ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΔΑΝΙΗΛ- ΚΕΦ. 1-6

 

 

ΣΩΣΑΝΝΑ - Ο ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'- ΣΩΣΑΝΝΑ

Σωσ. Α,1            Καὶ ἦν ἀνὴρ οἰκῶν ἐν Βαβυλῶνι, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἰωακείμ.

Σωσ. Α,1                    Υπήρχεν ένας ανήρ, κάτοικος της Βαβυλώνος, ο οποίος ωνομάζετο Ιωακείμ.

Σωσ. Α,2            καὶ ἔλαβε γυναῖκα, ᾗ ὄνομα Σωσάννα, θυγάτηρ Χελκίου, καλὴ σφόδρα καὶ φοβουμένη τὸν Κύριον·

Σωσ. Α,2                   Αυτός επήρεν ως σύζυγον του μίαν γυναίκα, η οποία ωνομάζετο Σωσάννα και ήτο θυγάτηρ του Χελκίου. Αυτή ήτο ωραιοτάτη και πολύ ευσεβής ενώπιον του Κυρίου.

Σωσ. Α,3            καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς δίκαιοι καὶ ἐδίδαξαν τὴν θυγατέρα αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ.

Σωσ. Α,3                    Αλλά και οι γονείς της επίσης ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Εδίδαξαν δε και εμόρφωσαν την θυγατέρα αυτών σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως.

Σωσ. Α,4            καὶ ἦν Ἰωακεὶμ πλούσιος σφόδρα, καὶ ἦν αὐτῷ παράδεισος γειτνιῶν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ· καὶ πρὸς αὐτὸν προσήγοντο οἱ Ἰουδαῖοι διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐνδοξότερον πάντων.

Σωσ. Α,4                   Ο Ιωακείμ ήτο πολύ πλούσιος, είχε δε πλησίον της οικίας του ένα ωραίον δενδροφυτευμένον κήπον. Εις τον οίκον του Ιωακείμ προσήρχοντο τακτικά οι Ιουδαίοι, διότι αυτός ήτο ο επισημότερος μεταξύ όλων των εκεί εγκατεστημένων Ιουδαίων.

Σωσ. Α,5            καὶ ἀπεδείχθησαν δύο πρεσβύτεροι ἐκ τοῦ λαοῦ κριταὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ, περὶ ὧν ἐλάλησεν ὁ δεσπότης, ὅτι ἐξῆλθεν ἀνομία ἐκ Βαβυλῶνος ἐκ πρεσβυτέρων κριτῶν, οἳ ἐδόκουν κυβερνᾶν τὸν λαόν.

Σωσ. Α,5                    Κατά το έτος εκείνο ανεδείχθησαν ως δικασταί του λαού δύο κατά την ηλικίαν πρεσβύτεροι Ιουδαίοι. Δια κάτι τέτοιους τύπους είχεν είπει κάπου ο Κυριος· η παρανομία εβγήκεν από την Βαβυλώνα, από γέροντας δικαστάς οι οποίοι εθεωρούντο και ενεφανίζοντο ως κυβερνήται του λαού.

Σωσ. Α,6            οὗτοι προσεκαρτέρουν ἐν τῇ οἰκίᾳ Ἰωακείμ, καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτοὺς πάντες οἱ κρινόμενοι.

Σωσ. Α,6                   Αυτοί προσήρχοντο συχνότερον και έμενον επί μακρότερον χρόνον εις την οικίαν του Ιωακείμ. Προς αυτούς δε προσήρχοντο και όλοι οι Ιουδαίοι, όσοι είχαν μεταξύ των διαφοράς.

Σωσ. Α,7            καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἀπέτρεχεν ὁ λαὸς μέσον ἡμέρας, εἰσεπορεύετο Σωσάννα καὶ περιεπάτει ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς.

Σωσ. Α,7                    Κατά την μεσημβρίαν, όταν οι επισκέπται απήρχοντο, η Σωσάννα έκαμνε τον περίπατόν της στον κήπον του ανδρός της.

Σωσ. Α,8            καὶ ἐθεώρουν αὐτὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι καθ᾿ ἡμέραν εἰσπορευομένην καὶ περιπατοῦσαν καὶ ἐγένοντο ἐν ἐπιθυμίᾳ αὐτῆς.

Σωσ. Α,8                   Οι δύο αυτοί προχωρημένης ηλικίας δικασταί την περιειργάζοντο κάθε ημέραν, όταν αυτή εισήρχετο στον κήπον και περιπατούσε. Εκυριεύθησαν δε από πονηράν σαρκικήν επιθυμίαν δι' αυτήν.

Σωσ. Α,9            καὶ διέστρεψαν τὸν ἑαυτῶν νοῦν καὶ ἐξέκλιναν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν εἰς τὸν οὐρανόν, μηδὲ μνημονεύειν κριμάτων δικαίων.

Σωσ. Α,9                   Ο νους των διεστράφη και εσκοτίσθη και δεν ηθέλησαν να ανυψώσουν τα βλέμματά των προς τον ουρανόν, προς τον δίκαιον και παντεπόπτην Θεόν, ούτε και να ενθυμηθούν τας δικαίας εντολάς και κρίσστου Θεού.

Σωσ. Α,10          καὶ ἦσαν ἀμφότεροι κατανενυγμένοι περὶ αὐτῆς καὶ οὐκ ἀνήγγειλαν ἀλλήλοις τὴν ὀδύνην αὐτῶν,

Σωσ. Α,10                  Είχαν και οι δύο πληγωθή από το σαρκικόν πάθος των προς αυτήν. Δεν ανεκοίνωσαν δε ο ενας προς τον άλλον τον εσωτερικόν των πόνον από την σφοδρότητα του σαρκικού πάθους,

Σωσ. Α,11          ὅτι ᾐσχύνοντο ἀναγγεῖλαι τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν ὅτι ἤθελον συγγενέσθαι αὐτῇ.

Σωσ. Α,11                  διότι εντρεποντο να καταστήση ο ενας προς τον άλλον γνωστήν την επιθυμίαν των, ότι δηλαδή είχαν πόθον να έλθουν εις σαρκικήν ένωσιν με εκείνην.

Σωσ. Α,12          καὶ παρετηροῦσαν φιλοτίμως καθ᾿ ἡμέραν ὁρᾶν αὐτήν.

Σωσ. Α,12                  Με επιμονήν δε εξεμεταλλεύοντο κάθε ευκαιρίαν, δια να την παρακολουθούν και να την βλέπουν κάθε ημέραν.

Σωσ. Α,13          καὶ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ· πορευθῶμεν δὴ εἰς οἶκον, ὅτι ἀρίστου ὥρα ἐστί. καὶ ἐξελθόντες διεχωρίσθησαν ἀπ᾿ ἀλλήλων,

Σωσ. Α,13                  Καποιαν μεσημβρίαν, όταν όλοι είχαν αποχωρήσει, είπεν ο ενας στον άλλον· “ας πάμε πλέον στο σπίτι μας, διότι τώρα είναι ώρα του γεύματος”. Εβγήκαν από τον κήπον και εχωρίσθησαν ο ενας από τον άλλον.

Σωσ. Α,14          καὶ ἀνακάμψαντες ἦλθον ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀνετάζοντες ἀλλήλους τὴν αἰτίαν, ὡμολόγησαν τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν· καὶ τότε κοινῇ συνετάξαντο καιρὸν ὅτε αὐτὴν δυνήσονται εὑρεῖν μόνην.

Σωσ. Α,14                  Ομως ο καθένας ιδιαιτέρως επέστρεψεν στον κήπον του Ιωακείμ, συνηντήθησαν, χωρίς να το θέλουν, και ηρώτησαν ο ένας τον άλλον την αιτίαν, δια την οποίαν επέστρεψαν. Ωμολόγησαν και οι δύο την επιθυμίαν των. Τοτε συνεφώνησαν μεταξύ των και ώρισαν καιρόν, κατά τον οποίον θα ημπορούσαν να εύρουν αυτήν μόνην.

Σωσ. Α,15          καὶ ἐγένετο ἐν τῷ παρατηρεῖν αὐτοὺς ἡμέραν εὔθετον εἰσῆλθέ ποτε καθὼς ἐχθὲς καὶ τρίτης ἡμέρας μετὰ δύο μόνων κορασίων καὶ ἐπεθύμησε λούσασθαι ἐν τῷ παραδείσῳ, ὅτι καῦμα ἦν.

Σωσ. Α,15                  Συνέβη δέ, ενώ αυτοί επερίμεναν να εύρουν την κατάλληλον ημέραν, η Σωσάννα, όπως εσυνήθιζε και κατά τας άλλας ημέρας, εισήλθεν στον κήπον, συνοδευομένη από δύο μόνον μικράς υπηρετρίας χωρίς κανένα άλλον, δια να λουσθή στον κήπον, διότι έκαμνε ζέστη.

Σωσ. Α,16          καὶ οὐκ ἦν οὐδεὶς ἐκεῖ πλὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι κεκρυμμένοι καὶ παρατηροῦντες αὐτήν.

Σωσ. Α,16                  Εκεί δεν υπήρχε κανένας άλλος πλην των δύο πρεσβυτέρων, οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι και παρατηρούσαν εμπαθώς την Σωσάνναν.

Σωσ. Α,17          καὶ εἶπε τοῖς κορασίοις· ἐνέγκατε δή μοι ἔλαιον καὶ σμήγματα καὶ τὰς θύρας τοῦ παραδείσου κλείσατε, ὅπως λούσωμαι.

Σωσ. Α,17                  Η Σωσάννα είπεν εις τας δύο υπηρετρίας της· “φέρετέ μου αρωματικόν έλαιον και τα άλλα ειδκ καθαριότητος, και κλείσατε τας θύρας του κήπου, δια να λουσθώ”.

Σωσ. Α,18          καὶ ἐποίησαν καθὼς εἶπε καὶ ἀπέκλεισαν τὰς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ ἐξῆλθαν κατὰ τὰς πλαγίας θύρας ἐνέγκαι τὰ προστεταγμένα αὐταῖς καὶ οὐκ εἴδοσαν τοὺς πρεσβυτέρους, ὅτι ἦσαν κεκρυμμένοι.

Σωσ. Α,18                  Αι κορασίδες εκείναι έκαμαν όπως είπεν εις αυτάς η Σωσάννα. Επειτα εβγήκαν από τας πλαγίας θύρας του κήπου, δια να φέρουν εκείνα που η κυρία των τας είχε διατάξει. Δεν είδαν δε τους πρεσβυτέρους, διότι εκείνοι ήσαν κρυμμένοι.

Σωσ. Α,19          καὶ ἐγένετο ὡς ἐξήλθοσαν τὰ κοράσια, καὶ ἀνέστησαν οἱ δύο πρεσβῦται καὶ ἐπέδραμον αὐτῇ

Σωσ. Α,19                  Οταν, λοιπόν, εξήλθαν τα δύο κοράσια, εσηκώθησαν οι δύο αυτοί πρεσβύτεροι και έτρεξαν προς την Σωσάνναν

Σωσ. Α,20          καὶ εἶπον· ἰδοὺ αἱ θύραι τοῦ παραδείσου κέκλεινται, καὶ οὐδεὶς θεωρεῖ ἡμᾶς, καὶ ἐν ἐπιθυμίᾳ σού ἐσμεν· διὸ συγκατάθου ἡμῖν καὶ γενοῦ μεθ᾿ ἡμῶν·

Σωσ. Α,20                 και είπαν· “ιδού αι θύραι του κήπου είναι κλεισταί και κανείς δεν μας βλέπει. Επιθυμούμεν να ενωθούμε σαρκικώς μαζή σου. Λοιπόν, χωρίς καμμίαν αντίστασιν, ενώσου μαζή μας.

Σωσ. Α,21          εἰ δὲ μή, καταμαρτυρήσομέν σου ὅτι ἦν μετὰ σοῦ νεανίσκος καὶ διὰ τοῦτο ἐξαπέστειλας τὰ κοράσια ἀπὸ σοῦ.

Σωσ. Α,21                  Εαν τυχόν και δεν υποχωρήσης εις την πρότασίν μας, θα καταθέσωμεν μαρτυρίαν εναντίον σου, ότι κάποιος νέος ήτο μαζή σου και δι' αυτόν τον λόγον απεμάκρυνες από κοντά σου τα δύο κοράσια”.

Σωσ. Α,22          καὶ ἀνεστέναξε Σωσάννα καὶ εἶπε· στενά μοι πάντοθεν· ἐάν τε γὰρ τοῦτο πράξω, θάνατός μοί ἐστιν, ἐάν τε μὴ πράξω, οὐκ ἐκφεύξομαι τὰς χεῖρας ὑμῶν.

Σωσ. Α,22                 Η Σωσσάνα ανεστέναξε και είπε· “από παντού υπάρχει στενοχωρία. Ευρίσκομαι εις αδιέξοδον, διότι εάν υποχωρήσω και πράξω αυτό, που μου προτείνετε, με περιμένει ο θάνατος που προκαλεί η αμαρτία. Εάν αρνηθώ να πράξω το πονηρόν, δεν θα γλυτώσω από τα χέρια σας.

Σωσ. Α,23          αἱρετώτερόν μοί ἐστι μὴ πράξασαν ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας ὑμῶν ἢ ἁμαρτεῖν ἐνώπιον Κυρίου.

Σωσ. Α,23                 Ομως είναι προτιμότερον δι' εμέ να μη αμαρτήσω και να πέσω εις τα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω ενώπιον του Κυρίου”.

Σωσ. Α,24          καὶ ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ Σωσάννα, ἐβόησαν δὲ καὶ οἱ δύο πρεσβῦται κατέναντι αὐτῆς.

Σωσ. Α,24                 Αμέσως η Σωσάννα εφώναξε με μεγάλην κραυγήν. Εφώναξαν ταυτοχρόνως και οι δύο πρεσβύτεροι, που ευρίσκοντο πλησίον της.

Σωσ. Α,25          καὶ δραμὼν ὁ εἷς ἤνοιξε τὰς θύρας τοῦ παραδείσου.

Σωσ. Α,25                 Ο Ενας από αυτούς έτρεξε και ήνοιξε τας θύρας, του κήπου.

Σωσ. Α,26          ὡς δὲ ἤκουσαν τὴν κραυγὴν ἐν τῷ παραδείσῳ οἱ ἐκ τῆς οἰκίας, εἰσεπήδησαν διὰ τῆς πλαγίας θύρας ἰδεῖν τὸ συμβεβηκὸς αὐτῇ.

Σωσ. Α,26                 Οταν δε οι υπηρέται της οικίας του Ιωακείμ ήκουσαν τας στον κήπον κραυγάς, εισώρμησαν από την πλαγίαν θύραν του κήπου, δια να ίδουν τι είχε συμβή εις την Σωσάνναν.

Σωσ. Α,27          ἡνίκα δὲ εἶπαν οἱ πρεσβῦται τοὺς λόγους αὐτῶν, κατῃσχύνθησαν οἱ δοῦλοι σφόδρα, ὅτι πώποτε οὐκ ἐῤῥήθη λόγος τοιοῦτος περὶ Σωσάννης.

Σωσ. Α,27                 Οταν οι δύο εκείνοι πρεσβύτεροι είπαν τας ψευδολογίας των εναντίον της Σωσάννης, κατεντροπιάσθησαν οι υπηρέται, διότι ποτέ άλλοτε δεν είχε λεχθή τέτοιος πονηρός λόγος δια την Σωσάνναν.

Σωσ. Α,28          Καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον ὡς συνῆλθεν ὁ λαὸς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς Ἰωακείμ, ἦλθον οἱ δύο πρεσβῦται πλήρεις τῆς ἀνόμου ἐννοίας κατὰ Σωσάννης τοῦ θανατῶσαι αὐτὴν καὶ εἶπαν ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ·

Σωσ. Α,28                 Κατά την επομένην ημέραν ο λαός των Ιουδαίων συνεκεντρώθη εις την οικίαν του ανδρός της Σωσάννης, του Ιωακείμ. Εκεί προσήλθον και οι δύο πρεσβύτεροι έχοντες στερεάν την απόφασιν της παρανομίας στον εσκοτισμένον νουν των εναντίον της Σωσάννης, δια να την καταδικάσουν εις θάνατον. Αυτοί λοιπόν είπαν ενώπιον όλου του λαού·

Σωσ. Α,29          ἀποστείλατε ἐπὶ Σωσάνναν θυγατέρα Χελκίου, ἥ ἐστι γυνὴ Ἰωακείμ· οἱ δὲ ἀπέστειλαν.

Σωσ. Α,29                 “Στείλατε άνθρωπον και φέρετε εδώ την Σωσάνναν, την θυγατέρα του Χελκίου, η οποία είναι σύζυγος του Ιωακείμ”. Εκείνοι απέστειλαν προς τούτο ανθρώπους.

Σωσ. Α,30          καὶ ἦλθεν αὐτὴ καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ πάντες οἱ συγγενεῖς αὐτῆς·

Σωσ. Α,30                 Η Σωσάννα ήλθε. Μαζή δέ με αυτήν ήλθαν οι γονείς της, τα τέκνα της και όλοι οι συγγενείς της.

Σωσ. Α,31          ἡ δὲ Σωσάννα ἦν τρυφερὰ σφόδρα καὶ καλὴ τῷ εἴδει.

Σωσ. Α,31                  Η Σωσάννα ήτο τρυφερώτατον και ωραιότατον πλάσμα.

Σωσ. Α,32          οἱ δὲ παράνομοι ἐκέλευσαν ἀποκαλυφθῆναι αὐτήν, ἦν γὰρ κατακεκαλυμμένη, ὅπως ἐμπλησθῶσι τοῦ κάλλους αὐτῆς·

Σωσ. Α,32                 Επειδή δε η Σωσσάνα ήτο σκεπασμένη, οι παράνομοι εκείνοι πρεσβύτεροι δικασταί της διέταξαν να αφαιρέσουν την καλύπτραν της, δια να ίδουν πάλιν εμπαθώς και χορτάσουν βλέποντες το κάλλος της.

Σωσ. Α,33          ἔκλαιον δὲ οἱ παρ᾿ αὐτῆς καὶ πάντες οἱ ἰδόντες αὐτήν.

Σωσ. Α,33                 Οι συγγενείς της και όλοι εκείνοι, οι οποίοι την είχαν γνωρίσει, έκλαιαν.

Σωσ. Α,34          ἀναστάντες δὲ οἱ δύο πρεσβῦται ἐν μέσῳ τῷ λαῷ ἔθηκαν τὰς χεῖρας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς·

Σωσ. Α,34                 Εσηκώθησαν τότε οι δύο πρεσβύτεροι εν μέσω του συγκεντρωθέντος πλήθους και έθεσαν τα χέρια των επάνω εις την κεφαλήν της Σωσάννης.

Σωσ. Α,35          ἡ δὲ κλαίουσα ἀνέβλεψεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅτι ἦν ἡ καρδία αὐτῆς πεποιθυῖα ἐπὶ τῷ Κυρίῳ.

Σωσ. Α,35                 Εκείνη κλαίουσα ύψωσε τα βλέμματά της στον ουρανόν, διότι η καρδία της είχεν απόλυτον πεποίθησιν στον Κυριον.

Σωσ. Α,36          εἶπον δὲ οἱ πρεσβῦται· περιπατούντων ἡμῶν ἐν τῷ παραδείσῳ μόνων, εἰσῆλθεν αὕτη μετὰ δύο παιδισκῶν καὶ ἀπέκλεισε τὰς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ ἀπέλυσε τὰς παιδίσκας·

Σωσ. Α,36                 Οι δύο πρεσβύτεροι είπαν· “την ώραν, κατά την οποίαν ημείς περιπατούσαμεν μόνοι στον κήπον, εισήλθεν αυτή μαζή με δύο υπηρετρίας και έκλεισε τας θύρας του κήπου, έδιωξε δε τας υπηρετρίας της.

Σωσ. Α,37          καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὴν νεανίσκος, ὃς ἦν κεκρυμμένος, καὶ ἀνέπεσε μετ᾿ αὐτῆς.

Σωσ. Α,37                 Τοτε ήλθε προς αυτήν ένας νεαρός ανήρ, ο οποίος ήτο κάπου εκεί κρυμμένος, και έπεσε μαζή μέ αυτήν δια την αμαρτίαν.

Σωσ. Α,38          ἡμεῖς δὲ ὄντες ἐν τῇ γωνίᾳ τοῦ παραδείσου, ἰδόντες τὴν ἀνομίαν ἐδράμομεν ἐπ᾿ αὐτούς· καὶ ἰδόντες συγγινομένους αὐτούς,

Σωσ. Α,38                 Ημείς ευρισκόμενοι εις κάποιαν γωνίαν του κήπου, ειδαμεν με τα μάτια μας την παρανομίαν αυτήν και ετρέξαμεν προς αυτούς. Τους είδαμεν να αμαρτάνουν.

Σωσ. Α,39          ἐκείνου μὲν οὐκ ἠδυνήθημεν ἐγκρατεῖς γενέσθαι διὰ τὸ ἰσχύειν αὐτὸν ὑπὲρ ἡμᾶς καὶ ἀνοίξαντα τὰς θύρας ἐκπεπηδηκέναι,

Σωσ. Α,39                 Εκείνον, βεβαίως, τον νεαρόν άνδρα δεν ημπορέσαμεν να τον συλλάβωμεν, διότι ήτο ισχυρότερος από ημάς. Ηνοιξε την θύραν και επήδησε έξω από τον κήπον.

Σωσ. Α,40          ταύτης δὲ ἐπιλαβόμενοι ἐπηρωτῶμεν τίς ἦν ὁ νεανίσκος,

Σωσ. Α,40                 Συνελάβομεν όμως αυτήν και την ερωτούσαμεν· Ποιός ήτο ο νεαρός εκείνος ανήρ;

Σωσ. Α,41          καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἀγγεῖλαι ἡμῖν. ταῦτα μαρτυροῦμεν. καὶ ἐπίστευσεν αὐτοῖς ἡ συναγωγὴ ὡς πρεσβυτέροις τοῦ λαοῦ καὶ κριταῖς καὶ κατέκριναν αὐτὴν ἀποθανεῖν.

Σωσ. Α,41                  Αυτή δεν ηθέλησε να μας τον φανερώση. Αυτάς τας μαρτυρίας καταθέτομεν”. Ολος ο συγκεντρωμένος εκεί λαός επίστευσεν εις την καταμαρτυρίαν εκείνων, διότι ήσαν μεγαλύτεροι κατά την ηλικίαν και δικασταί ως προς το αξίωμα. Ολοι κατεδίκασαν την Σωσάνναν εις θάνατον.

Σωσ. Α,42          ἀνεβόησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ Σωσάννα καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος ὁ τῶν κρυπτῶν γνώστης, ὁ εἰδὼς τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν,

Σωσ. Α,42                 Η Σωσάννά έκραξε τότε με μεγάλην φωνήν προς τον Θεόν και είπε· “Συ ο αιώνιος Θεός, ο οποίος γνωρίζεις τα κρυπτά των ανθρώπων, γνωρίζεις τα πάντα και πριν ακόμη γίνουν,

Σωσ. Α,43          σὺ ἐπίστασαι ὅτι ψευδῆ μου κατεμαρτύρησαν· καὶ ἰδοὺ ἀποθνήσκω μὴ ποιήσασα μηδὲν ὧν οὗτοι ἐπονηρεύσαντο κατ᾿ ἐμοῦ.

Σωσ. Α,43                 συ γνωρίζεις πολύ καλά, ότι ψεύδη είναι όλα όσα κατέθεσαν αυτοί εναντίον μου. Ιδού, εξ αιτίας της ψευδολογίας των κατεδικάσθην εις θάνατον. Πεθαίνω χωρίς να έχω πράξει τίποτε από εκείνα, τα οποία αυτοί εν τη πονηρία των εμηχανορράφησαν εναντίον μου”.

