ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ

 

ΚΕΝΑΙΟΙ

 

ΟΙ ΚΕΝΑΙΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

 

Λαοί της Παλαιάς Διαθήκης

Οι Κεναίοι (Κιναίοι) ήταν αρχαίος λαός και ήταν μια από τις δέκα χαναανιτικές φυλές (Γένεση 15,18-19). Ήταν ημινομαδική φυλή, η οποία εγκαταστάθηκε στην περιοχή της φυλής Ιούδα, με την οποία και τελικά συγχωνεύτηκε. Μια από τις φυλές των Κεναίων ήταν οι Κεναίοι του Χάλεβ, οι οποίοι ξεκίνησαν από τη Μαδιάμ και τελικά, αφού εγκαταστάθηκαν μόνιμα γύρω απ' τη Χεβρών, συγχωνεύτηκαν με τη φυλή του Ιούδα. Νοτιοδυτικότερα της Χεβρών άλλοι Κεναίοι του Γοθονιήλ, οι οποίοι πέτυχαν να μπουν στην Παλαιστίνη, αλλά κι αυτοί συγχωνεύτηκαν με τη φυλή του Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,17. Κριταί 1,13).

Στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι υπήρχαν Κεναίοι και στην ορεινή περιοχή της Γαλιλαίας (Κριτές 4,17), αλλ' όπως φαίνεται αυτοί δεν είχαν σχέση ούτε με τους Χαναναίους ούτε με τους Ισραηλίτες ούτε και με τους εγκαταστημένους σε άλλες περιοχές της Παλαιστίνης Κεναίους. Ο Χαβέρ ο Κεναίος χωρίστηκε από τους άλλους Κεναίους, τους απογόνους του Ιωβάβ, γαμπρού του Μωυσή, που είχαν εγκατασταθεί στα όρια της φυλής Ιούδα και πήγε βόρεια. Ο Χαβέρ εγκαταστάθηκε κοντά στην πόλη Κεδές στο βορρά (Κριτές 4,11). Τα σπίτια των Κεναίων, καθώς και οι πόλεις τους ήταν στέρεες και καλά οχυρωμένες (Αριθμοί 24,21).

 

Ο Βαλαάμ προφήτευσε στο Βαλάκ, στο όρος Φεγώρ, την μελλοντική καταστροφή και αιχμαλωσία των Κεναίων από τους Ασσύριους, παρά τις στέρεες ορεινές κατοικίες τους (Αριθμοί 24,21-22). Οι πατριές γραμματέων που κατοίκησαν στις πόλεις Ιάβις, Θαργαθιΐμ, Σαμαθιΐμ και Σωχαθίμ, ήταν Κιναίοι (Α' Παραλειπομένων 2,55).

Οι Κιναίοι, απόγονοι του Ιοθόρ, πεθερού του Μωυσή, έφυγαν από την πόλη των φοινίκων, την Ιεριχώ, μαζί με τους άντρες της φυλής Ιούδα και εγκαταστάθηκαν στην έρημο του Ιούδα, στην κατωφέρεια της Αράδ, ανάμεσα στους Ισραηλίτες (Κριταί 1,16).

 

Ο Σισάρα, αρχιστράτηγος του Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ, μετά την ήττα του στον ποταμό Κισών από τον Κριτή Βαράκ, το έβαλε στα πόδια και ο Βαράκ τον καταδίωξε. Τότε ο Σισάρα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του Χαβέρ του Κιναίου, ενός Ισραηλίτη που εκείνο τον καιρό είχε φιλικές σχέσεις με τον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ.

Η Ιαήλ έκρυψε το Σισάρα στη σκηνή της και καθώς ήταν αποκαμωμένος κοιμήθηκε βαθιά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη και ο Σισάρα πέθανε.

Τότε έφτασε και ο Βαράκ που καταδίωκε το Σισάρα. Η Ιαήλ τον καλοδέχτηκε και του έδειξε το Σισάρα που ήταν νεκρός μέσα στη σκηνή της (Κριτές 4,17-22).

 

Όταν ο Σαούλ συγκέντρωσε 400.000 στρατό στα Γάλγαλα, για να πολεμήσει τους Αμαληκίτες, προειδοποίησε τους Κιναίους απογόνους του πεθερού του Μωυσή, να φύγουν από τη χώρα των Αμαληκιτών για να μην τους εξοντώσουν μαζί με τους Αμαληκίτες, επειδή στο παρελθόν οι Κιναίοι βοήθησαν τους Ισραηλίτες. Οι Κιναίοι πράγματι υπάκουσαν στην εντολή και εγκατέλειψαν τη χώρα των Αμαληκιτών. Στη συνέχεια ο Σαούλ επιτέθηκε και νίκησε τους Αμαληκίτες από την Ευιλάτ έως τη Σουρ, ανατολικά από την Αίγυπτο. Αιχμαλώτισε τον Αγάγ, βασιλιά των Αμαληκιτών, και κατέσφαξε όλο τον πληθυσμό της περιοχής, όπως είχε πει ο Θεός. Αλλά ο Σαούλ έπεσε στη δυσμένεια του Θεού, επειδή αυτός και ο στρατός του λυπήθηκαν τον ίδιο τον Αγάγ και τα καλύτερα λάφυρα από τη μάχη, ζώα και γενικά κάθε αγαθό αξίας δεν θέλησαν να τα καταστρέψουν, όπως τους είχε πει ο Θεός (Α' Βασιλειών 15,1-9).