Ο ΓΑΑΛ ΚΑΙ Ο ΖΕΒΟΥΛ
ΙΩΒΗΛ (ΕΒΕΔ):
Ο Ιωβήλ (Εβέδ) ήταν ο πατέρας
του Γαάλ (Κριταί 9,26). Προφανώς καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ (Κριταί 9,26).
ΓΑΑΛ:
Ο Γαάλ ήταν γιος του Ιωβήλ (Εβέδ)
(Κριταί 9,26). Ο Γαάλ, όπως και τ' αδέρφια του, προφανώς καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ
(Κριταί 9,26).
ΖΕΒΟΥΛ:
Ο Ζεβούλ ήταν άρχοντας της
Συχέμ. Επίσης ήταν τοποτηρητής του Αβιμέλεχ στην πόλη (Κριταί 9,26).
Ο Αβιμέλεχ, γιος
του Γεδεών από μια παλλακίδα του,
που έμενε στη Συχέμ,
έχοντας ηγετικές
βλέψεις και θέλοντας να γίνει αρχηγός των Ισραηλιτών, πήρε
μαζί του τους κατοίκους της
Συχέμ και σκότωσε τους γιους του Γεδεών, συνολικά εβδομήντα, εκτός από τον Ιωάθαμ
που κατάφερε να κρυφτεί. Τότε οι κάτοικοι της Συχέμ ανακήρυξαν βασιλιά τον Αβιμέλεχ
(Κριταί 9,1-6).
Μια μέρα πήγε στη Συχέμ ο Γαάλ, γιος του Ιωβήλ (Εβέδ), με τους
αδερφούς
του. Οι Συχεμίτες του έδειξαν εμπιστοσύνη. Πήγαν και δούλεψαν στ' αμπέλια
τους, έκαναν γιορτή, μπήκαν στο ναό του θεού τους,
έφαγαν και ήπιαν, και αναθεμάτισαν τον Αβιμέλεχ. Ο Γαάλ ξεσήκωσε τους κατοίκους
της Συχέμ ενάντια στον Αβιμέλεχ.
Ο Ζεβούλ,
ο άρχοντας της πόλης,
που ήταν άνθρωπος
του Αβιμέλεχ, έστειλε κρυφά αγγελιοφόρους στον Αβιμέλεχ
και τον πληροφόρησε για τη συνομωσία και την εξέγερση των κατοίκων της Συχέμ (Κριταί 9,26-33). Έτσι ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε τη νύχτα μαζί με όλους τους άντρες του κι
έστησαν ενέδρα κοντά στην Συχέμ, με τέσσερις ομάδες στρατού. Όταν ο Γαάλ βγήκε από την πόλη και στάθηκε
στην είσοδο της πύλης, τότε σηκώθηκε από την ενέδρα ο Αβιμέλεχ και ο στρατός
του. Ο Γαάλ τους είδε και είπε στο Ζεβούλ, πως κατεβαίνει στρατός από
τα βουνά. Ο Ζεβούλ του απάντησε πως ήταν οι σκιές των βουνών. Αλλά ο Γαάλ
επέμενε, πως έρχονται στρατιώτες από τα δυτικά, ενώ κάποιοι άλλοι έρχονται
από το δρόμο της Ηλωνμαωνενίμ. Αυτά είπε ο Γαάλ και επικεφαλής των αντρών της Συχέμ, πολέμησε
εναντίον του Αβιμέλεχ και νικήθηκε. Ο Αβιμέλεχ τον έτρεψε σε φυγή και πολλοί
σκοτώθηκαν, πριν φτάσουν στην είσοδο της πύλης. Ο Αβιμέλεχ μπήκε
νικητής στην πόλη Αρημά, ενώ ο Ζεβούλ έδιωξε
από τη Συχέμ το Γαάλ και τους αδελφούς του, και τους απαγόρευσε να
ξαναγυρίσουν στην πόλη
(Κριταί 9,34-41).
|