ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΘΑΜΑΡ

 

Η ΘΑΜΑΡ

 

Ιούδας και Θάμαρ

Η Θάμαρ ήταν Χαναναία, σύζυγος του Ηρ, γιου του Ιούδα (Γένεση 38,6). Το όνομά της σημαίνει "φοινικόδεντρο". Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο της Διαθήκης των 12 Πατριαρχών, η Θάμαρ καταγόταν από τη Μεσοποταμία και ήταν κόρη του Αράμ (Διαθήκη Ιούδα 10,1). Η Θάμαρ μετά το θάνατο του συζύγου της, απέκτησε με τον Ιούδα, τον Φαρές και τον Ζαρά (Γένεση 38,27-30. Αριθμοί 26,16. Ρουθ 4,12. Α' Παραλειπομένων 2,4).

 

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΑΜΑΡ

 

Ο Ιούδας, γιος του Ιακώβ, για τον πρωτότοκο γιο του τον Ηρ πήρε σύζυγο μια γυναίκα, που ονομαζόταν Θάμαρ (Ταμάρ). Ο Ηρ όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, και ο Κύριος τον θανάτωσε. Τότε ο Ιούδας έδωσε την Θάμαρ στον Αυνάν, στο δεύτερο γιο του, για γυναίκα, έτσι ώστε να δώσει απόγονο στον αδερφό του. Ο Αυνάν, επειδή ήξερε ότι ο απόγονος δε θα ανήκε σ' αυτόν, κάθε φορά που πλάγιαζε με τη γυναίκα του αδερφού του, έριχνε το σπέρμα στη γη, για να μη δώσει απόγονο στον αδερφό του. Αυτό που έκανε όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, γι' αυτό τον θανάτωσε κι αυτόν.

Τότε ο Ιούδας πρότεινε στην Θάμαρ τη νύφη του, να μείνει χήρα στο σπίτι του πατέρα της, ώσπου να μεγαλώσει ο γιος του ο Σηλώμ, γιατί φοβήθηκε μήπως θανατωθεί κι αυτός όπως τ' αδέρφια του. Έτσι η Θάμαρ πήγε κι έμεινε στο σπίτι του πατέρα της.

 

Μετά από καιρό, πέθανε η γυναίκα του Ιούδα, κόρη του Σαυά του Χαναναίου. Όταν τελείωσε το πένθος, ο Ιούδας πήγε μαζί με το φίλο του τον Ειράς τον Οδολλαμίτη στην Θαμνά (Τιμνά), να δει αυτούς που κούρευαν τα κοπάδια του. Όταν η Θάμαρ είδε ότι ο πεθερός της ανέβαινε στην Θαμνά, έβγαλε τα φορέματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με πέπλο, καλλωπίστηκε και κάθισε στο σημείο όπου ο δρόμος που οδηγεί στην Θαμνά διασταυρώνεται με το δρόμο προς την Αϊνάν, γιατί έβλεπε ότι ο Σηλώμ είχε μεγαλώσει αλλά δεν του την είχαν δώσει για γυναίκα.

Ο Ιούδας όταν την είδε δεν την αναγνώρισε και τη νόμισε για πόρνη, γιατί είχε σκεπασμένο το πρόσωπο της. Πήγε λοιπόν προς το μέρος της και της πρότεινε να πλαγιάσει μαζί της. Εκείνη συμφώνησε παίρνοντας ως αμοιβή ένα κατσίκι από το κοπάδι του Ιούδα. Ώσπου να της στείλει το κατσίκι, ζήτησε ως ενέχυρο το δαχτυλίδι του Ιούδα με το σφραγιδόλιθο, το περιλαίμιό του και το ραβδί που κρατούσε στο χέρι του. Της τα έδωσε και πήγε μαζί της, κι εκείνη έμεινε έγκυος απ' αυτόν.

 

Ο Ιούδας έστειλε το κατσίκι με το φίλο του τον Οδολλαμίτη για να πάρει πίσω τα ενέχυρα από τη γυναίκα, αλλά εκείνος δεν τη βρήκε. Μετά από τρεις περίπου μήνες, ήρθαν και είπαν στον Ιούδα, ότι η νύφη του η Θάμαρ πόρνεψε, και μάλιστα έμεινε έγκυος από την πορνεία της. Τότε ο Ιούδας τους είπε να την βγάλουν έξω από την πόλη για να καεί. Την ώρα που την οδηγούσαν έξω, έστειλε να πουν στον πεθερό της, ότι από τον άντρα που του ανήκουν αυτά τα πράγματα, απ' αυτόν έμεινα έγκυος. Ο Ιούδας αναγνώρισε τα πράγματα που είχε δώσει στην Θάμαρ και είπε: «Αυτή είναι πιο δίκαιη από μένα, γιατί δεν την έδωσα στο Σηλώμ το γιο μου για γυναίκα.

Όταν ήρθε ο καιρός να γεννήσει η Θάμαρ, βρέθηκαν δίδυμα στην κοιλιά της. Την ώρα της γέννας, το ένα παιδί έβγαλε έξω το χέρι του. Η μαμή το έπιασε και του έδεσε ένα κόκκινο νήμα, για να ξεχωρίζει ότι βγήκε πρώτος. Εκείνος όμως τράβηξε το χέρι του κι αμέσως βγήκε ο αδερφός του. Γι' αυτό τον ονόμασαν Φαρές. Έπειτα βγήκε ο αδερφός του, που είχε στο χέρι του το κόκκινο νήμα και τον ονόμασαν Ζαρά (Γένεση 38,6-30. Ρουθ 4,12. Α' Παραλειπομένων 2,4). Η Θάμαρ αναφέρεται και στο γενεαλογικό κατάλογο του Ιησού από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο (Ματθαίος 1,3).