ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 

Η Θεοτόκος στην εικόνα της Πεντηκοστής

Μιά θεολογική διερεύνηση του θέματος

 

Ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀντιστοιχεῖ πλήρως πρὸς τὰ λειτουργικὰ κείμενα τῆς Πεντηκοστῆς μεταφέροντας ὁλοκληρωμένα τὴν σημασία της· τὸ δογματικὸ περιεχόμενο τῆς εἰκόνας δὲν ἐπιδέχεται κανένα εἶδος ἐπέμβασης, ὅπως αὐτὴ τῆς Παρθένου. Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Θεοτόκου στὸν ἀποστολικὸ κύκλο θὰ ἔθετε τὸ ἐρώτημα: τί σημαίνει ἡ παρουσία Της; Ποιὰ τροποποίηση φέρνει στὴν σημασία τῆς εἰκονογραφίας τῆς Πεντηκοστῆς; Ὑπάρχουν πολλὲς ἐξηγήσεις γιὰ τὴν παρουσία Της· ἂς τὴν δοῦμε καλύτερα.

 

O L. Reau ἐκφράζει τὴν παρακάτω σκέψη: «Μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ Παρθένος σημαίνει, ἐδῶ, ὅ,τι καὶ στὴν Ἀνάληψη· συμβολίζει τὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἀπόστολοι σχηματίζουν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴν Παρθένο ποὺ προεδρεύει τῆς σύναξης χωρὶς νὰ μετέχει στὸ θαῦμα» (L᾿ iconographie de l᾿ art chretien, στὸ ἴδιο, σελ. 594.).

 

Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἀκριβὲς ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψη: ἡ Θεοτόκος μετέχει τοῦ θαύματος. Δὲν συμμετέχει στὰ ἄμεσα ἀποτελέσματα καὶ δὲν παίζει κάποιο ἐνεργὸ ρόλο στὸ κήρυγμα καὶ στὰ μυστήρια. Γιὰ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν συμβολισμὸ τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ τὸ Πρόσωπο τῆς Παρθένου μία ἀνάλογη ἐκτίμηση διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους στὴν διάρκεια τῆς συζήτησης: «Ἡ Θεοτόκος εἶναι μία εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναπαύεται ὄχι μόνο στοὺς δώδεκα ἀλλὰ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία»

(Ἀπολογισμὸς τῆς συνελεύσεως τοῦ Συλλόγου «Εἰκόνα» τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1957, παραγρ.7.).

 

Αὐτὸς ὁ συλλογισμός, ὅπως καὶ τοῦ L. Reau, συγκροτεῖται βάσει ἀναλογίας μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ χαράζεται μὲ τέτοιο μηχανικὸ τρόπο μία ἀναλογία ἀνάμεσα σὲ δυὸ εἰκόνες τῶν ὁποίων ἡ σημασία εἶναι πολὺ διαφορετική. Ἂν κατανοήσουμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὴν παρουσία τῆς Παρθένου, ἡ Ἐκκλησία εἰκονίζεται δυὸ φορές: ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν Θεοτόκο καὶ ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀποστόλους, ἐκτὸς κι ἂν βλέπει κανεὶς τοὺς ἀποστόλους ὡς ἀντιπροσώπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας.

