ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΑ

 ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΓΗΡΟΜΕΡΙΟΥ

  

Η Ιερά Μονή της Παναγίας του Γηρομερίου

 

Παναγία η Οδηγήτρια
(του Γηρομερίου)

Είναι από τα παλαιότερα και ένα από τα λίγα  εν ενεργεία μοναστήρια στην Ήπειρο. Η ιερά πατριαρχική σταυροπηγιακή μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου  Γηρομερίου, είναι κτισμένη σε υψόμετρο 300 μέτρων στη δυτική πλαγιά του όρους Φαρμακοβούνι στους Φιλιάτες της Θεσπρωτίας. Για την ονομασία της υπάρχουν πολλές απόψεις. Αυτή προέρχεται από τη λέξη Ιερομερίου που σημαίνει ιερό μέρος ή Γυρομερίου που σημαίνει το γύρο μέρος, ή Γερομερίου που σημαίνει γερό μερος ή Γηρομερίου και Γηρομερίου που σημαίνει το γηραιό μέρος.

 

Η Ιερά Μονή Γηρομερίου ιδρύθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα (μεταξύ 1310 και 1320), στην εποχή της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Από την αρχή της ιδρύσεώς της υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ως Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή και αργότερα (18ος αι.) ως έδρα Πατριαρχικής Εξαρχίας. Αποτέλεσε σημαντικό μοναστικό κέντρο και έφτασε στην μεγαλύτερη ακμή της στα μέσα του 16ου αιώνα.

Ο πρωτονοτάριος του πατριαρχείου Θεοδόσιος Ζυγομαλάς  σε εκθεσή του το 1578 για τα μοναστήρια της περιοχής αναφέρει οτι στη Μονή Γηρομερίου εγκαταβιούσαν 300 μοναχοί, ενώ σε όλα τα άλλα μοναστήρια της Ηπείρου ζούσαν συνολικά 300 μοναχοί. Εκεί λειτούργησε Κρυφό Σχολείο, και Ιερατική Σχολή, μέσα στο χώρο της Μονής, ενώ με έξοδα της Μονής υποστηρίχθηκαν σχολεία σε ορισμένα από τα χωριά της περιοχής.

Το 1568, η μονή ανακαινίστηκε με χρήματα του ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας  Οξιώτη ή Αξιώτη ο οποίος καταγόταν από την Πωγωνιανή. Την ίδια περίοδο   οι ηγεμόνες της Βλαχίας το  στήριζαν  οικονομικά, ενώ  δωρεές κάνει και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Στην πορεία η μονή γίνεται το κέντρο της Εξαρχίας Γηρομερίου στην οποία ανήκουν τουλάχιστον 12 χωριά της περιοχής.

Κατά τον 18ο αιώνα η κάθοδος «αλβανικών ορδών» στη Θεσπρωτία αναγκάζει τους κατοίκους πολλών χωριών να τα εγκαταλείψουν. Η μονή κινδύνευε και αυτή αλλά ο επίσκοπος Βουθρωτού και Γλυκέως Παΐσιος την αναδιοργάνωσε. Η περίοδος όμως παραμένει δύσκολη, καθώς οι κάτοικοι πολλών χωριών εξισλαμίστηκαν με τη βία. Τότε εμφανίστηκε  ο Κοσμάς ο Αιτωλός ο οποίος στις  16 Απριλίου του 1775 έφτασε  στο χώρο της Μονής,  όπου έγινε  η μεγαλύτερη συγκέντρωση πιστών, κοντά στις 11.000.

 

Το έτος 1800, η Μονή έγινε έδρα της Επισκοπής Γηρομερίου, υπαγόμενη στη Μητρόπολη Ιωαννίνων, με την ίδια έκταση στη δικαιοδοσία της. Από τότε και μέχρι το 1895 που οριστικά καταργήθηκε, είχε διάφορες εναλλαγές, άλλοτε ως έδρα Επισκοπής και άλλοτε Εξαρχίας. Το 1928, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παραχώρησε "επιτροπικώς" την διοικητική επιστασία της Μονής στην Ιερά Μητρόπολη Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, διατηρώντας όμως τα κανονικά του πνευματικά δικαιώματα επ' αυτής.

