ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ |
|
ΑΜΑΛΗΚΙΤΕΣ |
ΟΙ ΑΜΑΛΗΚΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
ΓΕΝΙΚΑ
Οι Αμαληκίτες ήταν αρχαίος νομαδικός λαός σημιτικής καταγωγής. Ήταν απόγονοι του Αμαλήκ, γιου του Ελιφάς και εγγονού του Ησαύ, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γένεση 36,11-12). Ανήκε στις χαναανιτικές φυλές και κατοικούσε νότια της Χαναάν (Αριθμοί 13,30). Κατοικούσαν στη χερσόνησο του Σινά και μάλιστα στην έρημο που βρισκόταν μεταξύ των νοτιότερων υψωμάτων της Παλαιστίνης και των συνόρων της Αιγύπτου (Αριθμοί 13,29. Α' Βασιλειών 15,7. 27,8). Η μορφολογία της περιοχής αυτής καθόριζε και τη ζωή τους που ήταν καθαρά νομαδική, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι στις στρατιωτικές επιχειρήσεις πήγαιναν μαζί με τις οικογένειες τους (Κριταί 6,5). Ήταν λαός πολυάριθμος και ποιμενικός (Α' Βασιλειών 15,6) και οι πόλεις τους που μνημονεύονται δεν ήταν τίποτα άλλο παρά στάσεις και νομαδικοί καταυλισμοί. Οι σχέσεις μεταξύ Ισραηλιτών και Αμαληκιτών ήταν πάντοτε τεταμένες (Έξοδος 17,8. Αριθμοί 14,45. Δευτερονόμιο 25,17. Κριταί 3,13. 6,3. Α' Βασιλειών κεφ. 15-27.30). Στο βιβλίο των Ψαλμών οι Αμαληκίτες αναφέρονται ως εχθροί των Ισραηλιτών (Ψαλμοί 82,8).
ΟΙ ΑΜΑΛΗΚΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ
Στην εποχή του Αβραάμ, όταν ο βασιλιάς του Ελάμ ο Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του, πήγαιναν για να πολεμήσουν με το στρατό των Σοδόμων και των Γομόρρων, αφού στο πέρασμά τους ερήμωσαν αρκετές χώρες και έφτασαν ως την έρημο Φαράν, κατόπιν επέστρεψαν στην Κάδης και νίκησαν τους Αμαληκίτες και τους Αμορραίους (Γένεση 14,6-7).
ΟΙ ΑΜΑΛΗΚΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Οι Αμαληκίτες πολέμησαν τους Ισραηλίτες, όταν έφυγαν από την Αίγυπτο και στρατοπέδευσαν στη Ραφιδείν. Ο Μωυσής είχε ορίσει τον Ιησού του Ναυή ως αρχηγό των Ισραηλιτών. Μετά ο ίδιος κρατώντας το ραβδί του, μαζί με τον Ααρών και τον Ωρ ανέβηκαν στην κορυφή ενός λόφου. Όσο ο Μωυσής είχε υψωμένα τα χέρια του, νικούσαν οι Ισραηλίτες όταν τα κατέβαζε επειδή κουράζονταν, νικούσαν οι Αμαληκίτες. Τότε ο Ααρών και ο Ωρ πήραν μια πέτρα, την έβαλαν εκεί που στεκόταν ο Μωυσής, κι αυτός κάθησε πάνω της. Ο Ααρών και ο Ωρ, ο ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη, στήριζαν τα χέρια του. Μ' αυτό