Εἶναι σωστὸ ὅτι ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συντελέσθηκε γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Οἱ πύρινες γλῶσσες ὅμως τοποθετήθηκαν πάνω σὲ κάθε πρόσωπο ποὺ ἦταν παρὸν κατέβηκαν χωριστὰ γιὰ καθένα μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ γιὰ τὴν Θεοτόκο ὡς ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ ἁγιασμὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν δόθηκε σ᾿ ἕνα πρόσωπο μέσῳ ἄλλου, ἀλλὰ ἄμεσα στὸ καθένα ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ κάθοδός Του στὴν Θεοτόκο δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς μιὰ κάθοδος στὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τοῦ προσώπου Της. Μιὰ προσωποποίηση δὲν θὰ εἶχε κανένα νόημα ἐδῶ. Ἡ Θεοτόκος μπορεῖ νὰ προσωποποιήσει τὴν Ἐκκλησία ὡς δοχεῖον περιέχον τὴν θεότητα ἀλλὰ ὄχι ὡς τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων ποὺ συνιστοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ προσωποποιήσει ἕνα ἄλλο, ἢ ἕνα σύνολο ἀνθρώπων. Γενικὰ μποροῦμε νὰ προσωποποιήσουμε ὅ,τι τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ἔχουν κοινό, ὅπως τὴν ἀνθρώπινη φύση, πεπτωκυία πρὶν ἀπὸ τὴν Σάρκωση, καθαγιασμένη μετὰ ἀπ᾿ αὐτήν(*). Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι τὸ δῶρο τῆς ἁγιότητας πάντα μοναδικὸ καὶ προσωπικὸ καὶ ποὺ δὲν ἀντικαθίσταται ἀπὸ κανέναν ἄλλον· ἡ ἁγιότητα τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου εἶναι μία ἰδιαίτερη περίπτωση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ ἄλλη περίπτωση. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κατὰ τὴν Πεντηκοστή, κατὰ τὴν θέωση δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Παναγία βρίσκεται πρώτη καὶ ὑψηλότερα ἀπὸ κάθε ἄλλο ἁγιασμένο πιστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μερικοὶ βλέπουν στὴν ἀπεικόνισή Της στὴν Πεντηκοστὴ τὴν εἰκόνα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεό. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὅμως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἑξαίρεσε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς Πεντηκοστῆς τὸ θέμα τῆς θέωσης μεταφέροντας τὸ σὲ μία ἄλλη ἡμέρα: τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἀφιερώθηκε στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Πεντηκοστῆς· μετὰ Πάντων τῶν Ἁγίων ἡ Θεοτόκος τιμᾶται ἰδιαίτερα: «Πρὸ δὲ πάντων καὶ ἐν πᾶσι καὶ μετὰ πάντων τὴν τῶν Ἁγίων Ἁγίαν, τὴν ὑπεραγίαν καὶ αὐτῶν ὑπερσυγκρίτως κρείττονα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, τὴν Κυρίαν ἡμῶν καὶ Δέσποιναν Θεοτόκον, Μαρίαν τὴν ἀειπάρθενον» (Συναξάριον τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων).

Δὲν ὑπάρχουν, ὅπως εἴπαμε, θεολογικὲς μελέτες τῆς εἰκονογραφίας τῆς Πεντηκοστῆς. Βρίσκουμε ὅμως ἀναφορές, ὅπως αὐτὴ τοῦ ἐπισκόπου Κασσιανοῦ καὶ τοῦ M. Spassky.

 

Ὁ π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ δὲν ἀναφέρεται στὴν εἰκονογραφία τῆς Πεντηκοστῆς ἀλλὰ ἐξηγεῖ τὴν παρουσία τῆς Θεοτόκου στὴν ἀποστολικὴ σύναξη. Κατ᾿ αὐτὸν «ἡ Θεοτόκος εἶχε δεχθεῖ τὴν προσωπική της Πεντηκοστὴ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε ἐπ᾿ Αὐτὴν (κατὰ τὴν μαρτυρίαν τῆς εἰκονογραφίας πῆρε μορφὴ περιστερᾶς ὅπως καὶ κατὰ τὴν Βάπτιση) καὶ εἶχε ἤδη προσωπικὰ τέλεια καθαγιασθεῖ καὶ χαριτωθεῖ…», ὅμως «ὄφειλε μ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν κτίση νὰ δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν Πεντηκοστή, ποὺ θὰ σήμαινε γιὰ Ἐκείνην τὴν «σωτηρία», δηλαδὴ τὴν κατάργηση τῆς δύναμης τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος σ᾿ ὁλόκληρη τὴν κτίση κι Ἐκείνην προσωπικά.

 

Ἡ Θεοτόκος ΗΤΑΝ ΠΑΡΟΥΣΑ στὴν σύναξη τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἐδέχθη πύρινη φλόγα γιὰ Ἐκείνην προσωπικὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν δημιουργία» («Ὁ σταυρὸς τῆς Θεοτόκου» στὸ Θεολογικὴ Σκέψη, Παρίσι 1942, σελ. 10, ρωσικά.).

