|
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΒΛΑΣΣΑΡΟΥ (ΒΛΑΣΤΑΡΟΥ) |
Παναγία η Βλασαρού ή Βλασταρού
Η Παναγία η Βλασαρού βρισκόταν στη συνοικία Βρυσάκι, ανατολικά του Θησείου, ακριβώς δίπλα από το Ωδείο του Αγρίππα, στο κέντρο της Αρχαίας Αγοράς. Ήταν τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του 17ου αιώνα, αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου. Η ονομασία προήλθε από την παλιά οικογένεια Βλασσαρού, η οποία ήταν και ο κτήτορας του ναού. Κατά τον Φιλαδελφέα, τον 17ο και 18ο αιώνα επονομαζόταν Βλασταρού, ίσως από κτίτορά της με το όνομα Βλαστάρης. Σ' αυτό το ναό το 1834 είχαν στεγαστεί το Πρωτοδικείο Αθηνών και ο Άρειος Πάγος κατά τους χαλεπούς καιρούς του νεοϊδρυθέντος Ελληνικού Κράτους. Κατεδαφίστηκε το 1931.
Η ενορία της Βλασσαρούς περιελάμβανε και ένα ιδιόμορφο διπλό εκκλησάκι. Ήταν ο «Ηλίας και Χαραλάμπης», όπου ο κυρίως ναός ήταν αφιερωμένος στον Προφήτη Ηλία ενώ ο Άγιος Χαράλαμπος αποτελούσε το δίδυμο παρεκκλήσι, το οποίο ήταν παλαιότατο και αυτό με χαμηλές καμάρες. Η πιο παραστατική περιγραφή του συγκεκριμένου ναΐσκου έχει γίνει από τον λόγιο αρθρογράφο της εποχής Γεράσιμο Βώκο ο οποίος σε κάποιο «Περίπατό» του αναφέρει («Εστία Εικονογραφημένη», 12/03/1895): «γυρμένο εις την γωνιά μιας ατειχίστου αυλής, έναντι σειράς πτωχικών οικίσκων, κάτω από δυο τρεις αγριοκαρυδιαίς, πίσω από ένα πρασσινοκίτρινο αρρωστιάρικο πεύκο, φτωχό και ταπεινό εγείρεται το δίδυμο εκκλησάκι […] ξένο και έρημο, αλειτούργητο και πάμπτωχο, το δίδυμο εκκλησάκι στη γωνιά, κανενός δεν προσελκύει το βλέμμα […] είναι ως μικρού πετροκτισμένου καλυβιού η όψις του και αν δεν είχε την μικράν καμπάναν του και υπ’ αυτήν το σιδερένιο σταυρουδάκι του και κάτωθεν εντοιχισμένη την εικόνα του Προφήτου Ηλιού, κανείς δεν θα το εξελάμβανεν ως εκκλησίαν». Εν συνεχεία, ο δημοσιογράφος της Εστίας προχωράει στο εσωτερικό της εκκλησίας διαπιστώνοντας ότι «το ενδιαίτημα» του Προφήτη Ηλία «είναι ευρύτερον, ανετότερον, θολωτόν, δεχόμενον το φως από δύο παραθύρων» ενώ «δύο κανδήλια καίουν εμπρός εις το ξύλινον τέμπλον του». Ο Άγιος Χαράλαμπος είναι χαμηλόστεγος, «φτωχότερος, τρυπωμένος εις βαθυσκότεινον και πνιγηράν γωνίαν. Σκιαί πυκναί, που δεν ισχύει να τις σκορπίση ενός κανδηλίου το παλματώδες φως, σκεπάζουν το τέμπλο του». Κατόπιν, ο Βώκος συνεχίζοντας τη γλαφυρή περιγραφή του σημειώνει: «Αμφότεροι λησμονημένοι και φτωχοί άγιοι δεν λειτουργούνται τακτικά. Παπάς δεν μπαίνει εκεί μέσα, ούτε ατμίς θυμιάματος αναβαίνει προς τον θόλον, ούτε λάμψις κεριών αστραποβολεί, ούτε αναθυμάτων πλούτος μαρμαίρει, ούτε κάλλος εικόνων υπάρχει, ούτε γραμμή στασιδίων καλύπτει των τοίχων την γυμνότητα, ούτε λευκότης επιφαίνεται εις το δάπεδον. Τίποτα από αυτά. Γύμνια και ένδεια κατατρύχει αμφοτέρους, και αν τους θυμηθή κανείς μια φορά το χρόνο, τότε ακούουν ψαλμωδίας και οσφραίνονται λίβανον και βλέπουν φωτοχυσίαν». Επίσης, ο αθηναιογράφος Δημήτρης Καμπούρογλου με αφορμή αναφορά του σχετικά με «τα ηνωμένα εκκλησίδια, τα οποία διατηρούν πολλά απομεινάρια ιεράς παλαιότητος…», μας πληροφορεί ότι όταν οι Αθηναίοι βασανίζονταν σκληρά από λειψυδρία και κυρίως επιδημίες πανούκλας «ελιτάνευον μεν τον Προφήτην Ηλίαν κατά της ανομβρίας, αλλά και τον Χαραλάμπην κατά της πανώλους, σειρά δε παράδοξος δεισιδαιμονιών σχετίζεται προς αυτόν και προς την κατασκευήν του αντιπανωλικού πουκαμησιού του». Παράλληλα, ο Καμπούρογλου γράφει για μια σύγχυση (συσχέτιση – ταύτιση;) της εποχής, μεταξύ των ονομάτων Ηλίας και Χαραλάμπης «όστις απλώς ώς Λάμπης ήτο γνωστός εις τους φέροντας το όνομα τούτο εν Αθήναις συνδυάσαντες ούτω την λάμψιν προς τον Ήλιον» (Ηλία;)! Σαράντα χρόνια μετά το άρθρο του Γεράσιμου Βώκου ήρθαν οι επίσημες αναφορές των Αμερικανών αρχαιολόγων να συμφωνήσουν από τεχνικής άποψης με τις βιωματικές περιγραφές των παλιών «εμπειρικών αθηναιοσκόπων». Έτσι, γίνεται λόγος για το συγκεκριμένο ταπεινό διπλό εκκλησάκι που κτίστηκε κατά την τουρκοκρατία και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό – ναοδομικό ενδιαφέρον. Στην πολύ περιορισμένη εικονογράφησή του, ξεχωρίζει μόνον μια εικόνα (στον νότιο τοίχο) του Αρχαγγέλου Μιχαήλ («Ψυχοπομπού») στην οποία είναι δυσδιάκριτα τα ίχνη της φράσης «φρίξον ψυχή μου τα ορώμενα». Πλησίον της εικόνας βρίσκεται το αφιερωματικό μονόγραμμα: «Χριστοδούλος Πατούσας 1718».
Οι αρχές τότε πήραν μια πρωτοποριακή απόφαοη. Ενέκριναν το οχέδιο της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών να κατεδαφιστούν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και να πέσουν τα σπίτια της παλιάς συνοικίας, καθώς κάτω από τα θεμέλια τους, βρισκόταν ένας ολόκληρος αρχαιολογικός θησαυρός. Αφού αποζημιώθηκαν οι κάτοικοι, ξεκίνησαν οι ανασκαφές το 1931 και σταδιακά αποκαλύφθηκε ο αρχαιολογικός χώρος που ξέρουμε σήμερα.
Μηχανή του χρόνου, Πεμπτουσία, Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
|