ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 Ο ΣΑΜΨΩΝ

 

Ο ΣΑΜΨΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ

 

Ο Σαμψών

Πέρασαν πολλά χρόνια και οι Ισραηλίτες άρχισαν να ξεχνούν το Θεό τους. Έπεσαν στην αμαρτία και δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο, ώσπου μια μέρα οι εχθροί τους, οι Φιλισταίοι τους χτύπησαν με στρατό και τους νίκησαν. Τότε τους έκαμαν σκλάβους τους κι έμειναν στη σκλαβιά για 40 ολόκληρα χρόνια. Μέσα στα βάσανα της σκλαβιάς οι Ισραηλίτες θυμήθηκαν και πάλι το Θεό και μετάνιωσαν.

 

Τότε ο Θεός τους έστειλε ένα πολύ δυνατό άντρα, το Σαμψών, πού στάθηκε προστάτης και Κριτής τους. Μια μέρα, πηγαίνοντας από έναν τόπο σε άλλον,  ένα νεαρό λιοντάρι όρμησε πάνω στον Σαμψών. Τότε το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε πάνω στο Σαμψών και με μεγάλη ψυχραιμία το ξέσκισε με τα χέρια του, όπως θα ξέσχιζε ένα κατσικάκι.  

 

Κάποτε ο Σαμψών είδε μια νεαρή Φιλισταία και θέλησε να την παντρευτεί. Η γυναίκα αυτή βέβαια ήταν η αφορμή για να τα βάλει με τους Φιλισταίους. Ο Σαμψών ετοίμασε στο σπίτι της νύφης γαμήλιο συμπόσιο, όπως συνήθιζαν τότε οι νέοι. Είχε και τριάντα Φιλισταίους, ως συνοδούς, για να τον συντροφεύουν. Ο Σαμψών τους είπε: «θα σας πω ένα αίνιγμα, αν μου το λύσετε στις εφτά μέρες που θα διαρκέσει το συμπόσιο, θα σας δώσω τριάντα λινούς χιτώνες και τριάντα γιορτινές φορεσιές. Αν όμως δεν μπορέσετε να μου το λύσετε, τότε εσείς θα μου δώσετε τριάντα λινούς χιτώνες και τριάντα γιορτινές φορεσιές. Αυτοί δέχτηκαν. Ο Σαμψών τους είπε: «Από 'κείνον που τρώει, βγήκε εκείνο που τρώγεται. Απ' αυτόν που 'χει δύναμη, βγήκε αυτό που 'χει γλύκα. Τι είναι;»

 

Οι μέρες περνούσαν και δεν μπόρεσαν να λύσουν το αίνιγμα. Τότε απείλησαν τη γυναίκα του Σαμψών, να τους δώσει την απάντηση γιατί αλλιώς θα βάζανε φωτιά και θα τους καίγανε. Τότε η γυναίκα του Σαμψών κλαίγοντας, προσπάθησε να τον πείσει να της εξηγήσει το αίνιγμα.

Ο Σαμψών όταν πέρασαν οι εφτά μέρες που κράτησε το συμπόσιο, της έδωσε τη λύση, γιατί τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ. Κι αυτή έδωσε τη λύση του αινίγματος στους συμπατριώτες της. Την έβδομη μέρα, πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι άντρες της πόλης του είπαν: «Τι απ' το μέλι πιο γλυκό, κι απ' το λιοντάρι πιο δυνατό;».

 

Μετά, αφού έχασε το αίνιγμα, πήγε και σκότωσε τριάντα Φιλισταίους, πήρε τα ρούχα τους και τα έδωσε σ' εκείνους που έλυσαν το αίνιγμα. Στο μεταξύ τη γυναίκα του την έδωσαν σ' έναν από τους τριάντα Φιλισταίους που τον συνόδευαν.

 

Ύστερα από λίγο καιρό, ο Σαμψών επισκέφτηκε τη γυναίκα του. Αλλά όταν ζήτησε να πλαγιάσει μαζί της, ο πατέρας της δεν τον άφησε γιατί την είχε δώσει σ' άλλον και του πρότεινε να πάρει τη μικρότερη αδερφή της που ήταν ωραιότερη από κείνη.