Βλέπουμε ἐδῶ μιὰ ἀναλογία ἀνάμεσα σὲ δυὸ γεγονότα θεμελιωδῶς διαφορετικά: τὸν Εὐαγγελισμὸ – τὴν συγκατάθεση καὶ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία ἐκ μέρους ὁλόκληρης τῆς κτίσης (ὅρος τῆς σωτηρίας μας, διαφορετικὰ ὁ Εὐαγγελισμὸς θὰ σήμαινε μία ἐξατομικευμένη ὑπόθεση) καὶ τὴν Πεντηκοστή, δηλαδὴ τὴν κάθοδο τοῦ Τρίτου Προσώπου τοῦ Θεοῦ πάνω σὲ κάθε ἄνθρωπο, σὲ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἡ Θεοτόκος συγκεφαλαιώνει ἐδῶ, ὅπως καὶ στὸν Εὐαγγελισμό, ὁλόκληρη τὴν κτίση, γιὰ τὴν ὁποία θὰ λάβαινε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ κάθοδος τοῦ Παρακλήτου στ᾿ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἀκατανόητη (90). Ἀκατανόητα καὶ παράδοξα μοιάζουν ἐπίσης τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ προσωπικὴ μαρτυρία τῶν ἁγίων, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔχει ἤδη δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διὰ τοῦ Προσώπου τῆς Παρθένου. Διαπιστώνουμε ἐδῶ μιὰ σύγχυση σ᾿ ὅ,τι χαρακτηρίζει τὴν φύση καὶ σ᾿ ὅτι ἀναφέρεται στὰ πρόσωπα.

 

Ἂν παραμείνουμε στὴν παραδοσιακὴ σύνθεση τῆς εἰκόνας τῆς Πεντηκοστῆς καὶ εἰσαγάγουμε μόνο τὴν Παρθένο δημιουργεῖται διαφωνία ἀνάμεσα στὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς. Ἐπὶ πλέον, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἐξήγηση τῆς παρουσίας τῆς Θεοτόκου μέσα στὴν εἰκόνα διπλασιάζει, κάτι ἢ κάποιον: ἂν ποῦμε ὅτι προσωποποιεῖ τὴν κτίση ἢ τὴν ἀντιπροσωπεύει, τότε σὲ τί χρησιμεύει ἡ ἀπεικόνιση τοῦ «Κόσμου»; Ἂν ποῦμε ὅτι δηλώνει τὴν «καινὴ κτίση», τὴν Ἐκκλησία, τότε γιατί νὰ ὑπάρχουν οἱ ἀπόστολοι; Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συγχρόνως σ᾿ Ἐκείνη ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὰ μέλη ποῦ ἐκπροσωποῦνται διὰ τῆς παρουσίας Της δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ἀκατανόητο;

 

Γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς Θεοτόκου εἶναι τόσο πλούσιες ἡ καθεμιὰ ἀπὸ τὸ δικό της περιεχόμενο, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ συζευχθοῦν. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν παρουσία τῆς Θεοτόκου εἶναι ὄχι μόνο λανθασμένη, ἀλλὰ παύει νὰ εἶναι εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν εἶναι ζήτημα συνύπαρξης δυὸ εἰκονογραφιῶν τῆς Πεντηκοστῆς μὲ ἢ χωρὶς τὴν Παρθένο.

