ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΑ

 ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ

  

Ο Ναός της Παναγίας της Αχειροποίητου

 

Παναγία η Αχειροποίητος

Ο ναός της Παναγίας της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη είναι ο μόνος σωζόμενος σήμερα παλαιοχριστιανικός στην μορφή που κατασκευάστηκε. Είναι τρίκλιτη Βασιλική και βρίσκεται στην οδό Αγίας Σοφίας, απέναντι από την πλατεία Μακεδονομάχων. Η ονομασία της, εντοπίζεται για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1320 και σχετίζεται με την "αχειροποίητη" λατρευτική εικόνα της Θεοτόκου δεομένης που βρισκόταν στο ναό, που πιστεύεται ότι την ζωγράφισαν άγγελοι. Στον ναό τιμόταν επίσης ο Άγιος Δημήτριος. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε κατά τους βυζαντινούς χρόνους ο ναός αποτελούσε απαραίτητο σταθμό της λιτανευτικής πορείας την παραμονή της εορτής του Αγίου.

 

 

Το ιστορικό του Ναού

 

Από ανασκαφές που έγιναν στο εσωτερικού του μνημείου αποκαλύφθηκε ότι ο ναός ιδρύθηκε πάνω σε ένα μεγάλο δημόσιο λουτρό (βαλανείο), ενώ παλαιότεροι συγγραφείς και περιηγητές πίστευαν ότι στη θέση του βρισκόταν στην αρχαιότητα ναός της Θερμαίας Αφροδίτης. Η ίδρυση του ναού χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 5ου αιώνα, την περίοδο 450-475, καθώς στο νάρθηκα του ναού βρέθηκε ψηφιδωτή επιγραφή με το όνομα του κτήτορα του ψηφιδωτού διακόσμου, ιερέα «Ανδρέα», πρόσωπο που οι ερευνητές ταυτίζουν με τον εκπρόσωπο του αρχιεπισκόπου της Θεσσαλονίκης που πήρε μέρος στη σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451. Αυτό τον καθιστά ως ένα από τους παλαιότερους ναούς του Ανατολικού Χριστιανισμού με συνεχή λειτουργία και αποτελεί, μαζί με τους ναούς της Θεσσαλονίκης Άγιο Δημήτριο και Αγία Σοφία χαρακτηριστικό δείγμα της παλαιοχριστιανικής ναοδομίας και το 1988 εντάχθηκε στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

 

Μέχρι το 14ο αιώνα το μνημείο αναφέρεται ως «ναός της Παναγίας Θεοτόκου» και μάλιστα ως ο «μεγάλος ναός της Θεοτόκου», ενώ η επωνυμία Αχειροποίητος εμφανίζεται για πρώτη φορά σε χρυσόβουλο έγγραφο του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Θ', με το οποίο δωρίζονταν σπίτια της περιοχής στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Το 1345, σφαγιάστηκαν στο εσωτερικό του ναού Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης. Φαίνεται ότι μέχρι τον 14ο και 15ο αιώνα η λιτανευτική πομπή την παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου περνούσε από το ναό της Αχειροποιήτου, καθώς η λατρεία του πολιούχου της πόλης ήταν συνδεδεμένη με τη λατρεία της Παναγίας.

 

Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς το 1430, η Αχειροποίητος ήταν ο πρώτος ναός της πόλης που μετατράπηκε σε τζαμί, από τον ίδιο το σουλτάνο, Μουράτ Β’, o οποίος τέλεσε ευχαριστία στο εσωτερικό του ναού για τη νίκη του. Στον όγδοο από ανατολικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας υπάρχει επιγραφή του σουλτάνου που γράφτηκε στα τούρκικα. Καθ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε το κυριότερο τζαμί της πόλης, υπό την ονομασία Εσκί Τζουμά τζαμί (δηλαδή τζαμί της παλιάς προσευχής της Παρασκευής), με συνέπεια οι Έλληνες να αποκαλούν για αιώνες το ναό με το όνομα της Αγίας Παρασκευής. Κοντά στην Αχειροποίητο, στη σημερινή οδό Μόδη 6, βρέθηκαν υπολείμματα μεγάλου βυζαντινού ναού, εκεί όπου ο ιστορικός Βακαλόπουλος εντόπισε τον ναό της Αγίας Παρασκευής. Έτσι οι Έλληνες αποκαλούσαν στους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας τον ναό με το όνομα της Αγίας Παρασκευής λόγω του κοντινού ομώνυμου ναού.

Παρέμεινε μουσουλμανικό τέμενος μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, ενώ στη συνέχεια προτάθηκε η χρήση του κτηρίου για τη στέγαση του πρώτου βυζαντινού μουσείου - πρόταση που δεν υλοποιήθηκε. Το 1917 το μνημείο χρησιμοποιήθηκε ως καταυλισμός των πυροπαθών της μεγάλης πυρκαγιάς που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης της Θεσσαλονίκης, αλλάζοντας το πρόσωπό της και σημαδεύοντας την ιστορία της. Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου Πολέμου η Αχειροποίητος στέγασε οικογένειες προσφύγων και μάλιστα το 1919 το εσωτερικό της φωτογραφήθηκε από τον Ελβετό φιλέλληνα Φρεντερίκ Μπουασονά ως καταυλισμός προσφύγων. Αργότερα, το έτος 1922 βρήκαν καταφύγιο στον ναό πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Οι πρόσφυγες μάλιστα από την Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης μετέφεραν και εναπόθεσαν στον Ναό την ιστορική εικόνα της Παναγίας Ρευματοκρατόρισσας ή Ρευματοκράτειρας που διέσωσαν από την πατρίδα τους. Τελικά, ο ναός λειτούργησε ξανά ως εκκλησία το 1930, μετά από πολλές επισκευές και συντηρήσεις.  

