ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

ΕΛΛΑΔΑ

 

Η ΕΛΛΑΔΑ

 

Χάρτης της Ελλάδας

Χώρα της ΝΑ Ευρώπης στο νοτιότερο σημείο της βαλκανικής χερσονήσου, με συνολική έκταση 131.957 τ.χλμ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1991, ο πληθυσμός της χώρας ήταν 10.259.900 κάτοικοι. Πρωτεύουσα της Ελλάδος και μεγαλύτερη πόλη είναι η Αθήνα.

 

 

ΕΛΛΑΣ - ΕΛΛΗΝ

 

Η παράδοση φέρει τον Έλληνα, γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, βασιλιά της Φθιώτιδας, ως γενάρχη των Ελλήνων.

Μια άλλη παράδοση θεωρεί, πως το όνομα της χώρας προήλθε από τους Σελλούς, τους ιερείς του Δωδωναίου Διός και γενικότερα έτσι ονομάζονταν οι κάτοικοι της περιοχής της Δωδώνης.

Το όνομα Ελλάς αναφέρεται για πρώτη φορά από τον ποιητή Όμηρο και ταυτιζόταν με την περιοχή της Φθιώτιδας. Τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας ο Όμηρος τους ονόμαζε Αχαιούς, Αργείους και Δαναούς.

Αργότερα η ονομασία περιέλαβε όλους τους Έλληνες βόρεια και νότια της Φθιώτιδας. Έτσι κατά το Θουκυδίδη, τον Παυσανία, τον Στράβωνα και άλλους αρχαίους συγγραφείς, Ελλάς νοείται όχι μόνο η περιοχή νότια των Θερμοπυλών, αλλά και βόρεια απ' αυτή, όπως η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Θράκη, η Μικρά Ασία, η Κύπρος, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, η η Κάτω Ιταλία και η Σικελία.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

 

Α) ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΟΝΟΛΑΤΡΕΙΑ

 

Οι αρχαίοι Έλληνες, όπως κι όλοι οι λαοί στα πρώτα στάδια της ιστορίας τους, ήταν "φυσιολάτρες" και "προγονολάτρες". Σε κάθε δηλαδή φυσικό φαινόμενο, όπως στη βροντή, στον κεραυνό, στη βροχή, στον άνεμο κ.λπ. φαντάζονταν την παρουσία μιας ανώτερης κρυφής δύναμης, που τη λάτρευαν. Πίστευαν πως αυτή τους κυβερνάει και πως έτσι εκφράζει τη θέληση ή τη δύναμη, την εύνοια ή την οργή της.

Οι πρόγονοι των Ελλήνων αρχικά θεοποίησαν τις φυσικές δυνάμεις. Αργότερα προχώρησαν στο "ζωομορφισμό" και στον "ανθρωπομορφισμό", δίνοντας στους θεούς τους μορφές και ιδιότητες ζώων κι ανθρώπων.

Η ελληνική μυθολογία, κι όταν ακόμα οι θεοί τους πήραν μορφές κι ιδιότητες ανθρώπων, εξακολούθησε να έχει θεότητες που αντιπροσώπευαν φυσικά όντα και φαινόμενα (ανέμους, ποτάμια, φυτά, δέντρα κ.λπ). Το ζωντάνεμα κάθε θαυμαστού κι ωραίου στη φύση συνεχίστηκε, όπως δείχνουν οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, που στη φαντασία του βλέπει τα βουνά να μαλώνουν, τα ποτάμια να θυμώνουν, τα δέντρα να κλαίνε και τα πουλιά να μιλούν.

 

Οι ανθρωπόμορφοι θεοί ήταν φυσικό να μη διαφέρουν πολύ από τους ανθρώπους, αλλά να έχουν κι αυτοί όχι μόνο μορφή ανθρώπινη, αλλά και να έχουν τα ίδια συναισθήματα και πάθη, τα ίδια ελαττώματα και τις ίδιες ανθρώπινες αδυναμίες.

Από την άλλη μεριά, φυσικό ήταν να θεοποιήσουν και πολλούς προγόνους τους και ήρωες, αφού κι αυτοί είχαν τις ίδιες αρετές και τις ίδιες ιδιότητες μ' αυτές που είχαν αποδώσει στους θεούς. Όμοιες αντιλήψεις συναισθήματα της ψυχής τους τους οδήγησαν στη λατρεία των νεκρών προγόνων τους, που τους ονόμαζαν ήρωες. Από τους ήρωες αυτούς πολλοί ήταν πρόσωπα ιστορικά και μερικοί έγιναν φυλετικοί, ο Ηρακλής, ο Θησέας κ.ά. Η λατρεία των ηρώων διαδόθηκε στην Ελλάδα τον 6ο αιώνα κι έφτασε στην ακμή της στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. με την ανάπτυξη της δραματικής ποίησης.

 

Ο ανθρωπομορφισμός έγινε αφορμή να μεταφερθεί στους θεούς όλος ο ανθρώπινος ψυχικός κόσμος. Θρησκευτικές και ηθικές ιδέες, άρχισαν ν' αποκτούν ενέργεια και ζωή, να γίνονται ζωντανά πλάσματα. Το πεπρωμένο έγινε η "Μοίρα" που κυβερνάει θεούς κι ανθρώπους ή που ταυτίζεται με τον ανώτατο θεό, το Δία τον "Μοιραγέτη", αυτόν που ορίζει το πεπρωμένο σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Η έννοια της δικαιοσύνης έγινε η θεά "Δίκη", θυγατέρα του Δία, σεβαστή απ' όλους ή η "Θέμιδα", συμπάρεδρη του Δία. Οι τύψεις της συνείδησης έγιναν "Ερινύες" κι η σύγχυση του μυαλού που σπρώχνει τον άνθρωπο στο έγκλημα έγινε η θεά "Άτη". Η Θέμιδα έγινε μητέρα των τριών Ωρών: της Ευνομίας, της Δίκης και της Ειρήνης κ.ά.

 

 

Β) ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

 

Ο Ησίοδος έγραψε τη γενεαλογία των θεών στη Θεογονία του. Τρία είναι τα αρχικά στοιχεία από τα οποία προέκυψε ο κόσμος: Το Χάος, η Γαία (Γη) κι ο Έρωτας (Έρως). Από το Χάος γεννήθηκε το Έρεβος κι η Νύχτα κι απ' αυτούς γεννήθηκαν ο Αιθέρας κι η Μέρα (Ημέρα). Η Γαία γονιμοποιήθηκε απ' τον Ουρανό και γέννησε τον Ωκεανό, τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες, τον Υπερίωνα, τη Φοίβη, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τον Κρόνο και πολλούς άλλους θεούς. Ο Ουρανός κλείνει τα παιδιά του στον Τάρταρο, τη φοβερή φυλακή του Άδη. Η Γαία (Γη) ξεσηκώνει τους Τιτάνες κι ο Κρόνος, ένας απ' αυτούς, νικάει τον Ουρανό κι ανακηρύσσεται νέος άρχοντας του Κόσμου.

Οι Τιτάνες ξαναρχίζουν τη ζωή τους. Η Νύχτα γεννάει το Θάνατο, τον Ύπνο και τα όνειρα, τις Μοίρες, τη Νέμεση, την Απάτη, τη Φιλότητα, την Έριδα, που γέννησε τον πόνο, τις μάχες και τον Όρκο. Η Ρέα ονομαζόταν και Κυβέλη, Γη και Μεγάλη Μητέρα κ.ά. Ο Κρόνος με τη Ρέα, έκαναν πολλά παιδιά, μα για να μην εκθρονιστεί ο Κρόνος από τα παιδιά του, μόλις γεννιόνταν, τα κατάπινε. Είχε καταπιεί την Εστία, τη Δήμητρα, την Ήρα, τον Πλούτωνα και τον Ποσειδώνα. Έτσι η Ρέα, για να μη χάσει κι άλλο παιδί, έγκυος έφυγε στην Κρήτη, όπου γέννησε το Δία. Στον Κρόνο έδωσε και κατάπιε μια πέτρα σπαργανωμένη, χωρίς να καταλάβει την απάτη.

Ο Δίας (Ζευς) που μεγάλωσε κρυφά, εκθρόνισε τον πατέρα του τον Κρόνο. Οι Τιτάνες, τα αδέρφια του Κρόνου, ξεσηκώθηκαν εναντίον του Δία. στον πόλεμο που έγινε (Τιτανομαχία) νίκησε ο Δίας με τα αδέρφια του κι ο Κρόνος με τους Τιτάνες κλείστηκαν στον Τάρταρο. Περισσότερα για την Τιτανομαχία εδώ.

 

Ο Δίας μοιράστηκε την εξουσία του Κόσμου με τα αδέρφια του. Ο ίδιος έγινε κύριος του Ουρανού, ο Ποσειδώνας της θάλασσας κι ο Πλούτωνας του Άδη. Η γη έμεινε αμοίραστη και στους τρεις. Ο Δίας με τη γυναίκα του την Ήρα γέννησαν την Ήβη, τον Ήφαιστο, τον Άρη και την Ειλείθυια. Ο Δίας με τη Δήμητρα γέννησε την Περσεφόνη, με τη Λητώ τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, με τη Μαία τον Ερμή και με πολλές άλλες γυναίκες απόχτησε πλήθος άλλων παιδιών.

Η Ήρα ήταν θεά βασίλισσα, προστάτιδα του γάμου. Ο Ποσειδώνας ήταν ο κύριος και θεός της θάλασσας. Η Αθηνά που γεννήθηκε πάνοπλη από το κεφάλι του Δία, ήταν η θεά της σοφίας και προστάτιδα των τεχνών. Ο Απόλλωνας ήταν θεός του φωτός και της μουσικής. Ο Άρης ήταν ο θεός του πολέμου. Η Άρτεμη ήταν η θεά του κυνηγιού. Η Αφροδίτη ήταν η θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Ο Ήφαιστος ήταν ο θεός της φωτιάς και της μεταλλουργίας. Η Εστία ήταν η θεά του σπιτιού. Ο Ερμής ήταν ο αγγελιαφόρος των θεών.

 

Θεοί της γης: Η Δήμητρα, κόρη του Κρόνου και της Ρέας, ήταν θεά και προστάτιδα της γονιμότητας της γης. Η Περσεφόνη, κόρη της Δήμητρας και του Δία, σύμβολο της φυσικής αλλαγής της γέννησης και του θανάτου, της αναζωογόνησης της φύσης (την άνοιξη) και του μαρασμού της (το χειμώνα). Γι' αυτό και λατρευόταν ως σύζυγος του Πλούτωνα, που έξι μήνες έμεινε κοντά του στον Άδη, όταν η γη νεκρωνόταν, κι έξι μήνες ζούσε πάνω στη γη, κοντά στη μητέρα της Δήμητρα κι ο ερχομός της συνοδευόταν με την βλάστηση και την άνθιση της γης.

Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης, συνδέθηκε με την καλλιέργεια του αμπελιού που κάνει τα σταφύλια και το μεθυστικό κρασί. Έτσι η λατρεία του συνοδευόταν με τραγούδια, χορούς και γέλια, που γέμιζαν την ατμόσφαιρα οι χορευτές συνοδοί του θεού Σάτυροι και Σειληνοί κι οι χορευτές Βάκχες και Μαινάδες, που έτρεχαν στα βουνά και τους κάμπους με στεφάνια από κισσό στα κεφάλια, κρατώντας θύρσους, κύμβαλα και ξίφη και τραγουδούσαν τους διθυράμβους τιμώντας έτσι το θεό. Οι γιορτές τους πήραν ιδιαίτερη σημασία στην Αττική και στην Αθήνα και αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη της δραματικής τέχνης, με τη δημιουργία της τραγωδίας, που αποτέλεσε το κορύφωμα της καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας των προγόνων μας.

 

Ο Ποσειδώνας, με τη γυναίκα του Αφροδίτη, κόρη του Νηρέα, λατρεύτηκε σ' όλες τις παράλιες πόλεις και προπάντων στην Κόρινθο.

Θεός της γης ήταν ακόμα ο Πάνας κι οι Νύμφες και θεοί της θάλασσας ο Νηρέας με τις θυγατέρες του (Νηρηίδες), οι Τρίτωνες, ο Παλαίμονας, η Λευκοθέα κ.ά.

 

Ο Άδης και οι θεοί του: Μέσα στο κέντρο της γης ήταν ο Άδης, ένας τόπος ολοσκότεινος, που τον περνούσαν τα πέντε φοβερά ποτάμια: ο Αχέροντας, ο Κωκυτός, ο Πυριφλεγέθονας, η Λήθη κι η Στύγα, που χύνονταν στην Αχερουσία λίμνη. Απ' αυτή έπρεπε να περάσουν με βάρκα οι ψυχές, αφού πρώτα πιουν το νερό της Λήθης. Τη βάρκα την οδηγούσε ο Χάροντας (Χάρων) που παραλάμβανε τις ψυχές από τον "ψυχοπομπό" Ερμή κι έπρεπε η κάθε ψυχή να του πληρώσει ένα "οβολό" για το πέρασμά της.

Στον Άδη βασίλευε ο Πλούτωνας με την Περσεφόνη. Φύλακας στην είσοδο είχε τοποθετηθεί ο Κέρβερος, σκύλος με τρία κεφάλια (τρικέφαλο τέρας) και με ουρά φιδιού με πολλά κεφάλια.

Στον Άδη δικαστές ήταν ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς κι ο Αιακός, που στη ζωή τους υπήρξαν σοφοί και δίκαιοι. Αυτοί αποφάσιζαν και τους καλούς και δίκαιους τους έστελναν στα "Ηλύσια Πεδία" (Παράδεισο) και τους κακούς και τους άδικους στον Τάρταρο (κόλαση). Εκτελεστές των αποφάσεων ήταν οι Ερινύες.

 

 

Γ) ΑΝΘΡΩΠΟΓΟΝΙΑ

 

Παραδόσεις ανέφεραν ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν ή από τα δόντια του δράκου, που έσπειρε ο Κάδμος ή από την Πανδώρα, που είχε μέσα της τη θεία πνοή ή ότι ήταν απόγονοι των Τιτάνων κ.λπ. Μια παράδοση αναφέρει ότι ήταν απόγονοι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, που βασίλευαν στη Θεσσαλία. Αυτοί οι δυο, αφού σώθηκαν από το μεγάλο κατακλυσμό μετά από συμβουλή του Μαντείου των Δελφών, έριχναν πίσω τους πέτρες, που μεταμορφώνονταν σ' ανθρώπους. έτσι πλάστηκε και η λέξη "λαός" από τη λέξη "λάας"= λίθος.

Παιδιά του Δευκαλίωνα και της Πύρρας ήταν ο Αμφικτύονας (Αμφικτύων), ο ιδρυτής των Αμφικτυονιών, κι ο Έλληνας (Έλλην), ο γενάρχης των Ελλήνων. Ο Έλληνας πήρε γυναίκα του τη νύμφη Ορσκίδα κι απόκτησε απ' αυτή: το Δώρο, γενάρχη των Δωριέων, τον Αίολο, γενάρχη των Αιολέων και τον Ξούθο, παιδιά του οποίου ήταν ο Ίωνας (Ίων) και ο Αχαιός, οι γενάρχες των Ιώνων και των Αχαιών.

 

 

Δ) ΗΜΙΘΕΟΙ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ

 

Μεγάλος ήταν ο αριθμός των ημίθεων και των ηρώων. Ημίθεοι ήταν εκείνοι που ένας από τους γονείς τους ήταν θεός. Πιο αξιόλογοι απ' αυτούς ήταν: ο Ηρακλής, γιος του Δία και της Αλκμήνης, γνωστός για τους δώδεκα άθλους του, ο Θησέας, γιος του Αιγέα και της Αίθρας, που καθάρισε το δρόμο προς την Αθήνα από τους ληστές και σκότωσε το Μινώταυρο, ο Ιάσονας, αρχηγός της Αργοναυτικής εκστρατείας, που πήρε από την Κολχίδα το χρυσόμαλλο δέρας με τη βοήθεια της Μήδειας, ο Περσέας, γιος του Δία και της Δανάης, που σκότωσε τη Μέδουσα, ο Βελλερεφόντης, γιος του Ποσειδώνα και της Ευρυνόμης, που σκότωσε τη Χίμαιρα,  τα δίδυμα αδέρφια (Διόσκουροι) Κάστορας και Πολυδεύκης, που μετά το θάνατό τους έγιναν από το Δία αστέρια κ.ά.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Α) ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Η Ελλάδα έχει μακρά και πλούσια ιστορία κατά την οποία άσκησε μεγάλη πολιτισμική επίδραση στον υπόλοιπο κόσμο. Η ελληνική ιστορία διακρίνεται σε τρεις μεγάλες περιόδους:

Α' περίοδος: Αρχαία ιστορία (3200 π.Χ. - 330 μ.Χ.)

Β' περίοδος: Βυζαντινή ιστορία (330 μ.Χ. - 1453 μ.Χ.)

Γ' περίοδος: Νεότερη και Σύγχρονη ιστορία (1453 - ως τα σήμερα).

 

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ

 

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο πριν από 100.000 χρόνια (Παλαιολιθική Εποχή). Η Νεολιθική Εποχή για την Ελλάδα αρχίζει κατά την 7η χιλιετία και διήρκεσε από το 7000 έως το 3000 π.Χ.. Οι γνώσεις μας γι' αυτήν την εποχή βασίζονται κυρίως στις ανασκαφές και στην ανακάλυψη νεολιθικών οικισμών. Με βάση τις ανασκαφές η Νεολιθική Εποχή χωρίζεται σε τρεις περιόδους: την αρχαιότερη, τη μέση και την ύστερη.

 

ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

 

Οι πρώτοι κάτοικοι είναι γνωστοί με το όνομα "Πελασγοί" κι ο πολιτισμός που ανάπτυξαν ονομάστηκε "πελασγικός ή πρωτοελληνικός" πολιτισμός. Στα μέσα της 3ης χιλιετηρίδας στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου καθώς και στα παράλιά του έρχονται και κάνουν την εγκατάστασή τους μεταναστευτικές ομάδες λαών από τη Μικρά Ασία, που γνωρίζουν την κατεργασία του χαλκού. Αυτοί μαζί με τους ντόπιους κατοίκους αναπτύσσουν ένα νέο πολιτισμό, τον "Αιγαιακό".

 

 

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

 

Οι Κυκλάδες, στο Αιγαίο, υπήρξαν το λίκνο ενός σημαντικού πολιτισμού, του λεγόμενου Κυκλαδικού πολιτισμού, που άνθησε κατά την 3η χιλιετία π.X.

Ο όρος κυκλαδικός πολιτισμός, είναι συνώνυμος των όρων Πρωτοκυκλαδικός πολιτισμός ή Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Με τους όρους αυτούς προσδιορίζεται η πρώτη από τις τρεις περιόδους στις οποίες διακρίνεται συμβατικά η εποχή του χαλκού στα νησιά των Κυκλάδων.

Η εποχή αυτή καλύπτει περίπου δύο χιλιετίες, δηλαδή το διάστημα από το 3200 έως το 1100 π.Χ., και διακρίνεται σε Πρωτοκυκλαδική, Μέση και Υστεροκυκλαδική. Ο Κυκλαδικός πολιτισμός όμως άκμασε περισσότερο την περίοδο της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3000-2000 π.Χ.).

 

Τρεις είναι οι λόγοι που συνέτειναν στη γένεση και στην ανάπτυξη πολιτισμού στις Κυκλάδες κατά τους αρχαιότατους αυτούς χρόνους: α) η στρατηγική γεωγραφική τους θέση, β) το φυσικό τους περιβάλλον, το οποίο ανάγκασε τους νησιώτες να στραφούν στην θάλασσα προκειμένου να προμηθευτούν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους και γ) ο ορυκτός τους πλούτος, και κυρίως η κατεξοχήν πρώτη ύλη των νησιών, το μάρμαρο.

Από την αρχή της εποχής του χαλκού οι Κυκλαδίτες επιχείρησαν τολμηρά ταξίδια προ τις γύρω περιοχές, τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα και την Κρήτη, με σκοπό να αναπτύξουν το εμπόριο και να επεκτείνουν τις συναλλαγές τους. Τα προϊόντα που εξήγαγαν ήταν εργαλεία, μαχαίρια, πήλινα αγγεία, χάλκινα αντικείμενα και μαρμάρινα ειδώλια, ενώ η κυκλαδίτικη μεταλλουργία υιοθετήθηκε από όλη την Ελλάδα

 

Από τον "Αιγαιακό" πολιτισμό, λίγο αργότερα αναπτύσσονται σχεδόν παράλληλα δυο σπουδαίοι πολιτισμοί: α) ο "Μινωικός ή Κρητομινωικός" (2600 - 1100 π.Χ.) και β) ο "Μυκηναϊκός" πολιτισμός, τον οποίο ανάπτυξαν οι πρώτοι Έλληνες, οι Αχαιοί (1500 - 1100 π.Χ.).