Τὴν περίοδο παρακμῆς τῆς εἰκονογραφίας, στὰ τέλη τοῦ ΙΣΤ´ καὶ κατὰ τὸν ΙΖ´ αἰώνα, ἄρχισαν στὴν Ρωσία νὰ εἰκονίζουν τὴν Παρθένο στὶς εἰκόνες τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν ἔμειναν ὅμως ἐκεῖ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτή, κατὰ τὴν βαθυστόχαστη παρατήρηση ἑνὸς σύγχρονου ἱστορικοῦ τῆς τέχνης, οἱ εἰκονογράφοι «ἀρχίζουν νὰ σκέφτονται». Ἀρχίζοντας λοιπὸν νὰ σκέφτονται, θυμήθηκαν ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ἀπὼν ἀπὸ τὴν σύναξη. Τὸν καταργοῦν λοιπόν. Στὴν συνέχεια περιβάλλουν τὴν Θεοτόκο μὲ τὶς μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἦταν παροῦσες, καὶ προσθέτουν μερικοὺς πιστούς. Ὁ «Κόσμος» καταργεῖται. Σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τῶν Πράξεων ἡ σύνθεση γεμίζει ἀταξία καὶ ποικιλία. Μ᾿ ἄλλα λόγια ἀναπαρέστησαν ὅ,τι ἔβλεπαν ἄνθρωποι ξένοι πρὸς τὴν Ἐκκλησία κι ὄχι αὐτὸ ποὺ βλέπει ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ζῆ, αὐτὸ στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ. Ὁλόκληρη ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας ἀποσυντέθηκε στὴν κυριολεξία, χάνοντας τὴν ἁρμονία καὶ τὸν ρυθμό της, μὲ τρόπο ποὺ τὸ ἐκκλησιολογικό της νόημα καὶ τὸ περιεχόμενό της ἐξαφανίσθηκαν. Ἔτσι ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς μεταμορφώθηκε σ᾿ ἕνα πίνακα ἱστορικοῦ θέματος φθάνοντας, στὴν καλύτερη περίπτωση, νὰ χρησιμεύει ὡς εἰκονογράφηση τοῦ χωρίου τῶν Πράξεων, ἀλλὰ ἀδυνατώντας πλέον νὰ μεταδώσει τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς.

Ἂν παρατηρήσουμε τοὺς σύγχρονους εἰκονογράφους, θὰ δοῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ εἰσάγουν τὴν Θεοτόκο στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιο δρόμο σὲ γενικὲς γραμμές. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ διακρίνουμε μία λογικὴ συνέπεια. Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Θεοτόκου ὁδηγεῖ στὴν τροποποίηση ὁλόκληρης τῆς σύνθεσης τῆς ἑορτῆς καὶ στὴν ἐξαφάνιση τοῦ δογματικοῦ της χαρακτήρα καθὼς καὶ τοῦ πλούτου τοῦ περιεχομένου της. Λογικὴ ἀναγκαιότητα ἀπαιτεῖ τὴν κατάργηση τοῦ «Κόσμου» κι ἡ εἰκόνα ἀπὸ τριαδολογικὴ γίνεται εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τῆς παράστασής Της ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους παρόμοια μ᾿ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους.

 

Ἡ συζήτηση γύρω ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἐνδεικτική. Δείχνει ὅτι οἱ πιστοὶ ξέχασαν σιγὰ σιγὰ τὸ δογματικὸ περιεχόμενο τῆς εἰκόνας γιὰ νὰ καταλήξουν σ᾿ ἕναν ἀδογμάτιστο συναισθηματισμό, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐποχή μας καὶ δὲν ἀναπαύεται παρὰ στὰ θρησκευτικὰ «συναισθήματα» καὶ τὶς ὑποκειμενικὲς καταστάσεις τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀπουσία τῆς Θεοτόκου ἑρμηνεύθηκε ἀπὸ μερικοὺς ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ πρὸς τὸ Πρόσωπό Της, δηλαδὴ ὡς ἄρνηση τῆς προσκύνησής Της. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ παρουσία της στὴν εἰκόνα εἶναι ἕνα δεῖγμα ἀντικατάστασης, τόσο συχνὸ καὶ πολλὲς φορὲς ἀσυνείδητο, τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἑρμηνεία. Στὴν θέση δηλαδὴ τῆς καθολικῆς γνώσης τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κατευθύνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοποθετοῦμε ἕναν συλλογισμό μας, χωρὶς ἀμφιβολία εὐσεβῆ, ποὺ ὡστόσο δὲν εἶναι παρὰ ἀτομικός.

 

Γιατί λοιπὸν μία εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παύει νὰ εἶναι εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς ὅταν εἰσαγάγουμε τὴν Παρθένο; Τὸ ἐρώτημα ἐπανέρχεται καὶ γιὰ τὴν ἀκολουθία τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπου ἡ Θεοτόκος δὲν ἀναφέρεται ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα καὶ τιμᾶται μόνο μέσα στὰ χριστολογικὰ πλαίσια.

