ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ

 

 Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΩΣ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

 

ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

 

Με το πολυδιάστατο και πανανθρώπινο φαινόμενο της θρησκείας ασχολείται η Θρησκειολογία, η οποία έχει ως αντικείμενο την επιστημονική έρευνα και των δύο όψεών της, δηλαδή την έρευνα τόσο της θρησκείας γενικά, όσο και των επιμέρους θρησκειών του κόσμου ειδικά. Στην έρευνα της θρησκείας γενικά ανήκει το έργο του προσδιορισμού της έννοιάς της, δηλαδή τι είναι θρησκεία.

 

Αν και έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να δοθεί ένας ακριβής ορισμός της θρησκείας, αποδείχτηκε ότι είναι σχεδόν αδύνατο να δοθεί ένας επιστημονικά διατυπωμένος ορισμός. Βέβαια έχουν δοθεί πολλοί ορισμοί ανάλογα με το αφετηριακό σημείο, από το οποίο ξεκινούν οι ερευνητές της θρησκείας, γι' αυτό και πολλές φορές δημιουργείται μια σύγχυση. Υπάρχουν ορισμοί από την πλευρά της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της εθνολογίας, της θεολογίας. Αυτό δείχνει την πολυμορφία που έχει το φαινόμενο της θρησκείας. Γενικά όμως πρόκειται για ένα είδος εσωτερικής εμπειρίας του ανθρώπου στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια σχέση με κάτι που είναι διαφορετικό από τον ίδιο. Είναι μια σχέση του ανθρώπου με κάτι άλλο, με κάτι πιο ανώτερο από αυτόν.

 

Μέσα σε κάθε μορφή θρησκείας, ακόμα και στην ειδωλολατρία, ο Απόστολος Παύλος έβλεπε την προσπάθεια του ανθρώπου να αναζητήσει το Θεό, μήπως τον ψηλαφήσει και τον ανακαλύψει (Πράξεις 17,27).

 

Η ύπαρξη πολλών ορισμών για τη θρησκεία συμβαίνει, διότι το κεντρικό αντικείμενο της θρησκείας:

 

1. εμφανίζει μια εξαιρετική πολυμορφία: Το αντικείμενο αυτό υπάρχει τόσο στον ενικό (π.χ. Θεός, Μπράχμαν) όσο και στον πληθυντικό (π.χ. θεοί, πνεύματα, πρόγονοι), τόσο ως απρόσωπο όσο και προσωπικό. Ακόμη υπάρχει τόσο ως αρσενικό ή θηλυκό, όσο και ως ουδέτερο (π.χ. φετίχ), τόσο ως υπερβατικό όσο και ως εγκόσμιο. Επειδή αδυνατούν να συμπεριλάβουν όλες αυτές τις μορφές οι ορισμοί που δίνονται στη θρησκεία συμπεριλαμβάνουν συνήθως κάποιες ή και μόνο μία από αυτές, αποκλείοντας έτσι τις άλλες.

 

2. δεν προσδιορίζεται ως προς την ουσία του από κάποιο ορισμό: αν προσπαθήσουμε να βρούμε αυτήν την ουσία εντοπίζοντας το κοινό στοιχείο όλων των παραπάνω μορφών και αν αυτό το κοινό στοιχείο είναι το «θείο» ή η «θεότητα», είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε τι είναι «θεότητα». Συχνά η «θεότητα» αποδίδεται από τους θρησκειολόγους με τις λέξεις «απολυτότητα» ή «ιερότητα». Τότε το αντικείμενο της θρησκείας γενικά ονομάζεται το «απόλυτο» ή το «ιερό». Όμως, αν και αόριστα αισθανόμαστε τι θέλουν να πουν αυτές οι λέξεις, είναι αδύνατο να ορίσουμε ακριβώς το νόημά τους. Έτσι, οι ορισμοί του απόλυτου ή του ιερού περιγράφουν, κατά κανόνα, όχι τι είναι το ίδιο το απόλυτο ή το ιερό, αλλά τους διάφορους τρόπους με τους οποίους εμείς το αντιλαμβανόμαστε, π.χ. ως μια δύναμη, όπως στον ορισμό «ο Θεός είναι μια ανώτερη δύναμη» ή ως κάτι που υπερβαίνει τον κόσμο και είναι συνεπώς «υπερφυσικό».

