και η αγκαθιά τους αποκρίθηκε: "αν θέλετε στ' αλήθεια να με χρίσετε βασιλιά σας, ελάτε να κρυφτείτε στη σκιά μου αν δεν έρθετε, φωτιά θα βγει από τ' αγκάθια μου και θα κατακάψει τους κέδρους του "Λιβάνου"» (Κριταί 9,7-15).

 

 

Αφού τους είπε την παραβολή του αγκαθιού και των άλλων φυτών, στη συνέχεια ο Ιωάθαμ τόνισε στους κατοίκους της Συχέμ, ότι δεν φέρθηκαν σωστά απέναντι στον Γεδεών που έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή του και τους ελευθέρωσε από τους Μαδιανίτες, αλλά ούτε και στην οικογένεια του,  αφού ξεσηκώθηκαν ενάντια στην οικογένεια του Γεδεών και σκότωσαν και τους εβδομήντα γιους του, πάνω στην ίδια πέτρα, και στη συνέχεια ανακήρυψαν για βασιλιά τους τοn Αβιμέλεχ, το γιο της δούλης του πατέρα του, επειδή ήταν συγγενής τους.

Στο τέλος ο Ιωάθαμ και καταράστηκε τον Αβιμέλεχ και τους Συχεμίτες, λέγοντάς τους, πως «φωτιά θα βγει από τον Αβιμέλεχ και θα κατακάψει τους κατοίκους της Συχέμ και τον οίκο Βηθμααλών. Αλλά και από τους κατοίκους της Συχέμ και τον οίκο Βηθμααλών θα βγει φωτιά και θα κατακάψει τον Αβιμέλεχ» (Κριταί 9,16-20).

 

Μετά ο Ιωάθαμ κατέφυγε πεζός στη Βαιήρ, όπου εγκαταστάθηκε μακριά από τον Αβιμέλεχ (Κριταί 9,21). Με τα γεγονότα που συνέβησαν μετά από τρία χρόνια, ο Θεός έκανε να πέσει πάνω στον Αβιμέλεχ, το κακό που είχε κάνει στον πατέρα του, όταν σκότωσε τους εβδομήντα αδερφούς του. Κι έκανε επίσης να πέσει πάνω στους κατοίκους της Συχέμ και του οίκου Βηθμααλών όλο το κακό που είχαν κάνει. Έτσι εκπληρώθηκε σ' αυτούς η κατάρα του Ιωάθαμ, γιου του Γεδεών (Κριταί 9,22-57).

 

ΑΒΙΜΕΛΕΧ 

 

Ο ΑΒΙΜΕΛΕΧ

 

Ο Αβιμέλεχ ήταν γιος του Γεδεών από μια παλλακίδα του, που έμενε στη Συχέμ (Κριταί 8,31. Β' Βασιλειών 11,21-22), η οποία καταγόταν από τον οίκο Βηθμααλών (Κριταί 9,6). Ήταν σκληρός και αδίστακτος, αλαζόνας και αρκετά υπερήφανος.

 

 

Ο Αβιμέλεχ έχοντας ηγετικές βλέψεις και θέλοντας να γίνει αρχηγός των Ισραηλιτών, πήγε στη Συχέμ και μίλησε στους συγγενείς της μητέρας του. Τους είπε ότι είναι καλύτερο να τους κυβερνάει αυτός που ήταν ένας και ήταν συγγενείς τους, παρά οι εβδομήντα γιοι του Γεδεών. Οι συγγενείς του συμφώνησαν και πήραν με το μέρος τους τους κατοίκους της Συχέμ. Έδωσαν, λοιπόν, στον Αβιμέλεχ εβδομήντα ασημένιους σίκλους από το ναό του Βάαλ και μίσθωσε τυχοδιώκτες και αδίστακτους ανθρώπους, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Πήγε στο σπίτι του πατέρα του, στην Εφραθά, και σκότωσε όλους τους γιους του Γεδεών, συνολικά εβδομήντα. Έμεινε μόνο ο Ιωάθαμ, ο μικρότερος γιος του Γεδεών, γιατί κατάφερε να κρυφτεί. Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της Συχέμ και ο οίκος Βηθμααλών, από τον οποίο καταγόταν η μητέρα του, πήγαν στη βελανιδιά της Συχέμ, πλάι στην πέτρα που είχε στήσει εκεί ο Ιησούς του Ναυή, και ανακήρυξαν βασιλιά τον Αβιμέλεχ (Κριταί 9,1-6).