Στὴν Ἀνάληψη, εἴδαμε ὅτι ἡ Παρθένος εἰκονίζεται γιατί ἡ εἰκόνα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πληρότητά της βρίσκεται στὸν εἰκονισμὸ τῆς Κεφαλῆς της, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Μητρός Του, τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἀγγέλων. Ἀντίθετα, στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ εἶναι ἐπίσης μιὰ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πληρότητα βρίσκεται ἀκριβῶς στὴν παρουσία μόνο τῶν ἀποστόλων χωρὶς κάποιο πρόσωπο στὴν κεφαλὴ τοῦ κύκλου τους. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἀποῦσα ὄχι γιατί, ἐπαναλαμβάνουμε, δὲν ἦταν στὴν σύναξη, ἀλλὰ γιατί ἡ παρουσία Της δὲν ταιριάζει σὲ ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μᾶς ἀποκαλύψει διὰ τῆς εἰκόνος καὶ τῆς Λειτουργίας τῆς Πεντηκοστῆς.

 

Μέσα στὴν σειρὰ τῶν μεγάλων ἑορτῶν ἡ Πεντηκοστὴ ἔχει μία ἰδιαίτερη σημασία, γιατί πανηγυρίζει τὴν ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας τοῦ Τρίτου Προσώπου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν Ἀνάληψη ὁλοκληρώθηκαν τὰ σωματικὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, «τὰ σωματικὰ τοῦ Χριστοῦ πέρας ἔχει, μᾶλλον δὲ τὰ τῆς σωματικῆς ἐνδημίας» (Ἑλλ. Πατρ. 36, 436 A-C.).

 

Τί ἀναφέρεται στὸν Χριστό; ρωτάει. «Ἡ Παρθένος, ἡ γέννηση, ἡ φάτνη…» δηλαδὴ ὅ,τι συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν Μητέρα Του, πρόσωπο ποὺ πραγμάτωσε τὴν Σάρκωση μεταδίδοντας στὸν Χριστὸ τὸν χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας. Μὲ τὴν Πεντηκοστὴ «ἀρχίζουν τὰ ἔργα τοῦ Πνεύματος» συνεχίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ἡ ἐπίγεια ὁδὸς τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν πληρότητα τῆς ζωῆς της, μέσα στὴν Χάρη.

 

Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα πνευματικὴ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. «Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός». Κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση ὁ Θεὸς γεννᾶται μέσα στὴν σάρκα, γίνεται ἄνθρωπος. Ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ κι ὕστερα ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νὰ θεωθεῖ. Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ὁ Θεὸς Λόγος τοῦ Πατρὸς ἐμβαίνει καὶ εἰς ἡμᾶς», λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, «καθὼς καὶ εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Ἀειπαρθένου, τὸν ὁποῖον τὸν δεχόμεθα διδασκόμενοι τὴν εὐσέβειαν καὶ εὑρίσκεται μέσα εἰς ἡμᾶς, ὡσὰν σπόρος… καὶ ἡμεῖς συλλαμβάνομεν αὐτὸν ὄχι σωματικῶς, καθὼς συνέλαβεν αὐτὸν ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος Μαρία, ἀλλὰ πνευματικῶς μέν, οὐσιωδῶς δέ» (Λόγος Τεσσαρακοστὸς Πέμπτος, στὸ ἴδιο, σελ. 221.).

 