Παράδειγμα ορισμού της θρησκείας, μέσα από έναν τέτοιο ορισμό του απόλυτου, μπορεί να είναι το εξής: «θρησκεία είναι η πίστη στην οποία καταλήγει ο άνθρωπος με τη βοήθεια της νόησης, της αίσθησης, της επιθυμίας, της πράξης για την ύπαρξη υπερφυσικών, προσωπικών ή απρόσωπων δυνάμεων, από τις οποίες αισθάνεται ότι εξαρτάται και τις οποίες επιδιώκει να εξευμενίσει». Αυτή είναι η άποψη του γνωστού θρησκειολόγου Χέλμουτ Γκλάζεναπ. (Οι πέντε μεγάλες θρησκείες, Αθήνα χ.χ., μτφρ. Ν. Βρεττάκου, σ. II).

Κατά τους κοινωνιολόγους η θρησκεία ορίζεται σαν ένα σύστημα δοξασιών και πράξεων, που εμπνέει μια Υπέρτατη Ύπαρξη και χρησιμοποιεί μια ομάδα ανθρώπων για να αντιμετωπίσει τα έσχατα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής.

Ο γνωστός μεγάλος ψυχολόγος Καρλ Γιούγκ πιστεύει ότι «το θεϊκό είναι μια ακούσια κατάσταση του υποκειμένου, όποια κι αν είναι η αιτία του. Εν πάση περιπτώσει, η θρησκευτική διδασκαλία και η κοινή γνώμη παντού και πάντα εξηγούν την κατάσταση αυτή σαν οφειλόμενη σε μια αιτία εξωτερική προς το άτομο» (Ψυχολογία και Θρησκεία, εκδ. Αρίων, σελ. 9).

Θρησκειολόγοι, όπως ο Ρούντολφ Όττο (1869 -1939), έδειξαν ότι το απόλυτο μπορεί μόνο να βιωθεί και όχι να οριστεί. Στην Καινή Διαθήκη υπάρχει ένας περιεκτικός ορισμός της θρησκείας, η οποία συγκεφαλαιώνεται στην αγάπη προς τους πάσχοντες συνανθρώπους μας και στην ενάρετη ζωή (Επιστολή Ιακώβου 1,26-27).

 

Εκείνο που ωθεί τον άνθρωπο στη δημιουργία της σχέσης με το Θείο είναι η επιθυμία να δώσει απάντηση σε πολλά ερωτήματα και διέξοδο σε πολλά «κενά» που προκύπτουν καθημερινά στη ζωή του: ο θάνατος, ο πόνος, η εχθρότητα, ο φόβος, η αρρώστια, η ύπαρξη του κακού κ.τ.λ. «Όταν οι άνθρωποι, λέει ένας κοινωνιολόγος, αντιλαμβάνονται το χάσμα ανάμεσα στις ελπίδες και την πραγματικότητα της ύπαρξής τους, τότε αναζητούν γεφύρωμα αυτού του χάσματος με ένα «άλμα της πίστης», που είναι έξοδος από τον κόσμο και μεταφράζεται: δεν είναι αυτός ο κόσμος, δεν είναι αυτή η αλήθεια. Κάποτε, κάπου, κάπως ο πόνος και το κακό θα νικηθούν. Η πολύ ποικιλία στις αντιλήψεις για την ώρα, το μέρος και τον τρόπο μετρά την έκταση της θρησκευτικής έκφρασης».

 

 

ΙΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 

Για καλύτερη κατανόηση και ταυτόχρονα βίωση   της σχέσης του με το θείο ο πιστός χρησιμοποιεί ποικίλους τρόπους έκφρασης που έχουν πάντοτε σχέση με όλους τους τομείς της ζωής. Ο άνθρωπος προσπαθεί να αναγάγει σε μια θεία σχέση, να ιεροποιήσει τη ζωή και το θάνατο (θεοί της ζωής και του θανάτου), τον πόλεμο και την ειρήνη (θεοί του πολέμου και της ειρήνης), την ησυχία και την εγρήγορση (Ταοϊσμός, προφήτες της Π.Δ.), την αφθονία και το μέτρο, την κοινωνικότητα και τη μοναξιά (ρωμαϊκή θρησκεία, θρησκείες ηρώων μιας φυλής, Βουδισμός), την οικονομία και την εργασία, τη γη, τον κόσμο, τον άνθρωπο, το υπερκόσμιο.

