ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ |
|
Η ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ
Μεγάλη χώρα της Μικράς Ασίας γνωστή από την αρχαιότητα. Εκτείνεται από τον ποταμό Άλυ ως την οροσειρά του Ταύρου και από τον Ευφράτη ως τον Εύξεινο Πόντο.
Η ονομασία της στην αρχαιότητα σήμαινε "η χώρα των όμορφων αλόγων". Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Σύρο ή Λευκόσυρο. Ακόμη, ήταν γνωστή με το όνομα Καταονία. Το όνομα Καππαδοκία το πήρε από το έθνος των Καππαδοκών. Η χώρα είναι η πιο ορεινή από τις περιοχές της Μικράς Ασίας.
Ψηλότερο βουνό της Καππαδοκίας είναι ο Αργαίος (4.000 μ.) και η μεγάλη οροσειρά του Ταύρου. Κύριοι ποταμοί είναι ο Άλυς (από το ορυκτό αλάτι στις όχθες του), ο Ευφράτης, ο Ίρις και ο Σάρος. Το έδαφος στα υψίπεδα σχηματίζει κυρίως βοσκοτόπους, είναι εύφορο προς τον Πόντο και τον Ευφράτη και δασώδες προς την οροσειρά του Ταύρου.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Στην αρχαιότητα υπήρχαν δύο Καππαδοκίες. Η Μεγάλη Καππαδοκία, που εκτείνονταν προς τον Ταύρο, με πρωτεύουσα τη Μάζακα και, επί Αλεξανδρινών χρόνων η Ευσέβεια. Άλλες μεγάλες πόλεις ήταν η Καισάρεια, η Μελίτη ή Μελιτηνή (Μαλάτια), η Τύανα (Χριστούπολη) που καταστράφηκε τον 8ο αιώνα και η Κόμανα προς τον Αντίταυρο, αρχαία πόλη με φημισμένο ιερατείο και μαντείο στον ποταμό Σάρο. Η άλλη, αποκαλούνταν Ποντική Καππαδοκία, με πρωτεύουσα την Αμισό και άλλες πόλεις τη Φαρνακία (Κερασούντα), Τραπεζούντα, Αμάσεια και Κόμανα Ποντική.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ
Οι Καππαδόκες πρέπει να εγκαταστάθηκαν μετά το 1600 π.Χ., αφού εκεί ήταν το κράτος των Χετταίων. Οι Καππαδόκες ήταν λαός πολεμικός, είχαν στρατιωτική οργάνωση με ανώτατο άρχοντα και άλλους ηγεμόνες. Μετά την εγκατάστασή τους, δημιούργησαν πολλά μικρότερα κράτη με κληρονομικές δυναστείες, με ανώτατο άρχοντα το βασιλιά. Ο πρώτος που μνημονεύει τη Καππαδοκία ήταν ο Ηρόδοτος. Οι παλαιότεροι Έλληνες τους αποκαλούσαν Λευκοσύριους ή Συρίους Καππαδόκες.
ΠΕΡΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Περί το 1100 π.Χ., Καππαδοκία δέχτηκε επίθεση από τους Ασσυρίους του βασιλιά Τιγλατπιλεζάρ Α’. Περί το 9ο αιώνα π.Χ., η Καππαδοκία δέχθηκε μεγάλη επιδρομή των Σκυθών, ενώ τον 8ο αιώνα π.Χ. την επίθεση των Μήδων και Περσών. Τον 6ο αι. π.Χ. υποτάχθηκε οριστικά στους Πέρσες και ο Κύρος την προσάρτησε στο περσικό κράτος. Την περίοδο αυτή το κράτος διαιρέθηκε σε σατραπείες. Ένας από τους άρχοντες της Καππαδοκίας ο Αριαράθης Α', κατάφερε να ενώσει υπό την εξουσία του όλη τη Καππαδοκία τον 4ο π.Χ. αιώνα. Τον διαδέχτηκε, μετά θάνατο, ο γιος του Αριαράθης Β'. Την περίοδο αυτή η Καππαδοκία αποτελούσε ένα μεγάλο αυτόνομο κράτος μέσα στην Περσική αυτοκρατορία.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Ο Μέγας Αλέξανδρος στην προέλασή του προς την Ανατολή κατέκτησε ολόκληρη την Καππαδοκία και διέλυσε τα στρατεύματα του Αριαράθη Β'. Ο Μέγας Αλέξανδρος σεβάστηκε την αυτονομία της Καππαδοκίας και τη διατήρησε μέχρι το θάνατό του οπότε και οι διάδοχοί του τη κατέλαβαν και την έδωσαν στον Ευμένη (322 π.