Μιλώντας στὴν συνέχεια γιὰ τὴν πνευματικὴ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἅγιος Συμεὼν ὑπογραμμίζει τὴν διαφορὰ ἀπὸ τὴν ἐν σαρκὶ γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκος γέννησις τοῦ Θεοῦ Λόγου ὁποὺ ἔγινεν ἀπὸ τὴν Θεοτόκον καὶ ἄλλη ἐκείνη ὅπου γίνεται πνευματικῶς ἀπὸ ἡμᾶς. Διατὶ ἡ σαρκικὴ γέννησις, ὅπου ἐγέννησε τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ ὅπου ἐσαρκώθη, ἐγέννησε τὸ μυστήριον τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ τὴν σωτηρίαν ὅλου τοῦ κόσμου, ὅπου εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεὸς Ἰησοῦς Χριστός, ὅπου ἕνωσε μὲ τὸν ἐαυτόν του τὰ χωρισμένα, ἤγουν τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἐβάστασε τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Αὐτὴ δὲ ἡ πνευματικὴ γέννησις ὅπου γεννᾶ πάντοτε μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸν Λόγον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς καρδίας μας, τελειώνει τὸ μυστήριον τῆς ἀνακαινουργώσεως τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν καὶ κάμνει τὴν κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν ἡμῶν μὲ τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν» (95). Ἡ κατὰ χάριν «μητρότης» εἶναι ἑπομένως ἕνα καθῆκον προορισμένο γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἡ Θεοτόκος εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο ὃν μοναδικὸ καὶ ξεχωριστό. Κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίδεται σ᾿ Ἐκείνην, στὸ Πρόσωπό Της, γιὰ νὰ καταστεῖ τὸ μέσον τῆς θεώσεως Της· ὁ δρόμος ὅμως τῆς ἕνωσής Της μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι δρόμος μοναδικός, γιατί, θὰ πεῖ ὁ ἅγιος Συμεών, «ὅτι ἀνίσως ἐκείνη τὸν ἐγέννησε σωματικῶς, ὅμως βεβαιότατα τὸν εἶχεν ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της, καὶ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ὁμοίως ἀχώριστον» (Λόγος Τεσσαρακοστὸς Πέμπτος). Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο πλάσμα δὲν μπορεῖ νὰ τοποθετηθεῖ στὴν ἴδια θέση, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἁγιότητά του, ἀκόμα καὶ ἡ ἀποστολική του ἁγιότητα. Ἑπομένως ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι μία εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ μυστήρια της, τὴν διδασκαλία της, τοὺς θεσμούς της, τὴν ἁγιότητά της, δηλαδὴ τὶς δομὲς ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτείνει.

 

Ἡ Ἐκκλησία θεμελιώθηκε στὴν διπλὴ ἔλευση τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος μέσα στὸν κόσμο. Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ οἰκονομία τοῦ Δευτέρου Προσώπου τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τοῦ Τρίτου Προσώπου, ἔχει καθεμιὰ τὸν δικό της χαρακτήρα καὶ νόημα. Εἶναι ἀδιαίρετες μεταξύ τους καὶ γι᾿ αὐτὸ στὸν κανόνα τοῦ ὄρθρου τὴν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπαναλαμβάνουμε τὸν εἱρμὸ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι στὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἀποκαλύπτεται ἡ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Γέννησή Του ὡς γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Οἱ δυὸ αὐτὲς οἰκονομίες δὲν μποροῦν, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, νὰ ἀναμειχθοῦν. Τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου δείχνουν ξεκάθαρα ὅτι ἡ Ἐκκλησία χαράζει ἀνάμεσά τους ἕνα ὅριο ἀρκετὰ καθαρό. Μήπως δὲν εἶναι γι᾿ αὐτὸ ποὺ στὴν Πεντηκοστὴ ἑξαιρεῖται ἀπὸ τὴν εἰκόνα ὁ χαρακτήρας τῆς ἐν σαρκὶ οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ Παρθένος, καὶ δὲν παρουσιάζεται ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα ποὺ ἔλαβαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;

 