Τέτοιας λογής αντιλήψεις οδήγησαν στην υιοθέτηση της άποψης ότι μέσω της θρησκείας γίνεται διάκριση δύο στοιχείων, τα οποία κυριαρχούν στον κόσμο: του ιερού και του κοσμικού στοιχείου.

Το ιερό στοιχείο αναφέρεται πάντοτε στο Θείο, έχει άμεση σχέση με τη θρησκεία, ενώ το κοσμικό στοιχείο γίνεται αφορμή για την αποϊεροποίηση και βεβήλωση της ζωής. Έτσι ανάμεσα στη θρησκεία και στη ζωή δημιουργείται μια μεγάλη αντίθεση. Στη ζωή του ο άνθρωπος θέτει πολλούς σκοπούς, που η κατάκτησή τους αποβλέπει π.χ. στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, στην πρόοδό του και στην πνευματική και υλική εξέλιξή του. Στο χώρο της θρησκείας, αν την δούμε με την παραπάνω αντίθεση, τίθενται διαφορετικοί στόχοι.

 

 

ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

 

Για τις πηγές της θρησκείας έχουν δοθεί δύο ειδών απαντήσεις:
1. εκείνες που προσπαθούν να βρουν την πηγή της θρησκείας στο μακρινό παρελθόν του ανθρώπου. Αυτές περιγράφουν, κατά κανόνα, τις συνθήκες μέσα από τις οποίες γεννήθηκε η πρώτη μορφή της θρησκείας, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε στις υπόλοιπες. Πολλές τέτοιες απαντήσεις είχαν δοθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σε συνάρτηση με την εξελικτική θεωρία. Ουσιαστικά έπαψαν να υπάρχουν από τη στιγμή που συνειδητοποιήθηκε ότι ακόμα κι αν υπήρξε μια πρώτη θρησκεία, αυτή βρίσκεται στα άγνωστα ακόμα βάθη της ανθρώπινης προϊστορίας. Οι πληροφορίες που συνοδεύουν τα αρχαιότερα μέχρι τώρα υπολείμματα της ζωής του προλιθικού ανθρώπου είναι μηδαμινές και δεν επιτρέπουν τη συναγωγή σχετικών συμπερασμάτων. Φαίνεται, όμως, ότι η θρησκεία συνοδεύει τον άνθρωπο από την αυγή της ιστορίας του και ότι η εμφάνισή της αρχίζει μαζί του.


2. εκείνες που προσπαθούν να βρουν την πηγή της θρησκείας μέσα στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Τέτοιες απαντήσεις είναι οι φιλοσοφικές (όπως του Πλάτωνα κ.ά.), οι κοινωνιολογικές (όπως του Ντυρκαίμ, 1858 -1917), οι ψυχολογικές (όπως του Σ. Φρόυντ, 1856 - 1939, του Α. Άντλερ, 1870 - 1937, του Κ. Γιούνγκ, 1875 - 1961, του Ε. Φρομ, 1900 - 1980). Ο Κ. Γιούνγκ θεωρεί ότι το αρχέτυπο «Θεός» κατέχει κεντρική θέση στην ανθρώπινη ψυχική ζωή και αποτελεί το θεμέλιο του θρησκευτικού βιώματος.
Συχνά θεωρείται ότι πηγή της θρησκείας υπήρξε ή είναι η άγνοια των ανθρώπων, οι οποίοι θεοποίησαν όσα δεν μπορούσαν να γνωρίσουν ή ο φόβος τους ενώπιον του αγνώστου. Όμως οι θεωρίες αυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν την ύπαρξη στον άνθρωπο της δίψας για το απόλυτο, η οποία υπάρχει καθεαυτή και άσχετα από καταστάσεις φόβου ή άγνοιας.
Μπορούμε να πούμε ότι βασική πηγή της θρησκείας είναι η έμφυτη τάση του ανθρώπου προς το απόλυτο. Στα πλαίσια της πίστης μας ότι το απόλυτο είναι ο Θεός, μπορούμε να πούμε ότι η θρησκεία πηγάζει από την ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνεί με το μεγάλο συγγενή του, το Θεό, ο οποίος εμφύτεψε στην ψυχή του την ανάγκη της αναζήτησής του.