τον τρόπο, τα χέρια του Μωυσή έμειναν σταθερά υψωμένα ως τη δύση του ήλιου. Έτσι, ο Ιησούς του Ναυή κατατρόπωσε τους Αμαληκίτες (Έξοδος 17,8-16). Όταν ο Μωυσής είχε στείλει κατασκόπους στη Χαναάν, για να κατασκοπεύσει τη χώρα, αυτοί του είπαν, ότι ανάμεσα στους άλλους λαούς που κατοικούσαν στην περιοχή, οι Αμαληκίτες κατοικούσαν στα νότια της χώρας (Αριθμοί 13,30). Οι κατάσκοποι δυσφήμησαν στο λαό τη χώρα, που τους υποσχέθηκε ο Θεός, και επειδή οι Ισραηλίτες έδειξαν ασέβεια και αχαριστία προς το Θεό και ήθελαν να λιθοβολήσουν το Μωυσή και τους συνεργάτες του, ο Θεός τους τιμώρησε με σαραντάχρονη περιπλάνηση στην έρημο. Τότε κάποιοι από αυτούς παραδέχτηκαν το σφάλμα τους προς το Θεό και προσπάθησαν να μπουν μόνοι τους στη Χαναάν, παρά τις προειδοποιήσεις του Μωυσή. Τότε κατέβηκαν οι Αμαληκίτες και οι Χαναναίοι, που κατοικούσαν σ' εκείνα τα βουνά, τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν ως την Ερμά (Χορμά). Όσοι διασώθηκαν από τη σφαγή επέστρεψαν στο στρατόπεδο (Αριθμοί 14,39-45).
Ο Βαλαάμ προφήτευσε στο Βαλάκ, στο όρος Φεγώρ, την καταστροφή των Αμαληκιτών από τους Ισραηλίτες, επειδή ήταν οι πρώτοι που πολέμησαν τους Ισραηλίτες (Αριθμοί 24,20). Κατά την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη Χαναάν 500 άντρες από τη φυλή Συμεών πήγαν στην ορεινή περιοχή της Εδώμ και αφού σκότωσαν τους Αμαληκίτες της περιοχής, εγκαταστάθηκαν εκεί (Παραλειπομένων Α' 4,42-43).
ΟΙ ΑΜΑΛΗΚΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΩΝ
Την περίοδο των Κριτών οι Αμαληκίτες συμμάχησαν με τον Εγλώμ, βασιλιά της Μωάβ, και τους Αμμωνίτες. Όλοι μαζί επιτέθηκαν στους Ισραηλίτες και κυρίεψαν την Ιεριχώ. Έτσι οι Ισραηλίτες έγιναν δούλοι, φόρου υποτελείς στον Εγλώμ για 18 χρόνια (Κριταί 3,13-14).
Την εποχή του Γεδεών, οι Μαδιανίτες καταπίεζαν σκληρά τους Ισραηλίτες κι αυτοί για να προστατευτούν έφτιαξαν κρησφύγετα πάνω στα βουνά, σε σπηλιές και σε απότομους βράχους. Όποτε οι Ισραηλίτες έσπερναν και έρχονταν η ώρα του θερισμού, οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και διάφοροι νομάδες της Ανατολής έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Ήταν αμέτρητοι και μαζί με τα ζώα τους, στρατοπέδευαν στα χωράφια των Ισραηλιτών και κατέστρεφαν τις καλλιέργειες και τα κοπάδια τους (Κριτές 6,1-6). Κάποια μέρα οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και