Ἡ Θεοτόκος δὲν συνδέθηκε μὲ τὴν οἰκονομία τοῦ Τρίτου Προσώπου τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ «ἔργα τοῦ Πνεύματος», τὸ ἴδιο ἄμεσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Κατὰ τὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας ὁ κυρίαρχος ρόλος Της, δηλαδὴ ὡς συμμετεχούσης στὴν ἀπολύτρωση, εἶναι πέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ πλήρης ἁγιασμὸς τῆς Παρθένου ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς σκοπούς του, ἀναμφίβολα τὸν πρῶτο, ὡστόσο ἡ Παναγία δὲν ἀποτελεῖ ἕνα μέσον τῆς σωτηρίας μας, ὅπως συνέβαινε κατὰ τὴν οἰκονομία τοῦ Λόγου. Δεχόμενη ἡ Θεοτόκος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι, δὲν τὸ μεταδίδει σὲ κανέναν, γιατί ἀποτελεῖ τὴν προσωπικὴ δωρεὰ τῆς θέωσής της. Ἡ παρουσία της μέσα στὴν εἰκόνα παριστᾶ μία εἰδικὴ περίπτωση προσωπικῆς θέωσης. Καμμία εἰκόνα, ὅμως, λειτουργικὴ δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται σὲ μία εἰδικὴ περίπτωση. Γι᾿ αὐτὸ μόνο οἱ ἀπόστολοι εἰκονίζονται, καὶ δὲν πρόκειται στὸ σημεῖο αὐτὸ περὶ ἑνὸς ἀριθμητικοῦ συμβολισμοῦ· ἐπειδὴ οἱ ἀπόστολοι δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωποι ποὺ ἔλαβαν τὴν θέωση ἀλλὰ καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι ἀπαραίτητη μόνο ἡ δική τους παρουσία, γιατί εἶναι οἱ μόνοι ποὺ τελειοποιοῦν ὅσα καθιέρωσε ὁ Χριστός, καὶ μποροῦν νὰ μεταδώσουν τὴν ἐξουσία τους καὶ σ᾿ ἄλλους.

 

Μέσῳ ἐκείνων ἐξασφαλίζεται ἡ συνεχὴς ἔκχυση τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀρδεύει τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι ἑπομένως ἐπὶ τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ ἐπὶ τῶν ἀποστόλων θεμελιωμένη ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία· τὰ μυστήρια καὶ τὴν διδασκαλία δὲν τὰ λαμβάνει ἀπὸ τὴν Παναγία ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους· γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Πιστεύω χαρακτηρίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς «ἀποστολική» κι ὄχι «θεομητορική».

Ἡ παρουσία τῆς Θεοτόκου ἀπαλείφει τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴν οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Συγχέει ὅ,τι χαρακτηρίζει τὸ μυστήριο «τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους» μὲ τὸ μυστήριο τῆς «ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· συγχέει δηλαδὴ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν φύση μὲ ὅ,τι ἀναφέρεται στὰ πρόσωπα. Ἡ Πεντηκοστὴ γίνεται μ᾿ ἄλλα λόγια μία ἁπλὴ συνέχεια τῆς σάρκωσης.

 

Ἡ Θεοτόκος παίρνει τὴν κεντρικὴ θέση σὲ μία τριαδικὴ εἰκόνα. Βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ ἀντινομία: ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι μία καθαρὰ τριαδικὴ εἰκόνα καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια ξεπερνᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ἡ παρουσία Της καλύπτει τὸ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς εἰκόνας – τὴν Ἁγία Τριάδα. Ὅσο βαθιὰ καὶ ἂν εἶναι ἡ προσκύνηση τῆς Θεοτόκου μέσα στὴν Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικαλύψει τὴν προσκύνηση τῶν Τριῶν Προσώπων τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως εἴδαμε, εἶναι καὶ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας· μᾶς δίνει τοὺς κανόνες τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶναι ὑποδεέστερη τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου γιατί ἡ Θεοτόκος ξεπερνᾶ κάθε κανόνα καὶ ἡ παρουσία της ἐδῶ θὰ ἐλαχιστοποιοῦσε τὴν μοναδική της ἀξία. Θέλοντας νὰ τιμήσουμε τὴν Παναγία θὰ καταλήγαμε στὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα.

 

Ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους εἶναι ἡ μόνη εἰκόνα, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε, ποὺ ἀναπαριστᾶ ἄμεσα τὴν οἰκονομία τοῦ Τρίτου Προσώπου. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο μᾶς δείχνει ὅ,τι χαρακτηρίζει αὐτὴ τὴν οἰκονομία, τὴν συνεχῆ Πεντηκοστὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, διαστέλλοντάς την στὸ ἔπακρο ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονός, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς. Διὰ τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος καὶ ἀποδεσμευόμενη ἀπὸ τὶς ἰδιαιτερότητές του, ἡ εἰκόνα ἐκφράζει τὰ οὐσιαστικὰ στοιχεῖα τῆς ἀποκάλυψης ποὺ δέχθηκε ὁ κόσμος κατὰ τὴν Πεντηκοστή: δηλαδή, τὴν ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ τὴν κατ᾿ εἰκόνα Της μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μιὰ ζωὴ ποὺ ἐμφορεῖται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