 

 

ΜΙΝΩΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

 

Στην Κρήτη την Εποχή του Χαλκού αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος πολιτισμός (2600 - 1100 π.Χ.) που δανείστηκε την ονομασία του από τον μυθικό βασιλιά Μίνωα. Σημαντικό κέντρο του πολιτισμού αυτού ήταν η Κνωσός με το περίφημο ανάκτορο, αλλά και άλλες πόλεις, όπως η Φαιστός και τα Μάλια. Ο Μινωϊκός πολιτισμός διακρίνεται στην πρωτοανακτορική περίοδο (7000 - 2000 π.Χ.)και στην Ανακτορική περίοδο (2000 - 1470 π.Χ.).

 

Η Κρήτη αν και κατοικούνταν παλιότερα, φαίνεται ότι αποικήθηκε περίπου το 7000 π.Χ. από λαούς της Μέσης Ανατολής. Οι πρώτοι άποικοι έφεραν μαζί τους τις δομές μιας πλήρως αναπτυγμένης καλλιεργητικής κοινωνίας και την γλώσσα από την οποία προέκυψαν τα μεταγενέστερα γλωσσικά ιδιώματα του νησιού. Η γραφή που χρησιμοποιήθηκε στη Μινωϊκή Κρήτη ήταν η κρητική ιερογλυφική και η Γραμμική Α και Β.

Οι επαφές των Μινωϊτών με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και νησιά του Αιγαίου (ειδικά τις Κυκλάδες) είναι πυκνές κατά τη διάρκεια της πρωτοανακτορικής περιόδου και εντείνονται ακόμη περισσότερο στην νεοανακτορική περίοδο.

 

 

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

 

Με την κάθοδο των Αχαιών, που σημειώνεται γύρω στο 2000 π.Χ., αρχίζει η ακμή του πολιτισμού στην κυρίως Ελλάδα. Έτσι στα τέλη της Εποχής του Χαλκού, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, ο οποίος διήρκεσε σχεδόν 500 χρόνια (1600 - 1100 π.Χ.). Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός αναπτύχθηκε κατά κύριο λόγο στην Πελοπόννησο, αλλά μυκηναϊκοί τάφοι έχουν βρεθεί ακόμα και σε μακρινά σημεία της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Οι Μυκηναίοι ανέπτυξαν σχέσεις με τη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο, δημιούργησαν αποικίες στη Ρόδο και στην Κύπρο και η επιρροή τους ανιχνεύτηκε ακόμη και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Αγγλία.

 

Ως πρώτη γραπτή πηγή για τη ζωή και τον πολιτισμό των Ελλήνων έχουμε τα έπη του Ομήρου Ιλιάδα και Οδύσσεια. Απ' αυτά μαθαίνουμε ότι το πολίτευμα των Μυκηνών και των άλλων ελληνικών πόλεων, ήταν η βασιλεία. Ο βασιλιάς ήταν αρχηγός του κράτους κι αρχηγός του στρατού στον πόλεμο. Αυτός ήταν ο ανώτερος δικαστής κι ο ανώτερος ιερέας, που πρόσφερε θυσίες στους θεούς σε καιρό ειρήνης. Κοντά του είχε τους ευγενείς, που αποτελούσαν το συμβούλιό του. Ωστόσο υπήρχε και η αγορά, η συνέλευση του λαού για τις σοβαρές αποφάσεις που ενδιέφεραν όλους.

Για ψυχαγωγία τους οι βασιλιάδες στην αυλή τους είχαν αοιδούς, ποιητές και τραγουδιστές, που συνέθεταν ποιήματα για τα κατορθώματα στον πόλεμο, και τα τραγουδούσαν ή τα απάγγελναν με μέτρο και με τη συνοδεία κιθάρας.

 

Οι άνθρωποι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ανάμεσά τους υπήρχαν και τεχνίτες και έμποροι. Τα σπίτια τους ήταν απλά· αποτελούνταν από ένα ανοιχτό μπροστά δωμάτιο, που έμοιαζε με στοά, την "αίθουσα", και ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο χωρίς παράθυρα, το "μέγαρο", όπου ζούσε η οικογένεια. Το "μέγαρο" φωτιζόταν από την "αίθουσα" και το άνοιγμα της στέγης, απ' όπου έβγαινε ο καπνός της εστίας, που βρισκόταν στη μέση του. Η οικογένεια ήταν στενά δεμένη κι όλα τα μέλη είχαν αγάπη θερμή ανάμεσά τους. Ιδιαίτερα τιμούσαν τη μητέρα και το αντρόγυνο το χαρακτήριζε αφοσίωση και πίστη συζυγική. Χαρακτηριστικό ήταν το αίσθημα της βαθιάς και πιστής φιλίας, καθώς και της φιλοξενίας, που προστάτης της ήταν ο Δίας ο Ξένιος.

Τιμούσαν ακόμα την πολεμική αρετή. τα όπλα τους ήταν χάλκινα κι οι ευγενείς πήγαιναν στη μάχη με το πολεμικό τους άρμα. Οι πολεμιστές φορούσαν περικεφαλαία, θώρακα και περικνημίδες. Κρατούσαν στο αριστερό χέρι την ασπίδα και στο δεξί το μακρύ κοντάρι (δόρυ). Όταν μάχονταν στήθος με στήθος, χρησιμοποιούσαν το ξίφος (δίκοπο σπαθί).

 

 

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 

Η περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας μεταξύ του 11ου και 8ου αιώνα π.Χ. είναι γνωστή με την ονομασία Γεωμετρική Περίοδος, η οποία προήλθε από τα γεωμετρικά σχήματα που διακοσμούσαν τα αγγεία.

Η Γεωμετρική περίοδος ξεκίνησε από την κατάρρευση των Μυκηνών και την μετακίνηση των Δωριέων εντός της ελληνικής επικράτειας. Η κάθοδος των Δωριέων (1200 - 1100 π.Χ.), προκάλεσε τον πανικό στη Μυκηναϊκή Ελλάδα, αφού οι Δωριείς έφερναν όπλα ισχυρά από σίδηρο. Έτσι για δυο αιώνες (9ος και 8ος) παρατηρήθηκε μια οπισθοδρόμηση και συνοδεύτηκε από τη στασιμότητα στο εμπόριο, την απομόνωση των περιοχών της Ελλάδας, την πολιτισμική παρακμή, αλλά και τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών από μεγάλες ελληνικές ομάδες (Αιολείς, Ίωνες, Δωριείς) προς τα παράλια της Μικράς Ασίας, δημιουργώντας αποικίες (Α' Ελληνικός Αποικισμός), που άνοιξαν τον δρόμο για την δημιουργία των πόλων-κρατών, στην επόμενη περίοδο.

 

Το πολίτευμα στην Ελλάδα αλλάζει. Βασιλικά γένη δεν υπάρχουν πια ούτε και κράτη με μεγάλη δύναμη. Αναπτύσσονται οι πόλεις σε αυτόνομα κράτη, που κυβερνούν οι άριστοι (ευγενείς). Αυτή την περίοδο έχουμε τη διαμόρφωση των ελληνικών φυλών, όπως τις καθορίζει ο Όμηρος: Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς, Μακεδόνες ή Μακεδνοί, Θράκες, Ηπειρώτες, Θεσσαλοί κ.λ.π..

 

 

ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 

Η Αρχαία Ελλάδα το 450 π.Χ.

Η περίοδος από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. έως και την πρώτη εικοσαετία του 5ου αιώνα π.Χ. (800 - 479 π.Χ.), ονομάστηκε Αρχαϊκή Περίοδος, γιατί η τέχνη ξαναρχίζει από την αρχή, ύστερα από τον αφανισμό της μυκηναϊκής τέχνης. Σ' αυτή την περίοδο τέθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη του ελληνικού κόσμου. Η οικονομική και κοινωνική κρίση που προέκυψε στα τέλη της Γεωμετρικής Εποχής αντιμετωπίστηκε στο πλαίσιο της πόλης-κράτους, και με τον Β' Ελληνικό Αποικισμό, ο οποίος συνοδεύτηκε από πνευματικές αναζητήσεις και τη διαμόρφωση πολιτισμού. Έτσι, κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. τέθηκαν τα θεμέλια για την μετέπειτα ακμή των Κλασικών Χρόνων.

 

Οι Έλληνες κάνουν τη μεγάλη εξόρμησή τους σ' όλες τις ακτές της Μεσογείου και ιδρύουν αποικίες, στα παράλια της Θράκης και του Εύξεινου Πόντου, στη Σικελία και στην κάτω Ιταλία, καθώς και στα παράλια της Γαλλίας, της Ισπανίας και της βόρειας Αφρικής. Η αποικιακή αυτή κίνηση είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου και την αλλαγή του τρόπου ζωής. Οι Έλληνες αφήνουν τους παραδοσιακούς κανόνες ζωής τους, γίνονται πιο δημιουργικοί, αναζητούν και βρίσκουν νέους δρόμους στη σκέψη και στην τέχνη τους. Οι φιλόσοφοι της Ιωνίας, όπως ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο Ξενοφάνης, ήταν αυτοί που επιχείρησαν να δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματα για την αρχή του κόσμου, το σχήμα της γης, τη σχέση της με τον ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα.

 

Οι αρχαίοι ξεχώρισαν από τους πολλούς ερευνητές εφτά, που έμειναν στην ιστορία ως οι "εφτά σοφοί" του αρχαίου κόσμου, και που είναι: Σόλωνας (Σόλων) ο Αθηναίος, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Κλεόβουλος ο Ρόδιος, Περίανδρος ο Κορίνθιος, Χείλων ο Λακεδαιμόνιος, Θαλής ο Μιλήσιος και Βίας ο Πριηνέας (Πριηνεύς).

 

Με την ίδρυση των αποικιών το εμπόριο αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο, τα ταξίδια πλήθαιναν και οι άνθρωποι πλουτίζανε ολοένα τις γνώσεις τους στη γεωγραφία, την ιστορία κ.λπ. Και επειδή τις γνώσεις αυτές θέλουν να τις μεταδώσουν και στους άλλους και να τις διατηρήσουν, δημιουργήθηκαν οι "λογοποιοί" ή "λογογράφοι", όπως ο Εκαταίος κι αργότερα ο Ηρόδοτος, ο "πατέρας της ιστορίας". Η σύνθεση της κοινωνίας επίσης άλλαξε. Δημιουργήθηκαν κι αναπτύχθηκαν οι τάξεις των εμπόρων, των βιοτεχνών, των ναυτικών κι αυτές αποτέλεσαν την αστική τάξη.

Η ποίηση δεν υμνεί πλέον τα κατορθώματα των ανδρών, αλλά εκφράζει τα συναισθήματα της χαράς και της λύπης, του έρωτα και του ποτού, γίνεται "λυρική" και μεγάλοι ποιητές αναδείχνονται, όπως ο Ησίοδος, Αρχίλοχος, ο Καλλίνος, ο Θέογνις, ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Τυρταίος κ.ά.

 

Μεγάλη προσοχή κι ενδιαφέρον δίνουν στην κατασκευή των ναών. Κατασκευάζουν μεγαλόπρεπους τους κίονες, ώστε να παρουσιάζουν ευκινησία, λεπτότητα και χάρη, χαρίσματα που διακρίνουν τους Ίωνες αποίκους της Μ. Ασίας. Έτσι δημιουργούν τον ιωνικό ρυθμό και πρωτοστατούν στην πλαστική και την κατασκευή αγαλμάτων.

Κέντρα πολιτιστικά είναι η Μίλητος, η Έφεσος, η Φώκαια, η Σάμος, η Λέσβος, όπου αναπτύσσεται ο ιωνικός πολιτισμός, ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός των ιστορικών χρόνων. Παράλληλα αναπτύσσεται κι ο πολιτισμός στις πόλεις της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας, ο πολιτισμός της Μεγάλης Ελλάδας, όπου ακμάζουν οι πόλεις Συρακούσες, Γέλα, Σελινούντα (Σελινούς), Κύμη, Σύβαρη, Κρότωνας, Ακράγαντας, Τάραντας κ.ά., και καλλιεργείται η ρητορική τέχνη κι η φιλοσοφία με πρώτη σχολή τους "Πυθαγόρειους", του σοφού Πυθαγόρα. Στην κυρίως Ελλάδα αναπτύσσονται η Σπάρτη, η Αθήνα, η Θήβα, η Κόρινθος, το Άργος κ.ά.

 

Σημαντικό φαινόμενο της εποχής αυτής είναι η κατάργηση της βασιλείας και η εγκαθίδρυση του αριστοκρατικού πολιτεύματος, που σημαίνει την άσκηση της διακυβέρνησης από τους ευγενείς. Την εποχή αυτή αρχίζουν και αντιπαραθέσεις εντός του σώματος των ευγενών για τη νομή της εξουσίας, αντιπαραθέσεις οι οποίες συμπεριέλαβαν και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Επίσης έχουμε μία μεταβολή, έναν νεωτερισμό στον στρατιωτικό τομέα, τη φάλαγγα των οπλιτών. Την περίοδο αυτή, επίσης, συμβαίνουν εξειδικεύσεις, όπως ο διαχωρισμός του εμπορικού πλοίου από το πολεμικό (τριήρης) και το διαχωρισμό του ίππου από το πολεμικό άρμα. Η μεταβολή αυτή στο στρατό μάχης υιοθετήθηκε από όλες τις πόλεις του ελληνικού κόσμου.

Ας σημειωθεί ότι η ελληνική συνείδηση είχε διαμορφωθεί ήδη την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Πρώτη γραπτή μαρτυρία είναι ο όρος πανέλληνες που απαντάται στον Ησίοδο, περί το 700 π.Χ..

 

Οι Περσικοί πόλεμοι (490 - 479 π.Χ.): Οι Περσικοί πόλεμοι άρχισαν με την εκστρατεία του Μαρδόνιου στη Θράκη (492 π.Χ.), συνεχίστηκαν με την εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη (490 π.Χ.), που κατέληξε στην περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων με το Μιλτιάδη στο Μαραθώνα. Επαναλήφτηκαν με την εκστρατεία του Ξέρξη (480 π.Χ.), τη μάχη στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.), τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.) και τη μάχη στις Πλαταιές (479 π.Χ.), όπου θαυμάστηκαν ο ηρωϊσμός του Λεωνίδα (Θερμοπύλες), το δαιμόνιο κι η στρατηγικότητα του Θεμιστοκλή (Σαλαμίνα), η φιλοπατρία του Αριστείδη και του Παυσανία (Πλαταιές), για να λήξουν οριστικά με τις αλλεπάλληλες νίκες του Κίμωνα (470 π.Χ.).

 

 

Η ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 

Η κλασική εποχή (479 - 323 π.Χ.) είναι χρονική περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και ονομάστηκε έτσι λόγω των υψηλών επιτευγμάτων που σημειώθηκαν κατά την περίοδο αυτή στο χώρο του πολιτισμού. Αυτή η περίοδος που κράτησε ως τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ..

Το τέλος των Περσικών Πολέμων σηματοδότησε τη σπουδαιότερη περίοδο για την Αθήνα και την Ελλάδα, με αξιοθαύμαστα έργα σε όλους τους τομείς της τέχνης και της επιστήμης, τα οποία έθεσαν τα θεμέλια του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Ο 5ος αιώνας π.Χ. είναι ο αιώνας της σταθερότητας, καθώς όλος ο ελληνικός κόσμος οργανώνεται σε συμμαχίες γύρω από το δίπολο Αθήνα - Σπάρτη. Μετά την επικράτηση των Ελλήνων κατά των Περσών, η Αθήνα παρέμεινε κυρίαρχη δύναμη με ηγεμονικό ρόλο για πενήντα σχεδόν χρόνια, γεγονός που ενέτεινε το μίσος μεταξύ αυτής και της άλλης μεγάλης δύναμης της εποχής, την Σπάρτη. Το αποτέλεσμα ήταν εμφύλιος πόλεμος που κράτησε τριάντα χρόνια και δίχασε τον ελληνικό χώρο.

Ο 4ος αιώνας π.Χ. είναι ο αιώνας της πολυδιάσπασης των δυνάμεων του ελληνικού κόσμου (με τη σπαρτιατική, έπειτα τη θηβαϊκή ηγεμονία και στη συνέχεια τη Β' αθηναϊκή συμμαχία), με αποτέλεσμα την αστάθεια, τις συχνές περσικές παρεμβάσεις αλλά και τη διαμόρφωση της πανελλήνιας ιδέας, με κύριο εκπρόσωπο τον Ισοκράτη, ο οποίος αναζητούσε έναν ισχυρό ηγεμόνα για να συνενώσει τους Έλληνες εναντίον των Περσών. Τότε διατυπώθηκε και η άποψη περί μίας εξέχουσας προσωπικότητας που άνοιξε το δρόμο για την επικράτηση της μοναρχίας επί του συστήματος πολιτικής οργάνωσης των πόλεων-κρατών. Στο αίτημα αυτό ανταποκρίθηκε μια νέα δύναμη, η μακεδονική. Ο Φίλιππος Β' ανέλαβε την αρχηγία της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων και ο Αλέξανδρος ο Μέγας επέκτεινε τα όριά της από την Θράκη έως την Ινδία.

 

Η Σπάρτη: Η Σπάρτη κατέχει την πρώτη θέση στην Πελοπόννησο και το πολίτευμά της θεωρήθηκε από πολλούς σοφούς και πολιτικούς ως το καλύτερο σ' όλη την Ελλάδα, όπως είχε διαμορφωθεί από το Λυκούργο και παρέμεινε αμετάβλητο σ' όλη την αρχαία εποχή. Ο λιτός και σκληραγωγημένος τρόπος ζωής, ο σεβασμός και η υπακοή στους άρχοντες και στους νόμους, η "Σπαρτιατική αγωγή", όπως έλεγαν, ανέδειξε τους Σπαρτιάτες ακαταμάχητους κι ανίκητους στον πόλεμο.

 

Η Αθήνα: Η Αθήνα αντίθετα ανέπτυξε το ιδεώδες δημοκρατικό πολίτευμα κι ανάδειξε το ιδανικό του καλού και αγαθού ανθρώπου και πολίτη και δημιούργησε το θαύμα του πολιτισμού, που τον χαρακτηρίζει η τελειότητα, το μέτρο και η αρμονία. Η πνευματική και καλλιτεχνική ακμή της Αθήνας τον 5ο αιώνα πραγματικά είναι η λαμπρότερη όχι μόνο για την Ελλάδα μα για όλο τον κόσμο, για ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Η Αθηναϊκή συμμαχία, από το 470 π.Χ. κι ύστερα, απόκτησε μεγάλη έκταση κι απόλυτη ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο και μετέβαλε όλη την περιοχή, από τη θρακική παραλία του Βοσπόρου και τα Μικρασιατικά παράλια κι όλη τη στερεά Ελλάδα, σε σφαίρα επιρροής της Αθήνας.

 

Η Αρχαία Ελλάδα το 430 π.Χ.

Ο "Χρυσός αιώνας του Περικλή": Η στρατιωτική ισχύ είχε ως επακόλουθο την οικονομική ισχύ και τον πλούτο, που ο μεγάλος πολιτικός, ο Περικλής, διέθεσε μ' απλοχεριά για να κοσμήσει την Ακρόπολη με τα αθάνατα μεγάλα καλλιτεχνικά μνημεία. Η Αθήνα έγινε το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο όλου του αρχαίου κόσμου και την λάμψη της αυτή τη διατήρησε και στους κατοπινούς αιώνες, ακόμα και στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας και τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια, και μόνο ύστερα από την εποχή του Ιουστινιανού (529 μ.Χ.) πήρε την πρώτη θέση η βασιλεύουσα του Βυζαντίου, η Κωνσταντινούπολη. Τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. η Αθήνα ανέδειξε μεγάλα καλλιτεχνικά μνημεία αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Αυτή την περίοδο αναδείχτηκαν και μεγάλοι σοφοί, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης. Ανέδειξε μεγάλους ποιητές, όπως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής κι ο Ευριπίδης, ο κωμικός Αριστοφάνης. Ανέδειξε τον ιστορικό Θουκυδίδη, μεγάλους ρήτορες και σοφιστές. Και το κυριότερο ανέδειξε το δημοκρατικό πολίτευμα, που αποτέλεσε πρότυπο για τους επόμενους αιώνες.

 

Πελοποννησιακός πόλεμος (431 - 404 π.Χ.). Τη δύναμη και την ακμή της Αθήνας ωστόσο ζήλεψε η Σπάρτη και με την παρακίνηση και των συμμάχων της βάλθηκε να την καταστρέψει. Έτσι το 431 π.Χ. άρχισε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, που είχε ως αποτέλεσμα να νικηθεί η Αθήνα και ν' αναλάβει την ηγεμονία της Ελλάδας η Σπάρτη, η οποία όμως δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει τους Έλληνες σε κοινούς αγώνες εναντίον των Περσών, που με τις επεμβάσεις τους στις διαμάχες των Ελλήνων έγιναν οι ρυθμιστές των πραγμάτων.

Το 386 π.Χ. συνάπτεται η "Ανταλκίδειος ειρήνη" που ορθά τη χαρακτήρισε ο ρήτορας Ισοκράτης "πρόσταγμα" του βασιλιά των Περσών, στο οποίο οι Έλληνες φαίνονταν ως υπήκοοί του.

