ΜΑΜΒΡΗ Ο ΑΜΟΡΡΑΙΟΣ:
Αμορραίος, που ζούσε κοντά στη Χεβρών.
Είναι γνωστός από την τοποθεσία που έχει και τ' όνομά του, Δρυς Μαμβρή
(Γένεση
14,13).
ΕΣΧΩΛ (ΕΣΚΩΛ):
Αδερφός του Μαμβρή και του Αυνάν. Αμορραίος στην
καταγωγή, που ζούσε κοντά στη Χεβρών
(Γένεση
14,13).
ΑΥΝΑΝ (ΑΝΕΡ):
Αδερφός του Μαμβρή και του Εσκώλ. Αμορραίος στην
καταγωγή, που ζούσε κοντά στη Χεβρών
(Γένεση
14,13).
Όταν ο Αβραάμ, που κατοικούσε εκείνη την περίοδο στη Δρυ Μαμβρή,
έμαθε ότι ο ανιψιός του ο Λωτ αιχμαλωτίστηκε, από τον Χοδολλογομόρ, βασιλιά
του Ελάμ, εξόπλισε τους υπηρέτες του και μαζί με τον Μαμβρή και τους
αδερφούς του, Εσχώλ και Αυνάν, καταδίωξε τον Χοδολλογομόρ.
Ο Αβραάμ χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, και επιτέθηκε στο
στρατό του Χοδολλογομόρ τη νύχτα. Τους κατατρόπωσε και τους καταδίωξε ως την
περιοχή που είναι αριστερά της Δαμασκού και πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα.
Ελευθέρωσε το Λώτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα.
Ο Μαμβρή
και τα αδέρφια του πήραν το μερίδιό τους από τα λάφυρα (Γένεση
14,13-24).
|
ΕΙΡΑΣ (ΙΡΑΣ):
Ο Ειράς (Ιράς) ήταν Οδολλαμίτης στην καταγωγή.
Ο Ιούδας, γιος του Ιακώβ, μετά την πώληση του Ιωσήφ έφυγε από τ' αδέρφια του και
εγκαταστάθηκε κοντά σ' έναν Οδολλαμίτη, που λεγόταν Ειράς (Ιράς) (Γένεση 38,1). Μετά
το θάνατο της γυναίκας του Ιούδα, ο Ειράς πήγε μαζί με το φίλο του τον Ιούδα
στην Θαμνά (Τιμνά), να δει αυτούς που κούρευαν τα κοπάδια του (Γένεση 38,12). Εκεί ο Ιούδας πλάγιασε με τη χήρα νύφη του τη
Θάμαρ, χωρίς να την αναγνωρίσει, με αντάλλαγμα ένα κατσίκι. Επειδή όμως δεν
το είχε μαζί του, η Θάμαρ ζήτησε ωε ενέχυρο το δαχτυλίδι του, το περιλαίμιό
του και το ραβδί του. Λίγες μέρες αργότερα έστειλε το κατσίκι με το φίλο του τον
Ειράς για να πάρει πίσω τα ενέχυρα από τη γυναίκα, αλλά εκείνος δεν τη
βρήκε. Ρώτησε τους ανθρώπους του τόπου αν την ήξεραν, αλλά πήρε αρνητική
απάντηση (Γένεση 38,15-21).
|
ΑΤΑΔ:
Ο Ατάδ ήταν Χαναναίος στην καταγωγή, που κατοικούσε ανατολικά του
Ιορδάνη.
Όταν πέθανε ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ μαζί με τ' αδέρφια του μετέφεραν το
σώμα του στη γη
Χαναάν.
Στη συνοδεία
εκτός από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, υπήρχαν
άρχοντες του Φαραώ και αξιωματούχοι της Αιγύπτου. Πρώτα στάθηκαν στο αλώνι του
Ατάδ, που βρίσκεται ανατολικά του Ιορδάνη, και εκεί ο Ιωσήφ
θρήνησε
τον πατέρα του και κήρυξε πένθος εφτά ημερών.
Μετά πήραν το σώμα του Ιακώβ
μόνο οι γιοι του, χωρίς τη συνοδεία των Αιγυπτίων, και το μετέφεραν
στη Χεβρών, όπου το έθαψαν στον τάφο των προγόνων του. Οι Χαναναίοι
κάτοικοι της
περιοχής, όταν είδαν το πλήθος και τους Αιγυπτίους, ονόμασαν το μέρος εκείνο
Πένθος Αιγύπτου (Γένεση 50,10-11).
|
Ο ΣΙΣΑΡΑ
|
Η Ιαήλ δείχνει στο Βαράκ το νεκρό Σισάρα |
Ο Σισάρα (Σίσερα) ήταν Χαναναίος στρατηγός του βασιλιά Ιαβίν της Ασώρ,
και κατοικούσε στην Αρισώθ, που βρισκόταν στην περιοχή που
ονομαζόταν Χώρα των Εθνών
(Κριταί 4,2).
Την εποχή των Κριτών, επειδή οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν με τις πράξεις
τους τον Κύριο, ο Κύριος τους παρέδωσε στον Ιαβίν, το Χαναναίο
βασιλιά της Ασώρ. Αρχηγός του στρατού των Χαναναίων ήταν ο Σισάρα (Σίσερα), που κατοικούσε στην Αρισώθ.
Αυτός είχε εννιακόσιες σιδερένιες άμαξες και καταπίεζε σκληρά τους
Ισραηλίτες είκοσι ολόκληρα χρόνια (Κριταί 4,1-3.