 

 

Η ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ


Εφόσον η θρησκευτικότητα είναι έμφυτη, συνάγεται ότι η θρησκεία είναι πανανθρώπινο φαινόμενο. Αυτό διαπιστώνεται από την ιστορία του πολιτισμού, τη Θρησκειολογία, την Ψυχολογία, την Κοινωνιολογία. Δεν υπήρξε λαός οπουδήποτε στη γη που να μην είχε κάποια μορφή θρησκείας. Οι ιεραπόστολοι και οι περιηγητές που έζησαν κοντά στους λεγόμενους πρωτόγονους λαούς διαπίστωσαν τη βαθιά θρησκευτικότητά τους. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις μέσα από τις πολυθεϊστικές εκδηλώσεις τους διέκριναν μονοθεϊστικές τάσεις.
 Ο άνθρωπος είναι ον θρησκευτικό (homo religiosus). Η θρησκεία ως πανανθρώπινο φαινόμενο διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην πνευματική ζωή των ανθρώπων, αλλά συγχρόνως επηρεάζει βαθιά την ουσία και τις εκφάνσεις του πολιτισμού των λαών. Το θρησκευτικό βίωμα χαρακτηρίζεται από το βάθος και την ένταση. Σ' αυτό συμμετέχει όλος ο ψυχισμός του ανθρώπου ως νόηση, συναίσθημα και βούληση. Επηρεάζει βαθιά την προσωπικότητα του πιστού και τη διαμορφώνει ανάλογα με το είδος του απολύτου, στο οποίο αναφέρεται. Όταν το θρησκευτικό βίωμα συνίσταται από την άμεση, προσωπική και λυτρωτική βίωση της παρουσίας του Θεού, αποτελεί την πιο καθαρή και πιο ουσιαστική πτυχή της ζωής του ανθρώπου. Τότε το θρησκευτικό βίωμα είναι βίωμα του απολύτου, του προσωπικού και τελειότατου θείου όντος. Σύμφωνα με το θρησκειολόγο Ρούντολφ Όττο «το βίωμα του ιερού, του αγίου» έχει δύο χαρακτηριστικά: «βιώνεται ως μυστήριο φοβερό, το οποίο δημιουργεί το δέος, την κατάνυξη, την επίγνωση της μηδαμινότητας και της απόστασης ανθρώπου και Θεού. Βιώνεται όμως και ως μυστήριο σαγηνευτικό, γεμάτο από αγάπη, γαλήνη και μακαριότητα. Έτσι, η απόσταση ανθρώπου και Θεού ελαττώνεται και κυριαρχούν συναισθήματα οικειότητας, εμπιστοσύνης και αγάπης και ψυχοσωματική ισορροπία. Στην πρώτη φάση το Άγιο απωθεί, ενώ στη δεύτερη έλκει την ψυχή».

 

 

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

 

Η θρησκεία θέτει σαν κύριο στόχο της τη σωτηρία του ανθρώπου και η απαλλαγή από το από το πολύμορφο κακό. Ο όρος σωτηρία ταυτίζεται τις περισσότερες φορές με τη «λύτρωση» από μια άσχημη κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος. Η «σωτηρία» έχει ένα θετικό κατ' αρχήν χαρακτήρα.

Κύριο μέλημα κάθε θρησκείας είναι να προσφέρει στον πιστό τα μέσα εκείνα που θα τα αξιοποιήσει για την επιτυχία αυτού του διπλού σκοπού. Η λύτρωση, την οποία υπόσχεται κάθε θρησκεία, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το τι αυτή θεωρεί ως απόλυτο και τι ως σχετικό και με το σκοπό που ορίζει για την ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι υπάρχουν διάφορες μορφές λύτρωσης, όπως η αποκατάσταση της επικοινωνίας με το Θεό, η ευτυχία στην παρούσα ζωή με την απόκτηση εγκόσμιων αγαθών, η εξασφάλιση μελλοντικών αγαθών σε μια μεταθανάτια ζωή, η τελική απαλλαγή συνόλου του κόσμου από το κακό. Όλες αυτές οι έννοιες λύτρωσης, που συχνά συνυπάρχουν, θεωρούνται από τις θρησκείες ως ολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης και επίτευξη του τελικού σκοπού της.

