ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ (ΦΑΡΑΩ) ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

ΣΙΣΑΚ (ΣΟΥΣΑΚΙΜ)  

 

Είναι ο Σόσενγκ Α' (945-924 π.Χ. ή 943-922 π.Χ.), ο πρώτος βασιλιάς της 22ης Δυναστείας, ο οποίος ονομάζεται Σισάκ ή Σουσάκ (Σουσακίμ). Ο Σισάκ (Σουσακίμ) ήταν Φαραώ της Αιγύπτου, όταν στο Ισραήλ βασίλευε ο Ροβοάμ, ο γιος του Σολομώντα (Β' Βασιλειών 8,7. Γ' Βασιλέων 14,25. Α' Παραλειπομένων 18,7. Β' Παραλειπομένων 12,2). Η καταγωγή του ήταν από τη Λιβύη. Ήταν γιος του Νίμλοτ Α', του Μεγάλου Αρχηγού της Μα, και της Τεντσεπέχ. Σύζυγός του ήταν η βασίλισσα Θεκεμίνα (Ταχπενές) (Γ' Βασιλέων 11,19-20. 12,24ε).

 

Πριν τη βασιλεία του ήταν διοικητής του αιγυπτιακού στρατού και αρχισύμβουλος του προκατόχου του Φαραώ Ψουσέννη Β'. Οι πρόγονοί του είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο κατά τα τέλη του Νέου Βασιλείου (1100-1070 π.Χ.). Ο Οσόρκον ο Γεροντότερος που είχε κυβερνήσει παλιότερα την Αίγυπτο (984-978 π.Χ.) ήταν θείος του. Ο Σόσενγκ Α' προς το τέλος της βασιλείας του εφάρμοσε μια επιθετική εξωτερική πολιτική στα γειτονικά εδάφη της Νουβίας και Μέσης Ανατολής.  Μεταξύ των πόλεων που κατέλαβε ήταν η Μεγιδδώ, η Τανάχ και η Συχέμ.

 

Ο Σόσενγκ αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως Σισάκ ή Σουσακίμ (Β' Βασιλειών 8,7. Γ' Βασιλέων 11,40. 12,24γ-ζ. 14,25. Β' Παραλειπομένων 12,2). Όταν ο Σολομών έμαθε για τη συνάντηση του προφήτη Αχιά με τον Ιεροβοάμ έξω από την Ιερουσαλήμ και ότι του ανέθεσε τη βασιλεία του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ, θέλησε να θανατώσει τον Ιεροβοάμ. Αυτός, όμως, κατέφυγε στο Σουσακίμ, βασιλιά της Αιγύπτου, κι έμεινε εκεί μέχρι που πέθανε ο Σολομών (Γ' Βασιλέων 11,40. 12,24γ). Όταν ο Ιεροβοάμ έμαθε για τον θάνατο του Σολομώντα, ζήτησε την άδεια από τον Σισάκ (Σουσακίμ) να του επιτρέψει να γυρίσει στην πατρίδα του. Εκείνος του πρόσφερε οτιδήποτε του ζητούσε, αρκεί να παρέμεινε στην Αίγυπτο. Έτσι του πρόσφερε ως σύζυγο την Ανώ, μεγαλύτερη αδερφή της βασίλισσας Θεκεμίνας, συζύγου του Φαραώ, με την οποία απέκτησε γιο μαζί της. Όμως ο Ιεροβοάμ παρακάλεσε επιμόνως τον Σουσακίμ να του δώσει την άδεια για να επιστρέψει στην πατρίδα του, ο οποίος του έδωσε την άδεια κι έτσι ο Ιεροβοάμ επέστρεψε στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ (Γ' Βασιλέων 12,24δ-ζ).

Αργότερα ο Σισάκ (Σουσακίμ), το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, γιου του Σολομώντα,  εισέβαλε στον Ιούδα, με 1200 πολεμικά άρματα και 60.000 ιππείς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής ενός αναρίθμητου στρατού που τον αποτελούσαν Λίβυοι, Αιθίοπες και Τρωγλοδύτες. Αφού κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, έφτασε και στην Ιερουσαλήμ.

Ο Σισάκ (Σουσακίμ), κατά παραχώρηση του Κυρίου, μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ, λεηλάτησε την πόλη και άρπαξε από το Ναό και το βασιλικό ανάκτορο ως λάφυρα όλα τα χρυσά δόρατα και τα χρυσά αντικείμενα που φορούσαν οι στρατιώτες του Αδρααζάρ, βασιλιά της Σουβά, τα οποία ο Δαβίδ είχε πάρει όταν νίκησε το στρατό του Αδρααζάρ και τα είχε φέρει στην Ιερουσαλήμ, καθώς και όλα τα χρυσά όπλα, ασπίδες και δόρατα, που είχε κατασκευάσει ο Σολομώντας, και τα πήγε στην Αίγυπτο. Ο Σουσακίμ εγκατέστησε κοντά στο Ροβοάμ φρουρά, η οποία πρόσεχε το βασιλικό παλάτι. Κάθε φορά που πήγαινε με επίσημη πομπή ο βασιλιάς στο Ναό του Κυρίου, τον συνόδευαν οι σωματοφύλακές του, καθώς και η φρουροί του Σουσακίμ (Β' Βασιλειών 8,7. Γ' Βασιλέων 14,25-28. Α' Παραλειπομένων 18,7. Β' Παραλειπομένων 12,2-11).

Τον Σόσενγκ τον διαδέχθηκε ο γιος του Οσόρκον Α' μετά από μια βασιλεία 21 ετών.