Α' Βασιλειών 12,9).
Όταν οι στρατιώτες του ανάγγειλαν στον Σισάρα, ότι ο Βαράκ
και η Δεββώρα, Κριταί των Ισραηλιτών, ανέβαιναν στο όρος Θαβώρ, με
δέκα χιλιάδες
άντρες,
αυτός συγκέντρωσε τις εννιακόσιες σιδερένιες άμαξες του, και όλο το στρατό
του, και αναχώρησε από την Αρισώθ στρατοπεδεύοντας στον ποταμό Κισών.
Ο Βαράκ κατέβηκε από το όρος Θαβώρ με τις δέκα χιλιάδες άντρες πίσω
του. Στο μεταξύ ο Κύριος προκάλεσε σύγχυση στο στρατό
του Σισάρα, όταν αντίκρυσε το στρατό του Βαράκ. Ο Σισάρα είχε τρομάξει τόσο,
ώστε κατέβηκε από το αμάξι του κι έφυγε πεζός. Αλλά ο Βαράκ
καταδίωξε τις άμαξες και το στρατό του Σισάρα ως την Αρισώθ και κατέσφαξε
όλους τους στρατιώτες του. Δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός.
Ο Σισάρα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του
Χαβέρ του Κιναίου, ενός Ισραηλίτη που εκείνο τον καιρό είχε φιλικές σχέσεις
με τον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ. Η Ιαήλ έκρυψε το Σισάρα στη σκηνή της κάτω
από ένα σκέπασμα. Ο Σισάρα αφού έφαγε και ξεδίψασε, αποκαμωμένος καθώς ήταν κοιμήθηκε βαθιά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε
το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη και ο Σισάρα πέθανε. Τότε έφτασε και ο Βαράκ που καταδίωκε το Σισάρα
και η Ιαήλ τον
καλοδέχτηκε και του έδειξε το Σισάρα που ήταν νεκρός μέσα στη σκηνή της
(Κριταί 4,4-22.
5,24-27).
Η μητέρα του πήγαινε
πάνω στις πολεμίστρες και περίμενε τον ερχομό του γιου της. Οι άλλες
αρχόντισσες της Αρισώθ προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν. Μάταια όμως, γιατί
ήταν πεπεισμένη, πως ο γιος της ήταν νεκρός
(Κριταί 5,28-30).
Στο βιβλίο των Ψαλμών
ο ποιητής απευθύνεται στον Θεό και του
ζητάει να πράξει εναντίον των εχθρών των
Ισραηλιτών, όπως έπραξε ενάντια στους Μαδιανίτες και
στους αρχηγούς τους Ωρήβ και Ζηβ και στους βασιλιάδες
τους Ζεβεέ και Σαλμανά, καθώς και ενάντια στο Χαναναίο
στρατηγό Σισάρα και το βασιλιά Ιαβείν
στην Αενδώρ, κοντά στο χείμαρρο Κεισών
(Ψαλμοί
82,10-12).
|
ΙΕΣΕΒΑΑΛ ή ΙΕΒΟΣΘΕ Ο ΧΑΝΑΝΑΙΟΣ (ΙΑΣΩΒΕΑΜ, ΙΟΣΕΒ-ΒΑΣΕΒΕΘ):
Ο Ιεσεβάαλ ή Ιεβοσθέ (Ιασωβεάμ, Ιοσέβ-Βασεβέθ) ήταν γιος του Αχαμανί (Χαχμονί).
Ήταν ένας από τους 3 καλύτερους
και δυνατότερους ανδρείους του Δαβίδ
και αρχηγός 30 επιλέκτων και ανδρείων
(Β' Βασιλειών 23,13. 23,17. Α' Παραλειπομένων
11,15).
Ο Ιεσεβάαλ ή Ιεβοσθέ ήταν
Χαναναίος στην καταγωγή
(Β' Βασιλειών 23,8).
Σε κάποια μάχη ο Ιεσεβάαλ σκότωσε με το
σπαθί του 300 άνδρες ή 800 κατά το Βασιλειών Β'
(Β'
Βασιλειών 23,8.
Α' Παραλειπομένων
11,11). Στους
πρώτους πολέμους του Δαβίδ με τους Φιλισταίους, ο Δαβίδ
είχε στήσει το αρχηγείο του στην Κασών, σ' ένα βράχο κοντά στο σπήλαιο της Οδολλάμ.
Ένα
στρατιωτικό τμήμα των Φιλισταίων είχε στρατοπεδεύσει στην
«κοιλάδα
των Τιτάνων». Κάποια στιγμή εκδήλωσε την επιθυμία να πιει νερό από το πηγάδι που βρισκόταν
στην πύλη της Βηθλεέμ. Τότε τρεις γενναίοι από το σώμα των επιλέκτων, ο
Ιεβοσθέ (Ιεσεβάαλ), ο Ελεανάν και ο Σαμαΐα, πέρασαν
με κίνδυνο της ζωής τους μέσα από το φυλάκιο των Φιλισταίων που βρισκόταν
κοντά στη Βηθλεέμ και
έβγαλαν νερό από το πηγάδι. Όταν το έφεραν στο Δαβίδ, εκείνος δεν θέλησε να
το πιει και το πρόσφερε σπονδή στον Κύριο (Β' Βασιλειών 23,13-17. Α' Παραλειπομένων 11,15-19).
|