 

———————————————————————————————

(*). Ὅπως εἴπαμε στὸ πρῶτο μέρος, ἀντίθετα πρὸς τὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Παρθένος στὶς ρωμαιοκαθολικὲς παραστάσεις τοῦ Μεσαίωνα εἶναι πάντα παροῦσα. Ἕνα ρωμαϊκὸ προσευχητάρι (Missel) (Καθημερινὸ καὶ ἑσπερινὸ Missel, Dom Gaspar Lefevre, ed. Abbaye Saint Andre a Zevenkerken. Lophem-les-Bruges, 1924, σελ. 979) μᾶς δίνει τὴν ἀκόλουθη ἐξήγηση τῆς παρουσίας Της: «Εἶναι ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ποὺ θὰ φτάσει διὰ τῶν αἰώνων ἡ θαυμαστὴ δύναμη τῆς ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ καὶ τῆς ΜΥΣΤΙΚΗΣ θεωρίας προσωποποιημένη στὴν Σύναξη ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ τὴν Μαρία. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ θὰ ἐμπνεύσει τοὺς τρεῖς συγγραφεῖς βεβαιώνει στὸν Πάπα καὶ τοὺς συγκεντρωμένους γύρω του Ἐπισκόπους τὸ ἀλάθητο τῆς διδασκαλίας ἐπιτρέποντας ἔτσι στὴν διδάσκουσα Ἐκκλησία νὰ συνεχίσει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Ἰησοῦ… Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀναδεικνύει ἐπίσης πιστὲς ψυχές, ἐκτὸς τῆς ἱεραρχίας, ὅπως τῆς Παρθένου Μαρίας, ποὺ συναινοῦν εὐπειθῶς στὴν καθαγιαστική του ἐνέργεια. Κι αὐτὴ ἡ ἁγιότητα, ποὺ εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα στὶς καρδιές, ἀποδίδεται ἀκριβῶς στὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ». Ἔτσι ὁ ἀπόστολος Πέτρος προσωποποιεῖ τὴν ἱεραρχία, τὸ ἀλάθητο τῆς διδασκαλίας, τὴν διδάσκουσα Ἐκκλησία καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τὴν πρώτη θέση στὴν κεφαλὴ τοῦ ἀποστολικοῦ κύκλου. Ἡ Παρθένος προσωποποιεῖ τὴν ἁγιότητα ἐκτὸς τῆς ἱεραρχίας, τὴν ὑποταγὴ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψη δὲν γίνεται παραδεκτὴ οὔτε ἡ διάκριση μεταξὺ δογματικῆς καὶ μυστικῆς πλευρᾶς στὴν πνευματικὴ ζωὴ (βάσει αὐτοῦ τοῦ διαχωρισμοῦ δὲν θὰ καταλήγαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐστερεῖτο μυστικῆς ζωῆς;), οὔτε καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς «προσωπικῆς ἀγάπης τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ ζητήματος ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἔρευνα τοῦ θέματός μας. Ἀκόμα κι ἀπὸ καθολικὴ ἄποψη εἶναι παράξενο ὅτι ἡ Θεοτόκος προσωποποιεῖ τὴν κοινὴ ἁγιότητα τῶν πιστῶν, δηλαδὴ ἀκριβῶς ὅ,τι τὴν διακρίνει ἐξαιτίας τῆς «ἀμώμου συλλήψεώς της». Ἡ ἑνότητά τους πάλι ἱστορημένη δι᾿ ἑνὸς προσώπου μόνο δὲν ἀντιστοιχεῖ στὸ οὐσιαστικὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Στὴν Πεντηκοστὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μία ΠΛΕΙΟ-ΕΝΟΤΗΤΑ κατ᾿ εἰκόνα τῆς τριενότητας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀντικατάστασή της μὲ μιὰ ἑνότητα ἄλλης τάξης θὰ σήμαινε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἴδιου τοῦ νοήματος τῆς ἑορτῆς.

 

Επιμέλεια κειμένου: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος  Αθανασίου