ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ |
|
ΜΙΧΑΙΑΣ |
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΙΑ
Ο Μιχαίας έζησε την εποχή των Κριτών στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ (Κριταί 17,1). Η ιστορία του Μιχαία βρίσκεται στο βιβλίο των Κριτών, στα κεφάλαια 17 και 18.
Ο Μιχαίας είχε κλέψει από τη μητέρα του 1100 ασημένιους σίκλους, και επειδή φοβήθηκε την κατάρα της, ομολόγησε την πράξη του και της τα επέστρεψε. Εκείνη πήρε 200 ασημένιους σίκλους και τους έδωσε σ' έναν χρυσοχόο κι αυτός κατασκεύασε ένα άγαλμα χωνευτό και το τοποθέτησε στο σπίτι του Μιχαία, το οποίο μετατράπηκε σε ναό. Ο Μιχαίας κατασκεύασε ακόμη ένα εφώδ (αμφίεση ιερέα) και ένα άγαλμα θεραφίν, και όρισε έναν από τους γιους του να ασκεί το λειτούργημα του ιερέα (Κριταί 17,2-6).
Εκείνο τον καιρό ένας νεαρός Λευίτης που έμενε στη Βηθλεέμ, στην περιοχή της φυλής Ιούδα, έφυγε για να πάει να μείνει σε άλλο τόπο. Ο δρόμος του τον έφερε στο σπίτι του Μιχαία, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ. Ο Μιχαίας του πρότεινε να μείνει μαζί του και να γίνει ιερέας και πνευματικός του πατέρας, και κείνος θα του δίνει δέκα αργυρά νομίσματα κάθε μέρα, τα ρούχα του και την τροφή του. Ο Λευίτης συμφώνησε και ο Μιχαίας τον έκανε ιερέα του, τον πήρε στο σπίτι του και τον είχε σαν έναν από τους γιους του (Κριταί 17,7-13).
Την εποχή εκείνη η φυλή Δαν δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί στην περιοχή που κληρονόμησε, όπως οι άλλες φυλές του Ισραήλ. Οι Δανίτες έστειλαν πέντε γενναίους άντρες από τις πόλεις Σαραά και Εσθαόλ, για να κατασκοπεύσουν τη χώρα και να την εξερευνήσουν. Αυτοί έφτασαν και στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ και σταμάτησαν στο σπίτι του Μιχαία. Εκεί βρήκαν το νεαρό Λευίτη και αφού τον ρώτησαν τι κάνει στο σπίτι του Μιχαία, του ζήτησαν να μεσολαβήσει στο Θεό για το τι έπρεπε να κάνουν. Ο Λευίτης τους είπε να συνεχίσουν το ταξίδι τους, γιατί είναι αρεστό στον Κύριο (Κριταί 18,1-6). Οι πέντε άντρες συνέχισαν το ταξίδι τους και έφτασαν ως το βορρά, στην πόλη Λαϊσά. Εκεί είδαν ότι η περιοχή ήταν εύφορη και πλούσια και οι κάτοικοί της ζούσαν ασφαλείς. Δεν φιλονικούσαν μεταξύ τους για διάφορα ζητήματα, ήταν μακριά από τη Σιδώνα και δεν είχαν καμία διαφορά με τους γύρω λαούς. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω στους ομοεθνείς τους, στη Σαραά και στην Εσθαόλ, και τους είπαν ότι η χώρα είναι απέραντη και πάρα πολύ εύφορη. Έχει όλα τ' αγαθά της γης και ότι ο Θεός θα την παραδώσει στην εξουσία τους (Κριταί 18,7-10).
Ξεκίνησαν, λοιπόν, από τη Σαραά και την Εσθαόλ 600 άντρες της φυλής Δαν, για να κατακτήσουν την περιοχή που επέλεξαν. Στρατοπέδευσαν στην Καριαθιαρίμ, στην περιοχή της φυλής Ιούδα και γι' αυτό ο τόπος εκείνος ονομάστηκε «Παρεμβολή Δαν». Μετά πήγαν στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ κι έφτασαν ως το σπίτι του Μιχαία. Έπειτα, οι πέντε άντρες μπήκαν μέσα στο σπίτι και πήραν το εφώδ και τα δύο αγάλματα. Ο Λευίτης προσπάθησε να τους εμποδίσει και τότε του πρότειναν να τους ακολουθήσει και να γίνει ιερέας μιας ολόκληρης φυλής. Ο Λευίτης χάρηκε και ακολούθησε τους στρατιώτες της φυλής Δαν, η οποία μαζί με τον άμαχο πληθυσμό και τα ζώα τους ξεκίνησαν για το βορρά (Κριταί 18,11-21). Όταν πια είχαν απομακρυνθεί, ο Μιχαίας και οι γείτονές του, έτρεξαν ξοπίσω τους. Ο Μιχαίας διαμαρτυρήθηκε στους στρατιώτες, αλλά μπροστά στην απειλή τους, ότι μπορεί να τους θανατώσουν, γύρισε στο σπίτι του (Κριταί 18,22-26).
Μετά οι στρατιώτες πήγαν και επιτέθηκαν στη Λαϊσά. Κατέσφαξαν τους ήσυχους και φιλειρηνικούς κατοίκους της και έβαλαν φωτιά στην πόλη. Κανένας δε μπόρεσε να τους βοηθήσει, γιατί ήταν χτισμένη μακριά από τη Σιδώνα και οι κάτοικοί της δεν είχαν σχέση με τους άλλους γειτονικούς λαούς. Οι Δανίτες ξανάχτισαν την πόλη κι εγκαταστάθηκαν σ' αυτήν. Άλλαξαν το όνομα της πόλης και την ονόμασαν Δαν, όπως έλεγαν το γενάρχη τους, το γιο του Ιακώβ. Το προηγούμενο όνομα της πόλης ήταν Ουλαμαΐς. Μετά έστησαν το άγαλμα του Μιχαία για τις τελετουργίες τους και ο Λευίτης, που τον έλεγαν Ιωνάθαν, και ήταν γιος του Γηρσών γιου του Μανασσή, έγινε ιερέας της φυλής. Το ίδιο παράδειγμα ακολούθησαν και οι γιοι του, ως την εποχή που η Σκηνή του Μαρτυρίου βρισκόταν στη Σηλώ (Κριταί 18,27-31).
|