 

Η κυριαρχία των Θηβών: Την επίβλεψη για την εφαρμογή των όρων της ειρήνης ανέλαβε η Σπάρτη, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να γίνει μισητή από όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις. Το 382 π.Χ. οι Θηβαίοι με τον Πελοπίδα έδωσαν το σύνθημα του πολέμου εναντίον της. Το 378 π.Χ. οι Αθηναίοι ιδρύουν και πάλι τη συμμαχία τους με σκοπό την υποστήριξη των πόλεων από κάθε επέμβαση της Σπάρτης, ενώ οι Θηβαίοι στο μεταξύ είχαν ενώσει όλες τις βοιωτικές πόλεις στην ηγεμονία τους με στρατηγό τον Επαμεινώνδα. Το 371 π.Χ. έγινε η σύγκρουση των Σπαρτιατών με τους Θηβαίους στα Λεύκτρα της Βοιωτίας. Οι Σπαρτιάτες πολέμησαν με αντρεία, αλλά έπαθαν μεγάλη καταστροφή. Οι Θηβαίοι νίκησαν κι ο Επαμεινώνδας μπήκε στην Πελοπόννησο κι έφτασε με το στρατό του ως κοντά στη Σπάρτη, που για πρώτη φορά έβλεπε τόσο κοντά της εχθρικό στρατό (370 π.Χ.). Ο Επαμεινώνδας απέφυγε να επιτεθεί εναντίον της Σπάρτης, προχώρησε κι ελευθέρωσε τις πόλεις που ως τότε ήταν υποτελείς στη Σπάρτη και μαζί με τον Πελοπίδα φρόντισε να κάνει τη Θήβα "άρχουσα πόλη" της Ελλάδας. Το 362 π.Χ. συγκρούστηκε για δεύτερη φορά με τους Σπαρτιάτες στη Μαντινεία της Αρκαδίας. Ο στρατός των Θηβαίων νίκησε, αλλά ο Επαμεινώνδας πληγώθηκε θανάσιμα και πέθανε. Έτσι ναυάγησαν τα σχέδιά του για τη Θήβα.

 

 

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ

 

Μακεδόνες- Φίλιππος (360 - 336 π.Χ.): Οι Μακεδόνες που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή μεταξύ του Ολύμπου και του ποταμού Αξιού, τον 4ο αιώνα π.Χ. παρουσιάζουν ένα ισχυρό κράτος και οι βασιλιάδες τους φιλοδοξούν να γίνουν αρχηγοί των Ελλήνων· το κατορθώνουν με το Φίλιππο, γιο του Αμύντα Γ', που σε ηλικία 23 χρονών έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας το 360 π.Χ. Αυτός οργάνωσε το μακεδονικό στρατό, την περίφημη "μακεδονική φάλαγγα", και μεγάλωσε το κράτος του κατακτώντας πρώτα τις παράλιες πόλεις της Μακεδονίας και Θράκης (Αμφίπολη 357 π.Χ. - Όλυνθο 348 π.Χ.) και νικώντας ύστερα τους άλλους Έλληνες ενωμένους στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.). Έτσι αναγνωρίστηκε στο συνέδριο Κορίνθου 337 π.Χ., απ' όλες τις πόλεις, εκτός από τη Σπάρτη, "στρατηγός αυτοκράτορας" για τον πόλεμο των Ελλήνων κατά των Περσών. Ότι όμως δεν πρόλαβε να κάνει ο Φίλιππος, που πέθανε το 338, το ανέλαβε και το πραγματοποίησε ο γιος του Αλέξανδρος (356 - 323 π.Χ.) που ονομάστηκε "Μέγας".

 

Η πορεία του Μεγ. Αλεξάνδρου

Μ. Αλέξανδρος (356 - 323 π.Χ.): Ο Αλέξανδρος, αφού επέβαλε την τάξη στην Ελλάδα και απάλλαξε το κράτος της Μακεδονίας από κάθε απειλή, σε ηλικία 22 χρονών, άρχισε την εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Το 334 π.Χ. πέρασε στη Μ. Ασία και νίκησε τους Πέρσες, που θέλησαν να τον ανακόψουν στο Γρανικό ποταμό (334 π.Χ.). Βάδισε στη Συρία και νίκησε το Δαρείο στην Ισσό (333 π.Χ.), κατέλαβε την Τύρο (332 π.Χ.), προχώρησε νοτιότερα στην Αίγυπτο και ίδρυσε την Αλεξάνδρεια (331 π.Χ.). Νίκησε σε τελειωτική μάχη τους Πέρσες στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ.) και μπήκε θριαμβευτής στη Βαβυλώνα και στην πρωτεύουσα του περσικού κράτους, τα Σούσα. Έφτασε στην ιερή πόλη των Περσών Περσέπολη και στα 26 του χρόνια ήταν πια βασιλιάς στο απέραντο κράτος της Περσίας. Προχώρησε στη Βακτριανή και Σογδιανή (σημερινό Αφγανιστάν και Τουρκεστάν) και, ύστερα από το θάνατο του Δαρείου από το σατράπη της Βακτριανής Βήσσο, έφτασε στον Ιαξάρτη ποταμό, όπου έχτισε την Αλεξάνδρεια την "έσχατη". Από κει προχώρησε και κυρίεψε όλες τις χώρες ως τον Ινδό ποταμό (327 π.Χ.). Πέρασε τον Ινδό και τον Υδάσπη και πολέμησε το βασιλιά της Ινδίας Πώρο. Κι είχε σκοπό να προχωρήσει ακόμα ανατολικότερα, αλλά οι στρατιώτες του είχαν αποκάμει πια και δεν ήταν δυνατό να τους πείσει να συνεχίσουν. Ο ναύαρχός του Νέαρχος, με ισχυρό στόλο έφτασε στις εκβολές του Ινδού ποταμού, πέρασε μέσα από την Αραβική θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Ο Αλέξανδρος, που είχε δάσκαλό του το φιλόσοφο Αριστοτέλη, θέλησε να ενώσει με τους Μακεδόνες όλους τους λαούς που είχε κατακτήσει σε μια μεγάλη αυτοκρατορία, αλλά ο θάνατος τον βρήκε πολύ νέο, στα 33 του χρόνια (323 π.Χ.), χωρίς να αφήσει διάδοχο.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 

Η εποχή που ξεκινά από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., και τελειώνει με τη ναυμαχία του Ακτίου και την κατάληψη της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους το 30 π.Χ., ονομάζεται Ελληνιστική. Στη διάρκεια της εποχής αυτής, το αχανές βασίλειο που δημιούργησε ο Αλέξανδρος ο Μέγας, χωρίστηκε σε τέσσερα βασίλεια: το Βασίλειο της Αιγύπτου, το Βασίλειο της Συρίας, το Βασίλειο της Μακεδονίας και το Βασίλειο της Περγάμου. Τότε, το ελληνικό στοιχείο, ξεπέρασε τον σκόπελο της Περσικής Αυτοκρατορίας, θεματοφύλακα ενός μακραίωνου, ανταγωνιστικού πολιτισμού ως ισχυρό εμπόδιο στη διείσδυση του στην Ασία, και εξαπλώθηκε σε ευρύτερο χώρο. Ο Αλέξανδρος ο Μέγας, κατάφερε να προβάλει τις ελληνικές πολιτισμικές αξίες, δίχως να καταστρέψει εκείνες του ανατολικού κόσμου. Οραματίστηκε το σμίξιμο των δύο πολιτισμών με μοναδικό τρόπο, άφησε πίσω του μια τεράστια πνευματική και πολιτισμική κληρονομιά και επέβαλε ως κοινή γλώσσα την ελληνική.

Η κοινή ελληνιστική γλώσσα κυριαρχεί σε όλη την ανατολική Mεσόγειο και αναδεικνύονται στη διεθνή γλώσσα της εποχής αυτής. Είναι η εποχή των μεγάλων ελληνιστικών μοναρχιών και των συμπολιτειών, αλλά και της παρακμής και της πτώσης του πολιτικού συστήματος που είχε κυριαρχήσει και ακμάσει στην μητροπολιτική Ελλάδα και στις αποικίες της για περίπου 5 αιώνες, της πόλης-κράτους.

 

Τα ελληνιστικά βασίλεια: Οι στρατηγοί του Μ. Αλεξάνδρου, αφού φιλονίκησαν μεταξύ τους για τη διαδοχή, ύστερα από την περίφημη μάχη στην Ιψό (301 π.Χ.), διαίρεσαν το απέραντο κράτος σε πολλά μικρότερα: 1) Το βασίλειο των Σελευκιδών (ιδρυτής του ο Σέλευκος ο Α') στη Συρία με πρωτεύουσα την Αντιόχεια. 2) Το βασίλειο των Πτολεμαίων (ιδρυτής του ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου) στην Αίγυπτο με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια, που έγινε το μεγάλο πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο, ύστερα από την Αθήνα. 3) Το βασίλειο της Περγάμου ή των Ατταλιδών (ιδρύθηκε αργότερα από τον Άτταλο Α') στη βορειοδυτική παραλία της Μ. Ασίας με πρωτεύουσα την Πέργαμο, ξακουστή για τις "περγαμηνές", τα κατεργασμένα δέρματα που αντικατάστησαν τον πάπυρο ως χαρτί γραφής. 4) Το βασίλειο της Μακεδονίας (θεμελιωτής του έγινε ο Αντίγονος Γονατάς, γιος του Δημήτριου του Πολιορκητή) με πρωτεύουσα την Κασσάνδρεια και 5) πλήθος μικρών βασιλείων σε χώρες της Ασίας, όπως: της Βακτριανής, των Πάρθων, της Βιθυνίας, του Πόντου, της Αρμενίας, της Καππαδοκίας και της Γαλατίας.

 

Η Αρχαία Ελλάδα το 228 π.Χ.

Από τα βασίλεια των διαδόχων το πιο αξιόλογο ήταν το βασίλειο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, πιο πολύ γιατί στην πρωτεύουσά του, την Αλεξάνδρεια, καλλιεργήθηκαν οι τέχνες και τα γράμματα, αναπτύχθηκαν οι επιστήμες κι αναδείχτηκαν πολλοί και μεγάλοι σοφοί, όπως ο μαθηματικός Ευκλείδης, ο μηχανικός Αρχιμήδης, ο γεωγράφος Ερατοσθένης, ο γραμματικός Αρίσταρχος, ο ποιητής Θεόφραστος κ.ά.

 

Η κυρίως Ελλάδα στους ελληνιστικούς χρόνους: Η Ελλάδα, παρά τις προσπάθειες ν' ανακτήσει την ανεξαρτησία της από τους Μακεδόνες μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, παρέμεινε στην κυριαρχία των Μακεδόνων. Εκείνος που αγωνίστηκε πολύ εναντίον της μακεδονικής κυριαρχίας ήταν ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Δημοσθένης, ο μεγαλύτερος ρήτορας της αρχαιότητας. Ωστόσο στην Αθήνα αναδείχτηκαν τον 4ο αιώνα π.Χ. μεγάλοι σοφοί και καλλιτέχνες, με κορυφαίο το φιλόσοφο Αριστοτέλη, μαθητή του Πλάτωνα και ιδρυτή της "περιπατητικής σχολής", που ήταν πολυγραφότατος. Καλλιτέχνες μεγάλοι αναδείχτηκαν: ο Πραξιτέλης, ο Σκόπας, ο Λύσιππος κι ο ζωγράφος Απελλής.

 

Το βασίλειο της Ηπείρου: Ακόμα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ήπειρο ο Πύρρος (316 - 272 π.Χ.) έγινε βασιλιάς και φιλοδόξησε να ιδρύσει ένα μεγάλο ελληνικό βασίλειο στη Δύση, όπως ο Μ. Αλέξανδρος είχε ιδρύσει στην Ανατολή. Μετά το θάνατό του όμως το κράτος του διαλύθηκε και η Ήπειρος έγινε επαρχία μακεδονική.

 

Αιτωλική και Αχαϊκή συμπολιτεία: Σημαντική επίσης ήταν η προσπάθεια που έκαναν οι πόλεις της Αιτωλίας ιδρύοντας την "Αιτωλική συμπολιτεία", που τελικά ζημίωσε την Ελλάδα γιατί εμπόδισε την ένωσή της στην αντιμετώπιση του νέου κίνδυνου που εμφανίζεται από τη Δύση, των Ρωμαίων. Την ίδια προσπάθεια έκαμε και η "Αχαϊκή συμπολιτεία", που ανάδειξε σπουδαίους ηγέτες τον Άρατο (272 - 213 π.Χ.) και το Φιλοποίμενα (253 - 189 π.Χ.), που έμεινε στην ιστορία ως "έσχατος των Ελλήνων".

 

Άγις - Κλεομένης: Μια τελευταία αναλαμπή παρουσίασε η Σπάρτη με τους δυο βασιλιάδες της, που θέλησαν να επιβάλουν μεταρρυθμίσεις προς όφελος των αδυνάτων, για να αποκαταστήσουν την παλιά δόξα της. Ο Άγις (245 π.Χ.) κι ο Κλεομένης (236 π.Χ.) πάσχισαν ν' ανυψώσουν τη Σπάρτη με ριζοσπαστικά μέτρα: κατάργηση χρεών, αναδασμό της γης, χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων στους περίοικους κ.λπ., αλλά απέτυχαν, γιατί συνάντησαν την ισχυρή αντίδραση των πλουσίων και την επέμβαση της Αχαϊκής συμπολιτείας και των Μακεδόνων.

 

Η κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους: Η Ελλάδα διαιρεμένη με συνεχείς πολέμους και εξασθενημένη στάθηκε αδύναμη στην αντίκρουση των φιλόδοξων σχεδίων της Ρώμης, που εκμεταλλεύτηκε τη διχόνοια ανάμεσα στα ελληνιστικά κράτη για να επέμβει και να κατορθώσει σε διάστημα δυο αιώνων να γίνει κυρίαρχη σ' όλο τον ελληνικό κόσμο, επεκτείνοντας τα σύνορά της ως τον Ευφράτη ποταμό. Το 200 π.Χ. οι Ρωμαίοι αποβιβάζονται στην Απολλωνία της Ηπείρου, το 198 π.Χ. εισβάλλουν στη Θεσσαλία, το 197 π.Χ. συντρίβουν τις μακεδονικές φάλαγγες στις Κυνός Κεφαλές κι υποχρεώνουν το Φίλιππο Ε' να παραιτηθεί απ' όλες τις κατακτήσεις του έξω από τη Μακεδονία. Το 190 π.Χ. θριαμβεύουν στη Μαγνησία νικώντας το στρατό του Αντιόχου Γ', που τον υποχρεώνουν να φύγει από τη Μ. Ασία. Το 148 π.Χ., ο ύπαρχος Καικίλιος Μέτελλος είχε συντρίψει τις δυνάμεις των Μακεδόνων κι έκαμε ρωμαϊκή επαρχία τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Νότια Ιλλυρία και τη Θεσσαλία. Το 146 π.Χ. ο ύπατος Λεύκιος Μόμμιος συντρίβει τα τελευταία τμήματα των Ελλήνων στον Ισθμό και υποτάσσει όλη την Ελλάδα,

Το 133 π.Χ. ο Άτταλος Γ' κληροδοτεί στους Ρωμαίους το βασίλειο της Περγάμου. Έτσι η Ελλάδα ολόκληρη κι η Μ. Ασία έγιναν ρωμαϊκές επαρχίες. Ρωμαϊκές επαρχίες έγιναν κι ο Πόντος, η Συρία και η Κιλικία ύστερα από το δεύτερο πόλεμο εναντίον του Μιθριδάτη (74 - 64 π.Χ.) από το νικητή Πομπήιο. Τέλος ρωμαϊκή επαρχία έγινε κι η Αίγυπτος μετά τη μάχη στο Άκτιο (31 π.Χ.), όπου ο Οκταβιανός καταναυμάχησε το στόλο του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας.

 

 

ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

 

Η Ρωμαϊκή εποχή διαρκεί από το 31 π.Χ. έως το 330 μ.Χ. Η Ρώμη έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της, το 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα, όπου παρουσίασε μεγάλη άνθηση στα γράμματα και στις τέχνες, ύστερα από το "χρυσό αιώνα" του Αυγούστου (80 π.Χ. - 80 μ.Χ.), όπου η επίδραση των Ελλήνων ήταν ολοφάνερη. Αυτή η περίοδος ονομάστηκε "Ρωμαϊκή ειρήνη".

 

Παρόλο που η Ελλάδα υπήρξε μια από τις φτωχότερες ρωμαϊκές επαρχίες, με τη βιοτεχνία και το εμπόριο σε στασιμότητα, οι Ρωμαίοι κατακτητές αναγνώρισαν και θαύμασαν τον πλούτο του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο μελέτησαν σε έκταση και έγιναν συνειδητά συνεχιστές του. Επίσης, διέσωσαν ένα μεγάλο μέρος της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Σύμφωνα με τον Οράτιο, ο ελληνικός πολιτισμός κατέκτησε το Ρωμαϊκό τρόπο ζωής.

Ανάμεσα στους Ρωμαίους αναδείχτηκαν και πολλοί Έλληνες σοφοί και καλλιτέχνες, που σημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν έπαψε να ευδοκιμεί η παιδεία και η πνευματική καλλιέργεια. Έτσι έχουμε σοφούς και συγγραφείς, όπως ο Λουκιανός, ο Πλούταρχος, ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό, ο Στράβωνας, ο Αρριανός, ο Παυσανίας, ο Πτολεμαίος, ο Γαληνός, ο Επίκτητος κ.ά. Αλλά την ακμή τη διαδέχτηκε και τη φορά αυτή η παρακμή, στην οποία οδηγήθηκε το ρωμαϊκό κράτος από την κακή διοίκηση και τη φοβερή εξαθλίωση του λαού.

 

Το απέραντο κράτος ήταν αδύνατο να διοικηθεί αποτελεσματικά από τη Ρώμη. Έτσι από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284 - 305 μ.Χ.) δημιουργήθηκε νέο διοικητικό σύστημα, η "τετραρχία". Ο αυτοκράτορας όρισε συνάρχοντά του συναυτοκράτορα "Αύγουστο" κι αυτοί πήραν κι από ένα βοηθό με τον τίτλο του "Καίσαρα". Γρήγορα όμως μεταξύ τους δημιουργήθηκαν προστριβές και φιλονικίες που τους οδήγησαν σε πόλεμο, για να καταλήξουν στην οριστική διαίρεση του κράτους σε ανατολικό και δυτικό (395 μ.Χ.).

 

 

Β) ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
(330 - 1453 μ.Χ.)

 

Η Βυζαντινή ιστορία (330 - 1453 μ.Χ.) χωρίζεται σε τρεις περιόδους: 1) Στην πρώτη (330 - 641 μ.Χ.), που αρχίζει από την κτίση της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους από το Μ. Κωνσταντίνο και περιλαμβάνει τους χρόνους του Ιουστινιανού και του Ηράκλειου, έχουμε τη διαμόρφωση του Βυζαντινού κράτους από Ρωμαϊκό σε Ελληνικό, καθώς επικρατεί οριστικά ο Ελληνισμός. 2) Στη δεύτερη (641 - 1204 μ.Χ.), που αρχίζει από τους διαδόχους του Ηράκλειου και τελειώνει με την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας και είχε ως αποτέλεσμα την κατάλυση του ενιαίου βυζαντινού κράτους, έχουμε την ανάπτυξη και την ακμή του Βυζαντινού Ελληνισμού, που πετυχαίνεται στα χρόνια της Μακεδονικής προπάντων δυναστείας και 3) Στην τρίτη (1204 - 1453 μ.Χ.), που ο Βυζαντινός Ελληνισμός παλεύει για την ενότητα και για την επιβίωσή του και τελικά υποτάσσεται στους Οθωμανούς Τούρκους.

 

Η ΠΡΩΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
(330 - 641 μ.Χ.)

 

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 565 μ.Χ.

Τα κυριότερα στοιχεία που συνθέτουν τη μορφή, τη φυσιογνωμία του Βυζαντίου στην πρώτη περίοδο (330 - 641 μ.Χ.) είναι η κρατική οργάνωση που είναι ρωμαϊκή, το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον, που είναι ελληνικό, και η νέα θρησκεία, η χριστιανική. Όλα αυτά μαζί με κάποιες ανατολικές επιδράσεις διαμορφώνουν το Βυζαντινό - Ρωμαϊκό κράτος σε Βυζαντινό Ελληνικό - Χριστιανικό κράτος.

Αν και ήταν μόνο ένα μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο ελληνικός πολιτισμός θα συνέχιζε να δεσπόζει στην Ανατολική Μεσόγειο και, όταν τελικά η Αυτοκρατορία χωρίστηκε στα δύο, η ανατολική με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, θα είχε, κυρίως λόγω γλώσσας, έντονο τον ελληνικό χαρακτήρα.