Μετά από τα γεγονότα αυτά, ο Ιωάθαμ ανέβηκε στην κορυφή του όρους Γαριζίν και είπε στους κατοίκους της Συχέμ την παραβολή του αγκαθιού και των άλλων φυτών και καταράστηκε τον Αβιμέλεχ και τους Συχεμίτες (Κριταί 9,7-21).

 

Ο Αβιμέλεχ κυβέρνησε τον Ισραήλ τρία χρόνια. Έπειτα έστειλε ο Θεός πνεύμα διχόνοιας ανάμεσα σ' αυτόν και στους κατοίκους της Συχέμ κι επαναστάτησαν εναντίον του. Έτσι θα πλήρωναν όλοι για τα κακουργήματά τους. Ο Αβιμέλεχ για το φόνο των εβδομήντα γιων του Γεδεών και οι Συχεμίτες, γιατί είχαν βοηθήσει τον Αβιμέλεχ να σκοτώσει τους αδερφούς του.

Έτσι, για να κάνουν κακό στον Αβιμέλεχ οι Συχεμίτες, έστησαν ενέδρες στα γύρω βουνά και λήστευαν όλους όσους περνούσαν από το δρόμο κοντά στην πόλη (Κριταί 9,22-25).

Μια μέρα ήρθε στη Συχέμ ο Γαάλ, γιος του Ιωβήλ (Εβέδ), με τους αδερφούς του. Οι Συχεμίτες του έδειξαν εμπιστοσύνη. Πήγαν και δούλεψαν στ' αμπέλια τους, έκαναν γιορτή, μπήκαν στο ναό του θεού τους, έφαγαν και ήπιαν, και αναθεμάτισαν τον Αβιμέλεχ. Ο Γαάλ ξεσήκωσε τους κατοίκους της Συχέμ ενάντια στον Αβιμέλεχ.

Ο Ζεβούλ, ο άρχοντας της πόλης, πληροφορήθηκε για τα γεγονότα αυτά και οργίστηκε. Έστειλε λοιπόν, κρυφά αγγελιοφόρους στον Αβιμέλεχ και τον πληροφόρησε για τη συνομωσία και την εξέγερση των κατοίκων της Συχέμ. Ο Ζεβούλ μαζί με τους απογόνους του Εμμώρ, ήταν άνθρωποι του Αβιμέλεχ (Κριταί 9,26-33).

 

Ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε τη νύχτα μαζί με όλους τους άντρες του κι έστησαν ενέδρα κοντά στην Συχέμ, με τέσσερις ομάδες στρατού. Όταν ο Γαάλ βγήκε από την πόλη και στάθηκε στην είσοδο της πύλης, τότε σηκώθηκε από την ενέδρα ο Αβιμέλεχ και ο στρατός του.  Ο Γαάλ τους είδε και είπε στο Ζεβούλ, πως κατεβαίνει στρατός από τα βουνά. Ο Ζεβούλ του απάντησε πως ήταν οι σκιές των βουνών. Αλλά ο Γαάλ επέμενε, πως έρχονται στρατιώτες από τα δυτικά, ενώ κάποιοι άλλοι έρχονται από το δρόμο της Ηλωνμαωνενίμ. Αυτά είπε ο Γαάλ και επικεφαλής των αντρών της Συχέμ, πολέμησε εναντίον του Αβιμέλεχ και νικήθηκε. Ο Αβιμέλεχ τον έτρεψε σε φυγή και πολλοί σκοτώθηκαν, πριν φτάσουν στην είσοδο της πύλης.  Ο Αβιμέλεχ μπήκε νικητής στην πόλη Αρημά, ενώ ο Ζεβούλ έδιωξε από τη Συχέμ το Γαάλ και τους αδελφούς του, και τους απαγόρευσε να ξαναγυρίσουν στην πόλη (Κριταί 9,34-41).