οι νομάδες της Ανατολής πέρασαν τον Ιορδάνη και στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα Ιεζραέλ. Ο Κριτής Γεδεών έστειλε αγγελιοφόρους στις φυλές Μανασσή, Ασήρ, Ζαβουλών και Νεφθαλί, να τον ακολουθήσουν σε πόλεμο κατά των Μαδιανιτών και των συμμάχων τους (Κριτές 6,33-35). Οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και οι άλλοι νομάδες από την ανατολή, ήταν πολυάριθμοι και είχαν διασκορπιστεί στην κοιλάδα (Κριτές 7,8). Ο Γεδεών με 300 άντρες περικύκλωσε το στρατόπεδό τους. Προκάλεσε τέτοια ταραχή, που οι Μαδιανίτες και οι Αμαληκίτες νόμιζαν ότι είχαν περικυκλωθεί και τράπηκαν σε φυγή πανικόβλητοι. Άρχισαν τότε ο ένας να στρέφει το ξίφος του εναντίον του άλλου και ν' αλληλοσκοτώνονται. Όσοι από τους Μαδιανίτες γλίτωσαν, έφυγαν πανικόβλητοι προς τα γύρω μέρη (Κριτές 7,15-23). Οι βασιλιάδες των Μαδιανιτών, των Αμαληκιτών και των νομάδων της ανατολής, ο Ζεβεέ και ο Σελμανά με τα στρατεύματα τους, περίπου 15.000, βρίσκονταν όλοι στην Καρκάρ. Τόσοι είχαν απομείνει από ολόκληρο το στράτευμα των νομάδων της Ανατολής και είχαν σκοτωθεί περίπου 120.000 στρατιώτες. Ο Γεδεών χτύπησε τον εχθρικό στρατό, την ώρα που αναπαυόταν. Οι δυο βασιλιάδες των Μαδιανιτών, Ζεβεέ και Σελμανά, ξέφυγαν αλλά ο Γεδεών τους καταδίωξε και τους αιχμαλώτισε κι έτσι ο στρατός τους κατατροπώθηκε (Κριτές 8,10-12).
Όταν πέθανε ο Κριτής Αβδών, τον έθαψαν στην πόλη που γεννήθηκε την Φαραθών, σε όρος των Αμαληκιτών (Κριταί 12,15).
ΟΙ ΑΜΑΛΗΚΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
Οι Αμαληκίτες ήταν ένας από τους λαούς, τους οποίους αντιμετώπισε ο Σαούλ και νίκησε (Α' Βασιλειών 14,47). Ο Σαούλ συγκέντρωσε στρατό απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ για να πολεμήσει τους Αμαληκίτες. Ο στρατός του έφτανε τις 400.000 άνδρες. Ο Σαούλ νίκησε τους Αμαληκίτες, αιχμαλώτισε τον Αγάγ, βασιλιά των Αμαληκιτών, και κατέσφαξε όλο τον πληθυσμό της περιοχής, όπως τους είχε πει ο Θεός. Αλλά ο Σαούλ και ο στρατός του λυπήθηκαν τον ίδιο τον Αγάγ και τα καλύτερα λάφυρα από τη μάχη, ζώα και γενικά κάθε αγαθό αξίας δεν θέλησαν να τα καταστρέψουν, όπως τους είχε πει ο Κύριος (Α' Βασιλειών 15,1-9). Στο τέλος ο Σαμουήλ ζήτησε να του φέρουν μπροστά του τον Αγάγ, τον οποίο εκτέλεσε μ' ένα σπαθί στα Γάλγαλα, ενώπιον του Θεού (Α' Βασιλειών 15,31-33).
Ο Δαβίδ, όταν κατέφυγε στους Φιλισταίους για ν' αποφύγει την οργή του Σαούλ και εγκαταστάθηκε στη Σικελάγ, αυτός και οι άνδρες του έκαναν επιδρομές ενάντια στους Γεσιρίτες και στους Αμαληκίτες, οι οποίοι κατοικούσαν από τη Γελαμψούρ μέχρι την Αίγυπτο. Χτυπούσαν αυτές τις περιοχές και δεν άφηναν ζωντανούς, ούτε άνδρες ούτε γυναίκες. Έπαιρναν τα ζώα τους και ότι άλλο πολύτιμο έβρισκαν. Αυτό εφάρμοζε ο Δαβίδ όλο τον καιρό που έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων, επειδή τα μέρη αυτά ήταν φιλικά προς τους Φιλισταίους, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανείς, που να μαρτυρούσε στον Αγχούς τις πράξεις του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 27,8-11). Κάποτε που ο Δαβίδ με τους άνδρες του έλειπαν από τη Σικελάγ, οι Αμαληκίτες επιτέθηκαν νότια της περιοχής του Ιούδα και χτύπησαν τη Σικελάγ (Σεκελάκ). Πυρπόλησαν την πόλη, αιχμαλώτισαν άνδρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Όταν, μετά από τρεις ημέρες, ήρθε ο Δαβίδ και οι άνδρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί (Α' Βασιλειών 30,1-8). O Δαβίδ με τους εξακόσιους άνδρες του καταδίωξαν τους Αμαληκίτες. Στην πορεία βρήκαν έναν νεαρό Αιγύπτιο και του έδωσαν να φάει και να πιει, γιατί ήταν νηστικός τρία μερόνυχτα. Όταν συνήλθε, τους είπε ότι ήταν δούλος κάποιου Αμαληκίτη και ότι επιτέθηκαν σ' όλη την περιοχή του νότιου Ιούδα και μετά την πυρπόληση της Σικελάγ (Σεκελάκ) αρρώστησε και ο κύριος του τον εγκατέλειψε. Στη συνέχεια ο νεαρός Αιγύπτιος, αφού έλαβε εγγυήσεις για τη ζωή του, οδήγησε τον Δαβίδ στο μέρος που κρύβονταν οι Αμαληκίτες (Α' Βασιλειών 30,9-16). Στο μεταξύ οι Αμαληκίτες είχαν διασκορπιστεί σ' όλη την περιοχή τρώγοντας και πίνοντας και πανηγυρίζοντας για τα άφθονα λάφυρα που είχαν πάρει από τη χώρα των Φιλισταίων και από την περιοχή του Ιούδα. Ο Δαβίδ τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και τους χτύπησε μέχρι την επόμενη μέρα. Κανείς απ' αυτούς δε σώθηκε, παρά μόνο τετρακόσιοι άνδρες, που έφυγαν καβάλα στις καμήλες τους. Ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του. Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,17-20).
Τρεις μέρες μετά τη νίκη του εναντίον των Αμαληκιτών, έφτασε στη Σικελάγ (Σεκελάκ) ένας αγγελιαφόρος από το στρατόπεδο του Σαούλ, με σχισμένα τα ρούχα του και με χώμα πάνω στο κεφάλι του. Όταν πλησίασε το Δαβίδ, έπεσε στη γη και προσκύνησε. Στη συνέχεια του ανέφερε την ήττα των Ισραηλιτών από τους Φιλισταίους, καθώς και το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν. Αυτός είπε στο Δαβίδ ότι ήταν Αμαληκίτης, που ζούσε στη γη των Ιουδαίων, και βρέθηκε τυχαία στο μέρος, όπου έγινε η μάχη στο όρος Γελβουέ. Εκεί είδε το Σαούλ που ήταν πληγωμένος πάνω στο ξίφος του, ενώ το ιππικό των εχθρών πλησίαζε. Τότε ο Σαούλ του φώναξε να τον αποτελειώσει και προκειμένου να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των εχθρών του, τον σκότωσε. Κατόπιν πήρε το στέμμα από το κεφάλι του και το βραχιόλι από το μπράτσο του και τα έφερε στο Δαβίδ. Τότε ο Δαβίδ του είπε, ότι έκανε άσχημα να σκοτώσει τον Σαούλ, που ήταν ο εκλεκτός του Κυρίου, και τότε φώναξε έναν από τους άνδρες του και τον πρόσταξε να τον σκοτώσει (Β' Βασιλειών 1,1-16).
Ο Δαβίδ το ασήμι και το χρυσάφι που είχε πάρει από όλα τα έθνη, τα οποία είχε υποτάξει, από τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους, τους Αμαληκίτες, καθώς και το βασίλειο του Σουβά, το αφιέρωσε στον Κύριο (Β' Βασιλειών 8,11-12. Α' Παραλειπομένων 18,11).
|