Σωσ. Α,44          Καὶ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς αὐτῆς.

Σωσ. Α,44                 Ο Κυριος ήκουσε την φωνήν της προσευχής της.

Σωσ. Α,45          καὶ ἀπαγομένης αὐτῆς ἀπολέσθαι, ὁ Θεὸς ἐξήγειρε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον παιδαρίου νεωτέρου, ᾧ ὄνομα Δανιήλ,

Σωσ. Α,45                 Και ιδού, ενώ εκείνη ωδηγείτο εις θανατικήν εκτέλεσιν, ο Θεός διήγειρε και εφώτισε την αγίαν ψυχήν ενός νεαρού παιδαρίου, που ωνομάζετο Δανιήλ.

Σωσ. Α,46          καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ· ἀθῷος ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος ταύτης.

Σωσ. Α,46                 Αυτός με μεγάλην φωνήν εφώναξε και είπε· “αθώος είμαι εγώ από την ευθύνην του αδίκου αυτού αίματος, που πρόκειται να χυθή”.

Σωσ. Α,47          ἐπέστρεψε δὲ πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπαν· τίς ὁ λόγος οὗτος, ὃν σὺ λελάληκας;

Σωσ. Α,47                 Ολος ο λαός εστράφη προς τον Δανιήλ και του είπαν· “τι σημαίνει αυτός ο λόγος, τον οποίον είπες;”

Σωσ. Α,48          ὁ δὲ στὰς ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν· οὕτως μωροὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ; οὐκ ἀνακρίναντες οὐδὲ τὸ σαφὲς ἐπιγνόντες κατεκρίνατε θυγατέρα Ἰσραήλ;

Σωσ. Α,48                 Ο Δανιήλ εστάθη ανάμεσα από αυτούς και είπε· “τόσον μωροί είσθε σεις, οι Ισραηλίται; Χωρίς να ερευνήσετε την υπόθεσιν, χωρίς τίποτε το σαφές και συγκεκριμένον να γνωρίζετε, κατεδικάσατε την θυγατέρα αυτήν του Ισραήλ εις θάνατον;

Σωσ. Α,49          ἀναστρέψατε εἰς τὸ κριτήριον· ψευδῆ γὰρ οὗτοι κατεμαρτύρησαν αὐτῆς.

Σωσ. Α,49                 Επιστρέψατε στο δικαστήριον, διότι αυτοί οι πρεσβύτεροι κατέθεσαν ψευδείς μαρτυρίας εναντίον της”.

Σωσ. Α,50          καὶ ἀνέστρεψε πᾶς ὁ λαὸς μετὰ σπουδῆς. καὶ εἶπαν αὐτῷ οἱ πρεσβύτεροι· δεῦρο κάθισον ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ ἀνάγγειλον ἡμῖν, ὅτι σοὶ δέδωκεν ὁ Θεὸς τὸ πρεσβεῖον.

Σωσ. Α,50                 Ολος ο λαός επέστρεψε βιαστικά στο δικαστήριον. Οι πρεσβύτεροι με προφανή ειρωνείαν είπαν στον Δανιήλ· “ελά, λοιπόν, κάθισε ανάμεσά μας και ειπέ την γνώμην σου, διότι φαίνεται ότι έδωσεν ο Θεός εις σε το δικαίωμα του πρεσβυτέρου, να κρίνης και να δικάζης”!

Σωσ. Α,51          καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Δανιήλ· διαχωρίσατε αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων μακράν, καὶ ἀνακρινῶ αὐτούς.

Σωσ. Α,51                  Ο Δανιήλ είπε προς τον λαόν· “χωρίσατε τον ένα μακρυά από τον άλλον και εγώ θα τους εξετάσω ιδιαιτέρως”.

Σωσ. Α,52          ὡς δὲ διεχωρίσθησαν εἷς ἀπὸ τοῦ ἑνός, ἐκάλεσε τὸν ἕνα αὐτῶν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, νῦν ἥκασιν αἱ ἁμαρτίαι σου, ἃς ἐποίεις τὸ πρότερον

Σωσ. Α,52                 Οταν εχώρισαν τον ένα από τον άλλον, εκάλεσε τον πρώτον από τους δύο ο Δανιήλ και είπε προς αυτόν·

Σωσ. Α,53          κρίνων κρίσεις ἀδίκους καὶ τοὺς μὲν ἀθῴους κατακρίνων, ἀπολύων δὲ τοὺς αἰτίους, λέγοντος τοῦ Κυρίου· ἀθῷον καὶ δίκαιον οὐκ ἀποκτενεῖς·

Σωσ. Α,53                 “εξέδιδες αδίκους αποφάσεις, δια των οποίων τους μεν αθώους κατεδίκαζες, τους δε ενόχους ηθώωνες και απέλυες, μολονότι ο Κυριος έλεγε· Δεν θα καταδικάσης και δεν θα παραδώσης εις θάνατον αθώον και δίκαιον άνθρωπον.

Σωσ. Α,54          νῦν οὖν ταύτην εἴπερ εἶδες, εἰπόν· ὑπὸ τί δένδρον εἶδες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις; ὁ δὲ εἶπεν· ὑπὸ σχῖνον.

Σωσ. Α,54                 Εάν, λοιπόν, πράγματι είδες την γυναίκα αυτήν να αμαρτάνη, ειπέ μας τώρα, κάτω από ποιό δένδρον είδες αυτήν και τον νεαρόν να διαπράττουν αμαρτίαν;” Ο γέρων εκείνος απήντησε· “κάτω από ένα σχίνον”.

Σωσ. Α,55          εἶπε δὲ Δανιήλ· ὀρθῶς ἔψευσαι εἰς τὴν σεαυτοῦ κεφαλήν· ἤδη γὰρ ἄγγελος Θεοῦ λαβὼν φάσιν παρὰ τοῦ Θεοῦ σχίσει σε μέσον.

Σωσ. Α,55                 Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι εις βάρος όμως του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού έλαβε πλέον εντολήν παρά του Θεού να σε σχίση στο μέσον”.

Σωσ. Α,56          καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἐκέλευσε προσαγαγεῖν τὸν ἕτερον· καὶ εἶπεν αὐτῷ· σπέρμα Χαναὰν καὶ οὐκ Ἰούδα, τὸ κάλλος ἐξηπάτησέ σε, καὶ ἐπιθυμία διέστρεψε τὴν καρδίαν σου·

Σωσ. Α,56                 Αφού απεμάκρυνεν αυτόν, διέταξε να παρουσιασθή ενώπιόν του ο άλλος πρεσβύτερος και ηρώτησεν αυτόν· “πονηρέ απόγονε του αμαρτωλού Χαναάν και οχι του Ιούδα, σε εξηπάτησε το κάλλος και διέστρεψε την καρδίαν σου η πονηρά επιθυμία.

Σωσ. Α,57          οὕτως ἐποιεῖτε θυγατράσιν Ἰσραήλ, καὶ ἐκεῖναι φοβούμεναι ὡμίλουν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ θυγάτηρ Ἰούδα ὑπέμεινε τὴν ἀνομίαν ὑμῶν.

Σωσ. Α,57                 Τέτοιες παρανομίες διεπράττετε με τας θυγατέρας του Ισραήλ, επειδή δε εκείναι σας εφοβούντο, υποχωρούσαν εις τας ανηθίκους προτάσεις σας και ήρχοντο εις σχέσεις μαζή σας. Αλλ' ιδού ότι μία θυγάτηρ της φυλής του Ιούδα δεν ηνέχθη την παρανομίαν σας.

Σωσ. Α,58          νῦν οὖν λέγε μοι· ὑπὸ τί δένδρον κατέλαβες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις; ὁ δὲ εἶπεν· ὑπὸ πρῖνον.

Σωσ. Α,58                 Τωρα, λοιπόν, ειπέ μου· κάτω από ποιό δένδρον συνέλαβες αυτούς να αμαρτάνουν;” Εκείνος είπε· “κάτω από ένα πρινάρι”.

Σωσ. Α,59          εἶπε δὲ αὐτῷ Δανιήλ· ὀρθῶς ἔψευσαι καὶ σὺ εἰς τὴν σεαυτοῦ κεφαλήν· μένει γὰρ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὴν ῥομφαίαν ἔχων πρίσαι σε μέσον, ὅπως ἐξολοθρεύσῃ ὑμᾶς.

Σωσ. Α,59                 Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι και συ εις βάρος του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού με την ρομφαίαν στο χέρι περιμένει την στιγμήν να σε πριονίση στο μέσον και να εξολοθρεύση και τους δυο σας”.

Σωσ. Α,60          καὶ ἀνεβόησε πᾶσα ἡ συναγωγὴ φωνῇ μεγάλῃ καὶ εὐλόγησαν τῷ Θεῷ τῷ σώζοντι τοὺς ἐλπίζοντας ἐπ᾿ αὐτόν.

Σωσ. Α,60                 Τοτε όλος ο λαός ο συγκεντρωμένος εκραάγασε με φωνήν μεγάλην και εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος σώζει τους αθώους ανθρώπους που στηρίζουν εις αυτόν τας ελπίδας των.

Σωσ. Α,61          καὶ ἀνέστησαν ἐπὶ τοὺς δύο πρεσβύτας, ὅτι συνέστησεν αὐτοὺς Δανιὴλ ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν ψευδομαρτυρήσαντας, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὃν τρόπον ἐπονηρεύσαντο τῷ πλησίον,

Σωσ. Α,61                  Εξηγέρθησαν δε εναντίον των δυο εκείνων πρεσβυτέρων, διότι ο Δανιήλ τους απέδειξεν από τας ιδίας αυτών μαρτυρίας ότι εψευδομαρτύρηοαν, επέβαλαν ομοφώνως εις αυτούς την ποινήν, την οποίαν εκείνοι εν τη πονηρία των ήθελαν να επιβάλουν εις την πλησίον των, την Σωσάνναν.

Σωσ. Α,62          ποιῆσαι κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ, καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς· καὶ ἐσώθη αἷμα ἀναίτιον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Σωσ. Α,62                 Δια να εκπληρωθή δε ο νόμος του Μωϋσέως, που διατάσσει να επιβάλλεται στον ψευδομάρτυρα η ποινή που θα επεβάλλετο στον αδίκως κατασυκοφαντούμενον, τους εφόνευσαν. Και έτσι διεσώθη από βέβαιον θάνατον κατά την ημέραν εκείνην μία αθώα ύπαρξις.

Σωσ. Α,63          Χελκίας δὲ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ᾔνεσαν τὸν Θεὸν περὶ τῆς θυγατρὸς αὐτῶν μετὰ Ἰωακεὶμ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ τῶν συγγενῶν πάντων, ὅτι οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτῇ ἄσχημον πρᾶγμα.

Σωσ. Α,63                 Ο Χελκίας και η σύζυγος του εδόξασαν τον Θεόν δια την σωτηρίαν της θυγατρός των, μαζή με τον Ιωακείμ, τον σύζυγόν της Σωσάννης, και με όλους τους συγγενείς των. Διότι δεν ευρέθη καμμία πονηρά πράξις, καμμία ενοχή εις αυτήν.

Σως. Α,64          καὶ Δανιὴλ ἐγένετο μέγας ἐνώπιον τοῦ λαοῦ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπέκεινα.

Σωσ. Α,64                 Ο δε Δανιήλ από την ημέραν εκείνην και έπειτα ανεδείχθη μέγας ενώπιον του ιουδαϊκού λαού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Ο ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΧΟΔΟΝΟΣΟΡΑ

                             Ο Δανιήλ και οι φίλοι του στο παλάτι του Ναβουχοδονόσορα

Δαν. 1,1            Ἐν ἔτει τρίτῳ τῆς βασιλείας Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα ἦλθε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπολιόρκει αὐτήν.

Δαν. 1,1                      Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, βασιλέως του βασιλείου Ιούδα, ο Ναβουχσδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, επήλθεν εναντίον της Ιερουσαλήμ και την επαλιορκούσε.

Δαν. 1,2            καὶ ἔδωκε Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ τὸν Ἰωακεὶμ βασιλέα Ἰούδα καὶ ἀπὸ μέρους τῶν σκευῶν οἴκου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ εἰς γῆν Σενναὰρ οἴκου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ· καὶ τὰ σκεύη εἰσήνεγκεν εἰς τὸν οἶκον θησαυροῦ τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ.

Δαν. 1,2                     Ο Κυριος παρέδωκεν εις τα χέρια αυτού αιχμάλωτον τον Ιωακείμ, βασιλέα Ιούδα, και ένα μέρος από τα ιερά σκεύη του ναού του Θεού, τα οποία αυτός έφερεν εις την χώραν Σενναάρ στον ναόν του Θεού του. Τα σκεύη αυτά τα έφερε και τα απέθεσεν στο θησαυροφυλάκιον του ναού του Θεού του.

Δαν. 1,3            καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Ἀσφανὲζ τῷ ἀρχιευνούχῳ αὐτοῦ εἰσαγαγεῖν ἀπὸ τῶν υἱῶν τῆς αἰχμαλωσίας Ἰσραὴλ καὶ ἀπὸ τοῦ σπέρματος τῆς βασιλείας καὶ ἀπὸ τῶν φορθομμὶν

Δαν. 1,3                     Ο βασιλεύς έδωσεν εντολήν εις τον Ασφανέζ τον αρχιευνούχον να εκλέξη και να οδηγήση εις τα βασιλικά ανάκτορα από τους αιχμαλώτους Ισραηλίτας, μάλιστα δε από όσους κατήγοντο από βασιλικόν γένος και από τους ευγενείς,

Δαν. 1,4            νεανίσκους. οἷς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς μῶμος καὶ καλοὺς τῇ ὄψει καὶ συνιέντας ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ γινώσκοντας γνῶσιν καὶ διανοουμένους φρόνησιν καὶ οἷς ἐστιν ἰσχὺς ἐν αὐτοῖς ἑστάναι ἐν τῷ οἴκῳ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ διδάξαι αὐτοὺς γράμματα καὶ γλῶσσαν Χαλδαίων.

Δαν. 1,4                     νέους άνδρας, στους οποίους δεν θα υπήρχε κανένα σωματικόν ελάττωμα, θα ήσαν ωραίοι κατά την εμφάνισιν, ικανοί προς κάθε σοφίαν, μορφωμένοι και επιστήμονες, ευφυείς, με ζωτικότητα ψυχής και σώματος, δια να παρίστανται στον βασιλικόν οίκον ενώπιον του βασιλέως. Επί πλέον θα έπρεπεν ο Ασφανέζ να φροντίση, ώστε αυτοί να διδαχθούν τα γράμματα και την γλώσσαν των Χαλδαίων.

Δαν. 1,5            καὶ διέταξεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς τὸ τῆς ἡμέρας καθ᾿ ἡμέραν ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ βασιλέως καὶ ἀπὸ τοῦ οἴνου τοῦ ποτοῦ αὐτοῦ καὶ θρέψαι αὐτοὺς ἔτη τρία καὶ μετὰ ταῦτα στῆναι ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.

Δαν. 1,5                     Διέταξεν ακόμη ο βασιλεύς να παρέχεται εις αυτούς κάθε ημέραν τροφή από την βασιλικήν τράπέζαν και οίνος από εκείνον, τον οποίον πίνει ο βασιλεύς. Ετσι να τους θρέψουν και να τους διαπαιδαγωγήσουν επί τρία έτη και έπειτα να εμφανισθούν ενώπιον του βασιλέως.

Δαν. 1,6            καὶ ἐγένετο ἐν αὐτοῖς ἐκ τῶν υἱῶν Ἰούδα Δανιὴλ καὶ Ἀνανίας καὶ Ἀζαρίας καὶ Μισαήλ.

Δαν. 1,6                     Μεταξύ των Ιουδαίων, που επελέγησαν, ήσαν ο Δανιήλ, ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ.

Δαν. 1,7            καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὁ ἀρχιευνοῦχος ὀνόματα τῷ Δανιὴλ Βαλτάσαρ καὶ τῷ Ἀνανίᾳ Σεδρὰχ καὶ τῷ Μισαὴλ Μισὰχ καὶ τῷ Ἀζαρίᾳ Ἀβδεναγώ.

Δαν. 1,7                     Ο άρχων των ευνούχων έδωσεν εις αυτούς νέα ονόματα. Τον Δανιήλ ωνόμασε Βαλτάσαρ, τον Ανανίαν Σεδράχ, τον Μισαήλ Μισάχ και τον Αζαρίαν Αβδεναγώ.

 

                             Η πίστη του Δανιήλ ανταμείβεται

Δαν. 1,8            καὶ ἔθετο Δανιὴλ εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὡς οὐ μὴ ἀλισγηθῇ ἐν τῇ τραπέζῃ τοῦ βασιλέως καὶ ἐν τῷ οἴνῳ τοῦ ποτοῦ αὐτοῦ καὶ ἠξίωσε τὸν ἀρχιευνοῦχον ὡς οὐ μὴ ἀλισγηθῇ.

Δαν. 1,8                     Ο Δανηιήλ επήρεν όλοψύχως την απόφασιν, να μη μολυνθή τρώγων από τα φαγητά της βασιλικής τραπέζης και να μη πίνη από τον οίνον, που έπινεν ο βασιλεύς. Παρεκάλεσε δε επιμόνως και θερμώς τον αρχιευνούχον, να μη τον υποχρέωση και μολυνθή τρώγων φαγητά απαγορευομένα από την θρησκείαν του.

Δαν. 1,9            καὶ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν Δανιὴλ εἰς ἔλεον καὶ εἰς οἰκτιρμὸν ἐνώπιον τοῦ ἀρχιευνούχου.

Δαν. 1,9                     Εδωκεν ο Θεός, ώστε ο Δανιήλ να εύρη ευμένειαν και συναισθήματα συμπαθείας εκ μέρους του αρχιευνούχου.

Δαν. 1,10           καὶ εἶπεν ὁ ἀρχιευνοῦχος τῷ Δανιήλ· φοβοῦμαι ἐγὼ τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα τὸν ἐκτάξαντα τὴν βρῶσιν ὑμῶν καὶ τὴν πόσιν ὑμῶν, μή ποτε ἴδῃ τὰ πρόσωπα ὑμῶν σκυθρωπὰ παρὰ τὰ παιδάρια τὰ συνήλικα ὑμῶν καὶ καταδικάσητε τὴν κεφαλήν μου τῷ βασιλεῖ.

Δαν. 1,10                   Είπε δε ο αρχιευνούχος στον Δανιήλ· “εγώ φοβούμαι τον κύριόν μου τον βασιλέα, ο οποίος διέταξε ποίον να είναι το φάγητόν σας και το ποτόν σας. Φοβούμαι, μήπως ίδη τα πρόσωπα σας καταβεβλημένα από την νηστείαν, εν συγκρίσει προς τα πρόσωπα των συνομιλήκων σας, και γίνετε έτσι αφορμή να με καταδικάσετε εις θάνατον, να διατάξη τον αποκεφαλισμόν μου ο βασιλεύς”.

Δαν. 1,11           καὶ εἶπε Δανιὴλ πρὸς Ἀμελσάδ, ὃν κατέστησεν ὁ ἀρχιευνοῦχος ἐπὶ Δανιήλ, Ἀνανίαν, Μισαήλ, Ἀζαρίαν·

Δαν. 1,11                    Ο Δανιήλ είπε προς τον Αμελσάδ, τον οποίον ο αρχιευνούχος είχεν εγκαταστήσει υπεύθυνον δια τον Δανιήλ, τον Ανανίαν, τον Μισαήλ και τον Αζαρίαν.

Δαν. 1,12           πείρασον δὴ τοὺς παῖδάς σου ἡμέρας δέκα, καὶ δότωσαν ἡμῖν ἀπὸ τῶν σπερμάτων, καὶ φαγώμεθα καὶ ὕδωρ πιώμεθα·

Δαν. 1,12                   “Καμε μίαν δοκιμήν με ημάς τους δούλους σου. Επί δέκα ημέρας ας μας δώσουν όσπρια να τρώγωμεν και μόνον νερό να πίνωμεν.

Δαν. 1,13           καὶ ὀφθήτωσαν ἐνώπιόν σου αἱ ἰδέαι ἡμῶν καὶ αἱ ἰδέαι τῶν παιδαρίων τῶν ἐσθιόντων τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως, καὶ καθὼς ἐὰν ἴδῃς, ποίησον μετὰ τῶν παίδων σου.

Δαν. 1,13                   Επειτα δε παρατήρησε συ ο ίδιος με προσοχήν τα πρόσωπα ημών και τα πρόσωπα των άλλων νέων, οι οποίοι θα τρώγουν από την τράπεζαν την βασιλικήν. Συμφωνα δέ με ο,τι ίδης, πράξε δι' ημάς τους δούλους σου”.

Δαν. 1,14           καὶ εἰσήκουσεν αὐτῶν καὶ ἐπείρασεν αὐτοὺς ἡμέρας δέκα.

Δαν. 1,14                   Εδέχθη ο Αμελσάδ την παράκλησίν των και τους υπέβαλεν εις δοκιμασίαν επί δέκα ημέρας.

Δαν. 1,15           καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν δέκα ἡμερῶν ὡράθησαν αἱ ἰδέαι αὐτῶν ἀγαθαὶ καὶ ἰσχυραὶ ταῖς σαρξὶν ὑπὲρ τὰ παιδάρια τὰ ἐσθίοντα τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως.

Δαν. 1,15                   Μετά το τέλος των δέκα ημερών ευρέθησαν, ότι τα πρόσωπά των ήσαν ωραιότερα και τα σώματά των ρωμαλεώτερα από τους νέους, οι οποίοι έτρωγαν από την τράπεζαν του βασιλέως.

Δαν. 1,16           καὶ ἐγένετο Ἀμελσὰδ ἀναιρούμενος τὸ δεῖπνον αὐτῶν καὶ τὸν οἶνον τοῦ πόματος αὐτῶν καὶ ἐδίδου αὐτοῖς σπέρματα.

Δαν. 1,16                   Εκτοτε ο Αμελσάδ αφαιρούσε πάντοτε το βασιλικόν δείπνον των τεσσάρων παίδων και τον οίνον, τον οποίον θα έπιναν, και έδιδεν εις αυτούς όσπρια και άλλας φυτικάς τροφάς.

Δαν. 1,17           καὶ τὰ παιδάρια ταῦτα, οἱ τέσσαρες αὐτοί, ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς σύνεσιν καὶ φρόνησιν ἐν πάσῃ γραμματικῇ καὶ σοφίᾳ· καὶ Δανιὴλ συνῆκεν ἐν πάσῃ ὁράσει καὶ ἐνυπνίοις.

Δαν. 1,17                   Εις τους νέους αυτούς, στους τέσσαρας Ισραηλίτας, έδωκεν ο Θες σύνεσιν και φρόνησιν και πρόοδον εις τα χαλδαϊκά γράμματα και εις την σοφίαν των Χαλδαίων. Ο Δανιήλ μάλιστα ήτο εις θέσιν να κατανοή και να ερμηνεύη κάθε ειδός οράματος και ονείρων.

Δαν. 1,18           καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν, ὧν εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰσαγαγεῖν αὐτούς, καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς ὁ ἀρχιευνοῦχος ἐναντίον Ναβουχοδονόσορ.

Δαν. 1,18                   Μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος, που ο βασιλεύς είχεν ορίσει να παρουσιάσουν αυτούς ενώπιόν του, ο αρχιευνούχος τους έφερε πράγματι ενώπιον του Ναβουχοδονόσορος.

Δαν. 1,19           καὶ ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν ὁ βασιλεύς, καὶ οὐχ εὑρέθησαν ἐκ πάντων αὐτῶν ὅμοιοι Δανιὴλ καὶ Ἀνανίᾳ καὶ Μισαὴλ καὶ Ἀζαρίᾳ· καὶ ἔστησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.