Τότε ο Σαμψών οργισμένος πήγε κι έπιασε 300 αλεπούδες. Κατόπιν έδεσε ουρά με ουρά τις αλεπούδες και έβαλε από έναν δαυλό ανάμεσα σε κάθε ζευγάρι ουρές. Άναψε τους δαυλούς κι άφησε τις αλεπούδες ελεύθερες στα σπαρτά και στους αγρούς των Φιλισταίων. Έτσι κάηκαν τα πάντα.

 

Όταν έμαθαν οι Φιλισταίοι ότι ο Σαμψών έκαψε τα σπαρτά τους, πήγαν στο σπίτι της γυναίκας, κι έκαψαν κι αυτήν και το σπίτι του πατέρα της.  Τότε ο Σαμψών τους χτύπησε αλύπητα με μεγάλη σφαγή.

Κατόπιν οι Φιλισταίοι εισέβαλαν στην περιοχή της φυλής Ιούδα και άρχιζαν να καταστρέφουν με τη σειρά τους τα σπαρτά των Ισραηλιτών. Όταν οι άντρες της φυλής Ιούδα έμαθαν το λόγο που οι Φιλισταίοι ήρθαν στην περιοχή τους, πήγαν και βρήκαν το Σαμψών και αφού ήρθαν σε συνεννόηση μαζί του, τον έδεσαν και τον παρέδωσαν στους Φιλισταίους.

Τότε το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε πάνω του και απόκτησε δύναμη μεγάλη, και τα σχοινιά που έδεναν τα μπράτσα του έσπασαν σαν κλωστές. Έπεσε με μανία πάνω στους Φιλισταίους που πήγαν να τον συλλάβουν και τους σκότωσε.

Στη συνέχεια ο Σαμψών κυβέρνησε τους Ισραηλίτες για 20 χρόνια και στο διάστημα αυτό προξένησε πολλές καταστροφές στους Φιλισταίους.

 

 

ΣΑΜΨΩΝ ΚΑΙ ΔΑΛΙΔΑ

 

Σαμψών και Δαλιδά

Κάποτε ο Σαμψών αγάπησε μια γυναίκα, που ονομαζόταν Δαλιδά. Οι άρχοντες των Φιλισταίων πήγαν και τη βρήκαν και την έπεισαν να προσπαθήσει να ανακαλύψει από που ο Σαμψών αντλεί τη μεγάλη του δύναμη, έτσι ώστε να μπορέσουν να τον νικήσουν και να τον αιχμαλωτίσουν. Σε αντάλλαγμα της υποσχέθηκαν αρκετό ασήμι.

 

Έτσι κάποια μέρα η Δαλιδά ρώτησε το Σαμψών: «Πες μου, σε παρακαλώ, από πού προέρχεται η μεγάλη δύναμη σου και πως μπορεί κανείς να σε δέσει;» Ο Σαμψών της είπε: «Αν με δέσουν με εφτά νωπά νεύρα, που δεν έχουν ακόμη ξεραθεί, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

Τότε οι άρχοντες των Φιλισταίων της έφεραν εφτά νωπά νεύρα και μ' αυτά τον έδεσε. Στο μεταξύ αυτή είχε κρύψει ανθρώπους, που περίμεναν έτοιμοι, στο εσωτερικό του σπιτιού. Ξαφνικά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Τότε αυτός έσπασε τα νεύρα, όπως σπάει μια κλωστή.

 

Τότε η Δαλιδά είπε στο Σαμψών: «Με γέλασες και μου είπες ψέματα. Πες μου, λοιπόν, τώρα, πώς μπορεί κανείς να σε δέσει;» Αυτός της απάντησε: «Αν με δέσουν γερά με καινούρια σχοινιά, που δεν τα 'χουν ακόμα χρησιμοποιηθεί σε καμιά δουλειά, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

Η Δαλιδά πήρε καινούρια σχοινιά και τον έδεσε μ' αυτά. Και ξαφνικά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Στο μεταξύ είχε κρύψει πάλι ανθρώπους, που περίμεναν έτοιμοι στο εσωτερικό του σπιτιού. Αυτός όμως έσπασε τα σχοινιά από τα μπράτσα του, σα να ήταν κλωστές.