Μεγάλη, επίσης, ήταν η προσφορά της Μονής στην περιοχή της Θεσπρωτίας σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της, συμβάλλοντας στη διατήρηση της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των κατοίκων. Χαρακτηριστική ήταν η λειτουργία του Κρυφού Σχολειού και της Ιερατικής Σχολής, μέσα στο χώρο της Μονής. Συντηρούσε σχολείο στους Φιλιάτες, δημοτικό και παρθεναγωγείο στο Γηρομέρι. Ακόμη, με ενέργειες κάποιων Εξάρχων και με έξοδα της Μονής λειτουργούσαν σχολεία σε ορισμένα από τα χωριά της περιοχής. Από τον 13ο αιώνα λειτουργούσε σχολή γραμμάτων.

Πάντως πριν την ανοικοδόμηση από τον Όσιο Νείλο εδώ υπήρχε μοναστήρι το οποίο κτίστηκε κατά το 7ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Ηράκλειτο. Η παλιά μονή πιθανόν να καταστράφηκε την περίοδο της εικονομαχίας. Δεν αποκλείεται επίσης εδώ να υπήρχε ειδωλολατρικός ναός ο οποίος μετετράπη στην πορεία σε χριστιανικό.

 

 

Ο Όσιος Νείλος ο Εριχιώτης, ο ιδρυτής της Μονής

 

Ιδρυτής και πρώτος κτίτωρ της Μονής είναι ο Όσιος Νείλος ο Εριχιώτης (1228-1334). Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν ανηψιός του αυτοκράτορα Θεόδωρου Λασκάρεως της Νικαίας. Κατά πάσα πιθανότητα γεννήθηκε στη Νίκαια κατά το 1228. Έγινε μοναχός σε πολύ νεαρή ηλικία στην περίφημη Μονή των Ακοιμήτων όπου από Νικόλαος μετονομάσθηκε Νείλος. Μετά από αρκετά χρόνια επισκέφθηκε για προσκύνημα τα Ιεροσόλυμα.

Επιστρέφοντας συγκρούσθηκε με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, για το επίμαχο τότε ζήτημα της ενώσεως Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Καταδικάστηκε για τις θέσεις του και εγκαταλείφθηκε σε μια βάρκα στο πέλαγος για να χαθεί. Η Θεία Πρόνοια τον οδήγησε στα παράλια του Αγίου Όρους, στην Μονή των Ιβήρων, όπου παρέμεινε για μια τριετία ως πορτάρης.

Γυρνώντας στην Κωνσταντινούπολη, τιμήθηκε από το νέο Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο, όμως δεν έμεινε για πολύ στη Βασιλεύουσα. Ξεκίνησε νέα πολυετή περιοδεία, κατά την οποία επισκέφθηκε πολλά μέρη των Αγίων Τόπων, και στη συνέχεια περνώντας τα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο και την Κέρκυρα έφτασε στην Αυλώνα της Ηπείρου, όπου έμεινε για μερικά χρόνια. Κοντά στην αρχαία πόλη  Ωρικόν στον κόλπο της Αυλώνας έκτισε  ένα κελί, αλλά δεν έμεινε πολύ.

Στη συνέχεια, μετά από πρόσκληση κατοίκων της Θεσπρωτίας, μετέβη νοτιότερα, στην περιοχή του Γηρομερίου, και εγκαταστάθηκε σε ένα παλαιό ασκητήριο, στη σπηλιά ενός απότομου βράχου. Σύντομα σχηματίστηκε γύρω του μικρή αδελφότητα ασκητών και κατόπιν οράματος και αφού βρήκαν την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, εγκαταστάθηκαν στο απέναντι βουνό όπου έκτισαν τον πρώτο πυρήνα της Μονής.

Μετά από αρκετά χρόνια ακόμη και σε βαθιά γεράματα, στην ηλικία των 106 ετών, ο Όσιος Νείλος παρέδωσε το πνεύμα του στις 2 Ιανουαρίου του έτους 1334, αφού συνέταξε τη Διαθήκη του και όρισε το διάδοχό του. Το λείψανό του ενταφιάστηκε σε μικρή απόσταση από τη Μονή και παραμένει μέχρι σήμερα εκεί, διότι όταν επεχείρησαν, λίγα χρόνια μετά το θάνατό του, την ανακομιδή του, κατά θεία παραχώρηση, κατέπεσε ογκώδης βράχος και κάλυψε τον τάφο. Σήμερα, επάνω από τον τάφο του Οσίου Νείλου υπάρχει μικρό παρεκκλήσι.