Δαν. 1,19                   Ο βασιλεύς συνωμίλησε με αυτούς. Δεν ευρέθησαν δε από όλους τους αυλικούς και τους δούλους του βασιλέως όμοιοι προς τον Δανιήλ, τον Ανανίαν, τον Μισαήλ και τον Αζαρίαν. Εκτοτε προσελήφθησαν αυτοί εις την υπηρεσιάν του βασιλέως.

Δαν. 1,20           καὶ ἐν παντὶ ῥήματι σοφίας καὶ ἐπιστήμης, ὧν ἐζήτησε παρ᾿ αὐτῶν ὁ βασιλεύς, εὗρεν αὐτοὺς δεκαπλασίονας παρὰ πάντας τοὺς ἐπαοιδοὺς καὶ τοὺς μάγους τοὺς ὄντας ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.

Δαν. 1,20                  Εις κάθε δε ζήτημα σοφίας και επιστήμης, στο οποίον τους ερωτούσαν ο βασιλεύς, τους ευρήκε δέκα φοράς ανωτέρους από όλους τους εξορκιστάς και τους μάγους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις όλην την έκτασιν του βασιλείου του.

Δαν. 1,21           καὶ ἐγένετο Δανιὴλ ἕως ἔτους ἑνὸς Κύρου τοῦ βασιλέως.

Δαν. 1,21                   Ο Δανιήλ ειδικώτερα παρέμεινεν εις τα ανάκτορα μέχρι του πρώτου έτους της βασιλείας του Κυρου, βασιλέως των Περσών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΧΟΔΟΝΟΣΟΡΑ

Ο ΔΑΝΙΗΛ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

                                  Το πρώτο όνειρο του Ναβουχοδονόσορα

Δαν. 2,1            Ἐν τῷ ἔτει τῷ δευτέρῳ τῆς βασιλείας Ναβουχοδονόσορ ἐνυπνιάσθη Ναβουχοδονόσορ ἐνύπνιον, καὶ ἐξέστη τὸ πνεῦμα αὐτοῦ, καὶ ὁ ὕπνος αὐτοῦ ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Δαν. 2,1                     Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του, ο Ναβουχοδονόσορ είδεν ένα όνειρον τέτοιο, ώστε εταράχθη το πνεύμα του και έφυγεν ο ύπνος από αυτόν.

Δαν. 2,2            καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς καλέσαι τοὺς ἐπαοιδοὺς καὶ τοὺς μάγους καὶ τοὺς φαρμακοὺς καὶ τοὺς Χαλδαίους τοῦ ἀναγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ τὰ ἐνύπνια αὐτοῦ, καὶ ἦλθαν καὶ ἔστησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.

Δαν. 2,2                    Διέταξεν ο βασιλεύς να καλέσουν τους εξορκιστάς, τους μάγους, τους μάντεις, τους σοφούς γενικώς Χαλδαίους, δια να είπουν στον βασιλέα και να εξηγήσουν το όνειρόν του. Ηλθον αυτοί και παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως.

Δαν. 2,3            καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ βασιλεύς· ἠνυπνιάσθην, καὶ ἐξέστη τὸ πνεῦμά μου τοῦ γνῶναι τὸ ἐνύπνιον.

Δαν. 2,3                    Ο βασιλεύς τους είπεν· “είδα κάποιο όνειρόν και εταράχθη τόσον πολύ το πνεύμα μου, ώστε δεν το ενθυμούμαι πλέον”.

Δαν. 2,4            καὶ ἐλάλησαν οἱ Χαλδαῖοι τῷ βασιλεῖ συριστί· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι· σὺ εἰπὸν τὸ ἐνύπνιον τοῖς παισί σου, καὶ τὴν σύγκρισιν ἀναγγελοῦμεν.

Δαν. 2,4                    Οι Χαλδαίοι αυτοί είπαν προς τον βασιλέα εις την γλώσσαν την αραμαϊκήν· “βασιλεύ, στους αιώνας των αιώνων να ζήσης· αλλά ειπέ εις ημάς τους δούλους σου το όνειρόν σου και ημείς θα σου γνωστοποιήσωμεν την ερμηνείαν του”.

Δαν. 2,5            ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς τοῖς Χαλδαίοις· ὁ λόγος ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀπέστη· ἐὰν μὴ γνωρίσητέ μοι τὸ ἐνύπνιον καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ, εἰς ἀπώλειαν ἔσεσθε, καὶ οἱ οἶκοι ὑμῶν διαρπαγήσονται·

Δαν. 2,5                    Ο βασιλεύς απήντησεν στους Χαλδαίους· “έφυγεν ο λόγος από εμέ, ελησμόνησα το όνειρον. Εάν δεν μου φανερώσετε σεις, ποίον ήτο το όνειρόν μου και ποία είναι η ερμηνεία του, σεις μεν θα καταδικασθήτε εις θάνατον, τα δε σπίτια και η περιουσία σας θα διαρπαγούν.

Δαν. 2,6            ἐὰν δὲ τὸ ἐνύπνιον καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ γνωρίσητέ μοι, δόματα καὶ δωρεὰς καὶ τιμὴν πολλὴν λήψεσθε παρ᾿ ἐμοῦ· πλὴν τὸ ἐνύπνιον καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἀπαγγείλατέ μοι.

Δαν. 2,6                    Εάν όμως μου καταστήσετε γνωστόν το όνειρόν και την ερμηνείαν του, θα πάρετε από εμέ αμοιβάς, δώρα και μεγάλας τιμάς. Είπατέ μου, λοιπόν, το ενύπνιον και την ερμηνείαν του”.

Δαν. 2,7            ἀπεκρίθησαν δεύτερον καὶ εἶπαν· ὁ βασιλεὺς εἰπάτω τὸ ἐνύπνιον τοῖς παισὶν αὐτοῦ, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἀναγγελοῦμεν.

Δαν. 2,7                    Οι μάγοι απεκρίθησαν πάλιν και είπαν· “ο βασιλεύς ας είπη εις ημάς τους δούλους του το ενύπνιόν του και ημείς θα καταστήσωμεν εις αυτόν γνωστήν την ερμηνείαν του”.

Δαν. 2,8            καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπεν· ἐπ᾿ ἀληθείας οἶδα ἐγὼ ὅτι καιρὸν ὑμεῖς ἐξαγοράζετε, καθότι εἴδετε ὅτι ἀπέστη ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ῥῆμα.

Δαν. 2,8                    Ο βασιλεύς απήντησε· “βλέπω πολύ καλά, ότι σεις θέλετε να κερδίζετε καιρόν, διότι ξέρετε, ότι εκείνο που είπα, ότι εξέχασα το όνειρον. Και ξέρετε ποιά είναι η απόφασίς μου.

Δαν. 2,9            ἐὰν οὖν τὸ ἐνύπνιον μὴ ἀναγγείλητέ μοι, οἶδα ὅτι ῥῆμα ψευδὲς καὶ διεφθαρμένον συνέθεσθε εἰπεῖν ἐνώπιόν μου, ἕως οὗ ὁ καιρὸς παρέλθῃ· τὸ ἐνύπνιόν μου εἴπατέ μοι, καὶ γνώσομαι ὅτι τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἀναγγελεῖτέ μοι.

Δαν. 2,9                    Εάν, λοιπόν, δεν μου αναγγείλετε το όνειρόν μου, έχω σχηματίσει βεβαίαν την πεποίθησιν, ότι ψευδείς και δολίους λόγους έχετε συμφωνήσει να μου πήτε, έως ότου πέραση καιρός. Λοιπόν, είπατέ μου το όνειρόν μου και ετσι θα μάθω και θα πεισθώ, ότι έχετε την δύναμιν να μου πήτε και την ορθήν ερμηνείαν του”.

Δαν. 2,10           ἀπεκρίθησαν οἱ Χαλδαῖοι ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ λέγουσιν· οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ὅστις τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως δυνήσεται γνωρίσαι, καθότι πᾶς βασιλεὺς μέγας καὶ ἄρχων ῥῆμα τοιοῦτον οὐκ ἐπερωτᾷ ἐπαοιδόν, μάγον καὶ Χαλδαῖον·

Δαν. 2,10                  Οι Χαλδαίοι απεκρίθησαν προς τον βασιλέα και είπαν· “δεν υπάρχει άνθρωπος εις όλην την γην, ο οποίος θα ημπορέση να αποκάλυψη το πράγμα αυτό, που ζητεί ο βασιλεύς. Διότι κανείς μέγας βασιλεύς, κανένας άρχων κατώτερος δεν εζήτησε ποτέ τέτοιο πράγμα, δεν απηύθυνέ ποτέ τέτοιαν ερώτησιν εις εξορκιστάς, μάγους, μάντεις και σοφούς Χαλδαίους (αστρολόγους).

Δαν. 2,11           ὅτι ὁ λόγος, ὃν ὁ βασιλεὺς ἐπερωτᾷ, βαρύς, καὶ ἕτερος οὐκ ἔστιν, ὃς ἀναγγελεῖ αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ἀλλ᾿ οἱ θεοί, ὧν οὐκ ἔστιν ἡ κατοικία μετὰ πάσης σαρκός.

Δαν. 2,11                   Διότι η απαίτησις αυτή του βασιλέως είναι βαρεία και δυσκολωτάτη και δεν υπάρχει κανένας άλλος, ο οποίος θα καταστήση γνωστόν στον βασιλέα το όνειρόν του πλην από τους θεούς, οι οποίοι όμως δεν κατοικούν ανάμεσά μας, ώστε να τους ερωτήσωμεν”.

Δαν. 2,12           τότε ὁ βασιλεὺς ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀπολέσαι πάντας τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος·

Δαν. 2,12                  Τοτε ο βασιλεύς κυριευθείς από μεγάλον θυμόν και επάνω εις την έκρηξιν της οργής του διέταξε να εξολοθρεύσουν όλους τους σοφούς της Βαβυλώνος.

Δαν. 2,13           καὶ τὸ δόγμα ἐξῆλθε, καὶ οἱ σοφοὶ ἀπεκτέννοντο, καὶ ἐζήτησαν Δανιὴλ καὶ τοὺς φίλους αὐτοῦ ἀνελεῖν.

Δαν. 2,13                   Η βασιλική διαταγή εξεδόθη και ήρχισαν αι εκτελέσεις των σοφών. Εζήτησαν δε να εύρουν τον Δανιήλ και τους φίλους του, δια να φονεύσουν και εκείνους.

Δαν. 2,14           τότε Δανιὴλ ἀπεκρίθη βουλὴν καὶ γνώμην τῷ Ἀριὼχ τῷ ἀρχιμαγείρῳ τοῦ βασιλέως, ὃς ἐξῆλθεν ἀναιρεῖν τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος·

Δαν. 2,14                  Τοτε ο Δανιήλ ωμίλησε με σοφίαν και σύνεσιν στον Αριώχ, τον αρχιμάγειρον του βασιλέως, ο οποίος εξήλθε, δια να φονεύση τους σοφούς της Βαβυλώνος.

Δαν. 2,15           ἄρχων τοῦ βασιλέως, περὶ τίνος ἐξῆλθεν ἡ γνώμη ἡ ἀναιδὴς ἐκ προσώπου τοῦ βασιλέως; ἐγνώρισε δὲ ὁ Ἀριὼχ τὸ ῥῆμα τῷ Δανιήλ.

Δαν. 2,15                   “Ω άρχον του βασιλέως, διατί εξεδόθη αυτή η ασεβής και σκληρά διαταγή εκ μέρους του βασιλέως;” Ο Αριώχ κατέστησε γνωστήν στον Δανιήλ την υπόθεσιν αυτήν.

Δαν. 2,16           καὶ Δανιὴλ εἰσῆλθε καὶ ἠξίωσε τὸν βασιλέα, ὅπως χρόνον δῷ αὐτῷ, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἀναγγείλῃ τῷ βασιλεῖ.

Δαν. 2,16                  Τοτε ο Δανιήλ εισήλθεν εις τα ανάκτορα και παρεκάλεσε τον βασιλέα, να δώση μικρόν χρονικόν διάστημα εις αυτόν και του υπεσχέθη, ότι θα του γνωστοποίηση και το όνειρον και την ερμηνείαν.

Δαν. 2,17           καὶ εἰσῆλθε Δανιὴλ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τῷ Ἀνανίᾳ καὶ τῷ Μισαὴλ καὶ τῷ Ἀζαρίᾳ τοῖς φίλοις αὐτοῦ τὸ ῥῆμα ἐγνώρισε·

Δαν. 2,17                   Ο Δανιήλ εισήλθε κατόπιν στον οίκον του και κατέστησε γνωστήν την υπόθεσιν αυτήν στον Ανανίαν, τον Μισαήλ και τον Αζαρίαν.

Δαν. 2,18           καὶ οἰκτιρμοὺς ἐζήτουν παρὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὲρ τοῦ μυστηρίου τούτου, ὅπως ἂν μὴ ἀπόλωνται Δανιὴλ καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐπιλοίπων σοφῶν Βαβυλῶνος.

Δαν. 2,18                  Αμέσως και οι τέσσαρες μαζή παρακαλούσαν τον οικτίρμονα Θεόν του ουρανού, να αποκαλύψη το μυστηριώδες όνειρον του βασιλέως και την ερμηνείαν του, δια να μη καταδικασθούν εις θάνατον ο Δανιήλ και οι φίλοι του μαζή με τους άλλους σοφούς της Βαβυλώνος.

 

                             Ο Δανιήλ ερμηνεύει το όνειρο

Δαν. 2,19           τότε τῷ Δανιὴλ ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς τὸ μυστήριον ἀπεκαλύφθη· καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ Δανιὴλ

Δαν. 2,19                  Τοτε με όραμα της νυκτός απεκαλύφθη στον Δανιήλ το μυστηριώδες όνειρον του βασιλέως. Ο Δανιήλ εδόξασε τον Θεόν του ουρανού

Δαν. 2,20           καὶ εἶπεν· εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὅτι ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσις αὐτοῦ ἐστι·

Δαν. 2,20                  και είπεν· “ας είναι δοξασμένον το όνομα του Κυρίου στους αιώνας των αιώνων, διότι εις αυτόν ανήκει και υπάρχει πάσα σοφία και σύνεσις.

Δαν. 2,21           καὶ αὐτὸς ἀλλοιοῖ καιροὺς καὶ χρόνους, καθιστᾷ βασιλεῖς καὶ μεθιστᾷ, διδοὺς σοφίαν τοῖς σοφοῖς καὶ φρόνησιν τοῖς εἰδόσι σύνεσιν·

Δαν. 2,21                  Αυτός μεταβάλλει εποχάς και χρόνους. Ανεβάζει στους θρόνους και καταβιβάζει από θρόνους βασιλείς. Αυτός δίδει σοφίαν στους σοφούς, σύνεσιν και ορθοφροσύνην στους συνετούς.

Δαν. 2,22           αὐτὸς ἀποκαλύπτει βαθέα καὶ ἀπόκρυφα, γινώσκων τὰ ἐν τῷ σκότει, καὶ τὸ φῶς μετ᾿ αὐτοῦ ἐστι·

Δαν. 2,22                  Αυτός αποκαλύπτει τα βαθειά και απόκρυφα γεγονότα και νοήματα. Αυτός γνωρίζει και τα στο σκότος τελεσιουργούμενα έργα, διότι μαζή με αυτόν υπάρχει το φως.

Δαν. 2,23           σοί, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μου, ἐξομολογοῦμαι καὶ αἰνῶ, ὅτι σοφίαν καὶ δύναμιν δέδωκάς μοι καὶ νῦν ἐγνώρισάς μοι ἃ ἠξιώσαμεν παρὰ σοῦ καὶ τὸ ὅραμα τοῦ βασιλέως ἐγνώρισάς μοι.

Δαν. 2,23                  Εις σέ, Θεέ των πατέρων μου, αναπέμπω δοξολογίαν και αίνεσιν, διότι μου έδωσες σοφίαν και δύναμιν. Κατέστησες εις εμέ γνωστά αυτά, τα οποία δια της προσευχής σου εζήτησα, το όνειρον, δηλαδή, του βασιλέως και την ερμηνείαν αυτού”.

Δαν. 2,24           καὶ ἦλθε Δανιὴλ πρὸς Ἀριώχ, ὃν κατέστησεν ὁ βασιλεὺς ἀπολέσαι τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος, καὶ εἶπεν αὐτῷ· τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος μὴ ἀπολέσῃς, εἰσάγαγε δέ με ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ τὴν σύγκρισιν τῷ βασιλεῖ ἀναγγελῶ.

Δαν. 2,24                  Ο Δανιήλ παρουσιάσθη τότε στον Αριώχ, τον οποίον ο βασιλεύς είχε καταστήσει υπεύθυνον δια την εκτέλεσιν όλων των σοφών της Βαβυλώνος και του είπε· “μη θανατώσης τους σοφούς της Βαβυλώνος, άλλα οδήγησέ με αμέσως ενώπιον του βασιλέως και εγώ θα αποκαλύψω στον βασιλέα το όνειρόν του και την ερμηνείαν”.

Δαν. 2,25           τότε Ἀριὼχ ἐν σπουδῇ εἰσήγαγε τὸν Δανιὴλ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὕρηκα ἄνδρα ἐκ τῶν υἱῶν τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Ἰουδαίας, ὅστις τὸ σύγκριμα τῷ βασιλεῖ ἀναγγελεῖ.

Δαν. 2,25                  Τοτε ο Αριώχ έσπευσε και ωδήγησε τον Δανιήλ ενώπιον του βασιλέως, στον οποίον και είπεν· “ευρήκα άνδρα μεταξύ των Ιουδαίων αιχμαλώτων, ο οποίος θα αναγγείλη στον βασιλέα το όνειρον και την ερμηνείαν του ονείρου”.

Δαν. 2,26           καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε τῷ Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα Βαλτάσαρ· εἰ δύνασαί μοι ἀναγγεῖλαι τὸ ἐνύπνιον, ὃ εἶδον, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ;

Δαν. 2,26                  Ο βασιλεύς απήντησε και είπε τότε στον Δανιήλ, του οποίου το όνομα ήτο Βαλτάσαρ· “πράγματι ημπορείς να μου φανερώσης το όνειρον, το οποίον είδον, και την ερμηνείαν του ονείρου αυτού;”

Δαν. 2,27           καὶ ἀπεκρίθη Δανιὴλ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ εἶπε· τὸ μυστήριον, ὃ ὁ βασιλεὺς ἐπερωτᾷ, οὐκ ἔστι σοφῶν, μάγων, ἐπαοιδῶν, γαζαρηνῶν ἀναγγεῖλαι τῷ βαασιλεῖ,

Δαν. 2,27                  Ο Δανιήλ απήντησε προς τον βασιλέα και του είπεν· “η λύσις του μυστηρίου, την οποίαν ο βασιλεύς ζητεί να του απαγγείλουν, δεν είναι έργον των σοφών, των μάγων, των εξορκιστών και των αστρολόγων·

Δαν. 2,28           ἀλλ᾿ ἤ ἐστι Θεὸς ἐν οὐρανῷ ἀποκαλύπτων μυστήρια καὶ ἐγνώρισε τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν. τὸ ἐνύπνιόν σου καὶ αἱ ὁράσεις τῆς κεφαλῆς σου ἐπὶ τῆς κοίτης σου, τοῦτό ἐστι.

Δαν. 2,28                  αλλά έργον του Θεού, ο οποίος κατοικεί στους ουρανούς. Αυτός αποκαλύπτει τα μυστήριά του και αυτός εγνώρισε στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα εκείνα, τα οποία μέλλουν να συμβούν κατά τους τελευταίους χρόνους. Το όνειρόν σου, βασιλεύ, και αι οράσεις τας οποίας είδεν η διάνοιά σου, ενώ ευρισκεσο εις την κλίνην σου, είναι τα εξής·

Δαν. 2,29           σύ, βασιλεῦ, οἱ διαλογισμοί σου ἐπὶ τῆς κοίτης σου ἀνέβησαν τί δεῖ γενέσθαι μετὰ ταῦτα, καὶ ὁ ἀποκαλύπτων μυστήρια ἐγνώρισέ σοι ἃ δεῖ γενέσθαι.

Δαν. 2,29                  Συ, βασιλεύ, καθώς ήσουνα εξηπλωμένος εις την κλίνην σου, εσκέπτεσο, τι θα γίνη στο μέλλον· και ο Θεός, ο οποίος φανερώνει τα μυστήρια, σου κατέστησε γνωστόν, τι μέλλει να γίνη στο μέλλον.

Δαν. 2,30           καὶ ἐμοὶ δὲ οὐκ ἐν σοφίᾳ τῇ οὔσῃ ἐν ἐμοὶ παρὰ πάντας τοὺς ζῶντας τὸ μυστήριον τοῦτο ἀπεκαλύφθη, ἀλλ᾿ ἕνεκεν τοῦ τὴν σύγκρισιν τῷ βασιλεῖ γνωρίσαι, ἵνα τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδίας σου γνῷς.

Δαν. 2,30                  Εις εμέ, χωρίς να έχω εγώ σοφίαν μεγαλυτέραν από όλους τους άλλους σοφούς, εφανερώθη το μυστήριον αυτό. Εφανερώθη εκ του Θεού, δια να καταστήσω γνωστήν στον βασιλέα την ερμηνείαν του ονείρου και δια να πάρης έτσι απάντησιν στους διαλογισμούς οι οποίοι απασχολούσαν και απασχολούν την διάνοιάν σου.

Δαν. 2,31           σύ, βασιλεῦ, ἐθεώρεις, καὶ ἰδοὺ εἰκὼν μία, μεγάλη ἡ εἰκὼν ἐκείνη, καὶ ἡ πρόσοψις αὐτῆς ὑπερφερής, ἑστῶσα πρὸ προσώπου σου, καὶ ἡ ὅρασις αὐτῆς φοβερά·

Δαν. 2,31                   Συ, λοιπόν, βασιλεύ, έβλεπες και ιδού έμπροσθέν σου ένα άγαλμα, ένα μεγάλο άγαλμα. Η όψις αυτού ήτο εξοχος και υπερήφανος. Το άγαλμα ίστατο όρθιον ενώπιόν σου και η εμφάνισίς του επροξένει φόβον.

Δαν. 2,32           εἰκών, ἧς ἡ κεφαλὴ χρυσίου χρηστοῦ, αἱ χεῖρες καὶ τὸ στῆθος καὶ οἱ βραχίονες αὐτῆς ἀργυροῖ, ἡ κοιλία καὶ οἱ μηροὶ χαλκοῖ,

Δαν. 2,32                  Αυτού του αγάλματος η κεφαλή ήτο από καθαρόν χρυσόν, τα χέρια και το στήθος και οι βραχίονές του ήσαν αργυρά. Η κοιλία και οι μηροί ήσαν χάλκινοι αι δε κνήμαι του ήσαν σιδηραί.

Δαν. 2,33           αἱ κνῆμαι σιδηραῖ, οἱ πόδες μέρος τι σιδηροῦν καὶ μέρος τι ὀστράκινον.

Δαν. 2,33                  Τα δε πόδια του ήσαν εν μέρει σιδερένια και εν μέρει πήλινα.

Δαν. 2,34           ἐθεώρεις ἕως οὗ ἐτμήθη λίθος ἐξ ὄρους ἄνευ χειρῶν καὶ ἐπάταξε τὴν εἰκόνα ἐπὶ τοὺς πόδας τοὺς σιδηροῦς καὶ ὀστρακίνους καὶ ἐλέπτυνεν αὐτοὺς εἰς τέλος.

