ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ |
|
ΕΛΙΕΖΕΡ |
Ο ΕΛΙΕΖΕΡ
Ο Ελιέζερ ήταν έμπιστος δούλος του Αβραάμ. Καταγόταν από τη Δαμασκό. Η αγάπη και η εμπιστοσύνη του Αβραάμ για τον Ελιέζερ ήταν τέτοια, ώστε εάν ο Αβραάμ πέθαινε άτεκνος, ο Ελιέζερ θα κληρονομούσε την περιούσια του. Γι' αυτό ο Ελιέζερ αναφέρεται ως "κληρονόμος της οικίας του" (Γένεση 15,2-3). Ο Ελιέζερ πρέπει να ήταν ο ηλικιωμένος δούλος που στάλθηκε από τον Αβραάμ στη Μεσοποταμία (Γένεση 24,2) για να βρει και να φέρει νύφη για το γιο του Ισαάκ (Γένεση κεφ. 24), και αυτό λόγω της εμπιστοσύνης που του είχε.
Ο Ελιέζερ πήρε δέκα από τις καμήλες του κυρίου του και διάφορα δώρα, και έφυγε για τη Μεσοποταμία, στην πόλη όπου κατοικούσε ο Ναχώρ, ο αδερφός του Αβραάμ. Όταν έφτασε έξω από την πόλη, προς το βράδυ, άφησε τις καμήλες να ξεκουραστούν κοντά στο πηγάδι, όπου έρχονταν οι γυναίκες για να πάρουν νερό. Κατόπιν προσευχήθηκε στον Κύριο: «Κύριε Θεέ του κυρίου μου του Αβραάμ, βοήθησε με σήμερα, και δείξε την εύνοιά σου στον κύριο μου. Εγώ θα σταθώ κοντά στην πηγή του νερού, όπου οι θυγατέρες των κατοίκων της πόλης έρχονται να πάρουν νερό. Θα πω σε μια κόρη: "κατέβασε μου τη στάμνα σου να πιω". Αν εκείνη μου αποκριθεί: "πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου", τότε θα καταλάβω ότι αυτή θα είναι που προόρισες για το δούλο σου τον Ισαάκ. Έτσι θα ξέρω ότι έδειξες την εύνοια σου , στον κύριό μου».
Δεν είχε ακόμα τελειώσει την προσευχή του, και να η Ρεβέκκα, η κόρη του Βεθουήλ, γιου της Μελχά και του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ, ερχόταν με μια στάμνα στον ώμο. Η κόρη ήταν πολύ όμορφη στην εμφάνιση και κανένας άντρας δεν την είχε αγγίξει. Κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της και ξανανέβηκε. Τότε έτρεξε ο δούλος να την συναντήσει και της είπε: «Άφησε με να πιω λίγο νερό απ' το σταμνί σου». Εκείνη απάντησε: «Πιες, κύριε μου». Και πρόθυμα κατέβασε το σταμνί που κρατούσε και του έδωσε να πιει. Όταν πια είχε πιει αρκετά, του είπε: «θα φέρω νερό και για τις καμήλες σου να πιουν, να ξεδιψάσουν». Έτρεξε και πήγε πίσω στην πηγή να πάρει νερό για όλες τις καμήλες. Όταν ποτίστηκαν οι καμήλες, ο Ελιέζερ πήρε ένα χρυσό κρίκο για τη μύτη, βάρους μισού σίκλου, και δυο βραχιόλια για τα χέρια της κοπέλας, βάρους δέκα σίκλων χρυσού. Και τη ρώτησε, "Πες μου, ποιανού κόρη είσ' εσύ; Υπάρχει χώρος στο σπίτι του πατέρα σου για να διανυκτερεύσω απόψε;» Εκείνη απάντησε: «Εγώ είμαι κόρη του Βεθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ. Στο σπίτι μας υπάρχει και χορτάρι και άφθονο άχυρο. Υπάρχει ακόμα και χώρος για να περάσετε τη νύχτα». Τότε ο άνθρωπος έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο: «Ας είν' ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, που δεν έπαψε να δείχνει την αγάπη του και την πιστότητα του στον κύριο μου. Κι εμένα ο Κύριος με οδήγησε κατευθείαν στο σπίτι του αδερφού του κυρίου μου».
Η Ρεβέκκα έτρεξε στο σπίτι της και ανάγγειλε όλα αυτά τα συμβάντα. Η Ρεβέκκα είχε έναν αδερφό, που ονομαζόταν Λάβαν. Μόλις αυτός άκουσε τα λόγια που της είχε πει ο άνθρωπος, έτρεξε να τον συναντήσει έξω από την πόλη κοντά στην πηγή, όπου στεκόταν ακόμη μαζί με τις καμήλες και περίμενε. Τον προσκάλεσε στο σπίτι και τον περιποιήθηκε. Ο δούλος του Αβραάμ τους διηγήθηκε όλη την ιστορία, τι του είπε ο κύριός του, πως ξεκίνησε από τη Χαναάν, πως έφτασε στη Μεσοποταμία και τι επακολούθησε στην πηγή με τη Ρεβέκκα. Κατόπιν τους είπε αν δέχονται η Ρεβέκκα να παντρευτεί με τον Ισαάκ. Ο Λάβαν και ο Βεθουήλ απάντησαν θετικά στην πρόταση που τους έγινε. Τότε ο Ελιέζερ έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο. Έπειτα έδωσε πλούσια δώρα στη Ρεβέκκα, στον αδερφό της και στη μητέρα της. Το πρωί, ο δούλος του Αβραάμ, πήρε τη Ρεβέκκα και τις δούλες της και ξεκίνησαν όλοι μαζί για τη Χαναάν (Γένεση κεφ. 24).
|