 

 

Η αρχιτεκτονική του Ναού

 

Παναγία η Αχειροποίητος

Ο ναός της Αχειροποιήτου ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της παλαιοχριστιανική τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υπερώα, η οποία καταλήγει στα ανατολικά σε ημικυκλική αψίδα. Έχει μήκος 51,90 μ. και πλάτος 30,80 μ. και είναι κτισμένος με την κλασσική παλαιοχριστιανική τοιχοποιία στην οποία ζώνες λιθοδομής εναλλάσσονται με ζώνες πλινθοδομής. Τα τρία κλίτη τού κυρίως ναού χωρίζονται με δύο κιονοστοιχίες, με 12 κίονες η καθεμία, με κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού. Εκτός από το ισόγειο, κιονοστοιχίες υπάρχουν και στα υπερώα, οι οποίες σε συνδυασμό με το άπλετο φως, που εισχωρεί από τα πλάγια παράθυρα, κάνουν όλο τον χώρο να δείχνει πιο ανάλαφρος. Οι μαρμάρινοι στύλοι είναι διακοσμημένοι με περίτεχνα φύλλα ακάνθου τα οποία κάνουν αντίθεση με το ψηφιδωτό μωσαϊκό, που απεικονίζει μικρούς χρυσούς σταυρούς, περίτεχνα μοτίβα με λουλούδια, την άμπελο και διάσπαρτα πουλιά.

Το κεντρικό κλίτος, που απολήγει ανατολικά στο ιερό βήμα, έχει πλάτος 14,20 μ. ενώ τα πλάγια κλίτη έχουν πλάτος 6,20 - 6,30 μ. Το βόρειο κλίτος επικοινωνεί ανατολικά με κτίσμα που έγινε παρεκκλήσι στα μεσοβυζαντινά χρόνια και σήμερα τιμάται στο όνομα της Αγίας Ειρήνης. Στον νότιο εξωτερικό τοίχο, η κεντρική θύρα εισόδου φέρει μνημειώδες πρόπυλο, που δείχνει την επικοινωνία του ναού με την πιο σημαντική οδική αρτηρία της αρχαίας πόλης, τη Λεωφόρο. Προσκολλημένο στη νότια πλευρά του ναού σώζεται ένα πρόσκτισμα που θεωρείται το βαπτιστήριο της βασιλικής κατά μία άποψη και κατά μία άλλη το αρχικό διακονικό του ναού. Σε όλο το πλάτος του ναού στα δυτικά υπάρχει νάρθηκας από όπου εισέρχεται κανείς στον κυρίως ναό μέσα από ένα πολυτελές τρίβηλο με κίονες από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο. Η θεματολογία τους είναι σχετική με τις συμβολικές αλληγορίες του χριστιανικού παραδείσου και της επικράτησης του χριστιανισμού. Τα ψηφιδωτά χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα και πιστοποιούν την ύπαρξη σημαντικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή. Ακόμα θεωρείται βέβαιο πως μπροστά από τον εξωνάρθηκα, στο χώρο του σημερινού πάρκου των Μακεδονομάχων, υπήρχε μία τετράγωνη αυλή με «περιστύλιο» (αίθριο), όπως στο ναό του Αγίου Δημητρίου.  

Ένα μέρος του παλαιού γραπτού διακόσμου του μνημείου σώζεται στην επιφάνεια του τοίχους στο νότιο κλίτος, πάνω από την κιονοστοιχία. Χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα και εικονίζει δεκαοκτώ από τους Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας, που μαρτύρησαν επί αυτοκράτορος Λικινίου. Ολόσωμες μορφές πάνω από τους κίονες εναλλάσσονται με προτομές μαρτύρων στην επιφάνεια του τοίχου πάνω από την κορυφή κάθε τόξου. Όλοι εικονίζονται με στρατιωτική ενδυμασία και κρατούν το σταυρό στο δεξί τους χέρι, σύμβολα του μαρτυρικού τους θανάτου. Οι τοιχογραφίες κτυπήθηκαν με σφυρί από τους Τούρκους για να καλυφθούν με σοβά όταν η ναός μετατράπηκε σε τζαμί και παρά την ζημία που υπέστησαν είναι καλά διατηρημένες .

Η στέγη του ναού είναι δικλινής στο κεντρικό κλίτος και χαμηλότερη στα πλάγια κλίτη. Αρχικά η κεντρική στέγη ήταν ψηλότερη καθώς υπήρχε ένα υπερυψωμένο τμήμα του κεντρικού κλίτους που λειτουργούσε ως φωταγωγός, αλλά και το δυτικό υπερώο, κάνοντας τον εξωτερικό όγκο του ναού να φαίνεται ακόμη πιο βαρύς. Το μνημείο υπέστη αρχιτεκτονικές επεμβάσεις τον 7ο αιώνα και στη συνέχεια τον 14ο-15ο αιώνα, καθώς και αναστηλωτικές εργασίες μετά τους σεισμούς του 1978.

 

Βικιπαίδεια, Θρησκευτικοί τουριστικοί προορισμοί, orthodoxos.com

 

 

 

 

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