Δαν. 2,34                  Εβλεπες κατάπληκτος, βασιλεύ, το άγαλμα αυτό, μέχρις ότου απεκόπη, χωρίς την επέμβασιν καμμιάς ανθρωπίνης χειρός, ένας λίθος από όρος, εκτύπησε το άγαλμα αυτό στους πόδας τους σιδερένιους και τους πηλίνους και το συνέτριψεν εξ ολοκλήρου.

Δαν. 2,35           τότε ἐλεπτύνθησαν εἰς ἅπαξ τὸ ὄστρακον, ὁ σίδηρος, ὁ χαλκός, ὁ ἄργυρος, ὁ χρυσός, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ κονιορτὸς ἀπὸ ἅλωνος θερινῆς· καὶ ἐξῇρεν αὐτὰ τὸ πλῆθος τοῦ πνεύματος, καὶ τόπος οὐχ εὑρέθη αὐτοῖς· καὶ ὁ λίθος ὁ πατάξας τὴν εἰκόνα ἐγενήθη ὄρος μέγα καὶ ἐπλήρωσε πᾶσαν τὴν γῆν.

Δαν. 2,35                  Τοτε συνετρίβησαν δια μιας μαζή με τα σιδερένια και πήλινα πόδια ο χαλκός, ο άργυρος και ο χρυσός του αγάλματος και έγιναν κονιορτός, ωσάν τον κονιορτόν του αλωνιού κατά το θέρος. Ισχυρός δε άνεμος διεσκόρπισε τον κονιορτόν, χωρίς να αφήση ούτε ίχνος από αυτά. Ο δε λίθος εκείνος, που εκτύπησε το άγαλμα, έγινε μέγα όρος και εγέμισεν όλην την γην.

Δαν. 2,36           τοῦτό ἐστι τὸ ἐνύπνιον καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἐροῦμεν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.

Δαν. 2,36                  Ιδού, βασιλεύ, ποίον ήτο το όνειρόν σου. Θα είπωμεν τώρα ενώπιον του βασιλέως και την ερμηνείαν του.

Δαν. 2,37           σύ, βασιλεῦ, βασιλεὺς βασιλέων, ᾧ ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν ἰσχυρὰν καὶ κραταιὰν καὶ ἔντιμον ἔδωκεν,

Δαν. 2,37                  Συ, βασιλεύ, ο βασιλεύς των βασιλέων, συ είσαι εκείνος, στον οποίον παρέδωκεν ο Θεός του ουρανού βασιλείαν ισχυράν, κραταιάν, ένδοξον και τιμημένην. Και έτσι βασιλεύεις

Δαν. 2,38           ἐν παντὶ τόπῳ, ὅπου κατοικοῦσιν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, θηρία τε ἀγροῦ καὶ πετεινὰ οὐρανοῦ καὶ ἰχθύας τῆς θαλάσσης ἔδωκεν ἐν τῇ χειρί σου καὶ κατέστησέ σε κύριον πάντων, σὺ εἶ ἡ κεφαλὴ ἡ χρυσῆ.

Δαν. 2,38                  εις κάθε περιοχήν, ότου κατοικούν άνθρωποι και θηρία της υπαίθρου, πτηνά του ουρανού και ιχθύες της θαλάσσης. Εις τα χέρια τα δικά σου παρέδωκεν αυτά ο Θεός και σε κατέστησε κύριον όλων αυτών. Λοιπόν, βασιλεύ, συ είσαι η χρυσή κεφαλή του αγάλματος.

Δαν. 2,39           καὶ ὀπίσω σου ἀναστήσεται βασιλεία ἑτέρα ἥττων σου καὶ βασιλεία τρίτη, ἥτις ἐστὶν ὁ χαλκός, ἣ κυριεύσει πάσης τῆς γῆς.

Δαν. 2,39                  Επειτα από σε θα αναφανή μία βασιλεία μικροτέρα από την ίδικήν σου και έπειτα από αυτήν θα έλθη τρίτη βασιλεία, η οποία συμβολίζεται με τον χαλικόν του αγάλματος και θα επεκτείνη την κυριαρχίαν της επί όλης της γης.

Δαν. 2,40           καὶ βασιλεία τετάρτη, ἥτις ἔσται ἰσχυρὰ ὡς σίδηρος· ὃν τρόπον ὁ σίδηρος λεπτύνει καὶ δαμάζει πάντα, οὕτως πάντα λεπτυνεῖ καὶ δαμάσει.

Δαν. 2,40                  Επειτα από αυτήν θα έλθη τετάρτη βασιλεία, η οποία θα είναι ισχυρά όπως ο σίδηρος. Οπως δε ο σίδηρος συντρίβει και δαμάζει τα πάντα, έτσι και η βασιλεία αυτή θα συντρίψη και θα υποτάξη τους πάντας υπό την κυριαρχίαν της.

Δαν. 2,41           καὶ ὅτι εἶδες τοὺς πόδας καὶ τοὺς δακτύλους μέρος μέν τι ὀστράκινον μέρος δέ τι σιδηροῦν, βασιλεία διῃρημένη ἔσται, καὶ ἀπὸ τῆς ῥίζης τῆς σιδηρᾶς ἔσται ἐν αὐτῇ, ὃν τρόπον εἶδες τὸν σίδηρον ἀναμεμειγμένον τῷ ὀστράκῳ·

Δαν. 2,41                  Είδες τους πόδας και τα δάκτυλα του αγάλματος, να είναι εν μέρει πήλινοι και εν μέρει σιδερένιοι. Τούτο σημαίνει, ότι η βασιλεία αυτή δεν θα έχη ενότητα, αλλά θα είναι διηρημένη. Και εις αυτήν ταύτην την ως σίδηρον βάσιν της θα υπάρχη η διαίρεσις και οχι η συνοχή, όπως είδες τον σίδηρον και τον πηλόν όχι συγκεκολλημένα εις ένα σώμα, αλλά αναμεμιγμένα χωρίς συνοχήν μεταξύ των.

Δαν. 2,42           καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν μέρος μέν τι σιδηροῦν μέρος δέ τι ὀστράκινον, μέρος τι τῆς βασιλείας ἔσται ἰσχυρὸν καὶ ἀπ᾿ αὐτῆς ἔσται συντριβόμενον.

Δαν. 2,42                  Οι δάκτυλοι των ποδών ήσαν εν μέρει σιδερένιοι και εν μέρει πήλινοι. Αυτό σημαίνει ότι τμήμα τι της βασιλείας αυτής θα είναι ισχυρόν, ενώ το άλλο τμήμα θα είναι εύθραυστον.

Δαν. 2,43           ὅτι εἶδες τὸν σίδηρον ἀναμεμειγμένον τῷ ὀστράκῳ, συμμειγεῖς ἔσονται ἐν σπέρματι ἀνθρώπων καὶ οὐκ ἔσονται προσκολλώμενοι οὗτος μετὰ τούτου, καθὼς ὁ σίδηρος οὐκ ἀναμείγνυται μετὰ τοῦ ὀστράκου.

Δαν. 2,43                  Είδες τον σίδηρον ανακατωμένον με τον πηλόν. Αυτό σημαίνει, ότι ανακατεμένοι θα είναι οι λαοί, που θα αποτελούν αυτήν την βασιλείαν. Δεν θα έχουν στενόν σύνδεσμον ο ένας με τον άλλον, ώστε να αποτελούν μίαν ενότητα. Θα είναι, όπως ο σίδηρος, που δεν αναμιγνύεται με τον πηλόν και δεν αποτελεί αδιάσπαστον ενότητα.

Δαν. 2,44           καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασιλέων ἐκείνων ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ λαῷ ἑτέρῳ οὐχ ὑπολειφθήσεται· λεπτυνεῖ καὶ λικμήσει πάσας τὰς βασιλείας, καὶ αὐτὴ ἀναστήσεται εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. 2,44                  Κατά την εποχήν των βασιλέων της τετάρτης βασιλείας, ο Θεός του ουρανού θα αναδείξη μίαν άλλην βασιλείαν, η οποία στους αιώνας των αιώνων δεν θα καταστραφή. Και έτσι η βασιλεία αυτή του Θεού δεν θα λείψη, δεν θα δώση τόπον εις άλλην βασιλείαν. Θα συντρίψη δέ, και θα θρυμματίση και θα λιχνίση όλας τας άλλας βασιλείας· και αυτή θα υψωθή, θα εκταθή και θα υπάρχη στους αιώνας των αιώνων.

Δαν. 2,45           ὃν τρόπον εἶδες ὅτι ἀπὸ ὄρους ἐτμήθη λίθος ἄνευ χειρῶν καὶ ἐλέπτυνε τὸ ὄστρακον, τὸν σίδηρον, τὸν χαλκόν, τὸν ἄργυρον, τὸν χρυσόν, ὁ Θεὸς ὁ μέγας ἐγνώρισε τῷ βασιλεῖ ἃ δεῖ γενέσθαι μετὰ ταῦτα, καὶ ἀληθινὸν τὸ ἐνύπνιον, καὶ πιστὴ ἡ σύγκρισις αὐτοῦ.

Δαν. 2,45                  Οπως είδες, βασιλεύ, ότι, δηλαδή, χωρίς την επέμβασιν ανθρωπίνης χειρός εκόπη ένας λίθος από όρος και συνέτριψε τον πηλόν, τον σίδηρον, τον χαλκόν, τον άργυρον και τον χρυσόν, έτσι ο μέγας Θεός απεκαλυψεν στον βασιλέα τον Ναβουχοδονόσορα, τι θα γίνη στο μέλλον σχετικώς με τας διαφόρους βασιλείας. Το όνειρον είναι αληθινόν και η ερμηνεία αυτού πιστή και ακριβής”.

Δαν. 2,46           τότε ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον καὶ τῷ Δανιὴλ προσεκύνησε καὶ μαναὰ καὶ εὐωδίας εἶπε σπεῖσαι αὐτῷ.

Δαν. 2,46                  Τοτε ο βασιλεύς ο Ναβουχοδονόσορ έπεσε πρηνής στο έδαφος και προσκύνησε τον Δανιήλ και διέταξε να προσφέρουν προς χάριν αυτού αναιμάκτους θυσίας και ευώδη θυμιάματα.

Δαν. 2,47           καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς εἶπε τῷ Δανιήλ· ἐπ᾿ ἀληθείας ὁ Θεὸς ὑμῶν αὐτός ἐστι Θεὸς θεῶν καὶ κύριος τῶν βασιλέων καὶ ἀποκαλύπτων μυστήρια, ὅτι ἠδυνήθης ἀποκαλύψαι τὸ μυστήριον τοῦτο.

Δαν. 2,47                  Είπε δε ο βασιλεύς στον Δανιήλ· “πράγματι ο Θεός σας αυτός είναι ο Θεός των θεών και ο Κυριος των βασιλέων, ο οποίος φανερώνει μυστήρια, διότι συ μόνος με την δύναμιν του Θεού σου ημπόρεσες να μου αποκάλυψης το μυστηριώδες τούτο γεγονός”.

Δαν. 2,48           καὶ ἐμεγάλυνεν ὁ βασιλεὺς τὸν Δανιὴλ καὶ δόματα μεγάλα καὶ πολλὰ ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ πάσης χώρας Βαβυλῶνος καὶ ἄρχοντα σατραπῶν ἐπὶ πάντας τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος.

Δαν. 2,48                  Ο βασιλεύς ετίμησε και εδόξασε τον Δανιήλ, του προσέφερε μεγάλας δωρεάς, τον κατέστησεν αρχηγόν όλης της χώρας της Βαβυλώνος, άρχοντα των σατραπών και όλων των σοφών της Βαβυλώνος.

Δαν. 2,49           καὶ Δανιὴλ ᾐτήσατο παρὰ τοῦ βασιλέως, καὶ κατέστησεν ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ· καὶ Δανιὴλ ἦν ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως.

Δαν. 2,49                  Ο Δανιήλ εζήτησε παρά του βασιλέως και διώρισεν άρχοντας δια τα έργα της περιοχής Βαβυλώνος τον Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ. Ο δε Δανιήλ έμεινεν εις την αυλήν του βασιλέως.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΟΥΝ ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΑΓΑΛΜΑ  

 ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΧΟΔΟΝΟΣΟΡΑ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΠΥΡΑΚΤΩΜΕΝΟ ΚΑΜΙΝΙ

                         Οι φίλοι του Δανιήλ αρνούνται να προσκυνήσουν το χρυσό άγαλμα του Ναβουχοδονόσορα

Δαν. 3,1            Ἔτους ὀκτωκαιδεκάτου Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς ἐποίησεν εἰκόνα χρυσῆν, ὕψος αὐτῆς πήχεων ἑξήκοντα, εὖρος αὐτῆς πήχεων ἕξ, καὶ ἔστησεν αὐτὴν ἐν πεδίῳ Δεειρᾷ, ἐν χώρᾳ Βαβυλῶνος.

Δαν. 3,1                     Ο βασιλεύς Νοοβουχοδονόσορ διέταξε κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του και κατεσκεύασαν ένα χρυσόν άγαλμα. Το ύψος του ήτο εξήντα πήχεις και το πλάτος του εξ πήχεις. Το ετοποθέτησε δε εις την πεδιάδα Δεειρά, εις την περιοχήν της Βαβυλώνος.

Δαν. 3,2            καὶ ἀπέστειλε συναγαγεῖν τοὺς ὑπάτους καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς τοπάρχας, ἡγουμένους τε καὶ τυράννους καὶ τοὺς ἐπ᾿ ἐξουσιῶν καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας τῶν χωρῶν ἐλθεῖν εἰς τὰ ἐγκαίνια τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς.

Δαν. 3,2                    Κατόπιν έστειλεν ανθρώπους, να συγκεντρώσουν τους υπάτους και τους στρατηγούς, τους τοπάρχας, τους προϊσταμένους και τους άρχοντας, τους κατέχοντας εξουσίας και όλους εν γένει τους άρχοντας των χωρών, δια να έλθουν εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς Ναβουχσδανόσορ.

Δαν. 3,3            καὶ συνήχθησαν οἱ τοπάρχαι, ὕπατοι, στρατηγοί, ἡγούμενοι, τύραννοι μεγάλοι, οἱ ἐπ᾿ ἐξουσιῶν καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες τῶν χωρῶν εἰς τὸν ἐγκαινισμὸν τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς, καὶ εἱστήκεισαν ἐνώπιον τῆς εἰκόνος.

Δαν. 3,3                     Πράγματι συνεκεντρώθησαν οι τοπάρχαι, οι ύπατοι, οι στρατηγοί, οι προϊστάμενοι υπηρεσιών, οι μεγάλοι άρχοντες, οι έχοντες εξουσίαν, όλοι οι άρχοντες των χωρών εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον έστησεν ο Ναβουχαδονόσορ ο βασιλεύς. Ολοι αυτοί ήλθαν και εστάθησαν ενώπιον του αγάλματος.

Δαν. 3,4            καὶ ὁ κήρυξ ἐβόα ἐν ἰσχύΐ· ὑμῖν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλῶσσαι·

Δαν. 3,4                    Ο δε κήρυξ εφώναζε με ισχυράν φωνήν· “ακούσατε σεις, λαοί, φυλαί και γλώσσαι·

Δαν. 3,5            ᾗ ἂν ὥρᾳ ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου, συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες προσκυνεῖτε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς·

Δαν. 3,5                     την ώραν, κατά την οποίαν θα ακούσετε τον ήχον της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του ψαλτηρίου, συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, θα πίπτετε και θα προσκυνήτε το άγαλμα το χρυσόν, το οποίον ο βασιλεύς Ναβουχοδονοσορ έστησεν.

Δαν. 3,6            καὶ ὃς ἂν μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.

Δαν. 3,6                    Εκείνος δέ, ο οποίος δεν θα πέση να προσκυνήση, θα ριφθή αυτήν την ώραν εις την καιομένην κάμινον του πυρός”.

Δαν. 3,7            καὶ ἐγένετο ὅταν ἤκουον οἱ λαοὶ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι, προσεκύνουν τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς.

Δαν. 3,7                     Οταν λοιπόν οι λαοί ήκουαν τον ήχον της σάλπιγγας, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσυκών οργάνων, έπιπταν εις την γην όλοι οι λαοί, αι φυλαί, αι γλώσσαι και προσκυνούσαν το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς Ναβουχσδονόσορ.

Δαν. 3,8            τότε προσήλθοσαν ἄνδρες Χαλδαῖοι καὶ διέβαλον τοὺς Ἰουδαίους

Δαν. 3,8                    Τοτε όμως παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως μερικοί Χαλδαίοι και κατήγγειλαν τους Ιουδαίους

Δαν. 3,9            τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι.

Δαν. 3,9                    στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα λέγοντες· “βασιλεύ, ευχόμεθα στους αιώνας των αιώνων να ζήσης.

Δαν. 3,10           σὺ βασιλεῦ, ἔθηκας δόγμα πάντα ἄνθρωπον, ὃς ἂν ἀκούσῃ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν

Δαν. 3,10                   Συ, βασιλεύ, εξέδωσες διαταγήν, σύμφωνα με την οποίαν κάθε άνθρωπος, ο οποίος θα ακούση τον ήχον της σάλπιγγος και του αυλού, της κιθάρας και της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων

Δαν. 3,11           καὶ μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.

Δαν. 3,11                   και δεν θα πέση να προσκυνήση το χρυσούν άγαλμα, θα ριφθή εις την κάμινον του πυρός την καιομένην.

Δαν. 3,12           εἰσὶν ἄνδρες Ἰουδαῖοι, οὓς κατέστησας ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος, Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, οἳ οὐχ ὑπήκουσαν, βασιλεῦ, τῷ δόγματί σου, τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύουσι, καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦσι.

Δαν. 3,12                   Υπάρχουν, λοιπόν, μεταξύ μας άνδρες Ιουδαίοι, τους οποίους μάλιστα συ κατέστησας αρχηγούς εις τα έργα της χώρας Βαβυλώνος, ο Σειδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ, οι οποίοι δεν υπήκουσαν, ω βασιλεύ, εις την διαταγήν σου· τους θεούς σου δεν λατρεύουν και το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον συ έστησες, αυτοί δεν το προσκυνούν”.

Δαν. 3,13           τότε Ναβουχοδονόσορ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.

Δαν. 3,13                   Τοτε ο Ναβουχαδρνόσορ επάνω στον θυμόν του και εις την έκρηξιν της οργής του, διέταξε να φέρουν ενώπιον του τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και εκείνοι ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως.

Δαν. 3,14           καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε;

Δαν. 3,14                   Ο δε Ναβουχοδονόσορ εις έντονον ύφος ωμίλησε και είπε προς αυτούς· “πράγματι Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, δεν λατρεύετε τους ιδικούς μου θεούς και δεν προσκυνείτε το χρυσούν άγαλμα, το οποίον εγώ έστησα;

Δαν. 3,15           νῦν οὖν εἰ ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πεσόντες προσκυνήσητε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα· ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου;

Δαν. 3,15                   Τωρα, λοιπόν, να είσθε έτοιμοι, ώστε, όταν ακούσετε τον ήχον της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της σαμβύκης και του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, να πέσετε και να προσκυνήσετε το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον εγώ έχω κατασκευάσει. Εάν δε τυχόν και δεν προσκυνήσετε, αυτήν την ώραν θα ριφθήτε εις την κάμινον του πυρός την καιομένην. Και ποιός είναι ο Θεός εκείνος, ο οποίος θα σας γλυτώση από τα χέρια μου;”

Δαν. 3,16           καὶ ἀπεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγὼ λέγοντες τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι·

Δαν. 3,16                   Ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ απεκρίθησαν προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα και είπαν· “στο ερώτημά σου αυτό δεν έχομεν ανάγκην να σου απαντήσωμεν ημείς.

Δαν. 3,17           ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς·

Δαν. 3,17                   Διότι υπάρχει ο Θεός μας, ο εν τοις ουρανοίς, τον οποίον ημείς λατρεύομεν και ο οποίος είναι δυνατός να μας περιφρουρήση από την φλόγα της καμίνου της καιομένης και να μας γλυτώση από τα χέρια σου, ω βασιλεύ. 18   Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω βασιλεύ, ότι ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον συ έστησες, δεν θα το προσκυνήσωμεν”.

Δαν. 3,18           καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν.

Δαν. 3,18                   Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω βασιλεύ, ότι ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον συ έστησες, δεν θα το προσκυνήσωμεν”.

 

                             Η τιμωρία των τριών παίδων στο πυρακτωμένο καμίνι

Δαν. 3,19           τότε Ναβουχοδονόσορ ἐπλήσθη θυμοῦ, καὶ ἡ ὄψις τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἠλλοιώθη ἐπὶ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, καὶ εἶπεν ἐκκαῦσαι τὴν κάμινον ἑπταπλασίως, ἕως οὗ εἰς τέλος ἐκκαῇ·

Δαν. 3,19                   Τοτε ο Ναβουχοδονόσορ εκυριεύθη από θυμόν· το πρόσωπόν του ήλλαξεν εναντίον των Σεδράχ, Μισάχ και Αδεναγω και εδωσε διαταγήν να καύσουν επτά φορές περισσότερον την κάμινον, μέχρις ότου πυρακτωθή εξ ολοκλήρου.

Δαν. 3,20           καὶ ἄνδρας ἰσχυροὺς ἰσχύϊ εἶπε πεδήσαντας τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγὼ ἐμβαλεῖν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.

Δαν. 3,20                  Διέταξεν επίσης άνδρας ισχυρούς, να δέσουν τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και να τους ρίψουν εις την καιομένην κάμινον του πυρός.

Δαν. 3,21           τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἐπεδήθησαν σὺν τοῖς σαραβάροις αὐτῶν καὶ τιάραις καὶ περικνημίσι καὶ ἐβλήθησαν εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης,

Δαν. 3,21                   Τοτε οι τρεις αυτοί άνδρες εδέθησαν μαζή με τα ενδύματά των, με τα καλύμματα της κεφαλής των και τας περισκελίδας των και ερρίφθησαν στο μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης,

Δαν. 3,22           ἐπεὶ τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ἐκ περισσοῦ.

Δαν. 3,22                  διότι η διαταγή του βασιλέως ήτο ρητή και έντονος, η δε κάμινος εξεκαύθη με το παραπάνω.

Δαν. 3,23           καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, ἔπεσον εἰς μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης πεπεδημένοι. Καὶ περιεπάτουν ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Κύριον.

Δαν. 3,23                  Οι τρεις αυτοί νέοι, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ, ερρίφβησαν με ορμήν δεμένοι στο μέσον της αναμμένης καμίνου του πυρός. Περιπατούσαν δε αυτοί ανάμεσα εις τας φλόγας της καμίνου, υμνούντες τον Θεόν και δοξολογούντες τον Κυριον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β- Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΖΑΡΙΑ

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΖΑΡΙΟΥ

Δαν. Β,1            Καὶ συστὰς Ἀζαρίας προσηύξατο οὕτως καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς εἶπεν·

Δαν. Β,1                     Σταθείς δε όρθιος ο Αζαρίας εν μέσω του πυρός, ήνοιξε το στόμα αυτού, προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπε·

Δαν. Β,2            Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετός, καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας,

Δαν. Β,2                    “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας, άξιος παντός επαίνου· δοξασμένον το Ονομά σου στους αιώνας των αιώνων.

Δαν. Β,3            ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου ἀληθινά, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ πᾶσαι αἱ κρίσεις σου ἀλήθεια,

Δαν. Β,3                    Διότι είσαι δίκαιος εις όλα εκείνα, τα οποία έκαμες προς ημάς. Ολα τα έργα σου είναι αληθινά. Αι οδοί, τας οποίας συ έδωσες εντολήν να ακολουθώμεν, είναι ευθείαι και ασφαλείς. Ολαι αι αποφάσεις σου ορθαί.