 

Την άλλη μέρα οι κάτοικοι της Συχέμ έβγαιναν από την πόλη για να πάνε στους αγρούς. Αυτό το έμαθε ο Αβιμέλεχ και αφού χώρισε το στρατό του σε τρεις ομάδες, έστησε ενέδρα στους Συχεμίτες. Έτσι την επόμενη φορά που οι κάτοικοι της Συχέμ βγήκαν από την πόλη τους, ο Αβιμέλεχ με το ένα τμήμα του στρατού στάθηκε κοντά στην πύλη, ενώ τ' άλλα δύο τμήματα όρμησαν εναντίον των Συχεμιτών που ήταν στους αγρούς και τους σκότωσαν. Στη συνέχεια ο Αβιμέλεχ κυρίεψε την πόλη, σκότωσε τους κατοίκους της, την ερείπωσε και κάλυψε το έδαφός της με αλάτι (Κριταί 9,42-45).

Όταν τα έμαθαν αυτά οι άνδρες του φρουρίου της Συχέμ, κλείστηκαν στο ναό του Βάαλ (Βαιθηλβερίθ). Ο Αβιμέλεχ μαζί με τους άνδρες του ανέβηκε στο όρος Ερμών (Σαλμών), έκοψαν κλαδιά δένδρων, και τα έβαλαν στις πλευρές του ναού. Μετά έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλους όσους ήταν στο ναό του Βάαλ, περίπου χίλιοι άντρες και γυναίκες (Κριταί 9,46-49).

 

Έπειτα ο Αβιμέλεχ επιτέθηκε στη Θήβη, την οποία πολιόρκησε και την κατέλαβε.  Υπήρχε όμως ένα ισχυρό φρούριο στο κέντρο της πόλης όπου κατέφυγαν και κλείστηκαν όλοι οι κάτοικοι, άντρες και γυναίκες, κι ανέβηκαν στη στέγη του φρουρίου.

Ο Αβιμέλεχ έφτασε στο φρούριο, του επιτέθηκε και πλησίασε στην πύλη για να του βάλει φωτιά. Εκείνη τη στιγμή μια γυναίκα έριξε στο κεφάλι του ένα κομμάτι από μυλόπετρα και του έσπασε το κρανίο. Τότε ο Αβιμέλεχ φώναξε αμέσως ένα νεαρό στρατιώτη και του ζήτησε να βγάλει το ξίφος του και να τον σκοτώσει, παρά να πουν ότι πέθανε από μια γυναίκα. Ο νεαρός στρατιώτης τον διαπέρασε με το ξίφος του και πέθανε. Όταν οι Ισραηλίτες είδαν ότι ο Αβιμέλεχ ήταν νεκρός, γύρισαν καθένας στο σπίτι του (Κριταί 9,50-55).

 

Έτσι ο Θεός έκανε να πέσει πάνω στον Αβιμέλεχ, το κακό που είχε κάνει στον πατέρα του, όταν σκότωσε τους εβδομήντα αδερφούς του. Κι έκανε επίσης να πέσει πάνω στους κατοίκους της Συχέμ όλο το κακό που είχαν κάνει. Έτσι εκπληρώθηκε σ' αυτούς η κατάρα του Ιωάθαμ, γιου του Γεδεών (Κριταί 9,56-57).