 

Κυριότεροι αυτοκράτορες: Αυτοκράτορες που έπαιξαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην περίοδο αυτή είναι ο Μ. Κωνσταντίνος, ο Μ. Θεοδόσιος, ο Ιουστινιανός και ο Ηράκλειος.

Ο Μ. Κωνσταντίνος (306 - 337 μ.Χ.), προστάτευσε το Χριστιανισμό με το Διάταγμα των Μεδιολάνων, 313 μ.Χ.. Με τη βοήθεια των χριστιανών νίκησε τους αντιπάλους του Μαξιμιανό, Μαξέντιο και Λικίνιο και έτσι έμεινε ο μόνος αυτοκράτορας σε όλη τη Ρωμαϊκή αρχικά αυτοκρατορία. Ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, τη "Νέα Ρώμη" (330 μ.Χ.). Η περιοχή που επέλεξε ήταν το αρχαίο Βυζάντιο, λόγω της θέσης της, και είχε πολλά στρατηγικά, γεωπολιτικά και γεωγραφικά πλεονεκτήματά. Η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη είχε κοσμοϊστορική σημασία όχι μόνο για τον ελληνισμό, που αρχίζει μια νέα ιστορική περίοδο ανάπτυξης και ακμής, τη Βυζαντινή, αλλά και για την ιστορία των άλλων εθνών και για την επικράτηση της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, και για την ανάπτυξη των λαών της Δύσης, που αναπτύχθηκαν στη θέση του άλλοτε Ρωμαϊκού κράτους που καταλύθηκε το 476 μ.Χ. από τους Οστρογότθους.

 

Ο Ιουλιανός (361 - 363 μ.Χ.), προσπάθησε να ξαναφέρει την ειδωλολατρία ως επίσημη θρησκεία και ονομάστηκε γι' αυτό "παραβάτης".

Ο Μ. Θεοδόσιος (379 - 395 μ.Χ.), αντιμετώπισε τις εισβολές των Γότθων και μοίρασε το κράτος στα δυο του παιδιά, τον Αρκάδιο, που πήρε την Ανατολή με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη (Μακεδονία - Ελλάδα - Ασία - Αίγυπτο), και τον Ονώριο, που πήρε τη Δύση (Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Ισπανία και Αφρική) με πρωτεύουσα τη Ρώμη.

 

Ο Ιουστινιανός (527 - 565 μ.Χ.), επέκτεινε την Αυτοκρατορία από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας και της Αρμενίας, έως τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ), και καθίσταται η κυρίαρχη δύναμη στον Μεσογειακό χώρο. Η περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού περιλαμβάνει πλήθος σημαντικών εξελίξεων. Η κωδικοποίηση των νόμων, η κατασκευή οχυρωματικών έργων σε όλη την επικράτεια, η ανέγερση της Αγίας Σοφίας, η ενίσχυση του εμπορίου και η δόλια εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα κλπ.

Ταυτόχρονα όμως αυτή η έντονη δραστηριότητα, και ειδικά η ανάγκη χρηματοδότησης των πολέμων και των συνθηκών με τους Πέρσες, εξάντλησε τα οικονομικά του κράτους, ενώ η ανάγκη υπεράσπισης των νέων συνόρων, σε συνδυασμό με την μείωση του στρατού και τις συνεχείς επιδημίες εξασθένισαν την άμυνά του. Η δε θρησκευτική πολιτική του Ιουστινανού, ιδίως μετά τον θάνατο της Θεοδώρας, αποξένωσε πολλούς από τους μονοφυσιτικούς πληθυσμούς της Συρίας και της Αιγύπτου. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η Αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.

 

Διάδοχοι του Ιουστινιανού: Κατά την εποχή της βασιλείας των διαδόχων του Ιουστινιανού στη Βαλκανική κάνουν επιδρομές οι Άβαροι και οι Σλάβοι, οι οποίοι αργότερα έγιναν χριστιανοί κι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή νοτιότερα του Δούναβη ποταμού. Για να περιφρουρήσει τις ακραίες περιοχές του κράτους ο βασιλιάς Μαυρίκιος (582 - 602 μ.Χ.) δημιούργησε τα "Εξαρχάτα", μεγάλες διοικήσεις που σύντομα απόχτησαν μεγάλη στρατιωτική και πολιτική εξουσία, ώστε δίκαια θεωρήθηκαν πρόδρομοι των "θεμάτων" που δημιουργήθηκαν αργότερα.

 

Ο Ηράκλειος (610 - 641 μ.Χ.) είναι ο αυτοκράτορας που απάλλαξε το Βυζαντινό κράτος από τον κίνδυνο της υποταγής του στους Πέρσες εναντίον των οποίων πολέμησε έξι χρόνια. Αυτός πρώτος ονομάστηκε επίσημα "βασιλεύς" αντί του ρωμαϊκού τίτλου "Ιmρeratοr" που χρησιμοποιούσαν ως τότε, κι αυτός θεωρείται ως ο δημιουργός του Βυζαντινού ελληνικού κράτους, αφού εξελληνίζεται πια και η διοίκησή του.

 

Μεγάλη μετανάστευση των λαών: Στα χρόνια που ακολούθησαν (4ος και 5ος αιωνας μ.Χ.) γίνονται οι μεγάλες επιδρομές των Ούννων (Αττίλας, 435 - 453 μ.Χ.) και των Γερμανικών λαών (Βησιγότθων, Οστρογότθων, Βάνδαλων, Λομβαρδών, Σαξόνων και Φράγκων), με συνέπεια την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (476 μ.Χ.) και τον εξελληνισμό του Ανατολικού κράτους. Η εποχή του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.) αποτελεί σταθμό στη Βυζαντινή ιστορία. Η προσπάθειά του να αποκαταστήσει την ενότητα του κράτους (Ανατολικού και Δυτικού) απέτυχε, μπόρεσε όμως ν' αποκρούσει τους διάφορους εχθρούς που απείλησαν το κράτος του (Σλάβοι, Βούλγαροι και Πέρσες), να αποκαταστήσει τη θρησκευτική γαλήνη και να μεταδώσει το Χριστιανισμό στους γειτονικούς λαούς, να καταστείλει την "Στάση του Νίκα", να τακτοποιήσει (ανακωδίκευση) τους νόμους, ν' αναπτύξει τα ελληνικά γράμματα και να κοσμήσει τέλος την πρωτεύουσά του με το θαυμάσιο αρχιτεκτονικό δημιούργημα, το ναό της Αγίας Σοφίας, το σύμβολο του Βυζαντινού ελληνισμού.

 

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 

Η κύρια Βυζαντινή εποχή (641 - 1204 μ.Χ.)

 

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 11ο αιώνα

Η κύρια Βυζαντινή εποχή (641 - 1204 μ.Χ.) ξεκινάει από την εποχή των Ισαύρων μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Τα κύρια χαρακτηριστικά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είναι τώρα η ελληνικότητα, που απόκτησε το κράτος με τη χρησιμοποίηση επίσημα και ανεπίσημα της ελληνικής γλώσσας, και η ορθοδοξία, που εδραιώθηκε μετά την καταπολέμηση των διαφόρων αιρέσεων και τη φιλοσοφημένη διδασκαλία των μεγάλων πατέρων και διδασκάλων της εκκλησίας.

 

Η εμφάνιση των Αράβων και του Ισλάμ: Στα πρώτα χρόνια της εποχής αυτής παρουσιάζονται οι Άραβες, που με τη νέα τους θρησκεία, το "Ισλάμ", και με σύνθημα "πόλεμος κατά των απίστων" κατόρθωσαν γρήγορα να εξαπλωθούν στο χώρο της Μεσογείου. Το 673 και το 717 μ.Χ., αφού κατάκτησαν τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο (637 - 642 μ.Χ.), επιχείρησαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, και αποκρούστηκαν με τη χρησιμοποίηση από τους Βυζαντινούς του "υγρού πυρός".

 

Δυναστεία των Ισαύρων - Εικονομαχία (726 - 787 μ.Χ. και 813 - 843 μ.Χ.): Στη Βαλκανική εισβάλλουν οι Βούλγαροι, που τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Μοισία το 879 μ.Χ.(σημ. Βουλγαρία). Την περίοδο αυτή εμφανίζεται η δυναστεία των Ισαύρων (717 - 802 μ.Χ.) και, ενώ γίνεται αγώνας κατά των Αράβων, μέσα στο κράτος ξεσπάει η καταστρεπτική διαμάχη περί των εικόνων ή "Εικονομαχία", η οποία δημιούργησε νέα κρίση και κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας.

Ο Ίσαυρος αυτοκράτορας, Λέοντας ο Γ' (717 - 741 μ.Χ.), πρώτος στρέφεται με αυτοκρατορικές εντολές κατά των εικόνων, αλλά προσκρούει στην αντίδραση του κατώτερου κλήρου και των μοναχών. Τότε έχουμε και τις πρώτες καταστροφές εικόνων. Οι πιστοί στην Ελλάδα και στην Ιταλία συγκρούονται με τον εικονομαχικό στρατό του αυτοκράτορα. Ο διάδοχός του Κωνσταντίνος ο Ε' (741 - 775 μ.Χ.), σκλήρυνε την πολιτική κατά των εικόνων. Έκλεισε τα μοναστήρια και καταδίωξε τους μοναχούς που υποστήριζαν τη λατρεία των εικόνων. Ιερείς, μοναχοί, απλοί πιστοί  κακοποιήθηκαν, εξορίστηκαν και πολλοί εκτελέστηκαν. Υπερασπιστής της Ορθοδοξίας αναδεικνύεται ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (675 - 749 μ.Χ.). Η πρώτη φάση της Εικονομαχίας έληξε, όταν η Ειρήνη η Αθηναία, με την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, αναστήλωσε τις εικόνες.

Η διαμάχη συνεχίστηκε με τον Λέοντα Ε' τον Αρμένιο, για να τελειώσει με την οριστική αναστήλωση των εικόνων το 843 μ.Χ. από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγο του Θεόφιλου (824 - 842 μ.Χ.) και μητέρα του Μιχαήλ Γ' (842 - 867 μ.Χ.).

 

Οι περισσότεροι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων (717 - 802 μ.Χ.) και των διαδόχων τους (802 - 867 μ.Χ.) αγωνίστηκαν με πολλή γενναιότητα και κατόρθωσαν και τους εξωτερικούς εχθρούς, Άραβες, Χαζάρους, Τούρκους και Βουλγάρους, να τους αποκρούσουν και με τολμηρές μεταρρυθμίσεις να θεμελιώσουν γερά και να προετοιμάσουν το κράτος για τη μεγάλη ακμή που γνώρισε στα κατοπινά χρόνια της δυναστείας των Μακεδόνων (867 - 1057 μ.Χ.).

 

Μακεδονική δυναστεία: Η Μακεδονική δυναστεία που κυβέρνησε το κράτος περίπου 200 χρόνια και αριθμεί 17 αυτοκράτορες, που οι περισσότεροι είχαν μεγάλα χαρίσματα στρατιωτικά και διοικητικά, ανέβασε την αυτοκρατορία στη μεγαλύτερή της ακμή. Εσωτερικά με νέα νομοθετικά μέτρα ανακαίνισε τον κρατικό μηχανισμό, προστάτεψε και ενίσχυσε τις αδύνατες κοινωνικές τάξεις (αγρότες κ.λ.π.) και σταθεροποίησε την κληρονομική διαδοχή στην εξουσία. Εξωτερικά έκανε πολλούς σκληρούς αλλά νικηφόρους πολέμους και κατανίκησε τους εχθρούς του κράτους, καθιστώντας το το ισχυρότερο του κόσμου. Μεγάλη άνθιση παρατηρείται στην οικονομική, την πνευματική και την καλλιτεχνική ζωή.

Ο Βασίλειος Α' ο Μακεδόνας (867 - 886 μ.Χ.) αποκατέστησε την τάξη στο εσωτερικό, τακτοποίησε τα εκκλησιαστικά ζητήματα, αναδιοργάνωσε το στρατό και το στόλο, φρόντισε για τη διάδοση του Χριστιανισμού στους Σλάβους, προώθησε τα ανατολικά σύνορα του κράτους καταπολεμώντας τους Άραβες και θεμελίωσε τη δυναστεία του, αφήνοντας το κράτος του περισσότερο ισχυρό από κάθε άποψη (οικονομικά, στρατιωτικά και διοικητικά).

Ο διάδοχος γιος του Λέοντας ο ΣΤ' ο Σοφός (886 - 912 μ.Χ.) φρόντισε για τη διάδοση του Χριστιανισμού στους Βουλγάρους κι ασχολήθηκε με τη νομοθεσία. Τότε πρωτοεμφανίστηκαν οι Ρώσοι, που επιχείρησαν εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη (907 μ.Χ.). Ο διάδοχος γιος του Λέοντα, Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (912 - 959 μ.Χ.), επειδή ήταν ανήλικος, είχε επιτρόπους το θείο του, τη μητέρα του και το ναύαρχο Ρωμανό Λεκαπηνό που συμβασίλεψε μαζί του από το 920 ως το 944 μ.Χ.. Το Βυζάντιο πέρασε μεγάλο κίνδυνο τότε, γιατί ο βασιλιάς των Βουλγάρων Συμεών ξανάρχισε τις επιδρομές του με σκοπό να κυριεύσει και την Κωνσταντινούπολη (913 μ.Χ.). Πήρε βοήθεια από τους Άραβες κι αυτοανακηρύχτηκε "Τσάρος των Βουλγάρων και των Ρωμαίων". Το Βυζάντιο απειλήθηκε κι από τους Ούγγρους (961 μ.Χ.) καθώς κι από τους Ρώσους (941 - 944 μ.Χ.), τελικά όμως σώθηκε, γιατί διέθετε οργανωμένο στρατό και ικανούς στρατηγούς, το Λέοντα Φωκά, τον Ιωάννη Κουρκούα, το Μαρκιανό Αργυρό, το Βάρδα Φωκά κ.ά. Έτσι η βασιλεία του Κωνσταντίνου Ζ' τελείωσε με λαμπρές εξωτερικές επιτυχίες, ενώ ο ίδιος ασχολήθηκε με τη συγγραφή και την κοινωνική πρόνοια.

Ακολούθησε η βασιλεία των τριών μεγάλων βασιλιάδων της δυναστείας του Ρωμανού Β' (959 - 963 μ.Χ.) που ήταν από τους πιο δοξασμένους, γιατί χάρη στους έξοχους στρατηγούς Λέοντα Φωκά και Νικηφόρο Φωκά που διέλυσαν το κράτος των Σαρακηνών, σώθηκε η Κρήτη και εξασφαλίστηκαν τα ανατολικά σύνορα με την κατανίκηση των Αράβων στον Ευφράτη. Ο Νικηφόρος Β' Φωκάς (963 - 969 μ.Χ.), ο Ιωάννης Τσιμισκής (969 - 976 μ.Χ.) και ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος (976 - 1025 μ.Χ.) με τη γενναιότητα και τη δραστηριότητά τους όχι μόνο κατόρθωσαν να σώσουν την αυτοκρατορία, αλλά της έδωσαν την παλιά λαμπρότητα και την αίγλη, επεκτείνοντας τα όριά της από το Δούναβη ως τον Τίγρη κι από την Κασπία θάλασσα ως την Ιταλία. Η εποχή τους έφερε το Βυζάντιο στη μεγαλύτερή του ακμή και αποτελεί το "χρυσό αιώνα" του Βυζαντινού κόσμου. Το κράτος έγινε πανίσχυρο. Χωρίς αμφιβολία ο Βασίλειος ο Β' αναδείχτηκε ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας της Μακεδονικής δυναστείας και "ο ενδοξότερος του Βυζαντίου".

 

Τελευταίοι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας: Οι τελευταίοι έξι αυτοκράτορες της δυναστείας δε στάθηκαν ικανοί να συνεχίσουν το έργο τους και το κράτος άρχισε να ξεπέφτει. Ο Κωνσταντίνος ο Η' (1025 - 1028 μ.Χ.) φρόντιζε μόνο για τα κυνήγια, τις διασκεδάσεις και τις ιπποδρομίες. Η θυγατέρα του Ζωή ανέβασε στο θρόνο τον άντρα της Ρωμανό Γ' τον Αργυρό (1028 - 1034 μ.Χ.), εντελώς ανίκανο. Μετά το θάνατό του ανέβασε το δεύτερο άντρα της, το Μιχαήλ Δ΄ τον Παφλαγόνα (1034 - 1041 μ.Χ.) κι ύστερα το γιο της Μιχαήλ Ε' τον Καλαφάτη (1041 - 1042 μ.Χ.), που την έκλεισε σε μοναστήρι. Όμως ο λαός την αγαπούσε κι ο Μιχαήλ Ε' τυφλώθηκε κι εξορίστηκε κι η Ζωή ανέβασε στο θρόνο τον τρίτο άντρα της, τον Κωνσταντίνο Θ' το Μονομάχο (1042 - 1055 μ.Χ.), σπάταλο κι άσωτο, από τον οποίο, αρχίζει η κατάπτωση του Βυζαντινού κράτους. Για μια ακόμα φορά οι Ρώσοι έκαναν επιδρομή στην Κωνσταντινούπολη (1043 μ.Χ.), μα απέτυχαν. Στη Ρουμανία άλλοι εχθροί, οι Πατσινάκοι, συγγενείς με τους Τούρκους, είχαν ιδρύσει κράτος κι έκαναν επιδρομές στις επαρχίες του Βυζαντίου κι έφτασαν μάλιστα πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη, αλλά αποχώρησαν (1053 μ.Χ.). Το 1054 μ.Χ. το "σχίσμα" Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας έγινε οριστικό, γεγονός που ζημίωσε πολιτικά το Βυζάντιο, γιατί τώρα κι ο πάπας κι οι δυτικοί χριστιανοί ηγεμόνες το έβλεπαν εχθρικά.

 

Δυναστεία των Κομνηνών (1057 - 1185 μ.Χ.): Η εποχή της δυναστείας των Κομνηνών (1057 - 1185 μ.Χ.), ενώ έχει τα στοιχεία της παρακμής, χαρακτηρίζεται ως τελευταία αναλαμπή του Βυζαντίου, χάρη στη γενναιότητα και τη δραστηριότητα ορισμένων καλών αυτοκρατόρων της. Ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός (1057 - 1059 μ.Χ.) χαρακτηρίζεται ικανός κι άξιος αυτοκράτορας, κοσμημένος με πολλές αρετές, που έβαλε σκοπό του ν' ανορθώσει τα οικονομικά του κράτους, μα δεν πρόλαβε στο σύντομο διάστημα της βασιλείας του. Τον διαδέχτηκε ο Κωνσταντίνος Δούκας (1059 - 1067 μ.Χ.), που δεν κατάλαβε τον κίνδυνο από τους Σελτζούκους Τούρκους και δε φρόντισε για την οχύρωση των συνόρων ούτε για την οργάνωση του στρατού.

Ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης (1067 - 1071 μ.Χ.) ήταν γενναίος στρατηγός και διακρίθηκε στον αγώνα κατά των Πατσινακών. Οργάνωσε και γύμνασε το στρατό του και με δυο εκστρατείες του στη Μ. Ασία περιόρισε τις ληστρικές επιδρομές των Τούρκων. Στην τρίτη εκστρατεία του ατύχησε. Στη μάχη του Ματζικέρτ της Αρμενίας (1071 μ.Χ.) πληγώθηκε κι αιχμαλωτίστηκε. Ελευθερώθηκε με πολλά λύτρα και με το βαρύ τίμημα για το Βυζάντιο της πληρωμής ετήσιου φόρου, αφού χάθηκε οριστικά η Μ. Ασία, την ίδια εποχή που χανόταν κι η Νότια Ιταλία, την οποία κατέλαβαν οι Νορμανδοί.

Ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας (1071 - 1078 μ.Χ.) ήταν εντελώς ανίκανος κι ακατάλληλος για την περίσταση. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατέλαβαν τη Μεσοποταμία, τη Συρία και την Παλαιστίνη, προχώρησαν στη Μ. Ασία και το 1079 μ.Χ. κυρίεψαν το Ικόνιο, τη Νίκαια και τη Χρυσούπολη απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Ο στρατηγός Νικηφόρος Βοτανειάτης (1078 - 1081 μ.Χ.) που έγινε αυτοκράτορας δεν μπόρεσε ν' αλλάξει την κατάσταση. Οι Τούρκοι στερέωσαν την εξουσία τους στη Βιθυνία με το Σουλεϊμάν, που ανακηρύχτηκε σουλτάνος.

Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081 - 1118 μ.Χ.) πολέμησε τους Νορμανδούς και συνεργάστηκε με τους Σταυροφόρους (Α' Σταυροφορία 1096 - 1099 μ.Χ.) και πέτυχε ν' ανακτήσει σημαντικό μέρος από τις Ασιατικές κτήσεις του Βυζαντίου (τη νότια παραλία της Μ. Ασίας ως την Αντιόχεια και μεγάλο μέρος του εσωτερικού). Ο Ιωάννης Β' ο Κομνηνός (1118 - 1143 μ.Χ.) συνέχισε το έργο του πατέρα του. Πολέμησε τους Σελτζούκους Τούρκους κι ελευθέρωσε τη Λαοδίκεια και τη Σωζόπολη (1119 - 1120 μ.Χ.), πολέμησε τους Πατσινάκες στη Θράκη και τους κατανίκησε στη Βερόη (σημ. Στάρα - Ζαγορά) (1122 μ.Χ.), νίκησε τους Ούγγρους (1128 μ.Χ.) κι ετοιμαζόταν να επιχειρήσει μεγάλη εκστρατεία, για ν' απελευθερώσει την Ιερουσαλήμ από τους Τούρκους, αλλά πέθανε. Το μόνο λάθος του ήταν ότι παραμέλησε κι αυτός, όπως όλοι οι Κομνηνοί αυτοκράτορες, τη δημιουργία ισχυρού ναυτικού στόλου κι άφησε κυρίαρχους στη θάλασσα τους Ιταλούς, Ενετούς και Πισάτες.

Ο Μανουήλ Α' Κομνηνός (1143 - 1180 μ.Χ.) φιλοδόξησε ν' ανασυστήσει την παλιά αυτοκρατορία κι επιχείρησε πολλούς πολέμους. Πολέμησε τους Νορμανδούς (1148 - 1158 μ.Χ.), τους Ούγγρους και τους Σέρβους και ταλαιπωρήθηκε πολύ από τους σταυροφόρους της Β' Σταυροφορίας (1147 - 1149 μ.Χ.). Έκανε εκστρατεία κατά των Τούρκων για να ξεκαθαρίσει τη Μ. Ασία και τους νίκησε, αλλά ο στρατός του νικήθηκε και καταστράφηκε στο Μυριοκέφαλο (1176 μ.Χ.) κι ο ίδιος τραυματίστηκε. Η Μ. Ασία παραδόθηκε οριστικά πια στους Τούρκους.

Οι τελευταίοι Κομνηνοί αυτοκράτορες (1180 - 1185 μ.Χ.) δεν κατάφεραν τίποτα το αξιόλογο. Ο Ανδρόνικος Α' Κομνηνός (1183 - 1185 μ.Χ.) προκάλεσε μεγάλη σφαγή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη με συνέπεια την επέμβαση του βασιλιά των Νορμανδών Γουλιέλμου Β' (1166 - 1189 μ.Χ.) που κυρίεψε και λεηλάτησε τη Θεσσαλονίκη (1185 μ.Χ.). Ήταν η δεύτερη άλωση της Θεσσαλονίκης, μετά το 904 από τους Σαρακηνούς.

 

Δυναστεία των Αγγέλων (1185 - 1204 μ.Χ.): Η δυναστεία των Αγγέλων δεν στάθηκε ικανή να ανακόψει την πορεία του Βυζαντίου προς το μαρασμό και την πτώση. Ο Ισαάκιος Β' Άγγελος (1185 - 1195 μ.Χ.) αναγκάστηκε ν' αναγνωρίσει την αυτονομία του Βουλγαρικού κράτους. Αργότερα αναγνώρισε την αυτονομία στους Σέρβους που κατέλαβαν το Μαυροβούνιο, την Ερζεγοβίνη και την Παραδουνάβια Σερβία, και κατόρθωσε να απαλλαγεί από τους Σταυροφόρους της Γ' Σταυροφορίας (1188 - 1192 μ.Χ.). Ο Αλέξιος Γ' Άγγελος (1195 - 1203 μ.Χ.) ήταν εντελώς ανάξιος και σπάταλος κι οδήγησε το Βυζάντιο στην πτώση του, στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας (1203 - 1204 μ.Χ.).

 

Βυζαντινός Πολιτισμός Β' περιόδου (641 - 1204 μ.Χ.): Ο βυζαντινός πολιτισμός έφτασε στη μεγαλύτερή του ακμή από το 850 ως το 1050 μ.Χ., δηλαδή στο διάστημα της Μακεδονικής δυναστείας. Τακτοποιήθηκε η νομοθεσία που ευνοούσε τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις, ενισχύθηκε η οικονομία του κράτους με την εξαίρετη οργάνωση της γεωργίας, της βιομηχανίας και του εμπορίου, και οργανώθηκε η διοίκηση και ο στρατός.

Αναπτύχθηκε και βελτιώθηκε η παιδεία με τη διοργάνωση του Πανδιδακτήριου (960 μ.Χ.), το οποίο είχε ιδρύσει ο Θεοδόσιος ο Β' (425 μ.Χ.). Σ' αυτό δίδασκε ο Μιχαήλ Ψελλός, ο "ύπατος των φιλοσόφων", όπως ονομάστηκε, για την πολυμάθεια και την καρποφόρα διδακτική του εργασία. Καταρτίστηκαν μεγάλες βιβλιοθήκες, του Παλατιού και του Πανδιδακτήριου, όπου συγκεντρώθηκαν πολλές χιλιάδες βιβλίων χειρογράφων σε πάπυρους και σε περγαμηνές. Αναδείχτηκαν πολλοί συγγραφείς, ιστορικοί και χρονογράφοι, λόγιοι και ποιητές: Λέων ο Διάκονος, Γεώργιος ο Αμαρτωλός, Γεώργιος Κεδρηνός, Θεοφάνης ο Ομολογητής, Κωνσταντίνος Μανασσής, Ιωάννης Ζωναράς, Άννα Κομνηνή, Ιωάννης Κίνναμος, Νικήτας Χωνιάτης, Ιωάννης Μαυρόποδας, Ιωάννης Κυριώτης, Χριστόφορος Μυτιληναίος, Ιωάννης Δαμασκηνός, Ιωάννης Τζέτζης κ.ά.

Αναπτύχθηκε νέο λογοτεχνικό είδος, η δημοτική ποίηση (ακριτικά τραγούδια), με αντιπροσωπευτικό έργο το έπος του Διγενή Ακρίτα, καθώς και νέο είδος φιλολογίας, οι "Εγκυκλοπαίδειες". Καλλιεργήθηκαν τα αρχαία γράμματα με τη μελέτη και το σχολιασμό των αρχαίων συγγραφέων, όπως του Ομήρου, του Πίνδαρου κ.ά.. Ευδοκιμούν οι καλές τέχνες· η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, η μικρογραφία και η μικροτεχνία μας δίνουν εξαίρετα έργα.

 

 

Η ΤΡΙΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 

Υστεροβυζαντινή Εποχή (1204 - 1453 μ.Χ.)

 

Τα λατινικά βασίλεια μετά το 1204 μ.Χ.

Μετά την πτώση του Βυζαντίου, που σημειώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας το 1204, στις χώρες του Βυζαντινού κράτους ιδρύθηκαν διάφορα φραγκικά βασίλεια: 1) η Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης (1204 - 1261 μ.Χ.) με αυτοκράτορα τον Βαλδουίνο κόμητα της Φλάνδρας, 2) το βασίλειο της Θεσσαλονίκης (1204 - 1240 μ.Χ.) με βασιλιά το Βονιφάτιο το Μομφερατικό, 3) το Δουκάτο των Αθηνών με άρχοντα τον Όθωνα ντε λα Ρος, 4) το Πριγκιπάτο της Αχαΐας στην Πελοπόννησο με άρχοντες τους Γάλλους Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο και Γουλιέλμο Σαμπλίτ και 5) το Δουκάτο του Αιγαίου με άρχοντα το Μάρκο Σανούδο και πρωτεύουσα τη Νάξο.

Ιδρύθηκαν ακόμα και ελληνικά κράτη: 1) η αυτοκρατορία της Νίκαιας με τον Αλέξιο Ε' το Μούρτζουφλο και πρωτεύουσα τη Νίκαια, 2) η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας με τον Αλέξιο Α' το Μέγα Κομνηνό, 3) το Δεσποτάτο της Ηπείρου με το Μιχαήλ Α' Άγγελο Δούκα Κομνηνό, 4) το Δεσποτάτο του Μυστρά.

 

Τα πολλά αυτά κράτη, τόσο τα λατινικά όσο και τα ελληνικά, δεν είχαν μεταξύ τους σταθερά όρια και ορισμένες περιοχές, ανήκαν πότε στο ένα και πότε στο άλλο κράτος. Οι Έλληνες που βρέθηκαν τώρα κομματιασμένοι στα διάφορα κράτη αρχίζουν να συνειδητοποιούν την κοινή τους καταγωγή, να αισθάνονται ότι όλοι ανήκουν σ' ένα γένος ξεχωριστό από τους Φράγκους. Έτσι η φεουδαρχία που ήρθε με τους κατακτητές στον ελληνικό χώρο δεν επηρέασε ουσιαστικά και δεν άλλαξε τον ελληνικό χαρακτήρα της χώρας.

 

Οι Έλληνες ηγεμόνες και προπάντων οι αυτοκράτορες της Νίκαιας αγωνίστηκαν για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γεγονός που πέτυχε ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1259 - 1261 μ.Χ.), που μπήκε θριαμβευτικά στην Πόλη το 1261 μ.Χ. (15 Αυγούστου). Μ' αυτόν άρχισε η τελευταία δυναστεία του Βυζαντίου, η δυναστεία των Παλαιολόγων (1261 - 1453 μ.Χ.).

 

Η αυτοκρατορία που ανασυστήθηκε το 1261 μ.Χ. δεν είχε μεγάλη έκταση. Περιλάμβανε τις κτήσεις που είχε στη Μ. Ασία, το βασίλειο της Νίκαιας, τη Θράκη, μικρό τμήμα της Μακεδονίας με τη Θεσσαλονίκη και λίγα νησιά, τη Ρόδο, τη Λέσβο, τη Σαμοθράκη και την Ίμβρο. Και το κακό ήταν ότι ολόγυρά της είχε πολλά εχθρικά κράτη, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους, τους Φράγκους και τους Τούρκους και όλοι αυτοί επιδίωκαν την καταστροφή της. Έτσι τους δυο τελευταίους αιώνες βρισκόταν σε διαρκείς πολέμους.

Οι Βούλγαροι έκαναν συχνά επιδρομές στις επαρχίες της. Οι Γενουάτες και οι Ενετοί είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους όλο το εμπόριο του Βυζαντινού κράτους και συχνά έμπαιναν με το στόλο τους στον Κεράτιο κόλπο, προκαλούσαν ταραχές κι υποχρέωναν τους αυτοκράτορες να τους παραχωρούν όλο και περισσότερα προνόμια. Οι Ιωαννίτες ιππότες, όταν διώχτηκαν από την Παλαιστίνη, πέρασαν στην Κύπρο κι από κει νίκησαν τους Βυζαντινούς και κατέλαβαν τη Ρόδο, όπου ίδρυσαν δικό τους κράτος (1310 - 1522 μ.Χ.). Οι Σέρβοι με το βασιλιά τους Στέφανο Δουσάν (1331 - 1355 μ.Χ.), αφού κυρίεψαν τη Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική, προχώρησαν στη Θράκη και απείλησαν και την Κωνσταντινούπολη το 1355 μ.Χ.. Οι Αλβανοί, ανενόχλητοι κατέβηκαν στις νότιες ελληνικές περιοχές (Αττική, Βοιωτία, Πελοπόννησο), όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα και με τον καιρό εξελληνίστηκαν.

Οι Οθωμανοί Τούρκοι, που στα μέσα του 13ου αιώνα είχαν ιδρύσει κράτος στη Μ. Ασία, ήταν μια συνεχής απειλή για το Βυζάντιο. Ο Μουράτ Α΄(1359 - 1389 μ.Χ.) πέρασε στη Θράκη, κατέλαβε την Αδριανούπολη (1365 μ.Χ.) και την έκανε δεύτερη πρωτεύουσα του κράτους. Ο γιος του Βαγιαζίτ Α΄ (1389 - 1402 μ.Χ.) θα είχε κυριέψει την Κωνσταντινούπολη (1391 μ.Χ.), αν δεν έρχονταν οι Μογγόλοι με τον Ταμερλάνο, απόγονο του Τσέγγις Χαν, που νίκησαν το Βαγιαζίτ και τον αιχμαλώτισαν στην πεδιάδα της Άγκυρας (1402 μ.Χ.).

Η μογγολική επιδρομή έδωσε στο Βυζάντιο ζωή για άλλα 50 χρόνια. Ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος (1391 - 1425 μ.Χ.) ξαναπήρε τη Θεσσαλονίκη, που είχε κατακτηθεί από το Μουράτ Α΄ το 1386 μ.Χ., καθώς και πολλές πόλεις στην Προποντίδα, τον Εύξεινο Πόντο και τη Θεσσαλία. Ο Μανουήλ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ενίσχυση του ελληνικού Δεσποτάτου, που ιδρύθηκε το 1262 στο Μοριά (Πελοπόννησο) με πρωτεύουσα το Μιστρά, στο οποίο στήριξε πολλές ελπίδες για τη ζωή της αυτοκρατορίας. Η κατάσταση ωστόσο χειροτέρεψε, όταν ο Μουράτ Β' (1421 - 1451 μ.Χ.) επανέλαβε τις επιθέσεις των Τούρκων. Το 1422 μ.Χ. πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, που δεν μπόρεσε να την κυριέψει. Γι' αυτό στράφηκε στις άλλες ελληνικές περιοχές και το 1430 μ.Χ. η πολιορκημένη Θεσσαλονίκη, που δοκιμαζόταν από μεγάλο σεισμό, κυριεύεται με έφοδο από ξηρά και θάλασσα και λεηλατείται.

Το Μανουήλ διαδέχτηκε στο θρόνο ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος (1425 - 1448 μ.Χ.), που είχε στον έλεγχό του μόνο την Πόλη και τις γύρω περιοχές. Ο Ιωάννης Η' πίστεψε πως μόνο από τη Δύση μπορούσε να περιμένει βοήθεια και γι' αυτό αποφάσισε να προχωρήσει στην ένωση των Εκκλησιών, ελπίζοντας ότι έτσι γρήγορα θα αποσπούσε βοήθεια από τους Ευρωπαίους. Η "ένωση" όμως που επιβλήθηκε δημιούργησε μεγάλο αναβρασμό στην Κωνσταντινούπολη και στις άλλες ανατολικές εκκλησίες. Ο λαός διχάστηκε σε "ενωτικούς" και "ανθενωτικούς" κι ο διχασμός υπονόμευσε την άμυνα και χειροτέρεψε την τραγική κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη, που περνούσε κρίσιμες ώρες, καθώς οι Τούρκοι οργάνωναν μεθοδικά την τελική τους επίθεση.

Ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ', αδερφός του Ιωάννη Η', ως τότε δεσπότης του Μιστρά, ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολής το 1448 μ.Χ. κι αμέσως άρχισε να ετοιμάζεται για την πολιορκία της πόλης, που την περίμενε σύντομα. Και πραγματικά ο Μωάμεθ Β' που διαδέχτηκε τον πατέρα του Μουράτ Β' το 1451, σε ηλικία 21 χρονών, έβαλε ως στόχο και σκοπό της ζωής του να κυριέψει την Πόλη.

 

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης (29 Μαΐου 1453 μ.Χ.): Η πολιορκία άρχισε τον Απρίλιο του 1453 μ.Χ.. Οι δυνάμεις του εχθρού ήταν ασύγκριτα πολύ μεγάλες (300 χιλιάδες περίπου) απέναντι στους λίγους υπερασπιστές της Πόλης (8 χιλ. Έλληνες και 3 χιλ. μισθοφόροι). Κι η Πόλη άντεχε χάρη στα ισχυρά τείχη της, τη γενναιότητα των υπερασπιστών τους και την αποφασιστικότητα του Αυτοκράτορα, κι έπεσε μόνο, όταν κρυφά οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη από τη μικρή πόρτα, την Κερκόπορτα και βρέθηκαν πίσω από τις θέσεις των υπερασπιστών της, που αγωνίστηκαν ως την τελευταία στιγμή κι έπεσαν μαζί με τον αυτοκράτορα πολεμώντας ηρωικά. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης σημειώνει το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν ένα κοσμοϊστορικό γεγονός με τεράστια σημασία. Η Κωνσταντινούπολη ήταν το προπύργιο του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας. Σ' αυτή διατηρήθηκε το πνεύμα κι ο πολιτισμός των αρχαίων που μεταλαμπαδεύτηκε στην Ευρώπη για να φέρει την αναγέννηση και την αφύπνιση του κόσμου από το σκοτεινό Μεσαίωνα. Αυτή αποτέλεσε το φωτεινό φάρο που φώτισε τον αραβικό και το σλαβικό κόσμο. Αυτή διαφύλαξε και προστάτευσε το Χριστιανισμό και την Ευρώπη ολόκληρη από τον εξισλαμισμό, όπως η αρχαία Ελλάδα από τον εκπερσισμό και τη βαρβαρότητα. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου απλώνεται σκοτάδι κι επέρχεται μαρασμός της ζωής, ενώ στη Δύση αρχίζει να χαράζει η αυγή της αναγέννησης, που τα πρώτα της φώτα μεταφέρθηκαν από τους πρόσφυγες λόγιους και σοφούς του Βυζαντίου.

 

 

Γ) ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
 

Η Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας (1453 μ.Χ. - ως σήμερα), περιλαμβάνει: 1) την εποχή της Τουρκοκρατίας (1453 - 1821 μ.Χ.), 2) την Ελληνική επανάσταση (1821 - 1828 μ.Χ.), 3) τη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα (1828 μ.Χ. - ως σήμερα).

 

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
(1453 - 1821 μ.Χ.)

 

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης δεν κατακτήθηκαν βέβαια αμέσως όλες οι ελληνικές χώρες. Έμεναν ακόμη πολλές περιοχές ελεύθερες, όπως η Αθήνα, το δεσποτάτο του Μιστρά, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και όλες οι ελληνικές χώρες που τις εξουσίαζαν οι Φράγκοι, όπου οι Έλληνες, όπως στην Κύπρο, την Κρήτη κ.λπ., ένιωθαν ελεύθεροι, αφού κυρίαρχοί τους ήταν χριστιανοί άρχοντες. Έτσι οι Τούρκοι συνέχισαν την κατάκτησή τους. Ο Μωάμεθ ο Β' ο Κατακτητής κατέλυσε το Δουκάτο της Αθήνας (1456 μ.Χ.) και στην πόλη αυτή παραχώρησε ιδιαίτερα προνόμια. Έπειτα κατέλαβε το Μιστρά και το 1461 μ.Χ. καταλύθηκε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το 1462 μ.Χ. κυριεύτηκε η Μυτιλήνη και το 1470 μ.Χ. η Χαλκίδα και όλη η Εύβοια. Οι μεγάλες κατακτήσεις των Τούρκων συνεχίστηκαν το 16ο και 17ο αιώνα, με τους Σουλτάνους Βαγιαζίτ Β' (1499 - 1502 μ.Χ.), Σελήμ Α' (1511 - 1520 μ.Χ.), το Σουλεϊμάν Β' το Μεγαλοπρεπή (1520 - 1556 μ.Χ.), το Σελήμ Β' (1566 - 1574 μ.Χ.), που κατέλαβε την Κύπρο, αλλά νικήθηκε στη Ναύπακτο (1571 μ.Χ.) από τον ενωμένο στόλο των Ευρωπαίων με αρχηγό τον Δον Ιωάννη τον Αυστριακό. Η κατάληψη της Κρήτης έγινε ύστερα από σκληρούς αγώνες που κράτησαν 24 χρόνια (1645 - 1669 μ.Χ.) και πήραν τη μορφή πάλης του Χριστιανισμού εναντίον του Ισλαμισμού. Τα φρούρια Σούδας, Σπιναλόγκας και Γραμβούσας παραδόθηκαν με συνθήκη το 1712 μ.Χ., αφού πρωτύτερα είχαν καταληφτεί οι Κυκλάδες και τα νησιά του Αιγαίου Νάξος (1579 μ.Χ.), Χίος (1566 μ.Χ.) και Κύπρος (1570 μ.Χ.). Έτσι ολοκληρώθηκε η κατάκτηση όλων των ελληνικών περιοχών, αφού χρειάστηκαν γι' αυτό περισσότερο από τρεις αιώνες.

 

Η τουρκική κατάκτηση που κράτησε τέσσερις αιώνες περίπου (1453 - 1821 μ.Χ.) έφερε στον υπόδουλο Ελληνισμό πολλές συμφορές. Οι περιουσίες των Ελλήνων καταστράφηκαν κι ο ελληνικός πολιτισμός έσβησε. Η χώρα ερημώθηκε, ο πληθυσμός ελαττώθηκε, αλλά δεν υπόκυψε, δεν κάμφθηκε η πίστη του στο Θεό, η αγάπη του στην πατρίδα κι η προσδοκία του για τη λευτεριά. Έτσι το ελληνικό έθνος κάτω από τον τουρκικό ζυγό απόκτησε πολιτική και πνευματική ενότητα κι απόφυγε τον κίνδυνο αφομοίωσης από τους ομόδοξους Φραγκοενετούς. Οι Τούρκοι μάταια προσπάθησαν να εξισλαμίσουν τους Έλληνες, με το παιδομάζωμα, τον προσηλυτισμό και τα δελεαστικά αξιώματα που πρόσφεραν σ' όσους αλλαξοπιστούσαν.