Δαν. Β,4            καὶ κρίματα ἀληθείας ἐποίησας κατὰ πάντα, ἃ ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν τὴν τῶν πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐν ἀληθείᾳ καὶ κρίσει ἐπήγαγες ταῦτα πάντα, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν.

Δαν. Β,4                    Δικαίας αποφάσεις αλαθήτου κρίσεως εξέδωσες δι' όλας εκείνας τας τιμωρίας και θλίψεις, τας οποίας έστειλες εις ημάς και εναντίον της Ιερουσαλήμ, της αγίας πόλεως των προγόνων μας. Διότι με ακρίβειαν και με δικαίαν κρίσιν επέφερες όλα αυτά εναντίον μας εξ αιτίας των αμαρτιών μας.

Δαν. Β,5            ὅτι ἡμάρτομεν καὶ ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπὸ σοῦ καὶ ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν,

Δαν. Β,5                    Διότι ημείς ημαρτήσαμεν, παρέβημεν τον Νομον σου και απεμακρύνθημεν από σέ.

Δαν. Β,6            οὐδὲ συνετηρήσαμεν οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν, ἵνα εὖ ἡμῖν γένηται.

Δαν. Β,6                    Ημαρτήσαμεν εις όλα, δεν υπηκούσαμεν εις τας εντολάς σου, δεν εφυλάξαμεν και δεν επράξαμεν σύμφωνα με εκείνα, τα οποία συ μας είχες διατάξει, δια να ζήσωμεν ευτυχείς και ασφαλείς.

Δαν. Β,7            καὶ πάντα, ὅσα ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ πάντα ὅσα ἐποίησας ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας

Δαν. Β,7                    Δια τούτο όλα όσα συ έφερες εναντίον μας, όλα όσα έπραξες εις τιμωρίαν μας, τα έκαμες κατά δίκαιον και αληθινήν κρίσιν.

Δαν. Β,8            καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων, ἐχθίστων ἀποστατῶν, καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν.

Δαν. Β,8                    Και παρέδωκες ημάς εις χείρας παρανόμων εχθρών, αποστατών, μισητοτάτων, εις χείρας βασιλέως αδίκου και μοχθηροτάτου από όλους τους βασιλείς της γης.

Δαν. Β,9            καὶ νῦν οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τὸ στόμα· αἰσχύνη καὶ ὄνειδος ἐγενήθημεν τοῖς δούλοις σου καὶ τοῖς σεβομένοις σε.

Δαν. Β,9                    Τωρα δέ, Κυριε, δεν έχομεν το σθένος να ανοίξωμεν το στόμα μας προς σέ. Καταισχύνη και όνειδος εγίναμεν δια τους δούλους σου, που σε υπηρετούν, δια τους ανθρώπους οι οποίοι σε λατρεύουν.

Δαν. Β,10           μὴ δὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλος διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ μὴ διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου

Δαν. Β,10                  Αλλά σε ικετεύομεν· δια το άγιον και φιλάνθρωπον Ονομά σου μη μας παραδώσης εις πλήρη όλεθρον και μη διαλύσης την συιμφωνίαν, που συνήψες με τους πατέρας μας.

Δαν. Β,11           καὶ μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾿ ἡμῶν διὰ Ἁβραὰμ τὸν ἠγαπημένον ὑπὸ σοῦ καὶ διὰ Ἰσαὰκ τὸν δοῦλόν σου καὶ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιόν σου,

Δαν. Β,11                   Μη απομακρύνης από ημάς το έλεός σου προς χάριν του αγαπητού σου Αβραάμ, προς χάριν του δούλου σου Ισαάκ και του Ιακώβ, του αγίου σου.

Δαν. Β,12           οἷς ἐλάλησας πληθῦναι τὸ σπέρμα αὐτῶν ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης.

Δαν. Β,12                  Εις αυτούς είπες και υπεσχέθης, να πληθύνης τους απογόνους των και να τους αναδείξης ως προς το πλήθος ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμιμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης.

Δαν. Β,13           ὅτι, δέσποτα, ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη καί ἐσμεν ταπεινοὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν,

Δαν. Β,13                  Σε παρακαλούμεν θερμώς, Δέσποτα, διότι ημείς σήμερον εγίναμεν ολιγώτεροι και μικρότεροι από όλα τα έθνη. Εξ αιτίας των αμαρτιών μας είμεθα σήμερον εις όλην την οικουμένην εξευτελισμένοι και άσημοι.

Δαν. Β,14           καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ ἄρχων καὶ προφήτης καὶ ἡγούμενος, οὐδὲ ὁλοκαύτωσις οὐδὲ θυσία οὐδὲ προσφορὰ οὐδὲ θυμίαμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι ἐνώπιόν σου καὶ εὑρεῖν ἔλεος·

Δαν. Β,14                  Εις την εποχήν μας αυτήν δεν υπάρχει βασιλεύς δι' ημάς, ούτε προφήτης, ούτε κανένας άλλος άρχων. Δεν προσφέρονται πλέον ολοκαυτώματα, ούτε αναίμακτοι θυσίαι, ούτε θυμίαμα, ούτε και υπάρχει ναός και θυσιαστήριον, δια να προσφέρωμεν ενώπιόν σου τας θυσίας μας και να εύρωμεν έλεος.

Δαν. Β,15           ἀλλ᾿ ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασι κριῶν καὶ ταύρων καὶ ὡς ἐν μυριάσιν ἀρνῶν πιόνων,

Δαν. Β,15                  Αλλά ας προσφερθώμεν ως θυσία ενώπιόν σου και ας γίνωμεν δεκτοί από σε με ψυχήν συντετριμμένην και πνεύμα ταπεινωμένον.

Δαν. Β,16           οὕτως γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου σήμερον καὶ ἐκτελέσαι ὄπισθέν σου, ὅτι οὐκ ἔσται αἰσχύνη τοῖς πεποιθόσιν ἐπὶ σέ.

Δαν. Β,16                  Συ δέ, Κυριε, εν τω ελέει σου, όπως θα εδέχεσο ολοκαυτώματα κριών και ταύρων και μυριάδων αμνών καλοθρεμμένων, έτσι ας γίνη σήμερα δεκτή η θυσία μας αυτή ενώπιόν σου. Σε ακολουθούντες προσφέρομεν αυτήν την θυσίαν, διότι είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα έντραπούν ποτέ εκείνοι, οι οποίοι έχουν πίστιν και στηρίζουν την πεποίθησιν των εις σέ.

Δαν. Β,17           καὶ νῦν ἐξακολουθοῦμεν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ φοβούμεθά σε καὶ ζητοῦμεν τὸ πρόσωπόν σου, μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς,

Δαν. Β,17                  Διότι και τώρα ακόμη ακολουθούμεν τας εντολάς σου με όλην μας την καρδίαν. Σε σεβόμεθα και αναζητούμεν μετά πόθου το πρόσωπόν σου.

Δαν. Β,18           ἀλλὰ ποίησον μεθ᾿ ἡμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειάν σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου

Δαν. Β,18                  Μη μας κατεντροπιάσης, Κυριε, αλλά δείξε και εις την περίστασιν αυτήν απέναντί μας την επιείκειάν σου και το πλήθος του ελέους σου.

Δαν. Β,19           καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς κατὰ τὰ θαυμάσιά σου καὶ δὸς δόξαν τῷ ὀνόματί σου, Κύριε.

Δαν. Β,19                  Συμφωνα με τα αναρίθμητα θαύμαστά σου έργα, που έχεις πράξει εις προστασίαν του λαού σου, γλύτωσέ μας και σήμερα και δόξασε έτσι το Ονομά σου. Ας καταισχυνθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι φέρονται με σκληρόν τρόπον και διαπράττουν κακότητας στους δούλους σου.

Δαν. Β,20           καὶ ἐντραπείησαν πάντες οἱ ἐνδεικνύμενοι τοῖς δούλοις σου κακὰ καὶ καταισχυνθείησαν ἀπὸ πάσης δυναστείας, καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν συντριβείη·

Δαν. Β,20                 Ας καταισχυνθούν και ας αποδειχθή ανύπαρκτος και ανίσχυρος η εναντίον μας δύναμίς των. Ας συντριβή η ισχύς των.

Δαν. Β,21           καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην.

Δαν. Β,21                  Και ας μάθουν, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Κυριος και Θεός, ένδοξος εις όλην την οικουμένην”!

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ- Ο ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ

ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ

Δαν. Γ,22           Καὶ οὐ διέλιπον οἱ ἐμβάλλοντες αὐτοὺς ὑπηρέται τοῦ βασιλέως καίοντες τὴν κάμινον νάφθαν καὶ πίσσαν καὶ στυππίον καὶ κληματίδα.

Δαν. Γ,22                  Οι υπηρέται του βασιλέως, οι οποίοι είχαν ρίψει αυτούς εις την κάμινον, ετροφοδοτούσαν ακαταπαύστως το πυρ με νάφθαν και πίσσαν και στουπί και κληματόβεργες.

Δαν. Γ,23           καὶ διεχεῖτο ἡ φλὸξ ἐπάνω τῆς καμίνου ἐπὶ πήχεις τεσσαρακονταεννέα.

Δαν. Γ,23                  Η φλόγα έβγαινε και ανήρχετο επάνω από την κάμινον εις ύψος σαρανταεννέα πήχεων.

Δαν. Γ,24           καὶ διώδευσε καὶ ἐνεπύρισεν οὕς εὗρε περὶ τὴν κάμινον τῶν Χαλδαίων.

Δαν. Γ,24                  Εξηπλώθη ολόγυρα και έκαυσε τους Χαλδαίους, που ήσαν γύρω από την κάμινον.

Δαν. Γ,25           ὁ δὲ ἄγγελος Κυρίου συγκατέβη ἅμα τοῖς περὶ τὸν Ἀζαρίαν εἰς τὴν κάμινον καὶ ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου

Δαν. Γ,25                  Αγγελος δε Κυρίου κατέβη και ήτο μαζή με τους περί τον Αζαρίαν εντός της καμίνου. Αυτός εξετίναξε την φλόγα του πυρός από την κάμινον

Δαν. Γ,26           καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον, καὶ οὐχ ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ καὶ οὐκ ἐλύπησεν οὐδὲ παρηνώχλησεν αὐτοῖς.

Δαν. Γ,26                  και έκαιμεν, ώστε στο μέσον της καμίνου να υπάρχη δροσερός, ελαφρώς συρίζων αήρ. Ετσι δε το πυρ ούτε και τους ήγγισε καν, ούτε τους εστενοχώρησε, ούτε και τους ηνώχλησε καθόλου.

Δαν. Γ,27           Τότε οἱ τρεῖς ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ λέγοντες·

Δαν. Γ,27                  Τοτε οι τρεις παίδες, ως εάν είχαν ένα στόμα, υμνολογούσαν και εδοξαζαν και ευλογούσαν τον Θεόν μέσα εις την, κάμινον λέγοντες·

Δαν. Γ,28           Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,28                  “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας, άξιος πάσης υμνολογίας, και υπερυψούμενος στους αιώνας.

Δαν. Γ,29           Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου τὸ ἅγιον καὶ ὑπεραινετὸν καὶ ὑπερυψούμενον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,29                  “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας, άξιος πάσης υμνολογίας, και υπερυψούμενος στους αιώνας. Ευλογημένον ας είναι το άγιον Ονομα της δόξης σου, ανώτερον από κάθε υμνολογίαν, υπερυψούμενον εις όλους τους αιώνας.

 

Δαν. Γ,30           εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ ναῷ τῆς ἁγίας δόξης σου καὶ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερένδοξος εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,30                  Ευλογημένος είσαι στον ναόν της αγίας δόξης σου, ανώτερος από κάθε ύμνον, και υπερένδοξος στους αιώνας.

Δαν. Γ,31           εὐλογημένος εἶ ὁ ἐπιβλέπων ἀβύσσους, καθήμενος ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,31                   Ευλογημένος είσαι συ, που επιβλέπεις τα απύθμενα βάθη των θαλασσών, συ που κάθεσαι επάνω εις τα Χερουβίμ, άξιος παντός ύμνου, και υπερυψούμενος εις όλους τους αιώνας.

Δαν. Γ,32           εὐλογημένος εἶ ἐπὶ θρόνου τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,32                  Ευλογημένος είσαι συ, ο οποίος κάθεσαι επί του λαμπρού θρόνου της ενδόξου βασιλείας σου, ανώτερος από κάθε ύμνον και άξιος να μεγαλύνεσαι στους αιώνας.

Δαν. Γ,33           εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὑμνητὸς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,33                  Ευλογημένος είσαι συ, ο οποίος κυριαρχείς στο στερέωμα του ουρανού, άξιος να υμνήσαι και να δοξάζεσαι στους αιώνας.

Δαν. Γ,34           εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,34                  Ευλογείτε τον Κυριον όλα τα δημιουργήματα του Κυρίου. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.

Δαν. Γ,35           εὐλογεῖτε, οὐρανοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,35                  Ευλογείτε τον Κυριον οι ουρανοί, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,36           εὐλογεῖτε, ἄγγελοι Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,36                  Αγγελοι Κυρίου ευλογείτε τον Κυριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.

Δαν. Γ,37           εὐλογεῖτε, ὕδατα πάντα τὰ ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,37                  Ολα τα υπεράνω του ουρανού ύδατα, ευλογείτε τον Κυριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,38           εὐλογεῖτε, πᾶσαι αἱ δυνάμεις Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,38                  Ολαι αι δυνάμεις του Κυρίου, ας δοξάζετε τον Κυριον· υμνείτε το μεγαλείον του, μεγαλύνατε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,39           εὐλογεῖτε, ἥλιος καὶ σελήνη τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,39                  Ηλιος και σελήνη, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,40           εὐλογεῖτε, ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,40                  Ολα τα άστρα του ουρανού, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,41           εὐλογείτω πᾶς ὄμβρος καὶ δρόσος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,41                  Καθε βροχή και κάθε δρόσος, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.

Δαν. Γ,42           εὐλογεῖτε, πάντα τὰ πνεύματα τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,42                  Ολοι οι άνεμοι, δοξάζετε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.

Δαν. Γ,43           εὐλογεῖτε, πῦρ καὶ καῦμα τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,43                  Πυρ και θερμότης, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,44           [εὐλογεῖτε, ψῦχος καὶ καύσων τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,44                  Ψύχος και καύμα, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.

Δαν. Γ,45           εὐλογεῖτε, δρόσοι καὶ νιφετοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας].

Δαν. Γ,45                  Δροσιές και χιόνια, Ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.

Δαν. Γ,46           εὐλογεῖτε, νύκτες καὶ ἡμέραι τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,46                  Νυκτες και ημέραι, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,47           εὐλογεῖτε, φῶς καὶ σκότος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,47                  Φως και σκότος, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,48α         εὐλογεῖτε, πάγος καὶ ψῦχος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,48α               Παγος και ψύχος, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,48β         εὐλογεῖτε, ψῦχος καὶ καῦμα, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.]

Δαν. Γ,48β               Ψύχος και καύσων, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,49           εὐλογεῖτε, πάχναι καὶ χιόνες, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,49                  Παχναι και χιόνες, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,50           εὐλογεῖτε, ἀστραπαὶ καὶ νεφέλαι τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,50                  Αστραπαί και νεφέλαι, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,51           εὐλογείτω ἡ γῆ τὸν Κύριον· ὑμνείτω καὶ ὑπερυψούτω αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,51                   Ολόκληρος η γη ας δοξάζη τον Κυριον. Ας υμνη και ας υπερυψώνη αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,52           εὐλογεῖτε, ὄρη καὶ βουνοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,52                  Ορη και λόφοι, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,53           εὐλογεῖτε, πάντα τά φυόμενα ἐν τῇ γῇ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,53                  Ολα όσα φυτρώνουν εις την γην, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,54           εὐλογεῖτε, θάλασσα καὶ ποταμοί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,54                  Θαλασσα και ποταμοί, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,55           εὐλογεῖτε, αἱ πηγαί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,55                  Πηγαί υδάτων, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,56           εὐλογεῖτε, κήτη καὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐν τοῖς ὕδασι, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,56                  Τα μεγάλα κήτη, οι ιχθύες της θαλάσσης και όλα όσα κινούνται εις τα ύδατα, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας

Δαν. Γ,57           εὐλογεῖτε, πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,57                  Ολα τα πτηνά του ουρανού, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,58           εὐλογεῖτε, πάντα τά θηρία καὶ τὰ κτήνη, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,58                  Ολα τα θηρία της γης και όλα τα ήμερα ζώα, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.

Δαν. Γ,59           εὐλογεῖτε, υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,59                  Υιοί των ανθρώπων, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,60           εὐλογεῖτε, Ἰσραήλ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,60                  Ισραηλίται, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,61           εὐλογεῖτε, ἱερεῖς Κυρίου, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,61                  Ιερείς του Κυρίου, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,62           εὐλογεῖτε, δοῦλοι Κυρίου, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,62                  Δούλοι Κυρίου, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.

Δαν. Γ,63           εὐλογεῖτε, πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,63                  Πνεύματα και ψυχαί δικαίων, ευλογείτε τον Κυριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,64           εὐλογεῖτε, ὅσιοι καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.

Δαν. Γ,64                  Οσιοι και ταπεινοί κατά την καρδίαν, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.

Δαν. Γ,65           εὐλογεῖτε, Ἀνανία, Ἀζαρία, Μισαήλ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι ἐξείλετο ἡμᾶς ἐξ ᾅδου καὶ ἐκ χειρὸς θανάτου ἔσωσεν ἡμᾶς, ἐῤῥύσατο ἡμᾶς ἐκ μέσου καμίνου καιομένης φλογὸς καὶ ἐκ μέσου πυρὸς ἐῤῥύσατο ἡμᾶς.

Δαν. Γ,65                  Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας, διότι μας έβγαλεν από τον άδην, μας έσωσεν από τα χέρια του θανάτου, μας εγλύτωσεν από το μέσον της καμίνου, από τη καιομένην φλόγα. Μας έσωσεν ανάμεσα από την φωτιάν.

Δαν. Γ,66           ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.

Δαν. Γ,66                  Δοξολογήσατε τον Κυριον, ιδιότι είναι αγαθός και διότι το έλεός του είναι αιώνιον.

Δαν. Γ,67           εὐλογεῖτε, πάντες οἱ σεβόμενοι τὸν Κύριον τὸν Θεὸν τῶν θεῶν, ὑμνεῖτε καὶ ἐξομολογεῖσθε, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.

Δαν. Γ,67                  Ολοι σεις, που τον λατρεύετε, ευλογείτε τον Κυριον, που είναι Θεός των θεών. Υμνείτε και δοξολογείτε αυτόν, διότι το έλεός του είναι αιώνιον”. (Τέλος της προσευχής και του ύμνου).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Η ΚΑΤΑΠΛΗΞΗ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΧΟΔΟΝΟΣΟΡΑ

                              Η κατάπληξη και η μετάνοια του ναβουχοδονόσορα

Δαν. 3,24           Καὶ Ναβουχοδονόσορ ἤκουσεν ὑμνούντων αὐτῶν καὶ ἐθαύμασε καὶ ἐξανέστη ἐν σπουδῇ καὶ εἶπε τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ· οὐχὶ ἄνδρας τρεῖς ἐβάλομεν εἰς τὸ μέσον τοῦ πυρὸς πεπεδημένους; καὶ εἶπον τῷ βασιλεῖ· ἀληθῶς, βασιλεῦ.

Δαν. 3,24                  Ο Ναβουχοδανόσορ, ήκουσεν αυτούς να υμνολογούν τον Θεόν, εκυριεύθη από θαυμασμόν, ανεπήδησε βιαστικά από το θρόνον του και είπεν στους μεγιστάνας του· “τρεις άνδρας δεμένους δεν ερρίψαμεν ημείς στο μέσον του πυρός;” Εκείνοι απήντησαν στον βασιλέα· “πράγματι, βασιλεύ, έτσι είναι”.

Δαν. 3,25           καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἰδοὺ ἐγὼ ὁρῶ ἄνδρας τέσσαρας λελυμένους καὶ περιπατοῦντας ἐν μέσῳ τοῦ πυρός, καὶ διαφθορὰ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς, καὶ ἡ ὅρασις τοῦ τετάρτου ὁμοία υἱῷ Θεοῦ.

Δαν. 3,25                  Ο βασιλεύς είπεν· “ιδού εγώ βλέπω τέσσαρας άνδρας λυμένους να περιπατούν εν τω μέσω του πυρός. Δεν βλέπω να υπάρχη καμμία βλάβη εις αυτούς από το πυρ, η δε όψις του τετάρτου δεν είναι όμοια προς άνθρωπον, αλλά προς υιόν Θεού”.

Δαν. 3,26           τότε προσῆλθε Ναβουχοδονόσορ πρὸς τὴν θύραν τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης καὶ εἶπε· Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, ἐξέλθετε καὶ δεῦτε. καὶ ἐξῆλθον Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγὼ ἐκ μέσου τοῦ πυρός.

Δαν. 3,26                  Ο Ναβουχοδονόσορ ο ίδιος επλησίασεν εις την θύραν της καμίνου του πυρός, η οποία εξακολουθούσε να καίεται, και είπε· “Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, δούλοι του Θεού του Υψίστου, εβγάτε αο την κάμινον και ελάτε εδώ”. Ο Σεδράχ ο Μισαχ και ο Αβδεναγώ εβγήκαν εκ του μέσου του πυρός.

Δαν. 3,27           καὶ συνάγονται οἱ σατράπαι καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ τοπάρχαι καὶ οἱ δυνάσται τοῦ βασιλέως καὶ ἐθεώρουν τοὺς ἄνδρας ὅτι οὐκ ἐκυρίευσε τὸ πῦρ τοῦ σώματος αὐτῶν, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτῶν οὐκ ἐφλογίσθη, καὶ τὰ σαράβαρα αὐτῶν οὐκ ἠλλοιώθη, καὶ ὀσμὴ πυρὸς οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς.

Δαν. 3,27                  Τοτε οι σατράπαι και οι στρατηγοί και οι τοπάρχαι και οι άρχοντες του βασιλέως, έβλεπαν με θαυμασμόν τους τρεις αυτούς άνδρας, διότι δεν τους είχε θίξει καθόλου το πυρ· ούτε μία τρίχα της κεφαλής των δεν είχε καή. Τα ενδύματά των δεν μετεβλήθησαν καθόλου· ούτε καν οσμή πυρός δεν υπήρχεν επάνω εις αυτούς.

Δαν. 3,28           καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τοῦ Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, ὃς ἀπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλατο τοὺς παῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐπεποίθεισαν ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως ἠλλοίωσαν καὶ παρέδωκαν τὰ σώματα αὐτῶν εἰς πῦρ, ὅπως μὴ λατρεύσωσι μηδὲ προσκυνήσωσι παντὶ θεῷ, ἀλλ᾿ ἢ τῷ Θεῷ αὐτῶν.

Δαν. 3,28                  Ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έλαβε τον λόγον μέ επισημότητα και είπεν· “ευλογημένος ας είναι ο Θεός των Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, ο οποίος έστειλε τον άγγελον αυτού και εγλύτωσε τους παίδας του, οι οποίοι, επειδή είχαν πίστιν εις αυτόν, παρέβησαν την διαταγήν του βασιλέως και παρέδωκαν τα σώματά των εις την φωτιάν, δια να μη υποχωρήσουν και λατρεύσουν και προσκυνήσουν άλλον θεόν, ειμί μόνον τον Θεόν των.

Δαν. 3,29           καὶ ἐγὼ ἐκτίθεμαι δόγμα· πᾶς λαός, φυλή, γλῶσσα, ἣ ἐὰν εἴπῃ βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, εἰς ἀπώλειαν ἔσονται καὶ οἱ οἶκοι αὐτῶν εἰς διαρπαγήν, καθότι οὐκ ἔστι θεὸς ἕτερος, ὅστις δυνήσεται ῥύσασθαι οὕτως.