Ιδιαίτερα στη χριστιανική πίστη ο σκοπός περιλαμβάνει την μέσω του Χριστού ανάκτηση της αρμονίας σχέσεων του πιστού με το Θεό, με τον κόσμο, με το συνάνθρωπο, με τον εαυτό του μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας και της αγάπης. Έσχατος σκοπός είναι η Βασιλεία του Θεού, δηλαδή ένας κόσμος που θα έχει ανακτήσει συνολικά την κοινωνία με το Θεό και ταυτόχρονα θα έχει απαλλαγεί από το κακό και την κύρια συνέπειά του, τη φθορά και το θάνατο. Η Βασιλεία αυτή αναμένεται στα έσχατα, δηλαδή στο τέλος της ιστορίας την εγκαινιάζει όμως ο Χριστός και για την έλευσή της συνεργάζεται και ο άνθρωπος.


Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε την αναγκαιότητα της θρησκείας. Η παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού και οι λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες συγκλίνουν στις επόμενες θέσεις για τη θρησκεία, η οποία:

 

• Είναι πρωταρχικό στοιχείο του πολιτισμού και συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη όλων των πτυχών του.
• Είναι το επίκεντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, στην οποία δίνει νόημα, περιεχόμενο και σκοπό.
• Απαντά στα μεγάλα και κρίσιμα ερωτήματα που απασχολούν πάντοτε τον άνθρωπο και ικανοποιεί τις υψηλότερες και βαθύτερες ανάγκες του.
• Τον προσανατολίζει στην επικοινωνία του με το τελικό αντικείμενο της επιθυμίας του, το απόλυτο.
• Καθοδηγεί και χειραγωγεί τον άνθρωπο σε άμεση και προσωπική σχέση με την πηγή της ζωής και της μακαριότητας, το Θεό.
• Τελικά η θρησκεία ισούται με την ελεύθερη και υπεύθυνη απάντηση του ανθρώπου στην πρόσκληση του Θεού για λύτρωση.

 

 

Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

 

Παρά τις θετικές της πλευρές στον καθορισμό μιας σταθερής αναζήτησης της σωτηρίας του ανθρώπου, η θρησκεία συχνά κατάφερε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ταυτίστηκε με ανθρώπινα συμφέροντα, συμφέροντα δυνατών, της άρχουσας τάξης, ενώ η σωτηρία του λαού κατάντησε να σημαίνει συμπόρευση με τη θέληση του ιερατείου και των ιδεών των αρχόντων, έτσι ώστε να δικαιώνεται ο λόγος ενός σύγχρονου ορθόδοξου θεολόγου και κληρικού που λέει ότι «η θρησκεία χρειάζεται εκεί όπου υπάρχει ένα τείχος διαχωριστικό ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο» (Α. Σμέμαν).

Πέρα απ' όλα, στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατό να δοθεί οριστική λύση στο πρόβλημα του θανάτου (πνευματικού και βιολογικού). Η θρησκεία έτσι γίνεται ένας χώρος απεγνωσμένης και μόνιμης αναζήτησης κάποιας αλήθειας, που ορισμένα στοιχεία της μόλις και διακρίνονται μέσα απ' αυτή. Μπορεί ίσως να βοηθήσει τον άνθρωπο, αλλά όχι να τον σώσει.

 

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

 

Στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα: Κι ο Χριστιανισμός, δεν είναι θρησκεία; Γιατί, αν είναι, δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο;

Πολλές οι απόψεις που μπορεί κανείς να ακούσει πάνω σ' αυτό το ερώτημα. Ας ξεκινήσουμε απ' το βασικότερο: «Χριστιανισμός σημαίνει στο βάθος το τέλος κάθε θρησκείας». Είναι Εκκλησία. Η θρησκεία βασίζεται στη φύση, στον κόσμο. Αποτελεί μια κοσμολογία, μια διερεύνηση και ένα λόγο για τον κόσμο, με στόχο να βρεθεί κάτι που να αιτιολογεί και συνάμα να δίνει απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής. Η πίστη σε ένα ανώτερο Ον που δημιούργησε τον κόσμο ή που διέπει και επιβλέπει τον κόσμο δίνει μια πρώτη και σημαντική απάντηση στο ερώτημα της αρχής και της αιτίας των όντων. Η Εκκλησία στηρίζεται στην ιστορία, σ' ένα ιστορικό γεγονός, που είναι ο Χριστός. Βασίζεται στην ιστορία, όχι σαν παρελθόν, αλλά και σαν διαρκές παρόν και σαν μέλλον. Ένας σύγχρονος θεολόγος λέει ότι: «Η Εκκλησία δεν είναι ούτε παραλλαγή της θρησκείας ούτε ανταγωνιστής της. Δε στοχεύει στην αιώνια επανάληψη της φύσεως (όπως η θρησκεία), αλλά στην εσχατολογική αναφορά της κτίσεως και του κτίσματος στον Κτίστη... Δε διεκδικεί τίποτε από τη θρησκεία ούτε, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, την ανταγωνίζεται».