 

Το ελληνικό έθνος το βοήθησαν να σωθεί κι οι δάσκαλοι του Γένους κι οι αρματολοί κι οι κλέφτες που συνέχιζαν τον αγώνα εναντίον των κατακτητών Τούρκων σ' όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η ορθοδοξία, που συμπαραστάθηκε τους κατατρεγμένους με την αξιοποίηση των προνομίων που παραχώρησε ο κατακτητής στην Εκκλησία, αναδείχτηκε κιβωτός και θεματοφύλακας των εθνικών παραδόσεων. Η οργάνωση τέλος των συντεχνιών και των κοινοτήτων στο εσωτερικό και οι ελληνικές παροικίες του εξωτερικού συντέλεσαν πολύ στη συνοχή του ελληνισμού.

Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης κι οι πλούσιοι ομογενείς "εθνικοί ευεργέτες" φρόντισαν για την οργάνωση και λειτουργία σχολείων. Αυτά αποτέλεσαν εθνικά και πνευματικά κέντρα διαφωτισμού του υπόδουλου Γένους. Το 17ο και 18ο αιώνα ιδρύθηκαν πολλά σχολεία σ' όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας κι αναδείχτηκαν πολλοί σοφοί "δάσκαλοι του Γένους": οι Γεώργιος Γεννάδιος, Κύριλλος Λούκαρις, Ηλίας Μηνιάτης, Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Κωνσταντίνος Οικονόμος, Νεόφυτος Βάμβας, Αθανάσιος Ψαλλίδας, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ηλίας Μόσχος, Παναγιώτης Δοξαράς, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αδαμάντιος Κοραής, Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος αποτελούν τη μακριά σειρά των διαφωτιστών, που δημιούργησαν το μεγάλο πνευματικό ρεύμα που αφύπνισε την ελληνική συνείδηση, εξύψωσε το φρόνημα και ενδυνάμωσε τις ψυχές, ώστε να τολμήσουν αποφασιστικά τη μεγάλη εξέγερση του 1821, που έτρεφε στα χρόνια της σκλαβιάς η "μεγάλη Ιδέα".

 

Επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία: Οι προσπάθειες των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού ήταν πολλές στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά περιορισμένες τοπικά κι ανοργάνωτες, γι' αυτό και δεν ήταν δυνατό να έχουν θετικά αποτελέσματα. Το Σεπτέμβριο του 1601 μ.Χ. γίνεται η εξέγερση των χωρικών της Θεσπρωτίας και του Σουλίου από τον επίσκοπο Τρίκκης και Θεσσαλίας Διονύσιο, που προσπάθησε να καταλάβει με 800 άντρες τα Γιάννενα, στο τέλος όμως νικήθηκε και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο.

Στη διάρκεια του Α' Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768 - 1774 μ.Χ.) ξεσηκώθηκαν οι Μανιάτες με αρχηγό τον Ιωάννη Μαυρομιχάλη ή Σκυλογιάννη, όταν έφτασε στην Πελοπόννησο ο Αλέξης Ορλώφ (1770 μ.Χ.), με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί Έλληνες και να λεηλατηθεί η Μάνη.

Στο Β' Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1788 - 1792 μ.Χ.) ξεσηκώθηκαν πάλι οι Έλληνες με το Λάμπρο Κατσώνη, λοχαγό του ρωσικού στρατού, που νικήθηκε (1790 μ.Χ.) κι απέτυχε να ξεσηκώσει σ' επανάσταση τους Λάκωνες.

Πιο πολύ κράτησε η αντίσταση των Σουλιωτών που ξεσηκώθηκαν κατά του Αλή πασά (1792 - 1803 μ.Χ.) κι ανακήρυξαν τα χωριά τους (Σούλι, Κιάφα, Σαμονίβα κι Αβαρίκο) κοινότητα αυτοδιοικούμενη. Με αρχηγούς το Γεώργιο Μπότσαρη και το Λάμπρο Τζαβέλα απόκρουσαν τις επιθέσεις του στρατού του Αλή πασά. Αναγκάστηκαν όμως τελικά να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, ύστερα από συμφωνία με το γιο του Αλή πασά, το Βελή, που δεν τήρησε τη συμφωνία και στην έξοδό τους σκότωσε πολλούς. Οι γυναίκες και τα παιδιά, για να γλιτώσουν τη σκλαβιά, προτίμησαν το θάνατο και γκρεμίστηκαν από τους βράχους του Ζαλόγγου.

 

Η Φιλική Εταιρεία (1814 μ.Χ.): Οι Έλληνες ύστερα από τις πολλές αποτυχίες τους και τις διαψεύσεις των ελπίδων που στήριξαν στους ξένους για την ελευθερία της πατρίδας τους (Ρωσία, Γαλλία), αποφάσισαν να στηριχτούν μόνο στους εαυτούς τους και άρχισαν την οργάνωσή τους ιδρύοντας διάφορες εταιρείες: τη Φιλόμουση Εταιρεία στη Βιέννη (1812 μ.Χ.), τη Φιλική Εταιρεία στην Οδησσό (1814 μ.Χ.), την Πατριωτική Εταιρεία στην Κέρκυρα κ.ά. Η Φιλική Εταιρεία, που έβαλε σκοπό της την απελευθέρωση της Ελλάδας με τα όπλα και τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, διαδόθηκε πολύ γρήγορα και συμπεριέλαβε ως μέλη της εκατοντάδες χιλιάδων, ώστε έπρεπε πια να επισπεύσουν την επανάσταση, αφού το "μυστικό" δεν ήταν δυνατό να κρατηθεί για πολύ καιρό. Σ' όλη την Ευρώπη άλλωστε είχε αναπτυχθεί σοβαρή φιλελεύθερη κίνηση κατά της απολυταρχίας, που είχε ως βάση της τις αρχές και τα συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης: Ελευθερία - Ισότητα - Αδελφότητα. Η κίνηση αυτή είχε επίδραση και στους Βαλκανικούς λαούς, που άρχισαν να κινούνται για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

 

 

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
(1821 - 1828 μ.Χ.)

 

Επανάσταση στη Μολδοβλαχία (22 Φεβρουαρίου 1821 μ.Χ.): Η Φιλική εταιρεία, αφού εξασφάλισε τη συγκατάθεση του Αλέξανδρου Υψηλάντη που δέχτηκε ν' αναλάβει αρχηγός της, επιτάχυνε την έκρηξη της Επανάστασης, που ξεκίνησε από τη Μολδοβλαχία (22 Φεβρουαρίου 1821), όταν ο Υψηλάντης με 200 άντρες πέρασε τον Προύθο ποταμό και μπήκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Πολλοί ήταν οι λόγοι που συνηγορούσαν για το ξεκίνημα της Επανάστασης από τη Μολδοβλαχία, μα ο πιο σημαντικός ίσως ήταν ότι υπολόγιζαν πολύ στη βοήθεια της Ρωσίας, που κι αν ακόμα δεν τους βοηθούσε φανερά, με πόλεμο κατά της Τουρκίας, όπως έλπιζαν οι Έλληνες, θα μπορούσε να απαγορεύσει στην Τουρκία να στείλει στρατό. Γελάστηκαν όμως κι απογοητεύτηκαν γρήγορα, αφού η Ρωσία έσπευσε ν' αποκηρύξει το κίνημα κι ο Πατριάρχης Γρηγόριος υποχρεώθηκε να το αφορίσει. Η τύχη του κινήματος του Υψηλάντη κρίθηκε στο Δραγατσάνι, όπου ο στρατός του Υψηλάντη νικήθηκε κι αποδεκατίστηκε, ενώ 200 Ιερολοχίτες, νέοι σπουδαστές πανεπιστημίων που είχαν συγκροτήσει τον Ιερό Λόχο, σφάχτηκαν και 40 αιχμαλωτίστηκαν από την επίθεση του τούρκικου ιππικού (Σπαχήδων). Ο Υψηλάντης πέρασε στην Αυστρία, όπου τον φυλάκισαν στο φρούριο Μπουγκάτς για έξι χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1827 μ.Χ. και τον επόμενο χρόνο (1828 μ.Χ.) πέθανε στη Βιέννη σε ηλικία 36 χρονών. Ο αγώνας στις ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας έληξε με το ηρωικό τέλος των οπλαρχηγών Αθανάσιου Καρπενησιώτη, Γεωργάκη Ολύμπιου και Γιάννη Φαρμάκη.

 

Επανάσταση στην Πελοπόννησο (21 Μαρτίου 1821): Το κίνημα του Υψηλάντη συγκίνησε τον Ελληνισμό απ' άκρη σ' άκρη. Ακριβώς ένα μήνα ύστερα από τότε που ο Υψηλάντης είχε περάσει τον Προύθο, ξεσηκώθηκε η Πελοπόννησος. Οπλαρχηγοί ήταν πολλοί με πρώτους το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον Παπαφλέσσα. Ο ενθουσιασμός πλημμύρισε τις ψυχές όλων, η εξέγερση γενικεύτηκε κι οι επαναστατημένοι Έλληνες της Πελοποννήσου έτρεπαν σε φυγή τους Τούρκους, που προσπαθούσαν να καταφύγουν στην Τρίπολη, στο κεντρικό φρούριο της Πελοποννήσου, που ήταν κι η έδρα της τουρκικής διοίκησης.

Τον ίδιο χρόνο (1821) επαναστάτησαν τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, που διέθεταν ισχυρό εμπορικό στόλο, τον οποίο γρήγορα μετέτρεψαν σε πολεμικό, κι ακολούθησαν η Σάμος, η Ρόδος, η Κρήτη, η Κύπρος κ.ά. Στη Στερεά Ελλάδα το σύνθημα της επανάστασης μεταδόθηκε από την Κόρινθο στα Σάλωνα (Άμφισσα) με τον Πανουργιά, στο Γαλαξίδι με το Γιάννη Γκούρα, στη Φωκίδα και Βοιωτία με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Αθανάσιο Διάκο, στη Μαγνησία και στα πλούσια χωριά του Πηλίου με τον Άνθιμο Γαζή, στην Αιτωλοακαρνανία και τη δυτική Ελλάδα με τον αρματολό Δημήτριο Μακρή. Στη Μακεδονία ξεσηκώθηκε πρώτα η Χαλκιδική και το Άγιο Όρος με το Σερραίο Εμμανουήλ Παπά κι αργότερα εξεγέρθηκε κι η Δυτική Μακεδονία.

 

Πολεμικά γεγονότα του πρώτου (Α') χρόνου της Επανάστασης (1821): Τα σπουδαιότερα γεγονότα της Επανάστασης στον πρώτο χρόνο (1821) ήταν: α) Στην Πελοπόννησο οι Έλληνες οπλαρχηγοί Κολοκοτρώνης και Μαυρομιχάλης απελευθέρωσαν την Καλαμάτα, οι πρόκριτοι της Αχαΐας Λόντος, Ζαΐμης, Ρούφος, Παπαδιαμαντόπουλος με τον Π.Π. Γερμανό μπήκαν στην Πάτρα, και στις 25 του Μάρτη ύψωσαν το λάβαρο της Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Στις 12-13 του Μάη έγινε η μάχη στο Βαλτέτσι, που έκρινε την τύχη της Τρίπολης, την οποία κυρίεψαν οι Έλληνες με τον Κολοκοτρώνη στις 23 του Σεπτέμβρη 1821 και στερέωσαν την επανάσταση στην Πελοπόννησο.

β) Στη Στερεά Ελλάδα δόθηκε η μάχη στην Αλαμάνα, όπου έπεσε αιχμάλωτος και σουβλίστηκε στη Λαμία ο Αθανάσιος Διάκος (24 Απριλίου 1821) και στις 8 του Μάη έγινε η μάχη στο Χάνι της Γραβιάς, όπου ο Ανδρούτσος κατανίκησε το στρατό του Ομέρ Βρυώνη κι εκδικήθηκε τη θυσία του Διάκου. Στις 15 Ιουλίου έγινε η μάχη στα Βρυσάκια της Εύβοιας με αρχηγό τον Άγγελο Γοβγίνα, ενώ στις 25-26 Αυγούστου οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Γκούρας χτύπησαν τους Τούρκους στα Βασιλικά και τους ανάγκασαν να πάνε στην Ήπειρο, αφού απέτυχαν να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο.

γ) Στη Χαλκιδική οι Τούρκοι με μεγάλες δυνάμεις κατέπνιξαν στο αίμα την επανάσταση κι έβαλαν φωτιά κατακαίοντας τις κωμοπόλεις, Βασιλικά, Γαλάτιστα και Πολύγυρο (Οκτώβριος 1821).

δ) Στη θάλασσα οι Έλληνες ναυτικοί με πυρπολικά, που οδηγούσε ο Ψαριανός Παπανικολής, έκαψαν μια τουρκική φρεγάτα στο λιμάνι της Ερεσού (23 του Μάη).

 

Πολιτικά γεγονότα: Στις 20 του Δεκεμβρίου έγινε η πρώτη Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο, όπου συντάχτηκε το πρώτο ελληνικό σύνταγμα (Σύνταγμα Επιδαύρου, 1 Ιανουαρίου 1822).

Οι Τούρκοι για να ανακόψουν την επέκταση της Επανάστασης και για να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες, συνέλαβαν και θανάτωσαν στην Πόλη και σ' άλλες πόλεις πολλούς προκρίτους και ανώτερους κληρικούς. Στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα του Πάσχα, κρέμασαν στη μεσαία πύλη του Πατριαρχείου, αφού πρώτα τον κακοποίησαν, τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'. Το πτώμα του, αφού το έσυραν στους δρόμους της Πόλης, το έριξαν στη θάλασσα, απ' όπου το περιμάζεψε ο πλοίαρχος Ιωάννης Σκλάβος, που το μετέφερε στην Οδησσό, όπου το έθαψαν με πολλές τιμές.

 

Γεγονότα του δεύτερου (Β') χρόνου (1822): Το δεύτερο χρόνο (1822) παρουσιάζονται οι πρώτες δυσκολίες στον αγώνα, που κινδύνεψε, καθώς εμφανίστηκαν τα πρώτα σπέρματα της διχόνοιας ανάμεσα στους Έλληνες, την ώρα που οι Τούρκοι συντάσσουν τις δυνάμεις τους και καταστρώνουν σχέδια δράσης τους.

Το Γενάρη του 1822 ξεσηκώθηκε η Δυτική Μακεδονία με αρχηγούς το Ζαφειράκη Θεοδοσίου από τη Νάουσα, τον Καρατάσο από τη Βέροια και το Γάτσο από την Έδεσσα, που αποφάσισαν να καταλάβουν τη Βέροια και τη Νάουσα, στην οποία ύψωσαν την σημαία της Επανάστασης, αφού εξουδετέρωσαν τη μικρή της φρουρά στις 19 Φεβρουαρίου 1822. Όμως εδώ οι Τούρκοι, που διέθεταν μεγάλες δυνάμεις, κατέπνιξαν στο αίμα την Επανάσταση, αφού κυρίεψαν κι έκαψαν τη Νάουσα (17 Απριλίου 1822). Οι νέες γυναίκες, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και ατιμαστούν, προτίμησαν να πέσουν στον καταρράχτη της Αραπίτσας και να πνιγούν.

Στη Στερεά Ελλάδα τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα από τις διχόνοιες που είχαν αρχίσει ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. Η επανάσταση στην Εύβοια είχε σβήσει. Στη δυτική Ελλάδα οι Τούρκοι είχαν εξοντώσει τον Αλή πασά και τους δικούς του και πέτυχαν μεγάλη νίκη στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822), όπου οι Έλληνες (Μανιάτες) έπαθαν μεγάλη καταστροφή, αφού σκοτώθηκε και ο αρχηγός τους Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και κατέφυγαν στα νησιά του Ιονίου (Σεπτέμβριος 1822).

Το Νοέμβριο του 1822 οι πασάδες Βρυώνης και Κιουταχής πολιορκούν το Μεσολόγγι. Πρωτύτερα τα στίφη του Καρά Αλή (Πάσχα 1822) λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Χίο. Την καταστροφή της όμως εκδικήθηκε ο Κανάρης, που με πυρπολικό ανατίναξε την τουρκική ναυαρχίδα στο λιμάνι της Χίου, ενώ οι Τούρκοι γιόρταζαν την τελευταία νύχτα του Ραμαζανιού (6 Ιουνίου 1822). Μεγάλη ήταν η νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια (25 Ιουλίου 1822), όπου θριάμβευσε το πολεμικό δαιμόνιο του Κολοκοτρώνη κι η φιλοπατρία του Δημ. Υψηλάντη. Ο στρατός του Δράμαλη, που βάδιζε για την Τρίπολη, καταστράφηκε και το σχέδιο των Τούρκων να καταπνίξουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο απέτυχε.

 

Γεγονότα στον τρίτο (Γ') χρόνο της Επανάστασης (1823): Στον τρίτο χρόνο δεν έγιναν μεγάλα πολεμικά γεγονότα. Στις 9 Αυγούστου 1823 ο Μάρκος Μπότσαρης επιτέθηκε στο στρατόπεδο του Μουσταφάμπεη κοντά στο Καρπενήσι και με τα λίγα παλικάρια του προκάλεσε στους Τούρκους μεγάλη σύγχυση, αλλά χτυπήθηκε και πέθανε. Το σώμα του θάφτηκε στο Μεσολόγγι.

Οι διχόνοιες κι οι φιλονικίες ωστόσο ανάμεσα στους Έλληνες (πολιτικούς και στρατιωτικούς) δε σταμάτησαν. Το Μάρτη του 1823 έγινε η δεύτερη Εθνοσυνέλευση στο Άστρος της Κυνουρίας, που αύξησε τον ανταγωνισμό τους, με αποτέλεσμα να σχηματιστούν δυο βουλευτικά και δυο κυβερνήσεις, η μια στο Κρανίδι με πρόεδρο το Γιώργο Κουντουριώτη και η άλλη στην Τρίπολη με τον Κολοκοτρώνη.

Η διαίρεση δεν άργησε να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο με πολύ καταστρεπτικά αποτελέσματα: δεν υπήρχε καμιά εξουσία που να διευθύνει τον αγώνα κι η χώρα έμοιαζε περιοχή όπου επικρατούσαν η αναρχία, οι δολοφονίες, οι λεηλασίες κι οι αρπαγές. Το χειρότερο ήταν ότι ο Κολοκοτρώνης τελικά φυλακίστηκε μαζί με άλλους 24 πρόκριτους κι οπλαρχηγούς, ενώ ο Ανδρούτσος δολοφονήθηκε άγρια (5 Ιουνίου 1825). Και να σκεφτεί κανείς ότι τα αίτια του εμφύλιου σπαραγμού δεν ήταν άλλα από την αρχομανία, τον εγωισμό, την εμπάθεια και το προσωπικό συμφέρον.

 

Η Ευρώπη απέναντι στην Ελληνική επανάσταση: Η ευρωπαϊκή διπλωματία από την αρχή δεν είδε με καλό μάτι την ελληνική υπόθεση. Στο συνέδριο του Λάιμπαχ ο Μέττερνιχ χαρακτήρισε την Ελληνική Επανάσταση ως κίνημα ανατρεπτικό για τους Ευρωπαίους μονάρχες (25 Απριλίου 1821). Το 1822 όμως άρχισε μια μεταβολή. Η κοινή γνώμη έβλεπε με συμπάθεια τον αγώνα των Ελλήνων και στους κυβερνητικούς κύκλους της Ευρώπης άρχισε να γεννιέται η ιδέα της επέμβασης. Το 1823 η Ρωσία πρότεινε ένα σχέδιο για την ειρήνευση στην περιοχή, μα δεν το δέχτηκαν ούτε οι Έλληνες ούτε οι Τούρκοι.

Το ρεύμα για τα δίκαια των Ελλήνων στις ευρωπαϊκές χώρες όλο και μεγάλωνε. Ο Φιλελληνισμός, όπως ονομάστηκε η κίνηση αυτή, άρχισε να ενισχύει τους Έλληνες και υλικά, με πολεμοφόδια που αγοράζονταν με εράνους και εισφορές από οργανωμένους συλλόγους φιλελληνικούς. Στα τέλη του 1823 ήρθε στην Ελλάδα ο λόρδος Μπάυρον (Βύρωνας), που έδωσε τη ζωή του για χάρη της ελευθερίας της Ελλάδας. Πέθανε στο Μεσολόγγι το 1824.

 

Πολεμικά γεγονότα του τέταρτου (Δ') χρόνου: Το Μάρτη του 1824 ο σουλτάνος με συμφωνία που υπόγραψε με το Μεχμέτ Αλή, πασά της Αιγύπτου, παραχωρούσε στην Αίγυπτο την Κρήτη και την Κύπρο κι ο γιος του Μεχμέτ Αλή Ιμπραήμ πασάς αναλάμβανε εκστρατεία στην Ελλάδα, αφού είχε διοριστεί διοικητής της Πελοποννήσου. Ο ελληνικός στόλος δεν είχε τη δύναμη ν' αντιδράσει και την άνοιξη του 1824 οι Τουρκοαιγύπτιοι κατέλαβαν την Κρήτη και κατάστρεψαν την Κάσο και τα Ψαρά. Ενισχυμένος ο ελληνικός στόλος κατάφερε να σώσει τη Σάμο και να προξενήσει σημαντικές ζημιές στους στόλους των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Οι Έλληνες έστησαν τρόπαιο στον όρμο του Γέροντα, όπου καταναυμάχησαν τον εχθρικό στάλο (29 Αυγούστου 1824).