Δαν. 3,29                  Εγώ, λοιπόν εκδίδω διαταγήν, κάθε άνθρωπος οιουδήποτε λαού, οιασδήποτε φυλής και γλώσσης, ο οποίος θα τολμήση να εκστομίση βλασφημίαν εναντίον του Θεού του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδεναγώ, θα παραδοθή εις θάνατον, ο δε οίκος και η περιουσία του θα δημευθούν, διότι δεν υπάρχει άλλος Θεός, ο οποίος να ημπορή κατ' αυτόν τον θαυμαστόν τρόπον να σώζη τους ανθρώπους του”!

Δαν. 3,30           τότε ὁ βασιλεὺς κατεύθυνε τὸν Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγὼ ἐν τῇ χώρᾳ Βαβυλῶνος καὶ ηὔξησεν αὐτοὺς καὶ ἠξίωσεν. αὐτοὺς ἡγεῖσθαι πάντων τῶν Ἰουδαίων τῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.

Δαν. 3,30                  Τοτε ο βασιλεύς ώρισε διοικητάς τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ εις την χώραν της Βαβυλώνος. Τους εδόξασε και τους έδωσεν αξιώμα, ώστε να είναι αρχηγοί όλων των Ιουδαίων, που υπήρχον εις την βασιλείαν του. Εξέδωσε δε την εξής διαταγήν.

Δαν. 3,31           Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς πᾶσι τοῖς λαοῖς, φυλαῖς καὶ γλώσσαις τοῖς οἰκοῦσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ· εἰρήνη ὑμῖν πληθυνθείη·

Δαν. 3,31                   “Εγώ ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, απευθύνομαι προς όλους τους ανθρώπους όλων των λαών, των φύλων και των γλωσσών, που κατοικούν εις όλον τον κόσμον, ας είναι πλουσία και αμετακίνητος μεταξύ σας η ειρήνη.

Δαν. 3,32           τὰ σημεῖα καὶ τὰ τέρατα, ἃ ἐποίησε μετ᾿ ἐμοῦ ὁ Θεὸς ὁ Ὕψιστος, ἤρεσεν ἐναντίον ἐμοῦ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν

Δαν. 3,32                  Μου εφάνη αρεστόν να αναγγείλω εις σας τα καταπληκτικά σημεία και τα θαυμαστά γεγονότα, τα οποία έκαμεν εις εμέ ο Υψιστος Θεός,

Δαν. 3,33           ὡς μεγάλα καὶ ἰσχυρά· ἡ βασιλεία αὐτοῦ βασιλεία αἰώνιος καὶ ἡ ἐξουσία αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.

Δαν. 3,33                  να σας πω πόσον μεγάλα και θαυμαστά ήσαν. Η βασιλεία του είναι βασιλεία αιωνία και η εξουσία του εκτείνεται εις όλας τας γενεάς των γενεών”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΧΟΔΟΝΟΣΟΡΑ

ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΝΙΗΛ

                           Το δεύτερο όνειρο του Ναβουχοδονόσορα

Δαν. 4,1            Ἐγὼ Ναβουχοδονόσορ εὐθηνῶν ἤμην ἐν τῷ οἴκῳ μου καὶ εὐθαλῶν.

Δαν. 4,1                     Εγώ ο Ναβουχοδονόσορ ήμουν κατά πάντα υγιής και ευτυχής εις τα ανάκτορά μου.

Δαν. 4,2            ἐνύπνιον εἶδον, καὶ ἐφοβέρισέ με, καὶ ἐταράχθην ἐπὶ τῆς κοίτης μου, καὶ αἱ ὁράσεις τῆς κεφαλῆς μου ἐτάραξάν με.

Δαν. 4,2                    Είδα όμως ένα όνειρον, το οποίον με κατεφόβισεν. Εξηπλωμένος επάνω εις την κλίνην μου εταράχθην. Τα οράματα αυτά της διανοίας μου με συνεκλόνισαν.

Δαν. 4,3            καὶ δι᾿ ἐμοῦ ἐτέθη δόγμα τοῦ εἰσαγαγεῖν ἐνώπιόν μου πάντας τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος, ὅπως τὴν σύγκρισιν τοῦ ἐνυπνίου γνωρίσωσί μοι.

Δαν. 4,3                    Εξέδωσα, λοιπόν, διαταγήν να παρουσιάσουν ενώπιόν μου όλους τους σοφούς της Βαβυλώνος, δια να μου δώσουν την ερμηνείαν του ονείρου αυτού.

Δαν. 4,4            καὶ εἰσεπορεύοντο οἱ ἐπαοιδοί, μάγοι, γαζαρηνοί, Χαλδαῖοι, καὶ τὸ ἐνύπνιον ἐγὼ εἶπα ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ οὐκ ἐγνώρισάν μοι,

Δαν. 4,4                    Ηλθαν προς εμέ οι εξορκισταί, οι μάγοι, οι αστρολόγοι Χαλδαίοι και εγώ είπα προς αυτούς το ενύπνιόν μου, αλλά εκείνοι δεν κατώρθωσαν να μου δώσουν την ερμηνείαν του,

Δαν. 4,5            ἕως ἦλθε Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα Βαλτάσαρ κατὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου, ὃς πνεῦμα Θεοῦ ἅγιον ἐν ἑαυτῷ ἔχει, καὶ τὸ ἐνύπνιον ἐνώπιον αὐτοῦ εἶπα·

Δαν. 4,5                    μέχρις ότου ήλθεν ο Δανιήλ, του οποίου το όνομα είναι Βαλτάσαρ, έχει δηλαδή το όνομα τούτο του Θεού μου· αυτός, λοιπόν, ο Δανιήλ έχει Αγιον Πνεύμα Θεού και προς αυτόν είπα το όνειρόν μου.

Δαν. 4,6            Βαλτάσαρ ὁ ἄρχων τῶν ἐπαοιδῶν, ὃν ἐγὼ ἔγνων ὅτι πνεῦμα Θεοῦ ἅγιον ἐν σοὶ καὶ πᾶν μυστήριον οὐκ ἀδυνατεῖ σε, ἄκουσον τὴν ὅρασιν τοῦ ἐνυπνίου μου, οὗ εἶδον, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ εἰπόν μοι·

Δαν. 4,6                    Βαλτάσαρ, άρχων των μάγων, γνωρίζω καλά ότι εις σε κατοικεί το Αγιον Πνεύμα του Θεού και ότι κανενός μυστηρίου η λύσις δεν είναι δια σε αδύνατος. Ακουσε, λοιπόν, το όραμα του ενυπνίου μου, το οποίον είδα και ειπέ εις εμέ την ερμηνείαν.

Δαν. 4,7            ἐπὶ τῆς κοίτης μου ἐθεώρουν, καὶ ἰδοὺ δένδρον ἐν μέσῳ τῆς γῆς, καὶ τό ὕψος αὐτοῦ πολύ.

Δαν. 4,7                    Εκοιμώμην εις την κλίνην μου και είδα· ιδού ένα δένδρον μεγάλου ύψους στο μέσον της πεδιάδος.

Δαν. 4,8            ἐμεγαλύνθη τὸ δένδρον καὶ ἴσχυσε, καὶ τὸ ὕψος αὐτοῦ ἔφθασεν ἕως τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ κῦτος αὐτοῦ εἰς τὸ πέρας ἁπάσης τῆς γῆς·

Δαν. 4,8                    Το δένδρον αυτό εμεγάλωσεν, ανεπτύχθη υπερβολικά. Το ύψος του έφθασεν έως τον ουρανόν και η έκτασίς του εκάλυψε τα πέρατα όλης της γης.

Δαν. 4,9            τὰ φύλλα αὐτοῦ ὡραῖα, καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ πολύς, καὶ τροφὴ πάντων ἐν αὐτῷ· καὶ ὑποκάτω αὐτοῦ κατεσκήνουν τὰ θηρία τὰ ἄγρια, καὶ ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ κατῴκουν τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐτρέφετο πᾶσα σάρξ.

Δαν. 4,9                    Τα φύλλα του ήσαν ωραία. Οι καρποί του άφθονοι, από τους οποίους όλοι ετρέφοντο. Κατω από αυτό είχαν τας φωλεάς των τα αγρία θηρία και στους κλάδους του κατοικούσαν τα πουλιά του ουρανού. Από αυτό ετρέφοντο όλα τα ζωντανά όντα.

Δαν. 4,10           ἐθεώρουν ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς ἐπὶ τῆς κοίτης μου, καὶ ἰδοὺ εἲρ καὶ ἅγιος ἀπ᾿ οὐρανοῦ κατέβη

Δαν. 4,10                  Εν λοιπόν εξηπλωμένος και κοιμώμενος εις την κλίνην μου έβλεπα τα νυκτερινά αυτά οράματα, αίφνης κατέβηκε από τον ουρανόν άγιος άγγελος.

Δαν. 4,11           καὶ ἐφώνησεν ἐν ἰσχύϊ καὶ οὕτως εἶπε· ἐκκόψατε τὸ δένδρον καὶ ἐκτίλατε τοὺς κλάδους αὐτοῦ καὶ ἐκτινάξατε τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ διασκορπίσατε τὸν καρπὸν αὐτοῦ· σαλευθήτωσαν τὰ θηρία ὑποκάτωθεν αὐτοῦ καὶ τὰ ὄρνεα ἀπὸ τῶν κλάδων αὐτοῦ·

Δαν. 4,11                   Εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε τα εξής· Κοψατε το δένδρον αυτό, μαδήσατε τους κλάδους του, τινάξατε κάτω τα φύλλα του, διασκορπίσατε τον καρπόν του. Ας φύγουν τρομαγμένα τα θηρία, που ήσαν κάτω από αυτό, και τα πτηνά, που ήσαν στους κλάδους του.

Δαν. 4,12           πλὴν τὴν φυὴν τῶν ῥιζῶν αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ ἐάσατε καὶ ἐν δεσμῷ σιδηρῷ καὶ χαλκῷ καὶ ἐν τῇ χλόῃ τῇ ἔξω, καὶ ἐν τῇ δρόσῳ τοῦ οὐρανοῦ κοιτασθήσεται, καὶ μετὰ τῶν θηρίων ἡ μερὶς αὐτοῦ ἐν τῷ χόρτῳ τῆς γῆς.

Δαν. 4,12                  Αφήσατε μόνον το φύτρον των ριζών του μέσα εις την γην. Με δεσμά σιδηρά και χάλκινα δέσατε τον άνθρωπον, που συμβολίζεται με το δένδρον αυτό. Αυτός θα κοιμάται στο εξής έξω εις την χλόην, κάτω από την δροσιά του ουρανού. Θα έχη μέρος και συναναστροφήν με τα θηρία και θα τρώγη το χορτάρι της γης.

Δαν. 4,13           ἡ καρδία αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀλλοιωθήσεται, καὶ καρδία θηρίου δοθήσεται αὐτῷ, καὶ ἑπτὰ καιροὶ ἀλλαγήσονται ἐπ᾿ αὐτόν.

Δαν. 4,13                   Η καρδία του θα μεταβληθή, θα γίνη διαφορετική από την καρδιάν των ανθρώπων. Θα δοθή εις αυτόν καρδία θηρίου. Επτά χρονικάς περιόδους θα περάση ο άνθρωπος αυτός εις την κατάστασιν αυτήν.

Δαν. 4,14           διὰ συγκρίματος εἲρ ὁ λόγος, καὶ ῥῆμα ἁγίων τὸ ἐπερώτημα, ἵνα γνῶσιν οἱ ζῶντες ὅτι Κύριός ἐστιν ὁ ὕψιστος τῆς βασιλείας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ᾧ ἐὰν δόξῃ, δώσει αὐτὴν καὶ ἐξουδένωμα ἀνθρώπων ἀναστήσει ἐπ᾿ αὐτήν.

Δαν. 4,14                  Απόφασις διαγγελθείσα από ουράνιον άγγελον είναι ο λόγος αυτός. Αποτελεί απάντησιν εις ερώτημα, το οποίον ετέθη υπό των αγίων στον ουρανόν, δια να μάθουν οι ζώντες επί της γης, ότι ο Κυριος του κόσμου είναι ο Υψιστος, ο κυρίαρχος επί πάσαν βασιλείαν ανθρώπων. Και ότι εις εκείνον, που αυτός θα κρίνη καλόν να δώση την εξουσίαν, θα την δώση. Και εις τα χέρια του είναι να αναδείξη και εγκαταστήση επί την εξουσίαν ο άνθρωπον άσημον και περιφρονημένον.

Δαν. 4,15           τοῦτο τὸ ἐνύπνιον, ὃ εἶδον ἐγὼ Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς, καὶ σύ, Βαλτάσαρ, τὸ σύγκριμα εἰπόν, ὅτι πάντες οἱ σοφοὶ τῆς βασιλείας μου οὐ δύνανται τὸ σύγκριμα αὐτοῦ δηλῶσαί μοι, σὺ δέ, Δανιήλ, δύνασαι, ὅτι πνεῦμα Θεοῦ ἅγιον ἐν σοί. -

Δαν. 4,15                   Αυτό είναι το ενύπνιον, το οποίον εγώ ο Ναδουχοδονόσορ ο βασιλεύς είδον. Συ δέ, Βαλτάσαρ, είπέ μου την ερμηνείαν, διότι όλοι οι άλλοι σοφοί της βασιλείας μου δεν είναι ικανοί να μου δώσουν το νόημά του. Συ όμως, Δανιήλ, ημπορείς, διότι υπάρχει εις σε το Αγιον Πνεύμα του Θεού”.

 

                                  Η ερμηνεία του ονείρου από το Δανιήλ και η πραγματοποίησή του

Δαν. 4,16           Τότε Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα Βαλτάσαρ, ἀπηνεώθη ὡσεὶ ὥραν μίαν, καὶ οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ συνετάρασσον αὐτόν. καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπεν· Βαλτάσαρ, τὸ ἐνύπνιον καὶ ἡ σύγκρισις μὴ κατασπευσάτω σε· καὶ ἀπεκρίθη Βαλτάσαρ καὶ εἶπε· κύριε, τὸ ἐνύπνιον ἔστω τοῖς μισοῦσί σε καὶ ἡ σύγκρισις αὐτοῦ τοῖς ἐχθροῖς σου.

Δαν. 4,16                  Τοτε ο Δανιήλ, ο οποίος επωνομάζετο και Βαλτάσαρ, έμεινε συγκεχυμένος και βωβός μίαν περίπου ώραν, ενώ οι διαλογισμοί του τον συνετάρασσαν. Ωμίλησε πάλιν ο βασιλεύς και είπε· “Βαλτάσαρ, ας μη βιάζεσαι, δια να είπης σύντομα το όνειρον και την ερμηνείαν του”. Ο Βαλτάσαρ απήντησε· “κύριε, το όνειρον αυτό ας επαλήθευση και ας πραγματοποιηθή εις βάρος εκείνων, οι οποίοι σε μισούν. Η ερμηνεία του ας πέση επάνω στους εχθρούς σου.

Δαν. 4,17           τὸ δένδρον, ὃ εἶδες τὸ μεγαλυνθὲν καὶ τὸ ἰσχυκός, οὗ τὸ ὕψος ἔφθανεν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ κῦτος αὐτοῦ εἰς πᾶσαν τὴν γῆν

Δαν. 4,17                   Το δένδρον, το οποίον είδες, το τόσον μέγα και ισχυρόν, του οποίου το ύψος έφθανεν έως στον ουρανόν, και η κόμη αυτού ηπλώνετο εις πάσαν την γην,

Δαν. 4,18           καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ εὐθαλῆ καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ πολὺς καὶ τροφὴ πᾶσιν ἐν αὐτῷ, ὑποκάτω αὐτοῦ κατῴκουν τὰ θηρία τὰ ἄγρια καὶ ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ κατεσκήνουν τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ,

Δαν. 4,18                  τα δε φύλλα του ήσαν θαλλερά και ο καρπός του άφθονος, δίδων τροφήν εξ αυτού εις όλους, το δένδρον υποκάτω από το οποίον κατοικούσαν τα άγρια θηρία, εις δε τους κλάδους του εφώληαζαν τα πουλιά του ουρανού,

Δαν. 4,19           σὺ εἶ, βασιλεῦ, ὅτι ἐμεγαλύνθης καὶ ἴσχυσας καὶ ἡ μεγαλωσύνη σου ἐμεγαλύνθη καὶ ἔφθασεν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἡ κυριεία σου εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς.

Δαν. 4,19                  είσαι συ, βασιλεύ, διότι πράγματι εμεγαλύνθης, έγινες ισχυρός, το μεγαλείον σου εκραταιώθη και έφθασεν έως στον ουρανόν και η κυριαρχία σου έως εις τα πέρατα της γης.

Δαν. 4,20           καὶ ὅτι εἶδεν ὁ βασιλεὺς εἲρ καὶ ἅγιον καταβαίνοντα ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ εἶπεν· ἐκτίλατε τὸ δένδρον καὶ διαφθείρατε αὐτό, πλὴν τὴν φυὴν τῶν ῥιζῶν αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ ἐάσατε καὶ ἐν δεσμῷ σιδηρῷ καὶ ἐν χαλκῷ καὶ ἐν τῇ χλόῃ τῇ ἔξω, καὶ ἐν τῇ δρόσῳ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται, καὶ μετὰ θηρίων ἀγρίων ἡ μερὶς αὐτοῦ, ἕως οὗ ἑπτὰ καιροὶ ἀλλοιωθῶσιν ἐπ᾿ αὐτόν,

Δαν. 4,20                  Ο δε άγγελος, τον οποίον είδεν ο βασιλεύς, τον άγιον εκείνον να κατεβαίνη από τον ουρανόν και να λέγη· Μαδήσατε το δένδρον, καταστρέψατέ το, πλην αφήσατε την φύτραν των ριζών του μέσα εις την γην, δέσατέ το με δεσμά σιδερένια και χάλκινα και αφήσατέ το να μένη έξω εις την χλόην· θα έχη τον καταυλισμόν του κάτω από την δρόσον του ουρανού, η κατοικία του θα είναι ανάμεσα από τα αγρία θηρία, μέχρις ότου συμπληρωθούν δι' αυτόν επτά καιροί,

Δαν. 4,21           τοῦτο ἡ σύγκρισις αὐτοῦ, βασιλεῦ. καὶ σύγκριμα Ὑψίστου ἐστίν, ὃ ἔφθασεν ἐπὶ τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα,

Δαν. 4,21                  ιδού, λοιπόν, τώρα και η ερμηνεία του, ω βασιλεύ· η ερμηνεία αυτή προέρχεται από αυτόν τον Υψιστον Θεόν. Και αυτό που αποκαλύπτει δια του ονείρου ο Θεός, θα πέση συντόμως επάνω στον κύριόν μου τον βασιλέα.

Δαν. 4,22           καὶ σὲ ἐκδιώξουσιν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ μετὰ θηρίων ἀγρίων ἔσται ἡ κατοικία σου, καὶ χόρτον ὡς βοῦν ψωμιοῦσί σε καὶ ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσῃ, καὶ ἑπτὰ καιροὶ ἀλλαγήσονται ἐπὶ σέ, ἕως οὗ γνῷς ὅτι κυριεύει ὁ Ὕψιστος τῆς βασιλείας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ᾧ ἂν δόξῃ, δώσει αὐτήν.

Δαν. 4,22                  Θα σε εκδιώξουν εκ μέσου των ανθρώπων, θα κατοικής με τα αγρία θηρία, θα σε τρέφουν με χορτάρι ωσάν το βόϊδι, θα καταυλισθής στο ύπαιθρον κάτω από την δρόσον του ουρανού, θ' αλλάξουν επτά καιροί επάνω εις σέ, μέχρις ότου μάθης και γνωρίσης, ότι ο Υψιστος κυριαρχεί επί της βασιλείας όλων των ανθρώπων και ο οποίος δίδει την βασιλείαν του κόσμου εις εκείνον, που θέλει.

Δαν. 4 ,23          καὶ ὅτι εἶπαν· ἐάσατε τὴν φυὴν τῶν ῥιζῶν τοῦ δένδρου, ἡ βασιλεία σου σοὶ μενεῖ, ἀφ᾿ ἧς ἂν γνῷς τὴν ἐξουσίαν τὴν οὐράνιον.

Δαν. 4,23                  Εκείνο δε που είπαν οι άγγελοι του ουρανού· “αφήσατε την φύτραν των ριζών του δένδρου”, σημαίνει ότι η βασιλεία σου θα διατηρηθή δια σε και θα την αποκτήσης, από τότε που θα αναγνώρισης την εξουσίαν της ουρανίου βασιλείας.

Δαν. 4,24           διὰ τοῦτο, βασιλεῦ, ἡ βουλή μου ἀρεσάτω σοι καὶ τὰς ἁμαρτίας σου ἐν ἐλεημοσύναις λύτρωσαι καὶ τὰς ἀδικίας ἐν οἰκτιρμοῖς πενήτων· ἴσως ἔσται μακρόθυμος τοῖς παραπτώμασί σου ὁ Θεός. -

Δαν. 4,24                  Δια τούτο, βασιλεύ, ας φανή αρεστή και ας γίνη δεκτή από σε η συμβουλή μου· φρόντισε να εξαλείψης τας αμαρτίας σου με ελεημοσύνας και τας αδικίας σου με έλεος και φιλανθρωπίαν προς τους πτωχούς. Ισως θα φανή έτσι μακρόθυμος ο Θεός δια τα αμαρτήματά σου”.

Δαν. 4,25           Ταῦτα πάντα ἔφθασεν ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ τὸν βασιλέα.

Δαν. 4,25                  Ολα αυτά συνέβησαν στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα.

Δαν. 4,26           μετὰ δωδεκάμηνον ἐπὶ τῷ ναῷ τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι περιπατῶν

Δαν. 4,26                  Δωδεκα μήνας έπειτα αυτό το όνειρον, ενώ αυτός επεριπατούσε στον εν Βαβυλώνι ναόν της βασιλείας του,

Δαν. 4,27           ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπεν· οὐχ αὕτη ἐστὶ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣν ἐγὼ ᾠκοδόμησα εἰς οἶκον βασιλείας ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος μου εἰς τιμὴν τῆς δόξης μου;

Δαν. 4,27                  επήρε τον λόγον και είπεν· “αυτή δεν είναι η μεγάλη Βαβυλών, την οποίαν εγώ ανοικοδόμησα ως πρωτεύουσαν της βασιλείας μου, με την μεγάλην μου ισχύν και δύναμιν, ώστε να διαλαλή την μεγαλειότητά μου και την δόξαν μου”;

Δαν. 4,28           ἔτι τοῦ λόγου ἐν τῷ στόματι τοῦ βασιλέως ὄντος, φωνὴ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐγένετο· σοὶ λέγουσι, Ναβουχοδονόσορ βασιλεῦ, ἡ βασιλεία παρῆλθεν ἀπὸ σοῦ,

Δαν. 4,28                  Εν ευρίσκετο ο λόγος αυτός ακόμη στο στόμα του βασιλέως, ήλθε φωνή από τον ουρανόν. “Εις σέ, βασιλεύ Ναδουχοδονόσορ, απευθύνεται ο λόγος αυτός· η βασιλεία σου επέρασεν, αφηρέθη από σέ,

Δαν. 4,29           καὶ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων σέ ἐκδιώξουσι, καὶ μετὰ θηρίων ἀγρίων ἡ κατοικία σου καὶ χόρτον ὡς βοῦν ψωμιοῦσί σε, καὶ ἑπτὰ καιροὶ ἀλλαγήσονται ἐπὶ σέ, ἕως οὗ γνῷς, ὅτι κυριεύει ὁ Ὕψιστος τῆς βασιλείας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ᾧ ἂν δόξῃ, δώσει αὐτήν.