 

 

Η αρχιτεκτονική της Μονής

 

Παναγία του Γηρομερίου

Το Καθολικό, δηλαδή ο κεντρικός Ναός της Μονής έχει κτιστεί τμηματικά. Είναι Ναός σχετικά μικρών διαστάσεων και αρχιτεκτονικά, ανήκει στον τύπο των τετρακιονίων σταυροειδών εγγεγραμμένων μετά τρούλου. Πιθανώς, αρχικά να ήταν του τύπου της μονόκλιτης βασιλικής, ενώ η σημερινή του μορφή, δηλαδή τα τέσσερα τμήματά του, είναι αποτέλεσμα ανακαινίσεων διαφόρων εποχών.

Χρονολογικά, γνωρίζουμε μόνο για την ανέγερση του Κυρίως Ναού, η οποία έγινε το 1568 κατόπιν χορηγίας του Βοεβόδα της Ουγγροβλαχίας Οξυώτη ή Αξιώτη από την Πωγωνιανή. Κτίσμα της ίδιας εποχής θεωρείται ο Εξωνάρθηκας, ενώ το Ιερό και ο Νάρθηκας είναι προγενέστερα κτίσματα, τμήματα του πρώτου Ναού, πιθανώς του 14ου αιώνα. Εξωτερικά διακοσμείται από λιτά κεραμικά σχέδια κυρίως στον τρούλο, στη νότια και στη δυτική πλευρά. Εσωτερικά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς στολίζεται από αγιογραφικό διάκοσμο του 16ου και 17ου αιώνα.

Η Μονή έχει σπάνιες τοιχογραφίες που ανήκουν στην Κρητική σχολή  με επιρροές από τη σχολή της Βορειοδυτικής Ελλάδος. Ο μικρός σχετικά ιερός Ναός είναι αγιογραφημένος από τον 16ο αιώνα, ενώ το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο. Σε προσκυνητάρι στο τέμπλο, βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Είναι η πλέον παλαιά εικόνα της Μονής, αγιογραφημένη στις αρχές του 14ου αιώνα, στην οποία απεικονίζονται στη μια όψη η Παναγία, ενώ στην άλλη οι Απόστολοι, Πέτρος και Παύλος. Παρά την αίγλη της όμως, ακόμη και πριν από κάποια χρόνια ήταν έντονη η εικόνα της εγκατάλειψης. Τελικά ανακαινίστηκε και σήμερα ζουν εδώ τρεις μοναχοί που την κρατούν ζωντανή. Εκτός από τις σπάνιες εικόνες και τα άλλα κειμήλια εδώ υπάρχουν τα λείψανα των αγίων: Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, Παντελεήμονος, Αυξεντίου, Φωτεινής της Σαμαρείτιδος , Τρύφωνος Βονιφατίου, Φωτίου, Στεφάνου  πρωτομάρτυρος, Αναστασίας Φαρμακολύτριας, κα. Σημαντική είναι η εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης που επονομάστηκε και Δαρκυροούσα.

 

 

Η εικόνα της Παναγίας

 

Σε ιδιαίτερο ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι, σύγχρονο του τέμπλου, βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Είναι η αρχαιότερη εικόνα της Μονής, αγιογραφημένη στις αρχές του 14ου αιώνα. Πρόκειται για αμφιπρόσωπη εικόνα όπου απεικονίζονται στη μια όψη η Παναγία του τύπου Οδηγήτριας, με την επωνυμία "ΟΡΗΧΗΟΤΙCCΑ", ενώ στην άλλη όψη οι πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος.

 

Το δεύτερο στρώμα των τοιχογραφιών (1679) είναι λαϊκής τεχνοτροπίας της εποχής εκείνης ενώ το πρώτο, του 16ου αιώνα (1568-1590), είναι βυζαντινής τεχνοτροπίας και έχει την μοναδική ιδιαιτερότητα ανάμεσα στα μνημεία της Ηπείρου, να συνδυάζει στοιχεία της βυζαντινής τέχνης, που ανήκει στην Κρητική Σχολή και στην σχολή της Δυτικής Ελλάδος, με στοιχεία της Δυτικής τέχνης. Ο εμπνευσμένος αγιογράφος, δυστυχώς, μας είναι άγνωστος. Το τέμπλο του Καθολικού είναι αξιόλογο έργο ξυλογλυπτικής κατασκευασμένο το 1824 και επιχρυσωμένο το 1829. Οι εικόνες του τέμπλου κατασκευάστηκαν το 1824.

 

monigiromeriou.gr, dogma.gr, orthodoxianewsagency.gr

 

 

 

 

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