Χ.). Το 315 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, όμως μετά τη μάχη στην Ιψό υπάχτηκε στο κράτος των Σελευκιδών. Πολύ γρήγορα ανέκτησε την αυτονομία της με τον Αριαράθη Γ', ο οποίος κατέλαβε τη Μεγάλη Καππαδοκία και τον Μιθριδάτη, που κατέλαβε την άλλη του Πόντου. Ο Μιθριδάτης ΣΤ' Ευπάτωρ αφού εκδίωξε και κακοποίησε τον Αριαράθη Η' (1ος αιώνας π.Χ.), κατάφερε να ενώσει τις δύο Καππαδοκίες σε μία. Από τον Αριαράθη Γ' μέχρι τον Αριαράθη Η', στη Μεγάλη Καππαδοκία καλλιεργήθηκαν με ζήλο τα ελληνικά γράμματα και η φιλοσοφία, δίνοντας πρώτοι το παράδειγμα οι ίδιοι οι ηγεμόνες της. Ο δε Αριαράθης ΣΤ' είχε έρθει και στην Αθήνα. Οι ηγεμόνες της Ποντικής Καππαδοκίας συνετέλεσαν πολύ ώστε να καταστήσουν τη χώρα τους κέντρο του ελληνισμού. Όταν ένωσαν σε μία τη χώρα, επέκτειναν το κράτος τους προς την Κριμαία, τον Καύκασο, την Κολχίδα και τη Συρία.
ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Αργότερα ο Μιθριδάτης Στ' ο Ευπάτωρ συγκρούστηκε με τη Ρώμη, με την οποία διεξήγαγε τρεις πολέμους (Μιθριδατικοί πόλεμοι). Σπουδαιότερος από αυτούς ήταν ο 1ος (88-85 π.Χ.), κατά τον οποίο νικήθηκε στη Χαιρώνεια από τον Σύλλα και υποχρεώθηκε με τη Συνθήκη της Δαρδάνου να πληρώσει μεγάλη πολεμική αποζημίωση, και ο 3ος (74-65 π.Χ.), κατά τον οποίο με σύμμαχο το γαμπρό του Τιγράνη, βασιλέα των Αρμενίων, προσπάθησε να κατακτήσει τη Βιθυνία αλλά νικήθηκε αρχικά από τον Λούκουλλο και στη συνέχεια από τον Πομπήιο. Τότε κατέφυγε στην Κριμαία, όπου και δολοφονήθηκε. Οι Ρωμαίοι τότε κατέλυσαν το Καππαδοκικό κράτος μεταβάλλοντάς το σε ρωμαϊκή επαρχία. Το 70 π.Χ. επανίδρυσαν το κράτος της Καππαδοκίας υπό τον Αριοβαρζάνη. Όταν αυτός πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους, ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε το θρόνο στον Καππαδόκη Αρχέλαο, λόγιο και συγγραφέα, τον οποίο και κάλεσε στη Ρώμη όπου και πέθανε το 17 μ.Χ., χωρίς διάδοχο. Τότε η Καππαδοκία χωρίστηκε σε 3 επαρχίες.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Κατά την περίοδο αυτή, Καππαδοκία νοείται πλέον μόνο η Μεγάλη Καππαδοκία ενώ εκείνη προς τον Πόντο έχει πλέον καθιερωθεί με το όνομα Πόντος. Πόλεις ονομαστές αυτή τη περίοδο είναι η Αριαθάμια (στον ποταμό Σάρο), η Τάβια, η Νύσσα, η Μωκισσός (στον ποταμό Άλυ), η Αραβισσός, η Κολώνεια, η Ηράκλεια και η Ναζιανζός. Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο εξελληνισμός της περιοχής βοήθησε τα μέγιστα στη εξάπλωση του Χριστιανισμού. Αξιόλογα κέντρα του Χριστιανισμού στην Καππαδοκία ήταν η Καισάρεια, η πρώτη σε ιεραρχία και κύρος μητρόπολη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ιδίως η δύναμη και η επιβολή που είχαν οι Μητροπολίτες της Καισαρείας ήταν τόση που πρωτοστατούσαν σε κάθε πολιτική και θρησκευτική κίνηση. Τον 3ο-5ο αιώνα ακμάζει η παιδεία και διακρίνονται οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι κατάγονταν από την Καππαδοκία, όπως ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης, ο Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, ο Φερμελιανός ο Καισαρείας, ο Λεόντιος και ο Ευσέβιος Καισαρείας κ.α.
Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Καππαδοκία ενώθηκε με τον Πόντο και αποτέλεσε μικρό κράτος υπό τον ανεψιό του Αννιβαλιανό. Αλλά επί των διαδόχων του Αννιβαλιανού έγινε πάλι επαρχία του Βυζαντίου, δεχόμενη επιδρομές από γύρω λαούς. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διαπιστώνοντας τη σπουδαιότητα της χώρας για την αντιμετώπιση των Περσών και αργότερα των Αράβων και Τούρκων, την έκαναν μεγάλο στρατιωτικό κέντρο. Στον Ταύρο και Αντίταυρο κατασκεύασαν πολλά αμυντικά οχυρωματικά έργα, τα λεγόμενα Κλεισούρες, ενώ στα πεδινά συγκέντρωναν στρατό για προετοιμασία επιθέσεων. Στην Καππαδοκία συγκέντρωσε το στρατό του ο Ιουστινιανός κατά των Περσών, και ο Ηράκλειος, όταν νίκησε τον Χοσρόη Β’ (623). Τελικά όμως υπέκυψε κάτω από το βάρος των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αράβων, οι οποίοι κατέλαβαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τη χώρα πέραν του Αντιταύρου. Η Καππαδοκία ανακαταλήφθηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία το 10 αιώνα.
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Στα τέλη του 11ου αιώνα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι υπέταξαν την Καππαδοκία και, μετά τη διαίρεση του κράτους των Σελτζούκων, απετέλεσε μέρος του κράτους του Ικονίου ή Σουλτανάτου του Ρουμ. Το 13ο αιώνα, μετά τη διάλυση και αυτού του κράτους, έγινε αυτόνομη χώρα κάτω από τη Δυναστεία Καραμάν εξ ου και το όνομα Καραμανία. Λίγο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το κράτος αυτό καταλύθηκε και η Καππαδοκία περιήλθε στους Οθωμανούς Τούρκους. Μετά τη κατάληψη της Καππαδοκίας από τους Οθωμανούς και επειδή η χώρα δεν ήταν και τόσο εύφορη, άρχισε η μετανάστευση των Χριστιανών προς τη Μερσίνη, την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και προς την Αμισό. Το 19ο αιώνα άρχισε μια νέα ακμή του ελληνοχριστιανικού στοιχείου και των ελληνικών γραμμάτων στην Καππαδοκία, ιδίως μετά το 1870, όταν στο μητροπολιτικό θρόνο της Καισαρείας ήταν ο πρώην Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής Ευστάθιος (Κλεόβουλος). Αυτός συνετέλεσε στην ίδρυση Καππαδοκικής Αδελφότητας στη Κωνσταντινούπολη, για συλλογή χρημάτων και ίδρυση σχολείων. Το 1922 οι Έλληνες κάτοικοί της έφυγαν διωγμένοι και ήρθαν να ζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Μέχρι τη Δ' Οικουμενική σύνοδο (451 μ.Χ.), η Καππαδοκία αποτελούσε μία Εκκλησία υπό τον Μητροπολίτη και Πατριάρχη Καισαρείας, στον οποίο υπαγόταν και η Αρμενία. Στη συνέχεια με απόφαση της Δ' Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα, υπάχθηκε ο ανεξάρτητος θρόνος της Καισαρείας κάτω από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.
Η Καππαδοκία σπάνια αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Οι Καππαδόκες από την Καππαδοκία εξόντωσαν τους Ευαίους, που κατοικούσαν στην περιοχή της Ασηδώθ μέχρι τη Γάζα, και εγκαταστάθηκαν αυτοί στη θέση τους (Δευτερονόμιο 2,23).
|