ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΟΙ ΚΕΝΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

ΙΟΘΟΡ (ΡΑΓΟΥΗΛ)

 

Ο ΙΟΘΟΡ (ΡΑΓΟΥΗΛ)

 

Ο Ραγουήλ ή Ιοθόρ ήταν ιερέας της Μαδιάμ. Ήταν πατέρας του Οβάβ (Ιωβάβ) και της Σεπφώρας και πεθερός του Μωυσή (Έξοδος 3,1. 18,1-2). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ραγουήλ (Ρεγουήλ), που σημαίνει "φίλος του Θεού" (Έξοδος 2,18), και το Ιοθόρ (σημαίνει "έξοχος") πρέπει να ήταν τιμητικός τίτλος.

 

Όταν ο Μωυσής έφυγε από την Αίγυπτο έφτασε στη Μαδιάμ. Εκεί κάθισε κοντά σ' ένα πηγάδι. Ο ιερέας της Μαδιάμ είχε εφτά κόρες. Αυτές ήρθαν να βγάλουν νερό για να γεμίσουν τις ποτίστρες και να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους.  Ήρθαν όμως κάτι βοσκοί και τις έδιωχναν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής και τις υπερασπίστηκε και πότισε αυτός τα πρόβατα τους.

Οι κοπέλες όταν γύρισαν στον πατέρα τους τον Ραγουήλ (Ιοθόρ), του διηγήθηκαν τα γεγονότα. Τότε ο πατέρας τους τις είπε να τον φέρουν στο σπίτι και να τον φιλοξενήσουν. Έτσι ο Μωυσής αποφάσισε να μείνει κοντά στον Ραγουήλ (Ιοθόρ), κι εκείνος του έδωσε για γυναίκα τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα. Εκεί έμεινε σαράντα χρόνια βόσκοντας τα πρόβατα του πεθερού του (Έξοδος 2,15-22. 3,1).

 

Όταν ο Θεός κάλεσε το Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο για να ελευθερώσει το λαό Ισραήλ, ο Μωυσής πήγε στον Ιοθόρ και ζήτησε τη συγκατάθεσή του, η οποία και του δόθηκε. Πήρε μαζί του τη γυναίκα του Σεπφώρα και τους δύο γιους του (Έξοδος 4,18-20), αλλά αργότερα τους έστειλε προσωρινά μαζί με τη σύζυγό του, πίσω στον Ιοθόρ.

Μετά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, όταν στρατοπέδευσαν στους πρόποδες του όρους Σινά, ο Ιοθόρ μαζί με την κόρη του Σεπφώρα, γυναίκα του Μωυσή,  και τα εγγόνια του Γηρσάμ και Ελιέζερ, πήγε στην έρημο όπου συνάντησε το Μωυσή.

Ο Μωυσής και ο Ιοθόρ αφού αλληλοχαιρετήθηκαν μπήκαν στη σκηνή. Ο Μωυσής διηγήθηκε στον πεθερό του όλα όσα είχε κάνει ο Κύριος στο Φαραώ και στους Αιγυπτίους για χάρη του λαού του, όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν στην έρημο και πώς τους είχε γλιτώσει ο Κύριος.

Ο Ιοθόρ χάρηκε για τις ευεργεσίες που ο Κύριος είχε κάνει στους Ισραηλίτες και πρόσφερε ολοκαύτωμα και θυσίες στο Θεό. Κατόπιν μαζί με τον Ααρών και τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών, συμμετείχαν όλοι μαζί στο ιερό γεύμα ενώπιον του Κυρίου (Έξοδος 18,1-12).

Την επόμενη μέρα επειδή ο Μωυσής δίκαζε όλες τις υποθέσεις του λαού, ο Ιοθόρ του υπέδειξε να διαλέξει ανάμεσα από τους Ισραηλίτες άντρες ικανούς, θεοσεβείς και ταπεινούς, και να τους βάλει επικεφαλής του λαού σε κάθε χίλια, εκατό, πενήντα και δέκα άτομα. Αυτοί θα ήταν οι μόνιμοι δικαστές του λαού, οι οποίοι θα ασχολούνταν με τις μικροδιαφορές και μόνο οι δύσκολες υποθέσεις θα έρχονταν μπροστά στο Μωυσή. Ο Μωυσής υπάκουσε στη συμβουλή του πεθερού του. Κατόπιν ο Ιοθόρ αποχαιρέτησε τον Μωυσή και επέστρεψε πίσω στη χώρα του (Έξοδος 18,13-27).

 

Οι Κεναίοι (Κιναίοι), απόγονοι του Ιοθόρ, πεθερού του Μωυσή, έφυγαν από την πόλη των φοινίκων, την Ιεριχώ, μαζί με τους άντρες της φυλής Ιούδα και εγκαταστάθηκαν στην έρημο του Ιούδα, στην κατωφέρεια της Αράδ, ανάμεσα στους Ισραηλίτες (Κριταί 1,16). Ο Χαβέρ ο Κεναίος χωρίστηκε από τους άλλους Κεναίους, τους απογόνους του Ιωβάβ (Χοβάβ), γαμπρού του Μωυσή, που εγκαταστάθηκαν στα όρια της φυλής Ιούδα και πήγε βόρεια, κοντά στην πόλη Κεδές (Κριταί 4,11).