Δαν. 4,29                  Θα σε εκδιώξουν από την κοινωνίαν των ανθρώπων και η κατοικία σου θα είναι ανάμεσα εις τα θηρία τα άγρια. Θα σε τρέφουν με χορτάρι, ωσάν το βόϊδι και θα περάσουν επτά καιροί επάνω σου, έως ότου μάθης και γνώρισης, ότι ο Υψιστος Θεός είναι ο κύριος της βασιλείας των ανθρώπων και ότι δίδει αυτός την βασιλείαν εις εκείνον, τον οποίον θέλει”.

Δαν. 4,30           αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὁ λόγος συνετελέσθη ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ, καὶ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐξεδιώχθη καὶ χόρτον ὡς βοῦς ἤσθιε, καὶ ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐβάφη, ἕως οὗ αἱ τρίχες αὐτοῦ ὡς λεόντων ἐμεγαλύνθησαν καὶ οἱ ὄνυχες αὐτοῦ ὡς ὀρνέων. -

Δαν. 4,30                  Κατά την στιγμήν ακριβώς εκείνην εξεπληρώθη δια τον Ναδουχοδονόσορα η προφητεία του ονείρου. Διότι αυτός έχασε το λογικόν του, εξεδιώχθη από την κοινωνίαν των ανθρώπων, έτρωγεν ωσάν βόϊδι χορτάρι και η δρόσος του ουρανού έβρεχε το σώμα του, έως ότου αι τρίχες αυτού εμεγάλωσαν ωσάν τας τρίχας του λέοντος και τα νύχια του έγιναν ωσάν τα νύχια των αρπακτικών ορνέων.

Δαν. 4,31           Καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν ἐγὼ Ναβουχοδονόσορ τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνέλαβον, καὶ αἱ φρένες μου ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπεστράφησαν, καὶ τῷ Ὑψίστῳ ηὐλόγησα καὶ τῷ ζῶντι εἰς τὸν αἰῶνα ᾔνεσα καὶ ἐδόξασα, ὅτι ἡ ἐξουσία αὐτοῦ ἐξουσία αἰώνιος καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν,

Δαν. 4,31                   “Μετά το πέρας του χρονικού αυτού διαστήματος, εγώ ο Ναδουχοδονόσορ, ύψωσα τους οφθαλμούς μου στον ουρανόν και το λογικόν μου επανήλθεν. Εδόξασα τον Υψιστον και υμνολόγησα εκείνον, ο οποίος ζη στους αιώνας των αιώνων, τον εδοξολόγησα, διότι εις αυτόν πράγματι είναι αιώνιος η εξουσία και η βασιλεία του εις γενεάν γενεών.

Δαν. 4,32           καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν ὡς οὐδὲν ἐλογίσθησαν, καὶ κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖ ἐν τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐν τῇ κατοικίᾳ τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀντιποιήσεται τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐρεῖ αὐτῷ· τί ἐποίησας;

Δαν. 4,32                  Και όλοι οι άνθρωποι, που κατοικούν την γην, ως ένα τίποτε είναι ενώπιον του. Συμφωνα με το θέλημά του διατάσσει και πράττει εις τας δυνάμστου ουρανού και στους ανθρώπους της γης. Και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος θα η μπορέση να εμποδίση το παντοδύναμον χέρι του και να πη εις αυτόν τι έπραξες;

Δαν. 4,33           αὐτῷ τῷ καιρῷ αἱ φρένες μου ἐπεστράφησαν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ εἰς τὴν τιμὴν τῆς βασιλείας μου ἦλθον, καὶ ἡ μορφή μου ἐπέστρεψεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ οἱ τύραννοί μου καὶ οἱ μεγιστᾶνές μου ἐζήτουν με, καὶ ἐπὶ τὴν βασιλείαν μου ἐκραταιώθην, καὶ μεγαλωσύνη περισσοτέρα προσετέθη μοι.

Δαν. 4,33                  Κατ' αυτόν τον καιρόν η διανοητική μου υγεία αποκατεστάθη και επανήλθον εις την δάξαν της βασιλείας μου. Η μορφή και η όλη εμφάνισίς μου αποκατεστάθη εις την προτέραν της κατάστασιν, οι άρχοντές μου και οι μεγιστάνες μου με ανεζητούσαν, η βασιλεία μου έγινε πάλιν ισχυρά, η δε δόξα προσετέθη ακόμη μεγαλυτέρα εις εμέ.

Δαν. 4,34           νῦν οὖν ἐγὼ Ναβουχοδονόσορ αἰνῶ καὶ ὑπερυψῶ καὶ δοξάζω τὸν βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ ἀληθινὰ καὶ αἱ τρίβοι αὐτοῦ κρίσεις, καὶ πάντας τοὺς πορευομένους ἐν ὑπερηφανίᾳ δύναται ταπεινῶσαι.

Δαν. 4,34                  Και τώρα, λοιπόν, εγώ, ο Ναδουχοδονόσορ, υμνολογώ και υπερυψώνω και δοξάζω τον βασιλέα του ουρανού, διότι όλα τα έργα αύτού είναι αληθινά, αι οδοί του δίκαιαι και ορθαί και ημπορεί να ταπεινώση όλου εκείνους, οι οποίοι πορεύονται με υπερηφάνειαν”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Η ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΝΙΗΛ

                             Η αινιγματική γραφή στον τοίχο

Δαν. 5,1            Βαλτάσαρ ὁ βασιλεὺς ἐποίησε δεῖπνον μέγα τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ χιλίοις, καὶ κατέναντι τῶν χιλίων ὁ οἶνος.

Δαν. 5,1                     Ο βασιλεύς Βαλτάσαρ έκαμε μέγα δείπνον εις χιλίους από τους μεγιστάνας αυτού, ενώπιον των οποίων παρετέθη άφθονος οίνος.

Δαν. 5,2            καὶ πίνων Βαλτάσαρ εἶπεν ἐν τῇ γεύσει τοῦ οἴνου τοῦ ἐνεγκεῖν τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ, ἃ ἐξήνεγκε Ναβουχοδονόσορ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ πιέτωσαν ἐν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ μεγιστᾶνες αὐτοῦ καὶ αἱ παλλακαὶ αὐτοῦ καὶ αἱ παράκοιτοι αὐτοῦ.

Δαν. 5,2                    Εν δε ο βασιλεύς Βαλτάσαρ έπινεν οίνον και ηυφραίνετο από την γεύσιν αυτού, ήλθεν εις ευθυμίαν και είπε να φέρουν εκεί εις την τράπεζαν τα χρυσά και αργυρά σκεύη, τα οποία ο πατήρ του ο Ναβουχοδονόσορ είχε πάρει από τον ναόν του Σολομώντος και τα έφερεν εις την Βαβυλώνα· να τα φέρουν εις την τράπεζαν, δια να πίουν με αυτά ο βασιλεύς και οι μεγιστάνες του, αι παλλακαί του και αι γυναίκες του.

Δαν. 5,3            καὶ ἠνέχθησαν τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ, ἃ ἐξήνεγκεν ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔπινον ἐν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ μεγιστᾶνες αὐτοῦ καὶ αἱ παλλακαὶ αὐτοῦ καὶ αἱ παράκοιτοι αὐτοῦ·

Δαν. 5,3                     Πράγματι έφεραν τα ιερά χρυσά και αργυρά σκεύη, τα οποία ο πατήρ του είχε πάρει από τον ναόν του Θεού του εν Ιερουσαλήμ. Με τα ιερά αυτά σκεύη έπινον ο βασιλεύς, οι μεγιστάνες τυύ, αι παλλακαί του και αι γυναίκες του.

Δαν. 5,4            ἔπινον οἶνον καὶ ᾔνεσαν τοὺς θεοὺς τοὺς χρυσοῦς καὶ ἀργυροῦς καὶ χαλκοῦς καὶ σιδηροῦς καὶ ξυλίνους καὶ λιθίνους.

Δαν. 5,4                    Επιναν τον οίνον και υμνολογούσαν τους θεούς των, τους χρυσούς και αργυρούς, τους χαλκούς και σιδερένιους, τους ξυλίνους και τους λιθίνους.

Δαν. 5,5            ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐξῆλθον δάκτυλοι χειρὸς ἀνθρώπου καὶ ἔγραφον κατέναντι τῆς λαμπάδος ἐπὶ τὸ κονίαμα τοῦ τοίχου τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ὁ βασιλεὺς ἐθεώρει τοὺς ἀστραγάλους τῆς χειρὸς τῆς γραφούσης.

Δαν. 5,5                     Αίφνης κατά την ώραν εκείνην εβγήκαν δάκτυλοι χειρός ανθρώπου και έγραφαν απέναντι της λυχνίας επάνω στο αμμοκονίαμα του τοίχου του βασιλικού ανακτόρου. Ο βασιλεύς έβλεπε τον καρπόν της χειρός, η οποία έγραφε.

Δαν. 5,6            τότε τοῦ βασιλέως ἡ μορφὴ ἠλλοιώθη, καὶ οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ συνετάρασσον αὐτόν, καὶ οἱ σύνδεσμοι τῆς ὀσφύος αὐτοῦ διελύοντο, καὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ συνεκροτοῦντο.

Δαν. 5,6                    Τοτε η μορφή του βασιλέως ηλλοιώθη από τον φόβον. Αι σκέψστου τον συνετάραξαν, ιί αρθρώσεις της μέσης του σαν να διελύθησαν και τα γόνατά του τρέμοντα συνεκρούοντο το ένα με το άλλο.

Δαν. 5,7            καὶ ἐβόησεν ὁ βασιλεὺς ἐν ἰσχύϊ τοῦ εἰσαγαγεῖν μάγους, Χαλδαίους, γαζαρηνοὺς καὶ εἶπε τοῖς σοφοῖς Βαβυλῶνος· ὃς ἂν ἀναγνῷ τὴν γραφὴν ταύτην καὶ τὴν σύγκρισιν γνωρίσῃ μοι, πορφύραν ἐνδύσεται, καὶ ὁ μανιάκης ὁ χρυσοῦς ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ, καὶ τρίτος ἐν τῇ βασιλείᾳ μου ἄρξει.

Δαν. 5,7                     Ο βασιλεύς εφώναξε με μεγάλην φωνήν να οδηγήσουν εκεί μάγους, Χαλδαίους, αστρολόγους και είπε προς τους σοφούς της Βαβυλώνος· “εκείνος, ο οποίος θα αναγνώση αυτήν την γραφήν και θα καταστήση εις εμέ γνωστόν το νόημά της, θα ενδυθή βασιλικήν πορφύραν, το χρυσούν περιδέραιον θα τεθή στον τράχηλόν του και θα είναι ο τρίτος άρχων στο βασίλειόν μου”.

Δαν. 5,8            καὶ εἰσεπορεύοντο πάντες οἱ σοφοὶ τοῦ βασιλέως καὶ οὐκ ἠδύναντο τὴν γραφὴν ἀναγνῶναι, οὐδὲ τὴν σύγκρισιν γνωρίσαι τῷ βασιλεῖ.

Δαν. 5,8                    Εισήρχοντο τότε εις την αίθουσαν του συμποσίου όλοι οι σοφοί του βασιλέως και δεν ημπορούσαν ούτε να αναγνώσουν την γραφήν, ούτε, φυσικά, και το νόημά της να καταστήσουν γνωστόν στον βασιλέα.

Δαν. 5,9            καὶ ὁ βασιλεὺς Βαλτάσαρ πολὺ ἐταράχθη, καὶ ἡ μορφὴ αὐτοῦ ἠλλοιώθη ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ οἱ μεγιστᾶνες αὐτοῦ συνεταράσσοντο. -

Δαν. 5,9                    Ο βασιλεύς Βαλτάσαρ εταράχθη πολύ. Η μορφή του ηλλοιώθη από τον φόβον. Αλλά και οι μεγιστάνες επίσης συνεκλονίζοντο μαζή μου.

 

                               Η ερμηνεία της γραφής από το Δανιήλ

Δαν. 5,10           Καὶ εἰσῆλθεν ἡ βασίλισσα εἰς τὸν οἶκον τοῦ πότου καὶ εἶπε· βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι· μὴ ταρασσέτωσάν σε οἱ διαλογισμοί σου, καὶ ἡ μορφή σου μὴ ἀλλοιούσθω·

Δαν. 5,10                   Την ώραν εκείνην εισήλθεν η Βασιλομήτωρ εις την αίθουσαν του συμποσίου και είπε· “βασιλεύ, στους αιώνας να ζήσης. Ας μη σε ταράσσουν σκέψεις ζοφεραί και η μορφή σου ας μη αλλοιώνεται από των φόβον.

Δαν. 5,11           ἔστιν ἀνὴρ ἐν τῇ βασιλείᾳ σου, ἐν ᾧ πνεῦμα Θεοῦ, καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ πατρός σου γρηγόρησις καὶ σύνεσις εὑρέθη ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ὁ πατήρ σου ἄρχοντα ἐπαοιδῶν, μάγων, Χαλδαίων, γαζαρηνῶν κατέστησεν αὐτόν,

Δαν. 5,11                   Εις το βασίλειόν σου υπάρχει ένας ανήρ, στον οποίον κατοικεί το Πνεύμα του Θεού, και κατά τας ημέρας του πατρός σου τα πράγματα απέδειξαν, ότι υπήρχεν εις αυτόν εγρήγορσις και σύνεσις. Δια τούτο ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, ο πατήρ σου, τον διώρισε άρχοντα των εξορκιστών των μάγων, των Χαλδαίων, των αστρολόγων.

Δαν. 5,12           ὅτι πνεῦμα περισσὸν ἐν αὐτῷ καὶ φρόνησις καὶ σύνεσις ἐν αὐτῷ, συγκρίνων ἐνύπνια καὶ ἀναγγέλλων κρατούμενα καὶ λύων συνδέσμους, Δανιήλ, καὶ ὁ βασιλεὺς ἐπέθηκεν ὄνομα αὐτῷ Βαλτάσαρ· νῦν οὖν κληθήτω, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἀναγγελεῖ σοι. -

Δαν. 5,12                   Διότι εις αυτόν υπήρχε πλούσιον το Πνεύμα του Θεού. Εχει αυτός φρόνησιν και σύνεσιν, ώστε να ερμηνεύη τα ενύπνια, να αναγγέλλη και αποσαφηνίζη όσα ασαφή ήσαν δια τους άλλους και να λύη δύσκολα προβλήματα. Αυτός είναι ο Δανιήλ, τον οποίον ο βασιλεύς πατέρας σου ωνόμασε Βαλτάσαρ. Ας κληθή, λοιπόν, τώρα εις την αΐθουσαν, δια να σου καταστήση γνωστόν το νόημα της γραφής αυτής”.

Δαν. 5,13           Τότε Δανιὴλ εἰσήχθη ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Δανιήλ· σὺ εἶ Δανιήλ, ὁ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Ἰουδαίας, ἧς ἤγαγεν ὁ βασιλεὺς ὁ πατήρ μου;

Δαν. 5,13                   Τοτε πράγματι ο Δανιήλ ωδηγήθη ενώπιον του βασιλέως, στο οποίον και ο βασιλεύς ειπέ· “συ είσαι ο Δανιήλ, ο από τους Ιουδαίους αιχμαλώτους, τους οποίους ο βασιλεύς πατέρας μου έφερεν εδώ;

Δαν. 5,14           ἤκουσα περὶ σοῦ ὅτι πνεῦμα Θεοῦ ἐν σοί, καὶ γρηγόρησις καὶ σύνεσις καὶ σοφία περισσὴ εὑρέθη ἐν σοί.

Δαν. 5,14                   Ηκουσα δια σε ότι έχεις Πνεύμα Θεού, νήψις δε και σύνεσις και σοφία πλούσια ευρίσκεται εις σε.

Δαν. 5,15           καὶ νῦν εἰσῆλθον ἐνώπιόν μου οἱ σοφοί, μάγοι, γαζαρηνοί, ἵνα τὴν γραφὴν ταύτην ἀναγνῶσι καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτῆς γνωρίσωσί μοι, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν ἀναγγγεῖλαί μοι.

Δαν. 5,15                   Εδώ προσήλθον προ ολίγου ενώπιόν μου οι σοφοί, οι μάγοι, οι αστρολόγοι δια να αναγνώσουν αυτά τα γράμματα και να καταστήσουν γνωστόν εις εμέ το νόημά των. Αλλά δεν ημπόρεσαν τίποτε να είπουν.

Δαν. 5,16           καὶ ἐγὼ ἤκουσα περὶ σοῦ ὅτι δύνασαι κρίματα συγκρῖναι· νῦν οὖν ἐὰν δυνηθῇς τὴν γραφὴν ἀναγνῶναι καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτῆς γνωρίσαι μοι, πορφύραν ἐνδύσῃ, καὶ ὁ μανιάκης ὁ χρυσοῦς ἔσται ἐπὶ τὸν τράχηλόν σου, καὶ τρίτος ἐν τῇ βασιλείᾳ μου ἄρξεις.

Δαν. 5,16                   Εγώ όμως επληροφορήθην δια σέ, ότι ημπορείς να γνωρίσης και να κατανόησης κρίσεις και αποφάσστου Θεού. Εάν, λοιπόν, τώρα ημπορέσης να αναγνώσης την γραφήν αυτήν και να καταστήσης γνωστόν εις εμέ το νόημά της θα ενδυθής βασιλικήν πορφύραν, θα περιβληθής στον τράχηλόν σου χρυσούν περιδέραιον και θα ανακηρυχθής τρίτος αρχών στο βασίλειόν μου”.

Δαν. 5,17           τότε ἀπεκρίθη Δανιὴλ καὶ εἶπεν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως· τὰ δόματά σου σοὶ ἔστω, καὶ τὴν δωρεὰν τῆς οἰκίας σου ἑτέρῳ δός, ἐγὼ δὲ τὴν γραφὴν ἀναγνώσομαι τῷ βασιλεῖ καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτῆς γνωρίσω σοι.

Δαν. 5,17                   Ο Δανιήλ απήντησε τότε και είπε προς τον βασιλέα· “τα δώρα σου ας μείνουν εις σε τα αγαθά του οίκου σου δώσε τα εις άλλον. Εγώ όμως θα αναγνώσω την γραφήν αυτήν εις σε τον βασιλέα και θα καταστήσω γνωστήν εις σε το νόημα της

Δαν. 5,18           Βασιλεῦ, ὁ Θεὸς ὁ ὕψιστος τὴν βασιλείαν καὶ τὴν μεγαλωσύνην καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν ἔδωκε Ναβουχοδονόσορ τῷ πατρί σου,

Δαν. 5,18                   Βασιλεύ, ο Υψιστος Θεός έδωκεν ει τον πατέρα σου, τον Ναβουχοδονόσορα μεγαλείον και τιμήν και δόξαν.

Δαν. 5,19           καὶ ἀπὸ τῆς μεγαλωσύνης, ἧς ἔδωκεν αὐτῷ, πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι ἦσαν τρέμοντες καὶ φοβούμενοι ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ· οὓς ἠβούλετο αὐτὸς ἀνῄρει, καὶ οὓς ἠβούλετο αὐτὸς ἔτυπτε, καὶ οὓς ἠβούλετο αὐτὸς ὕψου, καὶ οὓς ἠβούλετο αὐτὸς ἐταπείνου.

Δαν. 5,19                   Εξ αιτίας του μεγαλείου αυτού, που του έδωσεν ο Θεός, όλοι οι λαοί, αι φυλαί και αι γλώσσαι της γης τον έτρεμαν και τον εφοβούντο. Αυτός, εκείνους τους οποίους ήθελεν, εφόνευε και εκείνους, τους οποίους ήθελεν, εκτυπούσε. Αυτός εκείνους τους οποίους ήθελε, ύψωνε και εδόξαζεν, εκείνους δε τους οποίους ήθελεν εταπείνωνε.

Δαν. 5,20           καὶ ὅτε ὑψώθη ἡ καρδία αὐτοῦ καὶ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐκραταιώθη τοῦ ὑπερηφανεύσασθαι, κατηνέχθη ἀπὸ τοῦ θρόνου τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἡ τιμὴ ἀφῃρέθη ἀπ᾿ αὐτοῦ,

Δαν. 5,20                  Οταν όμως η καρδία του εκυριεύθη από υψηλοφροσύνην και αλαζονείαν και το πνεύμα του εξ αιτίας της υπερηφανείας του εσκληρύνθη, εκρημνίθη από τον θρόνον τον βασιλικόν και αφηρέθη από αυτόν η τιμή και η δόξα.

Δαν. 5,21           καὶ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐξεδιώχθη, καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ μετὰ τῶν θηρίων ἐδόθη, καὶ μετὰ τῶν ὀνάγρων ἡ κατοικία αὐτοῦ, καὶ χόρτον ὡς βοῦν ἐψώμιζον αὐτόν, καὶ ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐβάφη, ἕως οὗ ἔγνω ὅτι κυριεύει ὁ Θεὸς ὕψιστος τῆς βασιλείας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ᾧ ἂν δόξῃ, δώσει αὐτήν.

Δαν. 5,21                   Εξεδιώχθη από την κοινωνίαν των ανθρώπων, κατά δε την καρδίαν μετεβλήθη και έμεινεν όμοιος με τα αγρία θηρία. Εζούσε με τους αγρίους όνους, έτρωγεν αντί άρτου χορτάρι ωσάν τα βόϊδια και το σώμα του εμούσκευεν και ήλλαξε χρώμα από την δρόσον του ουρανού. Εις την κατάστασιν αυτήν της φρενοβλαβείας έμεινε, μέχρις ότου ανεγνώρισεν ότι ο Υψιστος Θεός είναι κύριος της βασιλείας των ανθρώπων και δίδει αυτήν εις εκείνον, τον οποίον αυτός πρστιμά και θέλει.

Δαν. 5,22           καὶ σὺ οὖν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Βαλτάσαρ οὐκ ἐταπείνωσας τὴν καρδίαν σου κατενώπιον τοῦ Θεοῦ· οὐ πάντα ταῦτα ἔγνως;

Δαν. 5,22                  Και συ, λοιπόν, Βαλτάσαρ, ο υιός αυτού, δεν εταπείνωσες την ψυχήν σου ενώπιον του Θεού. Δεν τα είχες πληροφορηθή όλα αυτά;

Δαν. 5,23           καὶ ἐπὶ τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ὑψώθης, καὶ τὰ σκεύη τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἤνεγκαν ἐνώπιόν σου, καὶ σὺ καὶ οἱ μεγιστᾶνές σου καὶ αἱ παλλακαί σου καὶ αἱ παράκοιτοί σου οἶνον ἐπίνετε ἐν αὐτοῖς, καὶ τοὺς θεοὺς τοὺς χρυσοῦς καὶ ἀργυροῦς καὶ χαλκοῦς καὶ σιδηροῦς καὶ ξυλίνους καὶ λιθίνους, οἳ οὐ βλέπουσι καὶ οἳ οὐκ ἀκούουσι καὶ οὐ γινώσκουσιν, ᾔνεσας καὶ τὸν Θεόν, οὗ ἡ πνοή σου ἐν χειρὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοί σου, αὐτὸν οὐκ ἐδόξασας.

Δαν. 5,23                  Και όμως επέδειξες αλαζονείαν και υψηλοφροσύνην εναντίον του Θεού του ουρανού. Και απόδειξις, ότι έφεραν ενώπιόν σου τα σκεύη του ναού του· και συ και οι μεγιστάνες σου και αι παλλακαί σου και αι γυναίκες σου επίνατε οίνον με αυτά. Κατά δε το διάστημα της ευωχίας σας υμνολογήσατε τους θεούς τους ιδικούς σας, τους χρυσούς και αργυρούς, και χαλκίνους και σιδηρένιους και ξυλίνους και λιθίνους, οι οποίοι ούτε βλέπουν, ούτε ακούουν, ούτε γνωρίζουν τίποτε. Αυτούς, λοιπόν, συ εδοξολόγησες, τον δε Θεόν, εις τα χέρια του οποίου ευρίσκεται η αναπνοή σου και όλαι αι πορείαι της ζωής σου, αυτόν δεν τον εδόξασες.