Στόχος της Εκκλησίας είναι να οδηγήσει τον κόσμο κατά τέτοιο τρόπο που να πορεύεται με ελπίδα κι αγάπη για καθετί στο έσχτο σημείο της ιστορίας, όπου η ζωή του κόσμου θα λάβει εντελώς άλλη τροπή και θα συμπορεύεται με το Θεό, όπως και πριν από την πτώση των πρωτοπλάστων. Παρ' όλα αυτά η Εκκλησία έχει στοιχεία μιας θρησκείας (λατρεία, δόγμα, μοναχισμό, μυστική διάσταση, θεολογία κ.λπ.), αλλά δεν είναι θρησκεία. Είναι «εν τη θρησκεία», χωρίς να είναι «εκ της θρησκείας».

Την αίσθηση αυτή είχαν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Μάλιστα οι πρώτοι χριστιανοί κατηγορούνταν από τους Ρωμαίους ως άθεοι, επειδή η λατρεία τους και ο τρόπος ζωής τους ξεπερνούσε τα όρια της ζωής των ανθρώπων που ανήκαν σε κάποια θρησκεία.

 

 

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;

 

Σωτηρία για την Εκκλησία είναι αυτό που δείχνει η ίδια λέξη στην πρωταρχική της σημασία: να παραμείνει ο άνθρωπος σώος, να διασώσει την εικόνα του Θεού μέσα του και να δεχθεί το Χριστό στη ζωή του. Με άλλα λόγια, να μπορέσει ο άνθρωπος να αποκτήσει ξανά τη χαμένη, εξαιτίας του εγωισμού του, σχέση με το Θεό, τον κόσμο και τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό πραγματοποιείται μέσα από την αποδοχή του ιστορικού γεγονότος της ενσάρκωσης του Χριστού, του θανάτου και της Αναστάσεως Του, που καταργεί κάθε θάνατο και λύνει οριστικά το πρόβλημα του θανάτου στον κόσμο. Όλα αυτά βέβαια σε βάση ελεύθερης αποδοχής και ποτέ με εξαναγκασμό. Όσες φορές η Εκκλησία χρησιμοποίησε τον εξαναγκασμό, μεταβλήθηκε σε απλή θρησκεία. Η πραγματική της κατάσταση είναι να αποτελεί χώρο ελευθερίας και αγάπης κατά το μέτρο της ζωής του Χριστού.

Παγκόσμιο και πανανθρώπινο επομένως είναι το φαινόμενο της θρησκείας. Πουθενά πάνω στον πλανήτη μας δεν υπάρχουν κοινωνίες χωρίς έστω μια στοιχειώδη μορφή θρησκείας. Κι αυτό επειδή ο άνθρωπος αισθάνεται τη μικρότητά του μέσα στη φαινομενική παντοδυναμία του. Κι αν υποτεθεί ότι υπάρχουν άθρησκες κοινωνίες, τότε παρατηρείται το φαινόμενο, οι άνθρωποι σ' αυτές τις κοινωνίες να βρίσκουν υποκατάστατα της θρησκείας. Είτε στο πρόσωπο κάποιου ηγέτη, είτε στη μορφή ενός θεσμού ή μιας παράδοσης. Και η θρησκευτική προσήλωση που δείχνουν οι άνθρωποι σε τέτοια πρόσωπα ή θεσμούς δείχνει την ανάγκη που έχουν να βρίσκουν ένα σημείο αναφοράς σε κάτι που γι' αυτούς αποτελεί αυθεντία και δίνει νόημα στη ζωή τους.