 

Η Δαλιδά είπε στο Σαμψών: «Ως τώρα με γέλασες και μου είπες ψέματα. Φανέρωσέ μου, λοιπόν, πώς μπορεί κανείς να σε δέσει». Αυτός της είπε: «Αν πλέξεις τις εφτά πλεξίδες του κεφαλιού μου στο στημόνι του αργαλειού, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

Έτσι, η Δαλιδά κοίμισε τον Σαμψών, πήρε τις εφτά πλεξούδες του κεφαλιού του και τις ύφανε με το στημόνι του αργαλειού, και μετά τις στερέωσε σ' ένα πάσσαλο στον τοίχο. Έπειτα του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Αυτός ξύπνησε και τράβηξε με τα μαλλιά του και τον πάσσαλο από τον τοίχο.

 

Η Δαλιδά του είπε πάλι: «Πώς μπορείς να λες ότι μ' αγαπάς, ενώ η καρδιά σου δεν είναι μαζί μου; Τρεις φορές με γέλασες και δε μου φανέρωσες πού βρίσκεται η μεγάλη σου δύναμη». Κι αφού κάθε μέρα τον ταλαιπωρούσε με τα λόγια της και τον τυραννούσε, στο τέλος της άνοιξε όλη την καρδιά του και της είπε: «Ξυράφι δεν πέρασε ποτέ από το κεφάλι μου, γιατί εγώ είμαι Ναζηραίος, δηλαδή αφιερωμένος στο Θεό από την κοιλιά της μάνας μου. Αν ξυρίσω τα μαλλιά μου, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

Η Δαλιδά κατάλαβε ότι της άνοιξε όλη του την καρδιά, κι έστειλε και κάλεσε τους άρχοντες των Φιλισταίων και τους είπε: «Αυτή τη φορά, μπορείτε να 'ρθετε, γιατί μου άνοιξε όλη την καρδιά του». Οι άρχοντες των Φιλισταίων πήγαν στο σπίτι της φέρνοντας και το ασήμι μαζί τους.  Αυτή τον κοίμισε στα γόνατα της και φώναξε έναν άνθρωπο ο οποίος ξύρισε τις εφτά πλεξίδες του Σαμψών.

Μετά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Ο Σαμψών ξύπνησε αλλά το Πνεύμα του Θεού είχε φύγει πλέον απ' αυτόν.

 

Τότε οι Φιλισταίοι τον συνέλαβαν, του έβγαλαν τα μάτια και τον έριξαν στη φυλακή. Εκεί τον έδεσαν με χάλκινες αλυσίδες και τον έβαλαν ν' αλέθει με τον μύλο σιτάρι. Ωστόσο τα μαλλιά του κεφαλιού του είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν από τότε που του τα είχαν ξυρίσει.

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ

 

Ο Σαμψών

Κάποτε οι άρχοντες των Φιλισταίων είχαν συγκεντρωθεί για να προσφέρουν μεγάλη θυσία στο Δαγών, το θεό τους, και να πανηγυρίσουν. Και όταν ήρθαν στο κέφι έβγαλαν τον Σαμψών από τη φυλακή και τον έφεραν να τους διασκεδάσει. Τον έβαλαν να σταθεί ανάμεσα στις κολόνες του ναού τους και διασκέδαζαν με το θέαμα.

 

Το κτίριο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Εκεί ήταν όλοι οι άρχοντες των Φιλισταίων, και πάνω στη στέγη ήταν κάπου 3.000 άντρες και γυναίκες που διασκέδαζαν βλέποντας τον Σαμψών.

Τότε ο Σαμψών φώναξε στον Κύριο και είπε: «Κύριε, Θεέ, θυμήσου με, σε παρακαλώ, και κάνε με δυνατό μονάχα ετούτη τη φορά, για να εκδικηθώ μια για πάντα τους Φιλισταίους για τα δύο μου μάτια».

Μετά έπιασε τις δύο κεντρικές κολόνες που στήριζαν το ναό κι ακούμπησε πάνω τους, στη μια με το δεξί του χέρι και στην άλλη με το αριστερό,  και είπε: «Ας πεθάνω κι εγώ μαζί με τους Φιλισταίους». Έσπρωξε με όλη του τη δύναμη κι έπεσε ο ναός πάνω στους άρχοντες και σ' όλο τον λαό που ήταν εκεί. Έτσι, αυτοί που ο Σαμψών σκότωσε με το θάνατό του ήταν περισσότεροι από εκείνους που είχε σκοτώσει σ' όλη τη ζωή του.