Δαν. 5,24           διὰ τοῦτο ἐκ προσώπου αὐτοῦ ἀπεστάλη ἀστράγαλος χειρὸς καὶ τὴν γραφὴν ταύτην ἐνέταξε.

Δαν. 5,24                  Δια τούτο εκ μέρους αυτού, απεστάλη ο καρπός της χειρός και έγραψε την γραφήν αυτήν επάνω στον τοίχον.

Δαν. 5,25           καὶ αὕτη ἡ γραφὴ ἐντεταγμένη· μανή, θεκέλ, φάρες.

Δαν. 5,25                  Και αυτή η αποτυπωμένη επάνω στον τοίχον γραφή λέγει· “μανή, θεκέλ, φάρες”.

Δαν. 5 ,26          τοῦτο τὸ σύγκριμα τοῦ ῥήματος· μανή, ἐμέτρησεν ὁ Θεὸς τὴν βασιλείαν σου καὶ ἐπλήρωσεν αὐτήν·

Δαν. 5,26                  Ακουσε, λοιπόν, και την ερμηνείαν της γραφής αυτής· μανή, σημαίνει· Ο Θεός εμέτρησε την βασίλειάν σου και την συνεπλήρωσε.

Δαν. 5,27           θεκέλ, ἐστάθη ἐν ζυγῷ καὶ εὑρέθη ὑστεροῦσα·

Δαν. 5,27                  Θεκέλ σημαίνει· Ετέθη επάνω στον ζυγόν, εζυγίσθη και ευρέθη λιποβαρής.

Δαν. 5,28           φάρες, διῄρηται ἡ βασιλεία σου, καὶ ἐδόθη Μήδοις καὶ Πέρσαις. -

Δαν. 5,28                  Φαρες σημαίνει· Εχει διαιρεθή πλέον η βασιλεία σου και εδόθη στους Μηδους και στους Πέρσας.

Δαν. 5,29           Καὶ εἶπε Βαλτάσαρ καὶ ἐνέδυσαν τὸν Δανιὴλ πορφύραν καὶ τὸν μανιάκην τὸν χρυσοῦν περιέθηκαν περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ, καὶ ἐκήρυξε περὶ αὐτοῦ εἶναι αὐτὸν ἄρχοντα τρίτον ἐν τῇ βασιλείᾳ.

Δαν. 5,29                  Αμέσως ο Βαλτάσαρ διέταξε και ενέδυσαν τον Δανιήλ την βασιλικήν πορφύραν, έθεσαν περί τον τράχηλόν του το χρυσούν περιδέραιον και δια κήρυκος ανήγγειλεν ότι ο Δανιήλ είναι ο τρίτος αρχών στο βασίλειόν του.

Δαν. 5,30           ἐν αὐτῇ τῇ νυκτὶ ἀνῃρέθη Βαλτάσαρ ὁ βασιλεὺς ὁ Χαλδαίων.

Δαν. 5,30                  Κατά την ιδίαν όμως εκείνην νύκτα εφονεύθη ο Βαλτάσαρ, ο βασιλεύς των Χαλδαίων.

Δαν. 5,31           καὶ Δαρεῖος ὁ Μῆδος παρέλαβε τὴν βασιλείαν, ὢν ἐτῶν ἑξήκοντα δύο.

Δαν. 5,31                   Την δε βασιλείαν του παρέλαβε Δαρείος ο Μήδος, όταν ήτο ηλικίας εξήκοντα δύο ετών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- Ο ΔΑΝΙΗΛ ΣΤΟ ΛΑΚΚΟ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ

                            Οι αντίπαλοι του Δανιήλ του στήνουν παγίδα

Δαν. 6,1            Καὶ ἤρεσεν ἐνώπιον Δαρείου καὶ κατέστησεν ἐπὶ τῆς βασιλείας σατράπας ἑκατὸν εἴκοσι τοῦ εἶναι αὐτοὺς ἐν ὅλῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ

Δαν. 6,1                     Εφάνη αρεστόν στον Δαρείον να εγκαταστήση, όπως και εγκατέστησε, στο βασίλειόν του εκατόν είκοσι σατράπας, δια να είναι αυτοί άρχοντες εις όλην την αυτοκρατοριάν του.

Δαν. 6,2            καὶ ἐπάνω αὐτῶν τακτικοὺς τρεῖς, ὧν ἦν Δανιὴλ εἷς ἐξ αὐτῶν, τοῦ ἀποδιδόναι αὐτοῖς τοὺς σατράπας λόγον, ὅπως ὁ βασιλεὺς μὴ ἐνοχλῆται.

Δαν. 6,2                    Επάνω δε από αυτούς ετοποθέτησε τρεις ανωτάτους διοικητάς. Ενας αυτό αυτούς ήτο ο Δανιήλ. Οι εκατόν είκοσι σατράπαι ήσαν υποχρεωμένοι να λογοδοτούν στους τρεις αυτούς, δια να μη ενοχλήται ο βασιλεύς.

Δαν. 6,3            καὶ ἦν Δανιὴλ ὑπὲρ αὐτούς, ὅτι πνεῦμα περισσὸν ἐν αὐτῷ. καὶ ὁ βασιλεὺς κατέστησεν αὐτὸν ἐφ᾿ ὅλης τῆς βασιλείας αὐτοῦ.

Δαν. 6,3                    Ο Δανιήλ υπερείχεν από όλους, διότι είχε πλούσιον πνεύμα Θεού. Ο δε βασιλεύς διώρισεν αυτόν γενικόν αρχηγόν όλου του βασιλείου του.

Δαν. 6,4            καὶ οἱ τακτικοὶ καὶ οἱ σατράπαι, ἐζήτουν πρόφασιν εὑρεῖν κατὰ Δανιήλ· καὶ πᾶσαν πρόφασιν καὶ παράπτωμα καὶ ἀμπλάκημα οὐχ εὗρον κατ᾿ αὐτοῦ, ὅτι πιστὸς ἦν.

Δαν. 6,4                    Οι δύο ανώτατοι διοικηταί και οι εκατόν είκοσι σατράπαι εζητούσαν, δια λόγους φθόνου, να εύρουν κάποιον κατηγορίαν εναντίον του Δανιήλ. Δεν ημπορούσαν όμως να εύρουν καμμίαν αιτίαν και κανένα παράπτωμα και κανένα σφάλμα εις αυτόν, διότι ήτο πιστός στον βασιλέα και εις τα καθήκοντά του.

Δαν. 6,5            καὶ εἶπον οἱ τακτικοί· οὐχ εὑρήσομεν κατὰ Δανιὴλ πρόφασιν, εἰ μὴ ἐν νομίμοις Θεοῦ αὐτοῦ. -

Δαν. 6,5                    Είπαν, λοιπόν, τότε οι δύο ανώτατοι διοικηταί· “δεν θα κατορθώσωμεν να εύρωμεν εναντίον του Δανιήλ αιτίαν κατηγορίας, ειμή μόνον κάτι, που να σχετίζεται με τους νόμους του Θεού του”.

Δαν. 6,6            Τότε οἱ τακτικοὶ καὶ οἱ σατράπαι παρέστησαν τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπαν αὐτῷ· Δαρεῖε βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι·

Δαν. 6,6                    Τοτε οι δύο ανώτατοι διοικηταί και οι σατράπαι παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως και του είπαν· “Δαρείε βασιλεύ, να ζήσης στους αιώνας.

Δαν. 6,7            συνεβουλεύσαντο πάντες οἱ ἐπὶ τῆς βασιλείας σου στρατηγοὶ καὶ σατράπαι, ὕπατοι καὶ τοπάρχαι, τοῦ στῆσαι στάσει βασιλικῇ καὶ ἐνισχῦσαι ὁρισμόν, ὅπως ὃς ἂν αἰτήσῃ αἴτημα παρὰ παντὸς θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἕως ἡμερῶν τριάκοντα, ἀλλ᾿ ἢ παρὰ σοῦ, βασιλεῦ, ἐμβληθήσεται εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων.

Δαν. 6,7                    Συνεφώνησαν όλοι οι στρατηγοί και οι σατράπαι και οι ύπατοι και οι τοπάρχαι της βασιλείας σου, να εκδοθή και να τεθή εν ισχύϊ βασιλική διαταγή, σύμφωνα με την οποίαν εκείνος, που θα ζητήση κάτι από οιονδήποτε άλλον, από Θεού μέχρις ανθρώπων, επί τριάκοντα ημέρας, έκτος από σένα, βασιλεύ, να ρίπτεται στον λάκκον των λεόντων.

Δαν. 6,8            νῦν οὖν, βασιλεῦ, στῆσον τὸν ὁρισμὸν καὶ ἔκθες γραφήν, ὅπως μὴ ἀλλοιωθῇ τὸ δόγμα Περσῶν καὶ Μήδων.

Δαν. 6,8                    Τωρα, λοιπόν, βασιλεύ, υπόγραψε αυτήν την διαταγήν, δώσε την να κοινοποιηθή, ώστε να μη έχη κανείς το δικαίωμα να τροποποίηση, πολύ δε περισσότερον να ακυρώση την βασιλικήν απόφασιν του βασιλέως Μηδων και Περσών”.

Δαν. 6,9            τότε ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος ἐπέταξε γραφῆναι τὸ δόγμα. -

Δαν. 6,9                    Τοτε ο βασιλεύς Δαρείος, καλή τη πίστει, διέταξε να δημοσιευθή το βασιλικόν αυτό διάταγμα.

Δαν. 6,10           Καὶ Δανιήλ, ἡνίκα ἔγνω ὅτι ἐνετάγη τὸ δόγμα, εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ αἱ θυρίδες ἀνεῳγμέναι αὐτῷ ἐν τοῖς ὑπερῴοις αὐτοῦ κατέναντι Ἱερουσαλήμ, καὶ καιροὺς τρεῖς τῆς ἡμέρας ἦν κάμπτων ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ καὶ προσευχόμενος καὶ ἐξομολογούμενος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἦν ποιῶν ἔμπροσθεν.

Δαν. 6,10                  Ο Δανιήλ, όταν επληροφορήθη ότι εδημοσιεύθη το βασιλικόν αυτό διάταγμα, εισήλθεν στον οίκον του. Τα παράθυρα του υπερώου του ήσαν ανοικτά απέναντι από την Ιερουσαλήμ. Τρεις δε φοράς την ημέραν έκαμπτε τα γόνατα, προσηύχετο και εδοξολογούσε τον Θεόν, όπως έκαμνε και κατά τον προηγούμενον χρόνον.

Δαν. 6,11           τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι παρετήρησαν καὶ εὗρον τὸν Δανιὴλ ἀξιοῦντα καὶ δεόμενον τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ.

Δαν. 6,11                   Τοτε οι άνδρες εκείνοι παρηκολούθησαν τον Δανιήλ και τον ευρήκαν να προσεύχεται και να, παρακαλή τον Θεόν

Δαν. 6,12           καὶ προσελθόντες λέγουσι τῷ βασιλεῖ· βασιλεῦ, οὐχ ὁρισμὸν ἔταξας, ὅπως πᾶς ἄνθρωπος, ὃς ἂν αἰτήσῃ παρὰ παντὸς θεοῦ καὶ ἀνθρώπου αἴτημα ἕως ἡμερῶν τριάκοντα, ἀλλ᾿ ἢ παρὰ σοῦ, βασιλεῦ, ἐμβληθήσεται εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων; καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀληθινὸς ὁ λόγος, καὶ τὸ δόγμα Μήδων καὶ Περσῶν οὐ παρελεύσεται.

Δαν. 6,12                  Παρουσιάσθησαν στον βασιλέα κα είπαν προς αυτόν· “βασιλεύ, συ δεν υπέγραψες και εδημοσίευσες διαταγήν να ρίπτεται στον λάκκον των λεόντων κάθε άνθρωπος, ο οποίος θα εζητούσε κάτι από οιονδήποτε άλλον, από Θεού μέχρις ανθρώπου, επί τριάκοντα ημέρας, ειμή μόνον από σέ, βασιλεύ;” Ο βασιλεύς απήντησεν· “ορθός είναι ο λόγος αυτός και η διαταγή του βασιλέως των Μηδών και των Περσών, καθ' ο αλάθητος, δεν πρόκειται να ακυρωθή.

Δαν. 6,13           τότε ἀπεκρίθησαν καὶ λέγουσιν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως· Δανιὴλ ὁ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Ἰουδαίας οὐχ ὑπετάγη τῷ δόγματί σου, καὶ καιροὺς τρεῖς τῆς ἡμέρας αἰτεῖ παρὰ τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ τὰ αἰτήματα αὐτοῦ.

Δαν. 6,13                   Τοτε οι άνδρες εκείνοι απεκρίθησαν και είπαν ενώπιον του βασιλέως· “ο Δανιήλ, ένας από τους αιχμαλώτους Ιουδαίους, δεν υπετάχθη εις την διαταγήν σου και τρεις φορές εκάστην ημέραν προσεύχεται προς τον Θεόν και υποβάλλει εις αυτόν τα αιτήματά του”.

Δαν. 6,14           τότε ὁ βασιλεύς, ὡς τὸ ῥῆμα ἤκουσε, πολὺ ἐλυπήθη ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ περὶ τοῦ Δανιὴλ ἠγωνίσατο τοῦ ἐξελέσθαι αὐτὸν καὶ ἕως ἑσπέρας ἦν ἀγωνιζόμενος τοῦ ἐξελέσθαι αὐτόν.

Δαν. 6,14                  Τοτε ο βασιλεύς, όταν ήκουσεν αυτόν τον λόγον, ελυπήθη παρά πολύ δια τούτο και κατέβαλεν αγώνας, δια να σώση τον Δανιήλ από την καταδίκην. Μέχρι δε της εσπέρας ηγωνίζετο να τον γλυτώση.

 

                             Ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων και η θαυμαστή σωτηρία του

Δαν. 6,15           τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι λέγουσι τῷ βασιλεῖ· γνῶθι, βασιλεῦ, ὅτι τὸ δόγμα Μήδοις καὶ Πέρσαις τοῦ πᾶν ὁρισμὸν καὶ στάσιν, ἣν ἂν ὁ βασιλεὺς στήσῃ, οὐ δεῖ παραλλάξαι. -

Δαν. 6,15                   Τοτε οι άνδρες εκείνοι είπαν στον βασιλέα· “έχε υπ' όψιν σου, βασιλεύ, ότι σύμφωνα με τον νόμον των Μηδων και των Περσών, κανένα διάταγμα, καμμία απαγόρευσις εκδιδομένη υπό του βασιλέως δεν τροποποιείται και πολύ περισσότερον δεν ακυρώνεται”.

Δαν. 6,16           Τότε ὁ βασιλεὺς εἶπε καὶ ἤγαγον τὸν Δανιὴλ καὶ ἐνέβαλον αὐτὸν εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων· καί εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Δανιήλ· ὁ Θεός σου, ᾧ σὺ λατρεύεις ἐνδελεχῶς, αὐτὸς ἐξελεῖταί σε.

Δαν. 6,16                  Τοτε ο βασιλεύς διέταξε και έφεραν τον Δανιήλ και τον έρριψαν στον λάκκον των λεόντων. Είπε δε ο βασιλεύς στον Δανιήλ· “ο Θεός σου, τον οποίον συ λατρεύεις πάντοτε, αυτός θα σε γλυτώση από τον κίνδυνον”.

Δαν. 6,17           καὶ ἤνεγκαν λίθον καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ λάκκου, καὶ ἐσφραγίσατο ὁ βασιλεὺς ἐν τῷ δακτυλίῳ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ δακτυλίῳ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ, ὅπως μὴ ἀλλοιωθῇ πρᾶγμα ἐν τῷ Δανιήλ.

Δαν. 6,17                   Εφεραν ένα λίθον και τον έθεσαν στο άνοιγμα του λάκκου, ο δε βασιλεύς εσφράγισεν αυτόν με το δακτυλίδι του και με τα δακτυλίδια των μεγιστάνων του, ώστε να μη γίνη καμμία τροποποίησις ευνοούσα τον Δανιήλ.

Δαν. 6,18           καὶ ἀπῆλθεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἄδειπνος, καὶ ἐδέσματα οὐκ εἰσήνεγκαν αὐτῷ καὶ ὁ ὕπνος ἀπέστη ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ ἔκλεισεν ὁ Θεὸς τὰ στόματα τῶν λεόντων, καὶ οὐ παρηνώχλησαν τῷ Δανιήλ.

Δαν. 6,18                  Ο βασιλεύς καταλυπημένος επανήλθεν στο ανάκτορόν του και έπεσε προς ύπνον χωρίς βραδυνόν φαγητόν. Εδωσεν εντολήν να μη του φέρουν καθόλου φαγητά. Ο ύπνος του όμως έφυγεν από τα βλέφαρά του. Ο Θεός όμως έκλεισε τα στόματα των λεόντων και δεν παρηνόχλησαν καθόλου τον Δανιήλ.

Δαν. 6,19           τότε ὁ βασιλεὺς ἀνέστη τὸ πρωΐ ἐν τῷ φωτὶ καὶ ἐν σπουδῇ ἦλθεν ἐπὶ τὸν λάκκον τῶν λεόντων·

Δαν. 6,19                  Οταν ήλθεν η πρωΐα και το φως ηπλώθη, ηγέρθη ο βασιλεύς και βιαστικός έτρεξεν στον λάκκον των λεόντων.

Δαν. 6,20           καὶ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν τῷ λάκκῳ ἐβόησε φωνῇ ἰσχυρᾷ· Δανιήλ, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Θεός σου, ᾧ σὺ λατρεύεις ἐνδελεχῶς, εἰ ἠδυνήθη ἐξελέσθαι σε ἐκ τοῦ στόματος τῶν λεόντων;

Δαν. 6,20                  Καθώς δε επλησίαζεν στον λάκκον εφώναξε με φωνήν ισχυράν· “Δανιήλ, δούλε του Θεού του ζώντος, ο Θεός τον οποίον συ πάντοτε λατρεύεις ημπόρεσε να σε σώση από το στόμα των λεόντων;”

Δαν. 6,21           καὶ εἶπε Δανιὴλ τῷ βασιλεῖ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι.

Δαν. 6,21                  Ο Δανιήλ απήντησεν στον βασιλέα· “βασιλεύ, στους αιώνας να ζήσης.

Δαν. 6,22           ὁ Θεός μου ἀπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ, καὶ ἐνέφραξε τὰ στόματα τῶν λεόντων, καὶ οὐκ ἐλυμήναντό με, ὅτι κατέναντι αὐτοῦ εὐθύτης εὑρέθη ἐμοί· καὶ ἐνώπιον δέ σου, βασιλεῦ, παράπτωμα οὐκ ἐποίησα.

Δαν. 6,22                  Ο Θεός μου έστειλε τον άγγελόν του και έκλεισε τα στόματα των λεόντων. Και έτσι κανείς από αυτούς δεν με έβλαψε, διότι εγώ το ορθόν και ευθές έπραξα απέναντι του Θεού μου. Αλλά και απέναντί σου, βασιλεύ, δεν διέπραξα κανένα σφάλμα”.

Δαν. 6,23           τότε ὁ βασιλεὺς πολὺ ἠγαθύνθη ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ τὸν Δανιὴλ εἶπεν ἀνενέγκαι ἐκ τοῦ λάκκου. καὶ ἀνηνέχθη Δανιὴλ ἐκ τοῦ λάκκου, καὶ πᾶσα διαφθορὰ οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτῷ, ὅτι ἐπίστευσεν ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ.

Δαν. 6,23                  Ο βασιλεύς εδοκίμασε μεγάλην χαράν και διέταξε να βγάλουν αμέσως τον Δανιήλ από τον λάκκον. Πράγματι τον ανέσυραν από τον λάκκον και τον ευρήκαν ακέραιον και αβλαβή, διότι είχε μεγάλην πίστιν προς τον Θεόν.

Δαν. 6,24           καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς, καὶ ἠγάγοσαν τοὺς ἄνδρας τοὺς διαβαλόντας τὸν Δανιήλ, καὶ εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων ἐνεβλήθησαν, αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν· καὶ οὐκ ἔφθασαν εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ λάκκου, ἕως οὗ ἐκυρίευσαν αὐτῶν οἱ λέοντες καὶ πάντα τὰ ὀστᾶ αὐτῶν ἐλέπτυναν. -

Δαν. 6,24                  Ο βασιλεύς διέταξε τότε και έφεραν τους άνδρας, οι οποίοι είχαν συκοφαντήσει τον Δανιήλ, και τους έρριψαν στον λάκκον των λεόντων, αυτούς και τα παιδιά των και τας γυναίκας των. Πριν δε καλά καλά φθάσουν αυτοί στον πυθμένα του λάκκου, οι λέοντες τους ήρπασαν και συνέτριψαν όλα τα κόκκαλα των.

Δαν. 6,25           Τότε Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς ἔγραψε πᾶσι τοῖς λαοῖς, φυλαῖς, γλώσσαις, τοῖς οἰκοῦσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ· εἰρήνη ὑμῖν πληθυνθείη·

Δαν. 6,25                  Τοτε ο Δαρείος ο βασιλεύς εκοινοποίησεν έγγραφον εγκύκλιον προς όλους τους ανθρώπους των λαών, φυλών και γλωσσών, οι οποίοι κατοικούσαν καθ' όλην την έκτασιν της αυτοκρατορίας του και είπεν· “εύχομαι να έχετε πάντοτε πλουσίαν και αδιατάρακτον την ειρήνην.

Δαν. 6,26           ἐκ προσώπου μου ἐτέθη δόγμα τοῦτο ἐν πάσῃ ἀρχῇ τῆς βασιλείας μου εἶναι τρέμοντας καὶ φοβουμένους ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ Δανιήλ, ὅτι αὐτός ἐστι Θεὸς ζῶν καὶ μένων εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ οὐ διαφθαρήσεται, καὶ ἡ κυριεία αὐτοῦ ἕως τέλους·

Δαν. 6,26                  Εβγήκεν εκ μέρους μου τούτο το διάταγμα προς όλας τας αρχάς και εξουσίας του βασιλείου μου· Οι υπήκοοί μου να τρέμουν και να φοβούνται τον Θεόν του Δανιήλ, διότι αυτός είναι ο ζων Θεός, ο αιώνιος, ο μένων στους αιώνας. Η βασιλεία αυτού ουδέποτε θα καταστραφή και η κυριαρχία του θα είναι χωρίς τέρμα.

Δαν. 6,27           ἀντιλαμβάνεται καὶ ῥύεται καὶ ποιεῖ σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, ὅστις ἐξείλατο τὸν Δανιὴλ ἐκ χειρὸς τῶν λεόντων.

Δαν. 6,27                  Αναλαμβάνει υπό την προστασίαν του κάθε πιστόν και τον σώζει από οιονδήποτε κίνδυνον, κάμνει σημεία και τέρατα στον ουρανόν και εις την γην. Είναι αυτός, ο οποίος έσωσε τον Δανιήλ από το στόμα των λεόντων”.

Δαν. 6,28           καὶ Δανιὴλ κατηύθυνεν ἐν τῇ βασιλείᾳ Δαρείου καὶ ἐν τῇ βασιλείᾳ Κύρου τοῦ Πέρσου.

Δαν. 6,28                  Ο δε Δανιήλ ευδοκιμούσε και προήγετο εις την βασιλείαν του Δαρείου και εις την βασιλείαν του Κυρου, βασιλέως των Περσών.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α

1

2

3

Β Γ 4 5 6 7 8 9 10 11 12 Δ