 

Γεγονότα του πέμπτου (Ε') και έκτου (Στ') χρόνου: Δυο είναι τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα στα δυο αυτά χρόνια (1825, 1826). Το πρώτο είναι η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και η προέλασή του στο εσωτερικό της, όπου ο Παπαφλέσσας προσπάθησε να τον αναχαιτίσει στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) κι έπεσε ηρωικά με τους 300 γενναίους άντρες του. Ο Ιμπραήμ κατέλαβε την Τρίπολη και προχώρησε εναντίον του Ναυπλίου. Εκεί όμως συνάντησε την ηρωική αντίσταση του Δημ. Υψηλάντη και του Μακρυγιάννη, που κατόρθωσαν να σταματήσουν την προέλασή του στους Μύλους της Λέρνης. Το δεύτερο είναι η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (15 Απριλίου 1825 - 11 Απριλίου 1826) από τους ενωμένους στρατούς του Κιουταχή και του Ιμπραήμ, η οποία κατέληξε στην ηρωική έξοδο των λίγων υπερασπιστών του Μεσολογγίου, όταν όλα είχαν σωθεί (πολεμοφόδια, τρόφιμα κ.λπ.) και κάθε ελπίδα ενίσχυσης απ' έξω (με τον ελληνικό στόλο) είχε χαθεί.

 

Γεγονότα του έβδομου (Ζ') χρόνου (1827). Ένα τρίτο γεγονός σημαντικό για την κρισιμότητα ολόκληρου του αγώνα ήταν η πάλη γύρω από την Ακρόπολη της Αθήνας, που πολιορκήθηκε από τους Τούρκους στις 3 Αυγούστου 1826 κι αναγκάστηκε η φρουρά της να συνθηκολογήσει τον Απρίλιο του 1827, αφού άντεχε όσο τους Τούρκους τους πολεμούσαν ο Καραϊσκάκης κι ο Φαβιέρος από το στρατόπεδό τους στην Ελευσίνα. Ο Καραϊσκάκης με το Γρίβα είχαν συντρίψει τους Αλβανούς του Μουσταφάμπεη στην Αράχωβα (24 Νοεμβρίου 1826) και το Φλεβάρη του 1827 ο Καραϊσκάκης είχε αποκρούσει επίθεση των Τούρκων στο Δίστομο. Στις 22 Απριλίου όμως σε μια συμπλοκή κοντά στην Ελευσίνα, ο Καραϊσκάκης χτυπήθηκε βαριά και πέθανε, ενώ για την επόμενη μέρα είχε οριστεί να γίνει γενική επίθεση εναντίον των Τούρκων. Οι φιλέλληνες αρχηγοί Κόχραν και Τζωρτζ έκαναν την επίθεση κατά του Κιουταχή, αλλά έπαθαν πανωλεθρία. Αυτή ήταν η καταστροφή στο Φάληρο (24 Απριλίου 1827), όπου σκοτώθηκαν κι οι οπλαρχηγοί Τζαβέλας, Νοταράς, Φωτομάρας, Βέικος κ.ά.

 

Επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων: Με την πτώση της Ακρόπολης φάνηκε ότι η επανάσταση στην ηπειρωτική Ελλάδα θα έσβηνε πια, ενώ ο Ιμπραήμ ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει στην Ύδρα και στο Ναύπλιο. Στην κρίσιμη εκείνη ώρα αποφασίστηκε η ευρωπαϊκή επέμβαση. Στο Λονδίνο υπογράφτηκε από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία - Γαλλία - Ρωσία) η Ιουλιανή σύμβαση (6 Ιουλίου 1827), με την οποία η Ελλάδα γινόταν αυτόνομη κάτω από την επικυριαρχία του Σουλτάνου.

Για την επιβολή της σύμβασης οι τρεις δυνάμεις έστειλαν στόλο στις ελληνικές θάλασσες με αρχηγούς τους Κόδριγκτον (Άγγλος), Δεριγνύ (Γάλλος) και Χέυδεν (Ρώσος). Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε την πρόταση, ενώ ο σουλτάνος απέρριψε την επέμβαση. Έτσι έφτασαν στη σύγκρουση με τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναβαρίνο (8 Οκτωβρίου 1827), τον οποίο καταναυμάχησαν και διέλυσαν.

 

Η ανεξαρτησία της Ελλάδας: Η ναυμαχία του Ναβαρίνου σήμανε την ελευθερία της Ελλάδας, έργο που ανέλαβε να ταχτοποιήσει η διπλωματία με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου στο Λονδίνο (10 Μαρτίου 1829).

Σημασία της Ελληνικής Επανάστασης: Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του 1821 αποτελεί σταθμό στην ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους, γιατί τερμάτισε τη θλιβερή περίοδο της σκλαβιάς, που υπόμενε για τέσσερις αιώνες ο Ελληνισμός κι άνοιξε το δρόμο για μια νέα ελεύθερη ζωή και για έναν καινούριο πολιτισμό. Συνέβαλε ακόμα στη κατάρρευση της τουρκικής αυτοκρατορίας κι αποτέλεσε την αρχή για την αποτίναξη του ζυγού απ' όλους τους λαούς της Βαλκανικής, που ξύπνησαν από το μεσαιωνικό λήθαργο. Δίδαξε έτσι όλους τους λαούς της γης ότι το πνεύμα νικά την ύλη, ότι οι λίγοι, όταν αποφασίζουν να πεθάνουν, νικούν τους πολλούς, ότι οι δούλοι με την αυτοθυσία τους μόνο μπορούν να γίνουν ελεύθεροι...

 

 

Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
(1828 μ.Χ. - ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ)

 

Α) ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ 1828 - 1897 μ.Χ.)
 

Η περίοδος του Καποδίστρια: Η τρίτη Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα (30 Μαρτίου - 3 Απριλίου 1827) είχε εκλέξει Κυβερνήτη της Ελλάδας για εφτά χρόνια τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο 1828 και κυβέρνησε τρία και μισό χρόνια (1828 - 1831). Ο Καποδίστριας πίστευε στη "φωτισμένη δεσποτεία" κι είχε τη γνώμη ότι το σύνταγμα κι ο κοινοβουλευτισμός ήταν πρόωρα για την Ελλάδα, που μόλις είχε βγει από την τυραννία κι είχε ανάγκη να συγκροτηθεί και να ειρηνεύσει. Και για το σκοπό αυτό εργάστηκε σκληρά κι έκανε πολλά. Ωστόσο τα μέτρα του δυσαρέστησαν όχι μόνο τους πλούσιους μεγαλοκτηματίες μα και πολλούς εφοπλιστές και κείνους που ήθελαν πολίτευμα συνταγματικό. Έτσι δεν μπόρεσε ν' αποκαταστήσει την ειρήνη στη χώρα και να εξασφαλίσει την ομόνοια ανάμεσα στις διάφορες κομματικές μερίδες. Δολοφονήθηκε μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο (27 Σεπτεμβρίου 1831) από τους Μαυρομιχαλαίους Γεώργιο (θείο) και Κωνσταντίνο (ανεψιό).

Το θάνατό του τον ακολούθησε αναρχία και αλληλοσπαραγμός. Το Δεκέμβριο 1831 συνήλθε πάλι στο Άργος η Πέμπτη Εθνοσυνέλευση (την Τέταρτη είχε συγκαλέσει ο Καποδίστριας το 1829). Η κατάσταση όμως χειροτέρεψε. Οι αυθαιρεσίες των Καποδιστριακών που κράτησαν την κυβέρνηση, ξεσήκωσαν τους λεγόμενους "συνταγματικούς" με το μηχανορράφο Κωλέττη επικεφαλής, και σε λίγο ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, καθώς οι Ρουμελιώτες μισθοφόροι των συνταγματικών μπήκαν στην Πελοπόννησο.

 

Η περίοδος του Όθωνα: Στις 14 Ιουλίου 1832 συνέρχεται νέα Εθνοσυνέλευση στην Πρόνοια, προάστιο του Ναυπλίου, η οποία επικύρωσε την εκλογή του Όθωνα, τον οποίο είχαν προτείνει ως βασιλιά της Ελλάδας οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη νέα "Σύμβαση του Λονδίνου", στις 17 Μαΐου 1832. Αυτή επικυρώθηκε με τη "Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης", τον Ιούλιο 1832, η οποία όριζε τα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους στον Παγασητικό και Αμβρακικό και πρόσθετε στα νησιά της Ελλάδας και τις Βόρειες Σποράδες και τις Κυκλάδες.

Επειδή όμως ο Όθωνας ήταν ανήλικος, ορίστηκε "Αντιβασιλεία" από τον κόμητα Άρμανσμπεργκ (πρόεδρο), το νομομαθή Μάουερ και το στρατηγό Έυντεκ (μέλη). Η αντιβασιλεία κυβέρνησε 2,5 χρόνια και η αυθαιρεσία της και η αυταρχικότητά της δημιούργησε αντιπάθειες κι αντιζηλίες. Η αντίδραση εκδηλώθηκε με διάφορες στάσεις, που οδήγησαν στην καταδίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα σε θάνατο, που ευτυχώς δεν τόλμησαν και να την εκτελέσουν.

Η ενηλικίωση του Όθωνα έλπιζαν όλοι πως θα έβαζε τέρμα στην ανώμαλη εκείνη κατάσταση, αλλά δυστυχώς οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Ο Όθωνας έκανε τη διοίκηση προσωπική, κατά το πρότυπο των Γερμανών βασιλιάδων. Ο ίδιος προέδρευε στο υπουργικό συμβούλιο και οι Βαυαροί εξακολουθούσαν να έχουν τις ανώτερες θέσεις. Η αντιπολίτευση ζητούσε από τον Όθωνα συνταγματικές ελευθερίες, ώσπου τελικά κατέφυγε στα όπλα.

Οι πολιτικοί Ανδρέας Λόντος, Ανδρέας Μεταξάς και Κων. Ζωγράφος, με την υποκίνηση της Αγγλίας και της Ρωσίας, οργάνωσαν την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, την οποία ανέλαβαν να εκτελέσουν οι Δημήτριος Καλλέργης, συνταγματάρχης ιππικού, και Γιάννης Μακρυγιάννης, αγωνιστής της Επανάστασης που έγινε αργότερα στρατηγός. Αυτοί με το στρατό απέκλεισαν τα ανάκτορα κι υποχρέωσαν τον Όθωνα να υπογράψει διάταγμα για τη σύγκλιση Εθνικής Συνέλευσης που θα ψήφιζε Σύνταγμα. Από το Σύνταγμα αυτό ονομάστηκε κι η Πλατεία Συντάγματος.

Το Σύνταγμα ψηφίστηκε το 1844 και μ' αυτό το πολίτευμα γινόταν πια Συνταγματική Μοναρχία με δυο κοινοβουλευτικά σώματα: τη Βουλή και τη Γερουσία, που θα ασκούσαν τη νομοθετική εξουσία, ενώ ο βασιλιάς με τους υπουργούς του θα ασκούσαν την εκτελεστική εξουσία.

Στην Ελλάδα τότε αναπτύχθηκαν δυο διαφορετικές τάσεις. Η μια με το Μαυροκορδάτο, που τον υποστήριζε η Αγγλία, πίστευε ότι έπρεπε το κράτος να οργανωθεί, κι ύστερα να επιχειρηθεί η κατάληψη της Μακεδονίας, της Κρήτης και της Ηπείρου, ενώ η άλλη με τον Κωλέττη, που την υποστήριζε η Γαλλία, ήθελε την άμεση επέκταση του κράτους με την κατάληψη των εδαφών ("Μεγάλη Ιδέα").

Έτσι, όταν ξέσπασε ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853 - 1856 μ.Χ.), η Ελλάδα πήρε μέρος οργανώνοντας επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο με επικεφαλής το Θεοδ. Γρίβα, στη Θεσσαλία με το στρατηγό Χατζηπέτρο και στο Άγιο Όρος με το συνταγματάρχη Τσάμη Καρατάσο. Η Αγγλία κι η Γαλλία αντέδρασαν και με στόλο κατέλαβαν τον Πειραιά, για να εξαναγκάσουν τον Όθωνα ν' ανακαλέσει τα αντάρτικα σώματα. Η δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού εναντίον του Όθωνα μεγάλωσε κι οδήγησε στην έξωση του Όθωνα (12 Οκτωβρίου 1862).

 

Η περίοδος του Γεωργίου Α' (1863 - 1913 μ.Χ.): Η δεύτερη Εθνοσυνέλευση στην Αθήνα, που συνήλθε για ν' αναθεωρήσει το Σύνταγμα, αποφάσισε ομόφωνα και την εκλογή του νέου βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιου, δευτερότοκου γιου του διάδοχου τότε κι ύστερα βασιλιά της Δανίας Χριστιανού. Ο Γεώργιος ήρθε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1863, φέρνοντας μαζί ως δώρο και την ένωση της Επτανήσου, που παραχώρησε η Αγγλία.

Το 1864 ψηφίστηκε το δεύτερο ελληνικό Σύνταγμα, που ίσχυσε ως το 1911. Αυτό καθιέρωσε τη συνταγματική βασιλεία και τη μια Βουλή, που εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία. Από το 1875 με εισήγηση του Χαρίλαου Τρικούπη καθιερώθηκε "η αρχή της δεδηλωμένης πλειοψηφίας της βουλής", ο βασιλιάς δηλαδή ήταν υποχρεωμένος στο εξής ν' αναθέτει το σχηματισμό κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος εκείνου που είχε την πλειοψηφία της Βουλής.

Ο Γεώργιος βασίλεψε για 50 περίπου χρόνια (1863 - 1913 μ.Χ.), στα οποία σπουδαία προβλήματα, το εθνικό και το οικονομικό, κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της χώρας. Την Ελλάδα κυβέρνησαν τρεις γενιές πολιτικών: Η πρώτη ως το 1880 με τους Δημ. Βούλγαρη, Αλεξ. Κουμουνδούρο, Επαμ. Δεληγιώργη και Θρασύβ. Ζαΐμη. Η δεύτερη ως το 1909 με τους Χαρίλ. Τρικούπη, Θεόδ. Δεληγιάννη, Γεώργ. Θεοτόκη και Δημ. Ράλλη. Στην τρίτη κυριάρχησε η μορφή του Ελευθερίου Βενιζέλου.

 

Οικονομική πολιτική: Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας αντιμετωπίστηκε με τη σύναψη δανείων για τη χρηματοδότηση διαφόρων έργων και για την προμήθεια αγαθών, αλλά και για την πληρωμή πολεμικών αποζημιώσεων, όπως έγινε ύστερα από τον άτυχο πόλεμο του 1897, όταν οι Ευρωπαίοι δανειστές μας επέβαλαν το "Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο" (Δ.Ο.Ε.) στις εισπράξεις από το χαρτόσημο, τον καπνό, το αλάτι, τα σπίρτα, το πετρέλαιο, τα παιχνιδόχαρτα και τα τέλη εισαγωγών από το λιμάνι του Πειραιά.

 

Εθνική πολιτική: Κρητική επανάσταση (1866 - 1869 μ.Χ.) - Βουλγαρική Εξαρχία: Το εθνικό θέμα, η απελευθέρωση δηλαδή των αλύτρωτων Ελλήνων της Κρήτης, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των Ελλήνων με πολλές περιπέτειες, συχνά οδυνηρές για την Ελλάδα. Το 1866 κηρύχτηκε η Κρητική επανάσταση (1866 - 1869), που οδήγησε στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, που ήταν το κέντρο της κρητικής αντίστασης.

Το 1870 ο σουλτάνος με φιρμάνι (σουλτανικό διάταγμα) αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Βουλγαρικής εκκλησίας (Βουλγαρική εξαρχία) που περιλάμβανε όλο το Βιλαέτι (Νομαρχία) του Δούναβη, στο οποίο μπορούσαν να μπουν κι άλλες περιοχές, αν το ζητούσαν τα 2/3 των κατοίκων τους. Η ίδρυση της Βουλγαρικής εξαρχίας έγινε αφορμή και αιτία των παράλογων αξιώσεων των Βουλγάρων πάνω στη Μακεδονία και τη Θράκη. Το Πατριαρχείο με απόφαση της Συνόδου το 1872, χαρακτήρισε τους Βουλγάρους ως σχισματικούς.

Με το Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877 - 78) ο τσάρος επέβαλε στους Τούρκους τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), με την οποία ιδρυόταν μεγάλο βουλγαρικό κράτος από το Δούναβη ως το Αιγαίο κι από την Αχρίδα ως τον Εύξεινο Πόντο σε βάρος των Ελλήνων της Μακεδονίας και της Θράκης.

Στην εφαρμογή της συνθήκης αυτής αντέδρασαν η Αυστρία και κυρίως η Αγγλία και με τη μεσολάβηση της Γερμανίας υπογράφτηκε νέα Συνθήκη στο Βερολίνο (13 Ιουλίου 1878), που περιόρισε τη Βουλγαρία σε μια μικρή αυτόνομη ηγεμονία και ίδρυσε νοτιότερα την αυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας, την οποία αργότερα (1886) προσάρτησαν στο κράτος τους οι Βούλγαροι.

 

Το 1881 υπογράφηκε η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης κι η Τουρκία παραχώρησε στην Ελλάδα τη Θεσσαλία, πλην της Ελασσόνας, και τη νοτιοανατολική Ήπειρο ως τον ποταμό Άραχθο με την Άρτα.

Το 1897 η Ελλάδα ξεσηκώθηκε κι έστειλε στην Κρήτη στρατό για να καταλάβει το νησί. Οι Τούρκοι όμως ενθαρρυμένοι κι από τους Ευρωπαίους (Γερμανία, Αυστρία) κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας κι ο στρατός της κατέλαβε τη Λάρισα και προχώρησε προς τη Λαμία. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να δεχτεί ταπεινωτική ειρήνη και να πληρώσει πολεμική αποζημίωση 100 εκατομ. χρυσά φράγκα.

 

 

Β) ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ 1897 - 1922 μ.Χ.)

 

Μακεδονικός αγώνας: Η Μακεδονία, την οποία κατοικούσαν κυρίως Έλληνες, έγινε τόπος φοβερού ανταγωνισμού, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής εξαρχίας, καθώς οι Βούλγαροι κι οι Σέρβοι επιδίωξαν να την προσαρτήσουν. Οι Βούλγαροι με την υποστήριξη της ρωσικής πανσλαβιστικής κίνησης άρχισαν τον προσηλυτισμό των κατοίκων, βασισμένοι στους λίγους σλαβόφωνους κατοίκους. Στην αρχή με διάφορες παροχές και με την ίδρυση σχολείων, άρχισαν τον προσηλυτισμό στη Βουλγαρική εξαρχία. Ύστερα από τον άτυχο πόλεμο του 1897 αποθρασύνθηκαν κι εφάρμοσαν τακτική πιέσεων κι εξαναγκασμών με διώξεις και φόνους και κάθε τρομοκρατικό μέσο, που χρησιμοποίησαν οι λεγόμενες "Μακεδονικές οργανώσεις" με τα επαναστατικά σώματα των κομιτατζήδων, που προφασίζονταν ότι έκαναν απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων.

Στις βιαιότητες των Βουλγάρων, που στρέφονταν κυρίως κατά των ελληνικών πληθυσμών, οι Έλληνες έπρεπε ν' αντιδράσουν. Έτσι το επίσημο ελληνικό κράτος, που έμενε διστακτικό στις εκκλήσεις των Ελλήνων της Μακεδονίας ως τότε, αποφάσισε να οργανώσει τον ένοπλο αγώνα στη Μακεδονία. Το πρώτο σώμα με λίγους άντρες, που πέρασε από την ελεύθερη Ελλάδα στη Μακεδονία, ήταν του Παύλου Μελά, ο οποίος έπεσε στη Σιάτιστα στις 13 Οκτωβρίου 1904 σε σύγκρουση με τους Τούρκους, προδομένος από τους κομιτατζήδες. Ο θάνατός του συγκλόνισε τους Έλληνες και πολλοί κατώτεροι αξιωματικοί ακολούθησαν το παράδειγμά του, πέρασαν στη Μακεδονία και, πλαισιωμένοι με ντόπιους αγωνιστές, συνέχισαν τον αγώνα εναντίον των Βουλγάρων ως το τέλος του 1908.

Την ίδια χρονιά εκδηλώθηκε το κίνημα των "Νεοτούρκων" στη Μακεδονία. Αυτό εκμεταλλεύτηκαν η Αυστρία, για να προσαρτήσει οριστικά τη Βοσνία κι Ερζεγοβίνη, κι η Βουλγαρία, που αυτοανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος. Η Ελλάδα έμεινε αδρανής κι απέφυγε να επέμβει στην Κρήτη που κήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα.