 

 

ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΡΑΓΟΥΗΛ

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΙΟΘΟΡ

 

ΟΒΑΒ Ή ΙΩΒΑΒ (ΧΟΒΑΒ): Ο Οβάβ ή Ιωβάβ (Χοβάβ) ήταν γιος του Ιοθόρ ή Ραγουήλ, ιερέα της Μαδιάμ, και αδερφός της Σεπφώρας, συζύγου του Μωυσή. Ήταν μητέρα του Γηρσάμ (Γερσώμ) (Έξοδος 2,22) και του Ελιέζερ (Έξοδος 18,1-6). Ήταν μεγαλύτερος από τη Σεπφώρα (Αριθμοί 10,31).

Ο Οβάβ για όσο διάστημα οι Ισραηλίτες ήταν στην έρημο του Σινά, έμεινε μαζί τους. Ο Μωυσής πριν αναχωρήσουν από το Σινά, πρότεινε στον Οβάβ, γιο του Ραγουήλ του πεθερού του, να γίνει ο οδηγός τους στην έρημο, μιας και την γνώριζε καλά. Ο Οβάβ αρχικά αρνήθηκε την πρόταση, αλλά μετά από πίεση του Μωυσή υποχώρησε (Αριθμοί 10,29-32).

 

Οι Κεναίοι (Κιναίοι), απόγονοι του Ιοθόρ και του Ιωβάβ, έφυγαν από την πόλη των φοινίκων, την Ιεριχώ, μαζί με τους άντρες της φυλής Ιούδα και εγκαταστάθηκαν στην έρημο του Ιούδα, στην κατωφέρεια της Αράδ, ανάμεσα στους Ισραηλίτες (Κριταί 1,16). Ένας από αυτούς ο Χαβέρ ο Κεναίος χωρίστηκε από τους άλλους Κεναίους, τους απογόνους του Ιωβάβ (Χοβάβ), γαμπρού του Μωυσή, που εγκαταστάθηκαν στα όρια της φυλής Ιούδα και πήγε βόρεια, κοντά στην πόλη Κεδές (Κριταί 4,11).

 

ΣΕΠΦΩΡΑ: Κόρη του Ιοθόρ ή Ραγουήλ, ιερέα της Μαδιάμ, η οποία έγινε η πρώτη σύζυγος του Μωυσή (Έξοδος 2,21). Ήταν αδερφή του Οβάβ (Ιωβάβ) και μητέρα του Γηρσάμ (Γερσώμ) (Έξοδος 2,22) και του Ελιέζερ (Έξοδος 18,1-6). Περισσότερες πληροφορίες για την Σεπφώρα εδώ.

 

 

ΧΑΒΕΡ ΚΑΙ ΙΑΗΛ

 

ΧΑΒΕΡ: Κεναίος στην καταγωγή και σύζυγος της Ιαήλ (Κριταί 4,17. 5,24). Ο Χαβέρ ο Κεναίος χωρίστηκε από τους άλλους Κεναίους, τους απογόνους του Ιωβάβ (Χοβάβ), γαμπρού του Μωυσή, που εγκαταστάθηκαν στα όρια της φυλής Ιούδα και πήγε βόρεια. Ο Χαβέρ εγκαταστάθηκε στην τοποθεσία που λέγεται "Δρυς των πλεονεκτούντων", κοντά στην πόλη Κεδές (Κριταί 4,11). Την εποχή των Κριτών ο οίκος του Χαβέρ, είχε φιλικές σχέσεις με τον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ (Κριταί 4,17).

 

Η Ιαήλ δείχνει στο Βαράκ το νεκρό Σισάρα

ΙΑΗΛ: Σύζυγος του Χαβέρ και Κεναία στην καταγωγή (Κριταί 4,17. 5,24). Ο σύζυγός της είχε εγκατασταθεί στην τοποθεσία που λέγεται "Δρυς των πλεονεκτούντων", κοντά στην πόλη Κεδές (Κριταί 4,11).

 

Ο Σισάρα, αρχιστράτηγος του Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ, μετά την ήττα του στον ποταμό Κισών από τον Κριτή Βαράκ, το έβαλε στα πόδια και ο Βαράκ τον καταδίωξε. Τότε ο Σισάρα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του Χαβέρ του Κιναίου, ενός Ισραηλίτη που εκείνο τον καιρό είχε φιλικές σχέσεις με τον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ.

Η Ιαήλ έκρυψε το Σισάρα στη σκηνή της κάτω από ένα σκέπασμα. Ο Σισάρα αφού έφαγε και ξεδίψασε, αποκαμωμένος καθώς ήταν κοιμήθηκε βαθιά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη και ο Σισάρα πέθανε.

Τότε έφτασε και ο Βαράκ που καταδίωκε το Σισάρα. Η Ιαήλ τον καλοδέχτηκε και του έδειξε το Σισάρα που ήταν νεκρός μέσα στη σκηνή της (Κριταί 4,17-22. 5,24-27). Η πράξη της Ιαήλ μακαρίζεται στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ (Κριταί 5,24).