 

Επανάσταση στο Γουδί (1909 μ.Χ.): Οι ταπεινώσεις που είχε υποστεί η Ελλάδα ξεσήκωσαν την εθνική φιλοτιμία των Ελλήνων αξιωματικών που σχημάτισαν το Στρατιωτικό Σύνδεσμο. το 1909. Κατέλαβαν το Γουδί με αρχηγό το Νικόλαο Ζορμπά κι αξίωσαν από την κυβέρνηση Ράλλη την αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου, την εξυγίανση της πολιτικής ζωής, την καταπολέμηση της συναλλαγής και την προσήλωση στα μεγάλα εθνικά ζητήματα. Ύστερα ο Σύνδεσμος κάλεσε ως πολιτικό του σύμβουλο τον νέο πολιτικό άντρα της Κρήτης Ελευθέριο Βενιζέλο, που είχε διακριθεί για τη δράση του στην πολιτική ζωή της Κρητικής πολιτείας. Ο Βενιζέλος ζήτησε τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης αναθεωρητικής του Συντάγματος του 1864, που έγινε το 1911.

 

Βαλκανικοί πόλεμοι (1912 - 1913 μ.Χ.): Με τις εκλογές του Μαρτίου 1912 ο Βενιζέλος, που είχε μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή, σχημάτισε κυβέρνηση, που ανέλαβε την αναδιοργάνωση της διοίκησης και την πολεμική προετοιμασία της χώρας με την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων. Οι συνασπισμένες δυνάμεις της Βαλκανικής, Ελλάδα, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο και Σερβία αποφάσισαν να διώξουν τους Τούρκους από τη Βαλκανική. Ο πόλεμος που άρχισε τον Οκτώβριο του 1912, διέλυσε κυριολεκτικά τις τουρκικές δυνάμεις κι εξουδετέρωσε την αντίστασή τους σ' όλα τα μέτωπα. Στις 20 Νοεμβρίου στην Τσατάλτζα υπογράφτηκε ανακωχή της Τουρκίας με τους τρεις συμμάχους και μόνο η Ελλάδα συνέχιζε τον πόλεμο στα πολιορκημένα Γιάννενα. Στις 3 Δεκεμβρίου στο Λονδίνο άρχισε η συνδιάσκεψη των εμπολέμων.

Τελικά η συνθήκη υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 17 Μαΐου 1913 και μ' αυτήν όλα τα εδάφη της Τουρκικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, που βρίσκονταν δυτικά από τη γραμμή Αίνου (στο Αιγαίο) ως τη Μήδεια (στον Εύξεινο Πόντο), εκτός από την Αλβανία, ο σουλτάνος τα παραχωρούσε στους συμμάχους. Η μοιρασιά όμως ανάμεσα στους συμμάχους δεν ήταν εύκολη. Οι Βούλγαροι είχαν απαιτήσεις υπερβολικές κι αυτό ανάγκασε τους Έλληνες και τους Σέρβους να συνάψουν μυστική συμμαχία εναντίον των Βουλγάρων (Β' Βαλκανικός Πόλεμος 1913), τους οποίους και νίκησαν.

Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) η Ελλάδα πήρε την Ανατολική Μακεδονία ως τον Νέστο ποταμό, ενώ η Βουλγαρία κράτησε τη Δυτική Θράκη με την Αλεξανδρούπολη.

Με τη Συνθήκη των Αθηνών (1 Νοεμβρίου 1913) ρυθμίζονταν τα θέματα με την Τουρκία και τα νησιά του Αιγαίου. Τα σύνορα με την Αλβανία αφήνονταν στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες με διακοίνωσή τους (31 Ιανουαρίου 1914) επιδίκασαν στην Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο, ενώ παραχώρησαν στο Αλβανικό κράτος τη Βόρεια Ήπειρο.

Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912), ο βασιλιάς Γεώργιος είχε εγκατασταθεί σ' αυτήν και στις 5 Μαρτίου 1913 είχε δολοφονηθεί από κάποιον Σχινά. Στο θρόνο ανέβηκε ο Κωνσταντίνος, δοξασμένος ως τότε ως διάδοχος κι αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς πολέμους.

 

Α' Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 - 1918 μ.Χ.): Σε λίγο ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος (1914 - 1918) ανάμεσα στις Κεντρικές Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, Γερμανία κι Αυστροουγγαρία από τη μια, και Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία από την άλλη. Με το μέρος της Γερμανίας τάχθηκαν η Τουρκία (16 Νοεμβρίου 1914) και η Βουλγαρία, ενώ η Ελλάδα δίσταζε να πάρει μέρος στον πόλεμο, παρ' όλο που ήταν σύμμαχος της Σερβίας, που πρώτη δέχτηκε την επίθεση της Αυστρίας. Ο Κωνσταντίνος ήθελε την Ελλάδα ουδέτερη, γιατί έτρεφε θαυμασμό και συμπάθεια προς τους Γερμανούς κι έμενε πιστός στο γυναικάδελφό του Κάιζερ Γουλιέλμο Β', βασιλιά της Γερμανίας.

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Βενιζέλος με την πολιτική του διορατικότητα κι οξυδέρκεια έβλεπε ότι το συμφέρον της Ελλάδας ήταν να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων Αγγλογάλλων. Η αντίθεση αυτή του θρόνου με το Βενιζέλο οδήγησε στο διχασμό. Ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση δική του στη Θεσσαλονίκη (Ιούλιος 1916) με τους Κουντουριώτη και Δαγκλή, την "Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης". Ακολούθησαν πολλά θλιβερά γεγονότα στην Αθήνα, όπου έγινε σύγκρουση συμμαχικού αποσπάσματος με το βασιλικά ελληνικά τμήματα με πολλά θύματα, ανάμεσα στα οποία και πολλοί πολίτες, βενιζελικοί κι αντιβενιζελικοί (18 Νοεμβρίου 1916). Ο Κωνσταντίνος διατάχτηκε να φύγει από την Ελλάδα, αφήνοντας στο θρόνο του το γιο του Αλέξανδρο. Η κυβέρνηση Βενιζέλου τάχθηκε στο πλευρό των συμμάχων κι ο ελληνικός στρατός πολέμησε μαζί τους στο Μακεδονικό μέτωπο με το Γάλλο στρατηγό Φρανσέ ντ' Εσπεραί (15 Σεπτεμβρίου 1918 στο Σκρα).

 

Χάρτης της Μεγάλης Ελλάδας

Με τις συνθήκες του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) και των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), που υπόγραψαν οι σύμμαχοι με τη Βουλγαρία και την Τουρκία αντίστοιχα, η Ελλάδα έπαιρνε όλη τη Θράκη ως την Τσατάλτζα με τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο. Στη Μικρά Ασία η Ελλάδα αποκτούσε την περιοχή της Σμύρνης, όπου θα μπορούσε να ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα και να συγκροτήσει τοπική βουλή. Ύστερα από πέντε χρόνια οι κάτοικοι της Σμύρνης και της περιοχής της θα μπορούσαν να ζητήσουν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Σ' εκτέλεση των συνθηκών αυτών ο ελληνικός στρατός προχώρησε και κατέλαβε τη Θράκη, έκανε απόβαση στη Σμύρνη και κάλυψε την περιοχή της.

 

Δυο μέρες ύστερα από την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών στο Παρίσι, στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, έγινε απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού Ελευθ. Βενιζέλου από δυο Έλληνες αντιβενιζελικούς αξιωματικούς, με συνέπεια να σημειωθούν ταραχές στην Αθήνα και να δολοφονηθεί ο Ίων Δραγούμης, ως ένας από τους αρχηγούς της συνωμοσίας. Στις 12 Οκτωβρίου 1920 πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος και την 1 Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος έκανε εκλογές, που έφεραν στην εξουσία τους "βασιλικούς". Ο Κωνσταντίνος γύρισε στην Ελλάδα στις 6 Δεκεμβρίου 1920.

 

Μικρασιατική καταστροφή (1922 μ.Χ.): Επακολούθησε η Μικρασιατική εκστρατεία, παρά τις συμβουλές και τις συστάσεις των συμμάχων, που οι διαθέσεις τους για την ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν φιλικές, η οποία κατέληξε στη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.

Με τη συνθήκη της Λωζάνης η Ελλάδα περιορίστηκε στα σημερινά όρια ως τον Έβρο, ενώ περίπου 1,5 εκατ. Έλληνες από τη Μ. Ασία και την Ανατολική Θράκη, όσοι δηλαδή γλίτωσαν από τις σφαγές που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι, κατέφυγαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, στο πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο Νικόλαος Πλαστήρας, για να συγκρατήσει την κατάρρευση του ελληνικού κράτους, συγκρότησε τη στρατιά του Έβρου και στη συνέχεια στράφηκε εναντίον του βασιλιά Κωνσταντίνου. Το κίνημα του Πλαστήρα πέτυχε και ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε (14 Σεπτεμβρίου) υπέρ του διάδοχου γιου του Γεωργίου. Σχηματίστηκε κυβέρνηση από το συνταγματάρχη Στ. Γονατά, ενώ ο Νικ. Πλαστήρας έμενε αρχηγός της επανάστασης. Το επαναστατικό στρατοδικείο που σχηματίστηκε καταδίκασε σε θάνατο ως υπεύθυνους της καταστροφής του Ελληνισμού τους: Δημ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Στράτο, Γ. Μπαλτατζή, Ν. Θεοτόκη και τον αρχιστράτηγο Χατζηανέστη (15 Νοεμβρίου 1922).

 

 

Γ) ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ 1923 - 1949 μ.Χ.)

 

Η εποχή του μεσοπολέμου (1924 - 1939 μ.Χ.): Ύστερα από πολλές ταραχές στην Ελλάδα που έγιναν το 1923, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αρχηγός της Δημοκρατικής Ένωσης, ανακήρυξε τη δημοκρατία (25 Μαρτίου 1924) κι ανάθεσε την προσωρινή κυβέρνηση στον Παύλο Κουντουριώτη. Ακολούθησε το κίνημα του Θεοδ. Πάγκαλου (25 Ιανουαρίου 1925), τον οποίο ανέτρεψε ο Γεώργιος Κονδύλης (7 Αυγούστου 1926), κι ύστερα από διάφορες κυβερνητικές αλλαγές, το 1928 σχημάτισε κυβέρνηση ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που κέρδισε τις εκλογές της 19 Αυγούστου 1928. Αυτή όμως βρέθηκε μέσα στη διεθνή οικονομική κρίση και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον πληθωρισμό. Στις εκλογές του 1932 το Λαϊκό κόμμα (Κ. Τσαλδάρη) ισοψήφισε σχεδόν με το κόμμα των Φιλελευθέρων (Ελ. Βενιζέλου). Το 1933 ο Ν. Πλαστήρας επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία πραξικοπηματικά (6 Μαρτίου 1933), άλλαξε όμως γνώμη και τελικά κυβέρνηση σχημάτισε ο Παναγής Τσαλδάρης. Στις 6 Ιουνίου 1933 έγινε νέα απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου στην Αθήνα. Ο Βενιζέλος έφυγε στο εξωτερικό. Την 1 Μαρτίου 1935 εκδηλώθηκε νέο επαναστατικό κίνημα από οπαδούς του Ελ. Βενιζέλου. Ο αρχηγός του κινήματος στο στρατό αντιστράτηγος Δημ. Καμμένος και πολλοί αξιωματικοί, ύστερα από την αποτυχία τους να πολεμήσουν στο Στρυμόνα τις κυβερνητικές δυνάμεις, κατέφυγαν στη Βουλγαρία. Ο Βενιζέλος, που βρισκόταν στην Κρήτη, έφυγε στην Ιταλία.

Ο Τσαλδάρης κι ο Κονδύλης αποφάσισαν να επαναφέρουν τη συνταγματική βασιλεία και με δημοψήφισμα (3 Νοεμβρίου 1935) ο βασιλιάς Γεώργιος Β' ξαναγύρισε στην Ελλάδα.

Οι εκλογές που έγιναν το 1936 δεν μπόρεσαν να δώσουν κοινοβουλευτική βιώσιμη κυβέρνηση. Διατηρήθηκε έτσι η υπηρεσιακή με πρόεδρο τον Ιωάννη Δεμερτζή και, μετά το θάνατό του, με τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος στις 4 Αυγούστου 1936, διέλυσε τη Βουλή και κυβέρνησε πια δικτατορικά ως το θάνατό του, στις 29 Ιανουαρίου 1941, ενώ είχε αρχίσει ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος και συνεχιζόταν νικηφόρα ο πόλεμος των Ελλήνων εναντίον των Ιταλών στο Αλβανικό μέτωπο.

 

Β' Παγκόσμιος πόλεμος: Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος είχε ξεσπάσει την 1η Σεπτεμβρίου 1939 με αντίπαλες τις δυνάμεις του "Άξονα", Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία από τη μια πλευρά, και με τους συμμάχους Αγγλογάλλους από την άλλη, στους οποίους προστέθηκαν ύστερα και οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί. Στον πόλεμο που επεκτάθηκε σ' όλη την Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ασία μπήκε και η Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν δέχτηκε την επίθεση των Ιταλών, που πριν από τον πόλεμο είχαν καταλάβει την Αλβανία και τώρα, ως σύμμαχοι των Γερμανών, επιδίωκαν να καταλάβουν τη Βαλκανική και την Ανατολική Μεσόγειο. Απέτυχαν όμως, γιατί νικήθηκαν στα αλβανικά βουνά, όπου οι Έλληνες κατόρθωσαν να τους απωθήσουν και να καταλάβουν τη μισή Αλβανία.

Στις 6 Απριλίου 1941 η Ελλάδα δέχτηκε την επίθεση των Γερμανών. Οι λίγοι υπερασπιστές των οχυρών πρόβαλαν ηρωική αντίσταση στη "γραμμή Μεταξά", αλλά υποχρεώθηκαν να συνθηκολογήσουν μπροστά στις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις (Γερμανών και Ιταλών). Η ελληνική κυβέρνηση του Εμμ. Τσουδερού με το βασιλιά Γεώργιο συνέχισε την αντίσταση στην Κρήτη κι από κει διέφυγε στην Αίγυπτο (23 Μαΐου 1941), απ' όπου συνεχίστηκε ο αγώνας.

 

Η κατοχή της Ελλάδας (1941 - 1944 μ.Χ.). Η Ελλάδα κατακτήθηκε και υπόμενε την κατοχή ως τις 18 Οκτωβρίου 1944. Η Θράκη κι η Ανατολική Μακεδονία ως τον ποταμό Στρυμόνα δόθηκε στους Βούλγαρους, ενώ η νότια Ελλάδα, κάτω από τον Όλυμπο, στους Ιταλούς. Οι Γερμανοί κράτησαν τη Μακεδονία (Κεντρική και Δυτική) καθώς και την Κρήτη.

Καθολική ωστόσο ήταν η αντίσταση του ελληνικού λαού στα χρόνια της κατοχής. Έλειπε όμως η ενότητα και οι εσωτερικές κομματικές διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες αντάρτικες ομάδες και προς την κυβέρνηση του εξωτερικού, που είχε την έδρα της στο Κάιρο της Αιγύπτου, ζημίωσαν τον αγώνα κι οδήγησαν στη διάλυση του στρατού της Μέσης Ανατολής, όταν ξέσπασε στην πρώτη Ελληνική ταξιαρχία στρατιωτικό κίνημα (6 Απριλίου 1944), το οποίο επεκτάθηκε σ' όλες τις μονάδες του στρατού ξηράς, του ναυτικού και της αεροπορίας.

Η πρώτη ελληνική ταξιαρχία, που είχε πολεμήσει ηρωικά στο πλευρό των συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν (Οκτώβριος 1942), είχε αφοπλιστεί. Το ίδιο έγινε και στη δεύτερη νεοσύστατη ελληνική ταξιαρχία και στις άλλες μονάδες. Με τα υπολείμματα του στρατού, που έμειναν πιστά στην κυβέρνηση, σχηματίστηκε κατόπιν η τρίτη ελληνική ταξιαρχία που πήρε μέρος στις μάχες του Ρίμινι στην Ιταλία (8-10 Σεπτεμβρίου 1944). Ο Ιερός Λόχος, που συγκροτήθηκε από αξιωματικούς κυρίως, πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική πρώτα κι ύστερα στην κατάληψη των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο.

Στο μεταξύ συνήλθε στο Λίβανο διάσκεψη εθνικής ενότητας, στην οποία πήραν μέρος εκπρόσωποι της κυβέρνησης Καΐρου, εκπρόσωποι των οργανώσεων της αντίστασης στην Ελλάδα και των πολιτικών κομμάτων, και σχηματίστηκε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρόεδρο το Γεώργιο Παπανδρέου. Η ελληνική κυβέρνηση έφτασε στην Ελλάδα στις 18 Οκτωβρίου 1944 κι έγινε δεκτή με μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις, καθώς ο λαός πανηγύριζε τη λευτεριά του.

Δυστυχώς όμως τους πανηγυρισμούς διαδέχτηκαν τα θλιβερά γεγονότα του Δεκέμβρη 1944. Αργότερα η Ελλάδα έπεσε σε μια νέα σκληρή δοκιμασία, χειρότερη από την κατοχή, αφού αντιμετώπισε εμφύλιο πόλεμο (1946 - 1949), που δημιούργησε χάος στην ύπαιθρο χώρα κι έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος, άνθρωποι και μέσα που ήταν απαραίτητα για την ανασυγκρότηση της χώρας.

 

Με τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου η Ελλάδα δεν μπόρεσε να επιτύχει την απελευθέρωση όλων των αλύτρωτων Ελλήνων, όπως της Βόρειας Ηπείρου και της Κύπρου κ.ά. και να ικανοποιήσει τους εθνικούς πόθους της. Με τη Συνθήκη των Παρισίων (7 Μαρτίου 1948) έγινε η προσάρτηση της Δωδεκανήσου μόνο, την οποία πριν από τον πόλεμο κατείχαν οι Ιταλοί.

 

 

Δ) ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ 1949 μ.Χ. - ως σήμερα)

 

Βασιλεία του Παύλου (1947 - 1964 μ.Χ.): Ο Παύλος ανέβηκε στο θρόνο την 1η Απριλίου 1947. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου υποστήριξε την κυβέρνηση συνασπισμού των Φιλελευθέρων με τους Λαϊκούς με πρωθυπουργό το Θ. Σοφούλη. Μετά το θάνατο του Πλαστήρα άρχισε η άνοδος του στρατάρχη Παπάγου ο οποίος, παρά την αρχική αντίδραση της βασιλικής οικογένειας, κέρδισε τελικά τις εκλογές με πλειοψηφικό και σχημάτισε κυβέρνηση. Ο θάνατος του Παπάγου έφερε στην εξουσία τον Κ. Καραμανλή που κυβέρνησε από το 1955 ως το 1963. Τότε συγκρούστηκε με τους βασιλείς και αποχώρησε από την πολιτική ζωή. Τις εκλογές του 1963 και 1964 κέρδισε η "Ένωση Κέντρου" με αρχηγό το Γ. Παπανδρέου.

Στο μεταξύ η μαρτυρική Κύπρος ύστερα από ένοπλο αγώνα δεν μπόρεσε να πετύχει την ένωσή της με την Ελλάδα, όμως με τη Συμφωνία της Ζυρίχης (1959) αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη Δημοκρατία.

 

Βασιλεία του Κωνσταντίνου (1964 - 1967 μ.Χ.): Στις 5 Μαρτίου 1964 ο βασιλιάς Παύλος πέθανε και στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος διαφώνησε με την πολιτική της κυβέρνησης Παπανδρέου, η οποία αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Ιούλιο 1965. Ακολούθησε μια περίοδος αστάθειας κατά την οποία ο Κωνσταντίνος άλλαζε συνεχώς πρωθυπουργούς, αποφεύγοντας τη διενέργεια εκλογών.

 

Η εφταετία 1967 - 1974 μ.Χ.: Την κατάσταση της αστάθειας αυτής την εκμεταλλεύτηκε μια μικρή ομάδα αξιωματικών του στρατού ξηράς και την 21η Απριλίου 1967, κατέλαβε την εξουσία και κυβέρνησε τη χώρα για εφτά χρόνια, ως το 1974. Τα κυριότερα μέλη της ήταν η τριανδρία: Γ. Παπαδόπουλος, Στ. Παττακός και Δ. Μακαρέζος, που κατείχαν τις σημαντικότερες θέσεις στη στρατιωτική κυβέρνηση. Το Δεκέμβριο του 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, αφού επιχείρησε να την ανατρέψει χωρίς αποτέλεσμα, εγκατέλειψε την Ελλάδα. Το Νοέμβριο του 1973, μετά τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου, ανατράπηκε η κυβέρνηση Παπαδόπουλου από άλλη με ισχυρό άνδρα το στρατηγό Ιωαννίδη. Η κυβέρνηση αυτή έπεσε μετά τα γεγονότα της Κύπρου, που έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία.